Λέμε καμιά φορά στην καθημερινή μας ζωή τη φράση «ο Χ έχει έντονες μεταφυσικές ανησυχίες» και εννοούμε, βεβαίως, ότι ο Χ προβληματίζεται έντονα πάνω σε πράγματα που ξεπερνούν τα όρια της πραγματικότητας. Ποια είναι, όμως, η πραγματικότητα για την οποία ενδεχομένως μπορούμε να μιλήσουμε; Πώς αναφερόμαστε σ’ αυτήν; Τι υπάρχει πέρα από την πραγματικότητα; Μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτήν; Και, αν ναι, τότε πώς; Αυτά είναι κάποια καίρια ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν εδώ.
Εμπειρικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι πραγματικότητα είναι το σύνολο όλων των πραγμάτων. Αν δεχθούμε αυτόν τον ορισμό, θα πρέπει να ορίσουμε πρώτα τα ίδια τα πράγματα: υπάρχουν δηλαδή τα πράγματα ή είναι μόνο μια ψευδαίσθηση; Αν υπάρχουν, τότε πώς αποκαλύπτονται σε μας; Το τραπέζι λ.χ. που βλέπω μπροστά μου είναι αυτό το τραπέζι που βλέπω χρησιμοποιώντας την αίσθηση της όρασης ή είναι μια εικόνα που τη γεννάει ο νους μου δια των πεπερασμένων αισθήσεων μου και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ως τέτοιο; Αυτό το πρόβλημα υπάρχει εξ αρχής σε περιπτώσεις πραγμάτων που δεν μπορώ να γνωρίζω την ύπαρξή τους, ακόμα κι αν οι αισθήσεις μου μου παρέχουν γι’ αυτά τις καλύτερες δυνατές προσλαμβάνουσες. Επομένως, θα πρέπει να ορίσουμε κάπως αλλιώς την πραγματικότητα. Ένας άλλος εμπειρικός ορισμός θα μπορούσε να λέγει ότι πραγματικότητα είναι όσα συμβαίνουν: συμβαίνει λ.χ. να ξημερώνει, συμβαίνει να πηγαίνω το πρωί στη δουλειά μου, συμβαίνει να είμαι ερωτευμένος με μια ωραία γυναίκα, συμβαίνει να υποστηρίζω τον Παναθηναϊκό κοκ. Όλα αυτά είναι κάποια μεμονωμένα συμβάντα που υπάρχουν στη ζωή μας και μας είναι γνωστά. Επομένως, εδώ έχουμε να κάνουμε με την πραγματικότητα εννοουμένη ως σύνολο συμβάντων και όχι πραγμάτων. Ένα συμβάν μπορεί να πει κανείς με βάση τα παραπάνω είναι ένα σύνθετο σύνολο από πράγματα, καταστάσεις, συναισθήματα κοκ.
Ο L.Wittgenstein, ο γερμανός φιλόσοφος του 20ου αι., θα πει ότι «o κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν. Ο κόσμος είναι το σύνολο των γεγονότων, όχι των πραγμάτων» (Tractatus logico-philosophicus, 1, 1.1). Θα επιλέξω να χρησιμοποιώ τη λέξη συμβάν από τη λέξη γεγονός, γιατί η ίδια η ετυμολογία της λέξης δείχνει ότι κάτι έχει συμ-βεί, όταν συν-τρέξουν εκείνες οι συν-θήκες που θα συγ-κροτήσουν μια σειρά από ανεξάρτητα και άσχετα μεταξύ τους σημεία σε μια ολοκληρωμένη ενότητα, σε τέλεια συμβάντα: συμβαίνει λ.χ. να πηγαίνω το πρωί στη δουλειά μου, γιατί, αν δεν πάω ή πάω οποιαδήποτε άλλη ώρα εκτός από το πρωί, κινδυνεύω να χάσω τη δουλειά μου. Συμβαίνει να υποστηρίζω τον Παναθηναϊκό, γιατί οι άλλες ομάδες δεν μου αρέσουν ή γιατί θέλω να διαφοροποιηθώ από την οικογένεια μου που είναι όλοι Ολυμπιακοί. Συμβαίνει να είμαι ερωτευμένος με μια ωραία γυναίκα, γιατί μου αρέσει να ερωτεύομαι ωραίες γυναίκες ή γιατί η συγκεκριμένη γυναίκα, αν και όχι τόσο ωραία, τη βλέπω ως ωραία, και άρα είμαι ερωτευμένος. Συμβαίνει να ξημερώνει, γιατί ο Ήλιος βγαίνει από την Ανατολή ή έρχεται μια καινούργια μέρα. Όλες αυτές οι συν-δέσεις που κάνω στο μυαλό μου – και προφανώς γίνονται σε απειροελάχιστο χρόνο – είναι τόσο αυτονόητες σε μας που περνάνε ανυποψίαστα.
Το ερώτημα εδώ που τίθεται είναι: έχουμε μάθει να συν-δέουμε το πρωί με τη δουλειά, έχουμε μάθει να υποστηρίζουμε μια ομάδα, έχουμε μάθει να ερωτευόμαστε ωραίες γυναίκες, έχουμε μάθει να συν-δέουμε το ξημέρωμα με την ανατολή του ΄Ηλιου; Υπεισέρχεται, δηλαδή, κάποιος ψυχολογικός παράγοντας (η μάθηση) στην συγ-κρότηση των συμβάντων ή είναι έτσι κατασκευασμένη η ανθρώπινη νόηση, ώστε να συν-δέει πράγματα που ενδεχομένως ήταν α-σύν-δετα πριν μεταξύ τους; Όπως και να έχει, είναι ένα καίριο φιλοσοφικό ερώτημα που έχει διχάσει ανά τους αιώνες τους στοχαστές. Ας πάρουμε μια περίπτωση συμβάντος ως μη εκ του προφανούς: μια μπάλα λ.χ., ένας θόρυβος, ένα σπασμένο τζάμι και ο ήχος από παιδιά που τρέχουν. Σαν μεμονωμένα σημεία είναι προφανώς άσχετα μεταξύ τους, αλλά αν τα συν-ενώσουμε και τα συ-σχετίσουμε θα δούμε ότι μπροστά μας έχουμε ένα πολύ συν-ηθισμένο συμβάν, κατά το οποίο ένα παιδί σε αγώνα ποδοσφαίρου έσπασε με την μπάλα κάποιο τζάμι και μετά μαζί με τα άλλα τα παιδιά έτρεξαν να φύγουν. Παρατηρούμε ότι ο συ-σχετισμός και ο συλ-λογισμός που κάνουμε είναι αμεσότατος και εναργέστατος.
Κάθε τι, λοιπόν, στοιχείο αυτού του κόσμου δεν εμφανίζεται μεμονωμένο αλλά εμφανίζεται ενοποιημένο στο πνεύμα μας, επειδή ακριβώς λειτουργούμε με νόμους. Έτσι, όταν λέμε "νομίζουμε", στην ουσία "φτιάχνουμε" έναν νόμο, με τον οποίο επεμβαίνουμε στον κόσμο. Η έννοια, όμως, του νόμου δεν είναι χωρίς προβλήματα: είναι οι νόμοι αυτοί που έχουμε οι ίδιοι ή διαφέρουν από εποχή σε εποχή ή είναι άλλοι από αυτούς που ισχύουν στον αντικειμενικό κόσμο; Νόμοι υπάρχουν στην Φυσική, για να σταθμίσουν κάποιο πειραματικά παρατηρούμενο φαινόμενο. Η Φυσική δεν προβαίνει σε εφεύρεση νέων νόμων, αλλά σε ανακάλυψη ήδη υπαρχόντων στη Φύση νόμων. Είναι όμως πραγματικοί νόμοι, νόμοι αιώνιοι και αναλλοίωτοι, ή είναι συμ-βατικοί, επειδή τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιστήμη συν-έτρεξαν στο να συμ-περάνουν οι επιστήμονες την σταθερή συμ-περιφορά ενός φαινομένου. Η εξέλιξη της επιστήμης και η διαρκής ανατροπή των δεδομένων μάλλον αποδεικνύει ότι τα επιστημονικά συμ-περάσματα είναι προσωρινά, όχι όμως αναληθή και, άρα, αμελητέα. Αυτό που ισχύει σε κάθε επιστήμη είναι όχι να εξηγεί τα δεδομένα της πραγματικότητας, αλλά να τα ερμηνεύει. Η ερμηνεία ενέχει μέσα της την ανατροπή και την δυνατότητα νέας ερμηνείας. Ζούμε σε έναν κόσμο που χρήιζει ερμηνείας και το κάθε τι που υπάρχει σ’ αυτόν. Η σχέση του ανθρώπου με τα πράγματα είναι σχέση πρωτίστως ερμηνεύοντος και ερμηνευομένου. Τα ονόματα που δίνουμε στα πράγματα αντικατοπτρίζει, θα λέγαμε, την ερμηνευτική μας πρόθεση και διάθεση απέναντι στα πράγματα.
Ανάμεσα σε μας και στα πράγματα μεσολαβεί η σκέψη. Πάντα όταν σκεφτόμαστε, σκεφτόμαστε κάτι. Ο φιλόσοφος Παρμενίδης έλεγε: «εκείνο που σκεφτόμαστε και εκείνο που υπάρχει είναι ένα και το αυτό». Άρα, δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάτι που δεν υπάρχει (το κενό π.χ.), σύμφωνα με την άποψη αυτή, και αντιστρόφως, κάτι που δεν υπάρχει (το κενό π.χ.) δεν μπορούμε να το σκεφτούμε. Όταν υπάρχει, λοιπόν, ένα πράγμα, δύναται να το πραγματευτώ (ανάλογη (παρ-)ετυμολογική σχέση συμβαίνει και στα λατινικά με το reor (=σκέφτομαι) και το res (=πράγμα) και στα αγγλικά και γερμανικά με το think – thing και denken – ding.
Τι γίνεται, όμως, πέραν από την πραγματικότητα, την οποία προσπαθήσαμε να την ορίσουμε και να την περιγράψουμε; Υπάρχει αυτή; Και αν ναι, πώς μπορούμε να αναφερθούμε σ’ αυτήν; Μπορούμε, τέλος, με τη γλώσσα να ορίσουμε κάτι που είναι πέραν του πραγματικού; Συμβατικά μπορούμε να κάνουμε τη διάκριση σε πραγματικό κόσμο και σε α-πραγματικό κόσμο. Έτσι θα καταφέρναμε να οριοθετήσουμε κάποια πράγματα, όπως αφ’ ενός εκείνα που μπορούμε να σκεφτούμε και υπάρχουν, αφ’ ετέρου εκείνα που δεν μπορούμε να σκεφτούμε και, άρα, δε υπάρχουν. Με τη διάκριση αυτή εξορ(κ)ίζουμε τα προβλήματα της πραγματικότητας σε άλλη μακριά από μας διάσταση. Όσο σαφές συμβαίνει να είναι το πραγματικό, άλλο τόσο ασαφές συμβαίνει να είναι το απραγματικό. Το απραγματικό θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά επειδή δε μπορούμε να το σκεφτούμε καταχωρείται ως πραγματικό, πράγμα που, τελικώς, εξισώνεται με το ανύπαρκτο και το κενό.
Στη ζωή μας, όμως, συμβαίνει να υπάρχουν πράγματα υπαρκτά μεν ακατανόητα δε ή τουλάχιστον μη συνηθισμένα. Ούτε πραγματικά μπορούν να θεωρηθούν ούτε απραγματικά μπορούν να θεωρηθούν. Κάτι ενδιάμεσο μένει μόνο να πούμε. Ήδη από την προϊστορία και τη μυθολογία έχουμε σημεία και πρόσωπα που, αν μη τι άλλο, έχουν κάποιο μεταφυσικό χαρακτήρα, καθώς αναφέρονται σε δυνάμεις υπερφυσικές ή σε καταστάσεις μαγικού χαρακτήρα: η Σφίγγα λ.χ. στην αρχαία μυθολογία συμβαίνει να έχουμε μάθει ότι ήταν πλάσμα της φαντασίας των τότε ανθρώπων. Αφού ήταν πλάσμα της φαντασίας γιατί η εμφάνισή της είναι συχνότατη είτε σε ναούς είτε σε αγγεία είτε οπουδήποτε αλλού; Προφανώς ο συμβολισμός της Σφιγγός ήταν τόσο σημαντικός (λειτουργούσε ως αποτροπαϊκό σύμβολο πιθανόν) που, αν και ανύπαρκτη, ήταν ωσεί υπαρκτή. Σημειωτέον ότι η Σφιγξ συνίστατο από υπαρκτά, πραγματικά μέρη (φτερά, σώμα λέοντος κοκ.). Κάτι εντελώς απραγματικό δεν υπάρχει με την έννοια της μορφής παρά μόνον με την έννοια της αναπαράστασης κάποιου πράγματος που βρίσκεται πέρα από την πραγματικότητα. Εδώ πάντα υπάρχει το οντολογικό ζήτημα ότι πως είναι δυνατόν κάτι που δεν υπάρχει να έχει λεξική υπόσταση.
Και σε επίπεδο γλωσσικού μηνύματος μπορούμε να συναντήσουμε λέξεις ή φράσεις που δεν έχουν καμία λογική βάση παρά μόνον αν ληφθούν ως ΄΄ομοιωματικές΄΄ φράσεις, όπως στα αρχαία η φράση «μά τον Κυνα», η οποία έχει περισσότερο συμβολικό-μαγικό χαρακτήρα παρά αναφορικό. Αυτό που εμείς σήμερα δεν καταλαβαίνουμε για εκείνους ήταν τρόπος επικοινωνίας. Επίσης, εδώ μπορούμε να πούμε πως οι διάφοροι μαγικοί – ιεροί αριθμοί (3, 9, 12…) εντάσσονται στην ίδια μεταφυσική σκέψη που διαμορφώθηκε μέσα από τα πανάρχαια χρόνια.
Αυτό μας δείχνει ότι αφενός η μεταφυσική είναι μέρος μιας (υπερ)πραγματικότητας, αφ’ έτερου είναι τόσο παλαιότερη της Επιστήμης, ώστε να μην μπορεί η τελευταία να την προσδιορίσει. Η Μεταφυσική, κοντολογίς, δεν είναι απλώς η αθέατη πλευρά της πραγματικότητας, αλλά είναι, θα λέγαμε, η προϊστορία και η μυθολογία της. Εξάλλου και το εγκεφαλικό δυναμικό ούτως ή άλλως είναι τόσο περιορισμένο και ανεξερεύνητο που και η ίδια η υπόσταση της επιστήμης τίθεται ενίοτε εν αμφιβόλωι. Και στα διάφορα Μυστήρια της αρχαιότητας οι μυημένοι δεν μάθαιναν, αλλά απλά ήσαν παρόντες ψυχηι τε και σώματι, «ου μαθειν τι, αλλά παθειν και διατεθήναι», αλλά κυρίως σώπαιναν, επειδή, όπως λέει ο L. Wittgenstein, «για όσα δεν μπορεί κανείς να μιλάει, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει»
Εμπειρικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι πραγματικότητα είναι το σύνολο όλων των πραγμάτων. Αν δεχθούμε αυτόν τον ορισμό, θα πρέπει να ορίσουμε πρώτα τα ίδια τα πράγματα: υπάρχουν δηλαδή τα πράγματα ή είναι μόνο μια ψευδαίσθηση; Αν υπάρχουν, τότε πώς αποκαλύπτονται σε μας; Το τραπέζι λ.χ. που βλέπω μπροστά μου είναι αυτό το τραπέζι που βλέπω χρησιμοποιώντας την αίσθηση της όρασης ή είναι μια εικόνα που τη γεννάει ο νους μου δια των πεπερασμένων αισθήσεων μου και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ως τέτοιο; Αυτό το πρόβλημα υπάρχει εξ αρχής σε περιπτώσεις πραγμάτων που δεν μπορώ να γνωρίζω την ύπαρξή τους, ακόμα κι αν οι αισθήσεις μου μου παρέχουν γι’ αυτά τις καλύτερες δυνατές προσλαμβάνουσες. Επομένως, θα πρέπει να ορίσουμε κάπως αλλιώς την πραγματικότητα. Ένας άλλος εμπειρικός ορισμός θα μπορούσε να λέγει ότι πραγματικότητα είναι όσα συμβαίνουν: συμβαίνει λ.χ. να ξημερώνει, συμβαίνει να πηγαίνω το πρωί στη δουλειά μου, συμβαίνει να είμαι ερωτευμένος με μια ωραία γυναίκα, συμβαίνει να υποστηρίζω τον Παναθηναϊκό κοκ. Όλα αυτά είναι κάποια μεμονωμένα συμβάντα που υπάρχουν στη ζωή μας και μας είναι γνωστά. Επομένως, εδώ έχουμε να κάνουμε με την πραγματικότητα εννοουμένη ως σύνολο συμβάντων και όχι πραγμάτων. Ένα συμβάν μπορεί να πει κανείς με βάση τα παραπάνω είναι ένα σύνθετο σύνολο από πράγματα, καταστάσεις, συναισθήματα κοκ.
Ο L.Wittgenstein, ο γερμανός φιλόσοφος του 20ου αι., θα πει ότι «o κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν. Ο κόσμος είναι το σύνολο των γεγονότων, όχι των πραγμάτων» (Tractatus logico-philosophicus, 1, 1.1). Θα επιλέξω να χρησιμοποιώ τη λέξη συμβάν από τη λέξη γεγονός, γιατί η ίδια η ετυμολογία της λέξης δείχνει ότι κάτι έχει συμ-βεί, όταν συν-τρέξουν εκείνες οι συν-θήκες που θα συγ-κροτήσουν μια σειρά από ανεξάρτητα και άσχετα μεταξύ τους σημεία σε μια ολοκληρωμένη ενότητα, σε τέλεια συμβάντα: συμβαίνει λ.χ. να πηγαίνω το πρωί στη δουλειά μου, γιατί, αν δεν πάω ή πάω οποιαδήποτε άλλη ώρα εκτός από το πρωί, κινδυνεύω να χάσω τη δουλειά μου. Συμβαίνει να υποστηρίζω τον Παναθηναϊκό, γιατί οι άλλες ομάδες δεν μου αρέσουν ή γιατί θέλω να διαφοροποιηθώ από την οικογένεια μου που είναι όλοι Ολυμπιακοί. Συμβαίνει να είμαι ερωτευμένος με μια ωραία γυναίκα, γιατί μου αρέσει να ερωτεύομαι ωραίες γυναίκες ή γιατί η συγκεκριμένη γυναίκα, αν και όχι τόσο ωραία, τη βλέπω ως ωραία, και άρα είμαι ερωτευμένος. Συμβαίνει να ξημερώνει, γιατί ο Ήλιος βγαίνει από την Ανατολή ή έρχεται μια καινούργια μέρα. Όλες αυτές οι συν-δέσεις που κάνω στο μυαλό μου – και προφανώς γίνονται σε απειροελάχιστο χρόνο – είναι τόσο αυτονόητες σε μας που περνάνε ανυποψίαστα.
Το ερώτημα εδώ που τίθεται είναι: έχουμε μάθει να συν-δέουμε το πρωί με τη δουλειά, έχουμε μάθει να υποστηρίζουμε μια ομάδα, έχουμε μάθει να ερωτευόμαστε ωραίες γυναίκες, έχουμε μάθει να συν-δέουμε το ξημέρωμα με την ανατολή του ΄Ηλιου; Υπεισέρχεται, δηλαδή, κάποιος ψυχολογικός παράγοντας (η μάθηση) στην συγ-κρότηση των συμβάντων ή είναι έτσι κατασκευασμένη η ανθρώπινη νόηση, ώστε να συν-δέει πράγματα που ενδεχομένως ήταν α-σύν-δετα πριν μεταξύ τους; Όπως και να έχει, είναι ένα καίριο φιλοσοφικό ερώτημα που έχει διχάσει ανά τους αιώνες τους στοχαστές. Ας πάρουμε μια περίπτωση συμβάντος ως μη εκ του προφανούς: μια μπάλα λ.χ., ένας θόρυβος, ένα σπασμένο τζάμι και ο ήχος από παιδιά που τρέχουν. Σαν μεμονωμένα σημεία είναι προφανώς άσχετα μεταξύ τους, αλλά αν τα συν-ενώσουμε και τα συ-σχετίσουμε θα δούμε ότι μπροστά μας έχουμε ένα πολύ συν-ηθισμένο συμβάν, κατά το οποίο ένα παιδί σε αγώνα ποδοσφαίρου έσπασε με την μπάλα κάποιο τζάμι και μετά μαζί με τα άλλα τα παιδιά έτρεξαν να φύγουν. Παρατηρούμε ότι ο συ-σχετισμός και ο συλ-λογισμός που κάνουμε είναι αμεσότατος και εναργέστατος.
Κάθε τι, λοιπόν, στοιχείο αυτού του κόσμου δεν εμφανίζεται μεμονωμένο αλλά εμφανίζεται ενοποιημένο στο πνεύμα μας, επειδή ακριβώς λειτουργούμε με νόμους. Έτσι, όταν λέμε "νομίζουμε", στην ουσία "φτιάχνουμε" έναν νόμο, με τον οποίο επεμβαίνουμε στον κόσμο. Η έννοια, όμως, του νόμου δεν είναι χωρίς προβλήματα: είναι οι νόμοι αυτοί που έχουμε οι ίδιοι ή διαφέρουν από εποχή σε εποχή ή είναι άλλοι από αυτούς που ισχύουν στον αντικειμενικό κόσμο; Νόμοι υπάρχουν στην Φυσική, για να σταθμίσουν κάποιο πειραματικά παρατηρούμενο φαινόμενο. Η Φυσική δεν προβαίνει σε εφεύρεση νέων νόμων, αλλά σε ανακάλυψη ήδη υπαρχόντων στη Φύση νόμων. Είναι όμως πραγματικοί νόμοι, νόμοι αιώνιοι και αναλλοίωτοι, ή είναι συμ-βατικοί, επειδή τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιστήμη συν-έτρεξαν στο να συμ-περάνουν οι επιστήμονες την σταθερή συμ-περιφορά ενός φαινομένου. Η εξέλιξη της επιστήμης και η διαρκής ανατροπή των δεδομένων μάλλον αποδεικνύει ότι τα επιστημονικά συμ-περάσματα είναι προσωρινά, όχι όμως αναληθή και, άρα, αμελητέα. Αυτό που ισχύει σε κάθε επιστήμη είναι όχι να εξηγεί τα δεδομένα της πραγματικότητας, αλλά να τα ερμηνεύει. Η ερμηνεία ενέχει μέσα της την ανατροπή και την δυνατότητα νέας ερμηνείας. Ζούμε σε έναν κόσμο που χρήιζει ερμηνείας και το κάθε τι που υπάρχει σ’ αυτόν. Η σχέση του ανθρώπου με τα πράγματα είναι σχέση πρωτίστως ερμηνεύοντος και ερμηνευομένου. Τα ονόματα που δίνουμε στα πράγματα αντικατοπτρίζει, θα λέγαμε, την ερμηνευτική μας πρόθεση και διάθεση απέναντι στα πράγματα.
Ανάμεσα σε μας και στα πράγματα μεσολαβεί η σκέψη. Πάντα όταν σκεφτόμαστε, σκεφτόμαστε κάτι. Ο φιλόσοφος Παρμενίδης έλεγε: «εκείνο που σκεφτόμαστε και εκείνο που υπάρχει είναι ένα και το αυτό». Άρα, δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάτι που δεν υπάρχει (το κενό π.χ.), σύμφωνα με την άποψη αυτή, και αντιστρόφως, κάτι που δεν υπάρχει (το κενό π.χ.) δεν μπορούμε να το σκεφτούμε. Όταν υπάρχει, λοιπόν, ένα πράγμα, δύναται να το πραγματευτώ (ανάλογη (παρ-)ετυμολογική σχέση συμβαίνει και στα λατινικά με το reor (=σκέφτομαι) και το res (=πράγμα) και στα αγγλικά και γερμανικά με το think – thing και denken – ding.
Τι γίνεται, όμως, πέραν από την πραγματικότητα, την οποία προσπαθήσαμε να την ορίσουμε και να την περιγράψουμε; Υπάρχει αυτή; Και αν ναι, πώς μπορούμε να αναφερθούμε σ’ αυτήν; Μπορούμε, τέλος, με τη γλώσσα να ορίσουμε κάτι που είναι πέραν του πραγματικού; Συμβατικά μπορούμε να κάνουμε τη διάκριση σε πραγματικό κόσμο και σε α-πραγματικό κόσμο. Έτσι θα καταφέρναμε να οριοθετήσουμε κάποια πράγματα, όπως αφ’ ενός εκείνα που μπορούμε να σκεφτούμε και υπάρχουν, αφ’ ετέρου εκείνα που δεν μπορούμε να σκεφτούμε και, άρα, δε υπάρχουν. Με τη διάκριση αυτή εξορ(κ)ίζουμε τα προβλήματα της πραγματικότητας σε άλλη μακριά από μας διάσταση. Όσο σαφές συμβαίνει να είναι το πραγματικό, άλλο τόσο ασαφές συμβαίνει να είναι το απραγματικό. Το απραγματικό θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά επειδή δε μπορούμε να το σκεφτούμε καταχωρείται ως πραγματικό, πράγμα που, τελικώς, εξισώνεται με το ανύπαρκτο και το κενό.
Στη ζωή μας, όμως, συμβαίνει να υπάρχουν πράγματα υπαρκτά μεν ακατανόητα δε ή τουλάχιστον μη συνηθισμένα. Ούτε πραγματικά μπορούν να θεωρηθούν ούτε απραγματικά μπορούν να θεωρηθούν. Κάτι ενδιάμεσο μένει μόνο να πούμε. Ήδη από την προϊστορία και τη μυθολογία έχουμε σημεία και πρόσωπα που, αν μη τι άλλο, έχουν κάποιο μεταφυσικό χαρακτήρα, καθώς αναφέρονται σε δυνάμεις υπερφυσικές ή σε καταστάσεις μαγικού χαρακτήρα: η Σφίγγα λ.χ. στην αρχαία μυθολογία συμβαίνει να έχουμε μάθει ότι ήταν πλάσμα της φαντασίας των τότε ανθρώπων. Αφού ήταν πλάσμα της φαντασίας γιατί η εμφάνισή της είναι συχνότατη είτε σε ναούς είτε σε αγγεία είτε οπουδήποτε αλλού; Προφανώς ο συμβολισμός της Σφιγγός ήταν τόσο σημαντικός (λειτουργούσε ως αποτροπαϊκό σύμβολο πιθανόν) που, αν και ανύπαρκτη, ήταν ωσεί υπαρκτή. Σημειωτέον ότι η Σφιγξ συνίστατο από υπαρκτά, πραγματικά μέρη (φτερά, σώμα λέοντος κοκ.). Κάτι εντελώς απραγματικό δεν υπάρχει με την έννοια της μορφής παρά μόνον με την έννοια της αναπαράστασης κάποιου πράγματος που βρίσκεται πέρα από την πραγματικότητα. Εδώ πάντα υπάρχει το οντολογικό ζήτημα ότι πως είναι δυνατόν κάτι που δεν υπάρχει να έχει λεξική υπόσταση.
Και σε επίπεδο γλωσσικού μηνύματος μπορούμε να συναντήσουμε λέξεις ή φράσεις που δεν έχουν καμία λογική βάση παρά μόνον αν ληφθούν ως ΄΄ομοιωματικές΄΄ φράσεις, όπως στα αρχαία η φράση «μά τον Κυνα», η οποία έχει περισσότερο συμβολικό-μαγικό χαρακτήρα παρά αναφορικό. Αυτό που εμείς σήμερα δεν καταλαβαίνουμε για εκείνους ήταν τρόπος επικοινωνίας. Επίσης, εδώ μπορούμε να πούμε πως οι διάφοροι μαγικοί – ιεροί αριθμοί (3, 9, 12…) εντάσσονται στην ίδια μεταφυσική σκέψη που διαμορφώθηκε μέσα από τα πανάρχαια χρόνια.
Αυτό μας δείχνει ότι αφενός η μεταφυσική είναι μέρος μιας (υπερ)πραγματικότητας, αφ’ έτερου είναι τόσο παλαιότερη της Επιστήμης, ώστε να μην μπορεί η τελευταία να την προσδιορίσει. Η Μεταφυσική, κοντολογίς, δεν είναι απλώς η αθέατη πλευρά της πραγματικότητας, αλλά είναι, θα λέγαμε, η προϊστορία και η μυθολογία της. Εξάλλου και το εγκεφαλικό δυναμικό ούτως ή άλλως είναι τόσο περιορισμένο και ανεξερεύνητο που και η ίδια η υπόσταση της επιστήμης τίθεται ενίοτε εν αμφιβόλωι. Και στα διάφορα Μυστήρια της αρχαιότητας οι μυημένοι δεν μάθαιναν, αλλά απλά ήσαν παρόντες ψυχηι τε και σώματι, «ου μαθειν τι, αλλά παθειν και διατεθήναι», αλλά κυρίως σώπαιναν, επειδή, όπως λέει ο L. Wittgenstein, «για όσα δεν μπορεί κανείς να μιλάει, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου