Δεν είναι ανεκπλήρωτοι, δεν είναι πλατωνικοί, δεν είναι παραμυθένιοι.
Είναι απλώς πραγματικοί, διαφορετικοί, απάτητοι, θεϊκοί.
Τους αναγνωρίζεις αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη, για να επιβεβαιώσεις αν έκρινες σωστά ή λάθος.
Ίσως γιατί ποτέ δεν είναι λάθος. Ίσως γιατί σ΄ αυτούς η σκέψη δε χωράει πουθενά.
Δεν ταιριάζουν με το χρόνο, δεν διαλύονται από τη βροχή, δεν σταματάνε σε «πρέπει» και «ίσως».
Οι λέξεις μέσα τους χωράνε κομμένες και ραμμένες σε πατρόν.
Δεν ξεκινάνε ποτέ σε σωστές συνθήκες. Δεν ξεκινάνε ποτέ τη σωστή στιγμή.
Το ραντεβού μαζί τους δεν είναι προσχεδιασμένο. Δεν ντύνεσαι, ούτε στολίζεσαι για να τους συναντήσεις.
Φοράς τα παλιά σου παπούτσια, το άσπρο σου μακό, το στενό σου τζην, και εκεί που πας να βγάλεις το μπουφάν, αισθάνεσαι τον βοηθό του ταχυδακτυλουργού που προσπαθεί να σε εξαφανίσει.
Προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις αν θα σε βρουν τα μαχαίρια, αν θα σε κόψουν τα σπαθιά, παραμένεις όμως να χαμογελάς στο κοινό που σε παρακολουθεί, σίγουρος ότι ο ταχυδακτυλουργός ξέρει να κάνει σωστά τα μαγικά του.
Αποκτάς οντότητα στο χώρο.
Καταλαμβάνεις περισσότερα τετραγωνικά χωρίς να αλλάζει το σχήμα σου, αρχίζεις και συνειδητοποιείς τα όργανα στο σώμα σου σαν να σε πονάνε, μαγεύεις την κούραση και τη χρησιμοποιείς προς όφελός σου, ξεγελάς τον ύπνο και τον αποδεσμεύεις για λίγο, για να μπορείς να ζεις περισσότερο.
Η έλλειψη της επαφής γίνεται βασανιστήριο. Αισθάνεσαι μισός, παράλυτος, προβληματικός.
Νιώθεις ότι σου λείπει κάτι που δεν είχες ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή, και όμως γίνεται το απαραίτητο συστατικό για να μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου.
Και αναρωτιέσαι απλώς, πως είναι δυνατόν να σου λείπει κάτι που ποτέ δεν είχες.
Γίνεσαι άφοβος, άτρωτος, συμπαγής.
Πέφτεις από το γκρεμό χωρίς αλεξίπτωτο, τρέχεις με το αυτοκίνητο χωρίς φρένα, κάνεις τα δύσκολα εύκολα.
Και μη βιαστείτε να πείτε για σύννεφα που σε ρίχνουν, ούτε για ταχύτητες που σε σκοτώνουν.
Σε τέτοιους έρωτες δεν πέφτεις ποτέ, ακόμα και αν πέσεις. Δεν σκοτώνεσαι ποτέ, ακόμα και αν πεθάνεις.
Δεν σε σκοτώνει ο έρωτας σου. Δεν σε σκοτώνει ο άνθρωπος σου.
Και τα δύο είναι πάντα εκεί. Ακόμα και αν απομακρυνθείς, ακόμα και αν χωρίσεις.
Δεν υπάρχει αρχή και τέλος. Αυτή είναι και η ουσία τους.
Όπως δεν ξέρεις πότε και γιατί άρχισαν, έτσι δεν ξέρεις και πότε θα τελειώσουν.
Είναι πάντα εκεί, πάνω στο δέρμα σου, μέσα στο μυαλό σου, κομμάτι της ψυχής σου.
Σκοτωμένοι, αλλά αίμα δεν τρέχει από πουθενά, προδομένοι, αλλά χωρίς προδότη στο σκοινί.
Τους περιμένεις, γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Τους θυμάσαι, γιατί δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο.
Δεν τους μνημονεύεις, δεν τους κηδεύεις, δεν τους ξεχνάς.
Ζουν ανάμεσα στη ζωή σου, στην καθημερινότητα σου, στις κουβέντες σου, στις κινήσεις σου, στην αναπνοή σου.
Δεν έγιναν ποτέ εξομολόγηση για αμαρτία. Δεν συγχωρέθηκαν ποτέ με προσευχές και μετάνοιες.
Δεν έγιναν συνήθεια. Ούτε ψέμα. Ούτε ανάγκη. Ούτε συμφέρον. Ούτε φυλακή.
Γεννήθηκαν μέσα από ένα άσπρο μακό κι ένα μπουφάν ανοιγμένο.
Γεννήθηκαν. Τελεία.
Ζουν. Τελεία.
Είναι απλώς πραγματικοί, διαφορετικοί, απάτητοι, θεϊκοί.
Τους αναγνωρίζεις αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη, για να επιβεβαιώσεις αν έκρινες σωστά ή λάθος.
Ίσως γιατί ποτέ δεν είναι λάθος. Ίσως γιατί σ΄ αυτούς η σκέψη δε χωράει πουθενά.
Δεν ταιριάζουν με το χρόνο, δεν διαλύονται από τη βροχή, δεν σταματάνε σε «πρέπει» και «ίσως».
Οι λέξεις μέσα τους χωράνε κομμένες και ραμμένες σε πατρόν.
Δεν ξεκινάνε ποτέ σε σωστές συνθήκες. Δεν ξεκινάνε ποτέ τη σωστή στιγμή.
Το ραντεβού μαζί τους δεν είναι προσχεδιασμένο. Δεν ντύνεσαι, ούτε στολίζεσαι για να τους συναντήσεις.
Φοράς τα παλιά σου παπούτσια, το άσπρο σου μακό, το στενό σου τζην, και εκεί που πας να βγάλεις το μπουφάν, αισθάνεσαι τον βοηθό του ταχυδακτυλουργού που προσπαθεί να σε εξαφανίσει.
Προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις αν θα σε βρουν τα μαχαίρια, αν θα σε κόψουν τα σπαθιά, παραμένεις όμως να χαμογελάς στο κοινό που σε παρακολουθεί, σίγουρος ότι ο ταχυδακτυλουργός ξέρει να κάνει σωστά τα μαγικά του.
Αποκτάς οντότητα στο χώρο.
Καταλαμβάνεις περισσότερα τετραγωνικά χωρίς να αλλάζει το σχήμα σου, αρχίζεις και συνειδητοποιείς τα όργανα στο σώμα σου σαν να σε πονάνε, μαγεύεις την κούραση και τη χρησιμοποιείς προς όφελός σου, ξεγελάς τον ύπνο και τον αποδεσμεύεις για λίγο, για να μπορείς να ζεις περισσότερο.
Η έλλειψη της επαφής γίνεται βασανιστήριο. Αισθάνεσαι μισός, παράλυτος, προβληματικός.
Νιώθεις ότι σου λείπει κάτι που δεν είχες ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή, και όμως γίνεται το απαραίτητο συστατικό για να μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου.
Και αναρωτιέσαι απλώς, πως είναι δυνατόν να σου λείπει κάτι που ποτέ δεν είχες.
Γίνεσαι άφοβος, άτρωτος, συμπαγής.
Πέφτεις από το γκρεμό χωρίς αλεξίπτωτο, τρέχεις με το αυτοκίνητο χωρίς φρένα, κάνεις τα δύσκολα εύκολα.
Και μη βιαστείτε να πείτε για σύννεφα που σε ρίχνουν, ούτε για ταχύτητες που σε σκοτώνουν.
Σε τέτοιους έρωτες δεν πέφτεις ποτέ, ακόμα και αν πέσεις. Δεν σκοτώνεσαι ποτέ, ακόμα και αν πεθάνεις.
Δεν σε σκοτώνει ο έρωτας σου. Δεν σε σκοτώνει ο άνθρωπος σου.
Και τα δύο είναι πάντα εκεί. Ακόμα και αν απομακρυνθείς, ακόμα και αν χωρίσεις.
Δεν υπάρχει αρχή και τέλος. Αυτή είναι και η ουσία τους.
Όπως δεν ξέρεις πότε και γιατί άρχισαν, έτσι δεν ξέρεις και πότε θα τελειώσουν.
Είναι πάντα εκεί, πάνω στο δέρμα σου, μέσα στο μυαλό σου, κομμάτι της ψυχής σου.
Σκοτωμένοι, αλλά αίμα δεν τρέχει από πουθενά, προδομένοι, αλλά χωρίς προδότη στο σκοινί.
Τους περιμένεις, γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Τους θυμάσαι, γιατί δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο.
Δεν τους μνημονεύεις, δεν τους κηδεύεις, δεν τους ξεχνάς.
Ζουν ανάμεσα στη ζωή σου, στην καθημερινότητα σου, στις κουβέντες σου, στις κινήσεις σου, στην αναπνοή σου.
Δεν έγιναν ποτέ εξομολόγηση για αμαρτία. Δεν συγχωρέθηκαν ποτέ με προσευχές και μετάνοιες.
Δεν έγιναν συνήθεια. Ούτε ψέμα. Ούτε ανάγκη. Ούτε συμφέρον. Ούτε φυλακή.
Γεννήθηκαν μέσα από ένα άσπρο μακό κι ένα μπουφάν ανοιγμένο.
Γεννήθηκαν. Τελεία.
Ζουν. Τελεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου