Η πολιτική φιλοσοφία, ως θεωρητικός και πρακτικός λόγος, διαμορφώνεται σε συνάρτηση πάντοτε με το ευρύτερο διανοητικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, τους αντικειμενικούς δηλαδή όρους που καθορίζουν τη συγκεκριμένη κάθε φορά έκφρασή της, και αποσκοπεί τόσο στην εξήγηση του πολιτικού φαινομένου όσο και στη δικαιολόγησή του· είναι ταυτόχρονα μια έρευνα εξηγητική και κανονιστική. Ειδικότερα, η πολιτική φιλοσοφία ενδιαφέρεται να εξηγήσει τη συγκρότηση και λειτουργία της πολιτικής κοινωνίας ή κράτους, καθώς και να δικαιολογήσει τις σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Εξετάζει τις θεωρητικές προτάσεις που θεμελιώνουν τη θεσμική δόμηση της πολιτικής κοινωνίας, τις μορφές διακυβέρνησης και τις πρακτικές μέσω των οποίων ασκείται η εξουσία. Εξετάζει επίσης την κοινωνική διαστρωμάτωση και τους οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς που κάθε πολιτικό σύστημα προϋποθέτει για να υπάρξει. Παράλληλα, η πολιτική φιλοσοφία επιχειρεί να εκλογικεύσει την οικονομική και κοινωνική ανισότητα και το σύστημα δικαίου που τις νομιμοποιεί. Στην πραγματικότητα, η πολιτική φιλοσοφία λειτουργεί τόσο ως επιστήμη όσο και ως ιδεολογία.[1]
Στην κατεύθυνση αυτή, η πολιτική φιλοσοφία οφείλει να ερμηνεύσει το πολιτικό φαινόμενο με αναφορά τόσο στους υλικούς παράγοντες που καθορίζουν τις ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις όσο και στα ιδεολογικά μέσα που το δικαιολογούν και το νομιμοποιούν. Οφείλει να ερμηνεύσει το σύστημα εξουσίας σε συνάρτηση με την ταξική συγκρότηση της κοινωνίας και τις μορφές ταξικής πάλης, ως ένα σύστημα δηλαδή ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, αλλά και ως ένα σύστημα ηγεμονίας. Κι' αυτό γιατί το πολιτικό συνυφαίνεται με το κοινωνικό και οι πολιτικές ιδέες σχετίζονται αμοιβαία με τις υλικές συνθήκες της ζωής στη διαλεκτική κίνηση της ιστορίας.[2] Στη βάση της αντίληψης αυτής, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη με αναφορά σε δύο κυρίως κρίσιμα ζητήματα της προβληματικής του: τη θεωρία του για τη μεταβολή των πολιτευμάτων και τις απόψεις του για το ιδεώδες της 'άριστης πολιτείας'.
Όπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης, στα Πολιτικά του, προβαίνει σε μια ταξινόμηση ή τυπολογία των πολιτευμάτων στην οποία διακρίνει τρία ορθά πολιτεύματα: βασιλεία, αριστοκρατία και πολιτεία, και τις αντίστοιχες παρεκβάσεις τους: τυραννία, ολιγαρχία και δημοκρατία. Ακολούθως, θέτει το ζήτημα για τη διατήρηση και τη μεταβολή των πολιτευμάτων. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το πιο ενδιαφέρον μέρος των αναλύσεων του Αριστοτέλη στα Πολιτικά του είναι αυτό για τη διατήρηση και τη φθορά ή μεταβολή των πολιτευμάτων. Ιδιαίτερα, η θεωρία του για τη μεταβολή και τη διαδικασία μετάβασης από ένα πολίτευμα σ' ένα άλλο αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την πλέον σημαντική συμβολή του στην ανάλυση του πολιτικού φαινομένου. Ο Αριστοτέλης θέτει το όλο ζήτημα σε συνάρτηση με τους κοινωνικούς όρους που το προσδιορίζουν. Εξετάζει την παθολογία των πολιτευμάτων και διερευνά τα κοινωνικά και πολιτικά αίτια που εξηγούν τη μεταβολή τους.
Σε ό,τι αφορά τη μεταβολή των πολιτευμάτων, ο Αριστοτέλης εξετάζει τόσο τα γενικά αίτια όσο και τα επιμέρους αίτια των μεταβολών. Καταρχάς, σύμφωνα με την άποψή του, η μεταβολή ενός πολιτεύματος μπορεί να συντελεστεί είτε με στάση είτε χωρίς στάση. Με τον όρο στάσις ο Αριστοτέλης δεν εννοεί γενικά τη μεταβολή ενός πολιτεύματος, αφού η μεταβολή μπορεί να συντελεστεί και με ειρηνικά μέσα και η στάση δεν συνεπάγεται αναγκαστικά πολιτική μεταβολή. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να ισχυριστούμε πως ο όρος στάσις, γενικά μιλώντας, σημαίνει γενική αστάθεια, μια έκρυθμη, επαναστατική κατάσταση, η οποία προκαλείται από ορισμένα αίτια και αποσκοπεί σε πολιτική μεταβολή. Διαφορετικά, με τον όρο στάσις εννοείται μια συνειδητή προσπάθεια για κατάληψη της εξουσίας και ανατροπή του πολιτεύματος, εν ανάγκη με προσφυγή στη βία και σ' άλλα μη νόμιμα μέσα.[3] Στη διαπλοκή τους, οι έννοιες της στάσης και της πολιτικής μεταβολής παραπέμπουν άμεσα στην έννοια της επανάστασης, όπως τουλάχιστον αυτή νοείται στη σύγχρονη προβληματική. Η έννοια της επανάστασης συνεπάγεται οπωσδήποτε τη βίαιη ανατροπή ενός πολιτικού συστήματος και τη ριζική αναδόμηση του κοινωνικού είναι, κατά κανόνα, προς το καλύτερο.[4]
Το ότι βεβαίως ο Αριστοτέλης πραγματεύεται στα Πολιτικά του τις επαναστατικές ανατροπές, καθόλου δεν σημαίνει ότι τις επιδοκιμάζει κιόλας. Αντιθέτως, και επειδή κυρίως τον ενδιαφέρει η διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας, στην πραγματικότητα αποδοκιμάζει τα φαινόμενα πολιτικής αστάθειας, που δυνάμει μπορούν να οδηγήσουν σε επαναστατικές ανατροπές. Ωστόσο, η ηθική τους αποδοκιμασία δεν επηρεάζει και τις αναλύσεις του. Ο Αριστοτέλης παίρνει σοβαρά υπόψη του τις παθογένειες του πολιτικού φαινομένου και οι αναλύσεις του έχουν σαφώς επιστημονικό χαρακτήρα. Εξάλλου, τα συμπεράσματα μιας τέτοιας ανάλυσης μπορούν, κατά τη γνώμη του, να φανούν εξαιρετικά χρήσιμα για την επίτευξη του ηθικά και πολιτικά επιδιωκόμενου σκοπού, της πολιτικής σταθερότητας.[5]
Ο Αριστοτέλης υποβάλλει το φαινόμενο των επαναστατικών ανατροπών σε λεπτομερή ανάλυση με σκοπό να διερευνήσει τις κύριες και δευτερεύουσες αιτίες που το προκαλούν. Αναζητά τα αίτια των στάσεων, που οδηγούν στην μεταβολή ενός πολιτεύματος και στην αντικατάστασή του από κάποιο άλλο, αλλά και τα αίτια που οδηγούν στις εσωτερικές αλλοιώσεις ενός πολιτεύματος. Στην ανάλυσή του ο Αριστοτέλης ταξινομεί τα γενικά αίτια σε τρεις κύριες κατηγορίες: στα ψυχολογικά κίνητρα των στάσεων, που κυρίως αφορούν την κοινωνική ψυχολογία· στους σκοπούς των στάσεων, που κυρίως αφορούν κοινωνικά καθορισμένους στόχους, οικονομικούς ή πολιτικούς· και στις 'αρχές' των στάσεων, που κυρίως αφορούν τις κοινωνικές προϋποθέσεις των στάσεων: δημογραφικές και κοινωνικές μεταβολές ή αλλαγές στην οικονομία.[6]
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το πρώτο γενικό αίτιο των στάσεων και της ανατροπής ενός πολιτεύματος είναι οι αντιλήψεις που έχουν οι διαφορετικές κατηγορίες πολιτών για τη δικαιοσύνη και την ισότητα. Καθώς παρατηρεί, αν και όλοι οι πολίτες γενικά συμφωνούν για το δίκαιο και την ισότητα κατ' αξίαν, ότι δηλαδή τα αγαθά και τα πολιτικά αξιώματα θα πρέπει να διανέμονται ανάλογα με την προσφορά του καθενός στην πόλη, συμβαίνει να μη συμφωνούν ως προ το μέτρο της αξίας· δεν εννοούν όλοι το ίδιο πράγμα όταν χρησιμοποιούν τη λέξη 'αξία'. Για τους δημοκρατικούς αξία είναι η ελευθερία, ενώ για τους ολιγαρχικούς ο πλούτος και για τους αριστοκρατικούς η αρετή.[7] Έτσι, εκείνοι που επιθυμούν την ισότητα συμβαίνει να επαναστατούν γιατί νομίζουν πως αδικούνται έναντι όσων πλεονεκτούν ή εκείνοι που επιθυμούν την ανισότητα και την υπεροχή συμβαίνει να επαναστατούν γιατί, αν και υπερέχουν έναντι των άλλων, δεν πλεονεκτούν αλλά βρίσκονται σε ίση ή κατώτερη μοίρα σε σχέση με τους άλλους.[8] Διαφορετικά, οι στάσεις ξεσπούν γιατί οι μεν αντιλαμβάνονται την ισότητα ως αριθμητική ισότητα ενώ οι δε ως γεωμετρική ισότητα. Για παράδειγμα, οι δημοκρατικοί στασιάζουν γιατί καθώς θεωρούν τους εαυτούς τους ίσους ως προς μιαν άποψη (ως προς την ελευθερία) νομίζουν πως πρέπει να είναι ίσοι από κάθε άποψη· ενώ οι ολιγαρχικοί θεωρώντας τους εαυτούς τους ως άνισους (ως προς τον πλούτο) νομίζουν πως πρέπει να είναι άνισοι από κάθε άποψη.[9]
Το δεύτερο γενικό αίτιο, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αφορά το αντικείμενο ή το σκοπό των επαναστατικών ανατροπών. Κατά τη γνώμη του, το αντικείμενο ή ο σκοπός των στάσεων ορίζεται ως επιδίωξη κέρδους ή τιμής. Οι πολίτες στασιάζουν είτε για να αποκτήσουν πλούτη είτε για να αποκτήσουν τιμή, δηλαδή πολιτική εξουσία. «Όσοι επαναστατούν», παρατηρεί, «το κάνουν είτε για το κέρδος είτε για τα αξιώματα και τα αντίθετά τους».[10] Βεβαίως, ο πλούτος και η πολιτική εξουσία, σε σχέση με αυτούς που τα κατέχουν και ο τρόπος που τα χρησιμοποιούν, μπορούν να αποτελέσουν αιτίες στάσεων και επαναστατικών ανατροπών. Εξάλλου, η ύβρις των κυβερνώντων και ο φόβος ή η περιφρόνηση των πολιτών προς τους κυβερνώντες σε ότι αφορά τον τρόπο άσκησης της εξουσίας ή η υπεροχή που σχετίζεται με την υπερβολική συγκέντρωση δύναμης από ένα ή περισσότερα άτομα μπορούν να αποτελέσουν αιτίες επαναστατικών ανατροπών.[11] Είναι προφανές ότι, για το φιλόσοφο, οι αντιλήψεις των πολιτών για την ισότητα και τη δικαιοσύνη όσο και οι σκοποί των στάσεων καθορίζονται κοινωνικά. Διαφορετικά, το κοινωνικό και το πολιτικό είναι αλληλένδετα στις αναλύσεις του Αριστοτέλη.[12]
Το τρίτο γενικό αίτιο αφορά τις προϋποθέσεις των στάσεων. Πρόκειται ουσιαστικά για τους όρους εκείνους που είναι αναγκαίοι για να πραγματοποιηθούν οι στάσεις. Θα μπορούσαμε γι αυτό να κάνουμε λόγο για 'αρχές' των στάσεων. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στις αρχές των στάσεων κυρίως σε ό,τι αφορά την κοινωνική διαστρωμάτωση και τις οικονομικές σχέσεις. Κατά την άποψή του, οι δημογραφικές αλλαγές στη σύνθεση του πληθυσμού, διαταράσσοντας την κοινωνική ισορροπία ανάμεσα στις διαφορετικές κατηγορίες πολιτών, μπορούν δυνάμει να δημιουργήσουν επαναστατικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της πολιτείας, όταν αυξηθεί δυσανάλογα το πλήθος των απόρων, το πολίτευμα μετατρέπεται ως προς την κοινωνική του σύνθεση σε δημοκρατία ή στην περίπτωση της δημοκρατίας, όταν αυξάνονται οι εύποροι είτε σε αριθμό είτε σε περιουσίες, το πολίτευμα μετατρέπεται ως προς την κοινωνική του σύνθεση σε ολιγαρχία ή δυναστεία.[13] Σε ότι αφορά τις οικονομικές σχέσεις, η άποψη του Αριστοτέλη είναι ότι οι διακυμάνσεις στην οικονομία μπορεί να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές ως προς το δικαίωμα εκλογής στα δικαστικά και βουλευτικά αξιώματα και μ' αυτόν τον τρόπο να οδηγήσουν σε μεταβολή του πολιτεύματος. Για παράδειγμα, στις ολιγαρχίες ή στην πολιτεία, ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες είναι δυνατόν να επιτρέψουν σε όλους τους πολίτες να καταβάλλουν το τίμημα για να εκλεγούν σε ανώτερα πολιτικά αξιώματα. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πολίτευμα μετατρέπεται ως προς την ουσία του σε δημοκρατικό.[14]
Σε ό,τι αφορά τη μεταβολή των πολιτευμάτων, ο Αριστοτέλης, καθώς ήδη αναφέραμε, τονίζει ιδιαίτερα τη σχέση στάσης και μεταβολής και σ' αυτή την κατεύθυνση είναι που συζητά τις επιμέρους αιτίες της μεταβολής. Σε ό,τι αφορά το δημοκρατικό πολίτευμα, αναφέρεται στη δραστηριότητα του δημαγωγού. Ενώ για το ολιγαρχικό και το αριστοκρατικό πολίτευμα αναφέρεται στις διαφωνίες που εμφανίζονται ανάμεσα στα μέλη της κυρίαρχης τάξης αλλά και στον τρόπο που ασκείται η εξουσία σ' αυτά, με αποτέλεσμα είτε να οξύνεται η κοινωνική ανισότητα είτε να αδικούνται οι πολίτες. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της αριστοκρατίας και της 'πολιτείας', επειδή πρόκειται για μεικτά πολιτεύματα, επιμέρους αίτιο της μεταβολής τους μπορεί να θεωρηθεί η αλλοίωση της σύνθεσης του πολιτεύματος και γι' αυτό η παραβίαση του ισχύοντος σ' αυτά δικαίου.[15]
Σε κάθε περίπτωση, ο Αριστοτέλης είναι σε θέση να αντιληφθεί πλήρως τη συνάρτηση του κοινωνικού με το πολιτικό και να καθορίσει τα βασικά αίτια των κοινωνικών συγκρούσεων και των επαναστατικών ανατροπών. Οι πολίτες επαναστατούν εξαιτίας της κοινωνικής ανισότητας και της προσβολής του αισθήματος δικαίου και γιατί επιδιώκουν την απόκτηση οικονομικής δύναμης και πολιτικής εξουσίας. Στη βάση της αντίληψης αυτής βρίσκεται ουσιαστικά μια ταξική θεώρηση του κοινωνικού είναι και από την άποψη αυτή οι αναλύσεις του Αριστοτέλη παραπέμπουν σε μια κοινωνιολογικού τύπου προσέγγιση των επαναστατικών ανατροπών.[16]
Βεβαίως, ο επιστήμονας Αριστοτέλης, που ανατέμνει το πολιτικό φαινόμενο και ως σύγχρονος κοινωνιολόγος αναλύει τις επαναστατικές μεταβολές, φαίνεται να συνυπάρχει με τον ιδεολόγο Αριστοτέλη, τον φιλόσοφο που επιχειρεί να στηρίξει και να εκλογικεύσει μια συντηρητική ιδεολογία. Ό,τι υποστηρίζω εδώ είναι πως οι αναλύσεις του Αριστοτέλη για το πολιτικό φαινόμενο αποσκοπούν τόσο στην εξήγησή του όσο και στη δικαιολόγησή του. Διαφορετικά, η μεθοδολογική προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου, η αναζήτηση των αιτίων που το καθιστούν νοητό και εξηγούν τόσο τη συγκρότησή του όσο και τη μεταβολή του, υποτάσσεται σε μια συντηρητική ιδεολογία, η οποία αποτυπώνεται πληρέστερα σ' ένα αυστηρά ιεραρχημένο, εξουσιαστικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης, στο ιδεώδες της 'άριστης πολιτείας'.
Σ' ένα πρώτο επίπεδο, η συντηρητική ιδεολογία του Αριστοτέλη εκφράζεται στο ζήτημα της δουλείας. Όπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης, στις αναλύσεις του για τη σχέση κυρίου και δούλου και σε αντίθεση με ορισμένες απόψεις των Σοφιστών, υπερασπίζεται τη φύσει δουλεία και δικαιολογεί τη διάκριση των ανθρώπων σε ελεύθερους και δούλους. Κατά κάποιον τρόπο, η διάκριση αυτή αποτελεί την πρώτη ορίζουσα στο ιεραρχικό και εξουσιαστικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης που υιοθετεί. Στο πρότυπο αυτό δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης της υπάρχουσας κοινωνικής δομής και ο θεσμός της δουλείας δικαιολογείται.[17]
Σ' ένα δεύτερο επίπεδο, η συντηρητική ιδεολογία του Αριστοτέλη εκφράζεται στις αναλύσεις του για την τυπολογία των πολιτευμάτων, στον τρόπο δηλαδή που τα ταξινομεί και τα αξιολογεί. Για παράδειγμα, ταξινομεί την ολιγαρχία και τη δημοκρατία, που έχουν αντίστοιχα ως κυρίαρχες αρχές τους τον πλούτο και την ελευθερία, στα ημαρ-τημένα πολιτεύματα και τα αποδοκιμάζει. Ενώ, την 'πολι-τεία', το πολίτευμα που ο φιλόσοφος προτιμά στην πράξη, ένα μείγμα ολιγαρχικών και δημοκρατικών στοιχείων, το ταξινομεί στα ορθά πολιτεύματα, το αντιπαραθέτει στη δημοκρατία και το επιδοκιμάζει.[18] Το δημοκρατικό πολίτευμα στην ακραία του μορφή όπου, κατά τη γνώμη του, κυριαρχεί ο δήμος και όχι ο νόμος, είναι ένα κατεξοχήν άνομο πολίτευμα, συνώνυμο της τυραννίας, «Η ακραία ολιγαρχία [η δυναστεία] και η ακραία δημοκρατία [η εξουσία του δήμου]», παρατηρεί, «είναι στην πραγματικότητα τυραννικά καθεστώτα που έχουν διασπαστεί σε πολλούς τυράννους». Ενώ η 'πολιτεία', το πολίτευμα της μεσαίας τάξης, λόγω της σύνθεσής της, και επειδή τείνει, κατά τη γνώμη του, να εξασφαλίζει πιο αποτελεσματικά τη διατήρησή της, είναι ένα 'αστασίαστο , και γι' αυτό ένα άριστο στην πράξη πολίτευμα.[19]
Η συντηρητική ιδεολογία του Αριστοτέλη εκφράζεται επίσης και στον τρόπο που αντιμετωπίζει τις επαναστατικές μεταβολές. Εδώ, ο φιλόσοφος ενδιαφέρεται για τη γνώση των αιτίων που προκαλούν τη φθορά και τη μεταβολή των πολιτευμάτων, γιατί η γνώση αυτή αποτελεί, κατά τη γνώμη του, βασική προϋπόθεση για τη διατήρησή τους. «Όταν γνωρίζουμε τους λόγους για τους οποίους φθείρονται τα πολιτεύματα», παρατηρεί, «γνωρίζουμε και τους λόγους για τους οποίους διατηρούνται».[20] Ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει γενικά τις επαναστατικές μεταβολές ως παθολογικά φαινόμενα. Αν γνωρίζουμε τις αιτίες που τις προκαλούν και τις διαδικασίες με τις οποίες πραγματοποιούνται, τότε μπορούμε, ενδεχομένως, να υποδείξουμε τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή τους.[21] Από μιαν ορισμένη άποψη, καθώς επισημαίνεται, «η θεωρία του Αριστοτέλη για τις επαναστατικές μεταβολές υποτάσσεται σε μια στατική αντίληψη για την πράξη». Για τον Αριστοτέλη, «η πράξη υπάρχει για χάρη της 'σχολής' και της θεωρίας, ο πόλεμος για χάρη της ειρήνης». Συνεπώς, θα μπορούσε να δεχθεί κανείς ότι ο στατικός τρόπος σκέψης που υιοθετεί ο φιλόσοφος «θεμελιώνει ή εκλογικεύει μια συντηρητική πολιτική ιδεολογία».[22]
Αλλά εκεί όπου η συντηρητική ιδεολογία του Αριστοτέλη εκδηλώνεται απερίφραστα είναι στο αριστοκρατικό ιδεώδες όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά στα βιβλία Η και Θ των Πολιτικών του. Σ' αυτά τα βιβλία η πολιτική θέση του φιλοσόφου, ως ιδεολογικού εκφραστή των αριστοκρατικών αξιών, αποτυπώνεται με τη μεγαλύτερη δυνατή ενάργεια. Από τις αναλύσεις του καθίσταται φανερό ότι αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επίτευξη του αγαθού. Η πόλη δεν υπάρχει απλώς για την εξασφάλιση της ζωής αλλά για την επίτευξη του αγαθού, της ευδαιμονίας, του 'ευ ζην'. Διαφορετικά, ο σκοπός της πολιτείας δεν μπορεί να είναι απλώς η εξασφάλιση της υλικής ευημερίας και της ασφάλειας. Ο πραγματικός σκοπός της πολιτείας είναι η επίτευξη της ευδαιμονίας που συμπεριλαμβάνει και την εκπλήρωση ενός ορισμένου τρόπου ζωής ο οποίος συνεπάγεται τιμές και αξιώματα στη βάση της πολιτικής αρετής. Γι αυτό, το πολίτευμα στο οποίο, κατά τη γνώμη του φιλοσόφου, επιτυγχάνεται το υπέρτατο αγαθό της πόλης δεν είναι άλλο από την αριστοκρατία ή την άριστη πολιτεία.[23]
Ό,τι καταδεικνύει πληρέστερα τη συντηρητική ιδεολογία του Αριστοτέλη δεν είναι παρά ο τρόπος με τον οποίο συγκροτεί την άριστη πολιτεία του. Ως προς την κοινωνική της σύνθεση, η άριστη πολιτεία συγκροτείται στη βάση μιας κρίσιμης διαφοροποίησης: στο ό,τι δηλαδή αποτελείται από εκείνους που συνιστούν τα οργανικά μέρη της πολιτικής ολότητας και από εκείνους που δεν είναι παρά η απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη της πολιτείας. Στην πραγματικότητα, αν και η πολιτεία αυτή συγκροτείται από ίσους πολίτες, η συγκρότησή της προϋποθέτει μια αυστηρή ταξική διάρθρωση. Προϋποθέτει τον αποκλεισμό από τη συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας όσων ασχολούνται με τις παραγωγικές διαδικασίες, για το λόγο ότι δεν μπορούν να επιτελούν λειτουργίες που αφορούν το σκοπό της πολιτείας. Η θέση αυτή του Αριστοτέλη διατυπώνεται στην βάση της ακόλουθης προκείμενης: Στην πόλη, όπως και στα άλλα σύνθετα φυσικά σώματα, υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα στις αναγκαίες συνθήκες και τα οργανικά μέρη. «Επειδή όμως οι συνθήκες που είναι αναγκαίες για την ύπαρξη ενός όλου δεν αποτελούν οργανικά μέρη του όλου που υπηρετούν, είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ως μέρη της πόλης τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την ύπαρξη των πόλεων ή οποιασδήποτε άλλης ένωσης που συγκροτεί μιαν ολότητα».[24]
Με βάση την προκείμενη αυτή, ο Αριστοτέλης ορίζει ότι οργανικά μέρη της άριστης πολιτείας δεν μπορεί παρά να είναι μόνον οι πραγματικά ενάρετοι πολίτες, οι όντως δίκαιοι πολίτες, γιατί είναι αυτοί που μπορούν να πραγματοποιήσουν το σκοπό της πολιτείας. Οι εργάτες, οι γεωργοί και οι έμποροι, και φυσικά οι δούλοι και οι γυναίκες, δεν διάγουν βίο κατάλληλο για τις ανώτερες λειτουργίες της πολιτείας και τα επαγγέλματά τους ευνοούν αξίες αντίθετες προς αυτές της πραγματικής αρετής.[25] Τις ανώτερες λειτουργίες της πολιτείας - την ίδια τη διακυβέρνηση, τη λήψη των σημαντικών αποφάσεων, τη διαχείριση της οικονομίας, τα ζητήματα του πολέμου και τα θρησκευτικά καθήκοντα - πρέπει να τις ασκούν οι πραγματικοί πολίτες. Είναι αυτοί που διαθέτουν έγγεια ιδιοκτησία ανώτερη μόρφωση και καταγωγή, αφού οι βάναυσοι δεν μπορούν εξ ορισμού να αποτελούν μέρος της πολιτείας.[26]
Από την ανάλυση που προηγήθηκε, καθίσταται προφανές ότι η άριστη πολιτεία που οραματίζεται ο Αριστοτέλης είναι μια ταξικά διαρθρωμένη πολιτεία, μια πολιτεία στην οποία μια μικρή μειοψηφία πολιτών διαχειρίζεται την εξουσία για λογαριασμό της κοινωνίας ως ολότητας. Το μοντέλο συγκρότησης της άριστης πολιτείας που προτείνει δεν είναι απλώς ένα συντηρητικό μοντέλο, είναι ένα ιεραρχικό και εξουσιαστικό μοντέλο που αντανακλά γενικότερα την ιεραρχική δομή του πραγματικού. Όπως γίνεται γενικότερα δεκτό, ο Αριστοτέλης, τόσο στα Ηθικά Νικομάχεια όσο και στα Πολιτικά του, υποτάσσει τις αναλύσεις του σε δύο βασικές αρχές οι οποίες αντλούνται από τη γενική θεωρία του για τη φύση. Οι αρχές αυτές αφορούν την ιδέα του σκοπού ή του τέλους προς τον οποίο τείνει κάθε διαδικασία και την ιδέα της εσωτερικής ιεραρχικής δομής της φυσικής τάξης. Ειδικότερα, η αρχή της ιεραρχικής δομής του πραγματικού φαίνεται να καθορίζει τη δομή του κοινωνικού είναι και συνεπώς την ταξική διάρθρωση της πόλης, στην οποία η κοινωνική ελίτ ταυτίζεται με το πολιτικό σώμα, κατέχει την εξουσία και διευθύνει τις σημαντικές υποθέσεις της πόλης. Εξάλλου, από την ανάλυση που προηγήθηκε, αλλά και από τις αρετές που στα Ηθικά Νικομάχεια αποδίδει στον ενάρετο άνθρωπο -ελευθεριότητα, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοψυχία- καθίσταται προφανές ότι ο Αριστοτέλης συμμερίζεται πλήρως το αριστοκρατικό ιδεώδες.[27]
Η έμφαση, ωστόσο, στη συντηρητική πολιτική του ιδεολογία θα αδικούσε τον επιστήμονα, κοινωνιολόγο, Αριστοτέλη, ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά τη σύγχρονη πρόσληψη της πολιτικής του φιλοσοφίας. Η συντηρητική του ιδεολογία ως συνέχεια της πλατωνικής προβληματικής, ιδιαίτερα όπως αυτή εκφράζεται στους Νόμους,[28] είναι ανάγκη να παραμεριστεί ως ιστορικά αναχρονιστική. Αλλωστε, παραμερίζεται εν μέρει και από τις ίδιες τις αναλύσεις του φιλοσόφου που εξηγούν το πολιτικό φαινόμενο. Παραμερίζεται από την προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου στη βάση της αντίληψής του για την ενότητα φύσης και κοινωνίας, πολιτικού και κοινωνικού είναι, αλλά και στη βάση της ρεαλιστικής και συνακόλουθα ιστορικής θεώρησής του της πολιτικής. Ο Αριστοτέλης αναλύει γενικότερα το πολιτικό φαινόμενο στη σχέση του με την οικονομία, την κοινωνική διαστρωμάτωση, το γεωγραφικό περιβάλλον, την παιδεία και τις αξίες στη βάση των οποίων οργανώνεται η κοινωνική ζωή. Η παιδεία, το σύστημα δικαίου, η επιστήμη και ο πολιτισμός εν γένει συναρθρώνονται σε μια ολιστική θεώρηση και ανατομία του πολιτικού που παραπέμπει, με τους αναγκαίους περιορισμούς, στις αναλύσεις του Marx. Στην κατεύθυνση αυτή, θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο, ακολουθώντας τον de Ste. Croix, για το 'μαρξιστικό' χαρακτήρα των αναλύσεων του Αριστοτέλη για το πολιτικό φαινόμενο.[29]
Κατά τη γνώμη του σπουδαίου Αγγλου ιστορικού, ο Αριστοτέλης ουσιαστικά προτείνει μια κοινωνιολογική θεώρηση του πολιτικού φαινομένου: αναλύει τις οικονομικές και κοινωνικές προκείμενες του πολιτικού φαινομένου, τη λειτουργία της οικονομίας και την ταξική συγκρότηση της πόλης-κράτους και εξηγεί τους λόγους των κοινωνικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων. Επιπλέον, ο Αριστοτέλης, παρόλο που δεν μπορούσε να φανταστεί την προοπτική μιας ριζικής αλλαγής που θα καθιστούσε εφικτή μια γενική ευημερία, μια καλύτερη ζωή για το σύνολο των πολιτών, ωστόσο μπόρεσε να καταδείξει την παθολογία της ταξικής κοινωνίας στην οποία ζούσε και να προτείνει μέτρα που, κατά τη γνώμη του, θα ήταν δυνατόν να αμβλύνουν τις αρνητικές συνέπειες της παθολογίας αυτής. Σ' αυτό ακριβώς συνίσταται το μεγαλείο του Αριστοτέλη ως πολιτικού και κοινωνικού στοχαστή.[30]
Η αριστοτελική πολιτική σκέψη, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που θα μπορούσαμε να της αποδώσουμε, εξακολουθεί, κατά τη γνώμη μου, να είναι μια ζωντανή σκέψη, μια σκέψη που εξακολουθεί να γονιμοποιεί τη σύγχρονη προβληματική για το κοινωνικό είναι. Με αφετηρία τις αναλύσεις του Αριστοτέλη, μπορούμε, κατά τη γνώμη μου, να επαναθέσουμε το κοινωνικό ζήτημα στην κορυφή της ατζέντας για τα προβλήματα του παρόντος· να θέσουμε δηλαδή εκ νέου το αίτημα για αναδόμηση του κοινωνικού είναι, για τη συγκρότηση μιας κοινωνίας στην οποία το ιδεώδες της ευδαιμονίας δεν θα αφορά τις κυρίαρχες κοινωνικά ελίτ, αλλά την κοινωνία ως ολότητα. Με αφετηρία τις αναλύσεις του Αριστοτέλη, μπορούμε να θέσουμε εκ νέου το αίτημα της ανατροπής ενός σαθρού και άδικου κοινωνικού συστήματος στην κατεύθυνση συγκρότησης μιας κοινωνίας της ελευθερίας και της ισότητας, μιας δίκαιης κοινωνίας· μιας κοινωνίας στην οποία η ανθρώπινη αλληλεγγύη και δημιουργικότητα θα μπορούσαν να εκφραστούν με πληρότητα και στην οποία το ιδεώδες της 'άριστης πολιτείας' δεν θα ήταν πλέον ένα ουτοπικό ιδεολόγημα, αλλά πρακτική επιδίωξη των ζωντανών κοινωνικών δυνάμεων.
Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη της πολιτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη μπορεί ως αφετηρία να επαναφέρει το ζήτημα της πολιτικής, που στην χώρα μας αλλά και διεθνώς τείνει να απαξιωθεί πλήρως στη λαϊκή συνείδηση, στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντός μας για την ανθρώπινη κατάσταση· στην προοπτική συγκρότησης μιας δημοκρατικής κοινωνίας, στην οποία οι έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης δεν θα είναι στοιχεία μιας φενακισμένης ρητορικής αλλά συστατικά στοιχεία του κοινωνικού είναι. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι επιτακτική ανάγκη η συγκρότηση του συλλογικού υποκειμένου, του φορέα της κοινωνικής αλλαγής καθώς και του φορέα που θα διευθύνει τη συλλογική βούληση για την επιβολή της λαϊκής κυριαρχίας και τη δημιουργία των συνθηκών για την ανθρώπινη χειραφέτηση.
Στην κατεύθυνση αυτή, η πολιτική φιλοσοφία οφείλει να ερμηνεύσει το πολιτικό φαινόμενο με αναφορά τόσο στους υλικούς παράγοντες που καθορίζουν τις ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις όσο και στα ιδεολογικά μέσα που το δικαιολογούν και το νομιμοποιούν. Οφείλει να ερμηνεύσει το σύστημα εξουσίας σε συνάρτηση με την ταξική συγκρότηση της κοινωνίας και τις μορφές ταξικής πάλης, ως ένα σύστημα δηλαδή ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, αλλά και ως ένα σύστημα ηγεμονίας. Κι' αυτό γιατί το πολιτικό συνυφαίνεται με το κοινωνικό και οι πολιτικές ιδέες σχετίζονται αμοιβαία με τις υλικές συνθήκες της ζωής στη διαλεκτική κίνηση της ιστορίας.[2] Στη βάση της αντίληψης αυτής, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη με αναφορά σε δύο κυρίως κρίσιμα ζητήματα της προβληματικής του: τη θεωρία του για τη μεταβολή των πολιτευμάτων και τις απόψεις του για το ιδεώδες της 'άριστης πολιτείας'.
Όπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης, στα Πολιτικά του, προβαίνει σε μια ταξινόμηση ή τυπολογία των πολιτευμάτων στην οποία διακρίνει τρία ορθά πολιτεύματα: βασιλεία, αριστοκρατία και πολιτεία, και τις αντίστοιχες παρεκβάσεις τους: τυραννία, ολιγαρχία και δημοκρατία. Ακολούθως, θέτει το ζήτημα για τη διατήρηση και τη μεταβολή των πολιτευμάτων. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το πιο ενδιαφέρον μέρος των αναλύσεων του Αριστοτέλη στα Πολιτικά του είναι αυτό για τη διατήρηση και τη φθορά ή μεταβολή των πολιτευμάτων. Ιδιαίτερα, η θεωρία του για τη μεταβολή και τη διαδικασία μετάβασης από ένα πολίτευμα σ' ένα άλλο αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την πλέον σημαντική συμβολή του στην ανάλυση του πολιτικού φαινομένου. Ο Αριστοτέλης θέτει το όλο ζήτημα σε συνάρτηση με τους κοινωνικούς όρους που το προσδιορίζουν. Εξετάζει την παθολογία των πολιτευμάτων και διερευνά τα κοινωνικά και πολιτικά αίτια που εξηγούν τη μεταβολή τους.
Σε ό,τι αφορά τη μεταβολή των πολιτευμάτων, ο Αριστοτέλης εξετάζει τόσο τα γενικά αίτια όσο και τα επιμέρους αίτια των μεταβολών. Καταρχάς, σύμφωνα με την άποψή του, η μεταβολή ενός πολιτεύματος μπορεί να συντελεστεί είτε με στάση είτε χωρίς στάση. Με τον όρο στάσις ο Αριστοτέλης δεν εννοεί γενικά τη μεταβολή ενός πολιτεύματος, αφού η μεταβολή μπορεί να συντελεστεί και με ειρηνικά μέσα και η στάση δεν συνεπάγεται αναγκαστικά πολιτική μεταβολή. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να ισχυριστούμε πως ο όρος στάσις, γενικά μιλώντας, σημαίνει γενική αστάθεια, μια έκρυθμη, επαναστατική κατάσταση, η οποία προκαλείται από ορισμένα αίτια και αποσκοπεί σε πολιτική μεταβολή. Διαφορετικά, με τον όρο στάσις εννοείται μια συνειδητή προσπάθεια για κατάληψη της εξουσίας και ανατροπή του πολιτεύματος, εν ανάγκη με προσφυγή στη βία και σ' άλλα μη νόμιμα μέσα.[3] Στη διαπλοκή τους, οι έννοιες της στάσης και της πολιτικής μεταβολής παραπέμπουν άμεσα στην έννοια της επανάστασης, όπως τουλάχιστον αυτή νοείται στη σύγχρονη προβληματική. Η έννοια της επανάστασης συνεπάγεται οπωσδήποτε τη βίαιη ανατροπή ενός πολιτικού συστήματος και τη ριζική αναδόμηση του κοινωνικού είναι, κατά κανόνα, προς το καλύτερο.[4]
Το ότι βεβαίως ο Αριστοτέλης πραγματεύεται στα Πολιτικά του τις επαναστατικές ανατροπές, καθόλου δεν σημαίνει ότι τις επιδοκιμάζει κιόλας. Αντιθέτως, και επειδή κυρίως τον ενδιαφέρει η διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας, στην πραγματικότητα αποδοκιμάζει τα φαινόμενα πολιτικής αστάθειας, που δυνάμει μπορούν να οδηγήσουν σε επαναστατικές ανατροπές. Ωστόσο, η ηθική τους αποδοκιμασία δεν επηρεάζει και τις αναλύσεις του. Ο Αριστοτέλης παίρνει σοβαρά υπόψη του τις παθογένειες του πολιτικού φαινομένου και οι αναλύσεις του έχουν σαφώς επιστημονικό χαρακτήρα. Εξάλλου, τα συμπεράσματα μιας τέτοιας ανάλυσης μπορούν, κατά τη γνώμη του, να φανούν εξαιρετικά χρήσιμα για την επίτευξη του ηθικά και πολιτικά επιδιωκόμενου σκοπού, της πολιτικής σταθερότητας.[5]
Ο Αριστοτέλης υποβάλλει το φαινόμενο των επαναστατικών ανατροπών σε λεπτομερή ανάλυση με σκοπό να διερευνήσει τις κύριες και δευτερεύουσες αιτίες που το προκαλούν. Αναζητά τα αίτια των στάσεων, που οδηγούν στην μεταβολή ενός πολιτεύματος και στην αντικατάστασή του από κάποιο άλλο, αλλά και τα αίτια που οδηγούν στις εσωτερικές αλλοιώσεις ενός πολιτεύματος. Στην ανάλυσή του ο Αριστοτέλης ταξινομεί τα γενικά αίτια σε τρεις κύριες κατηγορίες: στα ψυχολογικά κίνητρα των στάσεων, που κυρίως αφορούν την κοινωνική ψυχολογία· στους σκοπούς των στάσεων, που κυρίως αφορούν κοινωνικά καθορισμένους στόχους, οικονομικούς ή πολιτικούς· και στις 'αρχές' των στάσεων, που κυρίως αφορούν τις κοινωνικές προϋποθέσεις των στάσεων: δημογραφικές και κοινωνικές μεταβολές ή αλλαγές στην οικονομία.[6]
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το πρώτο γενικό αίτιο των στάσεων και της ανατροπής ενός πολιτεύματος είναι οι αντιλήψεις που έχουν οι διαφορετικές κατηγορίες πολιτών για τη δικαιοσύνη και την ισότητα. Καθώς παρατηρεί, αν και όλοι οι πολίτες γενικά συμφωνούν για το δίκαιο και την ισότητα κατ' αξίαν, ότι δηλαδή τα αγαθά και τα πολιτικά αξιώματα θα πρέπει να διανέμονται ανάλογα με την προσφορά του καθενός στην πόλη, συμβαίνει να μη συμφωνούν ως προ το μέτρο της αξίας· δεν εννοούν όλοι το ίδιο πράγμα όταν χρησιμοποιούν τη λέξη 'αξία'. Για τους δημοκρατικούς αξία είναι η ελευθερία, ενώ για τους ολιγαρχικούς ο πλούτος και για τους αριστοκρατικούς η αρετή.[7] Έτσι, εκείνοι που επιθυμούν την ισότητα συμβαίνει να επαναστατούν γιατί νομίζουν πως αδικούνται έναντι όσων πλεονεκτούν ή εκείνοι που επιθυμούν την ανισότητα και την υπεροχή συμβαίνει να επαναστατούν γιατί, αν και υπερέχουν έναντι των άλλων, δεν πλεονεκτούν αλλά βρίσκονται σε ίση ή κατώτερη μοίρα σε σχέση με τους άλλους.[8] Διαφορετικά, οι στάσεις ξεσπούν γιατί οι μεν αντιλαμβάνονται την ισότητα ως αριθμητική ισότητα ενώ οι δε ως γεωμετρική ισότητα. Για παράδειγμα, οι δημοκρατικοί στασιάζουν γιατί καθώς θεωρούν τους εαυτούς τους ίσους ως προς μιαν άποψη (ως προς την ελευθερία) νομίζουν πως πρέπει να είναι ίσοι από κάθε άποψη· ενώ οι ολιγαρχικοί θεωρώντας τους εαυτούς τους ως άνισους (ως προς τον πλούτο) νομίζουν πως πρέπει να είναι άνισοι από κάθε άποψη.[9]
Το δεύτερο γενικό αίτιο, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αφορά το αντικείμενο ή το σκοπό των επαναστατικών ανατροπών. Κατά τη γνώμη του, το αντικείμενο ή ο σκοπός των στάσεων ορίζεται ως επιδίωξη κέρδους ή τιμής. Οι πολίτες στασιάζουν είτε για να αποκτήσουν πλούτη είτε για να αποκτήσουν τιμή, δηλαδή πολιτική εξουσία. «Όσοι επαναστατούν», παρατηρεί, «το κάνουν είτε για το κέρδος είτε για τα αξιώματα και τα αντίθετά τους».[10] Βεβαίως, ο πλούτος και η πολιτική εξουσία, σε σχέση με αυτούς που τα κατέχουν και ο τρόπος που τα χρησιμοποιούν, μπορούν να αποτελέσουν αιτίες στάσεων και επαναστατικών ανατροπών. Εξάλλου, η ύβρις των κυβερνώντων και ο φόβος ή η περιφρόνηση των πολιτών προς τους κυβερνώντες σε ότι αφορά τον τρόπο άσκησης της εξουσίας ή η υπεροχή που σχετίζεται με την υπερβολική συγκέντρωση δύναμης από ένα ή περισσότερα άτομα μπορούν να αποτελέσουν αιτίες επαναστατικών ανατροπών.[11] Είναι προφανές ότι, για το φιλόσοφο, οι αντιλήψεις των πολιτών για την ισότητα και τη δικαιοσύνη όσο και οι σκοποί των στάσεων καθορίζονται κοινωνικά. Διαφορετικά, το κοινωνικό και το πολιτικό είναι αλληλένδετα στις αναλύσεις του Αριστοτέλη.[12]
Το τρίτο γενικό αίτιο αφορά τις προϋποθέσεις των στάσεων. Πρόκειται ουσιαστικά για τους όρους εκείνους που είναι αναγκαίοι για να πραγματοποιηθούν οι στάσεις. Θα μπορούσαμε γι αυτό να κάνουμε λόγο για 'αρχές' των στάσεων. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στις αρχές των στάσεων κυρίως σε ό,τι αφορά την κοινωνική διαστρωμάτωση και τις οικονομικές σχέσεις. Κατά την άποψή του, οι δημογραφικές αλλαγές στη σύνθεση του πληθυσμού, διαταράσσοντας την κοινωνική ισορροπία ανάμεσα στις διαφορετικές κατηγορίες πολιτών, μπορούν δυνάμει να δημιουργήσουν επαναστατικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της πολιτείας, όταν αυξηθεί δυσανάλογα το πλήθος των απόρων, το πολίτευμα μετατρέπεται ως προς την κοινωνική του σύνθεση σε δημοκρατία ή στην περίπτωση της δημοκρατίας, όταν αυξάνονται οι εύποροι είτε σε αριθμό είτε σε περιουσίες, το πολίτευμα μετατρέπεται ως προς την κοινωνική του σύνθεση σε ολιγαρχία ή δυναστεία.[13] Σε ότι αφορά τις οικονομικές σχέσεις, η άποψη του Αριστοτέλη είναι ότι οι διακυμάνσεις στην οικονομία μπορεί να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές ως προς το δικαίωμα εκλογής στα δικαστικά και βουλευτικά αξιώματα και μ' αυτόν τον τρόπο να οδηγήσουν σε μεταβολή του πολιτεύματος. Για παράδειγμα, στις ολιγαρχίες ή στην πολιτεία, ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες είναι δυνατόν να επιτρέψουν σε όλους τους πολίτες να καταβάλλουν το τίμημα για να εκλεγούν σε ανώτερα πολιτικά αξιώματα. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πολίτευμα μετατρέπεται ως προς την ουσία του σε δημοκρατικό.[14]
Σε ό,τι αφορά τη μεταβολή των πολιτευμάτων, ο Αριστοτέλης, καθώς ήδη αναφέραμε, τονίζει ιδιαίτερα τη σχέση στάσης και μεταβολής και σ' αυτή την κατεύθυνση είναι που συζητά τις επιμέρους αιτίες της μεταβολής. Σε ό,τι αφορά το δημοκρατικό πολίτευμα, αναφέρεται στη δραστηριότητα του δημαγωγού. Ενώ για το ολιγαρχικό και το αριστοκρατικό πολίτευμα αναφέρεται στις διαφωνίες που εμφανίζονται ανάμεσα στα μέλη της κυρίαρχης τάξης αλλά και στον τρόπο που ασκείται η εξουσία σ' αυτά, με αποτέλεσμα είτε να οξύνεται η κοινωνική ανισότητα είτε να αδικούνται οι πολίτες. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της αριστοκρατίας και της 'πολιτείας', επειδή πρόκειται για μεικτά πολιτεύματα, επιμέρους αίτιο της μεταβολής τους μπορεί να θεωρηθεί η αλλοίωση της σύνθεσης του πολιτεύματος και γι' αυτό η παραβίαση του ισχύοντος σ' αυτά δικαίου.[15]
Σε κάθε περίπτωση, ο Αριστοτέλης είναι σε θέση να αντιληφθεί πλήρως τη συνάρτηση του κοινωνικού με το πολιτικό και να καθορίσει τα βασικά αίτια των κοινωνικών συγκρούσεων και των επαναστατικών ανατροπών. Οι πολίτες επαναστατούν εξαιτίας της κοινωνικής ανισότητας και της προσβολής του αισθήματος δικαίου και γιατί επιδιώκουν την απόκτηση οικονομικής δύναμης και πολιτικής εξουσίας. Στη βάση της αντίληψης αυτής βρίσκεται ουσιαστικά μια ταξική θεώρηση του κοινωνικού είναι και από την άποψη αυτή οι αναλύσεις του Αριστοτέλη παραπέμπουν σε μια κοινωνιολογικού τύπου προσέγγιση των επαναστατικών ανατροπών.[16]
Βεβαίως, ο επιστήμονας Αριστοτέλης, που ανατέμνει το πολιτικό φαινόμενο και ως σύγχρονος κοινωνιολόγος αναλύει τις επαναστατικές μεταβολές, φαίνεται να συνυπάρχει με τον ιδεολόγο Αριστοτέλη, τον φιλόσοφο που επιχειρεί να στηρίξει και να εκλογικεύσει μια συντηρητική ιδεολογία. Ό,τι υποστηρίζω εδώ είναι πως οι αναλύσεις του Αριστοτέλη για το πολιτικό φαινόμενο αποσκοπούν τόσο στην εξήγησή του όσο και στη δικαιολόγησή του. Διαφορετικά, η μεθοδολογική προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου, η αναζήτηση των αιτίων που το καθιστούν νοητό και εξηγούν τόσο τη συγκρότησή του όσο και τη μεταβολή του, υποτάσσεται σε μια συντηρητική ιδεολογία, η οποία αποτυπώνεται πληρέστερα σ' ένα αυστηρά ιεραρχημένο, εξουσιαστικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης, στο ιδεώδες της 'άριστης πολιτείας'.
Σ' ένα πρώτο επίπεδο, η συντηρητική ιδεολογία του Αριστοτέλη εκφράζεται στο ζήτημα της δουλείας. Όπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης, στις αναλύσεις του για τη σχέση κυρίου και δούλου και σε αντίθεση με ορισμένες απόψεις των Σοφιστών, υπερασπίζεται τη φύσει δουλεία και δικαιολογεί τη διάκριση των ανθρώπων σε ελεύθερους και δούλους. Κατά κάποιον τρόπο, η διάκριση αυτή αποτελεί την πρώτη ορίζουσα στο ιεραρχικό και εξουσιαστικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης που υιοθετεί. Στο πρότυπο αυτό δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης της υπάρχουσας κοινωνικής δομής και ο θεσμός της δουλείας δικαιολογείται.[17]
Σ' ένα δεύτερο επίπεδο, η συντηρητική ιδεολογία του Αριστοτέλη εκφράζεται στις αναλύσεις του για την τυπολογία των πολιτευμάτων, στον τρόπο δηλαδή που τα ταξινομεί και τα αξιολογεί. Για παράδειγμα, ταξινομεί την ολιγαρχία και τη δημοκρατία, που έχουν αντίστοιχα ως κυρίαρχες αρχές τους τον πλούτο και την ελευθερία, στα ημαρ-τημένα πολιτεύματα και τα αποδοκιμάζει. Ενώ, την 'πολι-τεία', το πολίτευμα που ο φιλόσοφος προτιμά στην πράξη, ένα μείγμα ολιγαρχικών και δημοκρατικών στοιχείων, το ταξινομεί στα ορθά πολιτεύματα, το αντιπαραθέτει στη δημοκρατία και το επιδοκιμάζει.[18] Το δημοκρατικό πολίτευμα στην ακραία του μορφή όπου, κατά τη γνώμη του, κυριαρχεί ο δήμος και όχι ο νόμος, είναι ένα κατεξοχήν άνομο πολίτευμα, συνώνυμο της τυραννίας, «Η ακραία ολιγαρχία [η δυναστεία] και η ακραία δημοκρατία [η εξουσία του δήμου]», παρατηρεί, «είναι στην πραγματικότητα τυραννικά καθεστώτα που έχουν διασπαστεί σε πολλούς τυράννους». Ενώ η 'πολιτεία', το πολίτευμα της μεσαίας τάξης, λόγω της σύνθεσής της, και επειδή τείνει, κατά τη γνώμη του, να εξασφαλίζει πιο αποτελεσματικά τη διατήρησή της, είναι ένα 'αστασίαστο , και γι' αυτό ένα άριστο στην πράξη πολίτευμα.[19]
Η συντηρητική ιδεολογία του Αριστοτέλη εκφράζεται επίσης και στον τρόπο που αντιμετωπίζει τις επαναστατικές μεταβολές. Εδώ, ο φιλόσοφος ενδιαφέρεται για τη γνώση των αιτίων που προκαλούν τη φθορά και τη μεταβολή των πολιτευμάτων, γιατί η γνώση αυτή αποτελεί, κατά τη γνώμη του, βασική προϋπόθεση για τη διατήρησή τους. «Όταν γνωρίζουμε τους λόγους για τους οποίους φθείρονται τα πολιτεύματα», παρατηρεί, «γνωρίζουμε και τους λόγους για τους οποίους διατηρούνται».[20] Ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει γενικά τις επαναστατικές μεταβολές ως παθολογικά φαινόμενα. Αν γνωρίζουμε τις αιτίες που τις προκαλούν και τις διαδικασίες με τις οποίες πραγματοποιούνται, τότε μπορούμε, ενδεχομένως, να υποδείξουμε τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή τους.[21] Από μιαν ορισμένη άποψη, καθώς επισημαίνεται, «η θεωρία του Αριστοτέλη για τις επαναστατικές μεταβολές υποτάσσεται σε μια στατική αντίληψη για την πράξη». Για τον Αριστοτέλη, «η πράξη υπάρχει για χάρη της 'σχολής' και της θεωρίας, ο πόλεμος για χάρη της ειρήνης». Συνεπώς, θα μπορούσε να δεχθεί κανείς ότι ο στατικός τρόπος σκέψης που υιοθετεί ο φιλόσοφος «θεμελιώνει ή εκλογικεύει μια συντηρητική πολιτική ιδεολογία».[22]
Αλλά εκεί όπου η συντηρητική ιδεολογία του Αριστοτέλη εκδηλώνεται απερίφραστα είναι στο αριστοκρατικό ιδεώδες όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά στα βιβλία Η και Θ των Πολιτικών του. Σ' αυτά τα βιβλία η πολιτική θέση του φιλοσόφου, ως ιδεολογικού εκφραστή των αριστοκρατικών αξιών, αποτυπώνεται με τη μεγαλύτερη δυνατή ενάργεια. Από τις αναλύσεις του καθίσταται φανερό ότι αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επίτευξη του αγαθού. Η πόλη δεν υπάρχει απλώς για την εξασφάλιση της ζωής αλλά για την επίτευξη του αγαθού, της ευδαιμονίας, του 'ευ ζην'. Διαφορετικά, ο σκοπός της πολιτείας δεν μπορεί να είναι απλώς η εξασφάλιση της υλικής ευημερίας και της ασφάλειας. Ο πραγματικός σκοπός της πολιτείας είναι η επίτευξη της ευδαιμονίας που συμπεριλαμβάνει και την εκπλήρωση ενός ορισμένου τρόπου ζωής ο οποίος συνεπάγεται τιμές και αξιώματα στη βάση της πολιτικής αρετής. Γι αυτό, το πολίτευμα στο οποίο, κατά τη γνώμη του φιλοσόφου, επιτυγχάνεται το υπέρτατο αγαθό της πόλης δεν είναι άλλο από την αριστοκρατία ή την άριστη πολιτεία.[23]
Ό,τι καταδεικνύει πληρέστερα τη συντηρητική ιδεολογία του Αριστοτέλη δεν είναι παρά ο τρόπος με τον οποίο συγκροτεί την άριστη πολιτεία του. Ως προς την κοινωνική της σύνθεση, η άριστη πολιτεία συγκροτείται στη βάση μιας κρίσιμης διαφοροποίησης: στο ό,τι δηλαδή αποτελείται από εκείνους που συνιστούν τα οργανικά μέρη της πολιτικής ολότητας και από εκείνους που δεν είναι παρά η απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη της πολιτείας. Στην πραγματικότητα, αν και η πολιτεία αυτή συγκροτείται από ίσους πολίτες, η συγκρότησή της προϋποθέτει μια αυστηρή ταξική διάρθρωση. Προϋποθέτει τον αποκλεισμό από τη συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας όσων ασχολούνται με τις παραγωγικές διαδικασίες, για το λόγο ότι δεν μπορούν να επιτελούν λειτουργίες που αφορούν το σκοπό της πολιτείας. Η θέση αυτή του Αριστοτέλη διατυπώνεται στην βάση της ακόλουθης προκείμενης: Στην πόλη, όπως και στα άλλα σύνθετα φυσικά σώματα, υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα στις αναγκαίες συνθήκες και τα οργανικά μέρη. «Επειδή όμως οι συνθήκες που είναι αναγκαίες για την ύπαρξη ενός όλου δεν αποτελούν οργανικά μέρη του όλου που υπηρετούν, είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ως μέρη της πόλης τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την ύπαρξη των πόλεων ή οποιασδήποτε άλλης ένωσης που συγκροτεί μιαν ολότητα».[24]
Με βάση την προκείμενη αυτή, ο Αριστοτέλης ορίζει ότι οργανικά μέρη της άριστης πολιτείας δεν μπορεί παρά να είναι μόνον οι πραγματικά ενάρετοι πολίτες, οι όντως δίκαιοι πολίτες, γιατί είναι αυτοί που μπορούν να πραγματοποιήσουν το σκοπό της πολιτείας. Οι εργάτες, οι γεωργοί και οι έμποροι, και φυσικά οι δούλοι και οι γυναίκες, δεν διάγουν βίο κατάλληλο για τις ανώτερες λειτουργίες της πολιτείας και τα επαγγέλματά τους ευνοούν αξίες αντίθετες προς αυτές της πραγματικής αρετής.[25] Τις ανώτερες λειτουργίες της πολιτείας - την ίδια τη διακυβέρνηση, τη λήψη των σημαντικών αποφάσεων, τη διαχείριση της οικονομίας, τα ζητήματα του πολέμου και τα θρησκευτικά καθήκοντα - πρέπει να τις ασκούν οι πραγματικοί πολίτες. Είναι αυτοί που διαθέτουν έγγεια ιδιοκτησία ανώτερη μόρφωση και καταγωγή, αφού οι βάναυσοι δεν μπορούν εξ ορισμού να αποτελούν μέρος της πολιτείας.[26]
Από την ανάλυση που προηγήθηκε, καθίσταται προφανές ότι η άριστη πολιτεία που οραματίζεται ο Αριστοτέλης είναι μια ταξικά διαρθρωμένη πολιτεία, μια πολιτεία στην οποία μια μικρή μειοψηφία πολιτών διαχειρίζεται την εξουσία για λογαριασμό της κοινωνίας ως ολότητας. Το μοντέλο συγκρότησης της άριστης πολιτείας που προτείνει δεν είναι απλώς ένα συντηρητικό μοντέλο, είναι ένα ιεραρχικό και εξουσιαστικό μοντέλο που αντανακλά γενικότερα την ιεραρχική δομή του πραγματικού. Όπως γίνεται γενικότερα δεκτό, ο Αριστοτέλης, τόσο στα Ηθικά Νικομάχεια όσο και στα Πολιτικά του, υποτάσσει τις αναλύσεις του σε δύο βασικές αρχές οι οποίες αντλούνται από τη γενική θεωρία του για τη φύση. Οι αρχές αυτές αφορούν την ιδέα του σκοπού ή του τέλους προς τον οποίο τείνει κάθε διαδικασία και την ιδέα της εσωτερικής ιεραρχικής δομής της φυσικής τάξης. Ειδικότερα, η αρχή της ιεραρχικής δομής του πραγματικού φαίνεται να καθορίζει τη δομή του κοινωνικού είναι και συνεπώς την ταξική διάρθρωση της πόλης, στην οποία η κοινωνική ελίτ ταυτίζεται με το πολιτικό σώμα, κατέχει την εξουσία και διευθύνει τις σημαντικές υποθέσεις της πόλης. Εξάλλου, από την ανάλυση που προηγήθηκε, αλλά και από τις αρετές που στα Ηθικά Νικομάχεια αποδίδει στον ενάρετο άνθρωπο -ελευθεριότητα, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοψυχία- καθίσταται προφανές ότι ο Αριστοτέλης συμμερίζεται πλήρως το αριστοκρατικό ιδεώδες.[27]
Η έμφαση, ωστόσο, στη συντηρητική πολιτική του ιδεολογία θα αδικούσε τον επιστήμονα, κοινωνιολόγο, Αριστοτέλη, ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά τη σύγχρονη πρόσληψη της πολιτικής του φιλοσοφίας. Η συντηρητική του ιδεολογία ως συνέχεια της πλατωνικής προβληματικής, ιδιαίτερα όπως αυτή εκφράζεται στους Νόμους,[28] είναι ανάγκη να παραμεριστεί ως ιστορικά αναχρονιστική. Αλλωστε, παραμερίζεται εν μέρει και από τις ίδιες τις αναλύσεις του φιλοσόφου που εξηγούν το πολιτικό φαινόμενο. Παραμερίζεται από την προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου στη βάση της αντίληψής του για την ενότητα φύσης και κοινωνίας, πολιτικού και κοινωνικού είναι, αλλά και στη βάση της ρεαλιστικής και συνακόλουθα ιστορικής θεώρησής του της πολιτικής. Ο Αριστοτέλης αναλύει γενικότερα το πολιτικό φαινόμενο στη σχέση του με την οικονομία, την κοινωνική διαστρωμάτωση, το γεωγραφικό περιβάλλον, την παιδεία και τις αξίες στη βάση των οποίων οργανώνεται η κοινωνική ζωή. Η παιδεία, το σύστημα δικαίου, η επιστήμη και ο πολιτισμός εν γένει συναρθρώνονται σε μια ολιστική θεώρηση και ανατομία του πολιτικού που παραπέμπει, με τους αναγκαίους περιορισμούς, στις αναλύσεις του Marx. Στην κατεύθυνση αυτή, θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο, ακολουθώντας τον de Ste. Croix, για το 'μαρξιστικό' χαρακτήρα των αναλύσεων του Αριστοτέλη για το πολιτικό φαινόμενο.[29]
Κατά τη γνώμη του σπουδαίου Αγγλου ιστορικού, ο Αριστοτέλης ουσιαστικά προτείνει μια κοινωνιολογική θεώρηση του πολιτικού φαινομένου: αναλύει τις οικονομικές και κοινωνικές προκείμενες του πολιτικού φαινομένου, τη λειτουργία της οικονομίας και την ταξική συγκρότηση της πόλης-κράτους και εξηγεί τους λόγους των κοινωνικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων. Επιπλέον, ο Αριστοτέλης, παρόλο που δεν μπορούσε να φανταστεί την προοπτική μιας ριζικής αλλαγής που θα καθιστούσε εφικτή μια γενική ευημερία, μια καλύτερη ζωή για το σύνολο των πολιτών, ωστόσο μπόρεσε να καταδείξει την παθολογία της ταξικής κοινωνίας στην οποία ζούσε και να προτείνει μέτρα που, κατά τη γνώμη του, θα ήταν δυνατόν να αμβλύνουν τις αρνητικές συνέπειες της παθολογίας αυτής. Σ' αυτό ακριβώς συνίσταται το μεγαλείο του Αριστοτέλη ως πολιτικού και κοινωνικού στοχαστή.[30]
Η αριστοτελική πολιτική σκέψη, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που θα μπορούσαμε να της αποδώσουμε, εξακολουθεί, κατά τη γνώμη μου, να είναι μια ζωντανή σκέψη, μια σκέψη που εξακολουθεί να γονιμοποιεί τη σύγχρονη προβληματική για το κοινωνικό είναι. Με αφετηρία τις αναλύσεις του Αριστοτέλη, μπορούμε, κατά τη γνώμη μου, να επαναθέσουμε το κοινωνικό ζήτημα στην κορυφή της ατζέντας για τα προβλήματα του παρόντος· να θέσουμε δηλαδή εκ νέου το αίτημα για αναδόμηση του κοινωνικού είναι, για τη συγκρότηση μιας κοινωνίας στην οποία το ιδεώδες της ευδαιμονίας δεν θα αφορά τις κυρίαρχες κοινωνικά ελίτ, αλλά την κοινωνία ως ολότητα. Με αφετηρία τις αναλύσεις του Αριστοτέλη, μπορούμε να θέσουμε εκ νέου το αίτημα της ανατροπής ενός σαθρού και άδικου κοινωνικού συστήματος στην κατεύθυνση συγκρότησης μιας κοινωνίας της ελευθερίας και της ισότητας, μιας δίκαιης κοινωνίας· μιας κοινωνίας στην οποία η ανθρώπινη αλληλεγγύη και δημιουργικότητα θα μπορούσαν να εκφραστούν με πληρότητα και στην οποία το ιδεώδες της 'άριστης πολιτείας' δεν θα ήταν πλέον ένα ουτοπικό ιδεολόγημα, αλλά πρακτική επιδίωξη των ζωντανών κοινωνικών δυνάμεων.
Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη της πολιτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη μπορεί ως αφετηρία να επαναφέρει το ζήτημα της πολιτικής, που στην χώρα μας αλλά και διεθνώς τείνει να απαξιωθεί πλήρως στη λαϊκή συνείδηση, στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντός μας για την ανθρώπινη κατάσταση· στην προοπτική συγκρότησης μιας δημοκρατικής κοινωνίας, στην οποία οι έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης δεν θα είναι στοιχεία μιας φενακισμένης ρητορικής αλλά συστατικά στοιχεία του κοινωνικού είναι. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι επιτακτική ανάγκη η συγκρότηση του συλλογικού υποκειμένου, του φορέα της κοινωνικής αλλαγής καθώς και του φορέα που θα διευθύνει τη συλλογική βούληση για την επιβολή της λαϊκής κυριαρχίας και τη δημιουργία των συνθηκών για την ανθρώπινη χειραφέτηση.
--------------------
Πηγές.
Αριστοτέλης, Πολιτικά, τόμοι 1-4, επιμ. Δ. Ι. Παπαδής [τόμος 1] και Π. Τζιώκα-Ευαγγέλου [τόμοι 2-4], Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006-2009.
— Πολιτικά, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Παναγής Λεκατσάς, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, [Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων 5-58].
— The Politics, μτφρ. Sinclair, T. A., revised and re-presented by Saunders T. J., Penguin Books, London 1992.
— The Politics of Aristotle, μτφρ. και επιμ. E. Barker, Oxford University Press, Oxford 1958.
— Ηθικά Νικομάχεια, τόμοι 1-2, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δ. Λυπουρλής, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006.
— Physica [Φυσική Ακρόασις], επιμ W. D. Ross, Oxford University Press,
Oxford 1950.
------------------------
Βιβλιογραφικές ενδείξεις.
Austin, M. M. and P. Vidal-Naquet, Economic and Social History of Ancient
Greece: An Introduction, Batsford, London 1977. Finley, M. I., The Ancient Economy, Chatto and Windus, London 1975. Κοντογιώργης, Γ., Η θεωρία των επαναστάσεων στον Αριστοτέλη, Νέα
Σύνορα / Λιβάνης, Αθήνα 1982. Miller, Jr., F. D., Nature, Justice, and Rights in Aristotle's Politics, Clarendon
Press, Oxford 1995.
----------------------------
----------------------------
[1] Για την πολιτική φιλοσοφία ως επιστήμη και ιδεολογία, βλ. το κείμενο του Macpherson, C. B., «The Deceptive Task of Political Theory», Democratic Theory, Oxford University Press, Oxford 1973, ιδιαίτερα σ. 198. Βλ. επίσης, Parekh, B., Contemporary Political Thinkers, Martin Robertson, Oxford 1982, σσ. 48 κ. ε. και Πλάγγεσης, Γ., Αρχαία ελληνική, πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία: Σοφιστές, Πλάτων, Αριστοτέλης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 29.
[2] Wood, N., Reflections on Political Theory: A Voice of Reason from the Past, Palgrave, Basingstoke 2002, σσ. 141 κ. ε. και Πλάγγεσης, όπ. παρ., σσ. 72 κ. ε. Για τη σημασία της έννοιας της ηγεμονίας, βλ. τη μελέτη του Simon, R., Gramci's Political Thought, Lawrence and Wishart, London 1982, ιδιαίτερα σσ. 21-23.
[3] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1301a 38-1301b 26, 1303a 13-25. Mulgan, R. G., Aristotle's Political Theory, Clarendon Press, Oxford 1977, σσ. 118-119· και Polansky, R., «Aristotle on Political Change», στο D. Keyt και F. D.
Miller, Jr. (επιμ.), A Companion to Aristotle's Politics, Blackwell, Oxford 1991, σσ. 324-325.
[4] Βλ. σχετικά, Mulgan, όπ. παρ., σ. 119 και Polanski, όπ. παρ. Επίσης, Μπαγιόνας, Α., Ελευθερία και δουλεία στον Αριστοτέλη, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 165. Για την έννοια της επανάστασης βλ. ενδεικτικά, P. Calvert, P., Revolution and Counter-Revolution, Oxford University Press, Milton Keynes 1990, ιδιαίτερα σ. 3.
[5] Mulgan, όπ. παρ., σ. 117.
[6] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1302a 16-22: «Έπεί δέ σκοπούμεν έκ τίνων αϊ τε στάσεις γίνονται καί αί μεταβολαί περί τας πολιτείας, ληπτέ-ον καθόλου πρώτον τας άρχας καί τας αιτίας αυτών. είσι δή σχεδόν ώς ειπείν τρεις τόν άριθμόν, ας διοριστέον καθ' αύτας τύπω πρώτον. δεί γαρ λαβείν πώς τε έχοντες στασιάζουσι καί τίνων ένεκεν, καί τρίτον τίνες άρχαί γίνονται τών πολιτικών ταραχών καί τών πρός άλλήλους στάσεων». Μπαγιόνας, όπ. παρ., σσ. 165 κ. ε., Mulgan, όπ. παρ., σσ. 119 κ. ε. και Simpson, P. L. P., A Philosophical Commentary on the Politics ofAristotle, The University of North Carolina Press, Chapel Hill and London 1998, σσ. 369 κ. ε., 385.
[7] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1301b 35-40: «όμολογούντες δέ τό απλώς εΐναι δίκαιον τό κατ' άξίαν, διαφέρονται, καθάπερ έλέχθη πρότερον, οί μέν ότι, έαν κατα τί ίσοι ώσιν, όλως ίσοι νομίζουσιν εΐναι, οί δ' ότι,
έαν κατα τί άνισοι, πάντων άνίσων άξιούσιν εαυτούς. διό καί μάλιστα δύο γίνονται πολιτεΐαι, δήμος καί ολιγαρχία». - Ηθικά Νικομά-χεια, 1131a 24-28: «τήν μέντοι άξίαν ου τήν αυτήν λέγουσι πάντες, άλλ' οί μέν δημοκρατικοί έλευθερίαν, οί δε ολιγαρχικοί πλούτον, οί δ' ευγένειαν, οί δ' άριστοκρατικοί άρετήν. έστιν άρα τό δίκαιον άνάλογόν τι». Βλ. επίσης Mulgan, όπ. παρ., σ. 120 και Μπαγιόνας, όπ. παρ., σ. 166.
[8] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1302a 24-31: «οί μέν γαρ ίσότητος έφιέμενοι στασιάζουσιν άν νομίζωσιν έλαττον έχειν όντες ίσοι τοις πλεονεκτούσιν, οί δέ τής άνισότητος καί τής ύπεροχής άν ύπολαμβάνωσιν όντες άνισοι μή πλέον έχειν άλλ' ίσον ή έλαττον·... έλάττους τε γαρ όντες όπως ίσοι ώσι στασιάζουσι, καί ίσοι όντες όπως μείζους». Μπαγιόνας, όπ. παρ., σ. 166.
[9] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1301 b 26-30, 35-40: «πανταχού γαρ δια τό άνισον ή στάσις, ου μήν εί τοις άνίσοις ύπάρχει άνάλογον· ... όλως γαρ τό ίσον ζητούντες στασιάζουσιν. έστι δέ διττόν τό ίσον· τό μέν γαρ άριθμώ τό δέ κατ' άξίαν έστίν». Mulgan, όπ. παρ., σ. 120. Βλ. επίσης, Wood, E. M., and Wood, N., Class Ideology and Ancient Political Theory: Socrates, Plato, Aristotle in social Context, Blackwell, Oxford 1978, σσ. 237 κ. ε. Οι Woods, σ' αυτή την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη τους, τονίζουν ιδιαίτερα τη σχέση ανάμεσα στη διανεμητική δικαιο-
σύνη και την αναλογική ισότητα και θεωρούν πως για τον Αριστοτέλη η κύρια αιτία των επαναστατικών ανατροπών, των στάσεων, θα πρέπει να αναζητηθεί στην ανισότητα. «Ο Αριστοτέλης», παρατηρούν, «είναι πεπεισμένος ότι η 'αιτία' των στάσεων βρίσκεται στην ανισότητα, ότι το πάθος για ισότητα - είτε πρόκειται για αριθμητική ή αναλογική ισότητα - βρίσκεται στη βάση των στάσεων» (όπ. παρ., σ. 240).
[10] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1302a 31-3: «περί ών δέ στασιάζουσιν έστί κέρδος καί τιμή καί τάναντία τούτοις». Mulgan, όπ. παρ., σ. 122 και Μπαγιόνας, όπ. παρ., σσ. 167-68.
[11] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1302a 36 κ. ε.
[12] Βλ. σχετικά, Μπαγιόνας, όπ. παρ., σσ. 167-168, Mulgan, όπ. παρ., σσ. 121 κ. ε. και Polansky, όπ. παρ., σσ. 330-31.
[13] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1302b 33 κ. ε. Μπαγιόνας, όπ. παρ., σσ. 16869 και Mulgan, όπ. παρ., σ. 123.
[14] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1306 κ. ε. Μπαγιόνας, όπ. παρ., σ. 168 και Mulgan, όπ. παρ., σ. 123.
[15] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1304 b 19 κ. ε.
[16] Ο επιστήμονας, κοινωνιολόγος, Αριστοτέλης, υιοθετώντας τον τρόπο του φυσικού επιστήμονα και προσεγγίζοντας το πολιτικό φαινόμενο ως φυσικός φιλόσοφος, παρατηρεί και αναλύει τις διαδικασίες συγκρότησης και φθοράς των οργανωμένων ανθρώπινων κοινωνιών. Στην πραγματικότητα, για να εξηγήσει το πολιτικό φαινόμενο, υποβάλλει σε ταξική ανάλυση την κοινωνική δομή και τις μορφές διακυβέρνησης που την εκφράζουν, καθώς και τις διαδικασίες των κοινωνικοπολιτικών ανατροπών. Βλ. ενδεικτικά τις αναλύσεις του Αριστοτέλη στο τέταρτο βιβλίο των Πολιτικών, κεφ. 3, 1290b
38 - 1291b 14, καθώς και τις αναλύσεις του για την κοινωνική συγκρότηση της 'άριστης πολιτείας', για την οποία θα κάνουμε λόγο στη συνέχεια της παρούσας μελέτης. Βλ. επίσης και τις εύστοχες παρατηρήσεις της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας μελέτης του Randall, J. H., Jr., Aristotle, Columbia University Press, New York 1960, σσ. 256 κ. ε.
[17] Για τις απόψεις του Αριστοτέλη περί δουλείας, βλ. ενδεικτικά, Μπαγιόνας, όπ. παρ., σσ. 79-124, Πλάγγεσης, όπ. παρ., σσ. 245-250 και Mulgan, όπ. παρ., σσ. 40-44. Βλ. επίσης, Kraut, R., Aristotle: Political Philosophy, Oxford University Press, Oxford 2002, σσ. 277-305, Roberts, J., [Routledge Philosophy Guidebook to] Aristotle and the Politics, Routledge, London 2009), σσ. 41-51, Smith, N. D., «Aristotle's Theory of Natural Slavery», στο A Companion to Aristotle's Politics, σσ. 142-55, de Ste. Croix, G. E. M., The Class Struggle in the Ancient Greek World: from the Archaic Age to the Arab Conquests, Duckworth, London 1981, σσ. 416-418 και Wolff, F., Ο Αριστοτέλης και η Πολιτική, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1995, σσ. 100-106.
[18] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1293 b 22 κ. ε.
[19] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1292 a 4-6, 1312 b 34-38, 1293 b 33-34, 1296 a 7-10. Για τις απόψεις του Αριστοτέλη περί 'πολιτείας', βλ. την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση των Woods, Class Ideology ..., σσ. 243 κ. ε. Οι Woods υποστηρίζουν πως ο Αριστοτέλης επινόησε το πολίτευμα της 'πολιτείας' το οποίο αν εφαρμοζόταν στην Αθήνα, στο πλαίσιο της επικυριαρχίας της μακεδονικής δυναστείας, θα μπορούσε να έχει σημαντικά αποτελέσματα. Θα μπορούσε δηλαδή να δημιουργήσει «τον καλύτερο δυνατό κόσμο εξαλείφοντας τη μόνιμη απειλή των επαναστατικών ανατροπών, των στάσεων, μέσω της ειρήνευσης του λαού και της εξασφάλισης και ενδυνάμωσης των 'σπουδαίων' και των αξιών τους, και δημιουργώντας μια γενική κατάσταση εσωτερικής ειρήνης όπου η Μακεδονική ηγεμονία θα μπορούσε να διατηρηθεί πιο εύκολα και αποτελεσματικά» (όπ. παρ., σ.
249).
[20] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1307 b 27-29: «πρώτον μεν ούν δήλον ότι, είπερ έχομεν δι' ών φθείρονται αί πολιτεΐαι, έχομεν καί δι' ών σώζονται».
[21] Μπαγιόνας, όπ. παρ., σ. 170 και Mulgan, όπ. παρ., σ. 117.
[22] Μπαγιόνας, όπ. παρ. και Mulgan, όπ. παρ., 100. Βλ. και Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1177 a 25 -1177 b 7.
[23] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1252 b 30-31, 1328 b 33-37. Mulgan, όπ. παρ., σ. 81, Πλάγγεσης, όπ. παρ., σ. 280. Επίσης, Wood, E. M., Citizens to Lords: A Social History of Western Political Thought, from Antiquity to the Middle Ages, Verso, London 2008, σ. 90 και Roberts, όπ. παρ., σσ. 112,
116.
[24] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1328 a 21-25: «Έπεί δ' ώσπερ τών άλλων τών κατά φύσιν συνεστώτων ού ταϋτά έστι μόρια τής όλης συστάσεως ών άνευ τό όλον ούκ άν είη, δήλον ώς ούδε πόλεως μέρη θετέ-ον όσα ταΐς πόλεσιν άναγκαΐον ύπάρχειν, ούδ' άλλης κοινωνίας ούδεμιάς έξ ής έν τι τό γένος». Βλ. και Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμεια, 1214 b 6 κ. ε. Wood, Citizens to Lords σ. 91 και Roberts, όπ. παρ., σ. 116.
[25] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1328 b 33-1329 a 2: «έπεί δε τυγχάνομεν σκοπούντες περί τής άρίστης πολιτείας, αύτη δ' έστί καθ' ήν ή πόλις άν είη μάλιστ' εύδαίμων, τήν δ' εύδαιμονίαν ότι χωρίς άρετής άδύνατον ύπάρχειν είρηται πρότερον, φανερόν έκ τούτων ώς έν τή κάλλιστα πολιτευομένη πόλει καί τή κεκτημένη δικαίους άνδρας απλώς, άλλά μή πρός τήν ύπόθεσιν, ούτε βάναυσον βίον ούτ' άγοραΐον δεί ζήν τους πολίτας (άγεννής γάρ ό τοιούτος βίος καί πρός άρετήν ύπεναντίος), ούδε δή γεωργούς εΐναι τους μέλλοντας έσεσθαι (δεί γάρ σχολής καί πρός τήν γένεσιν τής άρετής καί πρός τάς πράξεις τάς πολιτικάς)». Για τον αποκλεισμό των παραπάνω κοινωνικών κατηγοριών (εργατών, εμπόρων, γεωργών) από την άριστη πολιτεία του Αριστοτέλη, βλ. και το ενδιαφέρον σχόλιο του Kulmann, W., Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996, σσ. 119-120. Βλ. επίσης, Mulgan, όπ. παρ., σ. 94, Depew, D. J., «Politics, Music, and Contemplation in Aristotle's Ideal State», στο A Companion to Aristotle's Politics, σσ. 362-63, Simpson, όπ. παρ., σσ. 221-22 και Woods, Class Ideology ., σσ. 221-22, 242, 247. Σχετικά με τους παραπάνω αποκλεισμούς βλ. και τα σχόλια του Kraut, όπ. παρ., σσ. 214220 (για τον αποκλεισμό των γυναικών σσ. 214-15).
[26] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1329 a 3-39. Wood, Citizens to Lords, σσ. 9192, Mulgan, όπ. παρ., σσ. 94-95, Roberts, όπ. παρ., σ. 117, και Simpson, όπ. παρ., σσ. 222-23. Για τον Αριστοτέλη, η πολιτική εξουσία στην άριστη πολιτεία του ανατίθεται ουσιαστικά στους γαιοκτήμονες οι οποίοι και μόνοι μπορούν εναλλακτικά να ασκούν τα στρατιωτικά
και τα πολιτικά αξιώματα. Το παρακάτω απόσπασμα των Πολιτικών είναι εξαιρετικά δηλωτικό: «άλλά μήν καί τάς κτήσεις δεί εΐναι περί τούτους [τό πολεμικόν καί τό βουλευόμενον]. άναγκαίον γάρ εύπορίαν ύπάρχειν τοίς πολίταις, πολίται δε ούτοι. τό γάρ βάναυσον ού μετέχει τής πόλεως, ούδ' άλλο ούθεν γένος δ μή τής άρετής δη-μιουργόν έστιν. τούτο δε δήλον έκ τής ύποθέσεως· τό μεν γάρ εύδαιμονείν άναγκαίον ύπάρχειν μετά τής άρετής, εύδαίμονα δε πόλιν ούκ εις μέρος τι βλέψαντας δεί λέγειν αύτής, άλλ' εις πάντας τούς πολίτας. φανερόν δε καί ότι δεί τάς κτήσεις εΐναι τούτων, είπερ άναγκαίον εΐναι τούς γεωργούς δούλους ή βαρβάρους ή περιοίκους».
Πολιτικά, 1329 a 17-26. Βλ. και Ηθικά Νικομάχεια, 1099 a 30-1099 b 5. Woods, Class Ideology σσ. 220, 247-48 και Depew, όπ. παρ., σ. 364.
[27] Wood, Citizens to Lords, σσ. 97, 86 και Roberts, όπ. παρ., σσ. 62 κ. ε. Βλ. και Ηθικά Νικομάχεια, 1124 b 6 -1125 a. Η τελεολογική θεώρηση της φύσης από τον Αριστοτέλη αποτυπώνεται δραματικά και στα Πολιτικά του. Επειδή η φύση τίποτε δεν κάνει χωρίς σκοπό, παρατηρεί, θα πρέπει να δεχθούμε αναγκαστικά ότι η φύση δημιούργησε τα πάντα για χάριν των ανθρώπων. Καθώς το θέτει: «τά τε φυτά τών ζώων ένεκεν εΐναι καί τά άλλα ζώα τών άνθρώπων χάριν ... εί ούν ή φύσις μηθεν μήτε άτελες ποιεί μήτε μάτην, άναγκαίον τών άνθρώπων ένεκεν αύτά πάντα πεποιηκέναι τήν φύσιν. διό καί ή πολεμική φύσει κτητική πως έσται ..., ή δεί χρήσθαι πρός τε τά θηρία καί τών άνθρώπων όσοι πεφυκότες άρχεσθαι μή θέλουσιν, ώς φύσει δίκαιον τούτον όντα τόν πόλεμον». Πολιτικά 1256 b 15 -26. Βλ. επίσης, Αριστοτέλης, Φυσικά, 198 b 4 -199 b 33. Για την τελεολογική θεώρηση του πραγματικού από τον Αριστοτέλη, βλ. και Randall, όπ. παρ., σσ. 124-29,186-88, 225-34.
Εξάλλου, η ιεραρχική δομή του κοινωνικού είναι εκφράζεται στη σχέση άρχειν και άρχεσθαι η οποία καθορίζεται από τη φύση· άλλοι είναι εκ φύσεως προορισμένοι να άρχουν και άλλοι να άρχονται. Η σχέση αυτή εκφράζεται καταρχάς στη διάκριση ψυχής και σώματος και οπωσδήποτε στη σχέση αρσενικού-θηλυκού, κυρίου και δούλου, Ελλήνων και βαρβάρων. Πρόκειται για μια σχέση ιεραρχική και εξουσιαστική, μια σχέση ανωτερότητας και κατωτερότητας, κυριαρχίας και υποταγής. Πολιτικά, 1252 a κ. ε. και 1254 a κ. ε. και Ηθικά Νικομάχεια, 1160 b 32-1161 a 5. Roberts, όπ. παρ., σσ. 56 κ. ε. και 116 κ. ε., Woods, Class Ideology, σσ. 218 κ. ε., Πλάγγεσης, όπ. παρ., σσ. 247 κ. ε. Σε ό,τι αφορά τη διάκριση Ελλήνων και βαρβάρων, είναι προφανές ότι ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του υιοθετεί την επικρατούσα στους αρχαίους Έλληνες άποψη έναντι των 'βαρβάρων'. Για τον φιλόσοφο, οι βάρβαροι είναι εκ φύσεως δούλοι: «'βαρβάρων δ' Έλληνας άρχειν είκός', ώς ταύτό φύσει βάρβαρον καί δούλον όν». Πολιτικά, 1252 b 7-9. Βλ. ενδεικτικά, Μπαγιόνας, όπ. παρ., σσ. 114 κ. ε. και Ste. Croix, όπ. παρ., σσ. 416.
Σε ό,τι αφορά τη συντηρητική ιδεολογία του Αριστοτέλη, βλ. και το ενδιαφέρον σχόλιο του Wolff, όπ. παρ., σσ. 103-4. Ο Wolff, αναφερόμενος στη μαρξιστική ερμηνεία της άποψης του Αριστοτέλη για τη δουλεία, παρατηρεί πως, σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, ο Αριστο-
τέλης, στην πραγματικότητα, επιχειρεί να δικαιολογήσει ιδεολογικά ένα θεσμό ο οποίος βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας και εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων.
[28] Στην πραγματικότητα, ο Αριστοτέλης συγκροτεί τη δική του ιδεατή πολιτεία, τη δική του 'ουτοπία', με βάση το πρότυπο των Νόμων του Πλάτωνα. Βλ. Woods, Class Ideology, σσ. 246 κ. ε. και Mulgan, όπ. παρ., σσ. 88 κ. ε.
[29] Ste. Croix, όπ. παρ., σ. 79.
[30] Ste. Croix, όπ. παρ., σσ. 69 κ.ε. Για μια περιεκτική έκθεση του τρόπου με τον οποίο ο Αριστοτέλης προσεγγίζει το πολιτικό φαινόμενο, βλ. τις αναλύσεις του Μπαγιόνα, όπ. παρ., σσ. 47 κ. ε. και 149 κ. ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου