ΕΚ. αὐτὴ μὲν οὔπω ναὸς εἰσέβην σκάφος,
γραφῇ δ᾽ ἰδοῦσα καὶ κλύουσ᾽ ἐπίσταμαι.
ναύταις γὰρ ἢν μὲν μέτριος ᾖ χειμὼν φέρειν,
προθυμίαν ἔχουσι σωθῆναι πόνων,
690 ὃ μὲν παρ᾽ οἴαχ᾽, ὃ δ᾽ ἐπὶ λαίφεσιν βεβώς,
ὃ δ᾽ ἄντλον εἴργων ναός· ἢν δ᾽ ὑπερβάλῃ
πολὺς ταραχθεὶς πόντος, ἐνδόντες τύχῃ
παρεῖσαν αὑτοὺς κυμάτων δραμήμασιν.
οὕτω δὲ κἀγὼ πόλλ᾽ ἔχουσα πήματα
695 ἄφθογγός εἰμι καὶ παρεῖσ᾽ ἐῶ στόμα·
νικᾷ γὰρ οὑκ θεῶν με δύστηνος κλύδων.
ἀλλ᾽, ὦ φίλη παῖ, τὰς μὲν Ἕκτορος τύχας
ἔασον· οὐ μὴ δάκρυά νιν σώσῃ τὰ σά·
τίμα δὲ τὸν παρόντα δεσπότην σέθεν,
700 φίλον διδοῦσα δέλεαρ ἀνδρὶ σῶν τρόπων.
κἂν δρᾷς τάδ᾽, ἐς τὸ κοινὸν εὐφρανεῖς φίλους
καὶ παῖδα τόνδε παιδὸς ἐκθρέψειας ἂν
Τροίᾳ μέγιστον ὠφέλημ᾽, ἵν᾽ εἴ ποτε
ἐξ οὗ γενόμενοι παῖδες Ἴλιον πάλιν
705 κατοικίσειαν, καὶ πόλις γένοιτ᾽ ἔτι.
ἀλλ᾽, ἐκ λόγου γὰρ ἄλλος ἐκβαίνει λόγος,
τίν᾽ αὖ δέδορκα τόνδ᾽ Ἀχαιικὸν λάτριν
στείχοντα καινῶν ἄγγελον βουλευμάτων;
***
ΕΚΑ. Σε πλοίο ποτέ δεν μπήκα, μα, από κείναπου ᾽δα σε ζωγραφιές και μου είπαν, ξέρω.Σα βρει τους ναύτες μέτρια τρικυμία,βάζουν τα δυνατά τους, να γλιτώσουν·690τρέχει άλλος στο τιμόνι, άλλος στα ξάρτια,άλλος βγάζει νερά· μ᾽ αν η φουρτούναμε υπέρμετρη μανία χτυπήσει, αφήνουνστην ορμή των κυμάτων τον εαυτό τους.Έτσι κι εγώ απ᾽ το πλήθος των βασάνωνσωπαίνω απελπισμένη· τ᾽ άγριο κύματης συμφοράς το θεόσταλτο με πνίγει.Μ᾽ άφησε πια τον Έχτορα εκεί που ᾽ναι,κόρη μου, δεν τον σώζεις με τα δάκρυα·τίμα τον τωρινό σου αφέντη· κοίτα700με τον καλό να τον τραβήξεις τρόπο.Έτσι αν φερθείς, χαρά θα δώσεις σε όλουςτους φίλους μας, κι αυτόν, το γιο του γιου μου,για το καλό της Τροίας μας θ᾽ αναθρέψεις·κι οι απόγονοί του κάποτε —ποιός ξέρει;—ίσως μ᾽ αυτό τον τρόπο ξαναχτίσουντην Τροία και ξαναγίνει η πολιτεία.Μα άλλη κουβέντα αυτή μας θ᾽ ακλουθήσει·των Αχαιών έρχεται, βλέπω, ο δούλος·τάχα τί νέες βουλές να φέρνει πάλι;
Έρχεται ο Ταλθύβιος με μερικούς στρατιώτες.
γραφῇ δ᾽ ἰδοῦσα καὶ κλύουσ᾽ ἐπίσταμαι.
ναύταις γὰρ ἢν μὲν μέτριος ᾖ χειμὼν φέρειν,
προθυμίαν ἔχουσι σωθῆναι πόνων,
690 ὃ μὲν παρ᾽ οἴαχ᾽, ὃ δ᾽ ἐπὶ λαίφεσιν βεβώς,
ὃ δ᾽ ἄντλον εἴργων ναός· ἢν δ᾽ ὑπερβάλῃ
πολὺς ταραχθεὶς πόντος, ἐνδόντες τύχῃ
παρεῖσαν αὑτοὺς κυμάτων δραμήμασιν.
οὕτω δὲ κἀγὼ πόλλ᾽ ἔχουσα πήματα
695 ἄφθογγός εἰμι καὶ παρεῖσ᾽ ἐῶ στόμα·
νικᾷ γὰρ οὑκ θεῶν με δύστηνος κλύδων.
ἀλλ᾽, ὦ φίλη παῖ, τὰς μὲν Ἕκτορος τύχας
ἔασον· οὐ μὴ δάκρυά νιν σώσῃ τὰ σά·
τίμα δὲ τὸν παρόντα δεσπότην σέθεν,
700 φίλον διδοῦσα δέλεαρ ἀνδρὶ σῶν τρόπων.
κἂν δρᾷς τάδ᾽, ἐς τὸ κοινὸν εὐφρανεῖς φίλους
καὶ παῖδα τόνδε παιδὸς ἐκθρέψειας ἂν
Τροίᾳ μέγιστον ὠφέλημ᾽, ἵν᾽ εἴ ποτε
ἐξ οὗ γενόμενοι παῖδες Ἴλιον πάλιν
705 κατοικίσειαν, καὶ πόλις γένοιτ᾽ ἔτι.
ἀλλ᾽, ἐκ λόγου γὰρ ἄλλος ἐκβαίνει λόγος,
τίν᾽ αὖ δέδορκα τόνδ᾽ Ἀχαιικὸν λάτριν
στείχοντα καινῶν ἄγγελον βουλευμάτων;
***
ΕΚΑ. Σε πλοίο ποτέ δεν μπήκα, μα, από κείναπου ᾽δα σε ζωγραφιές και μου είπαν, ξέρω.Σα βρει τους ναύτες μέτρια τρικυμία,βάζουν τα δυνατά τους, να γλιτώσουν·690τρέχει άλλος στο τιμόνι, άλλος στα ξάρτια,άλλος βγάζει νερά· μ᾽ αν η φουρτούναμε υπέρμετρη μανία χτυπήσει, αφήνουνστην ορμή των κυμάτων τον εαυτό τους.Έτσι κι εγώ απ᾽ το πλήθος των βασάνωνσωπαίνω απελπισμένη· τ᾽ άγριο κύματης συμφοράς το θεόσταλτο με πνίγει.Μ᾽ άφησε πια τον Έχτορα εκεί που ᾽ναι,κόρη μου, δεν τον σώζεις με τα δάκρυα·τίμα τον τωρινό σου αφέντη· κοίτα700με τον καλό να τον τραβήξεις τρόπο.Έτσι αν φερθείς, χαρά θα δώσεις σε όλουςτους φίλους μας, κι αυτόν, το γιο του γιου μου,για το καλό της Τροίας μας θ᾽ αναθρέψεις·κι οι απόγονοί του κάποτε —ποιός ξέρει;—ίσως μ᾽ αυτό τον τρόπο ξαναχτίσουντην Τροία και ξαναγίνει η πολιτεία.Μα άλλη κουβέντα αυτή μας θ᾽ ακλουθήσει·των Αχαιών έρχεται, βλέπω, ο δούλος·τάχα τί νέες βουλές να φέρνει πάλι;
Έρχεται ο Ταλθύβιος με μερικούς στρατιώτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου