Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΙΜΑΡΗΣ ΤΟ (1919) Ο ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΙΜΑΡΗΣ ΤΟ (1919)

Βαϊμάρη
Η Βαϊμάρη (Weimar) είναι μια παλιά και ιστορική πόλη στο κρατίδιο τηςΘουριγγίας στην Γερμανία. Ο πληθυσμός της ανέρχεται στους 64.361 κατοίκους.

Ιστορία

Το παλαιότερο αρχείο της πόλης χρονολογείται στο έτος 899 μ.Χ. H Βαϊμάρη είναι μια από τις μεγάλες πολιτιστικές περιοχές της Ευρώπης, με συγγραφείς και φιλοσόφους όπως ο Γκαίτε, ο Φρίντριχ Σίλλερ, και ο Γιόχαν Χέρντερ. Σήμερα είναι μια τουριστική περιοχή για τους Γερμανούς διανοούμενους και όχι μόνο, δεδομένου ότι ο Γκαίτε κατοικούσε αρχικά στη Βαϊμάρη προς το τέλος του 18ου αιώνα. Οι τάφοι των Γκαίτε, Σίλλερ και Νίτσε, καθώς επίσης και τα αρχεία τους, διατηρούνται και είναι επισκέψιμοι από το κοινό.

Η περίοδος στη Γερμανική ιστορία από το 1919-1933 αναφέρεται συνήθως ως Δημοκρατία της Βαϊμάρης, καθώς το σύνταγμα της Δημοκρατίας συντάχθηκε εδώ, τον Ιούλιο του 1919 επειδή το Βερολίνο, μετά από τη Γερμανική επανάσταση του 1918, θεωρήθηκε πάρα πολύ επικίνδυνο για την εθνική συνέλευση. Η Βαϊμάρη ήταν, πριν από το Ντεσάου, το κέντρο του κινήματος του Μπαουχάους. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επέλεξε την πόλη αυτή ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1999.

Γενικά η Δημοκρατία της Βαϊμάρης

Ο όρος Δημοκρατία της Βαϊμάρης επεκράτησε, ως ιστορικός και πολιτικός όρος στη σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία να εννοείται η (συμβατική) ονομασία του πολιτεύματος της Γερμανίας από το 1919 έως την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933.

Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το Γερμανικό Ράιχ (εθνικό κράτος) απαρτίζεται από 17 ομόσπονδα κρατίδια, το καθένα με δική του κυβέρνηση και κοινοβούλιο, τα οποία εκπροσωπούνταν στο κεντρικό συμβούλιο. Το σύνταγμα καθορίζει ένα πολιτικό σύστημα με στοιχεία της κοινοβουλευτικής και της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Το κοινοβούλιο είναι το λεγόμενο Ράιχσταγκ και η πρωτεύουσα το Βερολίνο.

Γενικά

Η πρώτη αυτή γερμανική δημοκρατία πήρε το όνομά της από την πόλη Βαϊμάρη (Weimar), όπου συνήλθε η Γερμανική Εθνοσυνέλευση για να δημιουργήσει ένα νέο Σύνταγμα μετά την κατάλυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.

Η δημιουργία της δημοκρατικής αυτής κυβέρνησης είναι άμεση συνέπεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κυβέρνηση αυτή, που υπέγραψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, αποτελούμενη από σοσιαλιστές της αριστεράς, σοσιαλδημοκράτες και αντιπροσώπους του καθολικού Κέντρου, πολύ γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπη με την κομμουνιστική εξέγερση των Σπαρτακιστών του Βερολίνου, την οποία κατέστειλε με βιαιότητα και δολοφόνησε τους ηγέτες της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ (15 Ιανουαρίου 1919).


Σύνταγμα της Βαϊμάρης

Καρπός ενός συμβιβασμού μεταξύ των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων, (Απρίλιος 1919), το σύνταγμα αντιπροσώπευε ό,τι πιο προοδευτικό και δημοκρατικό μπορούσε να υπάρξει εκείνη τη στιγμή. Έθετε επίσης με σαφήνεια τα όρια των διαφόρων εξουσιών και περιείχε τις θεμελιώδεις διατάξεις που αφορούσαν την παιδεία, την κοινωνική πολιτική, τις σχέσεις εργασίας κ.α. Ωστόσο, η οικονομική κρίση που αντιμετώπιζε η Γερμανία, το πολεμικό χρέος που υποχρεωνόταν να καταβάλει και η διατήρηση των οργάνων εξουσίας του παλαιού καθεστώτος μέσα στο σώμα της νέας δημοκρατίας ευνοούσαν την αναβίωση του εθνικισμού και έφθειραν τα δημοκρατικά κόμματα. 

Οι κυβερνήσεις που ακολουθούσαν ζούσαν υπό το βάρος του πληθωρισμού, τον οποίον τροφοδοτούσε η πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων, ενώ οι δεξιοί εξαπέλυαν τραγική σειρά δολοφονιών.

Το Βαρύ Πολεμικό Χρέος

Το σοβαρότερο πλήγμα κατά της γερμανικής δημοκρατίας δόθηκε όταν η Γαλλία, για να εξασφαλίσει την πληρωμή των χρεών, κατέλαβε τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ (11 Ιανουαρίου 1923) σε συμφωνία με το Βέλγιο. Η κυβέρνηση, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Βίλχελμ Κούνο, αντέδρασε κηρύσσοντας την παθητική αντίσταση, ενώ η χρηματοδότηση από τη γερμανική κυβέρνηση οδήγησε στην οριστική κατάρρευση του μάρκου και στην όξυνση του πληθωρισμού. 

Μέσα στη γενική κρίση, τα αντιδραστικά κινήματα έδωσαν το σύνθημα της εξέγερσης, παρά την αναχαίτιση του πληθωρισμού που οφειλόταν στα μέτρα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που συγκροτήθηκε στις 13 Αυγούστου από τον Γκούσταβ Στρέζεμαν, τον σημαντικότερο πολιτικό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Ποια ήταν η Περίφημη Δημοκρατία της Βαϊμάρης

Η λήξη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει την Αυτοκρατορική Γερμανία με το μέρος των ηττημένων. Τη θέση της μοναρχίας παίρνει το Δημοκρατικό πολίτευμα.

Το πολίτευμα αυτό προκύπτει ως αποτέλεσμα των σοσιαλδημοκρατών, των κεντρώων και των φιλελεύθερων. Στη συνέχεια όμως δέχεται επίθεση από ακραίες δυνάμεις των ναζιστών, των εθνικιστών αλλά και των κομμουνιστών. Παράλληλα αναλαμβάνει να διαχειριστεί την οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει στη Γερμανία, η οποία τελεί υπό ένα καθεστώς ταπεινωτικού ελέγχου από τους νικητές του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου.


Η Γερμανία, σε αυτή την χρονική περίοδο, μετρά απώλειες εκατομμυρίων ανθρώπων. Το γεγονός αυτό οφείλεται στα νέα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον Α΄Παγκόσμιο (φλογοβόλα, δηλητηριώδη αέρια, τορπίλες από υποβρύχια, βομβαρδιστικά αεροπλάνα) . Ακολουθεί η υπογραφή της ανακωχής του πολέμου με τη Γερμανία να πορεύεται σε ένα νέο ιστορικό μονοπάτι.

Στα ανατολικά της χώρας, στη γραφική πόλη της Βαϊμάρης ο λαός συνέρχεται σε εθνοσυνέλευση προκειμένου να δημιουργήσει ένα νέο Σύνταγμα.

Ασυγκράτητοι οι εξεγερμένοι πολίτες και στρατιώτες εκφράζουν έντονα τον ενθουσιασμό τους. Στο συνέδριο συμμετέχουν εργατικά και στρατιωτικά συμβούλια. Απαιτούν την άμεση κοινωνικοποίηση όλων των κλάδων της βιομηχανίας, την ανάληψη της διοίκησης του στρατού από το κεντρικό σοβιέτ, την εκλογή των ανωτέρων από τους στρατιώτες, την αποστρατεία μονίμων στρατιωτικών, τη συγκρότηση πολιτοφυλακής. Επιπλέον αποφασίζουν να καταργήσουν όλους του διακριτούς βαθμούς. Η πράξη αυτή έχει συμβολικό χαρακτήρα κατά του μιλιταρισμού. Ταυτόχρονα «σβήνει» την αντίληψη περί «τυφλής υπακοής».

Βασιζόμενες στις διατάξεις του νέου Συντάγματος οι μετριοπαθείς δυνάμεις της εποχής (σοσιαλδημοκράτες, κεντρώοι και φιλελεύθεροι) επιχειρούν να αποδυναμώσουν το αυταρχικό κράτος. Η καθιέρωση του εκλεγμένου από το λαό Προέδρου λειτουργεί ως αντίπαλο δέος απέναντι στο Ράιχστανγκ. Με αυτό τον τρόπο αποτρέπεται ο κίνδυνος ενός κοινοβουλευτικού απολυταρχισμού.

Κατοχυρώνεται το δικαίωμα στη γενική εκπαίδευση, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, όχι όμως το δικαίωμα της απεργίας.

«Το Σύνταγμα χάρισε στους Γερμανούς περισσότερη πολιτική ελευθερία, αλλά, σε περίπτωση που οι καιροί άλλαζαν προς το χειρότερο, δεν θα ήταν σε θέση να τους τη διασφαλίσει», σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου. Οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν να αποτυπώσουν το νέο Σύνταγμα δεν συμπεριλαμβάνουν σε αυτό διατάξεις – φραγμούς στην κατάλυσή του, υπό το φόβο ότι αυτές ισοδυναμούν με επιστροφή στο προηγούμενο αυταρχικό καθεστώς.

Η σημαία της αποδέσμευσης από τη συμφωνία των Βερσαλλιών, η οποία προβλέπει εδαφικές παραχωρήσεις στη Γαλλία, στο Βέλγιο και στην Πολωνία, διοίκηση εδαφών από τους νικητές, αποστρατικοποίηση περιοχών, κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, μείωση των επαγγελματιών στρατιωτών, απαγόρευση οπλικών συστημάτων, είναι σηκωμένη ψηλά.


Τα Γεγονότα

Είναι απόγευµα της 9ης Νοεµβρίου 1918. Στο Ράιχσταγκ του Βερολίνου συνεδριάζειη ηγεσία των σοσιαλδηµακρατών, του µεγαλύτερου τότε κόµµατος της Γερµανίας υπό τον Φρίντριχ Εµπερτ (σαγµατοποιό) και τον Φίλιπ Σάιντεµαν. Είναι βέβαιο πως δεν ξέρουν τι να κάνουν. Η Γερµανία βγήκε ηττηµένη από τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, ο πρίγκιπας Μαξ της Βάδης, καγκελάριος, έχει παραιτηθεί, ο Κάιζερ έχει εκθρονιστεί και η χώρα κινδυνεύει να βυθιστεί στο χάος.

Λίγα τετράγωνα παρακάτω, κοντά στην Unter den Linden, οι Σπαρτακιστές, µε επικεφαλής τη Ρόζα Λούξενµπουργκ και τον Καρλ Λίµπκνεχτ, ετοιµάζονται να κηρύξουν τη Γερµανική σοβιετική δηµοκρατία. Ξαφνικά ο Σάιντεµαν συλλαµβάνει την «ιδέα»: χωρίς να συµβουλευτεί κανέναν πηγαίνει σε ένα παράθυρο, το οποίο βλέπει στην Koenigsplatz και από εκεί, µπροστά στους χιλιάδες συγκεντρωµένους στην πλατεία, ανακηρύσσει την ίδρυση της ∆ηµοκρατίας που γνωρίζουµε µε την ονοµασία ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης, αφού στο θέατρο της Βαϊµάρης στις 31 Ιουλίου της επόµενης χρονιάς ψηφίστηκε µε µεγάλη πλειοψηφία από την εθνοσυνέλευση το σύνταγµά της.

Αν λοιπόν η δηµοκρατία αυτή ανακηρύχθηκε «κατά σύµπτωση», όπως γράφει ο Γουίλιαµ Σίρερ στο κλασικό πλέον έργο του Η άνοδος και η πτώση του Γ’ Ράιχ, ήταν επόµενο να περάσει από µεγάλες περιπέτειες. Να είναι δηλαδή «ανάπηρη», όπως τη χαρακτηρίζει ο γνωστός ιστορικός Χάινριχ Α. Βίνκλερ στο magnum opus του Der lange Weg nach Westen (Ο µακρύς δρόµος προς τη ∆ύση).

Η ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης αναδύθηκε µέσα από τις στάχτες ενός µεγάλου πολέµου και διήρκησε δεκαπέντε χρόνια, ως το 1933 που καταλύθηκε µε την ανάδειξη του Χίτλερ σε καγκελάριο. Είχε να αντιµετωπίσει τις αντιφάσεις µιας χώρας που περνούσε από τη µοναρχία στη δηµοκρατία απροετοίµαστη, ηττηµένη και διηρηµένη. 

Οι δύο αρχηγοί του στρατού, ο Χίντεµπουργκ και ο Λούντεντορφ, έριξαν στην πλάτη των σοσιαλδηµοκρατών την ευθύνη για την υπογραφή της ταπεινωτικής για τη Γερµανία Συνθήκης των Βερσαλλιών, και κατά συνέπεια – έστω και µεταφορικά – την ευθύνη για την ήττα, «παραχωρώντας» τους µια εξουσία που τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ασκήσουν.

 
Αυτό η χώρα θα το πλήρωνε σε πολλα επίπεδα στα χρόνια της ειρήνης που ακολούθησαν: µε την έκρηξη του πληθωρσµού το 1922, που τα επόµενα δύο χρόνια είχε γίνει ανεξέλεγκτος, την κατάληψη από τη Γαλλία της περιοχής του Ρουρ το 1923, την εµφάνιση αποσχιστικών τάσεων στη Βαυαρία και την ανοιχτή σύγκρουση µε το ισχυρότατο κοµµουνιστικό κόµµα. Το µείγµα παρέµενε εκρηκτικό για χρόνια, µε τις κυβερνήσεις να διαδέχονται η µία την άλλη, ως το 1929 που η Γερµανία σαρώθηκε από το οικονοµικό κραχ. Τη χρονιά εκείνη οι άνεργοι έφθασαν τα 3.000.000 και τρία χρόνια αργότερα ο αριθµός τους είχε υπερδιπλασιαστεί.

Τα στοιχεία αυτά ίσως αρκούν για να καταλάβει κανείς πώς το εθνικοσιαλιστικό κόµµα, από το 2,6% που είχε λάβει στις βουλευτικές εκλογές της 20ής Μαΐου 1928, έγινε πρώτο κόµµα τρία χρόνια αργότερα, στις 5 Μαρτίου, λαµβάνοντας το 43,9% των ψήφων. Από εκεί και πέρα τα πράγµατα ακολούθησαν τη µοιραία πορεία τους, όχι µόνο για τη Γερµανία, αλλά για ολόκληρο τον κόσµο.

Εκ των υστέρων συµπεραίνει κανείς πως είναι εντυπωσιακό και µόνο το ότι αυτή η «ανάπηρη» δηµοκρατία κατάφερε να επιβιώσει επί δεκαπέντε χρόνια αντιµετωπίζοντας τους εθνικοσοσιαλιστές, τους συντηρητικούς εθνικιστές, τους κοµµουνιστές και τις απανωτές επεµβάσεις των νικητών του πολέµου. Και µάλιστα, παρά τις τόσες κρίσεις, οι τέχνες και ο πολιτισµός να γνωρίσουν στη χώρα του Γκαίτε πρωτοφανή άνθηση.

Τι είναι ο Εθνικοσοσιαλισμός Σύμφωνα με τον Λέων Τρότσκι

Άνθρωποι με απλοϊκή σκέψη πιστεύουν ότι η βασιλική ιδιότητα βρίσκεται στο πρόσωπο του βασιλιά, στο μανδύα του από ερμίνα και στο στέμμα του, στη σάρκα του και στο αίμα του. Στην πραγματικότητα, αυτή η βασιλική ιδιότητα είναι μια σχέση μεταξύ προσώπων. Ο βασιλιάς είναι βασιλιάς γιατί στο πρόσωπό του διαθλώνται τα συμφέροντα και οι προλήψεις εκατομμυρίων ανθρώπων. Όταν οι σχέσεις αυτές απορριφθούν από το ρεύμα της εξέλιξης, ο βασιλιάς γίνεται ένας κοινός άνθρωπος με κρεμασμένο χείλος. Σχετικά μ΄ αυτό το ζήτημα θα μπορούσαν να ρωτήσουν για τις εντυπώσεις του εκείνον που λεγόταν άλλοτε Αλφόνσος 13ος.

Από τον ελέω Θεού αρχηγό διακρίνεται ο ελέω λαού γιατί αυτός είναι αναγκασμένος, αν όχι ν΄ ανοίξει ο ίδιος το δρόμο του, τουλάχιστον να βοηθήσει τις περιστάσεις να του τον ανοίξουν. Μα παρ΄ όλα αυτά ο αρχηγός παραμένει μια σχέση μεταξύ προσώπων, μια ατομική προσφορά σε μια ομαδική ζήτηση. Οι συζητήσεις για την προσωπικότητα του Χίτλερ είναι ζωηρότερες όσο πιο πολύ αναζητούν το μυστικό της νίκης του μέσα στον ίδιο. Θα ήταν ωστόσο δύσκολο να βρεθεί μια άλλη πολιτική φιγούρα που να είναι στον ίδιο βαθμό ο κόμβος απρόσωπων ιστορικών δυνάμεων.

 
Κάθε μανιασμένος μικροαστός δεν θα μπορούσε να γίνει Χίτλερ, αλλά ένα κομματάκι Χίτλερ υπάρχει μέσα σε κάθε μανιασμένο μικροαστό. Η γοργή ανάπτυξη του γερμανικού καπιταλισμού προπολεμικά δεν σήμαινε καθόλου την απλή καταστροφή των μεσαίων τάξεων. Καταστρέφοντας μερικά στρώματα της μικρομπουρζουαζίας αυτός ο καπιταλισμός δημιουργούσε άλλα: βιοτέχνες και μικρομαγαζάτορες γύρω από τα εργοστάσια, τεχνικούς και υπαλλήλους μέσα στα εργοστάσια. 

Αλλά διατηρούμενες και αυξανόμενες αριθμητικά – η παλιά και η νέα μικρομπουρζουαζία αντιπροσωπεύει κάτι παραπάνω από το μισό του γερμανικού λαού – οι ενδιάμεσες τάξεις έχαναν και το τελευταίο ίχνος ανεξαρτησίας τους, ζούσανε στην περιφέρεια της μεγάλης βιομηχανίας και του τραπεζικού συστήματος, τρέφονταν από τα ψίχουλα του τραπεζιού των μονοπωλιακών τραστ και των καρτέλ και από την πνευματική ελεημοσύνη των εξ επαγγέλματος θεωρητικών και πολιτικών τους.

Στο δρόμο του Γερμανικού ιμπεριαλισμού η ήττα όρθωσε έναν τοίχο. Η εξωτερική δυναμική μετασχηματίστηκε σε εσωτερική δυναμική. Ο πόλεμος μετατράπηκε σε επανάσταση. Η σοσιαλδημοκρατία που βοήθησε τον Χοεντζόλερν να κάνει τον πόλεμο ως το τραγικό τέλος του, δεν άφησε το προλεταριάτο να ολοκληρώσει την επανάστασή του. Δεκατέσσερα χρόνια χρησιμοποιήθηκαν από την δημοκρατία της Βαϊμάρης για να ζητά συγγνώμη που υπάρχει η ίδια. 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα καλούσε τους εργάτες σε μια νέα επανάσταση, αλλά αποδεικνύονταν ανίκανο να την κατευθύνει. Το γερμανικό προλεταριάτο περνούσε από τις ανόδους και τις καθόδους του πολέμου, της επανάστασης, του κοινοβουλευτισμού και του ψευτομπολσεβικισμού. Τον ίδιο καιρό που τα παλιά αστικά κόμματα, εξαντλούνταν κατά βάθος, η δυναμική ισχύς της εργατικής τάξης βρισκόταν υποσκαμένη.

Το χάος του μεταπολέμου έπληξε τους βιοτέχνες, τους εμπόρους και τους υπαλλήλους όχι λιγότερο σκληρά από τους εργάτες. Η αγροτική κρίση χαντάκωνε τους χωρικούς. Ο μαρασμός των μεσαίων τάξεων δεν σήμαινε την προλεταριοποίησή τους αφού το ίδιο το προλεταριάτο τροφοδοτούσε μια γιγάντια στρατιά από μόνιμα ανέργους. Η πτώχευση της μικρομπουρζουαζίας που δύσκολα καμουφλάρονταν με τις γραβάτες και τις κάλτσες από φυτικό μετάξι, ροκάνιζε όλες τις καθιερωμένες πεποιθήσεις και πριν απ΄ όλα το δόγμα του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού.

 
Ο μεγάλος αριθμός των κομμάτων, ο ψυχρός πυρετός των εκλογών, η αδιάκοπη διαδοχή των κυβερνήσεων, περιπλέκανε την πολιτική κρίση σ΄ ένα καλειδοσκόπιο στείρων πολιτικών συνδυασμών. Μέσα στην ατμόσφαιρα την υπερθερμασμένη από τον πόλεμο, την ήττα, τις επανορθώσεις, τον πληθωρισμό, την κατοχή του Ρουρ, την κρίση, την εξαθλίωση και την απελπισία, η μικρομπουρζουαζία ορθώθηκε ενάντια σ΄ όλα τα παλιά κόμματα που την είχαν εξαπατήσει. Τα έντονα παράπονα των βουτηγμένων στη χρεοκοπία μικροϊδιοκτητών, των γιων τους πανεπιστημιακών αποφοίτων χωρίς απασχόληση και πελάτες, των άπροικων και ανύπαντρων θυγατέρων τους, απαιτούσανε τάξη και σιδερένια πυγμή.

Η σημαία του εθνικοσοσιαλισμού υψώθηκε από ανθρώπους που προέρχονταν από την κατώτερη και μέση διοίκηση του παλιού στρατού. Φορτωμένοι παράσημα, οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί δεν μπορούσαν να ανεχθούν ότι ο ηρωισμός τους και οι ταλαιπωρίες τους όχι μόνο πήγανε χαμένες για την πατρίδα, αλλά ούτε καν τους έδιναν ειδικά δικαιώματα στην ευγνωμοσύνη. Από εδώ γεννιόταν το μίσος τους για την επανάσταση και το προλεταριάτο. 

Αλλά και δεν δέχονταν να βολευτούν από τους τραπεζίτες, τους βιομήχανους, τους υπουργούς, στις μέτριες θέσεις του λογιστή, του μηχανικού, του ταχυδρομικού και του εκπαιδευτικού. Από εδώ ξεπηδούσε ο σοσιαλισμός τους. Πάνω στον Ιζέρ και κάτω από το Βερντέν είχαν μάθει να θυσιάζονται, να θυσιάζουν άλλους και να μιλάνε μια γλώσσα διαταγών που επιβαλλόταν στους μικροαστούς των μετόπισθεν. Έτσι, αυτοί οι άνθρωποι έγιναν αρχηγοί.

Στην αρχή της πολιτικής καριέρας του ο Χίτλερ ξεχώρισε ίσως μόνο επειδή είχε ισχυρότερο ταμπεραμέντο, δυνατότερη φωνή, βεβαιότερη για τον εαυτό της διανοητική μετριότητα. Δεν πρόσφερε στο κίνημα κανένα άλλο πρόγραμμα εκτός από τη δίψα της εκδίκησης ενός προσβεβλημένου στρατιώτη. 

Ο Χίτλερ άρχισε με παράπονα και κατηγορίες ενάντια στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, στην ακρίβεια της ζωής, στην έλλειψη σεβασμού στους γενναίους υπαξιωματικούς, στις μηχανορραφίες των δημοσιογράφων και των τραπεζιτών της θρησκείας του Μωϋσή. Στη χώρα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι κατεστραμμένοι, ναυαγισμένοι, με ουλές, με πρόσφατες εκχυμώσεις. Καθένας τους ήθελε να χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι.


Ο Χίτλερ ήξερε να το κάνει καλύτερα από τους άλλους. Είναι αλήθεια πως δεν ήξερε πως θα θεραπεύσει το κακό. Αλλά οι διαθέσεις αντηχούσαν άλλοτε σαν διαταγή κι άλλοτε σαν προσευχή που απευθυνόταν στη σκληρή μοίρα. Όπως οι απελπισμένοι ασθενείς, οι καταδικασμένες τάξεις δεν κουράζονται να παραλλάζουν τους στεναγμούς τους, ούτε να ακούνε συμβουλές. Ολοι οι λόγοι του Χίτλερ είναι οικοδομημένοι σ΄ αυτό τον τόνο. Ο άμορφος αισθηματισμός, η έλλειψη μιας πειθαρχίας της σκέψης, η άγνοια συνδυασμένη με παρδαλόχρωμα διαβάσματα, όλα αυτά τα πλην μετασχηματίζονταν σε συν. 

Έδιναν στο Χίτλερ τη δυνατότητα να ενώσει στο δισάκι του ζητιάνου του εθνικοσοσιαλισμού όλα τα είδη της δυσαρέσκειας και να οδηγήσει τη μάζα εκεί όπου αυτή τον ωθούσε. Από τους αρχικούς αυτοσχεδιασμούς δεν έμεινε στη μνήμη του δημεγέρτη παρά ότι συναντούσε την επιδοκιμασία. Οι πολιτικές του σκέψεις υπήρξαν ο καρπός της ρητορικής ακουστικής. Έτσι πραγματοποιήθηκε η εκλογή των συνθημάτων. Έτσι συσσωρεύτηκε το πρόγραμμα. Έτσι από την ακατέργαστη ύλη σχηματίστηκε ο “αρχηγός”.

Από την αρχή ο Μουσολίνι ήξερε να εκτιμά την κοινωνική ύλη συνειδητότερα από το Χίτλερ, στον οποίο ο αστυνομικός μυστικισμός ενός Μέττερνιχ ταίριαζε περισσότερο από την πολιτική άλγεβρα ενός Μακιαβέλι. Από πνευματική άποψη ο Μουσολίνι είναι πιο θαρραλέος και πιο κυνικός από το Χίτλερ. Φτάνει να σημειώσουμε εδώ ότι ο άθεος της Ρώμης χρησιμοποιεί την Εκκλησία όπως την Αστυνομία ή τη Δικαιοσύνη, ενώ ο συνέταιρός του του Βερολίνου πιστεύει πραγματικά στο αλάθητο της ρωμαϊκής Εκκλησίας. 

Την εποχή όπου ο μελλοντικός Ιταλός δικτάτορας θεωρούσε ακόμα το Μαρξ σαν “αθάνατο δάσκαλο για όλους μας”, υπεράσπιζε, όχι άτεχνα, τη θεωρία που στη σύγχρονη κοινωνία παρατηρεί πριν απ΄ όλα τη σχέση των δύο βασικών δυνάμεων: της μπουρζουαζίας και του προλεταριάτου. Είναι αλήθεια – έγραφε ο Μουσολίνι στα 1914 – ότι ανάμεσα σ΄ αυτές τις δυνάμεις υπάρχουν πολυάριθμα ενδιάμεσα στρώματα που σχηματίζουν “ένα είδος συνεκτικού ιστού της ανθρώπινης κοινότητας”, αλλά“στις περιόδους κρίσης, οι μεσαίες τάξεις προσελκύονται, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις ιδεολογίες τους, από τη μια ή την άλλη από τις βασικές τάξεις”.

Πολύ σημαντική γενίκευση. Όπως η επιστημονική ιατρική παρέχει τη δυνατότητα όχι μόνο θεραπείας των ασθενών, αλλά επίσης και αποστολής τους, από το συντομότερο δρόμο στον άλλο κόσμο, το ίδιο η ανάλυση των σχέσεων των τάξεων, προορισμένη από τον εφευρέτη της για την κινητοποίηση του προλεταριάτου, έδωσε στο Μουσολίνι, όταν πέρασε στο αντίθετο στρατόπεδο, τη δυνατότητα να κινητοποιήσει τις μεσαίες τάξεις ενάντια στο προλεταριάτο. Ο Χίτλερ συμπλήρωσε αυτή τη δουλειά μεταφράζοντας την ιδεολογία του φασισμού στη γλώσσα του Γερμανικού μυστικισμού.


Οι πυρές που καίνε την ανίερη φιλολογία του μαρξισμού φωτίζουν ζωηρά την ταξική φύση του εθνικοσοσιαλισμού. Όσο οι νάτσηδες δρούσαν σαν κόμμα κι όχι σαν κρατική εξουσία, δεν βρίσκανε σχεδόν πέρασμα προς την εργατική τάξη. Από το άλλο μέρος, η μεγαλομπουρζουαζία ακόμα και εκείνη που υποστήριζε με το χρήμα της το Χίτλερ, δεν θεωρούσε αυτό το κόμμα σαν δικό της. 

Η εθνική “αναγέννηση” στηρίχτηκε ολοκληρωτικά στις ενδιάμεσες τάξεις το πιο καθυστερημένο τμήμα του έθνους, το βαρύ φορτίο της ιστορίας. Η πολιτική τέχνη ήταν να συγκολλήσουν τους μικροαστούς με μια κοινή εχθρότητα ενάντια στο προλεταριάτο. Τι έπρεπε να γίνει για να πάνε τα πράγματα καλά; Πριν απ΄ όλα να συντρίψουν αυτούς που ήταν από κάτω. Ανίσχυρη μπροστά στο μεγάλο κεφάλαιο, η μικρομπουρζουαζία ελπίζει με την καταστροφή των εργατών να ξανακερδίσει πάλι μια κοινωνική αξιοπρέπεια.

Οι νάτσηδες χαρακτηρίζουν το πραξικόπημά τους με το σφετερισμένο όνομα της επανάστασης. Ο φασισμός αφήνει το κοινωνικό σύστημα απείραχτο. Αυτό καθαυτό το πραξικόπημα του Χίτλερ δεν έχει ακόμα δικαιώματα, ούτε στο όνομα της αντεπανάστασης. Αλλά δεν μπορούμε να το απομονώσουμε. Είναι το συμπλήρωμα του κύκλου των τρανταγμών που άρχισαν το 1918 στη Γερμανία. Η επανάσταση του Νοέμβρη που έδωσε την εξουσία σ΄ ένα Συμβούλιο εργατών και των στρατιωτών, ήταν προλεταριακή από τη θεμελιώδη τάση της. Αλλά το κόμμα που βρισκόταν επικεφαλής του προλεταριάτου, ξανάδωσε την εξουσία στην μπουρζουαζία. 

Μ΄ αυτή την έννοια η σοσιαλδημοκρατία άνοιξε την εποχή της αντεπανάστασης πριν ακόμα κατορθώσει η επανάσταση να αποτελειώσει την εργασία της. Εντούτοις όσο η μπουρζουαζία εξαρτώνταν ακόμα από τη σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή από τους εργάτες, το καθεστώς διατηρούσε τα στοιχεία ενός συμβιβασμού. Πάντως η διεθνής κατάσταση και η εσωτερική κατάσταση του γερμανικού καπιταλισμού δεν άφηνε περιθώρια για παραχωρήσεις. 

Αν η σοσιαλδημοκρατία έσωσε τη μπουρζουαζία από την προλεταριακή επανάσταση, ο φασισμός ήρθε με τη σειρά του να απελευθερώσει τη μπουρζουαζία από τη σοσιαλδημοκρατία. Το πραξικόπημα του Χίτλερ είναι ο τελικός κρίκος στην αλυσίδα των αντεπαναστατικών μετατοπίσεων.

 
Ο μικροαστός είναι εχθρικός στην ιδέα της εξέλιξης βαδίζει αναπόφευκτα ενάντιά του. Η πρόοδος δεν του έφερε τίποτε άλλο εκτός από χρέη, που δεν μπορεί να τα πληρώσει. Ο εθνικοσοσιαλισμός αποτάσσεται όχι μονάχα το μαρξισμό, αλλά επίσης και το δαρβινισμό. Οι νάτσηδες καταριούνται το ματεριαλισμό γιατί οι νίκες της τεχνικής πάνω στη φύση σημαίνουνε τη νίκη του μεγάλου κεφαλαίου πάνω στο μικρό. Οι αρχηγοί του κινήματος εκκαθαρίζουνε τη διανόηση όχι μόνο γιατί οι ίδιοι διαθέτουν διανοούμενους δεύτερης ή τρίτης σειράς αλλά προπάντων γιατί ο ιστορικός τους ρόλος δεν ανέχεται την καλλιέργεια μιας σκέψης ως το τέλος. 

Ο μικροαστός έχει ανάγκη από μια ανώτερη παρουσία, πάνω από τη φύση και την ιστορία, προστατευμένη ενάντια στο συναγωνισμό, τον πληθωρισμό, την κρίση και τον εκπλειστηριασμό. Στην εξέλιξη, στη ματεριαλιστική αντίληψη και στον ορθολογισμό – στον 20ο, στο 19ο και στο 18ο αιώνα – αντιτάσσεται ο εθνικός ιδεαλισμός σαν πηγή ηρωικής έμπνευσης. Το έθνος του Χίτλερ είναι η μυθολογική σκιά της ίδιας της μικρομπουρζουαζίας, παθητικό παραλήρημα που της δείχνει τη χιλιόχρονη βασιλεία της πάνω στη Γη.

Για να υψώσουν το έθνος πάνω από την ιστορία, του δίνουν το υποστήριγμα της ράτσας. Η ιστορία θεωρείται σαν το απόσταγμα της ράτσας. Οι φυλετικές ιδιότητες δημιουργούνται ανεξάρτητα από τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες. Απορρίπτοντας την οικονομική αντίληψη σαν κατώτερη, ο εθνικοσοσιαλισμός κατεβαίνει έναν όροφο παρακάτω: από τον οικονομικό ματεριαλισμό καταφεύγει στο ζωολογικό ματεριαλισμό. Η θεωρία της ράτσας, σαν να είχε επινοηθεί ειδικά για ένα φαντασμένο αυτοδίδακτο που αναζητεί ένα παγκόσμιο κλειδί για όλα τα μυστήρια της ζωής, φαίνεται προπάντων αξιοθρήνητη στο φως της ιστορίας των ιδεών. 

Για να δημιουργήσει τη θρησκεία του καθαρού γερμανικού αίματος ο Χίτλερ χρειάστηκε να δανειστεί από δεύτερο χέρι τις ρατσιστικές ιδέες ενός Γάλλου διπλωμάτη και ερασιτέχνη συγγραφέα, του κόμητα Γκομπινώ. Την πολιτική μεθοδολογία ο Χίτλερ τη βρήκε ολοέτοιμη στους Ιταλούς – ο Μουσολίνι είχε πλατιά χρησιμοποιήσει τη θεωρία της πάλης των τάξεων του Μαρξ. Ο ίδιος ο μαρξισμός ήταν ο καρπός της ένωσης της γερμανικής φιλοσοφίας, της γαλλικής ιστορίας και της αγγλικής οικονομίας. Ανατρέχοντας στη γενεαλογία των ιδεών, έστω και των πιο αντιδραστικών και των πιο ηλίθιων, δεν βρίσκουμε ίχνος ρατσισμού.

Η τεράστια φτώχεια της εθνικοσοσιαλιστικής φιλοσοφίας δεν εμπόδισε τις πανεπιστημιακές επιστήμες να μπούνε με διάπλατα πανιά μέσα στο αραξοβόλι του Χίτλερ όταν η νίκη του φάνηκε καθαρά. Τα χρόνια του καθεστώτος της Βαϊμάρης υπήρξαν για το μεγάλο τμήμα του καθηγητικού όχλου μια εποχή ταραχής και ανησυχίας. Οι ιστορικοί, οι οικονομολόγοι, οι νομικοί πελαγοδρομούσαν σε εικασίες για να μάθουν ποιο από τα αλληλοσυγκρουόμενα κριτήρια της αλήθειας ήταν το ορθότερο, δηλαδή ποιο στρατόπεδο τελικά θα επικρατούσε.


Η φασιστική δικτατορία παραμέρισε τις αμφιβολίες του Φάουστ και τους δισταγμούς του Αμλετ από την πανεπιστημιακή έδρα. Από το σούρουπο της κοινοβουλευτικής σχετικότητας η επιστήμη πέρασε ξανά στο βασίλειο του απολύτου. Ο Αϊνστάιν υποχρεώθηκε να στήσει το τσαντίρι του έξω από τη Γερμανία. Στον τομέα της πολιτικής ο ρατσισμός είναι μια πομπώδης και αυθάδης παραλλαγή του σωβινισμού συνδυασμένου με φρενολογία. Όπως η καταστραμμένη αριστοκρατία βρίσκει παρηγοριά στην ευγένεια του αίματός της, το ίδιο και η φτωχή μικρομπουρζουαζία μεθάει με τους μύθους για τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα της φυλής της.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ηγέτες του εθνικοσοσιαλισμού δεν είναι γερμανικής καταγωγής αλλά προέρχονται από την Αυστρία όπως ο ίδιος ο Χίτλερ, από τις βαλτικές επαρχίες της παλιάς αυτοκρατορίας των Τσάρων όπως ο Ρόζενμπεργκ, από αποικιακές χώρες, όπως ο Ες, ο αναπληρωτής του Χίτλερ στη διεύθυνση του κόμματος. Χρειάστηκε η βάρβαρη οχλοβοή των εθνικισμών στην περιφέρεια του πολιτισμού για να επιβάλλει στους “αρχηγούς” τις ιδέες που βρήκαν ακόλουθα μια απήχηση στην καρδιά των πιο βάρβαρων τάξεων της Γερμανίας.

Η προσωπικότητα και η τάξη – ο φιλελευθερισμός και ο μαρξισμός – είναι το κακό. Το έθνος είναι το καλό. Μα στο κατώφλι της ιδιοκτησίας αυτή η φιλοσοφία αναποδογυρίζεται. Μόνο στην ατομική ιδιοκτησία βρίσκεται η σωτηρία. Η ιδέα της εθνικής ιδιοκτησίας είναι καρπός του μπολσεβικισμού. Αποθεώνοντας το έθνος ο μικροαστός δεν θέλει να του προσφέρει τίποτα. Αντίθετα, περιμένει από το έθνος να του χορηγήσει ιδιοκτησία και να τον προστατεύσει από τον εργάτη και το δικαστικό κλητήρα. 

Δυστυχώς το 3ο Ράϊχ δεν θα δώσει τίποτα στους μικροαστούς εκτός από νέους φόρους. Στον τομέα της σύγχρονης οικονομίας, διεθνούς από τους δεσμούς της, απρόσωπης από τις μεθόδους της, η αρχή της φυλής φαίνεται να βγαίνει από ένα κοιμητήριο του Μεσαίωνα. Η καθαρότητα της ράτσας που, στο βασίλειο του πνεύματος, διαβεβαιώνεται με το διαβατήριο, πρέπει να διαπιστωθεί, κυρίως στον τομέα της οικονομίας, με την αποδοτικότητα. Στις σύγχρονες συνθήκες αυτό σημαίνει: την ικανότητα του συναγωνισμού. Από την πίσω πόρτα ο ρατσισμός ξαναγυρίζει στον οικονομικό φιλελευθερισμό απαλλαγμένο από τις προλεταριακές ελευθερίες.

Στην πράξη ο εθνικισμός στην οικονομία περιορίζεται σε εκρήξεις αντισημιτισμού, αδύναμες παρ΄ όλη την κτηνωδία τους. Από το σύγχρονο οικονομικό σύστημα οι νάτσηδες παραμερίζουν το τοκογλυφικό και το τραπεζικό κεφάλαιο σαν να ήταν ο σατανάς. Ε, λοιπόν, είναι ακριβώς σ΄ αυτή τη σφαίρα που η ισραηλιτική μπουρζουαζία κατέχει μια μεγάλη θέση. Ενώ υποκλίνονται μπροστά στο κεφάλαιο στο σύνολό του, οι μικροαστοί κηρύττουν τον πόλεμο ενάντια στο κακό πνεύμα της συσσώρευσης κάτω από το σχήμα ενός Πολωνοεβραίου με μακρύ καφτάνι που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει ούτε πεντάρα στην τσέπη του. Το πογκρόμ γίνεται η μεγαλύτερη απόδειξη της ανωτερότητας της ράτσας.


Το πρόγραμμα με το οποίο ο εθνικοσοσιαλισμός ανέβηκε στην εξουσία – αλίμονο! – θυμίζει πολύ τα μεγάλα εβραϊκά μαγαζιά σε μια απόμακρη επαρχία. Και τι δεν βρίσκει κανείς εκεί; – σε χαμηλή τιμή και σε ακόμη χαμηλότερη ποιότητα: την ανάμνηση των ευτυχισμένων χρόνων του ελεύθερου συναγωνισμού και την αόριστη λαχτάρα της σταθερότητας μιας κοινωνίας αποτελούμενης από κάστες, τις ελπίδες σε μια αναγέννηση της αποικιακής αυτοκρατορίας και τα όνειρα μιας κλειστής οικονομίας. 

Τις φράσεις για την επιστροφή από το ρωμαϊκό δίκαιο στο παλιό γερμανικό δίκαιο και τα διαβήματα στις ΗΠΑ σχετικά με το χρεοστάσιο, τη ζηλόφθονη εχθρότητα απέναντι σε μια ανισότητα που παίρνει τη μορφή μιας βίλας κι ενός αυτοκινήτου και το ζωώδη φόβο από την ισότητα που παίρνει τη μορφή ενός εργάτη με τραγιάσκα και χωρίς κολάρο, η λύσσα του εθνικισμού και ο φόβος μπροστά στον παγκόσμιο πιστωτή… όλα τα απορρίμματα της διεθνούς πολιτικής σκέψης χρησιμεύσανε για να γεμίσουν τον πνευματικό θησαυρό του νέου γερμανικού μεσσιανισμού.

Ο φασισμός ανέβασε στην πολιτική το βούρκο της κοινωνίας. Οχι μόνο στα σπίτια των χωρικών αλλά και στους ουρανοξύστες των πόλεων, πλάι στον εικοστό αιώνα, ζουν ακόμα σήμερα ο δέκατος και δέκατος τρίτος αιώνας. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν το ηλεκτρικό ρεύμα χωρίς να παύουν να πιστεύουν στη μαγική δύναμη των χειρονομιών και των εξορκισμών. Ο Πάπας της Ρώμης διαδίδει με το ραδιόφωνο το θαύμα της μεταμόρφωσης του νερού σε κρασί. Οι κινηματογραφικοί αστέρες καταφεύγουν στις μάγισσες. 

Οι αεροπόροι, που διευθύνουν τους θαυμαστούς μηχανισμούς τους δημιουργημένους από τη μεγαλοφυΐα του ανθρώπου, φέρνουν φυλαχτά πάνω στα σουέτερ τους. Τι ανεξάντλητα αποθέματα σκοταδισμού, άγνοιας και αγριότητας! Η απελπισία τα ξεσήκωσε, ο φασισμός τους έδωσε μια σημαία. Κάθε τι που μέσα στην κανονική ανάπτυξη της κοινωνίας θα απορρίπτονταν από τον εθνικό οργανισμό σαν έκκριμα του πολιτισμού, ξεπετιέται τώρα από το λαρύγγι: ο καπιταλιστικός πολιτισμός ξερνά μια βαρβαρότητα που δεν χωνεύτηκε, αυτή είναι η φυσιολογία του εθνικοσοσιαλισμού.

Ο γερμανικός φασισμός, όπως και ο ιταλικός, ανέβηκε στην εξουσία πατώντας στη ράχη της μικρομπουρζουαζίας που τη μεταμόρφωσε σε κριό ενάντια στις οργανώσεις της εργατικής τάξης και τις οργανώσεις της δημοκρατίας. Αλλά ο φασισμός στην εξουσία είναι λιγότερο από κάθε τι άλλο κυβέρνηση της μικρομπουρζουαζίας. Αντίθετα είναι η δικτατορία η πιο αλύπητη του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ο Μουσολίνι έχει δίκοιο: οι μεσαίες τάξεις είναι ανίκανες για μια ανεξάρτητη πολιτική. Στις περιόδους της μεγάλης κρίσης καλούνται να φέρουν μέχρι παραλογισμού την πολιτική μιας από τις δύο βασικές τάξεις.

 
Ο φασισμός πέτυχε να τις βάλει στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Συνθήματα όπως η κρατικοποίηση του τραστ και η κατάργηση των άνομων ωφελημάτων πετάχτηκαν στο καλάθι των αχρήστων από τότε που ανέβηκε στην εξουσία. Αντίθετα ο ιδιομορφισμός των γερμανικών “περιοχών” που στηρίζονταν στις ιδιομορφίες της μικρομπουρζουαζίας άφησε θέση στον καπιταλιστικό και αστυνομικό συγκεντρωτισμό. Κάθε επιτυχία της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής του εθνικοσοσιαλισμού σημαίνει αναπόφευκτα τη συντριβή του μικρού κεφαλαίου από το μεγάλο.

Το πρόγραμμα των μικροαστικών αυταπατών δεν έχει καταργηθεί. Αποσπάται απλώς από την πραγματικότητα και διαλύεται μέσα σε τελετουργικές πράξεις. Η ενοποίηση όλων των τάξεων περιορίζεται στο μισοσυμβολισμό της υποχρεωτικής υπηρεσίας εργασίας και τη δήμευση “υπέρ του λαού” της εργατικής γιορτής της Πρωτομαγιάς. Η διατήρηση του γοτθικού αλφαβήτου ενάντια στο λατινικό αλφάβητο αποτελεί μια συμβολική ρεβάνς ενάντια στο ρεύμα της παγκόσμιας αγοράς. Η εξάρτηση από τους διεθνείς, μαζί και τους Εβραίους, τραπεζίτες δεν περιορίστηκε ούτε κατά ένα γιώτα. 

Αντίθετα, απαγορεύτηκε η σφαγή των ζώων σύμφωνα με τη ρήση του Ταλμούδ. Αν ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, οι δρόμοι του 3ου Ράϊχ είναι στρωμένοι με σύμβολα. Ταπεινώνοντας το πρόγραμμα των μικροαστικών αυταπατών σε καθαρά γραφειοκρατικές μασκαράτες, ο εθνικοσοσιαλισμός ορθώνεται πάνω από το έθνος σαν η χειρότερη μορφή του ιμπεριαλισμού.

Είναι απολύτως μάταιη η ελπίδα ότι η κυβέρνηση του Χίτλερ θα μπορούσε να πέσει σήμερα ή αύριο, θύμα της δικής της εσωτερικής ασυνέπειας. Ένα πρόγραμμα ήταν αναγκαίο στους νάτσηδες για να φτάσουνε στην εξουσία, αλλά η εξουσία δεν χρησιμεύει καθόλου στο Χίτλερ για να πραγματοποιήσει αυτό το πρόγραμμα. Το καθήκον του έχει υπαγορευθεί από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. 

Η αναγκαστική συγκέντρωση όλων των πόρων και όλων των μέσων του λαού σύμφωνα με τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού, που είναι η πραγματική ιστορική αποστολή της φασιστικής δικτατορίας, σημαίνει την προετοιμασία του πολέμου, αυτό το καθήκον με τη σειρά του δεν ανέχεται καμιά εσωτερική αντίδραση και οδηγεί στην κατοπινή μηχανική συγκέντρωση της εξουσίας. Δεν είναι δυνατόν ούτε να μεταρρυθμιστεί ούτε να παραιτηθεί ο φασισμός. Μπορεί μόνο να ανατραπεί.


Η πολιτική τροχιά του εθνικοσοσιαλισμού θα καταλήξει σ΄ αυτό το δίλημμα:
''Πόλεμος ή Επανάσταση.''

Το Τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου

«Ο πόλεμος αυτός έγινε για να ξαναμοιραστεί όλος ο κόσμος. Ο πόλεμος αυτός έγινε για να ορισθεί ποια από τις μηδαμινές σε αριθμό ομάδες των μεγάλων κρατών - η Αγγλική ή η Γερμανική -θα αποκτήσει τη δυνατότητα και το δικαίωμα,της καταδυνάστευσης και της εκμετάλλευσης όλης της Γης... Ο πόλεμος έλυσε το ζήτημα αυτό υπέρ της Αγγλικής ομάδας. Και το αποτέλεσμα του πολέμου αυτού ήταν να έχουμε ασύγκριτα μεγαλύτερη όξυνση όλων των καπιταλιστικών αντιθέσεων».

Στις 11 Νοέμβρη του 1918 υπογράφηκε στην Κομπιένη, ανάμεσα στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ και στη Γερμανία, ανακωχή με την οποία έμπαινε ουσιαστικά τέλος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι όροι της ανακωχής προέβλεπαν πως μέσα σε 15 ημέρες η Γερμανία όφειλε να παραδώσει τα εδάφη που είχε υπό την κατοχή της στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο, να αδειάσει την Αλσατία και τη Λωραίνη, να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Αυστροουγγαρία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. 

Ακόμη, τα Γερμανικά στρατεύματα θα άδειαζαν το έδαφος στο μάκρος της αριστερής όχθης του Ρήνου και τις ζώνες μπροστά από τις γέφυρες στη δεξιά όχθη και θα τις καταλάμβαναν στρατεύματα της ΑΝΤΑΝΤ, τα οποία θα συντηρούσε η Γερμανία. Τέλος, η Γερμανία θα παρέδιδε στους αντιπάλους της 5 χιλιάδες πυροβόλα, 30 χιλιάδες πολυβόλα, 2 χιλιάδες αεροπλάνα, 3 χιλιάδες ολμοβόλα, ο στόλος της θα παροπλιζόταν και θα περιοριζόταν, ο αποκλεισμός της θα συνεχιζόταν και οι πολεμικές επιχειρήσεις θα σταματούσαν έξι ώρες μετά την υπογραφή της ανακωχής. 

Στο επιχείρημα των Γερμανών ότι ο στρατός τους έπρεπε να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερα όπλα για τον αγώνα εναντίον του κινδύνου από τους μπολσεβίκους, οι σύμμαχοι της ΑΝΤΑΝΤ έδειξαν κατανόηση και περιόρισαν τις απαιτήσεις τους όσον αφορά την παράδοση γερμανικού οπλισμού. Ακόμη στους όρους της ανακωχής συμπεριέλαβαν και σημεία που στρέφονταν ευθέως εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας. Το άρθρο 12, για παράδειγμα, προέβλεπε πως τα Γερμανικά στρατεύματα θα εγκαταλείψουν το Ρωσικό έδαφος τη στιγμή που οι σύμμαχοι της ΑΝΤΑΝΤ «θα κρίνουν πως έφτασε γι' αυτό η στιγμή, αφού πάρουν υπόψη τους την εσωτερική κατάσταση στα εδάφη αυτά».


Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος με Αριθμούς

Από το φθινόπωρο του '17 είχε φανεί πως ο πόλεμος όδευε ταχύτατα προς το τέλος του. Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων που προκάλεσε σ' όλο το μήκος και το πλάτος του καπιταλιστικού κόσμου πυροδότησε τις επαναστατικές διαθέσεις των μαζών. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η έξοδος της Ρωσίας από τα πεδία των μαχών δεν ήταν μόνο μια αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων, αλλά και μια σαφής προειδοποίηση προς τους ιμπεριαλιστές -και στα δύο στρατόπεδα- για την επερχόμενη επαναστατική θύελλα. 

Η επανάσταση χτυπούσε την πόρτα σε κάθε γωνιά της Ευρώπης ως η εναλλακτική λύση στον πόλεμο. Σε λίγο, αν δε βρισκόταν τρόπος να σταματήσει η σφαγή, οι πεινασμένοι και λεηλατημένοι λαοί θα έπαιρναν το λόγο...

Στη Γερμανία, όπου ο τιμάριθμος κόστους ζωής στα 1913 ήταν 130 μονάδες, το 1918 έφτασε στις 407, ενώ ο δείκτης του γενικού μισθού εργασίας σε χρήμα, από τις 132 μονάδες που ήταν το 1914 ανέβηκε μόνο στις 292 μονάδες το 1918. Ανάλογη ήταν η κατάσταση στη Γαλλία, όπου ο δείκτης μισθού στη βιομηχανία και στην αγροτική οικονομία από τις 117 μονάδες που ήταν το 1914 ανέβηκε στις 219 το 1918, ενώ για την ίδια περίοδο ο τιμάριθμος από τις 111 μονάδες σκαρφάλωσε στις 264.

Στην Αγγλία ο ονομαστικός μισθός από τον Ιούλη του 1914 ως τον Ιούλη του 1918 αυξήθηκε κατά 52-70%, ενώ η αύξηση στις τιμές των ειδών κατανάλωσης έφτανε τα 110-114%. Η κατάσταση αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστες ούτε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, παρόλο που μπήκαν πολύ αργά στον πόλεμο (6 Απρίλη 1917) και κέρδισαν όσο κανείς άλλος, παρόλο που δεν υπέφεραν γιατί δεν είχαν πολεμικές αναμετρήσεις στο έδαφός τους. Ο ονομαστικός εργατικός μισθός στις ΗΠΑ αυξήθηκε μόνο κατά 33% στο διάστημα 1913-1917 τη στιγμή που η αντίστοιχη αύξηση του ψωμιού έφτασε τα 75% και των ειδών ιματισμού τα 149%.

Δε χωράει αμφιβολία πως ο πόλεμος είχε οδηγήσει εκατομμύρια εργαζομένων σε όλο τον πλανήτη στην καταστροφή και στην εξαθλίωση. Το ίδιο αναμφισβήτητο είναι, όμως, πως είχε αποφέρει τεράστια πλούτη στην τάξη των κεφαλαιοκρατών. Τα κέρδη των Αγγλικών μονοπωλίων, για παράδειγμα, στη διάρκεια του πολέμου είχαν αυξηθεί κατά 4 δισεκατομμύρια λίρες στερλίνες, ενώ τα κέρδη των Αμερικανών κεφαλαιοκρατών, στα 1916-1918 ήταν κατά μέσο όρο 4,8 δισεκατομμύρια δολάρια μεγαλύτερα απ' ό,τι στα τρία τελευταία χρόνια πριν την κήρυξη του πολέμου.

 
Είχε απόλυτο δίκιο, επομένως, η Ρόζα Λούξεμπουργκ όταν μέσα στη φωτιά του πολέμου φώναζε:

«Οι μετοχές ανεβαίνουν και οι προλετάριοι πέφτουν, και μαζί με καθέναν από αυτούς είναι ένας μελλοντικός αγωνιστής, ένας στρατιώτης της επανάστασης που κατεβαίνει στον τάφο. Αυτή η τρέλα, αυτή η ματωμένη κόλαση, θα πάψει να υπάρχει, από τη μέρα που οι εργάτες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας θα βγουν επιτέλους από τη μέθη όπου σήμερα είναι βουτηγμένοι, θα τείνουν αδελφικά το χέρι, σκεπάζοντας ταυτόχρονα την κτηνώδικη κραυγή των θηρίων του ιμπεριαλιστικού πολέμου με την παλιά και δυνατή φωνή του πολέμου της εργασίας: προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!».

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στοίχισε τεράστιες καταστροφές στην ανθρωπότητα. Στη δίνη του συμπαρέσυρε 38 χώρες με συνολικό πληθυσμό, περίπου, 1,5 δισεκατομμύριο κατοίκους. Οι άνθρωποι που επιστρατεύτηκαν έφτασαν τα 74 εκατομμύρια. Από αυτούς, 10 εκατομμύρια ήταν οι νεκροί και 20 εκατομμύρια οι τραυματίες. Αναλυτικότερα η Ρωσία είχε 2 εκατομμύρια 300 χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες στα πεδία των μαχών, η Γερμανία 2 εκατομμύρια νεκρούς, η Αυστροουγγαρία 1 εκατομμύριο 440 χιλιάδες, η Γαλλία 1 εκατομμύριο 383 χιλιάδες, η Αγγλία 747 χιλιάδες, η Ιταλία 700 περίπου, χιλιάδες και οι ΗΠΑ 53 χιλιάδες. 

Οι πολεμικές επιχειρήσεις έγιναν σε έδαφος που η έκτασή του ξεπερνούσε τα 4 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα και οι καθαρά στρατιωτικές δαπάνες των εμπόλεμων κρατών έφτασαν τα 208 δισεκατομμύρια δολάρια. Το μοναδικό θετικό αποτέλεσμα αυτού του πολέμου ήταν, όπως προαναφέραμε, μια κατακόρυφη άνοδος του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος από τα σπλάχνα του οποίου βγήκε, η Σοβιετική Ένωση.

Η Επανάσταση στη Γερμανία στα 1918 και η Αντεπαναστατική Δράση της Σοσιαλδημοκρατίας

Η επανάσταση που ξέσπασε στη Γερμανία στα 1918, ένα χρόνο μετά τη Οκτωβριανή Επανάσταση, είναι αποκαλυπτική για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος, αφού προσέφερε τις πολυτιμότερες υπηρεσίες της στο χτύπημα της επανάστασης, δρώντας ως η κύρια και αποφασιστική αντεπαναστατική πολιτική δύναμη. Το τσάκισμα του εργατικού κινήματος από ένα κόμμα με εργατική βάση, ήταν ο κύριος σκοπός της. 

Η δύναμη που είχε ως αποστολή τη χειραγώγηση και την υποταγή του εργατικού κινήματος στο κεφάλαιο, με κάθε μέσο. Γι' αυτό και έγινε η πολιτική δύναμη του κεφαλαίου, διεθνώς, που ιστορικά μπορεί να καυχιέται ότι ως κυβέρνηση πέρασε τα πιο άγρια αντεργατικά μέτρα σε όφελος των μονοπωλίων. Η δύναμη που συνέβαλε τα μέγιστα στην άνοδο του φασισμού και του ναζισμού.


Στις 3 του Νοέμβρη του 1918 άρχισε η εξέγερση των ναυτών στο Κίελο. Ήταν η αρχή της επανάστασης στη Γερμανία. Μια σειρά από αντικειμενικές συνθήκες εκείνη την περίοδο δημιουργούσαν κατάσταση επαναστατικής κρίσης. Δηλαδή, οι λαϊκές μάζες να μη θέλουν άλλο τη διακυβέρνηση του παλιού καθεστώτος, ενώ ταυτόχρονα αναπτυσσόταν μαζική επαναστατική πάλη από μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων και τμημάτων του στρατού και του ναυτικού. 

Υπήρχαν δηλαδή σημάδια επαναστατικής κρίσης, επαναστατικής κατάστασης. Ήταν προς το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου που αν και συνεχιζόταν ακόμη, η ιμπεριαλιστική Γερμανία ήταν ήδη ηττημένη, μ' όλες τις φρικτές συνέπειες για το λαό της. Η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία ήταν τότε το κοσμοϊστορικό γεγονός που σφράγιζε τις παγκόσμιες εξελίξεις από την πλευρά της πάλης της εργατικής τάξης και των λαών ιδιαίτερα των κρατών που βρίσκονταν σε πόλεμο.

Ολ' αυτά μαζί συνέβαλλαν στο να ωθήσουν τους εργάτες και τους στρατιώτες της Γερμανίας σε επαναστατική δράση. Στην Γερμανία η αστική τάξη, δηλαδή οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων, σχετικά με την εξουσία είχαν έρθει σε συμβιβασμό με τους Γιούνκερ, δηλαδή τους μεγάλους γαιοκτήμονες και μοιράζονταν την εξουσία μαζί τους.

Η 'Όξυνση των Κοινωνικών Αντιθέσεων και το Ξέσπασμα

Το τέλος του πολέμου βρίσκει τη Γερμανία σε κατάσταση όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Δύο εκατομμύρια Γερμανοί είχαν σκοτωθεί στα πεδία των μαχών και μαζί με τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους οι απώλειες έφταναν τα εφτάμισι εκατομμύρια. Η βιομηχανία ήταν κατεστραμμένη, υπήρχε πτώση της αγροτικής παραγωγής, έλλειψη τροφίμων. Ταυτόχρονα, οι αρρώστιες επιδείνωναν την κατάσταση των λαϊκών μαζών μαζί με την πείνα.

Το μεροκάματο, που δεν έφτανε για τη ζωή των εργατικών οικογενειών, σε συνδυασμό με το ελάχιστο βοήθημα στις οικογένειες των στρατιωτών, ανέδειχνε την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων αφού την ίδια στιγμή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες συσσώρευαν τεράστια κέρδη από τον πόλεμο.


Έτσι, στα 1918 ξέσπασαν μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις. Συμμετείχαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια εργάτες. Στην ιστορία της Γερμανίας ήταν άγνωστη μια τόσο μεγάλη έκταση του απεργιακού αγώνα. Αυτή η κατάσταση που μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, με τη Γερμανία ηττημένη, έκαναν τον Λένιν να γράψει τον Οκτώβρη του 1918:

«Η Γερμανική αστική τάξη και η Γερμανική κυβέρνηση που συντρίφτηκαν στον πόλεμο και απειλούνται από ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα από τα μέσα, παραδέρνουν αναζητώντας σωτηρία».

Η αφορμή για το ξέσπασμα επαναστατικών γεγονότων δόθηκε στις 28 του Οκτώβρη 1918 όταν η Γερμανική στρατιωτική διοίκηση διέταξε το στόλο να επιτεθεί στους Άγγλους, τη στιγμή που ο πόλεμος είχε χαθεί για τη Γερμανία, με κίνδυνο να καταστραφεί ο στόλος και κυρίως να χαθούν 80.000 ναύτες, παιδιά του λαού χωρίς λόγο.

Έτσι τα πληρώματα των πλοίων αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενώ μια αντιπροσωπεία τους πήγε στην ανώτατη διοίκηση και δήλωσε πως ο στόλος ήταν έτοιμος να αμυνθεί σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού, αλλά όχι και να προχωρήσει στην άσκοπη καταστροφή του. Η διοίκηση απάντησε με διώξεις των ναυτών. Κι όταν αυτοί αντέδρασαν με διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Κίελο στις 3 του Νοέμβρη, μια ομάδα αξιωματικών άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών σκοτώνοντας 8 και τραυματίζοντας βαριά 29 ναύτες.

Την επομένη στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να πνίξουν την ανυπακοή των ναυτών. Όμως, πέρασαν με το μέρος των εξεγερμένων ναυτών, ενώ συνενώθηκαν μαζί τους και οι εργάτες. Έτσι, στις 4 του Νοέμβρη του 1918 σχηματίστηκε στο Κίελο το σοβιέτ των εργατών και το σοβιέτ των στρατιωτών. Σοβιέτ σχηματίστηκαν, επίσης, στα πλοία στα οποία την επόμενη μέρα υψώθηκαν κόκκινες σημαίες.


Η επαναστατική φλόγα που άναψε στο Κίελο διαδόθηκε σ' όλη τη Γερμανία. Σε πολλές πόλεις γίνονται λαϊκές κινητοποιήσεις και δημιουργούνται σοβιέτ, όργανα του επαναστατικού αγώνα και της νέας εξουσίας που μόλις ξεπροβάλλει. Στη Βαυαρία, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη και αλλού ένας μετά τον άλλον εκθρονίζονται οι τοπικοί άρχοντες του στέμματος. Η Γερμανία εκείνη την εποχή είχε αυτοκράτορα.

Στις 9 του Νοέμβρη 1918, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί εργάτες με κόκκινες σημαίες κινήθηκαν προς το κέντρο του Βερολίνου, διεκδικώντας τερματισμό του πολέμου, να φύγει η μοναρχία, ψωμί, ανθρώπινη ζωή. Δίπλα στους εργάτες βάδιζαν σε μακριές σειρές οι γυναίκες, που ζητούσαν ειρήνη για τους άνδρες τους, τους πατεράδες, τα παιδιά τους. Η διαδήλωση, με την καθοδήγηση της ομάδας «Σπάρτακος» (κομμουνιστική φράξια στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας που προήλθε από διάσπαση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος), πλημμύρισε όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και κινήθηκε προς τους στρατώνες. 

Οι στρατιώτες συναδελφώθηκαν με τους εργάτες. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκαν το παλάτι, η διοίκηση Χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια. Κατά το μεσημέρι το Βερολίνο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών.
 
Προηγουμένως, όμως, γύρω στις 11 π.μ., ο πρωθυπουργός του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξ φον Μπάντεν, ανήγγειλε την παραίτηση από το θρόνο του τελευταίου αυτοκράτορα των Χοεντζόλερν, του κάιζερ Γουλιέλμου II, υπέρ του διαδόχου του.

Ταυτόχρονα, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας για το διορισμό του Εμπερτ, ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στη θέση του πρωθυπουργού. Στις 12 το μεσημέρι ο Εμπερτ ήταν ήδη επικεφαλής της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξ για τις προθέσεις του λέγοντας: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα». Αργότερα στα απομνημονεύματά του ο πρίγκιπας Μαξ δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του: «Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε». 

Ειδικά δε για το διορισμό του Έμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού, ο πρίγκιπας Μαξ δε δίσταζε να δηλώσει: «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Έμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα».


Κάτω από την πίεση των επαναστατημένων λαϊκών δυνάμεων ο άλλος ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Φ. Σάιντεμαν, μιλώντας από ένα παράθυρο του Ράιχσταγκ σε μια τεράστια λαϊκή διαδήλωση, ανακήρυξε την ελεύθερη λαϊκή δημοκρατία της Γερμανίας. Ηθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το μέρος των επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή των ηγετών της ομάδας «Σπάρτακος». Κι είχε προβλέψει σωστά τις επερχόμενες εξελίξεις. 

Την ίδια μέρα από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση από εργάτες και στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη Γερμανία σε «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη «να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από εργάτες και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη χώρα που να μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την ευτυχία και την ένωση του ελεύθερου γερμανικού λαού με τους ταξικούς αδελφούς του όλου του κόσμου». Η κυβέρνηση πλέον έπρεπε να δράσει για την καταστολή της επανάστασης.

Αιτίες

Ο Βίνκλερ υποστηρίζει ότι ο Χίντεμπουργκ δεν ήταν υποχρεωμένος να διορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο. Παρασύρθηκε από τους συμβούλους του και έκανε τον λανθασμένο υπολογισμό ότι ο κίνδυνος μιας δικτατορίας απομακρύνθηκε, αφού έβαλε τον Χίτλερ επικεφαλής μιας κυβέρνησης συντηρητικής μεν, αλλά όπου οι ναζί ήταν μικρή μειοψηφία. Αλλωστε, στις εκλογές του Νοέμβρη 1932 είχαν χάσει 2,5 εκατομμύρια ψήφους και έμπαιναν σε κρίση. Ο Βίνκλερ δίνει δυο εξηγήσεις για την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. 

Η πιο βαθιά ήταν ο «ασύμμετρος πολιτικός εκσυγχρονισμός της Γερμανίας», ότι δηλαδή το γενικό εκλογικό δικαίωμα που είχε παραχωρήσει ο Βίσμαρκ στον 19ο αιώνα δεν είχε συνοδευτεί από τον εκδημοκρατισμό των θεσμών. Η πιο άμεση αιτία ήταν το γεγονός ότι «η Βαϊμάρη είχε πέσει στην παγίδα της νομιμότητας που είχαν στήσει για τους εαυτούς τους οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες του Συντάγματος».

Είναι εξηγήσεις και λάθος και επιφανειακές, γιατί αγνοούν τις ανάγκες και τις επιδιώξεις του γερμανικού καπιταλισμού και της κυρίαρχης τάξης του. Για την κυρίαρχη τάξη οι ναζί ήταν το μέσο που θα τους εξασφάλιζε το ξερίζωμα των εργατικών οργανώσεων, το φίμωμα και τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης. Το γεγονός ότι το ναζιστικό κόμμα έμοιαζε να φθίνει στο τέλος του 1932 δεν έδινε περισσότερα περιθώρια επιλογής στον Χίντεμπουργκ και τους καπιταλιστές.

 
Αντίθετα, τους ωθούσε να βιαστούν γιατί διαφορετικά μπορεί να έχαναν αυτό το «βαρύ ρόπαλο» ενάντια στην εργατική τάξη. Ο «ασύμμετρος πολιτικός εκσυγχρονισμός» ήταν ο τρόπος με τον οποίο γιγαντώθηκε ο Γερμανικός καπιταλισμός, όχι κάποια παράβλεψη της ιστορίας. Και οι «αρχιτέκτονες του Συντάγματος» έπεσαν θύματα της «νομιμότητας» που είχαν στηρίξει ενάντια στην επανάσταση.

Η Οργάνωση της Αντεπανάστασης

Στις 15 του Νοέμβρη του 1918 μια ομάδα από μεγαλοβιομηχάνους, ανάμεσα σ' αυτούς και οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων Μπίρζιγκ, Στίνες και Σπρίγκερουμ, υπέγραψε με τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Γερμανικής Γενικής Ένωσης των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας». 

Ήταν μια από τις ενέργειες για να αντιμετωπίσουν την επαναστατική προοπτική. Η συμφωνία προέβλεπε πως όλες οι διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και στους επιχειρηματίες θα λύνονταν μόνο με διαιτησία. Έτσι, πίσω από την πλάτη της εργατικής τάξης οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων συμφώνησαν με τους καπιταλιστές να σταματήσουν την ταξική πάλη ξεκινώντας ταξική συνεργασία.

Με τη σειρά της, η κυβέρνηση Έμπερτ στην προσπάθειά της να εξαπατήσει τις μάζες με ψεύτικα συνθήματα,ίδρυσε μια «επιτροπή κοινωνικοποίησης» με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι. Μια τεράστια προπαγανδιστική καμπάνια σηκώθηκε γύρω από την επιτροπή αυτή που είχε σκοπό να δημιουργήσει μια φαινομενική εντύπωση πως τάχα η Γερμανία βαδίζει το δρόμο του σοσιαλισμού.

Στόχος η συγκάλυψη της αντεπαναστατικής συμφωνία της σοσιαλδημοκρατίας με τους κεφαλαιοκράτες, τους Γιούνκερ και την ηγεσία του στρατού. Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος υποστήριζε επίμονα πως η Γερμανία θα γίνει σοσιαλιστική χώρα, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονταν «γερά θεμέλια» που ακόμη δεν υπήρχαν.


Στο μεταξύ, οι αντιδραστικοί αξιωματικοί σε συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη, άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα. Έτσι οργανώθηκαν το σώμα στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία Έρχαρντ, η βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Στα Σώματα αυτά υπηρετούσαν χιλιάδες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, διάφοροι άνθρωποι που μέσα στα τέσσερα και πάνω χρόνια που κράτησε ο πόλεμος είχαν ξεκόψει από την παραγωγή, και ο πόλεμος τούς είχε γίνει επάγγελμα. Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν η συντριβή της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης, των λαϊκών μαζών.

Στις 6 του Δεκέμβρη του 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ' αυτούς και το ηγετικό στέλεχος της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ. 

Επίθεση έγινε και εναντίον των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε». Η «Ένωση του Σπάρτακου» ήταν η κομμουνιστική φράξια η οποία δρούσε οργανωμένα μέσα στο «Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας». Το συγκεκριμένο κόμμα, μαζί με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας με την αντεπανάσταση, την οργάνωναν. Οργανωμένο αυτοτελές Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας δεν είχε ακόμη ιδρυθεί. Ηγέτες των «Σπαρτακιστών» ήταν ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ κ.ά.

Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά οι εργάτες απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών», απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής. Στις 7 και στις 8 του Δεκέμβρη οι εργάτες του Βερολίνου οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις με τα συνθήματα:

«Κάτω η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν», «Να αφοπλιστούν αμέσως οι αξιωματικοί!», «Να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα σώματα εργατών και Κόκκινης Φρουράς!», «Ζήτω η Διεθνής!». Στη διαδήλωση στις 8 του Δεκέμβρη πήραν μέρος 150.000 άτομα, ανάμεσά τους και πολλοί ένοπλοι. Οι αντεπαναστάτες αναγκάστηκαν προσωρινά να υποχωρήσουν.


Τα Σοβιέτ που ιδρύθηκαν στην πορεία της επανάστασης του Νοέμβρη δημιουργήθηκαν από τη Γερμανική εργατική τάξη και υποστηρίζονταν από τις λαϊκές μάζες. Γι' αυτό οι σοσιαλδημοκράτες μην τολμώντας να εναντιωθούν στα Σοβιέτ ανοιχτά αποφάσισαν να τα αποσυνθέσουν από τα μέσα, να τα χρησιμοποιήσουν για τους αντεπαναστατικούς σκοπούς.

Οι Σοσιαλδημοκράτες Εδραιώνουν τη Δικτατορία της Αστικής Τάξης

Στις 13 του Γενάρη η ηγεσία των ανεξάρτητων κήρυξε τη λήξη της απεργίας. Με απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ περνάνε στην παρανομία, αλλά εξακολουθούν να διευθύνουν την εφημερίδα του κόμματος «Ρότε Φάνε». Η Ρ. Λούξεμπουργκ γράφει το άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», όπου αποκαλύπτει για ποιους λόγους νικήθηκε το προλεταριάτο του Βερολίνου. Τα χωριά, που έδιναν ένα μεγάλο ποσοστό από τη μάζα των στρατιωτών, γράφει η Λούξεμπουργκ, η επανάσταση δεν τα έθιξε σχεδόν καθόλου. 

Η πολιτική ανωριμότητα της μάζας των στρατιωτών επέτρεπε στους αξιωματικούς να τους χρησιμοποιούν για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Πολλά επαναστατικά κέντρα στις επαρχίες, π.χ. στην περιοχή του Ρήνου, στις παραθαλάσσιες πόλεις, στο Μπρούνσβικ, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη, ήταν απόλυτα με το μέρος του προλεταριάτου του Βερολίνου, αλλά τους έλειπε η ενιαία καθοδήγηση για ενότητα δράσης που θα έδινε ασύγκριτα πιο μεγάλο αποτέλεσμα και δύναμη κρούσης στις εξεγέρσεις των Βερολινέζων εργατών.

Ο Κ. Λίμπκνεχτ στο άρθρο του «Παραβλέποντας το καθετί», που γράφτηκε στις 14 του Γενάρη, τόνιζε: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ - Σάιντεμαν - Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες. Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι' αυτούς μάθημα».

Οι αντεπαναστάτες κατόρθωσαν να ανακαλύψουν το διαμέρισμα όπου κρύβονταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στις 15 του Γενάρη το βράδυ τους έπιασαν και τους πήγαν στο επιτελείο της μεραρχίας ιππικού της φρουράς. Και οι δύο αυτοί θαυμάσιοι επαναστάτες δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς. Οι δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919.


Σε ολόκληρη τη Γερμανία ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας για τη δολοφονία των δύο αυτών επιφανών κομμουνιστών ηγετών της Γερμανικής εργατικής τάξης. Οι κηδείες του Καρλ Λίμπκνεχτ (25 του Γενάρη 1919) και της Ρόζας Λούξεμπουργκ (13 του Ιούνη 1919) μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις, όπου πήραν μέρος χιλιάδες εργαζόμενοι.

Η Γερμανική αστική τάξη αφού συνέτριψε την επαναστατική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης, πέτυχε το σκοπό της. Εξασφάλισε τη νίκη στις εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας. Ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν 11,5 εκατομ. ψήφους και 165 έδρες και οι ανεξάρτητοι 2,3 εκατ. ψήφους και 22 έδρες. Συνολικά τα δύο αυτά κόμματα συγκέντρωσαν το 45,5% των εδρών. Το υπόλοιπο 54,5% των εδρών το πήραν τα αστικά κόμματα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος στις εκλογές. Ηταν ήδη εκτός νόμου.

Η Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 του Φλεβάρη στη μικρή πόλη της Θουριγγίας Βαϊμάρη. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες της Συνέλευσης, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών αποφάσισε να της παραδώσει την εξουσία που την είχε πάρει από το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών. 

Έτσι εκπλήρωσε την αποστολή που του ανέθεσαν οι σοσιαλδημοκράτες, να εδραιώσει την αστική εξουσία. Και αφού η αποστολή του έληξε, οδηγήθηκε στην αυτοδιάλυση. Στις 11 του Φλεβάρη η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Έμπερτ Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 13 του Φλεβάρη ο Σάιντεμαν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών με τα αστικά κόμματα. Ετσι η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε καλά το ρόλο της ως σωτήρας του καπιταλισμού από την επανάσταση. Αυτό έκανε από τότε, αυτό συνεχίζει και σήμερα.

Το Σύνδροµο της Βαϊµάρης

Η πρώτη Γερμανική Δημοκρατία, που απέκτησε το Σύνταγμά της το 1919 στη πόλη της Βαϊμάρης, κατέρρευσε άδοξα κάτω από τα χτυπήματα του ναζισμού το 1933. Πολύ λίγα από τα δεκατέσσερα χρόνια της ήταν χρόνια σταθερότητας και ευημερίας. Ο υπερπληθωρισμός του 1923, η οικονομική κρίση από το 1929, η άνοδος των ναζί, είναι γεγονότα που έχουν μείνει στην ιστορική μνήμη όχι μόνο της Γερμανίας αλλά σ'όλη την ανθρωπότητα.

 
Το "φάντασμα της Βαϊμάρης" αρχίζει να πλανιέται ξανά πάνω από όσους θεωρούν τους "θεσμούς" όπως πχ. αυτούς της «Ενωμένης Ευρώπης», σαν το φράγμα που συγκρατεί τις δυνάμεις του σκότους και του χάους. Κοιτάξτε τι συνέβη στη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», όταν οι ίδιοι αυτοί οι θεσμοί μέσα από τις αντιθέσεις και τα αδιέξοδά τους οδήγησαν τελικά στην άνοδο του Ναζισμού και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τι Συνέβη στη Γερμανία του Μεσοπολέμου

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέβαλε βαρύτατους όρους στην ηττημένη Γερμανία, οι οποίοι αφορούσαν στις πολεμικές επανορθώσεις που έπρεπε να καταβάλλει στους νικητές. Η Ιστορία έχει καταγράψει όσα ακολούθησαν: σύμφωνα με την επικρατούσα ερμηνεία, οι υπερβολές των νικητών στις Βερσαλλίες, οδήγησαν στην έξαρση του εθνικισμού, την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και τον καταστροφικότερο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην πτώση του αυτοκράτορα Γουλιέλμου και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η αποκαλούμενη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» πολλές φορές φρόντισε να υπομνήσει ότι τα οικονομικά της δεδομένα δεν επέτρεπαν την τήρηση των επαχθέστατων όρων της "Συνθήκης των Βερσαλλιών".

Παρόλο που υπήρχαν προειδοποιήσεις, ακόμη και από αστούς οικονομολόγους, όπως ο επιφανής Τζον Μέϊναρντ Κέινς (John Keynes), ο οποίος αντελήφθη νωρίς το αδιέξοδο στο οποίο όδευε η κατάσταση και προειδοποίησε ότι ασχέτως του τι είναι δίκαιο και τι άδικο, είναι απλώς αδύνατο να προσδοκάς να λάβεις κάτι που ο ηττημένος απλά δεν μπορεί να δώσει, η αδυναμία κατανόησης του πραγματικού αυτού προβλήματος από τους αστούς πολιτικούς εκείνης της εποχής είχε δραματικές συνέπειες, τις οποίες ελάχιστοι μπόρεσαν να διακρίνουν σε βάθος χρόνου. 

Και επειδή οικονομία και πολιτική βαδίζουν μαζί, ανεξάρτητα αν κάποιοι ακόμη και σήμερα προσπαθούν να υποστηρίξουν το αντίθετο, η οικονομική κρίση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης βρήκε τελικά την πολιτική της λύση στην άνοδο του Ναζισμού και στον Πόλεμο! Και παρόλο που η αριστερά είχε προειδοποιήσει από νωρίς για την εξέλιξη αυτή και είχε σημάνει το καμπανάκι του κινδύνου, δεν μπόρεσε με την πολιτική της δράση να την αποτρέψει! Και η ανθρωπότητα πλήρωσε τελικά βαρύ τίμημα.


Η Λαϊκή Εξέγερση
 
"Στις 9 του Νοέμβρη οι εργάτες και οι στρατιώτες γκρέμισαν το παλιό καθεστώς στη Γερμανία. Στα πεδία των μαχών στη Γαλλία, διαλύθηκαν οι αιματηρές αυταπάτες για μια παγκόσμια κυριαρχία της πρωσικής μπότας. Οι εγκληματικές συμμορίες που άναψαν την παγκόσμια πυρκαγιά και έριξαν τη Γερμανία μέσα σε μια θάλασσα αίμα, λένε τώρα την τελευταία τους προσευχή κι ο λαός που χρόνια εξαπατημένος είχε χάσει κάθε αίσθημα πολιτισμού, τιμής και ανθρωπισμού, μπροστά στην άβυσσο ξύπνησε από τον βαθύ του λήθαργο. Στις 9 του Νοέμβρη το προλεταριάτο ξεσηκώθηκε και σύντριψε τον άτιμο ζυγό." (Ρόζα Λούξεμπουργκ).

Στις 9 του Νοέμβρη 1918 γύρω στις 11 π.μ., ο πρωθυπουργός του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξιμιλιανός της Βάδης, μπροστά στον φόβο της γενικευμένης επανάστασης, ανήγγειλε την παραίτηση από το θρόνο του τελευταίου αυτοκράτορα των Χοεντζόλερν, του κάιζερ Γουλιέλμου II, υπέρ του διαδόχου του.

Ταυτόχρονα, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας-SPD για το διορισμό του Φρίντριχ Έμπερτ, ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στη θέση του πρωθυπουργού. Στις 12 το μεσημέρι ο Έμπερτ ήταν ήδη επικεφαλής της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξιμιλιανό για τις προθέσεις του λέγοντας: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα!». 

Αργότερα στα απομνημονεύματά του ο πρίγκιπας Μαξιμιλιανός δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του: «Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε». Ειδικά δε για το διορισμό του Έμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού, ο πρίγκιπας Μαξιμιλιανός δε δίσταζε να δηλώσει: «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Έμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα».

Κάτω από την πίεση των επαναστατημένων λαϊκών δυνάμεων ο άλλος ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Φίλιπ Σάιντεμαν (Philipp Scheidemann), μιλώντας από ένα παράθυρο του Ράιχσταγκ-του Γερμανικού κοινοβολίου, σε μια τεράστια λαϊκή διαδήλωση, ανακήρυξε την «Ελεύθερη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας». Ηθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το μέρος των επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή των ηγετών της ομάδας «Σπάρτακος».

 
Κι είχε προβλέψει σωστά τις επερχόμενες εξελίξεις. Την ίδια μέρα από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση από εργάτες και στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη Γερμανία σε «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη «να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από εργάτες και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη χώρα που να μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την ευτυχία και την ένωση του ελεύθερου γερμανικού λαού με τους ταξικούς αδελφούς του όλου του κόσμου». Η κυβέρνηση πλέον έπρεπε να δράσει για την καταστολή της επανάστασης.

Στις 11 Νοεμβρίου 1918 υπογράφεται η συνθηκολόγηση της Γερμανίας (ανακωχή της Κομπιέν). Υπογράφηκε από τον στρατάρχη των συμμαχικών δυνάμεων Φερντινάν Φος (Ferinand Foch) και τον εκπρόσωπο της Γερμανίας Ματίας Ερτζμπέργκερ (Matthias Erzberger), μέσα στο σιδηροδρομικό βαγόνι, στο οποίο είχε εγκαταστήσει ο Στρατάρχης Φος το στρατηγείο του, σε δάσος κοντά στην Κομπιέν (Compiègne) της Γαλλίας. 

Η συνθήκη ήταν στην ουσία «άνευ όρων» συνθηκολόγηση της Γερμανίας και αποτέλεσε τη βάση των συνθηκών ειρήνης, που συντάχθηκαν από την Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919. Η συνθήκη προέβλεπε: 

α. Παύση των εχθροπραξιών σε έξι ώρες από την υπογραφή της άμεση αποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Αλσατία-Λωρραίνη και το Λουξεμβούργο καθώς και αποχώρηση όλων των Γερμανικών στρατευμάτων σε ακτίνα 30 km από τη δεξιά όχθη του Ρήνου, 

β. Μετακίνηση όλων των Γερμανικών δυνάμεων από το Ανατολικό μέτωπο στη Γερμανική περιοχή όπως αυτή ήταν καθορισμένη την 1η Αυγούστου 1914, 

γ. Αποκήρυξη της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτοφσκ με τη Ρωσία και της συνθήκης του Βουκουρεστίου με τη Ρουμανία, 

δ. Εγκλεισμό του Γερμανικού Στόλου, παράδοση εξοπλισμού και μεταφορικών μέσων στους Συμμάχους καθώς και όρους αποχώρησης από την ανατολική Αφρική. Η συνθήκη είχε διάρκεια ισχύος τριάντα ημερών με δυνατότητα επέκτασης. Επισήμως, ο πόλεμος τελείωσε "την ενδέκατη ώρα, της ενδέκατης μέρας του ενδέκατου μήνα" του έτους εκείνου.

 
Η «άνευ όρων» συνθηκολόγηση της Γερμανίας, που ήταν αποτέλεσμα αυτής της ανακωχής, αποτέλεσε τη βάση των συνθηκών ειρήνης, που συντάχθηκαν από την Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 και στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζορζ Κλεμανσώ, ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Λόιντ Τζωρτζ, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ορλάντο και αντιπροσωπείες 32 συνολικά κρατών.

Στο μεταξύ η πολιτική κατάσταση στην Γερμανία παρέμενε ρευστή. Στις 15 του Νοέμβρη του 1918 μια ομάδα από μεγαλοβιομηχάνους, ανάμεσα σ' αυτούς και οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων Μπίρζιγκ, Στίνες και Σπρίγκερουμ, υπέγραψε με τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Γερμανικής Γενικής Ενωσης των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας». Ηταν μια από τις ενέργειες για να αντιμετωπίσουν την επαναστατική προοπτική.

Η συμφωνία προέβλεπε πως όλες οι διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και στους επιχειρηματίες θα λύνονταν μόνο με διαιτησία. Ετσι, πίσω από την πλάτη της εργατικής τάξης οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων συμφώνησαν με τους καπιταλιστές να σταματήσουν την ταξική πάλη ξεκινώντας «ταξική συνεργασία».

Με τη σειρά της, η κυβέρνηση Έμπερτ στην προσπάθειά της να εξαπατήσει τις μάζες με ψεύτικα συνθήματα, ίδρυσε μια «επιτροπή κοινωνικοποίησης» με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι. Μια τεράστια προπαγανδιστική καμπάνια σηκώθηκε γύρω από την επιτροπή αυτή που είχε σκοπό να δημιουργήσει μια φαινομενική εντύπωση πως τάχα η Γερμανία βαδίζει το δρόμο του σοσιαλισμού.

Στόχος η συγκάλυψη της αντεπαναστατικής συμφωνίας της σοσιαλδημοκρατίας με τους κεφαλαιοκράτες και την ηγεσία του στρατού. Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος υποστήριζε επίμονα πως η Γερμανία θα γίνει σοσιαλιστική χώρα, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονταν «γερά θεμέλια» που ακόμη δεν υπήρχαν.


Στο μεταξύ, οι αντιδραστικοί αξιωματικοί σε συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη, άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα, τα "Φράικορπς" (Freikorps, Ελεύθερα Σώματα). Ετσι οργανώθηκαν το σώμα στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία Έρχαρτ (Ehrhardt), η βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Στα Σώματα αυτά υπηρετούσαν χιλιάδες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, διάφοροι άνθρωποι που μέσα στα τέσσερα και πάνω χρόνια που κράτησε ο πόλεμος είχαν ξεκόψει από την παραγωγή, και ο πόλεμος τούς είχε γίνει επάγγελμα. 

Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν η συντριβή της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης, των λαϊκών μαζών. Το Freikorp Ehrhardt ήταν το πρώτο που χρησιμοποίησε τη σβάστικα ως σημαία. Από τις τάξεις των Freikorps θα προέλθουν ορισμένα στελέχη της Sturmabteilung (των περιβόητων Ταγμάτων Εφόδου του ακροδεξιού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος-DAP), όπως ο Ερνστ Ρεμ, των SS, όπως ο Ρούντολφ Ες (μετέπειτα διοικητής του Άουσβιτς) και του σκληρού πυρήνα του ναζιστικού κόμματος NSDAP).

Στις 6 του Δεκέμβρη του 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ' αυτούς και το ηγετικό στέλεχος της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ. Επίθεση έγινε και εναντίον των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε».

Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά οι εργάτες απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών», απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής. 

Από τις 16 έως τις 21 του Δεκέμβρη, έγινε το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών. Σ' αυτό πήραν μέρος 288 αντιπρόσωποι του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 87 του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 27 εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από αστικά κόμματα και μόνο 10 «Σπαρτακιστές».


Στο Συνέδριο, έφτασε για να πάρει μέρος και αντιπροσωπεία της Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά δεν έγινε δεκτή. Από το συσχετισμό, αλλά και από τη στάση του συνεδρίου απέναντι στη ρωσική σοβιετική αντιπροσωπεία ήταν φανερό ότι το συνέδριο των Σοβιέτ δεν ήταν με την Επανάσταση. Αλλωστε, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης ήταν με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ενώ Κομμουνιστικό Κόμμα δεν υπήρχε παρά μόνο η Ένωση Σπάρτακου μέσα στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Ο τρόπος δουλειάς των «Σπαρτακιστών» δεν αρκούσε ν' αλλάξει την κατάσταση.

Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες του συνεδρίου των Σοβιέτ, οι «Σπαρτακιστές» οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση εργατών. Οι διαδηλωτές ζήτησαν από το συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία ενιαία σοσιαλιστική δημοκρατία, να παραδώσει στα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών όλη την εξουσία, να αφοπλίσει αμέσως τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Με τα συνθήματα αυτά, πέρασαν μπροστά από το μέγαρο του συνεδρίου 250.000 διαδηλωτές.

Αλλά, η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με την πείρα και την επιρροή που είχε στην εργατική τάξη, καθώς και με το πλατύ δίκτυο των εφημερίδων της, κατόρθωσε να εξαπατήσει τις λαϊκές μάζες. Η σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει και πως η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού από τώρα και πέρα εξαρτιόταν από την Εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν ελεύθερα. 

Οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο των Σοβιέτ έπεσαν στις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας και πίστεψαν τις κυβερνητικές διακηρύξεις για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας από την επιτροπή Κάουτσκι, ενώ βολεύτηκαν με κάποιες δημοκρατικές παραχωρήσεις και υποστήριξαν το σχέδιο απόφασης των σοσιαλδημοκρατών να συγκληθεί Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση και να μεταβιβαστεί όλη η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία στο Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού, ωσότου αποφασίσει τελειωτικά η Εθνοσυνέλευση.

Το συνέδριο εξέλεξε το Κεντρικό Σοβιέτ που του παραχωρήθηκε τυπικά το δικαίωμα να ελέγχει την κυβέρνηση.

Το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ έλυσε το βασικό πρόβλημα της επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής τάξης. Αμέσως μετά το συνέδριο, οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας πέρασαν στην επίθεση εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Και πρώτα - πρώτα θέλησαν να στερήσουν το προλεταριάτο από τις ένοπλες δυνάμεις του που το ίδιο είχε δημιουργήσει.

 
Για το σκοπό αυτό, η κυβέρνηση σταμάτησε να πληρώνει τους μισθούς στη λεγόμενη Λαϊκή Ναυτική Μεραρχία, που αριθμούσε περισσότερους από 3.000 επαναστάτες ναύτες. Για τη λύση της διαφοράς, αντιπρόσωποι των ναυτών της μεραρχίας έφτασαν στις 23 του Δεκέμβρη στο φρουραρχείο του Βερολίνου. Την ώρα που διαπραγματεύονταν με τον σοσιαλδημοκράτη φρούραρχο Βελς, μια περίπολος του φρουραρχείου πυροβόλησε στο δρόμο εναντίον της ομάδας των ναυτών που συνόδευσαν έως εκεί τους αντιπροσώπους τους. Δύο ναύτες σκοτώθηκαν και τρεις τραυματίστηκαν βαριά. 

Οι αγανακτισμένοι ναύτες έπιασαν τον Βελς και τον πήγαν στο μέγαρο της ιππευτικής σχολής. Στις 24 του Δεκέμβρη το πρωί η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, αφού συγκέντρωσε μπροστά στη σχολή τμήματα πεζικού και πυροβολικό, έστειλε τελεσίγραφο στους ναύτες να εγκαταλείψουν τη σχολή, να παραδώσουν τα όπλα και να αφήσουν ελεύθερο τον Βελς. Οι ναύτες αρνήθηκαν. Μετά από αυτό, άρχισε ο κανονιοβολισμός των κτιρίων της σχολής που κατείχαν οι ναύτες. 

Οι εργάτες του Βερολίνου ξεσηκώθηκαν για να υπερασπίσουν τους ναύτες, έδιωξαν τους στρατιώτες και η κυβέρνηση απέτυχε, σ' αυτή της την ενέργεια. Ετσι εγκατέλειψε προσωρινά την ιδέα της διάλυσης της Λαϊκής Ναυτικής Μεραρχίας. Οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους εργάτες και τους ναύτες και τους έπεισαν να σταματήσουν τον αγώνα.

Οι προκλητικές ενέργειες της κυβέρνησης στις 23 και 24 του Δεκέμβρη έδειχναν καθαρά πως οι σοσιαλδημοκράτες, μαζί με τους στρατιωτικούς, είχαν περάσει στο δρόμο της ανοιχτής αντεπαναστατικής δράσης. Ανάμεσα στους εργάτες ξέσπασαν ταραχές. Οι προλεταριακές μάζες ζητούσαν από τους ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD) να ξεκόψουν από το συνασπισμό με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) που είχε την πλειοψηφία του Σοβιέτ. Οι «Σπαρτακιστές» ζητούσαν να συγκληθεί αμέσως συνέδριο του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στο οποίο ανήκαν σαν φράξια. 

Υστερα από αυτό η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε στις 8 του Γενάρη να ανακαλέσει τον Λίμπκνεχτ και τον Πικ από την επαναστατική επιτροπή. Την ίδια μέρα το βράδυ, ύστερα από την αποτυχία των συνομιλιών με τον Εμπερτ, οι ανεξάρτητοι που ανήκαν στην επαναστατική επιτροπή ξανάρχισαν να καλούν τους εργάτες στα όπλα. Αλλά δεν καταπιάνονταν να προετοιμαστούν πραγματικά για ένοπλη πάλη και εξέγερση. Στο μεταξύ, το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμη τη δύναμη να τραβήξει μαζί του πλατιές λαϊκές μάζες. Συνολικά τα μέλη της κομματικής οργάνωσης του Βερολίνου ήταν μόλις 300.


Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο

Τις μέρες αυτές τα μέλη της κυβέρνησης συσκέπτονταν συνεχώς με εκπροσώπους της ηγεσίας του στρατού. Σε μια από τις συσκέψεις αυτές ο Γκούσταβ Νόσκε (Gustav Noske) υπουργός Άμυνας της Κυβέρνησης των Σοσιαλδημοκρατών, ζήτησε να παρθούν γενναίες αποφάσεις. Κάποιος του φώναξε: «Καταπιαστείτε λοιπόν μ' αυτό το ζήτημα!». Και ο Νόσκε απάντησε: «Τι να γίνει! Κάποιος ασφαλώς πρέπει να γίνει το αιμοβόρο σκυλί. Εγώ δε φοβάμαι τις ευθύνες». Το παρατσούκλι «αιμοβόρο σκυλί» χαρακτήρισε για πάντα τον Νόσκε σαν δήμιο της γερμανικής επανάστασης.

Στις 11 του Γενάρη η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει στρατό και άρχισε να εφαρμόζει σκληρά μέτρα. Εναντίον των εργατών και των στρατιωτών που αμύνονταν στο μέγαρο της διεύθυνσης της αστυνομίας και στα γραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς» χρησιμοποιήθηκαν τουφέκια και πυροβολικό. Οι αιχμάλωτοι δέρνονταν άγρια και πολλοί τουφεκίζονταν επιτόπου. Οι κομμουνιστές κηρύχτηκαν εκτός νόμου. Οι κύριες δυνάμεις των ένοπλων τμημάτων των «εθελοντών» - η λευκή φρουρά του Νόσκε - εισβάλανε στις εργατικές συνοικίες.

Στις 13 του Γενάρη η ηγεσία των ανεξάρτητων κήρυξε τη λήξη της απεργίας. Με απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ περνάνε στην παρανομία, αλλά εξακολουθούν να διευθύνουν την εφημερίδα του κόμματος «Rote-Fahne». Η Ρ. Λούξεμπουργκ γράφει το άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», όπου αποκαλύπτει για ποιους λόγους νικήθηκε το προλεταριάτο του Βερολίνου. Τα χωριά, που έδιναν ένα μεγάλο ποσοστό από τη μάζα των στρατιωτών, γράφει η Λούξεμπουργκ, η επανάσταση δεν τα έθιξε σχεδόν καθόλου. 

Η πολιτική ανωριμότητα της μάζας των στρατιωτών επέτρεπε στους αξιωματικούς να τους χρησιμοποιούν για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Πολλά επαναστατικά κέντρα στις επαρχίες, π.χ. στην περιοχή του Ρήνου, στις παραθαλάσσιες πόλεις, στο Μπρούνσβικ, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη, ήταν απόλυτα με το μέρος του προλεταριάτου του Βερολίνου, αλλά τους έλειπε η ενιαία καθοδήγηση για ενότητα δράσης που θα έδινε ασύγκριτα πιο μεγάλο αποτέλεσμα και δύναμη κρούσης στις εξεγέρσεις των Βερολινέζων εργατών.

Ο Κ. Λίμπκνεχτ στο άρθρο του «Παραβλέποντας το καθετί», που γράφτηκε στις 14 του Γενάρη, τόνιζε: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ - Σάιντεμαν - Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες. Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι' αυτούς μάθημα».

 
Οι αντεπαναστάτες κατόρθωσαν να ανακαλύψουν το διαμέρισμα όπου κρύβονταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στις 15 του Γενάρη το βράδυ τους έπιασαν και τους πήγαν στο επιτελείο της μεραρχίας ιππικού της φρουράς. Και οι δύο αυτοί θαυμάσιοι επαναστάτες δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς. Οι δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919.

Σε ολόκληρη τη Γερμανία ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας για τη δολοφονία των δύο αυτών επιφανών κομμουνιστών ηγετών της γερμανικής εργατικής τάξης. Οι κηδείες του Καρλ Λίμπκνεχτ (25 του Γενάρη 1919) και της Ρόζας Λούξεμπουργκ (13 του Ιούνη 1919) μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις, όπου πήραν μέρος χιλιάδες εργαζόμενοι.

Η Γερμανική αστική τάξη αφού συνέτριψε την επαναστατική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης, πέτυχε το σκοπό της. Εξασφάλισε τη νίκη στις εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας. Ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Οι σοσιαλδημοκράτες (SPD) πήραν 11,5 εκατομ. ψήφους και 165 έδρες και οι ανεξάρτητοι (USPD) 2,3 εκατ. ψήφους και 22 έδρες. Συνολικά τα δύο αυτά κόμματα συγκέντρωσαν το 45,5% των εδρών. Το υπόλοιπο 54,5% των εδρών το πήραν τα αστικά κόμματα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος στις εκλογές. Ηταν ήδη εκτός νόμου.

Η Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 του Φλεβάρη στη μικρή πόλη της Θουριγγίας, Βαϊμάρη. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες της Συνέλευσης, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών αποφάσισε να της παραδώσει την εξουσία που την είχε πάρει από το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών. Ετσι εκπλήρωσε την αποστολή που του ανέθεσαν οι σοσιαλδημοκράτες, να εδραιώσει την αστική εξουσία. 

Και αφού η αποστολή του έληξε, οδηγήθηκε στην αυτοδιάλυση. Στις 11 του Φλεβάρη η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Έμπερτ Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 13 του Φλεβάρη ο Σάιντεμαν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών με τα αστικά κόμματα. Ετσι η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε καλά το ρόλο της ως σωτήρας του καπιταλισμού από την επανάσταση.


Η Εξέγερση των “Σπαρτακιστών” στη Γερμανία του 1919

Το όνομα «Σπαρτακιστές», προέρχεται από την οργάνωση που ίδρυσαν οι Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ και που διέσπασε το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας (SPD), λόγω διαφωνιών στη στάση του κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι «Σπαρτακιστές» και το Κομμουνιστικό κόμμα της Γερμανίας (KPD), είναι στην πραγματικότητα το ίδιο και το αυτό.

Ο όρος «Εξέγερση των Σπαρτακιστών», ή «Εξέγερση του Ιανουαρίου», αναφέρεται στη γενική απεργία και στις ένοπλες συγκρούσεις που πυροδοτήθηκαν εξ αυτής, στη Γερμανία, από τις 5 εώς τις 15 Ιανουαρίου του 1919.

Η καταστολή της εξεγέρσεως, σηματοδότησε τον τερματισμό της «Γερμανικής Επαναστάσεως», δηλαδή της πολιτικά υποκινούμενης εμφύλιας συρράξεως που ακολούθησε το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και κατέληξε στην αντικατάσταση της αυτοκρατορικής Γερμανικής κυβερνήσεως από την αποκαλούμενη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης».

Παρότι η οργάνωσή της «χρεώνεται» συχνά στους «Σπαρτακιστές», η εξέγερση ξεκίνησε χωρίς κάποια εμφανή οργάνωση ή υποκίνηση: Εργάτες, χωρίς αναγνωρισμένη ηγεσία, κατέλαβαν τα γραφεία μίας μικρής εφημερίδος στο Βερολίνο και έστησαν οδοφράγματα στους δρόμους γύρω από αυτά. Σύντομα και άλλοι εργάτες ενώθηκαν μαζί τους, αποκλείοντας όλο και περισσότερους δρόμους γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο. 

Σε έναν από αυτούς τους δρόμους, εδρεύαν τα γραφεία του δημοσιογραφικού οργάνου «Εμπρός» του μετέχοντος στην κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (SPD) που είχε επανειλημμένα επιτεθεί στους «Σπαρτακιστές». Τα γραφεία κατελήφθησαν επίσης από τους εξεγερμένους εργάτες.

 
Οι ηγεσίες των κομμάτων USPD (ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες, διάσπασμένοι κι αυτοί από το SPD) και του KPD (κομμουνιστικό κόμμα της Γερμανίας), αποφάσισαν να υποστηρίξουν την εξέγερση και οργάνωσαν Γενική Απεργία στις 7 Ιανουαρίου, που επέτυχε τη συμμετοχή μισού εκατομμυρίου εργαζομένων. Το πλήθος των απεργών συγκεντρώθηκε στο κέντρο του Βερολίνου το επόμενο σαββατοκύριακο και προέβη σε καταλήψεις δημοσίων κτιρίων.

Όμως στις επόμενες δύο ημέρες, η ηγεσία της γενικευμένης πλέον εξεγέρσεως, η αυτοαποκαλούμενη «Επαναστατική Επιτροπή», στάθηκε αδύνατον να συμφωνήσει για τον τρόπο της κλιμακώσεώς της.

Ακόμη και εντός του συνήθως συντεταγμένου Κομμουνιστικού Κόμματος, υπήρξαν σοβαρές διαφωνίες. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, αντίθετοι αρχικά στη χρονική στιγμή για την πυροδότηση μιάς κομμουνιστικής επαναστάσεως, υποστήριξαν τώρα τη βίαια ανατροπή της κυβερνήσεως, φοβούμενοι την απώλεια του ελέγχου επάνω στις επαναστατημένες μάζες των εργατών που αδημονούσαν, προετοιμαζόταν για αυτοοργάνωση και εξοπλιζόταν ανεξάρτητα από καθοδηγητές και κομματικές οργανώσεις.

Άλλοι κομμουνιστές ηγέτες, προσπάθησαν να προσεταιρισθούν ένοπλες οργανώσεις που εδρεύαν στο Βερολίνο και ειδικότερα παραστρατιωτικές μονάδες, πιστές στο «Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Λαού», όνομα που εδόθη στην «κυβέρνηση» της «Επαναστάσεως του Νοεμβρίου» και της οποίας ηγείτο ο Φρίντιχ Έμπερτ, ο πρώτος πρόεδρος της Γερμανίας. Η απόπειρα απέτυχε, είτε επειδή οι στρατιώτες απεδείχθησαν πιστοί στο Συμβούλιο, είτε επειδή είχαν αποφασίσει να λιποτακτήσουν ώστε να αποφύγουν στη συμμετοχή τους στη εμφύλια σφαγή.

Στις 8 Ιανουαρίου, το Κομμουνιστικό Κόμμα εγκατέλειψε την επαναστατική επιτροπή, με πρόφαση την πρόσκληση από τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες προς τον πρόεδρο Φρίντριχ Έμπερτ για διαβουλεύσεις. Την ίδια ημέρα, οι εξεγερμένοι εργάτες βρήκαν μία προκήρυξη, τυπωμένη από τους σοσιαλδημοκράτες του SPD με τον τίτλο «Η ώρα της εκδίκησης πλησιάζει».


Το κείμενο της προκηρύξεως, αφορούσε στα Freikorps, τις αντιδημοκρατικές παραστρατιωτικές οργανώσεις που έδρασαν εναντίον της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» που είχε προκύψει από την επανάσταση του Νοεμβρίου. Το SPD, κύριος κορμός της κυβερνήσεως πλέον, είχε προσλάβει τα Freikorps σαν ένα είδος αστυνομίας και τα προόριζε για την καταστολή της «Εξεγέρσεως των Σπαρτακιστών».

Ο πρόεδρος Έμπερτ είχε διατάξει τον υπουργό αμύνης Γκούσταβ Νόσκε, μέλος επίσης του SPD να προβεί σε ένοπλη καταστολή της εξεγέρσεως στις 6 Ιανουαρίου, με αποτέλεσμα τη διακοπή των συνομιλιών της «Επαναστατικής Επιτροπής» με το SPD. Απαντώντας, η ηγεσία των «Σπαρτακιστών» έδωσε εντολή στα μέλη της οργανώσεως να εμπλακούν σε ένοπλο αγώνα, κάνοντας χρήση των όπλων που είχαν απομείνει στα χέρια των πολιτών από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν στο Βερολίνο κράτησαν περίπου μία εβδομάδα και είχαν σαν αποτέλεσμα το θάνατο 100 περίπου εργατών και δεκαεπτά παραστρατιωτικών των Freikorps. Οι ηγέτες των «Σπαρτακιστών», Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ, αιχμαλωτίσθηκαν και δολοφονήθηκαν από τους παραστρατιωτικούς συνεργάτες της κυβερνήσεως.

Αυτό που ακολούθησε στη Γερμανία είναι γνωστό. Επίσης, είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις εμφύλιες συγκρούσεις που προκάλεσαν οι αριστεροί Γερμανοί ηγέτες και εκμεταλεύθηκαν οι άριστα οργανωμένοι Ναζί, καταφανώς υποστηριζόμενοι από το εξωτερικό και συγκεκριμένα από τους μελλοντικούς αντιπάλους της Γερμανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Περιβόητη Συνθήκη των Βερσαλλιών

Στο μεταξύ στις 18 Ιανουαρίου του 1919, ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη Ειρήνης που θα τερμάτιζε και επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάμεσα στους νικητές-συμμάχους, στην Αίθουσα Καθρεπτών του Ανακτόρου των Βερσαλλιών. Εβδομήντα αντιπρόσωποι από είκοσι έξι έθνη διαπραγματεύθηκαν τους όρους της Συνθήκης. Η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Ρωσία αποκλείστηκαν από τις διαπραγματεύσεις.

 
Αλλά τον πιο σημαντικό ρόλο για τη συγγραφή των όρων της συνθήκης είχαν οι τακτικές διαβουλεύσεις των «Δέκα Μεγάλων», που περιελάμβαναν τους επτά κύριους νικητές (ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία, Ιταλία, Βέλγιο και Σερβία). Αργότερα η Ρωσία και άλλες πέντε χώρες εγκατέλειψαν τις διαβουλεύσεις, οπότε έμειναν μόνο οι «Τέσσερις Μεγάλοι». Αφού αποχώρησε και η Ιταλία, οι τελικοί όροι καθορίστηκαν από τους «Τρεις Μεγάλους»: ΗΠΑ, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία. 

Στις 29 Απριλίου η Γερμανική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών Κόμητος Ούλριχ φον Μπρόκντορφ-Ράντζαου (Ulrich Graf von Brockdorff-Rantzau) έμαθε, επιτέλους, τους όρους της ειρήνης. Αυτοί περιελάμβαναν την απώλεια εδαφών, την απώλεια όλων των αποικιών και τον περιορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας. Καθώς δεν επιτρεπόταν στη γερμανική αντιπροσωπεία να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, η Γερμανική κυβέρνηση του Σάιντεμαν δημοσίευσε έγγραφη διαμαρτυρία για τους, κατά τη γνώμη της, άδικους όρους, και σύντομα αποχώρησε από τις διεργασίες του συνεδρίου. 

Στις 20 Ιουνίου, δημιουργήθηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Καγκελάριο Γκούσταφ Μπάουερ (Gustav Bauer), αφού παραιτήθηκε ο Φίλιπ Σάιντεμαν. Η Γερμανία τελικά συμφώνησε με τους όρους με 237 ψήφους υπέρ και 138 κατά στις 23 Ιουνίου.

Την 28η Ιουνίου 1919 υπογράφηκε μεταξύ των Δυνάμεων της Αντάντ και της Γερμανίας η περιβόητη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Σύμφωνα με αυτή, η Γερμανία υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις 269 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων για τις καταστροφές που προκάλεσε στη διάρκεια του πολέμου, να μειώσει το στρατό της σε 100.000 άνδρες και το στόλο της σε δυναμικό 108.000 τόνων. 

Υποχρεώθηκε επίσης σε μεγάλες εδαφικές παραχωρήσεις: έχασε περίπου 75.000 τ.χλμ. του εδάφους της με πληθυσμό 7.000.000 κατ. (το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στην Πολωνία και στη Γαλλία) και όλες τις αποικίες της, από τις οποίες τη μερίδα του λέοντος (73% του εδάφους και 47% του πληθυσμού) πήρε η Αγγλία. Οι υπόλοιποι όροι της συνθήκης αφορούσαν τη διεθνοποίηση των ποταμών της Γερμανίας, την αποστρατικοποίηση της περιοχής της Ρηνανίας για 15 χρόνια, τη δήμευση των κάθε είδους Γερμανικών αξιών στο εξωτερικό, την παράδοση του 90% του γερμανικού εμπορικού στόλου στους

 
Συμμάχους σε αντάλλαγμα για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα συμμαχικά εμπορικά πλοία στη διάρκεια του πολέμου, την ακύρωση της συμφωνίας του Μπρεστ-Λιτόφσκ (με την ΕΣΣΔ το 1918). Επιπλέον, η Γερμανία περιορίστηκε αυστηρά τόσο σε θέματα διεθνούς εμπορίου όσο και σε στρατιωτικές δυνάμεις και οργάνωση.

Τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν λόγω της αποπληρωμής και η γερμανική οργή για τους όρους της Συνθήκης αναφέρονται συχνά ως δύο από τους πλέον αποφασιστικούς λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την άνοδο του Χίτλερ και, τελικά, την έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από πολλούς ιστορικούς καθώς και από διανοούμενους διεθνούς φήμης όπως ο Τζων Κέυνς και ο Μπέρτραντ Ράσελ.

Το άρθρο 231 της Συνθήκης (το επονομαζόμενο «άρθρο της πολεμικής ενοχής») όριζε ότι η Γερμανία ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για όλες τις «απώλειες και ζημίες» που είχαν υποστεί οι Σύμμαχοι στη διάρκεια του πολέμου και έθετε τη βάση των αποζημιώσεων. Τον Ιανουάριο του 1921 το συνολικό ποσό που αποφασίστηκε από τη Διασυμμαχική Επιτροπή Αποζημιώσεων ορίστηκε στα 269 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα (δηλαδή περίπου 96.000 τόνους χρυσού). Η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984. 

Πολλοί οικονομολόγοι έκριναν το ποσό υπερβολικό. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, το ποσό περιορίστηκε στα 132 δισεκατομμύρια μάρκα, που παρέμενε αστρονομικό σύμφωνα με τους περισσότερους Γερμανούς παρατηρητές, τόσο λόγω του ύψους του ποσού όσο και γιατί η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984. Το 1921 ο Καρλ Μέλχιορ (Κarl Melchior) πρώην στρατιωτικός και Γερμανός επενδυτής της "M. M. Warburg & Co", που ήταν μέλος της γερμανικής αντιπροσωπείας, θεώρησε σκόπιμο να αποδεχτεί η Γερμανία το βάρος αστρονομικών αποζημιώσεων. 

Όπως είπε: «Μπορούμε να τα καταφέρουμε τα δύο-τρία πρώτα χρόνια με δάνεια από το εξωτερικό. Μετά από αυτό το διάστημα, τα ξένα κράτη θα έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι αποζημιώσεις μπορούν να πληρωθούν μόνο με τεράστιες γερμανικές εξαγωγές και ότι αυτές οι εξαγωγές θα καταστρέψουν το εμπόριο στην Αγγλία και την Αμερική, οπότε οι ίδιοι οι πιστωτές θα πιέσουν για μετατροπή των όρων.»

 
Εκ πρώτης όψεως, η πληρωμή των αποζημιώσεων αυτών μοιάζει αδύνατη. Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που υποστηρίξαν το αντίθετο, όπως πχ. ο Γουίλιαμ Κέιλορ (William R. Keylor), στο "Versailles and International Diplomacy", «η αύξηση της φορολογίας και ο περιορισμός της κατανάλωσης στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης θα μπορούσε να δημιουργήσει το απαραίτητο πλεόνασμα εξαγωγών για τη δημιουργία ξένου συναλλάγματος και την πληρωμή των αποζημιώσεων.» 

Όμως προφανώς, μια τέτοια πολιτική σκληρής λιτότητας-δεδομένων των δραματικών οικονομικοκοινωνικών συνθηκών που κυριαρχούσαν ήδη στην Γερμανία, θα επέτεινε και την δυσχερή πολιτική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η νεότευκτη δημοκρατία. Η Αστική τάξη της Χώρας και η Πολιτική εξουσία των Σοσιαλδημοκρατών στρέφεται προς τα αμερικανικά εμπορικά δάνεια τόσο για να μπορεί να πληρώνει τις πολεμικές αποζημιώσεις, όσο και για να αποκαταστήσει την διαλυμένη βιομηχανική παραγωγή και την οικονομική ζωή της Χώρας. 

Ταυτόχρονα ο Πληθωρισμός καλπάζει πράγμα που βοηθάει τις μεγάλες βιομηχανίες και τις επιχειρήσεις που είναι στραμένες προς τις εξαγωγές! Αντίθετα η μικρομεσαία τάξη στενάζει κάτω από το βάρος της νέας οικονομικής πραγματικότητας. Αυτή η τάξη των νεόφτωχων είναι που θα αποτελέσει και τον κύριο πυρήνα της ανόδου της ακροδεξιάς και του Ναζισμού. Και μαζί της θα παρασύρει και την εργατική τάξη που έχει μείνει ακέφαλη. Η επαναστατική αριστερά πάνω στην οποία το Γερμανικό Προλεταριάτο εναπόθεσε τις ελπίδες του τους προηγούμενους μήνες, έχει ηττηθεί και βρίσκεται στην παρανομία.

Αρχικά τουλάχιστον, η πολιτική κατάσταση στην «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» φαίνεται να ομαλοποιείται! Στις 31 Ιουλίου του 1919 ψηφίζεται το περιλάλητο «Σύνταγμα της Βαϊμάρης», το πρώτο δημοκρατικό σύνταγμα της Γερμανίας. Κάτω όμως από την επιφανειακή ομαλότητα ένα ύπουλο σαράκι ροκάνιζε την νεότευκτη Δημοκρατία. Οι ίδιες δυνάμεις που είχαν χρησιμοποιηθεί από την Εξουσία, για να σαρώσουν την Εργατική Επανάσταση ήταν τώρα αυτές που θα την απειλούσαν!

Η Άνοδος της Άκρας Δεξιάς

H πρώτη μεγάλη κρίση που αντιμετώπισε η νεοπαγής δημοκρατία ήταν το ακροδεξιό πραξικόπημα στις 13 Μαρτίου του 1920 με επικεφαλής τον δημοσιογράφο Βόλφγκανγκ Καπ (Wolfgang Kapp), τον στρατιωτικό διοικητή του Βερολίνου Walther von Lüttwitz και τον στρατηγό Εριχ Λούντεντορφ (Erich Friedrich Wilhelm Ludendorff), ήρωα του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Αφορμή για το Πραξικόπημα ήταν η εντολή της Κυβέρνησης για τη διάλυση της Ταξιαρχίας Ερχαρτ (Ehrhardt). Στις αρχές του 1919 ο τακτικός στρατός της Γερμανίας, εκτιμώταν σε 350.000 άνδρες.

 
Υπήρχαν επιπλέον πάνω από 250.000 άνδρες στις παραστρατιωτικές Freikorps. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να μειώσει τις ένοπλες δυνάμεις της σε ένα ανώτατο όριο των 100.000. Οι μονάδες Φράικορπς ως εκ τούτου έπρεπε να διαλυθούν-εξάλλου την κύρια αποστολή τους την είχαν εκπληρώσει διαλύοντας την επανάσταση των Σπαρτακιστών. Οι δυνάμεις των πραξικοπηματιών άνδρες των Freicorps κυρίως με επικεφαλή τον Hermann Ehrhardt, κατέλαβαν το Βερολίνο και η κυβέρνηση κατέφυγε στην Δρέσδη και κάλεσε τους εργαζόμενους σε γενική απεργία. 

Το σωματείο των σιδηροδρομικών ήταν που αποφάσισε να δράσει. Μεσημέρι της ίδιας κιόλας μέρας, αντιπροσωπεία τους παρουσιάστηκε στον Καπ και του ανακοίνωσε πως αν, ως το μεσημέρι της επομένης (14 του μήνα) δεν παρέδιδε την εξουσία, θα είχε να κάνει μαζί τους. Ο Καπ τους έδιωξε. Η πανσιδηροδρομική απεργία που ξέσπασε την άλλη μέρα, συνοδεύτηκε από γενική απεργία που όμοιά της ποτέ ως τότε δεν είχε γνωρίσει ο κόσμος. Με τους απεργούς να οπλίζονται και να παίρνουν θέσεις μάχης. Στις 17, το πραξικόπημα κατέρρευσε. Οι πραξικοπηματίες κρύφτηκαν. Ανάμεσά τους και κάποιος άγνωστος ως τότε, Αδόλφος Χίτλερ. Σύντομα ο κόσμος θα μάθαινε γι’ αυτόν. 

Ο αρχιπραξικοπηματίας Βόλφγκανγκ Καπ το έσκασε στη Σουηδία. Θα ξαναγύριζε το 1922 για να δικαστεί. Πέθανε πριν να αρχίσει η δίκη. Το πραξικόπημα κατέρρευσε τελικά αλλά η απόπειρα απέδειξε την ύπαρξη ισχυρών ακροδεξιών στοιχείων στη γερμανική κοινωνία και στο στράτευμα. Οι άνδρες της Ταξιαρχίας Ερχαρτ (Ehrhardt), που πήραν μέρος στο πραξικόπημα, είχαν στα κράνη τους ένα νέο σύμβολο φερμένο από τη Βαλτική όπου είχαν πολεμήσει: τον αγκυλωτό σταυρό.

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Χίτλερ ήταν ένας απλός υποδεκανέας του 16ου Βαυαρικού Συντάγματος Εφέδρων Πεζικού, Λιστ, στο δυτικό μέτωπο. Με τη λήξη του πολέμου, παρέμεινε στο στρατό μέχρι τον Απρίλιο του 1920, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Στο διάστημα αυτό, από το τέλος, δηλαδή, του πολέμου και έως τη συνταξιοδότησή του, η στρατιωτική υπηρεσία που ασκούσε ήταν αυτή του ειδικού πολιτικού παρατηρητή των νέων εθνικιστικών ομάδων που δημιουργούνταν και οι οποίες αποτέλεσαν τα φύτρα του γερμανικού φασισμού. 

Τις ομάδες αυτές τις παρακολουθούσε και συνέτασσε εκθέσεις για τη δράση και τις ιδέες τους. Μ' αυτή την ιδιότητά του, το Σεπτέμβρη του 1919, ήρθε κοντά στο εθνικιστικό κόμμα DAP (Deutsche Aibeiter Partei: Γερμανικό Εργατικό Κόμμα) κι έγινε μέλος του. Τι ήταν, όμως, αυτό που έκανε δυνατή την εμφάνιση τέτοιων ομάδων σαν το DAP; Στην ιστοριογραφία, συνήθως, τονίζεται ότι οι ομάδες αυτές ήταν αποκλειστικά το δημιούργημα της ήττας που είχε υποστεί η Γερμανία στον πόλεμο.

 
«Ο ναζισμός»-γράφει ο Ζακ Ντελαρί- «γεννήθηκε από το σύμπλεγμα της ήττας. Οταν η Γερμανία υποχρεώθηκε να ομολογήσει πως νικήθηκε το Νοέμβριο του 1918, οι στρατιωτικοί της αρνούνταν να παραδεχτούν την ήττα αυτή και νόμιζαν πως δεν τους άξιζε». Χωρίς αμφιβολία, ο ισχυρισμός αυτός εμπεριέχει τη μισή αλήθεια. Ο γερμανικός φασισμός δε δημιουργήθηκε μόνο από το σύμπλεγμα της ήττας, αλλά και από την ανάγκη της γερμανικής αστικής τάξης να αντιμετωπίσει την επανάσταση που την απειλούσε. 

«Οι σπόροι του φασισμού»-σημειώνει ο Ουίλ. Φόστερ- «φυτεύτηκαν, όταν οι σοσιαλδημοκράτες πρόδωσαν την επανάσταση του 1918. Οι συμμορίες των αξιωματικών, που είχε επιστρατεύσει τότε ο Νόσκε, για να πυροβολήσουν τους επαναστατημένους εργάτες αποτέλεσαν τον πυρήνα της μαζικής οργάνωσης του Χίτλερ». 

Ο Χίτλερ πήρε πολύ γρήγορα τον έλεγχο του DAP στα χέρια του και κατάφερε μάλιστα να το αναμορφώσει ουσιαστικά, φτιάχνοντας, τον Αύγουστο του 1921, με τη βοήθεια του Ερνστ Γιούλιους Ρεμ (Ernst Julius Röhm) το NSDAP (Nationalsozialistische Deutsche Aibeiter Partei: Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα), στο οποίο συνενώνονταν τρεις φασιστικές ομάδες: Το DAP, το Γερμανικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Γερμανικό Κόμμα. Το NSDAP λεγόταν εν συντομία «Ναζιστικό κόμμα» και τα μέλη του «Ναζί» από τα αρχικά NS της πρώτης λέξης της ονομασίας του.

Σύλληψη και Δολοφονία των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ

Αργά το απόγευμα της 15ης Ιανουαρίου 1919 κι ενώ είχε κυκλοφορήσει από το πρωί το τελευταίο της άρθρο, η Ρόζα και ο Καρλ, που κρύβονταν σε άλλο σπίτι κάθε μέρα, συνελήφθησαν μαζί με τον Πικ, στο τελευταίο τους καταφύγιο στη Βίλμερσντορφ, προάστιο στα δυτικά του Βερολίνου, στον αριθ. 53 της οδού Μανχάιμ, στο σπίτι μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας, από μια περίπολο της πολιτοφυλακής, με επικεφαλής τον υπολοχαγό Λίντερ και τον ξενοδόχο Μέριγκ, μέλος του συμβουλίου των πολιτών της Βίλμερσντορφ, κάθε μέλος της οποίας πολιτοφυλακής, πήρε στη συνέχεια 15 μάρκα από την Αντιμπολσεβίκικη Λίγκα.

Ο Καρλ και η Ρόζα διαμαρτυρηθήκανε και δείξανε ψεύτικες ταυτότητες, αλλά ένας χαφιές, που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Λίμπκνεχτ, αποκάλυψε ποιοι πραγματικά ήταν.

Ο Καρλ οδηγήθηκε πρώτα στο γενικό επιτελείο του συμβουλίου των πολιτών και κατόπιν στο ξενοδοχείο Eντεν. Αμέσως κατόπιν η Ρόζα και ο Πικ φτάσανε επίσης εκεί με ισχυρή στρατιωτική συνοδεία.


Τους μετέφεραν σε χωριστά αυτοκίνητα στο ξενοδοχείο Έντεν, στο οποίο ήταν εγκαταστημένο το Αρχηγείο της Μεραρχίας Έφιππης Φρουράς Πυροβολικού, από τις βασικότερες δυνάμεις που είχαν χρησιμοποιηθεί για την αιματηρή συντριβή της Εξέγερσης του Ιανουαρίου.

Οταν ο Λίμπκνεχτ έφτασε στο ξενοδοχείο δέχτηκε χτυπήματα, με υποκόπανο όπλου, στο κεφάλι, ενώ η Λούξεμπουργκ και ο Πικ έγιναν δεχτοί με ουρλιαχτά και βρισιές.

Ο Πάουλ Φρέλιχ,στο βιβλίο του «Ρόζα Λούξεμπουργκ», γράφει:

«Ενώ ο Πικ φρουρούνταν σε μια γωνιά του διαδρόμου, η Ρόζα και ο Καρλ σύρθηκαν μπροστά στο λοχαγό Παμπστ για να υποστούν μιαν "Ανάκριση". Λίγο κατόπιν πήραν τον Καρλ. Βγαίνοντας από το κτίριο ένας ναύτης τον έριξε κάτω με χτυπήματα υποκόπανου. Κατόπιν τον ρίξανε σε ένα αυτοκίνητο μέσα στο οποίο ανέβηκαν ο υπολοχαγός Χορστ φον Πφλουγκ - Χάρτουνγκ, ο λοχαγός Χάιντς φον Πφλουγκ - Χάρτουνγκ, οι υπολοχαγοί Λίτμαν φον Ρίτεγκεν, Στρίγγε και Σουλτζ και ο ιππέας Φρίντριχ. Στο Νόιερ Σέε μέσα στο Τιέργκαρντεν βγάλανε από το αυτοκίνητο μισολιπόθυμο τον Λίμπκνεχτ, τον τράβηξαν μερικά βήματα και τον δολοφόνησαν. Το πτώμα του το παρέδωσαν κατόπιν σε ένα σταθμό πρώτων βοηθειών με τη δήλωση ότι πρόκειται για το πτώμα αγνώστου.

Λίγο κατόπιν μετά τον Λίμπκνεχτ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ σύρθηκε έξω από το ξενοδοχείο από τον υπολοχαγό Φόγκελ. Μπροστά στην πόρτα την περίμενε ο υπολοχαγός Ρούγκε, ένας πνευματικά έκφυλος, που είχε πάρει διαταγή από τους υπολοχαγούς Φόγκελ και Πφλουγκ - Χάρτουνγκ να χτυπήσει τη Ρόζα. Με δυο χτυπήματα του υποκόπανου έσπασε το κρανίο τη Ρόζας. Σχεδόν άπνους ρίχτηκε μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Μερικοί αξιωματικοί πηδήσανε στο όχημα. Ενας χτύπησε τη Ρόζα με τη λαβή του περιστρόφου του. Ο υπολοχαγός Φόγκελ την πυροβόλησε στο κεφάλι. Το πτώμα μεταφέρθηκε μέσω του Τιέργκαρντεν και από εκεί ρίχτηκε από ψηλά, από τη γέφυρα του Λιχτενστάιν στο κανάλι Λάνβεχρ.

Στη συγκλονιστική κηδεία του Λίμπκνεχτ και άλλων 31 δολοφονημένων Σπαρτακιστών έθαψαν δίπλα του, με το όνομα της Ρόζας, ένα άδειο φέρετρο.

Το Μάη του 1919 το πτώμα ξεβράστηκε στην όχθη». Το Βερολίνο ξεσηκώθηκε και κήδεψε για δεύτερη φορά τη Ρόζα Λούξεμπουργκ.


Ανάμεσα στις δύο κηδείες είχε μεσολαβήσει η Εξέγερση του Μαρτίου, όταν οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες είχαν κατεβεί σε ειρηνική γενική απεργία με οικονομικά, κυρίως, αιτήματα και η κυβέρνηση είχε απαντήσει με ένα λουτρό αίματος και τρομοκρατίας : 30 ναύτες της Ναυτικής Μεραρχίας, αυτοί που είχαν μείνει "ουδέτεροι" τον Ιανουάριο κι εξίσου "ουδέτεροι" παρέμεναν και το Μάρτιο, απήχθησαν ενώ περίμεναν στην ουρά για να πληρωθούν το μισθό τους και τουφεκίστηκαν κατευθείαν και χωρίς εξηγήσεις. Μαζί με τους 1.200 νεκρούς της Εξέγερσης του Μαρτίου, είχε ενταφιαστεί ουσιαστικά και η Νοεμβριανή Επανάσταση στο Βερολίνο.

H Κατάληψη του Ρουρ

Το 1923, ενώ τον προηγούμενο χρόνο, με συνταγματική τροπολογία, η προεδρική θητεία του είχε παραταθεί ως το 1925, ο Εμπερτ ως πρόεδρος της Δημοκρατίας κλήθηκε να αντιμετωπίσει νέο σοβαρό πρόβλημα. Λόγω της ασυνέπειας της Γερμανίας ως προς τη δόση των πολεμικών αποζημιώσεων που η Συνθήκη των Βερσαλλιών την είχε υποχρεώσει να καταβάλει, η Γαλλία και το Βέλγιο κατέλαβαν την περιοχή του Ρουρ, το σημαντικότερο κέντρο βιομηχανιών και ορυχείων της χώρας. 

Οι Γερμανοί εργάτες απάντησαν κηρύσσοντας γενική απεργία στην περιοχή του Ρουρ. Οι συνδυασμένες συνέπειες από την κατάληψη και την απεργία υπήρξαν εξαιρετικά επώδυνες για τη χώρα και προκάλεσαν βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση. Εκατομμύρια εργαζόμενοι έμειναν χωρίς δουλειά και ο πληθωρισμός έφτασε σε τρομακτικά ύψη. 

Τον Νοέμβριο του 1923 εκδηλώθηκε στο Μόναχο το λεγόμενο «πραξικόπημα της μπιραρίας» (μια μπιραρία ήταν το αρχηγείο της κίνησης), όταν ο Αδόλφος Χίτλερ και οι οπαδοί του επιχείρησαν να καταλάβουν την εξουσία στη Βαυαρία. Το πραξικόπημα τελικά κατεστάλη αφού η αστυνομία σκότωσε 16 διαδηλωτές, οπαδούς του Χίτλερ, αλλά άνοιξε ο δρόμος προς την εξουσία για τον Χίτλερ.


Το Πραξικόπημα της Μπυραρίας

Η 9η Νοεμβρίου 1923, ή η 9η του 11ου, έμεινε στη Γερμανική ιστορία ως η μέρα του πραξικοπήματος της μπυραρίας, της πρώτης προσπάθειας των ναζί να στασιάσουν ενάντια στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και να καταλάβουν την εξουσία. Το εν λόγω πραξικόπημα απέτυχε λόγω της σθεναρής αντίστασης μιας χούφτας ανθρώπων, που έδρασαν αποφασιστικά την κατάλληλη ώρα και είχε σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη του συνόλου σχεδόν της ηγεσίας του ναζιστικού κόμματος. 

Παρ’ όλα αυτά, η δίκη των στασιαστών έδωσε στον Χίτλερ και τους υπόλοιπους ναζί τον άμβωνα που αποζητούσαν για να διαφημίσουν τις ιδέες τους σε εθνικό επίπεδο και να πετύχουν έτσι μια δυσανάλογη, για το μέγεθος του κόμματός τους, προπαγανδιστική νίκη.

Οι μπυραρίες στις μεγαλύτερες πόλεις της νότιας Γερμανίας αποτελούσαν μέρη συγκέντρωσης για μπυροποσία, αλλά και ανταλλαγή πολιτικών απόψεων και σημεία διεξαγωγής πολιτικών συγκεντρώσεων, παράδοση που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Μια από τις μεγαλύτερες μπυραρίες του Μονάχου ήταν η Μπεργκερμπρόικελερ, όπου και πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα του Μονάχου το 1923. 

 Στην περίοδο μετά τον Α΄ Π.Π. και την ήττα της Γερμανίας, δημιουργήθηκαν κάποια ακροδεξιά κόμματα από πρώην αξιωματικούς και στρατιώτες, που δεν είχαν χωνέψει την ήττα και είχαν διάφορες ρεβανσιστικές απόψεις, ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο, αλλά τα ένωνε το σφοδρό μίσος για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Χίτλερ, από το 1919, είχε λάβει εντολή από τον στρατάρχη Λούντεντορφ να διεισδύσει στο μικρό κόμμα των Γερμανών εργατών και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να γίνει ο ηγέτης του. 

Στις 27/9/23, ο Χίτλερ ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιούσε 14 μαζικές πολιτικές συγκεντρώσεις ενάντια στην κυβέρνηση και σαν απάντηση ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, φον Κνίλινγκ, κήρυξε το κρατίδιο σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και διόρισε μια τριανδρία, που αποτελούνταν από τους φον Καρ, φον Λόσοβ και φον Σάϊσερ, ως υπεύθυνους για την τήρηση της τάξης. Στην πραγματικότητα ο φον Καρ, φανατικός μοναρχικός και εχθρός της Βαϊμάρης, πριν την επιλογή του στην τριανδρία συνομιλούσε καθημερινά με τον Χίτλερ περί σεναρίων ανατροπής της τάξης.

 
Στις 8/11, ο φον Καρ είχε οργανώσει μια πολιτική ομιλία στην μπυραρία Μπέργκερμπροϊ, όπου θα απευθυνόταν σε ένα κοινό 3.000 ατόμων. Στην ομιλία θα παρίστατο και όλη η πολιτική ηγεσία της Βαυαρίας μαζί με τους υπόλοιπους δύο της τριανδρίας. Ο Χίτλερ απλώς ζούσε για τέτοιες στιγμές και σε χρόνο μηδέν αποφάσισε την εισβολή στην μπυραρία, τη σύλληψη όλων και την κήρυξη εθνικιστικής επανάστασης. 

Ταυτόχρονα, ομάδες των S.A. θα καταλάμβαναν κτήρια-κλειδιά του Μονάχου και θα κινητοποιούσαν τους σπουδαστές της ακαδημίας αξιωματικών πεζικού για την κατάληψη άλλων αντικειμενικών στόχων. Όντως, το βράδυ της 8ης, 600 φαιοχίτωνες περικύκλωσαν τη μπυραρία, έστησαν ένα πολυβόλο στην είσοδο και ο Χίτλερ με καμιά 20ριά άτομα εισέβαλαν στην αίθουσα και με σπρωξιές άνοιξαν δρόμο στο πλήθος και έφτασαν στην εξέδρα. Εκεί, ο Χίτλερ πυροβόλησε στον αέρα, ανέβηκε σε μια καρέκλα και ανακοίνωσε την κήρυξη της επανάστασης, τη δημιουργία νέας κυβέρνησης και την επιτυχημένη κατάληψη των στρατώνων της αστυνομίας και του στρατού (πράγμα που δεν ίσχυε). 

Με το που τελείωσε την ανακοίνωσή του, άφησε τον Γκέρινγκ να εξηγήσει τους λόγους της στάσης και με την απειλή περιστρόφου οδήγησε την τριανδρία σε ένα παρακείμενο δωμάτιο, όπου απαίτησε την υποστήριξή τους στο πραξικόπημα, ειδάλλως θα εκτελούνταν επί τόπου. Ο φον Καρ αρνήθηκε να συμμορφωθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή έφτασε στην μπυραρία και ο φον Λούντεντορφ, που πήγε αμέσως στο δωμάτιο που κρατούνταν οι τρεις και έκανε έκκληση στην αίσθηση του καθήκοντός τους και τους έπεισε να δώσουν τη συγκατάθεσή τους έστω και διστακτικά. 

Στο μεταξύ, ο Χίτλερ είχε γυρίσει στο αμφιθέατρο, όπου έβγαλε έναν αυθόρμητο λόγο που μέσα σε δευτερόλεπτα άλλαξε τη διάθεση των συγκεντρωμένων. Ο Α. Μύλλερ, καθηγητής ιστορίας στο παν/μιο του Μονάχου, έγραψε αργότερα πως: «Ποτέ στη ζωή μου δεν ήμουν μάρτυς μιας τέτοιας πλήρους μεταβολής της διάθεσης του πλήθους μέσα σε λίγα λεπτά. Είχε κάτι από χόκους πόκους, σαν να τους είχε κάνει μάγια». 

Ο λόγος του Χίτλερ τελείωσε με τα λόγια: «Ή η γερμανική επανάσταση θα αρχίσει σήμερα και το αύριο θα μας βρει με μια πραγματική εθνικιστική κυβέρνηση στη Γερμανία, ή θα μας βρει νεκρούς πριν την αυγή». Ένα εκκωφαντικό παραλήρημα ιαχών ακολούθησε, σείοντας ολόκληρη την αίθουσα, αλλά και τους δρόμους γύρω απ’ αυτήν.

 
Το βράδυ χαρακτηρίστηκε από ταραχές και ασάφεια αφού κυβερνητικοί παράγοντες, και μονάδες του στρατού, δεν είχαν ακόμη αποφασίσει με ποιους να ταχθούν. Το πρωί αποφασίστηκε να συλλάβουν όλο το δημοτικό συμβούλιο του Μονάχου ως ομήρους, αλλά γρήγορα ο Χίτλερ συνειδητοποίησε πως το πραξικόπημα είχε βαλτώσει, καθώς οι κινηματίες δεν ήξεραν τι να κάνουν και εξέταζαν το ενδεχόμενο να τα παρατήσουν. 

Τότε ο φον Λούντεντορφ διέταξε να γίνει πορεία μέσα στο Μόναχο, με κατεύθυνση το υπουργείο Άμυνας, όπως και έγινε, με 2.000 άτομα να παρελαύνουν σε αραιό σχηματισμό. Μπροστά στο κτήριο Φελντχερενχάλε, βρέθηκαν αντιμέτωποι με 100 οπλισμένους αστυνομικούς, αντάλλαξαν πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα τον θάνατο 16 ναζί και 4 αστυνομικών, αλλά και τον τραυματισμό του Χίτλερ, του Γκέρινγκ και άλλων και τη διάλυση της πορείας. 

Το πραξικόπημα είχε τελειώσει άδοξα. Ο άνθρωπος που σταμάτησε τους στασιαστές ήταν ο Φραντς Ματ, υπουργός Παιδείας της Βαυαρίας, ο οποίος απουσίαζε από την ομιλία στην μπυραρία και αποφασιστικά επικοινώνησε με τα αστυνομικά τμήματα και τον στρατό, δίνοντας οδηγίες στον κρατικό μηχανισμό για κατάπνιξη της στάσης πριν οι πραξικοπηματίες προλάβουν να παρέμβουν.

Στη δίκη-παρωδία για εσχάτη προδοσία, που έγινε μετά τη σύλληψη του Χίτλερ και των υπόλοιπων στασιαστών, ο Λούντεντορφ αθωώθηκε γιατί δήλωσε πως βρέθηκε εκεί κατά λάθος, οι Ε. Ρεμ και Β. Φρικ αφέθηκαν ελεύθεροι αν και είχαν κριθεί ένοχοι, ενώ ο Χίτλερ και ο Ες καταδικάστηκαν σε 5 χρόνια εγκλεισμού σε φρούριο, από τα οποία θα εξέτιαν τελικά 8 μήνες. Αυτή ήταν μια ιδιόμορφη ποινή, για άτομα που ο δικαστής έκρινε πως είχαν έντιμα αν και εσφαλμένα κίνητρα, που απέκλειε τα καταναγκαστικά έργα και προέβλεπε άνετα κελιά και καθημερινές επισκέψεις για τους κρατουμένους.

Για τον Χίτλερ, το πραξικόπημα, παρότι απέτυχε, του έδωσε τη δυνατότητα πρόσβασης σε εθνικό πλέον ακροατήριο και τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι για να κερδίσει την καρδιά του μέσου Γερμανού έπρεπε τα πάντα να συμβαίνουν υπό μία επίφαση νομιμότητας. Το 1933, ένας ακόμα συνδυασμός συντηρητικών-μοναρχικών-εθνικιστών, που θα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τον Χίτλερ για τους δικούς του σκοπούς, θα έφερνε το ναζιστικό κόμμα στην εξουσία, όταν ο φον Πάπεν θα καλούσε τον Χίτλερ να σχηματίσει νόμιμη κυβέρνηση.

 
Το Ράιχσταγκ στις Φλόγες

Αφού η «κοινή γνώμη» προθερμάνθηκε με τις πυρκαγιές της 26ης Φλεβάρη, την επομένη, 27 του Φλεβάρη, ώρα 9 μ.μ., εκδηλώνεται πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. «Κατά σύμπτωση» και πάλι, εκείνο το βράδυ ο επιθεωρητής του κτιρίου, μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, αφήνει όλους τους υπαλλήλους, που είχαν υπηρεσία, να φύγουν νωρίτερα. Οι δράστες, είναι ολοφάνερο, έπρεπε να μπορούν να εισδύσουν ανενόχλητοι από έναν υπόγειο διάδρομο, που βρισκόταν στο σπίτι του προέδρου της Βουλής Γκέρινγκ, και να μείνουν ασύλληπτοι. 

Και για τρίτη φορά «κατά σύμπτωση» ακριβώς εκείνη την ημέρα , ο Χίτλερ, ο Γκαίμπελς και ο Γκέρινγκ έμειναν στο Βερολίνο, αν και ο εκλογικός αγώνας βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Δεν πήραν μέρος εκείνη τη βραδιά σε καμιά προεκλογική συγκέντρωση, προφανώς για να μπορούν να δώσουν αμέσως από τον τόπο της πυρκαγιάς το σύνθημα για το κυνηγητό των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών. 

Ο Χίτλερ, μάλιστα, δεν περίμενε τα αποτελέσματα της ανάκρισης του μισότυφλου Ολλανδού Βαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe), που συνελήφθη στο Ράιχσταγκ ως ύποπτος, και δηλώνει: «Αυτό είναι ένα σημάδι απ' το θεό. Κανείς δε θα μας εμποδίσει να εξαφανίσουμε τους κομμουνιστές, με σιδερένια γροθιά».

Την ίδια νύχτα ακόμα, όταν σ' ολόκληρη τη Γερμανία είχαν κιόλας συλληφθεί απ' την αστυνομία και την «Ες-Α»(SA), την ασφάλεια, πάνω από 10.000 κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες, το ραδιόφωνο μεταδίδει ότι ο Βαν ντερ Λούμπε είχε μαζί του ένα βιβλιάριο μέλους του κομμουνιστικού κόμματος. Στις 29 του Φλεβάρη, μάλιστα, η εφημερίδα του Βερολίνου «Λοκάλ-Αντσάιγκερ» ανακοινώνει: «Οι δράστες του Ράιχσταγκ έχουν εκπαιδευτεί στη Ρωσία».

Στις 9 του Μάρτη, σ' ένα εστιατόριο του Βερολίνου, συλλαμβάνονται οι τρεις Βούλγαροι κομμουνιστές Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, Βασίλ Τάνεφ και Μπλαγκόι Ποπόφ σαν συνένοχοι.


Μόλις λίγες μέρες αργότερα, διαπιστώνεται ότι ο Βαν ντερ Λούμπε είναι ένας πουλημένος στους φασίστες αγύρτης αντικομμουνιστής, που έβαλε φωτιά, μαζί με άνδρες της «Ες-Α», που το 'σκασαν έγκαιρα. Το βιβλιάριό του ως μέλους του κομμουνιστικού κόμματος είχε δήθεν κόκκινο χρώμα. Ομως, το βιβλιάριο του ΚΚΓ είναι μαύρο και του ολλανδικού κόμματος δεν είναι κι αυτό κόκκινο. Ο Λούμπε ήταν, μεν, κάποτε μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας στην Ολλανδία, έφυγε, όμως απ' αυτήν στις αρχές Απρίλη του 1931, λόγω διαφωνιών. 

Στη συνέχεια, ταξίδεψε στη Γερμανία, όπου ανέπτυξε σχέσεις με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Μάλιστα, όπως έγινε γνωστό, διατηρούσε ομοφυλοφιλικές σχέσεις με στελέχη των ναζί. Η οικονομική του εξάρτηση απ' αυτούς είναι ολοφάνερη. Το ότι πήγε τάχα στη Ρωσία, γι' αυτό ούτε και ο ίδιος ξέρει τίποτα.

Στη δίκη για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, το φθινόπωρο του 1933 στη Λειψία, το ψέμα για τους κομμουνιστές εμπρηστές ξεσκεπάζεται ολοκληρωτικά. Ο επιφανής ηγέτης της διεθνούς εργατικής τάξης Γκεόργκι Ντιμιτρόφ αποδείχνει, με απόλυτη ακρίβεια, ότι οι ίδιοι οι εθνικοσοσιαλιστές έβαλαν τη φωτιά στο κτίριο της Βουλής. Από κατηγορούμενος γίνεται κατήγορος. Μετά και από την κινητοποίηση της παγκόσμιας δημοκρατικής κοινής γνώμης, το δικαστήριο υποχρεώνεται να αθωώσει τους κατηγορούμενους κομμουνιστές.

Σε θάνατο καταδικάστηκε, όμως, ο Βαν ντερ Λούμπε, που η εκτέλεσή του έγινε μερικές βδομάδες αργότερα. Την ίδια τύχη είχε και ο αρχηγός της «Ες-Α» (SA) Καρλ Ερνστ, που, ολοφάνερα, κάτω από την καθοδήγησή του, εκτελέστηκε η εντολή της ναζιστικής καθοδήγησης. Στις 30 του Ιούνη 1934, από αφορμή το «πραξικόπημα του Ρεμ», δολοφονείται κι αυτός. Οι νεκροί δε μιλούν!

Ο Χίτλερ εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη θέση του και πείθει τον πρόεδρο φον Χίντενμπουργκ να εκδώσει το "Διάταγμα της Εξουσιοδοτήσεως" (γερμ. Ermächtigungsgesetz), με το οποίο αναστέλλονται οι δημοκρατικές ελευθερίες που είχε επιφέρει η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το πλήρες και ορθό όνομα του νόμου είναι «Νόμος για την σωτηρία του λαού και του Ράϊχ, 24.03.1933». Το Κομμουνιστικό Κόμμα κηρύσσεται εκτός Νόμου, οι ηγέτες του συλλαμβάνονται, τα μέλη του διώκονται.


Έχοντας απαλλαγεί από ένα βασικό ιδεολογικό αντίπαλο, ο Χίτλερ προκαλεί νέες εκλογές το Μάρτιο του 1933, με σκοπό να αποκτήσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Οι εκλογές διεξάγονται με τον Χίτλερ Καγκελάριο και το αποτέλεσμα δίνει το 44% των ψήφων και 288 έδρες στο NSDAP. Έχοντας υποστηρικτή το μικρό Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP), οι Εθνικοσοσιαλιστές επιτυγχάνουν την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο (52%). Η κυριαρχία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος αρχίζει. Θα λήξει μόνον με τον τερματισμό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, το Μάιο του 1945.

Αντί Επιλόγου

"Το χάος του μεταπολέμου έπληξε τους βιοτέχνες, τους εμπόρους και τους υπαλλήλους όχι λιγότερο σκληρά από τους εργάτες. Η αγροτική κρίση χαντάκωνε τους χωρικούς. Ο μαρασμός των μεσαίων τάξεων δεν σήμαινε την προλεταριοποίησή τους αφού το ίδιο το προλεταριάτο τροφοδοτούσε μια γιγάντια στρατιά από μόνιμα ανέργους. Η πτώχευση της μικρομπουρζουαζίας που δύσκολα καμουφλάρονταν με τις γραβάτες και τις κάλτσες από φυτικό μετάξι, ροκάνιζε όλες τις καθιερωμένες πεποιθήσεις και πριν απ΄ όλα το δόγμα του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. 

Ο μεγάλος αριθμός των κομμάτων, ο ψυχρός πυρετός των εκλογών, η αδιάκοπη διαδοχή των κυβερνήσεων, περιπλέκανε την πολιτική κρίση σ΄ ένα καλειδοσκόπιο στείρων πολιτικών συνδυασμών. Μέσα στην ατμόσφαιρα την υπερθερμασμένη από τον πόλεμο, την ήττα, τις επανορθώσεις, τον πληθωρισμό, την κατοχή του Ρουρ, την κρίση, την εξαθλίωση και την απελπισία, η μικρομπουρζουαζία ορθώθηκε ενάντια σ΄ όλα τα παλιά κόμματα που την είχαν εξαπατήσει. 

Τα έντονα παράπονα των βουτηγμένων στη χρεοκοπία μικροϊδιοκτητών, των γιων τους πανεπιστημιακών αποφοίτων χωρίς απασχόληση και πελάτες, των άπροικων και ανύπαντρων θυγατέρων τους, απαιτούσανε τάξη και σιδερένια πυγμή. Η σημαία του εθνικοσοσιαλισμού υψώθηκε από ανθρώπους που προέρχονταν από την κατώτερη και μέση διοίκηση του παλιού στρατού. Φορτωμένοι παράσημα, οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί δεν μπορούσαν να ανεχθούν ότι ο ηρωισμός τους και οι ταλαιπωρίες τους όχι μόνο πήγανε χαμένες για την πατρίδα, αλλά ούτε καν τους έδιναν ειδικά δικαιώματα στην ευγνωμοσύνη. 

Από εδώ γεννιόταν το μίσος τους για την επανάσταση και το προλεταριάτο. Αλλά και δεν δέχονταν να βολευτούν από τους τραπεζίτες, τους βιομήχανους, τους υπουργούς, στις μέτριες θέσεις του λογιστή, του μηχανικού, του ταχυδρομικού και του εκπαιδευτικού. Από εδώ ξεπηδούσε ο σοσιαλισμός τους. Πάνω στον Ιζέρ και κάτω από το Βερντέν είχαν μάθει να θυσιάζονται, να θυσιάζουν άλλους και να μιλάνε μια γλώσσα διαταγών που επιβαλλόταν στους μικροαστούς των μετόπισθεν. Έτσι, αυτοί οι άνθρωποι έγιναν αρχηγοί.

 
Στην αρχή της πολιτικής καριέρας του ο Χίτλερ ξεχώρισε ίσως μόνο επειδή είχε ισχυρότερο ταμπεραμέντο, δυνατότερη φωνή, βεβαιότερη για τον εαυτό της διανοητική μετριότητα. Δεν πρόσφερε στο κίνημα κανένα άλλο πρόγραμμα εκτός από τη δίψα της εκδίκησης ενός προσβεβλημένου στρατιώτη. 

Ο Χίτλερ άρχισε με παράπονα και κατηγορίες ενάντια στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, στην ακρίβεια της ζωής, στην έλλειψη σεβασμού στους γενναίους υπαξιωματικούς, στις μηχανορραφίες των δημοσιογράφων και των τραπεζιτών της θρησκείας του Μωϋσή. Στη χώρα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι κατεστραμμένοι, ναυαγισμένοι, με ουλές, με πρόσφατες εκχυμώσεις. Καθένας τους ήθελε να χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι. 

Ο Χίτλερ ήξερε να το κάνει καλύτερα από τους άλλους. Είναι αλήθεια πως δεν ήξερε πως θα θεραπεύσει το κακό. Αλλά οι διαθέσεις αντηχούσαν άλλοτε σαν διαταγή κι άλλοτε σαν προσευχή που απευθυνόταν στη σκληρή μοίρα. Όπως οι απελπισμένοι ασθενείς, οι καταδικασμένες τάξεις δεν κουράζονται να παραλλάζουν τους στεναγμούς τους, ούτε να ακούνε συμβουλές. Ολοι οι λόγοι του Χίτλερ είναι οικοδομημένοι σ΄ αυτό τον τόνο. Ο άμορφος αισθηματισμός, η έλλειψη μιας πειθαρχίας της σκέψης, η άγνοια συνδυασμένη με παρδαλόχρωμα διαβάσματα, όλα αυτά τα πλην μετασχηματίζονταν σε συν. 

Έδιναν στο Χίτλερ τη δυνατότητα να ενώσει στο δισάκι του ζητιάνου του εθνικοσοσιαλισμού όλα τα είδη της δυσαρέσκειας και να οδηγήσει τη μάζα εκεί όπου αυτή τον ωθούσε. Από τους αρχικούς αυτοσχεδιασμούς δεν έμεινε στη μνήμη του δημεγέρτη παρά ότι συναντούσε την επιδοκιμασία. Οι πολιτικές του σκέψεις υπήρξαν ο καρπός της ρητορικής ακουστικής. Έτσι πραγματοποιήθηκε η εκλογή των συνθημάτων. Έτσι συσσωρεύτηκε το πρόγραμμα. Έτσι από την ακατέργαστη ύλη σχηματίστηκε ο «αρχηγός».

Οι Ναζί στην Εξουσία

Την άνοιξη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρα από το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό εθνικό λαϊκό κόμμα τον Ντίστερμπεργκ.

 
Υποψήφιος του κομμουνιστικού κόμματος ήταν ο Ερν. Τέλμαν. Οι κομμουνιστές κατέβηκαν στις εκλογές με το σύνθημα: «Οποιος ψηφίζει Χίτλερ ψηφίζει πόλεμο!». Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγ¬κέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, γι' αυτό στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποψήφιος που στήριζε η σοσιαλδημοκρατία, ο Χίντενμπουργκ.

Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη, η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούρια κυβέρνηση τη σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν (Franz von Papen), που αύξησε πρώτα πρώτα τη φορολογία και μείωσε δραστικά τα κονδύλια για την κοινωνική ασφάλιση. Ταυτόχρονα οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα. Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, πρότεινε στην ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος να κηρυχθεί γενική απεργία διαμαρτυρίας. Αλλά οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών απόρριψαν την πρόταση των κομμουνιστών και μάλιστα τους κατηγόρησαν για «πρόκληση». Οι σοσιαλδημοκράτες ματαίωναν με όλα τα μέσα κάθε εκδήλωση επαναστατικής πρωτοβουλίας των μαζών.

Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής. Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του «μικρότερου κακού», δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο «ριζοσπαστισμός από τα αριστερά». 

Στην πραγματικότητα, όμως, η γραμμή συνεργασίας με την αστική τάξη οδηγούσε από τη μια παραχώρηση στην αντίδραση στην άλλη, στην παραίτηση από τον αποφασιστικό αγώνα κατά της επίθεσης του φασισμού, στρώνοντας ουσιαστικά το δρόμο για την επιβολή του.

 
Στις εκλογές για καινούριο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη, το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα είχαν μεγάλες απώλειες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το Σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η κυβερνητική εξουσία.

Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούριες βουλευτικές εκλογές που έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες είχαν τώρα μαζί στο Ράιχσταγκ 221 έδρες, ενώ το κόμμα του Χίτλερ είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι εθνικοσοσιαλιστές έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.

Η κυβέρνηση του Πάπεν παρά τις αντιδραστικές προσπάθειές της δεν κατόρθωσε να εξασθενίσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι' αυτό άρχισε έντονα να καλλιεργείται στους κόλπους της αστικής τάξης η λύση του Χίτλερ στην κυβέρνηση. Έτσι δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη που στις 19 Νοεμβρίου 1932 o Πρόεδρος Χίντενμπουργκ έλαβε μήνυμα υπογραμμένο από του ισχυρότερους βιομηχάνους του Ράιχ (Industrielleneingabe), με το οποίο του συνέστησαν να διορίσει καγκελάριο τον Αδόλφο Χίτλερ. 

Στις 17 Νοέμβρη ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Κουρτ φον Σλάιχερ (Kurt von Schleicher). Ο Σλάιχερ κατάργησε μερικά από τα πιο μισητά έκτακτα διατάγματα του Πάπεν, αλλά ούτε αυτός πέτυχε να εκτονώσει το εργατικό, λαϊκό κίνημα. Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χίντενμπουργκ και τον Χίτλερ. 

Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ. Στις 22 Γενάρη οι χιτλερικοί οργάνωσαν με την ανοχή της αστυνομίας μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε απάντηση 150.000 εργάτες του Βερολίνου με επικεφαλής τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν, πέρασαν στις 29 Γενάρη τους δρόμους του Βερολίνου διαδηλώνοντας πως είναι έτοιμοι να αποκρούσουν τους φασίστες. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρότεινε στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον των χιτλερικών, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν.

 
Ο Σλάιχερ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 28 Ιανουαρίου 1933 και στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διορίζει τον Χίτλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος.

Οι προθέσεις του Χίτλερ, γίνονται φανερές από την πρώτη συνεδρίαση του Υπουρ-γικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ, ο Φρικ και ο Γκέριγκ, και όπου πρότεινε να χτυπηθεί άμεσα το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Χίτλερ ξεκαθάρισε το σχέδιο του: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία». Ο Χίτλερ διαλύει την βουλή και προκηρύσσει εκλογές για τις 5 Μαρτίου.

Στις 20 Φεβρουαρίου 1933, λίγο πριν τις γερμανικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, μετά από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους της Γερμανίας, μαζί με τον Σαχτ (σ.σ. Πρόεδρο της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων από το 1930, Διευθυντή της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 Υπουργό Οικονομικών των Ναζί), συναντήθηκαν στο Βερολίνο. Στη συνάντηση αυτή ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των Ναζί να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, να κτυπήσουν κάθε αντιπολίτευση με βία και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. 

Είπε μάλιστα πως «οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια». Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Γουστάβος Κρουπ, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας Alfried Krupp A.G., και πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων, τέσσερα ηγετικά στελέχη της I. G. Farben, ενός εκ των μεγαλυτέρων μονοπωλίων χημικών στον κόσμο, ο Αλβέρτος Βόγκλερ, επικεφαλής της United Steel Works της Γερμανίας και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι. Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των Ναζί στις επερχόμενες εκλογές του Μάρτη 1933, ύψους 3.000.000 μάρκων.

Ο Γκαίμπελς, υπαρχηγός του Χίτλερ και πρόεδρος του γερμανικού Κοινοβουλίου, του Ράιχσταγκ, γράφει στις 31 του Γενάρη στο ημερολόγιό του: «Σε μια συνομιλία με τον Φίρερ, καθορίζουμε την κατευθυντήρια γραμμή του αγώνα ενάντια στην κόκκινη τρομοκρατία. Προς το παρόν, θέλουμε να αποφύγουμε τα άμεσα αντίποινα, πρέπει να φουντώσει πρώτα η προσπάθεια της μπολσεβίκικης επανάστασης. Μετά, στην κατάλληλη στιγμή, θα δώσουμε το αποφασιστικό χτύπημα».

Στις 24 του Φλεβάρη 1933, η αστυνομία, για πολλοστή φορά, ενεργεί εξονυχιστικές έρευνες στο κτίριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας στο Βερολίνο. Αφού το κτίριο της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος έμεινε επί βδομάδες στην κατοχή της αστυνομίας, ξαφνικά βρέθηκε σ' αυτό «βαριά ενοχοποιητικό» υλικό. Με πελώριους τίτλους, ο ναζιστικός Τύπος μιλάει για «μυστικές οδηγίες», σύμφωνα με τις οποίες πρέπει «να πυρποληθούν κυβερνητικά κτίρια, μουσεία, επαύλεις και εργοστάσια ζωτικής σημασίας».

 
Στις 26 του Φλεβάρη, «κατά σύμπτωση», έχουμε εμπρησμούς δημοσίων κτιρίων. Ο δράστης, που κατορθώνει πάντοτε «να διαφεύγει χωρίς να αναγνωριστεί», προσπάθησε να βάλει φωτιά στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας της Βερολινέζικης συνοικίας Καΐλιν, στο Δημαρχείο και στην έπαυλη Μπερλίνερ Σλος.

Φωτογραφικό Υλικό

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου