Αγαπητέ Χ,
«Θέλω να μείνω για πάντα παιδί!», μού φώναξε με λαχτάρα εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Αυγούστου, πριν πάρει μια βαθιά ανάσα και βουτήξει στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου.
Πάντα ήταν αυθόρμητος - γνήσιος νησιώτης - μα και τόσο πειθαρχημένος συνάμα. Αγαπούσε τη θάλασσα με όλη του την ψυχή, με όλο του το είναι. Της μιλούσε, τη μάλωνε με στοργή κάθε φορά που φουρτούνιαζε και τη συμβούλευε να είναι γαλήνια, να μη θυμώνει. Ήταν το ταξίδι του μέσα στην παραζάλη του καιρού και της ρουτίνας, ο φύλακας άγγελος στις λύπες του. Λίγες στιγμές μονάχα έφταναν για να τον κάνει να ξεχάσει τα βάσανα και να τον πλανέψει με τα σκέρτσα της που κυμάτιζαν μέρα – νύχτα. Στιγμές ηρεμίας, στιγμές ευτυχίας… Στεκόταν στα βράχια για ώρες. Κοιτούσε το αέναο πέλαγος με τα μάτια κλειστά και την ψυχή ελεύθερη, έτοιμη να ταξιδέψει σε μέρη που το μυαλό δε φαντάζεται, δε λογαριάζει. Είχε πάντα μαζί του ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι. Πότε ζωγράφιζε αέρινες μορφές, πότε έγραφε στίχους μεθυστικούς, γεμάτους αρώματα. Το γλυκό μελτέμι τού ψιθύριζε στο αυτί τραγούδια στα χρώματα της ίριδας. Ψιθύριζε κι αυτός δειλά, τραγούδια της νιότης. Μεγάλωνε και ωρίμαζε δίπλα στις ακριβές ομορφιές της, που μόνο εκείνη μπορούσε να του χαρίσει απλόχερα δίχως κάποιο υλικό αντάλλαγμα. Ζητούσε μονάχα την παρέα του, τη συντροφιά του…
Πέρασαν χρόνια πολλά από εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Αυγούστου που μού φώναξε με ζήλο την επιθυμία του. Δεν ήταν ο ίδιος. Το σώμα του ήταν γερασμένο, μα τα γκριζαρισμένα μαλλιά και το θερμό χαμόγελο στόλιζαν με περίσσιο κάλλος το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο. Όμως, κι εγώ δεν ήμουν η ίδια. Φαίνεται ότι, ο χρόνος ξέρει να χαράζει καλά τα σημάδια του στο πέρασμά του.
Είχε καιρό να ανταμώσει τη θάλασσα, αλλά κι εκείνη είχε καιρό να αντικρίσει τον άνθρωπο που την αγκάλιαζε ακόμα και στις τρικυμίες της. Εγώ καθόμουν απόμερα και ταξίδευα με το μυαλό σε άγνωστους προορισμούς. Τον είδα να πλησιάζει αργά και σταθερά προς το μέρος της. Πήγε και κάθισε κοντά της. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Δάκρυα μελαγχολίας κύλισαν στο κουρασμένο του πρόσωπο. «Μεγάλωσα…», αναφώνησε με τρεμάμενη φωνή. «Μεγάλωσα, εδώ κοντά σου. Έκανα όνειρα και σχέδια για το μέλλον. Τα χρόνια όμως, πέρασαν γοργά και το μέλλον έγινε σήμερα. Δεν ξέρω αν στη ζωή μου πέτυχα ή απέτυχα. Δε θα το κρίνω εγώ αυτό. Αφήνω τους άλλους να μιλήσουν. Να μιλήσουν, όχι να επικρίνουν τα λάθη και τα πάθη μου. Οι κήνσορες δε χωρούν στη ζωή μου…». Κι έπειτα σιωπή. Μονάχα τα κύματα της θάλασσας, που έσκαγαν με ορμή πάνω στα βράχια και ο άνεμος συνέθεταν με μαεστρία τούτη εδώ τη στιγμή.
Η ώρα κυλούσε αργά. Δε μιλούσε, μονάχα άκουγε το κονσέρτο που έπλαθε τόσο μαγικά η φύση. Η σιγή αυτή όμως, με τρόμαζε. Βρήκα ένα άθικτο μπουκάλι πεταμένο ανάμεσα στις πέτρες και την άμμο. Έβγαλα γρήγορα από την τσάντα ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Έτρεξα προς το μέρος του. Η ξαφνική παρουσία και αναστάτωση που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου δε φαίνεται να τον τρόμαξε. «Άργησες…», μού αποκρίθηκε, καθώς έστρεφε το βλέμμα προς το πέλαγος. Αισθάνθηκα ανακούφιση, όταν άκουσα τη φωνή του. Δεν απάντησα. Κάθισα πλάι του. Τύλιξα το χαρτί και το έβαλα μέσα στο μπουκάλι. Το έκλεισα καλά, να μην ανοίξει. Έφυγα από κοντά του και άρχισα να τρέχω προς τη θάλασσα, σαν άλογο που καλπάζει. «Θέλω να μείνει για πάντα παιδί, για πάντα! Μ’ ακούς; Για πάντα!», φώναξα με όση δύναμη μου απέμεινε. Και τα δάκρυα μελαγχολίας μεταμορφώθηκαν σε δάκρυα χαράς.
Με εκτίμηση, Ψ
---------------------------
Υ. Γ. 1: Κάνε τους ανθρώπους που αγαπάς να χαμογελάνε.
Υ. Γ. 2: Πάρε κι εσύ μια βαθιά ανάσα και ζήσε την καθημερινότητά σου με θάρρος.
«Θέλω να μείνω για πάντα παιδί!», μού φώναξε με λαχτάρα εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Αυγούστου, πριν πάρει μια βαθιά ανάσα και βουτήξει στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου.
Πάντα ήταν αυθόρμητος - γνήσιος νησιώτης - μα και τόσο πειθαρχημένος συνάμα. Αγαπούσε τη θάλασσα με όλη του την ψυχή, με όλο του το είναι. Της μιλούσε, τη μάλωνε με στοργή κάθε φορά που φουρτούνιαζε και τη συμβούλευε να είναι γαλήνια, να μη θυμώνει. Ήταν το ταξίδι του μέσα στην παραζάλη του καιρού και της ρουτίνας, ο φύλακας άγγελος στις λύπες του. Λίγες στιγμές μονάχα έφταναν για να τον κάνει να ξεχάσει τα βάσανα και να τον πλανέψει με τα σκέρτσα της που κυμάτιζαν μέρα – νύχτα. Στιγμές ηρεμίας, στιγμές ευτυχίας… Στεκόταν στα βράχια για ώρες. Κοιτούσε το αέναο πέλαγος με τα μάτια κλειστά και την ψυχή ελεύθερη, έτοιμη να ταξιδέψει σε μέρη που το μυαλό δε φαντάζεται, δε λογαριάζει. Είχε πάντα μαζί του ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι. Πότε ζωγράφιζε αέρινες μορφές, πότε έγραφε στίχους μεθυστικούς, γεμάτους αρώματα. Το γλυκό μελτέμι τού ψιθύριζε στο αυτί τραγούδια στα χρώματα της ίριδας. Ψιθύριζε κι αυτός δειλά, τραγούδια της νιότης. Μεγάλωνε και ωρίμαζε δίπλα στις ακριβές ομορφιές της, που μόνο εκείνη μπορούσε να του χαρίσει απλόχερα δίχως κάποιο υλικό αντάλλαγμα. Ζητούσε μονάχα την παρέα του, τη συντροφιά του…
Πέρασαν χρόνια πολλά από εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Αυγούστου που μού φώναξε με ζήλο την επιθυμία του. Δεν ήταν ο ίδιος. Το σώμα του ήταν γερασμένο, μα τα γκριζαρισμένα μαλλιά και το θερμό χαμόγελο στόλιζαν με περίσσιο κάλλος το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο. Όμως, κι εγώ δεν ήμουν η ίδια. Φαίνεται ότι, ο χρόνος ξέρει να χαράζει καλά τα σημάδια του στο πέρασμά του.
Είχε καιρό να ανταμώσει τη θάλασσα, αλλά κι εκείνη είχε καιρό να αντικρίσει τον άνθρωπο που την αγκάλιαζε ακόμα και στις τρικυμίες της. Εγώ καθόμουν απόμερα και ταξίδευα με το μυαλό σε άγνωστους προορισμούς. Τον είδα να πλησιάζει αργά και σταθερά προς το μέρος της. Πήγε και κάθισε κοντά της. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Δάκρυα μελαγχολίας κύλισαν στο κουρασμένο του πρόσωπο. «Μεγάλωσα…», αναφώνησε με τρεμάμενη φωνή. «Μεγάλωσα, εδώ κοντά σου. Έκανα όνειρα και σχέδια για το μέλλον. Τα χρόνια όμως, πέρασαν γοργά και το μέλλον έγινε σήμερα. Δεν ξέρω αν στη ζωή μου πέτυχα ή απέτυχα. Δε θα το κρίνω εγώ αυτό. Αφήνω τους άλλους να μιλήσουν. Να μιλήσουν, όχι να επικρίνουν τα λάθη και τα πάθη μου. Οι κήνσορες δε χωρούν στη ζωή μου…». Κι έπειτα σιωπή. Μονάχα τα κύματα της θάλασσας, που έσκαγαν με ορμή πάνω στα βράχια και ο άνεμος συνέθεταν με μαεστρία τούτη εδώ τη στιγμή.
Η ώρα κυλούσε αργά. Δε μιλούσε, μονάχα άκουγε το κονσέρτο που έπλαθε τόσο μαγικά η φύση. Η σιγή αυτή όμως, με τρόμαζε. Βρήκα ένα άθικτο μπουκάλι πεταμένο ανάμεσα στις πέτρες και την άμμο. Έβγαλα γρήγορα από την τσάντα ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Έτρεξα προς το μέρος του. Η ξαφνική παρουσία και αναστάτωση που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου δε φαίνεται να τον τρόμαξε. «Άργησες…», μού αποκρίθηκε, καθώς έστρεφε το βλέμμα προς το πέλαγος. Αισθάνθηκα ανακούφιση, όταν άκουσα τη φωνή του. Δεν απάντησα. Κάθισα πλάι του. Τύλιξα το χαρτί και το έβαλα μέσα στο μπουκάλι. Το έκλεισα καλά, να μην ανοίξει. Έφυγα από κοντά του και άρχισα να τρέχω προς τη θάλασσα, σαν άλογο που καλπάζει. «Θέλω να μείνει για πάντα παιδί, για πάντα! Μ’ ακούς; Για πάντα!», φώναξα με όση δύναμη μου απέμεινε. Και τα δάκρυα μελαγχολίας μεταμορφώθηκαν σε δάκρυα χαράς.
Με εκτίμηση, Ψ
---------------------------
Υ. Γ. 1: Κάνε τους ανθρώπους που αγαπάς να χαμογελάνε.
Υ. Γ. 2: Πάρε κι εσύ μια βαθιά ανάσα και ζήσε την καθημερινότητά σου με θάρρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου