Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΜΕΝΩΝ

ΠΛ Μεν 92b–95a

Ο Σωκράτης αντικρούει τον ισχυρισμό του Άνυτου ότι οι ενάρετοι πολίτες είναι ικανοί να μεταδώσουν την αρετή

Για να τεκμηριώσει τη θεωρία της ανάμνησης, ο Σωκράτης καθοδήγησε έναν δούλο τού Μένωνα στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων που δεν έχει διδαχτεί ποτέ, απόδειξη, κατά τον φιλόσοφο, ότι η γνώση είναι ανάμνηση (και όχι προϊόν διδαχής). Ξαναγυρνώντας στο ζήτημα του διδακτού της αρετής, ρώτησαν τον Άνυτο, τον μετέπειτα κατήγορο του Σωκράτη, αν θεωρούσε τους σοφιστές αρμόδιους να την διδάξουν, αλλά αυτός εξέφρασε την αρνητική του γνώμη για εκείνους.

ΣΩ. Πότερον δέ, ὦ Ἄνυτε, ἠδίκηκέ τίς σε τῶν σοφιστῶν,
ἢ τί οὕτως αὐτοῖς χαλεπὸς εἶ;

ΑΝ. Οὐδὲ μὰ Δία ἔγωγε συγγέγονα πώποτε αὐτῶν οὐδενί,
οὐδ’ ἂν ἄλλον ἐάσαιμι τῶν ἐμῶν οὐδένα.

ΣΩ. Ἄπειρος ἄρ’ εἶ παντάπασι τῶν ἀνδρῶν;

ΑΝ. Καὶ εἴην γε.

[92c] ΣΩ. Πῶς οὖν ἄν, ὦ δαιμόνιε, εἰδείης περὶ τούτου τοῦ
πράγματος, εἴτε τι ἀγαθὸν ἔχει ἐν αὑτῷ εἴτε φλαῦρον, οὗ
παντάπασιν ἄπειρος εἴης;

ΑΝ. Ῥᾳδίως· τούτους γοῦν οἶδα οἵ εἰσιν, εἴτ’ οὖν
ἄπειρος αὐτῶν εἰμι εἴτε μή.

ΣΩ. Μάντις εἶ ἴσως, ὦ Ἄνυτε· ἐπεὶ ὅπως γε ἄλλως
οἶσθα τούτων πέρι, ἐξ ὧν αὐτὸς λέγεις θαυμάζοιμ’ ἄν.
ἀλλὰ γὰρ οὐ τούτους ἐπιζητοῦμεν τίνες εἰσίν, παρ’ οὓς ἂν
[92d] Μένων ἀφικόμενος μοχθηρὸς γένοιτο ―οὗτοι μὲν γάρ, εἰ σὺ
βούλει, ἔστων οἱ σοφισταί― ἀλλὰ δὴ ἐκείνους εἰπὲ ἡμῖν,
καὶ τὸν πατρικὸν τόνδε ἑταῖρον εὐεργέτησον φράσας αὐτῷ
παρὰ τίνας ἀφικόμενος ἐν τοσαύτῃ πόλει τὴν ἀρετὴν ἣν
νυνδὴ ἐγὼ διῆλθον γένοιτ’ ἂν ἄξιος λόγου.

ΑΝ. Τί δὲ αὐτῷ οὐ σὺ ἔφρασας;

ΣΩ. Ἀλλ’ οὓς μὲν ἐγὼ ᾤμην διδασκάλους τούτων εἶναι,
εἶπον, ἀλλὰ τυγχάνω οὐδὲν λέγων, ὡς σὺ φῄς· καὶ ἴσως τὶ
[92e] λέγεις. ἀλλὰ σὺ δὴ ἐν τῷ μέρει αὐτῷ εἰπὲ παρὰ τίνας
ἔλθῃ Ἀθηναίων· εἰπὲ ὄνομα ὅτου βούλει.

ΑΝ. Τί δὲ ἑνὸς ἀνθρώπου ὄνομα δεῖ ἀκοῦσαι; ὅτῳ γὰρ
ἂν ἐντύχῃ Ἀθηναίων τῶν καλῶν κἀγαθῶν, οὐδεὶς ἔστιν ὃς
οὐ βελτίω αὐτὸν ποιήσει ἢ οἱ σοφισταί, ἐάνπερ ἐθέλῃ
πείθεσθαι.

ΣΩ. Πότερον δὲ οὗτοι οἱ καλοὶ κἀγαθοὶ ἀπὸ τοῦ
αὐτομάτου ἐγένοντο τοιοῦτοι, παρ’ οὐδενὸς μαθόντες ὅμως
μέντοι ἄλλους διδάσκειν οἷοί τε ὄντες ταῦτα ἃ αὐτοὶ οὐκ
[93a] ἔμαθον;

ΑΝ. Καὶ τούτους ἔγωγε ἀξιῶ παρὰ τῶν προτέρων μαθεῖν,
ὄντων καλῶν κἀγαθῶν· ἢ οὐ δοκοῦσί σοι πολλοὶ καὶ ἀγαθοὶ
γεγονέναι ἐν τῇδε τῇ πόλει ἄνδρες;

ΣΩ. Ἔμοιγε, ὦ Ἄνυτε, καὶ εἶναι δοκοῦσιν ἐνθάδε ἀγαθοὶ
τὰ πολιτικά, καὶ γεγονέναι ἔτι οὐχ ἧττον ἢ εἶναι· ἀλλὰ
μῶν καὶ διδάσκαλοι ἀγαθοὶ γεγόνασιν τῆς αὑτῶν ἀρετῆς;
τοῦτο γάρ ἐστιν περὶ οὗ ὁ λόγος ἡμῖν τυγχάνει ὤν· οὐκ εἰ
εἰσὶν ἀγαθοὶ ἢ μὴ ἄνδρες ἐνθάδε, οὐδ’ εἰ γεγόνασιν ἐν τῷ
[93b] πρόσθεν, ἀλλ’ εἰ διδακτόν ἐστιν ἀρετὴ πάλαι σκοποῦμεν.
τοῦτο δὲ σκοποῦντες τόδε σκοποῦμεν, ἆρα οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες
καὶ τῶν νῦν καὶ τῶν προτέρων ταύτην τὴν ἀρετὴν ἣν αὐτοὶ
ἀγαθοὶ ἦσαν ἠπίσταντο καὶ ἄλλῳ παραδοῦναι, ἢ οὐ παρα-
δοτὸν τοῦτο ἀνθρώπῳ οὐδὲ παραληπτὸν ἄλλῳ παρ’ ἄλλου·
τοῦτ’ ἔστιν ὃ πάλαι ζητοῦμεν ἐγώ τε καὶ Μένων. ὧδε οὖν
σκόπει ἐκ τοῦ σαυτοῦ λόγου· Θεμιστοκλέα οὐκ ἀγαθὸν ἂν
[93c] φαίης ἄνδρα γεγονέναι;

ΑΝ. Ἔγωγε, πάντων γε μάλιστα.

ΣΩ. Οὐκοῦν καὶ διδάσκαλον ἀγαθόν, εἴπερ τις ἄλλος τῆς
αὑτοῦ ἀρετῆς διδάσκαλος ἦν, κἀκεῖνον εἶναι;

ΑΝ. Οἶμαι ἔγωγε, εἴπερ ἐβούλετό γε.

ΣΩ. Ἀλλ’, οἴει, οὐκ ἂν ἐβουλήθη ἄλλους τέ τινας
καλοὺς κἀγαθοὺς γενέσθαι, μάλιστα δέ που τὸν ὑὸν τὸν
αὑτοῦ; ἢ οἴει αὐτὸν φθονεῖν αὐτῷ καὶ ἐξεπίτηδες οὐ παρα-
[93d] διδόναι τὴν ἀρετὴν ἣν αὐτὸς ἀγαθὸς ἦν; ἢ οὐκ ἀκήκοας ὅτι
Θεμιστοκλῆς Κλεόφαντον τὸν ὑὸν ἱππέα μὲν ἐδιδάξατο
ἀγαθόν; ἐπέμενεν γοῦν ἐπὶ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς, καὶ
ἠκόντιζεν ἀπὸ τῶν ἵππων ὀρθός, καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ θαυ-
μαστὰ ἠργάζετο ἃ ἐκεῖνος αὐτὸν ἐπαιδεύσατο καὶ ἐποίησε
σοφόν, ὅσα διδασκάλων ἀγαθῶν εἴχετο· ἢ ταῦτα οὐκ ἀκήκοας
τῶν πρεσβυτέρων;

ΑΝ. Ἀκήκοα.

ΣΩ. Οὐκ ἂν ἄρα τήν γε φύσιν τοῦ ὑέος αὐτοῦ ᾐτιάσατ’
ἄν τις εἶναι κακήν.

[93e] ΑΝ. Ἴσως οὐκ ἄν.

ΣΩ. Τί δὲ τόδε; ὡς Κλεόφαντος ὁ Θεμιστοκλέους ἀνὴρ
ἀγαθὸς καὶ σοφὸς ἐγένετο ἅπερ ὁ πατὴρ αὐτοῦ, ἤδη του
ἀκήκοας ἢ νεωτέρου ἢ πρεσβυτέρου;

ΑΝ. Οὐ δῆτα.

ΣΩ. Ἆρ’ οὖν ταῦτα μὲν οἰόμεθα βούλεσθαι αὐτὸν τὸν
αὑτοῦ ὑὸν παιδεῦσαι, ἣν δὲ αὐτὸς σοφίαν ἦν σοφός, οὐδὲν
τῶν γειτόνων βελτίω ποιῆσαι, εἴπερ ἦν γε διδακτὸν ἡ ἀρετή;

ΑΝ. Ἴσως μὰ Δί’ οὔ.

ΣΩ. Οὗτος μὲν δή σοι τοιοῦτος διδάσκαλος ἀρετῆς, ὃν
καὶ σὺ ὁμολογεῖς ἐν τοῖς ἄριστον τῶν προτέρων εἶναι· ἄλλον
[94a] δὲ δὴ σκεψώμεθα, Ἀριστείδην τὸν Λυσιμάχου· ἢ τοῦτον
οὐχ ὁμολογεῖς ἀγαθὸν γεγονέναι;

ΑΝ. Ἔγωγε, πάντως δήπου.

ΣΩ. Οὐκοῦν καὶ οὗτος τὸν ὑὸν τὸν αὑτοῦ Λυσίμαχον,
ὅσα μὲν διδασκάλων εἴχετο, κάλλιστα Ἀθηναίων ἐπαίδευσε,
ἄνδρα δὲ βελτίω δοκεῖ σοι ὁτουοῦν πεποιηκέναι; τούτῳ γάρ
που καὶ συγγέγονας καὶ ὁρᾷς οἷός ἐστιν. εἰ δὲ βούλει,
[94b] Περικλέα, οὕτως μεγαλοπρεπῶς σοφὸν ἄνδρα, οἶσθ’ ὅτι δύο
ὑεῖς ἔθρεψε, Πάραλον καὶ Ξάνθιππον;

ΑΝ. Ἔγωγε.

ΣΩ. Τούτους μέντοι, ὡς οἶσθα καὶ σύ, ἱππέας μὲν ἐδί-
δαξεν οὐδενὸς χείρους Ἀθηναίων, καὶ μουσικὴν καὶ ἀγωνίαν
καὶ τἆλλα ἐπαίδευσεν ὅσα τέχνης ἔχεται οὐδενὸς χείρους·
ἀγαθοὺς δὲ ἄρα ἄνδρας οὐκ ἐβούλετο ποιῆσαι; δοκῶ μέν,
ἐβούλετο, ἀλλὰ μὴ οὐκ ᾖ διδακτόν. ἵνα δὲ μὴ ὀλίγους οἴῃ
καὶ τοὺς φαυλοτάτους Ἀθηναίων ἀδυνάτους γεγονέναι τοῦτο
[94c] τὸ πρᾶγμα, ἐνθυμήθητι ὅτι Θουκυδίδης αὖ δύο ὑεῖς ἔθρεψεν,
Μελησίαν καὶ Στέφανον, καὶ τούτους ἐπαίδευσεν τά τε ἄλλα
εὖ καὶ ἐπάλαισαν κάλλιστα Ἀθηναίων ―τὸν μὲν γὰρ Ξανθίᾳ
ἔδωκε, τὸν δὲ Εὐδώρῳ· οὗτοι δέ που ἐδόκουν τῶν τότε
κάλλιστα παλαίειν― ἢ οὐ μέμνησαι;

ΑΝ. Ἔγωγε, ἀκοῇ.

ΣΩ. Οὐκοῦν δῆλον ὅτι οὗτος οὐκ ἄν ποτε, οὗ μὲν ἔδει
[94d] δαπανώμενον διδάσκειν, ταῦτα μὲν ἐδίδαξε τοὺς παῖδας τοὺς
αὑτοῦ, οὗ δὲ οὐδὲν ἔδει ἀναλώσαντα ἀγαθοὺς ἄνδρας ποιῆσαι,
ταῦτα δὲ οὐκ ἐδίδαξεν, εἰ διδακτὸν ἦν; ἀλλὰ γὰρ ἴσως ὁ
Θουκυδίδης φαῦλος ἦν, καὶ οὐκ ἦσαν αὐτῷ πλεῖστοι φίλοι
Ἀθηναίων καὶ τῶν συμμάχων; καὶ οἰκίας μεγάλης ἦν καὶ
ἐδύνατο μέγα ἐν τῇ πόλει καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις Ἕλλησιν, ὥστε
εἴπερ ἦν τοῦτο διδακτόν, ἐξευρεῖν ἂν ὅστις ἔμελλεν αὐτοῦ
τοὺς ὑεῖς ἀγαθοὺς ποιήσειν, ἢ τῶν ἐπιχωρίων τις ἢ τῶν
[94e] ξένων, εἰ αὐτὸς μὴ ἐσχόλαζεν διὰ τὴν τῆς πόλεως ἐπιμέλειαν.
ἀλλὰ γάρ, ὦ ἑταῖρε Ἄνυτε, μὴ οὐκ ᾖ διδακτὸν ἀρετή.

ΑΝ. Ὦ Σώκρατες, ῥᾳδίως μοι δοκεῖς κακῶς λέγειν ἀν-
θρώπους. ἐγὼ μὲν οὖν ἄν σοι συμβουλεύσαιμι, εἰ ἐθέλεις
ἐμοὶ πείθεσθαι, εὐλαβεῖσθαι· ὡς ἴσως μὲν καὶ ἐν ἄλλῃ πόλει
ῥᾷόν ἐστιν κακῶς ποιεῖν ἀνθρώπους ἢ εὖ, ἐν τῇδε δὲ καὶ
[95a] πάνυ· οἶμαι δὲ σὲ καὶ αὐτὸν εἰδέναι.

***
ΣΩ. ― Τι συμβαίνει, Άνυτε; Σε έχει αδικήσει κανείς από τους σοφιστάς; Ειδεμή διά ποίον λόγον καταφέρεσαι τόσον εναντίον των;

ΑΝ. ― Όχι, μα τον Δία, ποτέ μου ως τώρα δεν συνήντησα κανένα απ' αυτούς, και ούτε θα άφηνα κανένα από τους δικούς μου [να τους συναντήση].

ΣΩ. ― Ώστε δεν τους γνωρίζεις αυτούς τους ανθρώπους καθόλου;

ΑΝ. ― Και ποτέ να μη μου τύχη.

ΣΩ. ― Τότε λοιπόν, ευλογημένε, πώς ημπορείς να ξεύρης δι' αυτό το πράγμα , αν περιέχη μέσα του κάτι καλόν ή κακόν χωρίς να το έχης καθόλου δοκιμάσει;

ΑΝ. ― Αυτό είναι εύκολον· αυτούς [τους ανθρώπους] τους ξεύρω τι είδους είναι είτε έτυχε να μη τους γνωρίσω είτε όχι.

ΣΩ. ― Ίσως είσαι μάντις, Άνυτε· διότι θα εδυσκολευόμην να καταλάβω, από όσα λέγεις μόνος σου, κατά ποίον άλλον τρόπον έχεις τας γνώσεις σου περί αυτών. Αλλά ας τ' αφήσωμεν αυτά, διότι δεν ζητούμεν τώρα να μάθωμεν ποίοι είναι εκείνοι που θα έκαμναν κακόν τον Μένωνα, αν επήγαινε προς αυτούς· ας παραδεχθώμεν, αν θέλης, ότι αυτοί είναι οι σοφισταί· αλλά δείξε μας εκείνους τους άλλους, και ευεργέτησε τον οικογενειακόν σου φίλον και ειπέ του, εις ποίους ημπορεί να υπάγη μέσα εις μίαν τόσον μεγάλην πόλιν [όπως αι Αθήναι] διά να γίνη αξιόλογος κατά την αρετήν που σου ανέπτυξα τώρα προ ολίγου.

ΑΝ. ― Και διατί δεν του το λέγεις συ ο ίδιος;

ΣΩ. ― Αλλά εγώ τους είπα, εκείνους που ενόμιζα ότι είναι διδάσκαλοι αυτών των πραγμάτων· φαίνεται όμως ότι δεν τα είπα καλά, όπως υποστηρίζεις συ· και ίσως έχεις δίκαιον. Αλλά ειπέ τώρα συ με την σειράν σου εις ποίους Αθηναίους ν' απευθυνθή· ειπέ ένα όνομα, οποιονδήποτε θέλεις.

ΑΝ. ― Μα τι χρειάζεται ν' ακούση το όνομα ενός ανθρώπου; Αφού οποιονδήποτε από τους καλούς Αθηναίους συναντήση, δεν θα εύρη κανένα ο οποίος να μη τον καταστήση καλύτερον, παρά οι σοφισταί, αν θελήση ν' ακολουθήση τας συμβουλάς του.

ΣΩ. ― Και πώς έγιναν τέτοιοι που είναι, αυτοί οι καλοί και έντιμοι Αθηναίοι, έτσι μόνοι των, χωρίς να το μάθουν από κανένα; Και όμως είναι ικανοί να διδάξουν άλλους εκείνα που δεν έμαθαν αυτοί οι ίδιοι;

ΑΝ. ― Εγώ υποστηρίζω ότι και αυτοί τα έμαθαν από τους παλαιοτέρους, οι οποίοι ήσαν καλοί και έντιμοι· ή νομίζεις ότι δεν υπήρξαν πολλοί ενάρετοι άνθρωποι εις αυτήν την πόλιν;

ΣΩ. ― Εγώ παραδέχομαι, ω Άνυτε, ότι και υπάρχουν πολλοί καλοί εις τα πολιτικά, και υπήρξαν άλλοτε όχι ολιγώτεροι από τώρα· ήσαν όμως άραγε και καλοί διδάσκαλοι της αρετής των; Διότι αυτό είναι το θέμα περί του οποίου συζητούμεν τώρα· όχι αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν εδώ ενάρετοι άνδρες, ούτε αν υπήρξαν άλλοτε, αλλά από πολλήν ώραν εξετάζομεν αν η αρετή ημπορεί να διδαχθή. Με την έρευναν δε αυτήν εννοούμεν το εξής: Άραγε οι ενάρετοι άνδρες, και από τους συγχρόνους και από τους παλαιοτέρους, ήξευραν να παραδώσουν και εις άλλους την αρετήν κατά την οποίαν ήσαν καλοί, ή αυτό το πράγμα δεν παραδίδεται από τον άνθρωπον και ούτε είναι δυνατόν να το παραλάβη ο ένας από τον άλλον· αυτό είναι που προσπαθούμεν να εύρωμεν από τόσην ώραν, και εγώ και ο Μένων. Κατά τον ιδικόν σου λοιπόν συλλογισμόν, εξέτασε το πράγμα με τον εξής τρόπον: θα έλεγες ότι ο Θεμιστοκλής υπήρξεν ενάρετος άνθρωπος;

ΑΝ. ― Βεβαιότατα, περισσότερον από κάθε άλλον.

ΣΩ. ― Θα έλεγες επομένως ότι, αν υπήρξε ποτέ κανείς άλλος διδάσκαλος της ιδίας του αρετής, θα ήτο και εκείνος τοιούτος;

ΑΝ. ― Εγώ τουλάχιστον το πιστεύω, αν το ήθελε.

ΣΩ. ― Αλλά δεν θα ηθέλησε, νομίζεις, να γίνουν και άλλοι άνθρωποι καλοί και ενάρετοι, ιδίως όμως, και πολύ φυσικά, ο υιός του, ή νομίζεις ότι τον εζήλευε και επίτηδες δεν του παρέδωσε την αρετήν, με την οποίαν αυτός ο ίδιος ήτο καλός; Ή μήπως δεν έχεις ακούσει ότι εδίδαξε τον Κλεόφαντον, τον υιόν του, και τον έκαμεν άριστον ιππέα; Είναι γνωστόν ότι εστέκετο επάνω εις τους ίππους ορθός και έρριπτεν από εκεί το ακόντιον και έκαμνε πολλά άλλα αξιοθαύμαστα πράγματα, εις τα οποία τον είχε, μορφώσει εκείνος, και τον κατέστησε σοφόν, εφ' όσον αυτό εξηρτάτο από καλούς διδασκάλους. Ή μήπως δεν τα έχεις ακούσει αυτά από τους παλαιοτέρους;

ΑΝ. ― Πως! Τα ήκουσα.

ΣΩ. ― Δεν θα ηδύνατο λοιπόν κανείς να κατηγορήση τον υιόν του και να ειπή ότι ήτο φύσις κακή.

ΑΝ. ― Ίσως όχι.

ΣΩ ― Πώς να εξηγήσωμεν τότε αυτό: Ήκουσες από κανένα, είτε νεώτερον είτε γεροντότερον, ότι ο Κλεόφαντος, ο υιός του Θεμιστοκλέους, υπήρξεν άνθρωπος ενάρετος και γνωστικός, ακριβώς όπως ο πατήρ του;

ΑΝ. ― Όχι βέβαια.

ΣΩ. ― Ημπορούμεν λοιπόν άραγε να πιστεύσωμεν ότι αυτός ήθελε μεν να μορφώση τον υιόν του εις εκείνα τα πράγματα, δεν ήθελεν όμως να τον κάμη καλύτερον από τον πρώτον τυχόντα εις την ιδικήν του σοφίαν, υπό την προϋπόθεσιν βέβαια ότι η αρετή είναι δυνατόν να διδαχθή;

ΑΝ. ― Μα τον Θεόν, ίσως είναι δύσκολον να το πιστεύσωμεν.

ΣΩ. ― Να λοιπόν ένας τέτοιος διδάσκαλος της αρετής κατά τον ορισμόν σου, που και συ ο ίδιος παραδέχεσαι ότι ήτο από τους καλυτέρους της προηγουμένης γενεάς· ας εξετάσωμεν όμως και ένα άλλον, τον Αριστείδην του Λυσιμάχου· ή μήπως δεν παραδέχεσαι ότι υπήρξεν ενάρετος;

ΑΝ. ― Εγώ; Ωρισμένως, υπό πάσαν έποψιν.

ΣΩ. ― Και αυτός όμως εμόρφωσε μεν τον υιόν του Λυσίμαχον καλύτερα από όλους τούς Αθηναίους εις όσα εξαρτώνται από διδασκάλους, νομίζεις όμως ότι [εις την αρετήν] τον έκαμε καλύτερον άνθρωπον από οιονδήποτε άλλον; Διότι τον έχεις και συναναστραφή και τον βλέπεις τι άνθρωπος είναι. Πάρε και τον Περικλέα, αν θέλης, ένα άνδρα τόσον εξαιρετικής αξίας και πνεύματος. Γνωρίζεις βέβαια ότι ανέθρεψε δυο υιούς, τον Πάραλον και τον Ξάνθιππον;

ΑΝ. ― Το ξεύρω.

ΣΩ. ― Αυτούς λοιπόν, όπως ξεύρεις, τους εμόρφωσε μεν εις την ιππασίαν και δεν ήσαν χειρότεροι από κανένα Αθηναίον, και τους εδίδαξε μουσικήν και αθλητισμόν και όλα τα άλλα όσα σχετίζονται με οιανδήποτε τέχνην καλύτερα από τον καθένα· δεν ήθελεν επομένως να τους προικίση και με όλας τας αρετάς; Μου φαίνεται ότι θα το ήθελε πολύ, αλλά φοβούμαι μήπως αυτό δεν ημπορεί να διδαχθή. Δια να μη νομίσης δε ότι μόνον ολίγοι Αθηναίοι, και οι μάλλον ασήμαντοι, υπήρξαν ανίκανοι εις αυτό, σκέψου ότι και ο Θουκυδίδης ανέθρεψε δύο υιούς, τον Μελησίαν και τον Στέφανον, και τους εμόρφωσε λαμπρά και κατά τα άλλα και εις την πάλην, εις την οποίαν ήσαν οι ικανώτεροι από όλους τους Αθηναίους· διότι είχεν αναθέσει την διδασκαλίαν του ενός εις τον Ξανθίαν, του δε άλλου εις τον Εύδωρον· αυτοί δε εθεωρούντο οι καλύτεροι παλαισταί της εποχής των· ή μήπως δεν το ενθυμείσαι;

ΑΝ. ― Μάλιστα, το έχω ακούσει.

ΣΩ. ― Είναι λοιπόν φανερόν ότι δεν ήτο δυνατόν αυτός, εκεί μεν όπου εχρειάζετο να εξοδεύση δια να μορφώση τα παιδιά του, αυτά μεν να τους τα εδίδαξε, εκεί δε που δεν εχρειάζετο να εξοδεύση τίποτε δια να τους καταστήση ενάρετους ανθρώπους, να μη τους το εδίδαξεν, εάν ήτο δυνατόν να διδαχθή. Άλλα ήτο μήπως ο Θουκυδίδης ένας ασήμαντος άνθρωπος, και δεν είχε πάρα πολλούς φίλους και μεταξύ των Αθηναίων και μεταξύ των συμμάχων; [Όχι]· και από ένδοξον γένος κατήγετο και μεγάλην δύναμιν είχεν εις την πολιτείαν και μεταξύ των άλλων Ελλήνων· ώστε αν αυτό ηδύνατο να διδαχθή, θα είχε ψάξει να εύρη ποίος ήτο άξιος να καταστήση τους υιούς του ενάρετους, είτε μεταξύ των συμπολιτών μας είτε μεταξύ των ξένων, αν δεν είχεν ο ίδιος καιρόν ένεκα των ασχολιών του εις την πολιτείαν. Άλλα [δεν το έκαμε] διότι φοβούμαι φίλε μου Άνυτε, μήπως δεν είναι δυνατόν να διδαχθή η αρετή.

ΑΝ. ― Α, Σωκράτη, μου φαίνεται ότι πολύ εύκολα κακολογείς τους ανθρώπους. Εγώ θα σε συνεβούλευα, αν θέλης να με ακούσης, να φυλάγεσαι· διότι ίσως και εις άλλας πόλεις ημπορεί κανείς ευκολώτερα να βλάπτη, παρά να ευεργετή τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως όμως εις αυτήν εδώ· το ξεύρεις, νομίζω, και συ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου