Οι Ερινύες στην Ελληνική Mυθολογία ήταν μυθικές χθόνιες θεότητες που κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά τής φυσική και ηθικής τάξης των πραγμάτων.
Επίσης είναι γνωστές και ως Ευμενίδες, δίνοντάς έτσι το όνομά τους στην τρίτη τραγωδία τής τριλογίας «Oρέστειας» τού Αισχύλου.
Στη συγκεκριμένη τραγωδία, κατατρέχουν τον Ορέστη, γιό τού Αγαμέμνονα και τής Κλυταιμνήστρας, για το φόνο τής μητέρας του.
Λέγεται κατά μεν τον Ησίοδο ότι οι Ερινύες γεννήθηκαν από το αίμα τού Ουρανού, προκειμένου να εκδικηθεί ο ίδιος τον ευνουχισμό του από τον τον ίδιο του το γιο τον Κρόνο, κατά δε τον Αισχύλο ότι αυτές ήταν κόρες τής Νύκτας και κατά τον Σοφοκλή κόρες τής Γης και τού Σκότους, ενώ ακολουθούν και άλλες γνώμες.
Ο αριθμός τους δεν είναι ακριβής, ο Όμηρος δεν γνωρίζει αριθμό αυτών, ο Αισχύλος εισάγει ολόκληρο χορό Ερινύων, αντίθετα ο Ευριπίδης σ΄ ένα δράμα του αναφέρει τρεις, με ονόματα που έδωσαν μεταγενέστεροι όπως ο Βιργίλιος που επίσης αναγνωρίζει τρεις:
• την Αληκτώ (ανθρωπομορφισμός τής οργής και μανίας),
• την Μέγαιρα (ανθρωπομορφισμός τού μίσους και τού φθόνου) και
• την Τισιφόνη (ανθρωπομορφισμός τής εκδίκησης φόνου).
Τα κεφάλια των Ερινύων ήταν τυλιγμένα με φίδια, εικόνα που θυμίζει τη Μέδουσα Γοργώ, και γενικότερα όλη η εμφάνισή τους ήταν φρικιαστική και απωθητική.
Συνήθως απεικονίζονται με αστραφτερό βλέμμα μαύρες στην όψη, αποπνέουσες καταστρεπτικό πυρ αλλά και με φτερά φέρουσες μαύρες εσθήτες.
Κατοικία τους είχαν τον Κάτω Κόσμο τού Άδη απ΄ όπου και αναλάμβαναν την εκτέλεση των ποινών που έθεταν οι κριτές του Άδη και της Δίκης στους ανθρώπους, ακόμα και πέραν του τάφου τους γι αυτό επί των φονέων αποκαλούνταν ως θεότητες "Επίκουροι τής Δίκης".
Στα χέρια τους έφεραν συνήθως αναμμένες δάδες για να διαλύουν τα σκότη που ευνοούσαν ή κάλυπταν τα διαπραχθέντα εγκλήματα καθώς και μαστίγιο φιδοφόρο ως όπλο κατά των δραστών.
Στη μέση τους έφεραν ζώνη δίνοντας την όψη Μαινάδων και γι αυτό επίσης ονομάζονταν και "Βάκχες του Άδη".
Επίσης είναι γνωστές και ως Ευμενίδες, δίνοντάς έτσι το όνομά τους στην τρίτη τραγωδία τής τριλογίας «Oρέστειας» τού Αισχύλου.
Στη συγκεκριμένη τραγωδία, κατατρέχουν τον Ορέστη, γιό τού Αγαμέμνονα και τής Κλυταιμνήστρας, για το φόνο τής μητέρας του.
Λέγεται κατά μεν τον Ησίοδο ότι οι Ερινύες γεννήθηκαν από το αίμα τού Ουρανού, προκειμένου να εκδικηθεί ο ίδιος τον ευνουχισμό του από τον τον ίδιο του το γιο τον Κρόνο, κατά δε τον Αισχύλο ότι αυτές ήταν κόρες τής Νύκτας και κατά τον Σοφοκλή κόρες τής Γης και τού Σκότους, ενώ ακολουθούν και άλλες γνώμες.
Ο αριθμός τους δεν είναι ακριβής, ο Όμηρος δεν γνωρίζει αριθμό αυτών, ο Αισχύλος εισάγει ολόκληρο χορό Ερινύων, αντίθετα ο Ευριπίδης σ΄ ένα δράμα του αναφέρει τρεις, με ονόματα που έδωσαν μεταγενέστεροι όπως ο Βιργίλιος που επίσης αναγνωρίζει τρεις:
• την Αληκτώ (ανθρωπομορφισμός τής οργής και μανίας),
• την Μέγαιρα (ανθρωπομορφισμός τού μίσους και τού φθόνου) και
• την Τισιφόνη (ανθρωπομορφισμός τής εκδίκησης φόνου).
Τα κεφάλια των Ερινύων ήταν τυλιγμένα με φίδια, εικόνα που θυμίζει τη Μέδουσα Γοργώ, και γενικότερα όλη η εμφάνισή τους ήταν φρικιαστική και απωθητική.
Συνήθως απεικονίζονται με αστραφτερό βλέμμα μαύρες στην όψη, αποπνέουσες καταστρεπτικό πυρ αλλά και με φτερά φέρουσες μαύρες εσθήτες.
Κατοικία τους είχαν τον Κάτω Κόσμο τού Άδη απ΄ όπου και αναλάμβαναν την εκτέλεση των ποινών που έθεταν οι κριτές του Άδη και της Δίκης στους ανθρώπους, ακόμα και πέραν του τάφου τους γι αυτό επί των φονέων αποκαλούνταν ως θεότητες "Επίκουροι τής Δίκης".
Στα χέρια τους έφεραν συνήθως αναμμένες δάδες για να διαλύουν τα σκότη που ευνοούσαν ή κάλυπταν τα διαπραχθέντα εγκλήματα καθώς και μαστίγιο φιδοφόρο ως όπλο κατά των δραστών.
Στη μέση τους έφεραν ζώνη δίνοντας την όψη Μαινάδων και γι αυτό επίσης ονομάζονταν και "Βάκχες του Άδη".
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου