Όταν, μετά τις εξελίξεις στην Πύλο και τον αποκλεισμό των Λακεδαιμονίων στη Σφακτηρία, οι Σπαρτιάτες ζήτησαν ανακωχή για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, οι Αθηναίοι στρατηγοί δέχτηκαν και συμφωνήθηκε ανακωχή με τους ακόλουθους όρους: «Οι Λακεδαιμόνιοι έπρεπε να συγκεντρώσουν στην Πύλο, όλα τα καράβια που πήραν μέρος στη ναυμαχία, καθώς κι όλα τα πολεμικά σκάφη τα οποία βρίσκονταν στη Λακωνία, και να τα παραδώσουν στους Αθηναίους. Όφειλαν, επίσης, να μη χτυπήσουν το οχύρωμα ούτε από στεριά ούτε από θάλασσα. Οι Αθηναίοι, εξάλλου, θα επιτρέπανε στους Λακεδαιμονίους που ήταν στη στεριά να στέλνουν στους άντρες τους στο νησί ορισμένη ποσότητα ζυμωμένου αλευριού, για κάθε οπλίτη δυο αττικές χοίνικες (περίπου δυο κιλά) κριθάρι, δυο κοτύλες (περίπου μισό κιλό) κρασί και μια μερίδα κρέας. Για κάθε υπηρέτη θα ‘στελναν τα μισά. Οι αποστολές θα γίνονταν κάτω από την επίβλεψη των Αθηναίων και κανένα πλεούμενο δε θα πήγαινε στο νησί κρυφά. Οι Αθηναίοι θα συνέχιζαν να επιτηρούν το νησί όπως και πριν, αλλά δε θα ‘καναν απόβαση σ’ αυτό ούτε θα χτυπούσαν το στρατόπεδο των Πελοποννησίων από στεριά ή από θάλασσα. Αν κάποιο από τα δυο μέρη παράβαινε οποιοδήποτε όρο της συμφωνίας, και τον πιο ασήμαντο, η ανακωχή θα τερματιζόταν. Η συμφωνία θα ίσχυε ώσπου να γυρίσουν πίσω από την Αθήνα οι Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 16).
Όταν πράγματι έφτασαν οι Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις στην Αθήνα να ζητήσουν ειρήνη, οι Αθηναίοι βλέποντας ότι έχουν το πάνω χέρι δεν ήταν δεκτικοί στις προτάσεις: «Περισσότερο από κάθε άλλον τους εξωθούσε στη στάση αυτή ο Κλέωνας του Κλεαινέτου, πολιτικός ηγέτης τα χρόνια αυτά και με την πιο μεγάλη επιρροή στο λαό. Αυτός έπεισε τους Αθηναίους ν’ απαντήσουν ότι πρώτα απ’ όλα έπρεπε να παραδοθούν με τα όπλα τους οι άντρες του νησιού και να μεταφερθούν στην Αθήνα. Όταν θα ‘φταναν τούτοι, οι Λακεδαιμόνιοι όφειλαν να τους δώσουν πίσω τη Νίσαια, τις Πηγές, την Τροιζήνα και την Αχαΐα, μέρη τα οποία δεν είχαν κατακτήσει με πόλεμο, αλλά τους τα παραχώρησαν οι Αθηναίοι με προηγούμενη συμφωνία, επειδή είχαν πάθει τότε συμφορές και είχαν ανάγκη από ειρήνη πολύ περισσότερο από σήμερα. Τότε θα τους έδιναν πίσω τους άντρες και θα μπορούσαν να κάμουν σπονδές για όσο χρόνο θα συμφωνούσαν τα δύο μέρη». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 21).
Όταν οι Σπαρτιάτες φάνηκαν διστακτικοί, αφήνοντας την πρόταση ασχολίαστη, και ζήτησαν να συναντηθούν με διορισμένους αντιπροσώπους των Αθηναίων για να συζητήσουν το θέμα, ο Κλέωνας έγινε έξαλλος. Εκμεταλλευόμενος την αμήχανη στάση των Λακεδαιμονίων, που προφανώς δεν μπορούσαν να διαπραγματευτούν ανοιχτά μια επικείμενη συμφωνία με ταπεινωτικούς όρους «γιατί υπήρχε κίντυνος να εκτεθούν στους συμμάχους τους», ύψωσε τους τόνους και κατηγόρησε τους Σπαρτιάτες για ανειλικρίνεια και για απόπειρα να κρύψουν από το λαό τις πραγματικές τους διαθέσεις, διαπραγματευόμενοι μόνο με μερικούς αντιπροσώπους. Τους προκάλεσε μάλιστα να μιλήσουν ανοιχτά εκείνη τη στιγμή ενώπιον όλων, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι αυτό ήταν αδύνατο. Ο Κλέων, πραγματικός μέντορας του λαϊκισμού, προφασιζόμενος τις λαϊκές του ευαισθησίες και την προστασία της λαϊκής συμμετοχής, επί της ουσίας κατέστησε αδύνατη κάθε ειρηνευτική συμφωνία δυναμιτίζοντας το κλίμα με τελεσιγραφικά ψευτοδιλήμματα: «Όταν τούτοι γύρισαν, τερματίστηκε η ανακωχή στην Πύλο και οι Λακεδαιμόνιοι, κατά τη συμφωνία, ζήτησαν πίσω τα καράβια τους. Οι Αθηναίοι όμως, κατηγορώντας τους πως είχαν κάμει κάποιον αιφνιδιασμό εναντίον του οχυρώματος, αντίθετα με τους όρους της ανακωχής, και για μερικές άλλες ανάξιες λόγου πράξεις, αρνήθηκαν να τα επιστρέψουν κι ισχυρίστηκαν ότι στη συμφωνία αναφερόταν πως κι η παραμικρή παραβίαση των σπονδών σήμαινε τη διάλυσή τους. Οι Λακεδαιμόνιοι διαμαρτυρήθηκαν και, καταγγέλλοντας την κατακράτηση των καραβιών σαν πράξη άδικη, ξανάρχισαν τις εχθροπραξίες. Κι οι δυο αντίπαλοι πολεμούσαν γύρω από την Πύλο με μεγάλο πείσμα». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 23).
Τα πράγματα όμως για τους Αθηναίους δεν εξελισσόταν τόσο εύκολα. Ο αποκλεισμός της Σφακτηρίας κράτησε περισσότερο απ’ όσο πίστευαν και το στράτευμα άρχισε σταδιακά να χάνει το κουράγιο του. Ο Δημοσθένης, λόγω του ότι το νησί είχε πυκνή βλάστηση, που δεν του επέτρεπε να ελέγχει απολύτως την περιοχή, δεν αποφάσιζε την απόβαση φοβούμενος πιθανό αιφνιδιασμό από τον εχθρό που και θα γνώριζε καλύτερα τα μονοπάτια και θα έλεγχε απόλυτα τις κινήσεις των εισβολέων, σε αντίθεση με τους Αθηναίους που θα κινούνταν επί της ουσίας στα τυφλά. Εξάλλου, η πανωλεθρία της Αιτωλίας – που επίσης οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην άγνωστη δασώδη περιοχή – τον βάρυνε ακόμα. Συνεχιζότανε λοιπόν ο αποκλεισμός χωρίς κάποιο ουσιαστικό σχέδιο νίκης: «Κι ήταν ο αποκλεισμός επίπονος για τους Αθηναίους, εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων και νερού. Δεν υπήρχε παρά μόνο μια πηγή, κι αυτή φτωχή, στην ακρόπολη της Πύλου κι οι περισσότεροι στρατιώτες, ανασκάβοντας τα χαλίκια στην παραλία, έπιναν ό,τι νερό ήταν φυσικό να βρουν εκεί. Εξαιτίας της στενότητας του χώρου, ήταν στρατοπεδευμένοι σε μια μικρή έκταση. Τα πληρώματα, επειδή τα καράβια δεν είχαν μέρος ν’ αράξουν, έβγαιναν με τη σειρά στη στεριά για να φάνε, ενώ οι υπόλοιποι έμεναν στα σκάφη που αγκυροβολούσαν στ’ ανοιχτά. Πολύ μεγάλη αποθάρρυνση όμως δημιουργούσε η έξω από κάθε λογική πρόβλεψη παράταση της πολιορκίας, γιατί νόμιζαν ότι θ’ ανάγκαζαν τους εχθρούς να παραδοθούν μέσα σε λίγες μέρες, μια και βρίσκονταν σ’ ένα ερημονήσι κι έπιναν γλυφό νερό. Αιτία ήταν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν προκηρύξει πως θα ‘παιρνε μεγάλη χρηματική αμοιβή όποιος εθελοντικά θα έμπαζε στο νησί αλεύρι, κρασί, τυρί κι οτιδήποτε άλλο τρόφιμο χρήσιμο στους αποκλεισμένους. Είχαν επίσης υποσχεθεί ελευθερία σε κάθε είλωτα που θα έμπαζε τρόφιμα. Πολλοί, και προπάντων οι είλωτες, ριψοκινδύνευαν κι έμπαζαν τρόφιμα, ξεκινώντας από όποιο σημείο τύχαινε της πελοποννησιακής ακτής και φτάνοντας, πριν ακόμη ξημερώσει, στην πλευρά του νησιού που βλέπει στο ανοιχτό πέλαγος. Ιδιαίτερα παραφύλαγαν, για να ξεκινήσουν για το νησί, να φυσά δυνατός άνεμος από το πέλαγος, γιατί τότε ξέφευγαν ευκολότερα την επιτήρηση των αθηναϊκών καραβιών… Από τη μεριά του λιμανιού, εξάλλου, έφταναν στο νησί βουτηχτές που κολυμπούσαν κάτω απ’ το νερό κι οι οποίοι έσερναν πίσω τους με σκοινί ασκιά γεμάτα κεφάλια παπαρούνας ανακατεμένα με μέλι και κοπανισμένο λιναρόσπορο». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 26).
Τα νέα αυτά, όταν έφτασαν στην Αθήνα, έφεραν αμηχανία. Οι Αθηναίοι ανησύχησαν μην έρθει ο χειμώνας και η υπόθεση δεν έχει τελειώσει ακόμη. Το σενάριο αυτό θα ήταν καταστροφικό, αφού και στρατός θα έχανε κάθε κουράγιο και ο ανεφοδιασμός θα γινόταν εξαιρετικά δύσκολος και η συνέχεια του αποκλεισμού σχεδόν αδύνατη, δεδομένου ότι τα πλοία βρισκόταν σε αλίμενο μέρος. Επιπλέον η σιωπή των Σπαρτιατών, που δεν επιχείρησαν περαιτέρω διαπραγματεύσεις, παρά την ξεκάθαρα δύσκολη θέση τους, έσπερνε υποψίες μήπως συμβαίνει κάτι που δίνει στους Λακεδαιμονίους σιγουριά και που αγνοούν οι ίδιοι. Το κλίμα σταδιακά άλλαζε και μετανοούσαν που δε δέχτηκαν τις ειρηνευτικές προτάσεις που τους έγιναν: «Ο Κλέωνας, που κατάλαβε πως δυσπιστούσαν όλοι στο πρόσωπό του, επειδή είχε εμποδίσει τη σύναψη ειρήνης, υποστήριζε πως αυτοί που έφερναν τις ειδήσεις από την Πύλο δεν έλεγαν την αλήθεια. Κι όταν οι απεσταλμένοι σύσταιναν, αν δεν τους πιστεύουν, να στείλουν εκεί ειδικούς εξεταστές, οι Αθηναίοι εκλέξανε ως τέτοιους τον ίδιο τον Κλέωνα και το Θεαγένη. Ο Κλέωνας, επειδή κατάλαβε πως θα αναγκαστεί ή να επιβεβαιώσει τα όσα έλεγαν εκείνοι τους οποίους είχε κατηγορήσει, ή, αν έλεγε τ’ αντίθετα, να φανερωθεί ψεύτης, σύσταινε στους Αθηναίους, βλέποντάς τους, άλλωστε, περισσότερο αποφασισμένους να ενισχύσουν το εκστρατευτικό σώμα με καινούργιες δυνάμεις, να μη στείλουν εξεταστές ούτε να αφήσουν να περνά ο καιρός με αναβολές, αλλά, αν πιστεύουν ότι οι ειδήσεις είναι αληθινές, να επιτεθούν με το στόλο τους στους πολιορκημένους. Και κάνοντας φανερό υπαινιγμό στον εχθρό του Νικία του Νικηράτου, που τότε ήταν στρατηγός, κατηγόρησε τους στρατηγούς, λέγοντας πως, αν ήταν άντρες, εύκολα, με την αναγκαία ετοιμασία, θα μπορούσαν ν’ αρμενίσουν στο νησί και να πιάσουν τους Σπαρτιάτες, κι ότι, αν ο ίδιος ήταν στρατηγός, αυτό θα ‘κανε». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 27).
Παρακολουθούμε τη διαχρονικότητα του πολιτικού αριβισμού, που αρέσκεται να εξωθεί τις καταστάσεις στα άκρα προκειμένου να καρπωθεί πολιτικά οφέλη. Γιατί εδώ δε μιλάμε για τις αναγκαστικές συγκρούσεις που πολλές φορές απαιτούνται στην πολιτική προκειμένου να διασφαλιστούν τα λαϊκά συμφέροντα. Ούτε για τους αγώνες που πρέπει να δοθούν, με όποιο κόστος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ακεραιότητα του τόπου. Εδώ μιλάμε για την άκρατη προώθηση του εαυτού, που δεν υπολογίζει κανένα δημόσιο συμφέρον, προκαλώντας συνειδητά ριψοκίνδυνες περιπέτειες, και επιρρίπτοντας αλλού τις ευθύνες. Μιλάμε για τον πολιτικό τζόγο που είναι πρόθυμος να τα παίξει όλα για όλα προκειμένου να εξασφαλίσει την πολιτική κυριαρχία. Και φυσικά, η ασφαλέστερη μέθοδος είναι αυτή της συκοφαντίας, που μπήκε σε εφαρμογή και απέναντι στους Σπαρτιάτες απεσταλμένους για την ειρήνη και απέναντι στους μαντατοφόρους από την Πύλο και στους πολιτικούς αντιπάλους – Νικίας – που δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Τα όποια αδιέξοδα προκύψουν, θα καλυφθούν με τη μετατόπιση του θέματος, αφού δεν χρειάζεται να σταλθεί ο ίδιος ως εξεταστής της κατάστασης στην Πύλο, αλλά να αναλάβει ο Νικίας να διευθετήσει την υπόθεση. Το σχέδιο προφανές. Εξωθώντας τον Νικία σ’ ένα επικίνδυνο εγχείρημα θα έβγαινε κερδισμένος σε κάθε περίπτωση. Στην αποτυχία θα ξεφορτωνόταν τον πολιτικό του αντίπαλο ρίχνοντάς του τις ευθύνες, στην επιτυχία θα δικαιωνόταν για το σχέδιό του. Γιατί ο Κλέωνας δεν επιχείρησε να διαιωνίσει έναν πόλεμο που θα διασφάλιζε την ακεραιότητα της πόλης του. (Αυτή στην παρούσα συνθήκη κρινόταν δεδομένη). Ο Κλέωνας επιχείρησε να συνεχίσει έναν πόλεμο γιατί ήλπιζε ότι αυτή η συνθήκη θα τον εδραίωνε ακόμη περισσότερο στο πολιτικό σκηνικό. Κι αυτή είναι η πιο επικίνδυνη όψη της πολιτικής.
Όταν ο Νικίας του έδωσε τη στρατηγία και τον προκάλεσε να πάει ο ίδιος να φέρει σε πέρας την επιχείρηση, τον έφερε σε δύσκολη θέση: «Ο Κλέωνας στην αρχή, επειδή νόμισε πως ο Νικίας με τα λόγια μονάχα του παραχωρούσε την αρχηγία, ήταν έτοιμος να δεχτεί. Όταν όμως κατάλαβε ότι ο Νικίας πραγματικά ήθελε να του την παραδώσει, προσπαθούσε να υπαναχωρήσει, λέγοντας πως δεν ήταν αυτός στρατηγός, αλλά ο Νικίας. Είχε αρχίσει κιόλας να φοβάται, γιατί δε φανταζόταν ποτέ ότι ο Νικίας θ’ αποτολμούσε να του παραχωρήσει τη θέση του. Ο Νικίας επίμενε και πάλι, είπε πως παραιτιέται από την αρχηγία της εκστρατείας εναντίον της Πύλου κι επικαλιόταν τη μαρτυρία των Αθηναίων γι’ αυτό. Αλλά οι Αθηναίοι, όπως συνηθίζει να κάνει ο όχλος, όσο περισσότερο ο Κλέωνας προσπαθούσε να αποφύγει την εκστρατεία και να ανακαλέσει όσα είχε πει, τόσο περισσότερο παρακινούσαν το Νικία να του παραδώσει τη στρατηγία και φώναζαν του Κλέωνα να εκστρατεύσει. Έτσι, μην μπορώντας να ξεφύγει απ’ όσα ο ίδιος είχε πει, δέχτηκε, χωρίς να το θέλει, να κάμει την εκστρατεία, κι αφού ανέβηκε στο βήμα είπε ότι δε φοβάται τους Λακεδαιμονίους κι ότι θα εκστρατεύσει χωρίς να πάρει ούτε έναν Αθηναίο στρατιώτη, αλλά μονάχα τους οπλίτες από τη Λήμνο και την Ίμβρο που βρίσκονταν στην Αθήνα, τους πελταστές που είχαν έρθει από την Αίνο για βοήθεια, και τετρακόσιους τοξότες από άλλα μέρη. Με τις δυνάμεις αυτές είπε, και με το στρατό που βρισκόταν στην Πύλο, μέσα σε είκοσι μέρες, ή θα έφερνε στην Αθήνα ζωντανούς τους Λακεδαιμονίους ή θα τους σκότωνε επί τόπου. Οι Αθηναίοι γέλασαν λίγο με τα αστόχαστα τούτα λόγια του, οι φρονιμότεροι όμως ήταν ευχαριστημένοι, γιατί, σκέφτονταν, πως οπωσδήποτε θα πετύχαιναν ένα από τα δυο καλά: ή θα γλύτωναν από τον Κλέωνα – πράγμα που πιο πολύ περίμεναν – ή, αν έπεφταν έξω στις προβλέψεις τους, θα ‘χαν στα χέρια τους αιχμαλώτους τους Λακεδαιμονίους του νησιού». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 28).
Παρακολουθούμε καταστάσεις αρένας, όπου το συμφέρον της πόλης γίνεται παιχνίδι στα χέρια εκατέρωθεν προκλήσεων. Η πεποίθηση ότι η αποτυχία του Κλέωνα – που προφανώς θα τον εξαφάνιζε από την πολιτική ζωή – είναι κέρδος που εξισώνεται σε σημασία με την νίκη στη Σφακτηρία, είναι η ματαίωση της στρατιωτικής επιχείρησης μπροστά στις πολιτικές σκοπιμότητες. Σαν να μην διακυβεύονταν τα συμφέροντα της πόλης. Σαν να μην αγωνιζόταν ο αθηναϊκός στρατός. Βρισκόμαστε μπροστά στην πολιτική σκηνή που διαμορφώνεται αποκλειστικά από προσωπικά στοιχήματα. Στην πιο αδιάλλακτη πολιτική αλαζονεία. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις δεν μπορούμε να μιλάμε ούτε για σύνεση, ούτε για λογική στις αποφάσεις. Όλα άγονται και φέρονται από τον προσωπικό τυχοδιωκτισμό και την πρόκληση που παίρνει μορφή δημόσιου θεάματος. Είναι η πολιτική σκηνή που κυοφορεί τον Αλκιβιάδη. Που θα πάρει τις μελλοντικές αποφάσεις της σικελικής εκστρατείας. Που τελικά θα γνωρίσει τη συντριβή.
Η απόλυτη επιτυχία του Κλέωνα στη Σφακτηρία, που θα γυρίσει θριαμβευτής τηρώντας όλες τις υποσχέσεις του στο ακέραιο και φέρνοντας τους Σπαρτιάτες αιχμαλώτους, θα τον κάνει κυρίαρχο της πολιτικής σκηνής. Η συνδρομή του στρατηγού Δημοσθένη στην οργάνωση του εγχειρήματος, η τυχαία πυρκαγιά του νησιού, που προηγήθηκε της απόβασης και περιόρισε τη βλάστηση κάνοντας το μέρος ορατό, και η αποφασιστική παρέμβαση του στρατηγού των Μεσσηνίων που στην τελική αναμέτρηση περικύκλωσε τους Σπαρτιάτες: «ξεκίνησε από μέρος το οποίο δεν μπορούσαν να δουν οι εχθροί και σκαρφαλώνοντας συνεχώς στους γκρεμούς του νησιού, όπου μπορούσε να πατήσει, και σε μέρη που δεν τα φύλαγαν οι Λακεδαιμόνιοι, γιατί νόμιζαν ότι είναι απ’ τη φύση τους οχυρά, κατόρθωσε, με δυσκολία και κόπο μεγάλο, χωρίς να τον καταλάβουν, να έρθει από γύρω, κι όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε πάνω στο ύψωμα, στα νώτα τους, τρόμαξε με την απροσδόκητη εμφάνισή του τους εχθρούς… που βάλλονταν τώρα κι απ’ τις δυο μεριές, βρίσκονταν – για να συγκρίνω τα μικρά με τα μεγάλα – στην ίδια θέση που είχαν βρεθεί στις Θερμοπύλες». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 36) χάρισαν την πιο λαμπρή νίκη στους Αθηναίους. Μετά τη Σφακτηρία οι Αθηναίοι είχαν πια ξεκάθαρα το πάνω χέρι του πολέμου. Ο τυχοδιωκτισμός της πολιτικής ζωής όμως, που θα επιφέρει φοβερά στρατιωτικά λάθη, θα τους οδηγήσει στη σταδιακή φθορά, στον όλεθρο της Σικελίας και την τελική ήττα. Από αυτή την άποψη ίσως να ήταν προτιμότερο να ηττούνταν στη Σφακτηρία. Ίσως το σοκ της ήττας να λειτουργούσε εξυγιαντικά για την πολιτική σκηνή. Να τους καθιστούσε σαφές ότι δεν είναι άτρωτοι. Να εξάλειφε την αλαζονεία. Να τους υποχρέωνε να αποφασίζουν πιο συνετά. Ίσως. Όσο για τον Κλέωνα, την επόμενη φορά που θα επιχειρήσει παρόμοια στρατηγήματα θα βρει στο δρόμο του το Βρασίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου