Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Σιωπή...

Ο δρόμος είναι έρημος, περπατώ και τα βήματα μου αντηχούν στη σιωπή.
Το μόνο που δίνει φως σε αυτά τα απόμερα, σκοτεινά σοκάκια, είναι το φεγγάρι. Σηκώνω το κεφάλι και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ο αέρας, μυρίζει βροχή σε συνδυασμό με χορτάρι. Είναι τόσο όμορφα.. Ήρεμα...

Ο ουρανός δεν έχει αστέρια απόψε. Για εμάς, τους ναυαγούς του ύπνου, είναι αδύνατο να βρούμε τον δρόμο μας αυτή την αφιλόξενη νύχτα. Τα σύννεφα αρχίζουν να σκεπάζουν το φεγγάρι με το βελούδινο γκρι τους να απλώνεται σε όλο τον ουρανό με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ή μπορεί έτσι να μου φαίνεται έμενα. Έχω χάσει πλέον την αίσθηση του χρόνου.

Δεν υπάρχει πλέον φως. Το σκοτάδι είναι τόσο πυκνό, και φαντάζει τόσο απειλητικό. Όμως εγώ δεν φοβάμαι. Με τα μάτια της ψυχής μου, βρίσκω τον τρόπο να περπατήσω μέχρι την άκρη του στενού, χωρίς να χρειαστεί να ψηλαφίσω τον τοίχο, χωρίς να παραπατήσω ούτε μια φορά. Όμως στο τέλος του στενού...

Κοιτάζω πίσω μου για να σιγουρευτώ πως δεν τρελάθηκα, πως ό,τι βλέπω αυτή την στιγμή μπροστά μου, είναι αληθινό.

Εκεί που βρίσκομαι τώρα υπάρχει φεγγάρι, ο ουρανός έχει ρίξει από πάνω του το βαρύ γκρίζο πέπλο, που έχει αντικατασταθεί, με αμέτρητα, μικρά, λαμπερά αστεράκια. Ακόμη πιο μαγικό, είναι το λιβάδι, με τα χιλιάδες λουλούδια σε διάφορα χρώματα και ο πύργος που υψώνεται μπροστά μου είναι σαν να με μαγνητίζει. Πηγαίνω προς τα εκεί χωρίς να έχω κανέναν απολύτως έλεγχο του σώματός μου. Νιώθω σα να πετάω.

Διασχίζοντας το πολύχρωμο χαλί των λουλουδιών, τα μαλλιά μου τα φυσάει ένα απαλό αεράκι. Τα ρούχα μου κολλάνε στο σώμα μου κυματίζοντας γύρω μου ανάλαφρα. Αναστενάζω μη μπορώντας να πιστέψω στην ομορφιά που υπάρχει γύρω μου, πως ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει σε τέτοιο σημείο ευτυχίας; Μπορεί στ' αλήθεια άραγε; Ή εγώ ονειρεύομαι; Δε με νοιάζει. Προτιμώ να απολαύσω αυτή τη μοναδική στιγμή που μου δίνεται, παρά να γεμίζω το μυαλό μου με ανούσιες σκέψεις. Το αδειάζω απ' όλα και ξεχνώ τα πάντα, βουτηγμένη σε ένα κενό, που όμως με κάνει ευτυχισμένη, ζωντανή.

Βυθίζομαι στη βαθιά και σκοτεινή θάλασσα της μοναξιάς, με μόνη φίλη, την σιωπή.

Το φεγγάρι κι ο ουρανός, σιωπηλοί παρατηρητές των ονείρων μου, μου τραγουδούν.

"Τρέξε! Φύγε από εδώ! Φύγε μακριά! Ζήσε τη ζωή σου, μικρή!"

Λόγια από κάπου αλλού, κάπου μακριά, απόκοσμα. Λόγια τα οποία δεν μπορώ να ξέρω με απόλυτη σιγουριά ποιος τα λέει.

Κοιτάω τον πύργο που υψώνεται μπροστά μου. Η φωνή στο μυαλό μου, συνεχίζει να φωνάζει, να μου λέει να φύγω από εδώ, όσο προλαβαίνω. Όμως δεν μπορώ. Ή μάλλον δεν θέλω. Είναι σαν αυτός ο πύργος να με τραβάει, να με προσκαλεί να μπω μέσα για πάντα.

Οικείος και άγνωστος. Φιλικός και άγριος. Μυστήριος μα κι επικίνδυνος.

Τόσο αντιφατικές έννοιες. Διαφορετικά συναισθήματα, τα οποία όμως, δένουν σαν τον πιο σωστό συνδυασμό... Και δημιουργούν για 'μένα έναν τόπο γαλήνης, ελπίδας κι ονείρου.

Δεν είναι έτσι όμως. Ξέρω ότι δεν πρέπει να πάω.

Με την σκέψη μου αυτή, το μυαλό μου βυθίζεται σε μια σκοτεινή άβυσσο και ακούγεται από το πουθενά μια γλυκιά μελωδία, ένα τραγούδι. Σταματώ να κινούμαι. Λίγα μέτρα μπροστά μου, υψώνεται η επιβλητική πόρτα του κάστρου.

Η μουσική, γίνεται ακόμα πιο έντονη στα αυτιά μου... Με ελέγχει. Κλείνω τα μάτια κι αφήνομαι στο πιο γλυκό μαρτύριο, αφουγκράζομαι τον χώρο γύρο μου και νιώθω πως βρίσκομαι ξαπλωμένη στο νερό, με κλειστά τα μάτια, και χαλαρώνω. Ένα απαλό τροπικό αεράκι φυσάει και ο ήλιος χάνεται μέσα στην θάλασσα.
Μένω με μόνη συντροφιά τον νυχτερινό ουρανό.

Αναστενάζω και το σκηνικό που έχω πλάσει διαλύεται, σαν τον αφρό της θάλασσας. Αρχίζω να φοβάμαι.

Ένας ακόμα πιο δυνατός αέρας φυσάει τώρα. Ωστόσο πέφτει στο πρόσωπό μου, με βελούδινη υφή. Είναι όμως αρκετός για να διώξει τον όποιο δισταγμό, τον όποιο φόβο μπορεί να υπάρχει μέσα μου.

Ανοίγω τα μάτια μου. Τίποτα δεν κινείται, τίποτα δεν ακούγεται. Σιωπή…

Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών μου.

Με καλεί. Και είμαι έτοιμη.

Συσσωρεύω όλη μου την ενέργεια, όλη μου την ψυχή, κι αφήνω το πνεύμα μου ελεύθερο. Άρχισε να βρέχει. Μικρές κρυστάλλινες σταγόνες πέφτουν γύρω μου, κι όμως δεν με αγγίζουν. Απλά με περικυκλώνουν, στολίζοντας κάθε πέταλο και κάθε φύλλο με την μοναδική τους λάμψη.
Λίγα λεπτά αργότερα όμως, η βαριά κουβέρτα των σύννεφων, έχει δώσει τη θέση της στον κατάμαυρο ουρανό. Τα αστέρια εξαφανίστηκαν κι αυτά, με το φύσημα του αέρα. Μόνο η Σελήνη έμεινε, να με κοιτάζει και να απορεί.

"Έρχομαι'' ψιθυρίζω.

"Όχι" ουρλιάζει η φωνή στο μυαλό μου. "Προλαβαίνεις ακόμα. Φύγε! Ζήσε!"

Κι όμως, δεν έχω επιλογή. Το ξέρω. Γι αυτό προορίζομαι. Αυτή είναι η μοίρα μου, πάντα αυτή ήταν. Κι έτσι σηκώνομαι ψηλά. Πετάω!

Ανεβαίνω στην κορυφή του πύργου.
Στο τελευταίο δωμάτιο.
Καθώς πλησιάζω, μια περίεργη ευφορία με κατακλύζει.

Μπαίνω μέσα και βλέπω ένα απλό, συνηθισμένο υπνοδωμάτιο.

Το ξέρω αυτό το μέρος. Περίπου δηλαδή. Έρχομαι συχνά εδώ, στα όνειρά μου. Είναι το καταφύγιό μου.

Περπατάω και στέκομαι μπροστά στο παράθυρο και παρακολουθώ τα πάντα. Το φεγγαρόφως, λούζει το δωμάτιο μ’ ένα εξωπραγματικό φως, χαρίζοντας του μία μαγεία, που μόνο η φαντασία μπορεί να δημιουργήσει.

Κοιτάζω τον τοίχο πίσω μου. Το σώμα μου, αφήνει μία σκιά ακριβώς στην μέση του παραθύρου. Αχνή, όσο και μία ανάσα. Ωστόσο φανερή.

Το φως του φεγγαριού, πέφτει στο πρόσωπό μου, και νιώθω την ενέργειά του να διεισδύει μέσα μου, να τυλίγει μ' ένα προστατευτικό πέπλο την καρδιά μου.

"Δεν έπρεπε να έρθεις, σου είπα να φύγεις!'" είπε και στράφηκα προς τον καθρέπτη..

Στην γωνιά του δωματίου, στέκονταν, ένας ολόσωμος καθρέπτης, τυλιγμένος με ματωμένα τριαντάφυλλα. Το τζάμι του ήταν θόλο και το φεγγάρι δημιουργούσε ασημένιες ανταύγειες πάνω στη γυάλινη επιφάνεια.

Κοίταξα τα μάτια που αντανακλούσαν στον καθρέπτη. Τα όμοιου ,με τα δικά μου, χρώματος μάτια, με κοιτούσαν με την μελαγχολία να πλημμυρίζει τις κρυστάλλινες ίριδες τους. Προχώρησα προς τα εκεί, με τα βήματα μου να αφήνουν χρωματιστές νότες, στις γκρίζες ψυχές της νύχτας.

Άγγιξα το γυαλί, κι ο καθρέπτης ανταπέδωσε το άγγιγμα. Η κρύα αίσθηση πάγωσε το χέρι μου κι έμεινε ακίνητο, κολλημένο στην ίδια θέση.

"Σου είπα να μην έρθεις", η φωνή με επέπληξε, άλλα δε με ένοιαζε.
Μ' ενδιέφερε μόνο ότι ήταν κοντά μου. Έστω κι έτσι, σαν σκιά.

Έπρεπε να έρθω. Και να μην ήθελα, δεν είχα επιλογή. Με τραβούσε η γλυκιά αυτή μελωδία, που απάλυνε την καρδιά μου και γιάτρευε τις πληγές του παρελθόντος.
Αλλά δεν είχε νόημα.
Είτε ερχόμουν εδώ είτε όχι, η ψυχή μου είναι ήδη χαμένη. Την έχει παρασύρει το κύμα του χρόνου, και την έχει πετάξει μακριά. Στα πιο ξεχασμένα αστερία, του εβένινου ουρανού.

"Όχι, δεν έπρεπε", απαντάει στις σκέψεις μου και στρέφει τα μάτια προς το φεγγάρι. Έχει γίνει μπλε σαν τις παγωμένες θάλασσες την Ανταρκτικής. Μοιάζει απόμακρο κι όμορφο ταυτόχρονα. Κανείς δεν ξέρει τι κρύβεται πίσω από την ομορφιά αυτού του παράδεισου. Ποσό επικίνδυνη είναι η μπλε γυάλινη σφαίρα, αυτό το στολίδι τ' ουρανού.

Μικρές άσπρες πεταλούδες εισέρχονται στο δωμάτιο, παρασυρόμενες από την κύμα του άνεμου, και σκορπίζονται στο πάτωμα, επιτρέποντας στη λάμψη τους να φωτίσει και την πιο σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Αφήνοντας τα φτερά τους να γίνουν ένα με τη νύχτα και αφήνουν το στίγμα τους στο ψυχρό ξύλο, σαν ζωγραφιές. Τίποτα δεν λάμπει πια.

Αρχίζει.

Με κοιτάζει και τα άλλοτε ψύχρα μάτια που αντίκριζα, έχουν πλημμυρίσει από ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Θλίψη.

Θλίψη που θα χανόμουν, που η ψυχή μου θα σκορπούσε σαν την άμμο, και αυτή την φορά θα συνθλίβονταν ολοκληρωτικά. Συνέχισα να κοιτώ αυτά τα μπλε μάτια, που με συντρόφεψαν σε όλη μου τη ζωή. Που θα τα έχανα και θα με έχαναν.

Έκλεισα τα μάτια μου κι ένιωσα να πέφτω. Και να πέφτω, και να πέφτω... χωρίς σταματημό.

''Η πνοή της πραγματικότητας, εξαφανίζει τα όνειρα.
Σε προσγειώνει, κι υστέρα σε πετάει ψηλά.'' ένας αμυδρός ψίθυρος χάιδεψε τ' αυτιά μου, λίγο πριν βυθιστώ στον λήθαργο της αιωνιότητας..