Συναισθηματική εκμετάλλευση είναι «η συστηματική υποτίμηση του άλλου», λέει ο νεοϋρκέζος δικηγόρος Άντριου Βακς, ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην προστασία των παιδιών. «Μπορεί να γίνεται σκόπιμα ή ασυνείδητα – ή και τα δύο – πάντα όμως πρόκειται για μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, ποτέ δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός. Σκοπός της είναι να μειώσει την αυτοεκτίμηση του παιδιού σε τέτοιο σημείο, που το θύμα να θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο – ανάξιο σεβασμού, ανάξιο φιλίας, ανάξιο για να απολαμβάνει τα φυσικά δικαιώματα κάθε παιδιού: αγάπη και προστασία».
Πρόκειται για έναν εφιάλτη: Είναι η κατάχρηση εξουσίας ενός γονέα. Η κατάχρηση της αγάπης.
Τέτοιοι γονείς τρομοκρατούν το παιδί και μειώνουν τις προσπάθειές του: «Δεν μπορείς επιτέλους να κάνεις κάτι σωστό;» Μπορεί η κατάχρηση να περιλαμβάνει και σωματικό πόνο – οι βαθύτερες, όμως, πληγές, αυτές που μένουν, είναι οι ψυχικές: Το παιδί ωθείται να πιστέψει «Δεν αξίζω τίποτα».
Όταν ο πατέρας μου μεθούσε και με χτυπούσε, έλεγα, «Μακάρι να μην είχα θυμώσει τον μπαμπά». Τα λόγια μου, όπως εύκολα αντιλαμβάνομαι τώρα, ήταν τα λόγια ενός θύματος. Προσπαθούσα να δικαιολογήσω αυτό που μου έκανε ο πατέρας μου αναλαμβάνοντας το φταίξιμο για την ίδια μου την κακοποίηση. Εκ των υστέρων, ξέρω φυσικά, ότι δεν είχα καμία ευθύνη γι’ αυτά που μου έκανε ο πατέρας μου. Αυτός και μόνο αυτός ήταν υπεύθυνος για τη συμπεριφορά του.
Αναπόφευκτα, όμως, τα θύματα οδηγούνται στο να αισθάνονται ένοχα – τα κάνουν να πιστεύουν, παραδόξως, ότι η κακοποίηση που υφίστανται είναι κατά κάποιο τρόπο δικό τους σφάλμα: Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σε κακομεταχειρίζεται, είτε είσαι παιδί είτε ενήλικος.
Από τη μια, οι περισσότεροι ενήλικοι που κακοποιήθηκαν ως παιδιά, δεν κακοποιούν – παρ’ όλο που είναι ειδικοί στο να κακομεταχειρίζονται τον εαυτό τους. Από την άλλη, είναι εξαιρετικά σπάνιο ο ενήλικος που κακοποιεί να μην έχει κακοποιηθεί ως παιδί.
Κάποιοι γονείς, που δεν θα έπρεπε να είχαν γίνει ποτέ γονείς, κάνουν κάτι εξαιρετικά ολέθριο στα παιδιά τους: Δεν τους δίνουν την αγάπη τους, παρά μόνο αν τα παιδιά την «κερδίσουν». Οι γονείς αυτοί έκαναν παιδιά, για να ικανοποιούν τις δικές τους παράλογες απαιτήσεις. Για τα παιδιά αυτά, η ζωή είναι μια ατελείωτη, μάταιη προσπάθεια να κάνουν τους γονείς τους «υπερήφανους» – να χορέψουν στο ρυθμό που παίζουν οι γονείς. Σε αντίθεση με τα παιδιά που μεγαλώνουν με στοργικούς γονείς, αυτά τα παιδιά αντιμετωπίζουν μια ποικιλία δυσκολιών που μπορεί να περιλαμβάνει, σε κάποια οικογένεια παθολογικά αυστηρούς κανόνες, σε κάποια άλλη, την ευθύνη να «νοιάζονται για» τους γονείς, σε άλλη οικογένεια μπορεί να γίνεται καταπάτηση των εργασιακών νόμων, χρήση ναρκωτικών ή εκπόρνευση.
Ίσως να γνωρίζεις κάποιους ενηλίκους που μεγάλωσαν σε τέτοιες οικογένειες: Επιζητούν συνέχεια την αποδοχή των άλλων.
Στην πραγματικότητα, αυτός που κακομεταχειρίζεται τον άλλον, αδυνατεί να τον δει ως άνθρωπο. Τι κάνουμε λοιπόν;
Πρώτα πρώτα ενστερνιζόμαστε το «Είμαι υπεύθυνος για τη συμπεριφορά μου». Δεύτερον, δεχόμαστε ότι δεν είμαστε υπεύθυνοι για τη συμπεριφορά αυτού που μας κακομεταχειρίζεται. Και τέλος, παραδεχόμαστε βαθιά μέσα μας τη σπουδαιότερη απ’ όλες τις αλήθειες: Δεν το αξίζουμε να μας κακομεταχειρίζονται.
Πρόκειται για έναν εφιάλτη: Είναι η κατάχρηση εξουσίας ενός γονέα. Η κατάχρηση της αγάπης.
Τέτοιοι γονείς τρομοκρατούν το παιδί και μειώνουν τις προσπάθειές του: «Δεν μπορείς επιτέλους να κάνεις κάτι σωστό;» Μπορεί η κατάχρηση να περιλαμβάνει και σωματικό πόνο – οι βαθύτερες, όμως, πληγές, αυτές που μένουν, είναι οι ψυχικές: Το παιδί ωθείται να πιστέψει «Δεν αξίζω τίποτα».
Όταν ο πατέρας μου μεθούσε και με χτυπούσε, έλεγα, «Μακάρι να μην είχα θυμώσει τον μπαμπά». Τα λόγια μου, όπως εύκολα αντιλαμβάνομαι τώρα, ήταν τα λόγια ενός θύματος. Προσπαθούσα να δικαιολογήσω αυτό που μου έκανε ο πατέρας μου αναλαμβάνοντας το φταίξιμο για την ίδια μου την κακοποίηση. Εκ των υστέρων, ξέρω φυσικά, ότι δεν είχα καμία ευθύνη γι’ αυτά που μου έκανε ο πατέρας μου. Αυτός και μόνο αυτός ήταν υπεύθυνος για τη συμπεριφορά του.
Αναπόφευκτα, όμως, τα θύματα οδηγούνται στο να αισθάνονται ένοχα – τα κάνουν να πιστεύουν, παραδόξως, ότι η κακοποίηση που υφίστανται είναι κατά κάποιο τρόπο δικό τους σφάλμα: Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σε κακομεταχειρίζεται, είτε είσαι παιδί είτε ενήλικος.
Από τη μια, οι περισσότεροι ενήλικοι που κακοποιήθηκαν ως παιδιά, δεν κακοποιούν – παρ’ όλο που είναι ειδικοί στο να κακομεταχειρίζονται τον εαυτό τους. Από την άλλη, είναι εξαιρετικά σπάνιο ο ενήλικος που κακοποιεί να μην έχει κακοποιηθεί ως παιδί.
Κάποιοι γονείς, που δεν θα έπρεπε να είχαν γίνει ποτέ γονείς, κάνουν κάτι εξαιρετικά ολέθριο στα παιδιά τους: Δεν τους δίνουν την αγάπη τους, παρά μόνο αν τα παιδιά την «κερδίσουν». Οι γονείς αυτοί έκαναν παιδιά, για να ικανοποιούν τις δικές τους παράλογες απαιτήσεις. Για τα παιδιά αυτά, η ζωή είναι μια ατελείωτη, μάταιη προσπάθεια να κάνουν τους γονείς τους «υπερήφανους» – να χορέψουν στο ρυθμό που παίζουν οι γονείς. Σε αντίθεση με τα παιδιά που μεγαλώνουν με στοργικούς γονείς, αυτά τα παιδιά αντιμετωπίζουν μια ποικιλία δυσκολιών που μπορεί να περιλαμβάνει, σε κάποια οικογένεια παθολογικά αυστηρούς κανόνες, σε κάποια άλλη, την ευθύνη να «νοιάζονται για» τους γονείς, σε άλλη οικογένεια μπορεί να γίνεται καταπάτηση των εργασιακών νόμων, χρήση ναρκωτικών ή εκπόρνευση.
Ίσως να γνωρίζεις κάποιους ενηλίκους που μεγάλωσαν σε τέτοιες οικογένειες: Επιζητούν συνέχεια την αποδοχή των άλλων.
Στην πραγματικότητα, αυτός που κακομεταχειρίζεται τον άλλον, αδυνατεί να τον δει ως άνθρωπο. Τι κάνουμε λοιπόν;
Πρώτα πρώτα ενστερνιζόμαστε το «Είμαι υπεύθυνος για τη συμπεριφορά μου». Δεύτερον, δεχόμαστε ότι δεν είμαστε υπεύθυνοι για τη συμπεριφορά αυτού που μας κακομεταχειρίζεται. Και τέλος, παραδεχόμαστε βαθιά μέσα μας τη σπουδαιότερη απ’ όλες τις αλήθειες: Δεν το αξίζουμε να μας κακομεταχειρίζονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου