Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

ΤΑ ΟΥΡΙ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜΙΚΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Όπως αναφέρει η παράδοση, ο προφήτης είπε: «Ο Θεός έφτιαξε το πρόσωπο των ουρί από τέσσερα χρώματα: λευκό, πράσινο, κίτρινο και κόκκινο- το σώμα τους από ζαφορά, μόσχο, ήλεκτρο και καμφορά· τα μαλλιά τους από γαρύφαλλα που μυρίζουν όμορφα.
Από τα νύχια των ποδιών μέχρι τα γό­νατα είναι από ζαφορά που μοσχοβολάει, από τα γόνατα μέ­χρι το στήθος από μόσχο, από το στήθος μέχρι το λαιμό από ήλεκτρο, από το λαιμό μέχρι το κεφάλι από καμφορά. Και αν κάποια φορά αποφάσιζαν να φτύσουν τον κόσμο, το σάλιο τους θα ήταν από μόσχο.
Στο στήθος της κάθε γυναίκας είναι γραμμένο το όνομα του συζύγου της και το όνομα του Θεού. Η απόσταση ανάμεσα στους ώμους τους είναι τόσο μεγάλη σαν μια παρασάνγκα(περίπου 5 χιλιόμετρα). Σε κάθε χέρι έχουν δέκα χρυσά βραχιόλια, στα δάχτυλα τους δέκα δαχτυλίδια και στα πόδια τους αλυσίδες από πολύτιμες πέτρες και μαργαριτάρια».

Ο Ιμπν Άβας αναφέρει στο όνομα του προφήτη, ότι στον παράδεισο υπήρχαν παρθένες, που τις ονόμαζαν κούκλες. Ο Θεός τις είχε φτιάξει από τέσσερα υλικά: μόσχο, καμφορά, ήλεκτρο και ζαφορά. Ο θρόνος τους ήταν φτιαγμένος από το νερό της ζωής. Όλα τα ουρί -οι παρθένες του παραδείσου-έχουν σάλιο που είναι έτσι φτιαγμένο, ώστε αν φτύσουν μια φορά τη θάλασσα, αρκεί για να γίνει το νερό της γλυκό. Ψηλά στο στήθος τους είναι γραμμένες οι λέξεις: Όποιος θέλει να γίνει όμοιος με εμένα, πρέπει να δηλώνει υποταγή στον Κύριο του.


Στην παράδοση του Ιμπν Μασ’ούντ αναφέρεται ότι ο προφήτης είπε το εξής:
Αφού ο Θεός έφτιαξε τους κήπους του παραδείσου, φώναξε τον Γαβριήλ και του είπε: «Πήγαινε να δεις τι έφτιαξα για αυτούς που με λατρεύουν και για τους φίλους μου». Ο Γαβριήλ έφυγε και πήγε να δει τους κήπους. Όταν βρισκόταν εκεί, κάποια από τις παρθένες με τα ωραία μαύρα μάτια, που βρίσκονταν στο ανάκτορο, κοίταξε κάτω και μόλις τον είδε, του χαμογέλασε. Οι κήποι της Εδέμ άστραψαν από τη λάμψη των δοντιών της. Ο Γαβριήλ έπεσε στα γόνατα και προσευχήθηκε, γιατί πίστεψε ότι η λάμψη προερχόταν από το φως του Παντοδύναμου. Η παρθένα τό­τε του φώναξε: «Έμπιστε άγγελε του Θεού, σήκωσε το κεφά­λι σου!» Εκείνος το σήκωσε, την είδε και είπε: «Δοξασμένος ο Κύριος που σε δημιούργησε!» Η παρθένα τον ρώτησε: «Έμπιστε άγγελε του Θεού, ξέρεις για ποιον με δημιούργη­σε;» Εκείνος απάντησε: «Όχι!» Τότε εκείνη του είπε: «Για εκείνον που τιμάει περισσότερο τη θέληση του Θεού από τις δικές του επιθυμίες!»
Η παράδοση αναφέρει ακόμη: Κανείς από τους ανθρώ­πους δε νηστεύει το μήνα Ραμαδάν, χωρίς ο Θεός να του δώ­σει στον παράδεισο μια παρθένα με σκούρο δέρμα που θα τον περιμένει σε μια σκηνή από λευκά μαργαριτάρια, όπως λέει και το Κοράνιο: «Τα ουρί του παραδείσου σάς περιμένουν στις σκηνές»(Σούρα 55,72). Κάθε μια από αυτές τις γυναίκες έχει εβδομή­ντα κρεβάτια, που το καθένα είναι φτιαγμένο από κόκκινο υά­κινθο και πάνω του υπάρχουν εβδομήντα αναπαυτικά μαξιλά­ρια. Σε κάθε μαξιλάρι είναι ξαπλωμένες εβδομήντα γυναίκες. Κάθε γυναίκα έχει χίλιες υπηρέτριες και κάθε μια βαστάει μια χρυσή γαβάθα. Και την πλησιάζει ο άντρας της τόσες φορές, όσες ημέρες νήστευε το μήνα Ραμαδάν, χωρίς να υπολογίζο­νται και οι καλές πράξεις που έκανε επιπλέον.

Η παράδοση αναφέρει:
Από την απέναντι πλευρά της γέ­φυρας της κολάσεως υπάρχουν απέραντα λιβάδια με όμορφα δέντρα. Κάτω από κάθε δέντρο υπάρχουν δυο πηγές με νερό που πηγάζει από τον παράδεισο: μια στα δεξιά και μια στα αριστερά. Όταν οι πιστοί, αφού σηκωθούν από τους τάφους τους και ζεσταθούν από το φως του ήλιου, ξεκινήσουν για να κριθούν και να περάσουν τη γέφυρα της κολάσεως, φτάνουν εκεί διψασμένοι και πίνουν από τη μια πηγή. Όταν το νερό φτάσει μέχρι το στήθος τους, σβήνει κάθε μίσος, λάθος και άρνηση που υπάρχει μέσα τους. Μόλις το νερό κατέβει μέχρι την κοιλιά τους, διαλύονται όλες οι ακαθαρσίες, το αίμα και τα ούρα που βρίσκονται στο σώμα τους, έτσι ώστε να είναι καθαροί εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά. Μετά φτάνουν σε μια άλλη πηγή με νερό και πλένουν εκεί το κεφάλι και το σώμα τους. Η όψη τους είναι τόσο λαμπερή όπως η σελήνη τη νύχτα που έχει πανσέληνο. Το σώμα τους γίνεται απαλό και μαλακό σαν ζουμερός χουρμάς, ενώ μοσχοβολάνε μόσχο.
Έτσι φτά­νουν στην πύλη του παραδείσου, και δες!, η πύλη είναι φτιαγ­μένη από κόκκινο υάκινθο. Χτυπούν την πόρτα και φωνά­ζουν. Οι γυναίκες του παραδείσου, που έχουν κιόλας μαζευτεί εκεί, βγαίνουν και αγκαλιάζουν τους συζύγους τους. Κάθε μια από αυτές λέει στο σύζυγο της: «Είσαι δικός μου, είσαι ο αγα­πημένος μου και σε θέλω πολύ! Ποτέ δε θα είμαι δυσαρεστη­μένη από εσένα! Έλα μέσα!» Και εκείνος μπαίνει στο σπίτι. Εκεί υπάρχουν εβδομήντα κρεβάτια και πάνω στο καθένα βρίσκονται εβδομήντα μαξιλάρια και σε κάθε μαξιλάρι εβδομή­ντα σύζυγοι που κάθε μια φοράει εβδομήντα πέπλα. Είναι όμως τόσο λεπτά, που διαγράφεται το σώμα τους. Τα μαλλιά των ουρί είναι τόσο λαμπερά, ώστε αν μια τρίχα τους έπεφτε στη γη, θα απλωνόταν παντού φως.
Η παράδοση αναφέρει:
Κάθε ένας από τους κατοίκους του παραδείσου φοράει εβδομήντα πολύτιμους χιτώνες, και κάθε ένας από αυτούς αλλάζει σε μια ώρα εβδομήντα φορές το χρώμα του. Ο άντρας κοιτάζει ελεύθερα το πρόσωπο, το στήθος και τα πόδια της γυναίκας και εκείνη τον κοιτάζει στο πρόσωπο, το στήθος και τα πόδια. Δε φτύνουν και δε φτερνί­ζονται. Εκτός από φρύδια, μαλλιά και βλέφαρα, δεν έχουν άλλες τρίχες πουθενά, ούτε στις μασχάλες, ούτε στα γεννητικά όργανα. Κάθε μέρα που περνάει αποκτούν μεγαλύτερη χάρη και ομορφιά, αντίθετα με το γήινο κόσμο, όπου οι άνθρωποι γερνούν μέρα με την ημέρα. Κάθε άντρας αποκτά τη δύναμη που έχουν χίλιοι άντρες στον κόσμο, όχι μόνο στο φαγητό και το ποτό, αλλά και στην ερωτική πράξη. Κοιμάται όμως με τη σύζυγο του, που τη βρίσκει παρθένα κάθε φορά που την πλησιάζει, με τον ίδιο τρόπο που κοιμούνται οι ζωντανοί με τις γυναίκες τους. Κάθε μέρα γεύεται την ηδονή από αυτήν, σαν να χαιρόταν εκατό γυναίκες.
Ο Ιμπν Άβας είπε:
«Αν ο πιστός που λατρεύει τον Θεό απολαύσει από τους καρπούς του παραδείσου όσους θέλει, αρχίζει να ζητάει άλλη τροφή». Τότε ο Θεός δίνει εντολή να του προσφέρουν. Αμέσως έρχονται εβδομήντα χιλιάδες υπηρέτριες και φέρνουν εβδομήντα χιλιάδες τραπέζια από μαργαριτάρια και υάκινθο. Πάνω σε κάθε τραπέζι υπάρχει μια χρυσή γαβάθα, όπως λέει και το Κοράνιο: «Θα σας μοιράσουν χρυσές γαβάθες και κύπελλα που θα έχουν ό,τι θελήσει η ψυχή σας και τα μάτια σας. Θα μείνετε αιώνια εκεί». Σε κάθε γαβάθα υπάρχουν εβδομήντα χιλιάδες είδη φαγητού. Δεν τα έχει αγγίξει φωτιά, ούτε τα έχει μαγειρέψει κάποιος μάγει­ρας, ούτε έβρασαν σε κάποιο χάλκινο ή όμοιο σκεύος. Μόνον ο Θεός είπε: «Γίνου!» και αμέσως έγιναν, χωρίς κόπο και χω­ρίς φασαρία.
Ο πιστός τρώει ό,τι θελήσει η ψυχή του και ευχαριστιέται μαζί με τη σύζυγο του. Όταν χορτάσουν, έρχονται πουλιά από ψηλά και φέρνουν δροσερό νερό. Μετά έρχονται και τα παραδείσια πουλιά που το μέγεθος τους φτάνει το μέγεθος μιας καμήλας. Στέκονται με τα φτερά ανοιχτά πάνω από το κεφάλι του πιστού. Κάθε ένα από τα πουλιά λέει: «Φίλε του Θεού, εί­μαι αυτό το πουλί, έχω πιει τόσο νερό από τους ποταμούς Σαλσαμπίλ και Κουφούρ και έχω φάει τόσους καρπούς από τον παράδεισο». Τότε ο πιστός καταλαμβάνεται από την επι­θυμία για αυτά τα πουλιά και με εντολή του Θεού εμφανίζεται στο τραπέζι ένα πιάτο με το είδος που προτιμάει. Είναι ψημένο και έχει το κρέας που του αρέσει. Μετά από αυτό, τα πουλιά επιστρέφουν με την άδεια του Θεού πίσω στον παράδεισο, όμως τα φαγητά που έχουν φέρει, δεν τελειώνουν ποτέ. Όσο και να φάει κάποιος, δεν λιγοστεύουν.
Πηγή το βιβλίο του Helmut Werner: Το Ισλαμικό Βιβλίο των Νεκρών

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου