Τι είναι αυτό που θέλει το ένα και δεν θέλει το άλλο;
Γιατί του αρέσει να ξημερώνει εδώ και όχι εκεί;
Γιατί στρώνει εδώ και όχι εκεί;
Γιατί έχουμε πάντα ένα αγκάθι μ’ αυτούς;
Είναι στη φύση μας να μην μπορούμε να δεχτούμε κάτι ολόκληρο και καθαρό ή μήπως αυτοί οι ίδιοι έχουν κάτι αχώνευτο, κάτι μισό, κάτι ενοχλητικό;
Γιατί δεν αντέχει η μύτη μας τη μυρωδιά τους, το άρωμά τους;
Γιατί δεν θέλουμε την καλημέρα τους;
Γιατί το πέτο μας δεν κρατάει το τριαντάφυλλό τους;
Γιατί κλωτσάει η καλή κουβέντα στα χείλη μας;
Γιατί τσούζει το μάτι μας καθώς τους βλέπει να έρχονται;
Γιατί βουίζει το αυτί μας;
Τι κουβαλάνε, τι φέρνουν μαζί τους;
Τι γρουσουζιές, τι φαρμάκια, τι ξύδια, τι φίδια, τι αρρώστιες, τι αρμύρες, τι πλημμύρες;
Γιατί στρίβουμε; Γιατί τρέχουμε;
Γιατί οι δρόμοι μας δεν θέλουν να βγουν, να πάνε, να πέσουν πάνω τους.
Γιατί τα σχέδιά μας, δεν θέλουν τον αέρα τους;
Τι είναι αυτό που μας παίρνει τη χαρά, το κέφι, όταν στέκονται δίπλα μας; Γιατί δεν ανοίγουν τα παράθυρά μας, γιατί κλείνουν οι πόρτες μας;
Γιατί οι σκάλες μας δεν ανεβαίνουν;
Γιατί δυστροπούν τα φιλιά μας;
Γιατί με κάποιους άλλους είναι αλλιώς;
Γιατί όλα είναι ορθάνοικτα; Όλα μπαίνουν, βγαίνουν, κελαηδούν, ταιριάζουν και ομορφαίνουν;
Γιατί αρκεί να τους δούμε μόνο και μόνο και όλα αλλάζουν, όλα ανθίζουν. Χείλη, μάτια, λόγια, μέτωπο, πατούσες, αγκαλιές, αναπνοή.
Γιατί τους θέλουμε στο θρανίο μας, στην ομάδα μας, στα χρώματά μας, συνοδηγούς στα ταξίδια μας, γέλιο στα αστεία μας, δάκρυ στον πόνο μας;
Γιατί με αυτούς ανάβει αμέσως το πράσινο και βγαίνει η θάλασσα, η αμμουδιά, το παιχνίδι, το γήπεδα μπροστά μας;
Γιατί το μήλο μοιράζεται, δαγκώνεται, κόβεται στη μέση;
Γιατί το ρούχο, το παπούτσι, η αγκαλιά, ταιριάζει, είναι το νούμερό μας;
Γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι, την πρώτη και την τελευταία μπουκιά τη δίνει η ψυχή μας σ’ αυτούς;
Γιατί κρατάει το ψυγείο, το γλυκό, το βούτυρο, το παγωτό, το μανταρινί;
Γιατί για τους άλλους δεν έχει τίποτα, έχουν όλα λήξει, όλα είναι μπαγιάτικα και ξερά;
Γιατί καμιά ιστορία δεν βγαίνει από το στόμα μας, ενώ με τους άλλους δεν λέει να σταματήσει το αηδονάκι στα χείλη μας;
Τι είναι αυτό που είναι πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά, το ξέρουμε μόνο όταν δεν μας ρωτάνε, και δεν το ξέρουμε όταν μας ρωτάνε;
Γιατί του αρέσει να ξημερώνει εδώ και όχι εκεί;
Γιατί στρώνει εδώ και όχι εκεί;
Γιατί έχουμε πάντα ένα αγκάθι μ’ αυτούς;
Είναι στη φύση μας να μην μπορούμε να δεχτούμε κάτι ολόκληρο και καθαρό ή μήπως αυτοί οι ίδιοι έχουν κάτι αχώνευτο, κάτι μισό, κάτι ενοχλητικό;
Γιατί δεν αντέχει η μύτη μας τη μυρωδιά τους, το άρωμά τους;
Γιατί δεν θέλουμε την καλημέρα τους;
Γιατί το πέτο μας δεν κρατάει το τριαντάφυλλό τους;
Γιατί κλωτσάει η καλή κουβέντα στα χείλη μας;
Γιατί τσούζει το μάτι μας καθώς τους βλέπει να έρχονται;
Γιατί βουίζει το αυτί μας;
Τι κουβαλάνε, τι φέρνουν μαζί τους;
Τι γρουσουζιές, τι φαρμάκια, τι ξύδια, τι φίδια, τι αρρώστιες, τι αρμύρες, τι πλημμύρες;
Γιατί στρίβουμε; Γιατί τρέχουμε;
Γιατί οι δρόμοι μας δεν θέλουν να βγουν, να πάνε, να πέσουν πάνω τους.
Γιατί τα σχέδιά μας, δεν θέλουν τον αέρα τους;
Τι είναι αυτό που μας παίρνει τη χαρά, το κέφι, όταν στέκονται δίπλα μας; Γιατί δεν ανοίγουν τα παράθυρά μας, γιατί κλείνουν οι πόρτες μας;
Γιατί οι σκάλες μας δεν ανεβαίνουν;
Γιατί δυστροπούν τα φιλιά μας;
Γιατί με κάποιους άλλους είναι αλλιώς;
Γιατί όλα είναι ορθάνοικτα; Όλα μπαίνουν, βγαίνουν, κελαηδούν, ταιριάζουν και ομορφαίνουν;
Γιατί αρκεί να τους δούμε μόνο και μόνο και όλα αλλάζουν, όλα ανθίζουν. Χείλη, μάτια, λόγια, μέτωπο, πατούσες, αγκαλιές, αναπνοή.
Γιατί τους θέλουμε στο θρανίο μας, στην ομάδα μας, στα χρώματά μας, συνοδηγούς στα ταξίδια μας, γέλιο στα αστεία μας, δάκρυ στον πόνο μας;
Γιατί με αυτούς ανάβει αμέσως το πράσινο και βγαίνει η θάλασσα, η αμμουδιά, το παιχνίδι, το γήπεδα μπροστά μας;
Γιατί το μήλο μοιράζεται, δαγκώνεται, κόβεται στη μέση;
Γιατί το ρούχο, το παπούτσι, η αγκαλιά, ταιριάζει, είναι το νούμερό μας;
Γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι, την πρώτη και την τελευταία μπουκιά τη δίνει η ψυχή μας σ’ αυτούς;
Γιατί κρατάει το ψυγείο, το γλυκό, το βούτυρο, το παγωτό, το μανταρινί;
Γιατί για τους άλλους δεν έχει τίποτα, έχουν όλα λήξει, όλα είναι μπαγιάτικα και ξερά;
Γιατί καμιά ιστορία δεν βγαίνει από το στόμα μας, ενώ με τους άλλους δεν λέει να σταματήσει το αηδονάκι στα χείλη μας;
Τι είναι αυτό που είναι πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά, το ξέρουμε μόνο όταν δεν μας ρωτάνε, και δεν το ξέρουμε όταν μας ρωτάνε;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου