Ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα που κάνουμε στην καθημερινή μας ζωή, είναι ότι όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα, αφιερώνουμε χρόνο στην ερώτηση «γιατί».
Αυτό μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Μπορεί να αναρωτιέμαι γιατί είμαι θλιμμένος, γιατί δεν έπραξα διαφορετικά ώστε να μην φτάσω στη δυσάρεστη θέση στην οποία βρίσκομαι, γιατί δεν πρόσεχα περισσότερο, γιατί δεν μπορώ να ξεφύγω.
Η αλήθεια είναι ότι οι ερωτήσεις οι οποίες περιλαμβάνουν τη λέξη «γιατί», σπάνια βοηθάνε. Οι πραγματικά βοηθητικές ερωτήσεις, περιλαμβάνουν τη λέξη «πώς». Όταν αναρωτιέμαι, ή με ρωτάνε «γιατί», ουσιαστικά ψάχνω να βρω τους λόγους. Ποιοι είναι οι λόγοι που είμαι θλιμμένος; Από πότε ξεκίνησα να είμαι θλιμμένος και ποια εξωτερικά γεγονότα ευθύνονται γι αυτό; Μπορώ να σπαταλήσω χρόνια ολόκληρα από τη ζωή μου ψάχνοντας το «γιατί», προτού διαπιστώσω ότι τελικά το μόνο που κάνω όλα αυτά τα χρόνια είναι να παραμένω θλιμμένος ενώ ταυτόχρονα αναρωτιέμαι γιατί.
Όταν η ερώτηση στηρίζεται στη λέξη «πώς», ψάχνω να βρω τους τρόπους. Αυτό το οποίο θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε προβλήματα, είναι σχεδόν οι τρόποι και όχι οι λόγοι. Δεν έχει σημασία γιατί είμαι θλιμμένος. Αυτό το οποίο θα έπρεπε να με απασχολεί, είναι το «με ποιο τρόπο καταφέρνω να παραμένω θλιμμένος».
Οι Συστημικοί Θεραπευτές εξηγούν το παραπάνω με μια πολύ απλή πρόταση: «Η δομή του προβλήματος, είναι διαφορετική από τη δομή της λύσης». Ας σκεφτούμε για παράδειγμα ότι μου πέφτει ένα ποτήρι γεμάτο νερό, και σπάει στο πάτωμα. Το πρόβλημα είναι σαφές: Έχω ένα πάτωμα γεμάτο νερά και γυαλιά. Αυτό που κάνουμε όταν εντοπίζουμε αυτό το πρόβλημα στη συναισθηματική μας ζωή, όσο παράλογο και να ακούγεται, είναι ότι ξεκινάμε να αναρωτιόμαστε «γιατί».
Γιατί μου έπεσε το ποτήρι; Ήμουν απρόσεκτος; Γλυστρούσε; Ήταν στραβή η επιφάνεια στην οποία πήγα να το τοποθετήσω; Ποια συγκεκριμένα γεγονότα και πράξεις οδήγησαν στη πτώση του; Μπορώ να αναρωτιέμαι για πάντα. Το μόνο πράγμα το οποίο θα καταφέρω με βεβαιότητα είναι να μην λύσω το πρόβλημα. Τα γυαλιά και το νερό θα παραμένουν στο πάτωμα.
Προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα, πρέπει να διαπιστώσω ότι οι λόγοι για τους οποίους έπεσε το ποτήρι, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το πως θα μαζέψω τα κομμάτια του. Η δομή του προβλήματος περιλαμβάνει ίσως όλα όσα περιγράψαμε παραπάνω, αλλά η δομή της λύσης του είναι εντελώς διαφορετική: Περιλαμβάνει σκούπα, φαράσι και σφουγγαρίστρα.
Ενώ τα παραπάνω είναι προφανή στο πρόβλημα με το ποτήρι, όταν είμαι θλιμμένος για κάποιο λόγο τα ξεχνάω. Αναρωτιέμαι ξανά και ξανά «γιατί είμαι θλιμμένος», ενώ αυτό που θα έπρεπε να κάνω είναι να πιάσω τη σφουγγαρίστρα: Πώς θα καταφέρω να πάψω να είμαι θλιμμένος, είναι η ερώτηση που θα έπρεπε να με απασχολεί.
Μεταφορά της ευθύνης προς τα έξω
Ας υποθέσουμε ότι έχω ένα φίλο ο οποίος διαμαρτύρεται ότι περνάει τη μέρα του θυμωμένος. Μπορώ να τον ρωτήσω: «Γιατί θυμώνεις;» Η απάντηση θα είναι σχεδόν πάντα κάτι του στυλ «Γιατί η γυναίκα μου δεν με καταλαβαίνει», «Γιατί τα παιδιά μου δεν κάνουν ησυχία», «Επειδή το αφεντικό μου με αδικεί». Μια απάντηση δηλαδή η οποία μεταφέρει την ευθύνη στους άλλους αφού αναφέρεται σε κάτι το οποίο κάνει κάποιος τρίτος.
Εάν όμως αλλάξω την ερώτηση στην εξής: «Πώς καταφέρνεις να παραμένεις θυμωμένος;» τότε η απάντηση αλλάζει. Μπορεί να είναι κάτι του στυλ «Σκέφτομαι ότι η γυναίκα μου δεν με καταλαβαίνει». Μπορεί εκ πρώτης όψεως να ακούγεται αρκετά κοντινή στην προηγούμενη απάντηση, όμως δεν είναι.
Εδώ η ευθύνη βρίσκεται μέσα στο άτομο το οποίο θυμώνει. Αμέσως έχει παραδεχθεί ότι υπάρχει κάτι εξαιρετικά συγκεκριμένο το οποίο πρέπει να σκεφτεί για να θυμώσει, και διαπιστώνει ότι ο θυμός δε προκαλείται από την πράξη κάποιου άλλου, αλλά από το ότι ο ίδιος κατευθύνει τη σκέψη του σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο.
Το να καταλάβω ότι ο έλεγχος βρίσκεται μέσα σε μένα, μου επιτρέπει να αλλάξω τα πράγματα και να λύσω το πρόβλημα το οποίο με βασανίζει. Το να προσπαθώ να μεταφέρω τον έλεγχο έξω από μένα, με οδηγεί στο να προσπαθώ να αλλάξω τους άλλους προκειμένου να είμαι εγώ καλά.
Αυτό μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Μπορεί να αναρωτιέμαι γιατί είμαι θλιμμένος, γιατί δεν έπραξα διαφορετικά ώστε να μην φτάσω στη δυσάρεστη θέση στην οποία βρίσκομαι, γιατί δεν πρόσεχα περισσότερο, γιατί δεν μπορώ να ξεφύγω.
Η αλήθεια είναι ότι οι ερωτήσεις οι οποίες περιλαμβάνουν τη λέξη «γιατί», σπάνια βοηθάνε. Οι πραγματικά βοηθητικές ερωτήσεις, περιλαμβάνουν τη λέξη «πώς». Όταν αναρωτιέμαι, ή με ρωτάνε «γιατί», ουσιαστικά ψάχνω να βρω τους λόγους. Ποιοι είναι οι λόγοι που είμαι θλιμμένος; Από πότε ξεκίνησα να είμαι θλιμμένος και ποια εξωτερικά γεγονότα ευθύνονται γι αυτό; Μπορώ να σπαταλήσω χρόνια ολόκληρα από τη ζωή μου ψάχνοντας το «γιατί», προτού διαπιστώσω ότι τελικά το μόνο που κάνω όλα αυτά τα χρόνια είναι να παραμένω θλιμμένος ενώ ταυτόχρονα αναρωτιέμαι γιατί.
Όταν η ερώτηση στηρίζεται στη λέξη «πώς», ψάχνω να βρω τους τρόπους. Αυτό το οποίο θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε προβλήματα, είναι σχεδόν οι τρόποι και όχι οι λόγοι. Δεν έχει σημασία γιατί είμαι θλιμμένος. Αυτό το οποίο θα έπρεπε να με απασχολεί, είναι το «με ποιο τρόπο καταφέρνω να παραμένω θλιμμένος».
Οι Συστημικοί Θεραπευτές εξηγούν το παραπάνω με μια πολύ απλή πρόταση: «Η δομή του προβλήματος, είναι διαφορετική από τη δομή της λύσης». Ας σκεφτούμε για παράδειγμα ότι μου πέφτει ένα ποτήρι γεμάτο νερό, και σπάει στο πάτωμα. Το πρόβλημα είναι σαφές: Έχω ένα πάτωμα γεμάτο νερά και γυαλιά. Αυτό που κάνουμε όταν εντοπίζουμε αυτό το πρόβλημα στη συναισθηματική μας ζωή, όσο παράλογο και να ακούγεται, είναι ότι ξεκινάμε να αναρωτιόμαστε «γιατί».
Γιατί μου έπεσε το ποτήρι; Ήμουν απρόσεκτος; Γλυστρούσε; Ήταν στραβή η επιφάνεια στην οποία πήγα να το τοποθετήσω; Ποια συγκεκριμένα γεγονότα και πράξεις οδήγησαν στη πτώση του; Μπορώ να αναρωτιέμαι για πάντα. Το μόνο πράγμα το οποίο θα καταφέρω με βεβαιότητα είναι να μην λύσω το πρόβλημα. Τα γυαλιά και το νερό θα παραμένουν στο πάτωμα.
Προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα, πρέπει να διαπιστώσω ότι οι λόγοι για τους οποίους έπεσε το ποτήρι, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το πως θα μαζέψω τα κομμάτια του. Η δομή του προβλήματος περιλαμβάνει ίσως όλα όσα περιγράψαμε παραπάνω, αλλά η δομή της λύσης του είναι εντελώς διαφορετική: Περιλαμβάνει σκούπα, φαράσι και σφουγγαρίστρα.
Ενώ τα παραπάνω είναι προφανή στο πρόβλημα με το ποτήρι, όταν είμαι θλιμμένος για κάποιο λόγο τα ξεχνάω. Αναρωτιέμαι ξανά και ξανά «γιατί είμαι θλιμμένος», ενώ αυτό που θα έπρεπε να κάνω είναι να πιάσω τη σφουγγαρίστρα: Πώς θα καταφέρω να πάψω να είμαι θλιμμένος, είναι η ερώτηση που θα έπρεπε να με απασχολεί.
Μεταφορά της ευθύνης προς τα έξω
Ας υποθέσουμε ότι έχω ένα φίλο ο οποίος διαμαρτύρεται ότι περνάει τη μέρα του θυμωμένος. Μπορώ να τον ρωτήσω: «Γιατί θυμώνεις;» Η απάντηση θα είναι σχεδόν πάντα κάτι του στυλ «Γιατί η γυναίκα μου δεν με καταλαβαίνει», «Γιατί τα παιδιά μου δεν κάνουν ησυχία», «Επειδή το αφεντικό μου με αδικεί». Μια απάντηση δηλαδή η οποία μεταφέρει την ευθύνη στους άλλους αφού αναφέρεται σε κάτι το οποίο κάνει κάποιος τρίτος.
Εάν όμως αλλάξω την ερώτηση στην εξής: «Πώς καταφέρνεις να παραμένεις θυμωμένος;» τότε η απάντηση αλλάζει. Μπορεί να είναι κάτι του στυλ «Σκέφτομαι ότι η γυναίκα μου δεν με καταλαβαίνει». Μπορεί εκ πρώτης όψεως να ακούγεται αρκετά κοντινή στην προηγούμενη απάντηση, όμως δεν είναι.
Εδώ η ευθύνη βρίσκεται μέσα στο άτομο το οποίο θυμώνει. Αμέσως έχει παραδεχθεί ότι υπάρχει κάτι εξαιρετικά συγκεκριμένο το οποίο πρέπει να σκεφτεί για να θυμώσει, και διαπιστώνει ότι ο θυμός δε προκαλείται από την πράξη κάποιου άλλου, αλλά από το ότι ο ίδιος κατευθύνει τη σκέψη του σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο.
Το να καταλάβω ότι ο έλεγχος βρίσκεται μέσα σε μένα, μου επιτρέπει να αλλάξω τα πράγματα και να λύσω το πρόβλημα το οποίο με βασανίζει. Το να προσπαθώ να μεταφέρω τον έλεγχο έξω από μένα, με οδηγεί στο να προσπαθώ να αλλάξω τους άλλους προκειμένου να είμαι εγώ καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου