Αθήνα, τέλος καλοκαιριού 480 π.Χ.
Δέκα χρόνια μετά την ήττα που υπέστησαν στον Μαραθώνα, οι Πέρσες επιχειρούν δεύτερη εισβολή στην Ελλάδα.
Ένας ευφυέστατος Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός, ο Θεμιστοκλής, πείθει τους Έλληνες να πολεμήσουν στα στενά των Θερμοπυλών και στο Αρτεμίσιο, ώστε να καθυστερήσουν τις περσικές δυνάμεις.
Μετά την γενναία αντίσταση και επεισοδιακή ήττα των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες, που έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες, εξακολουθούν όμως να υπερτερούν σε αριθμό, οδεύουν εναντίον της Αθήνας καταστρέφοντας ό,τι βρίσκουν στον δρόμο τους.
Στην Αθήνα, οι επικεφαλής του στρατού και του στόλου αναζητούν τρόπους να διασωθεί ο πληθυσμός της πόλης, καθώς κανείς δεν αμφιβάλλει πως, αν οι Πέρσες φτάσουν ως εκεί, δεν έχουν αρκετές δυνάμεις να τους αντιμετωπίσουν.
Επιπλέον, το γεγονός πως ο ιερός οικουρός όφις, προστάτης της πόλης, είχε εξαφανιστεί από την Ακρόπολη ερμηνεύτηκε ως σημάδι καταστροφής, εφόσον η πόλη δεν έχαιρε πλέον της θεϊκής προστασίας. Όπως συνήθιζαν τότε, πριν λάβουν οποιαδήποτε απόφαση, ζήτησαν χρησμό από τους Δελφούς και έλαβαν την εξής απάντηση: «…ο παντεπόπτης Ζευς δίνει την άδεια στην Τριτογενή να μείνει απόρθητο μόνο το ξύλινο τείχος που θα προστατέψει εσένα και τα παιδιά σου…» και «Ω θεία Σαλαμίς, πολλά παλικάρια εσύ θα φας, είτε όταν σπέρνεται το σιτάρι είτε όταν θερίζεται».
Οι Αθηναίοι ήταν ευσεβείς και αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρά τους θεούς τους.
Ο Θεμιστοκλής από την άλλη, ήταν ορθολογιστής, πρακτικός άνθρωπος και φιλόδοξος πολιτικός. Γνώριζε ότι η δύναμη της Αθήνας ήταν ο στόλος της και ήταν αποφασισμένος να πείσει τους συμπολίτες του να εγκαταλείψουν την πόλη. Οι μάχιμοι θα επάνδρωναν τα καράβια και ο άμαχος πληθυσμός θα μεταφερόταν στα νησιά, ώστε οι Πέρσες να βρουν την Αθήνα άδεια. Το πρόβλημα ήταν πως οι προληπτικοί Αθηναίοι, οπωσδήποτε θα ακολουθούσαν με μεγαλύτερη ευκολία τη συμβουλή της Πυθίας παρά του Θεμιστοκλή και εκείνη είχε πει πως η σωτηρία τους ήταν το ξύλινο τείχος. Οπωσδήποτε θα οχυρώνονταν πίσω από το ξύλινο τείχος της Ακρόπολης, με την ελπίδα να αλλάξουν γνώμη οι θεοί.
Πώς θα χειριζόταν αυτή την κατάσταση ο ορθολογιστής Θεμιστοκλής, που έπρεπε προβεί σε μη δημοφιλείς ενέργειες και μάλιστα αμέσως;
Πήρε, λοιπόν μια βαθιά ανάσα και τους είπε : «Ω ζωντόβολα Αθηναίοι, αμόρφωτοι και ρεμπεσκέδες, που κατεβάζετε αμάσητη κάθε μπούρδα που ξεστομίζει μια μαστουρωμένη ημίτρελη! Πόσο βόδια είσαστε, που δεν καταλαβαίνεται πως όλα αυτά είναι παραμύθια και πόσο δειλοί που αρνείστε να αντιμετωπίσετε την πραγματικότητα, αφήνοντας τον καθένα να σας εξαπατά εκμεταλλευόμενος τις δεισιδαιμονίες σας! Αφήστε, λοιπόν, τις ηλιθιότητες, ω ανόητοι μπούφοι, και μπείτε στα καράβια να σωθείτε». Στη συνέχεια, τους ανέλυσε ενδελεχώς τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να επενδύσουν στον στόλο. Έβαλε κάτω τα νούμερα, τις διαστάσεις, την ένταση των ανέμων, μέχρι που πρόσεξε πως δεν είχε πια ακροατήριο. Οι τρομοκρατημένοι Αθηναίοι, που τρόμαξαν ακόμα περισσότερο με την ασέβεια του στρατηγού και θύμωσαν με τα προσβλητικά του λόγια, τον εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στην Ακρόπολη. Λίγες μέρες μετά, ο Ξέρξης με τον στρατό του τους κατέσφαξε και η Αθήνα έγινε περσική επαρχία, όπως και οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις.
Ωχ! Συγγνώμη. Αυτή είναι η εκδοχή του σύγχρονου ορθολογιστή, που απαιτεί οι πολλοί να προσαρμοστούν στο δικό του ευφυές σκεπτικό. Ο Θεμιστοκλής ήταν πολιτικός. Ήξερε πως για να πείσει, εκείνος έπρεπε να προσαρμοστεί και να μιλήσει στη γλώσσα των πολλών. Ο στόχος του ήταν να σώσει την πόλη και τους πολίτες της και, φυσικά, να προωθήσει και την πολιτική του σταδιοδρομία, ως φιλόδοξος άνδρας που ήταν. Για να το πετύχει αυτό, έπρεπε να είναι όλοι ενωμένοι, να νιώθουν δυνατοί, να αισθάνονται ότι υπηρετούν έναν στόχο που αξίζει τον κόπο. Έκανε έκκληση στο συναίσθημά τους, όχι για να τους εκμεταλλευτεί, αλλά για να τους πείσει να ακολουθήσουν τον δρόμο προς τη σωτηρία, όχι μόνο τη δική τους, αλλά και των γενεών που θα ακολουθούσαν.
Τους τα είπε, λοιπόν, κάπως έτσι: «Αγαπητοί μου συμπολίτες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείτε, διότι είναι φανερό πως οι θεοί είναι με το μέρος μας. Πρώτον, το ότι ο οικουρός όφις εγκατέλειψε τον ναό, είναι σημάδι πως η θεά εγκατέλειψε την πόλη, όπως πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Μας λέει καθαρά πως πρέπει να καταφύγουμε στη θάλασσα. Δεύτερον, είναι ολοφάνερο πως το ξύλινο τείχος που θα μείνει απόρθητο, όπως λέει ο χρησμός, δεν μπορεί να είναι αυτός ο φράχτης της Ακρόπολης, όχι μόνο διότι η θεά εγκατέλειψε τον τόπο, αλλά επειδή ο χρησμός στη συνέχεια αποκαλεί τη Σαλαμίνα «θεία». Εκεί λοιπόν θα έχουμε τη θεϊκή προστασία και εκεί πολλά παλικάρια θα «φαγωθούν» και θα είναι Πέρσες. Τα πλοία μας είναι τα ξύλινα τείχη μας!»
Μόνο πεντακόσια άτομα δεν πείστηκαν και έμειναν στην Ακρόπολη, κυρίως όσοι δεν ήταν σε θέση να πολεμήσουν ή να μετακινηθούν, λέει ο Ηρόδοτος. Όλοι οι άλλοι ακολούθησαν τις οδηγίες του Θεμιστοκλή, διότι ένιωσαν ασφαλείς και δυνατοί υπό την ηγεσία ενός ανθρώπου που σεβόταν αυτά που και εκείνοι σέβονταν. Που ήταν ένας από αυτούς, αντί να στέκεται απέναντι κουνώντας το δάχτυλο. Μάλιστα, ήδη από την αρχαιότητα, υπήρχε η φήμη πως ο ίδιος ο Θεμιστοκλής επινόησε αυτόν τον χρησμό, με τον οποίο ανάγκασε το μαντείο να αντικαταστήσει έναν προηγούμενο που προφήτευε ολοκληρωτική καταστροφή. Το αποτέλεσμα ήταν πως υπερψηφίστηκε από τους υπόλοιπους στρατηγούς η πρόταση του Θεμιστοκλή να εκκενωθεί η πόλη, σύμφωνα με την οποία έπρεπε: «να εμπιστευτούν την πόλη στη θεά Αθηνά, να επιβιβαστούν στα πλοία όλοι οι μάχιμοι και ο καθένας να σώζει με όποιον τρόπο μπορεί τα γυναικόπαιδα και τους δούλους».
Στα χρόνια αυτά της πρώιμης δημοκρατίας, οι σπουδαίοι πολιτικοί άνδρες γνώριζαν πως, σε αντίθεση με τα απολυταρχικά καθεστώτα της ανατολής, όπου ο μονάρχης επέβαλλε δια της βίας στους υπηκόους του τα ήθη και τους τρόπους της αρεσκείας του, σε μια πόλη ελεύθερων πολιτών κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Εδώ ο ηγέτης έπρεπε να είναι έξυπνος, ευέλικτος και ευπροσήγορος, προκειμένου να πείσει το σώμα των πολιτών να του επιτρέψουν να εφαρμόσει το οποιοδήποτε σχέδιό του.
Αν ο Θεμιστοκλής δεν είχε κατορθώσει να πείσει τους υπόλοιπους για την ορθότητα της στρατηγικής του, η Ελλάδα και πιθανότητα ολόκληρη η Ευρώπη θα είχε καταληφθεί από τους Πέρσες. Δεν ήταν κατάλληλη η ώρα να συζητηθεί η εγκυρότητα των χρησμών και η ύπαρξη των θεών, με τον θάνατο να παραμονεύει στα δύο βήματα. Ο αγώνας εναντίον της δεισιδαιμονίας μπορούσε να περιμένει. Τώρα έπρεπε να πειστούν οι Αθηναίοι με κάθε τρόπο να λάβουν μία απόφαση ζωής. Και δεν θα τους είχε πείσει αν δεν κατέβαινε να αγωνιστεί στο δικό τους γήπεδο, αν δεν τους μιλούσε στη μόνη γλώσσα που καταλάβαιναν, αν δεν απευθυνόταν στο συναίσθημα χρησιμοποιώντας εργαλεία της λογικής! Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ολόκληρος ο κόσμος, μέχρι σήμερα, θυμάται και θαυμάζει τον Θεμιστοκλή ως πολιτική ιδιοφυία.
Δέκα χρόνια μετά την ήττα που υπέστησαν στον Μαραθώνα, οι Πέρσες επιχειρούν δεύτερη εισβολή στην Ελλάδα.
Ένας ευφυέστατος Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός, ο Θεμιστοκλής, πείθει τους Έλληνες να πολεμήσουν στα στενά των Θερμοπυλών και στο Αρτεμίσιο, ώστε να καθυστερήσουν τις περσικές δυνάμεις.
Μετά την γενναία αντίσταση και επεισοδιακή ήττα των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες, που έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες, εξακολουθούν όμως να υπερτερούν σε αριθμό, οδεύουν εναντίον της Αθήνας καταστρέφοντας ό,τι βρίσκουν στον δρόμο τους.
Στην Αθήνα, οι επικεφαλής του στρατού και του στόλου αναζητούν τρόπους να διασωθεί ο πληθυσμός της πόλης, καθώς κανείς δεν αμφιβάλλει πως, αν οι Πέρσες φτάσουν ως εκεί, δεν έχουν αρκετές δυνάμεις να τους αντιμετωπίσουν.
Επιπλέον, το γεγονός πως ο ιερός οικουρός όφις, προστάτης της πόλης, είχε εξαφανιστεί από την Ακρόπολη ερμηνεύτηκε ως σημάδι καταστροφής, εφόσον η πόλη δεν έχαιρε πλέον της θεϊκής προστασίας. Όπως συνήθιζαν τότε, πριν λάβουν οποιαδήποτε απόφαση, ζήτησαν χρησμό από τους Δελφούς και έλαβαν την εξής απάντηση: «…ο παντεπόπτης Ζευς δίνει την άδεια στην Τριτογενή να μείνει απόρθητο μόνο το ξύλινο τείχος που θα προστατέψει εσένα και τα παιδιά σου…» και «Ω θεία Σαλαμίς, πολλά παλικάρια εσύ θα φας, είτε όταν σπέρνεται το σιτάρι είτε όταν θερίζεται».
Οι Αθηναίοι ήταν ευσεβείς και αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρά τους θεούς τους.
Ο Θεμιστοκλής από την άλλη, ήταν ορθολογιστής, πρακτικός άνθρωπος και φιλόδοξος πολιτικός. Γνώριζε ότι η δύναμη της Αθήνας ήταν ο στόλος της και ήταν αποφασισμένος να πείσει τους συμπολίτες του να εγκαταλείψουν την πόλη. Οι μάχιμοι θα επάνδρωναν τα καράβια και ο άμαχος πληθυσμός θα μεταφερόταν στα νησιά, ώστε οι Πέρσες να βρουν την Αθήνα άδεια. Το πρόβλημα ήταν πως οι προληπτικοί Αθηναίοι, οπωσδήποτε θα ακολουθούσαν με μεγαλύτερη ευκολία τη συμβουλή της Πυθίας παρά του Θεμιστοκλή και εκείνη είχε πει πως η σωτηρία τους ήταν το ξύλινο τείχος. Οπωσδήποτε θα οχυρώνονταν πίσω από το ξύλινο τείχος της Ακρόπολης, με την ελπίδα να αλλάξουν γνώμη οι θεοί.
Πώς θα χειριζόταν αυτή την κατάσταση ο ορθολογιστής Θεμιστοκλής, που έπρεπε προβεί σε μη δημοφιλείς ενέργειες και μάλιστα αμέσως;
Πήρε, λοιπόν μια βαθιά ανάσα και τους είπε : «Ω ζωντόβολα Αθηναίοι, αμόρφωτοι και ρεμπεσκέδες, που κατεβάζετε αμάσητη κάθε μπούρδα που ξεστομίζει μια μαστουρωμένη ημίτρελη! Πόσο βόδια είσαστε, που δεν καταλαβαίνεται πως όλα αυτά είναι παραμύθια και πόσο δειλοί που αρνείστε να αντιμετωπίσετε την πραγματικότητα, αφήνοντας τον καθένα να σας εξαπατά εκμεταλλευόμενος τις δεισιδαιμονίες σας! Αφήστε, λοιπόν, τις ηλιθιότητες, ω ανόητοι μπούφοι, και μπείτε στα καράβια να σωθείτε». Στη συνέχεια, τους ανέλυσε ενδελεχώς τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να επενδύσουν στον στόλο. Έβαλε κάτω τα νούμερα, τις διαστάσεις, την ένταση των ανέμων, μέχρι που πρόσεξε πως δεν είχε πια ακροατήριο. Οι τρομοκρατημένοι Αθηναίοι, που τρόμαξαν ακόμα περισσότερο με την ασέβεια του στρατηγού και θύμωσαν με τα προσβλητικά του λόγια, τον εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στην Ακρόπολη. Λίγες μέρες μετά, ο Ξέρξης με τον στρατό του τους κατέσφαξε και η Αθήνα έγινε περσική επαρχία, όπως και οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις.
Ωχ! Συγγνώμη. Αυτή είναι η εκδοχή του σύγχρονου ορθολογιστή, που απαιτεί οι πολλοί να προσαρμοστούν στο δικό του ευφυές σκεπτικό. Ο Θεμιστοκλής ήταν πολιτικός. Ήξερε πως για να πείσει, εκείνος έπρεπε να προσαρμοστεί και να μιλήσει στη γλώσσα των πολλών. Ο στόχος του ήταν να σώσει την πόλη και τους πολίτες της και, φυσικά, να προωθήσει και την πολιτική του σταδιοδρομία, ως φιλόδοξος άνδρας που ήταν. Για να το πετύχει αυτό, έπρεπε να είναι όλοι ενωμένοι, να νιώθουν δυνατοί, να αισθάνονται ότι υπηρετούν έναν στόχο που αξίζει τον κόπο. Έκανε έκκληση στο συναίσθημά τους, όχι για να τους εκμεταλλευτεί, αλλά για να τους πείσει να ακολουθήσουν τον δρόμο προς τη σωτηρία, όχι μόνο τη δική τους, αλλά και των γενεών που θα ακολουθούσαν.
Τους τα είπε, λοιπόν, κάπως έτσι: «Αγαπητοί μου συμπολίτες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείτε, διότι είναι φανερό πως οι θεοί είναι με το μέρος μας. Πρώτον, το ότι ο οικουρός όφις εγκατέλειψε τον ναό, είναι σημάδι πως η θεά εγκατέλειψε την πόλη, όπως πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Μας λέει καθαρά πως πρέπει να καταφύγουμε στη θάλασσα. Δεύτερον, είναι ολοφάνερο πως το ξύλινο τείχος που θα μείνει απόρθητο, όπως λέει ο χρησμός, δεν μπορεί να είναι αυτός ο φράχτης της Ακρόπολης, όχι μόνο διότι η θεά εγκατέλειψε τον τόπο, αλλά επειδή ο χρησμός στη συνέχεια αποκαλεί τη Σαλαμίνα «θεία». Εκεί λοιπόν θα έχουμε τη θεϊκή προστασία και εκεί πολλά παλικάρια θα «φαγωθούν» και θα είναι Πέρσες. Τα πλοία μας είναι τα ξύλινα τείχη μας!»
Μόνο πεντακόσια άτομα δεν πείστηκαν και έμειναν στην Ακρόπολη, κυρίως όσοι δεν ήταν σε θέση να πολεμήσουν ή να μετακινηθούν, λέει ο Ηρόδοτος. Όλοι οι άλλοι ακολούθησαν τις οδηγίες του Θεμιστοκλή, διότι ένιωσαν ασφαλείς και δυνατοί υπό την ηγεσία ενός ανθρώπου που σεβόταν αυτά που και εκείνοι σέβονταν. Που ήταν ένας από αυτούς, αντί να στέκεται απέναντι κουνώντας το δάχτυλο. Μάλιστα, ήδη από την αρχαιότητα, υπήρχε η φήμη πως ο ίδιος ο Θεμιστοκλής επινόησε αυτόν τον χρησμό, με τον οποίο ανάγκασε το μαντείο να αντικαταστήσει έναν προηγούμενο που προφήτευε ολοκληρωτική καταστροφή. Το αποτέλεσμα ήταν πως υπερψηφίστηκε από τους υπόλοιπους στρατηγούς η πρόταση του Θεμιστοκλή να εκκενωθεί η πόλη, σύμφωνα με την οποία έπρεπε: «να εμπιστευτούν την πόλη στη θεά Αθηνά, να επιβιβαστούν στα πλοία όλοι οι μάχιμοι και ο καθένας να σώζει με όποιον τρόπο μπορεί τα γυναικόπαιδα και τους δούλους».
Στα χρόνια αυτά της πρώιμης δημοκρατίας, οι σπουδαίοι πολιτικοί άνδρες γνώριζαν πως, σε αντίθεση με τα απολυταρχικά καθεστώτα της ανατολής, όπου ο μονάρχης επέβαλλε δια της βίας στους υπηκόους του τα ήθη και τους τρόπους της αρεσκείας του, σε μια πόλη ελεύθερων πολιτών κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Εδώ ο ηγέτης έπρεπε να είναι έξυπνος, ευέλικτος και ευπροσήγορος, προκειμένου να πείσει το σώμα των πολιτών να του επιτρέψουν να εφαρμόσει το οποιοδήποτε σχέδιό του.
Αν ο Θεμιστοκλής δεν είχε κατορθώσει να πείσει τους υπόλοιπους για την ορθότητα της στρατηγικής του, η Ελλάδα και πιθανότητα ολόκληρη η Ευρώπη θα είχε καταληφθεί από τους Πέρσες. Δεν ήταν κατάλληλη η ώρα να συζητηθεί η εγκυρότητα των χρησμών και η ύπαρξη των θεών, με τον θάνατο να παραμονεύει στα δύο βήματα. Ο αγώνας εναντίον της δεισιδαιμονίας μπορούσε να περιμένει. Τώρα έπρεπε να πειστούν οι Αθηναίοι με κάθε τρόπο να λάβουν μία απόφαση ζωής. Και δεν θα τους είχε πείσει αν δεν κατέβαινε να αγωνιστεί στο δικό τους γήπεδο, αν δεν τους μιλούσε στη μόνη γλώσσα που καταλάβαιναν, αν δεν απευθυνόταν στο συναίσθημα χρησιμοποιώντας εργαλεία της λογικής! Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ολόκληρος ο κόσμος, μέχρι σήμερα, θυμάται και θαυμάζει τον Θεμιστοκλή ως πολιτική ιδιοφυία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου