ΛΥΣ 10.1–3
Προοίμιον: γιατί ο ομιλητής κατήγγειλε τον Θεόμνηστο
Κάποιος Λυσίθεος, επικαλούμενος τις μαρτυρίες του κατηγόρου στην παρούσα δίκη και ενός ακόμη μάρτυρα, του Διονυσίου, είχε κατηγορήσει τον Θεόμνηστο ως ῥίψασπιν, γεγονός που του στερούσε το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της πόλης. Ο Θεόμνηστος με τη σειρά του κατηγόρησε τον Διονύσιο για ψευδομαρτυρία, ενώ για τον ομιλητή στην παρούσα δίκη υποστήριξε ότι είχε προκαλέσει την εκτέλεση του πατέρα του, καταγγέλλοντάς τον στους Τριάκοντα. Έτσι ο ομιλητής τον κατήγγειλε για συκοφαντική καταγγελία (κακηγορίαν).
[1] Μαρτύρων μὲν οὐκ ἀπορίαν μοι ἔσεσθαι δοκῶ, ὦ ἄνδρες
δικασταί· πολλοὺς γὰρ ὑμῶν ὁρῶ δικάζοντας τῶν τότε
παρόντων, ὅτε Λυσίθεος Θεόμνηστον εἰσήγγελλε τὰ ὅπλα
ἀποβεβληκότα, οὐκ ἐξὸν αὐτῷ, δημηγορεῖν· ἐν ἐκείνῳ γὰρ
τῷ ἀγῶνι τὸν πατέρα μ’ ἔφασκεν ἀπεκτονέναι τὸν ἐμαυ-
τοῦ. [2] ἐγὼ δ’, εἰ μὲν τὸν ἑαυτοῦ με ἀπεκτονέναι ᾐτιᾶτο,
συγγνώμην ἂν εἶχον αὐτῷ τῶν εἰρημένων (φαῦλον γὰρ
αὐτὸν καὶ οὐδενὸς ἄξιον ἡγούμην)· οὐδ’ εἴ τι ἄλλο τῶν ἀπορ-
ρήτων ἤκουσα, οὐκ ἂν ἐπεξῆλθον αὐτῷ (ἀνελευθέρου γὰρ
καὶ λίαν φιλοδίκου εἶναι νομίζω κακηγορίας δικάζεσθαι)·
[3] νυνὶ δὲ αἰσχρόν μοι εἶναι δοκεῖ περὶ τοῦ πατρός, οὕτω
πολλοῦ ἀξίου γεγενημένου καὶ ὑμῖν καὶ τῇ πόλει, μὴ τιμω-
ρήσασθαι τὸν ταῦτ’ εἰρηκότα, καὶ παρ’ ὑμῶν εἰδέναι βού-
λομαι πότερον δώσει δίκην, ἢ τούτῳ μόνῳ Ἀθηναίων
ἐξαίρετόν ἐστι καὶ ποιεῖν καὶ λέγειν παρὰ τοὺς νόμους
ὅ τι ἂν βούληται.
***
Νομίζω, κύριοι δικασταί, ότι δεν θα μου λείψουν μάρτυρες· διότι βλέπω ότι πολλοί από σας είσθε εξ εκείνων, που εδίκαζον τότε, ότε ο Λυσίθεος κατήγγειλε τον Θεόμνηστον ότι παρανόμως αγορεύει εις την συνέλευσιν του λαού, ενώ έρριψεν εις την μάχην τα όπλα και ετράπη εις φυγήν. Διότι κατά την διεξαγωγήν της δίκης εκείνης έλεγεν ότι εγώ εφόνευσα τον πατέρα μου. Εγώ δε, εάν μεν με κατηγορούσεν ότι εφόνευσα τον πατέρα μου, θα τον συνεχώρουν διά την κατηγορίαν του (διότι θα εθεώρουν την κατηγορίαν ταύτην μικράν και αναξίαν λόγου), ουδέ θα κατήγγελλον αυτόν, εάν έλεγε δι' εμέ ό,τι δήποτε άλλο εξ εκείνων, που είναι απηγορευμένον να λέγη κανείς (διότι φρονώ ότι είναι ίδιον ανθρώπου ουτιδανού και λίαν αγαπώντος τας δίκας το να καταφεύγη διά δυσφήμησιν εις τα δικαστήρια). Τώρα όμως μου φαίνεται πως είναι αισχρόν να μη τιμωρήσω εκείνον που είπε ταύτα περί του πατρός μου, ο οποίος πολύ ευηργέτησε την πόλιν και απέθανε χάριν αυτής, και θέλω να μάθω για σας, αν θα τιμωρήσετε αυτόν, ή αυτός μόνος έχει το προνόμιον να λέγη και να πράττη παρά τους νόμους ό,τι θέλει.
Νομίζω, κύριοι δικασταί, ότι δεν θα μου λείψουν μάρτυρες· διότι βλέπω ότι πολλοί από σας είσθε εξ εκείνων, που εδίκαζον τότε, ότε ο Λυσίθεος κατήγγειλε τον Θεόμνηστον ότι παρανόμως αγορεύει εις την συνέλευσιν του λαού, ενώ έρριψεν εις την μάχην τα όπλα και ετράπη εις φυγήν. Διότι κατά την διεξαγωγήν της δίκης εκείνης έλεγεν ότι εγώ εφόνευσα τον πατέρα μου. Εγώ δε, εάν μεν με κατηγορούσεν ότι εφόνευσα τον πατέρα μου, θα τον συνεχώρουν διά την κατηγορίαν του (διότι θα εθεώρουν την κατηγορίαν ταύτην μικράν και αναξίαν λόγου), ουδέ θα κατήγγελλον αυτόν, εάν έλεγε δι' εμέ ό,τι δήποτε άλλο εξ εκείνων, που είναι απηγορευμένον να λέγη κανείς (διότι φρονώ ότι είναι ίδιον ανθρώπου ουτιδανού και λίαν αγαπώντος τας δίκας το να καταφεύγη διά δυσφήμησιν εις τα δικαστήρια). Τώρα όμως μου φαίνεται πως είναι αισχρόν να μη τιμωρήσω εκείνον που είπε ταύτα περί του πατρός μου, ο οποίος πολύ ευηργέτησε την πόλιν και απέθανε χάριν αυτής, και θέλω να μάθω για σας, αν θα τιμωρήσετε αυτόν, ή αυτός μόνος έχει το προνόμιον να λέγη και να πράττη παρά τους νόμους ό,τι θέλει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου