Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Αριστοτέλης: «Αθηναίων Πολιτεία». Οι τρεις φατρίες. Η Τυραννία του Πεισίστρατου

Την μεν λοιπόν αποδημίαν επεχείρησε δι’ αυτά τα αίτια. Ότε δε απεδήμησεν ο Σόλων, ενώ η πόλις ευρίσκετο ακόμη εις ταραχάς, επί τέσσαρα μεν έτη επέρασεν ο λαός ήσυχα· κατά δε το πέμπτον έτος μετά την αρχοντίαν του Σόλωνος δεν ανηγόρευσαν άρχοντα εξ αιτίας της στάσεως, και πάλιν κατά την διάρκειαν του πέμπτου έτους ένεκα του λόγου τούτου έμειναν εις αναρχίαν. Κατόπιν δε τούτων εις την εποχήν περίπου εκείνην ο Δαμασίας εκλεχθείς άρχων διετέλεσε τοιούτος επί δύο έτη και δύο μήνας, έως ου εξεδιώχθη της αρχής διά της βίας. Έπειτα δε απεφάσισαν, επειδή ευρίσκοντο εις διάστασιν, να εκλέξουν δέκα άρχοντας, πέντε μεν από την τάξιν των ευπατριδών, τρεις δε από την τάξιν των αγροτών, δύο δε από την τάξιν των επαγγελματιών (δημιουργών) και ούτοι (οι δέκα άρχοντες) έμειναν εις την εξουσίαν το έτος το μετά την αρχοντίαν του Δαμασία. Είναι δε φανερόν ότι μεγίστην είχε δύναμιν ο άρχων εκ του γεγονότος ότι διαρκώς ηγείρετο στάσις προς απόκτησιν αυτού του αξιώματος. Εξηκολούθουν δε ευρισκόμενοι εις όλως διόλου κακήν πολιτικήν κατάστασιν, άλλοι μεν ως αιτίαν και πρόφασιν έχοντες την αποκοπήν των χρεών (διότι είχε συμβή εις αυτούς να καταντήσουν πένητες), άλλοι δε δυσανασχετούντες εναντίον του πολιτεύματος ένεκα της μεγάλης μεταβολής, η οποία είχε γίνει, μερικοί δε ένεκα της μεταξύ των φιλονικίας· ήσαν δε τρεις αι πολιτικαί μερίδες· μία μεν η μερίς των παραλίων, της οποίας αρχηγός ήτο ο Μεγακλής ο υιός του Αλκμέωνος, οι οπαδοί δε της μερίδος αυτής εφαίνοντο να στέργουν κυρίως τον μετριοπαθή τύπον πολιτεύματος· άλλη δε μερίς ήτο των πεδινών, οι οποίοι εζήτουν την ολιγαρχίαν, αρχηγός δε αυτών ήτο ο Λυκούργος· τρίτη δε μερίς ήτο των διακρίων, της οποίας την ηγεσίαν είχεν ο Πεισίστρατος, φαινόμενος να είναι παραπολύ φίλος του λαού. Μαζί δε με τούτους (τους διακρίους) είχον συνταχθή και οι απελευθερωθέντες από τα χρέη ένεκα της πτωχείας των[1] και οι μη γνήσιοι την καταγωγήν ένεκα του φόβου των·[2] απόδειξις δε τούτου είναι ότι μετά την καθαίρεσιν των τυράννων έκαμαν (οι Αθηναίοι) εκκαθάρισιν[3] των εχόντων πολιτικά δικαιώματα, επί τω λόγω ότι ουχί νομίμως υπήρχον πολλοί μετέχοντες των πολιτικών δικαιωμάτων. Είχε δε καθεμία πολιτική μερίς την ονομασίαν της από τους τόπους, τους οποίους εκαλλιέργουν οι οπαδοί της.

ΤΥΡΑΝΝΙΑ ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΥ

Ο Πεισίστρατος δε φαινόμενος να είναι εξόχως φίλος του λαού και έχων μεγάλως ευδοκιμήσει εις τον πόλεμον κατά των Μεγαρέων, κατώρθωσε τραυματίσας σοβαρώς τον εαυτόν του να πείση τον λαόν ότι αυτά (τον τραυματισμόν δηλαδή) είχε πάθει από τους αντιθέτους, ώστε να δοθή εις αυτόν σωματοφυλακή, αφού επρότεινε το σχετικόν ψήφισμα ο Αριστίων. Λαβών δε τους ονομαζομένους ροπαλοφόρους[4] και μετ’ αυτών στραφείς εναντίον του λαού κατέλαβε την ακρόπολιν, το τριακοστόν δεύτερον έτος μετά την θέσπισιν των νόμων, επί Κωμέου άρχοντος. Λέγεται δε ότι ο Σόλων, ότε ο Πεισίστρατος εζήτησε σωματοφυλακήν προς ασφάλειάν του, αντέκρουσε την αίτησιν και είπεν ότι (ο Πεισίστρατος δεν είχεν ανάγκην σωματοφυλακής, διότι) τούτων μεν ήτο σοφώτερος, εκείνων δε ανδρειότερος· ήτοι όσοι μεν[5] δεν εννοούσιν ότι ο Πεισίστρατος επιδιώκει να γίνη τύραννος, απ’ αυτούς είναι σοφώτερος, όσοι δε γνωρίζοντες καλώς τούτο τηρούν σιωπήν, απ’ αυτούς είναι ανδρειότερος.[6] Αφού δε λέγων αυτά δεν κατόρθωσε να πείση τον λαόν, αφαιρέσας απ’ επάνω του τα όπλα (και κρεμάσας) προ των θυρών (της οικίας του) είπεν ότι αυτός μεν είχε παράσχει βοήθειαν εις την πατρίδα όσον του ήτο δυνατόν, (διότι τότε πλέον ήτο πολύ γέρων), έχει δε την αξίωσιν και οι άλλοι ομοίως να πράξωσιν. Ο Σόλων μεν λοιπόν τίποτε δεν κατώρθωσεν επιμόνως συμβουλεύων· ο δε Πεισίστρατος αναλαβών την εξουσίαν εκυβέρνα τα κοινά κατά φιλελεύθερον μάλλον τρόπον παρά τυραννικόν. Ενώ δε ακόμη δεν είχεν αρκετά στερεωθή η εξουσία του, συνενωθέντες οι περί τον Μεγακλέα και τον Λυκούργον εξεδίωξαν αυτόν κατά το έκτον έτος μετά την πρώτην αυτού άνοδον εις την εξουσίαν, επί άρχοντος Ηγησίου. Κατά το δωδέκατον δε έτος μετά ταύτα, πανταχόθεν στενοχωρούμενος ο Μεγακλής υπό της αντιθέτου μερίδος, πάλιν αποστείλας προς συμβιβασμόν κήρυκα προς τον Πεισίστρατον, υπό τον όρον να λάβη εις γάμον την θυγατέρα του ο Πεισίστρατος, επανέφερεν αυτόν κατά τρόπον παλαιικόν και πολύ απλοϊκόν. Διότι διαδώσας προηγουμένως σπερμολογίαν ότι τάχα η Αθηνά επανέφερε τον Πεισίστρατον, εξευρών μίαν γυναίκα ωραίαν και μεγαλόσωμον, καθώς μεν λέγει ο Ηρόδοτος από τον δήμον Παιανιέων, καθώς δε μερικοί άλλοι λέγουν από τον δήμον Κωλλυτού, δούλην από την Θράκην[7] πωλούσαν στεφάνους, η οποία ωνομάζετο Φύη, στολίσας δε αυτήν με στολισμόν απομιμούμενον την θεάν την έφερεν εντός της πόλεως μαζί με αυτόν, και ο Πεισίστρατος εισήρχετο επάνω εις άρμα, επί του οποίου με πλήρη πανοπλίαν, πλησίον αυτού εστέκετο ορθή η γυναίκα, οι δε πολίται προσκυνούντες υπεδέχοντο αυτόν με θαυμασμόν.

Η μεν λοιπόν πρώτη επάνοδος εις την πόλιν έγινε κατά τοιούτον τρόπον. Μετά ταύτα δε, αφού δευτέραν φοράν έπεσεν από την αρχήν, κατά το έβδομον μάλιστα έτος από την επάνοδόν του· — διότι όχι πολύν καιρόν έκτοτε διετήρησε την εξουσίαν, αλλά διότι δεν ηθέλησε να λάβη σύζυγόν του την θυγατέρα του Μεγακλέους, φοβηθείς και τας δύο πολιτικάς μερίδας έφυγεν από την πόλιν κρυφά· — πρώτον μεν εκατοίκισεν αυτός με τους ιδικούς του πλησίον του Θερμαίου κόλπου έν μέρος, τα οποίον ονομάζεται Ραίκηλος, εκείθεν δε μετέβη εις τα πλησίον εις το Πάγγαιον (όρος) μέρη, αφ’ όπου αποκτήσας χρήματα και προσλαβών μισθωτούς στρατιώτας, ελθών εις Ερέτριαν πάλιν κατά το ενδέκατον έτος επεχείρησε κατ’ αρχάς να αναλάβη την εξουσίαν διά της βίας, με την πρόθυμον βοήθειαν πολλών μεν άλλων, μάλιστα δε των Θηβαίων και του Λυγδάμιος του Ναξίου, προς δε τούτοις και της τάξεως των ιππέων των κυριαρχούντων εις την Ερέτριαν νικήσας δε εις την μάχην της Παλληνίδος[8] και καταλαβών την αρχήν και αφαιρέσας τα όπλα του λαού κατέλαβε στερεά πλέον την εξουσίαν ως τύραννος· και κυριεύσας την Νάξον κατέστησεν εκεί άρχοντα τον Λύγδαμιν.

Αφήρεσε δε τα όπλα του λαού κατά τον εξής τρόπον. Προσκαλέσας εις το Θησείον ένοπλον συνάθροισιν του λαού ήρχισε να αγορεύη προς αυτούς, εχαμήλωσε δε ολίγον την φωνήν του· ότε δε εφώναξαν ότι δεν ακούουν καλά, επρότεινεν εις αυτούς να αναβούν μαζί του εις το πρόπυλον της Ακροπόλεως, διά ν’ αγορεύση πλέον δυνατά. Ενώ δε εκείνος εξηκολούθει αγορεύων προς τον λαόν, αφαιρέσαντες οι επίτηδες υπ’ αυτού βαλμένοι τα (αποτεθειμένα) όπλα και περιορίσαντες (πολλούς) εις τα πλησίον του Θησείου οικήματα ανήγγειλαν τούτο ελθόντες προς τον Πεισίστρατον. Εκείνος δε, αφού συνεπλήρωσε την άλλην του αγόρευσιν, είπε και διά τα όπλα ότι δεν πρέπει να απορούν διά το πράγμα που είχε γίνει ούτε να δυσανασχετούν, αλλ’ απελθόντες να φροντίζουν διά τας ιδιωτικάς των υποθέσεις, διά δε τας δημοσίας υποθέσεις, όλας, αυτός θα λάβη φροντίδα.

Η μεν λοιπόν τυραννίς του Πεισιστράτου εξ αρχής της εμφανίσεώς της ιδρύθη κατ’ αυτόν τον τρόπον και τόσας υπέστη μεταβολάς. Ενήργει δε την διοίκησιν των πολιτικών πραγμάτων ο Πεισίστρατος, όπως ελέχθη, κατά μετριοπαθή τρόπον και πολιτικώς μάλλον παρά απολυταρχικώς· διότι και ως προς τα άλλα ήτο φιλάνθρωπος και ήμερος και εις τους υποπίπτοντας εις παραβάσεις παρέχων συγχώρησιν· μάλιστα δε και εις τους πτωχούς έδιδε προκαταβολικά δάνεια διά τας εργασίας των, ώστε να πορίζωνται τας προς διατροφήν αυτών εκ της γεωργίας. Τούτο δε έκαμνε διά δύο λόγους· και ίνα μη διαμένουν εντός της πόλεως, αλλά ευρίσκωνται διεσπαρμένοι εις τους αγρούς και ίνα έχοντες κάποιαν μετρίαν ευπορίαν και προσηλωμένοι εις τα ιδιωτικά των συμφέροντα μήτε να επιθυμούν μήτε να χασομερούν φροντίζοντες διά τα πολιτικά πράγματα. Συγχρόνως δε προς το συμφέρον αυτού επήρχετο ούτως η αύξησις των εισοδημάτων διά της καλλιεργείας της χώρας· διότι εισέπραττεν ως φόρον την δεκάτην των προϊόντων. Διό και διώρισε τους δικαστάς[9] εις κάθε δήμον και αυτός έβγαινε συχνά έξω εις την αγροτικήν χώραν επιθεωρών και διαλύων τας διαφοράς των διαδίκων, ίνα μη καταβαίνοντες εις την πόλιν παραμελούν ούτω την καλλιέργειαν. Και εις μίαν τοιαύτην έξοδον του Πεισιστράτου λέγουν ότι του συνέβη το επεισόδιον με τον γεωργόν τον καλλιεργούντα εις τον Υμηττόν ένα τόπον, όπου ωνομάσθη κατόπιν αφορολόγητος.

Διότι ιδών έναν που έσκαπτε και εκαλλιέργει έδαφος όλως διόλου πετρώδες ηπόρησε και διέταξε τον δούλον (ο οποίος τον συνώδευε) να ερωτήση τι προϊόν παράγεται από τον τόπον εκείνον· ο δε γεωργός είπεν: όλα τα κακά και ψυχρά,[10] και απ’ αυτά όμως τα κακά και ψυχρά χρειάζεται να δίδω εις τον Πεισίστρατον την δεκάτην. Και ο μεν άνθρωπος λοιπόν απεκρίθη (ούτως) αγνοών (με ποίον ωμίλει), ο δε Πεισίστρατος ευχαριστηθείς διά την ελευθεροστομίαν του και φιλεργίαν του έκαμεν αυτόν εντελώς αφορολόγητον. Και ως προς τα άλλα δε καθόλου δεν ενωχλούσε την λαϊκήν τάξιν με την εξουσίαν του, αλλ’ εφρόντιζε πάντοτε να επικρατή ειρήνη και διετήρει την ησυχίαν διό και πολλάκις ελέγετο[11] ότι η βασιλεία του Πεισιστράτου ήτο ο επί Κρόνου βίος,[12] διότι συνέβη κατόπιν, ότε διεδέχθησαν αυτόν οι υιοί του, ν’ αποβή πολύ πλέον τυραννική η διοίκησις. Ο μεγαλύτερος δε από τους (δι’ αυτόν) επαίνους ήτο ότι εις την συμπεριφοράν του ήτο δημοτικός και φιλάνθρωπος. Διότι ως προς τα άλλα ήθελε να διοική όλα σύμφωνα με τους νόμους, μη παρέχων εις τον εαυτόν του κανέν ιδιαίτερον πλεονέκτημα. Και κάποτε εναχθείς ενώπιον του Αρείου Πάγου διά καταγγελίαν εναντίον του επί φόνω αυτός μεν προσήλθε διά ν’ απολογηθή, ο δε καταμηνύσας αυτόν φοβηθείς δεν προσήλθε. Διά τούτο και πολύν καιρόν έμεινεν εις την εξουσίαν[13] και οσάκις έπιπτεν απ’ αυτήν πάλιν εύκολα την ανελάμβανε. Διότι τον ήθελαν οι περισσότεροι και από τους επιφανείς και από τον λαόν διότι εκείνους μεν διά της φιλίας, αυτούς δε διά της συνδρομής του εις τα ιδιωτικά των πράγματα προσείλκυε. Και προς τας δύο δε μερίδας (ούτω) προσηρμόζετο καλώς. (Άλλως) δε και οι αναφερόμενοι εις την βασιλικήν εξουσίαν νόμοι των Αθηναίων κατά την εποχήν εκείνην ήσαν μετριοπαθείς, και όλοι μεν οι άλλοι και μάλιστα ο νόμος εκείνος ο σχετιζόμενος με την εν ισχύι επαναφοράν του θεσμού της βασιλείας. Διότι ως προς τούτο υπήρχε παρ’ αυτοίς (τοις Αθηναίοις) ο εξής νόμος:

«Νόμιμα και πατροπαράδοτα των Αθηναίων είναι τα εξής: Εάν τινες επιχειρήσουν στασιαστικόν κίνημα αποβλέπον εις σύστασιν βασιλικής εξουσίας, διά να γίνουν βασιλείς, ή εάν συνεργήσουν εις σύστασιν βασιλικής εξουσίας, στερούνται των πολιτικών δικαιωμάτων (γίνονται άτιμοι) αυτοί και το γένος των».[14]
--------------------------------
Σημειώσεις και παραπομπές

[1] Το κείμενον λέγει «οι τε αφηρημένοι τα χρέη διά την απορίαν», ώστε δύναται να εξηγηθή διφορουμένως, δηλ. να εννοηθώσι διά της φράσεως οι απελευθερωθέντες των χρεών (οι χρεώσται) διότι ήσαν άποροι, είτε οι στερηθέντες των απαιτήσεών των (οι δανεισταί) διότι επτώχυναν.

[2] Μη δηλαδή εις άλλην νόμιμον πολιτικήν κατάστασιν στερηθούν των πολιτικών δικαιωμάτων.

[3] Διαψηφισμόν λέγει το κείμενον.

[4] Κορυνοφόρους.

[5] Διετήρησα το συντακτικόν σχήμα του κειμένου, διότι παρόμοιον υπάρχει τούτο και εις την σημερινήν γλώσσαν.

[6] Ο Διογένης Λαέρτιος (I, 49) αναφέρει διαφορετικά το πράγμα. Κατ’ αυτόν ο Σόλων παρουσιασθείς εις την εκκλησίαν του δήμου προείπεν ως εξής την επιβουλήν του Πεισιστράτου: «Άνδρες Αθηναίοι, των μεν σοφώτερος, των δε ανδρειότερος ειμι, σοφώτερος μεν των την απάτην Πεισιστράτου μη συνιέντων, ανδρειότερος δε των επισταμένων μεν, διά δέος δε σιωπώντων». Πρβλ. και Πλουτάρχου βίον Σόλωνος 30.

[7] Θράτταν ωνόμαζαν συνήθως οι Αθηναίοι κάθε δούλην.

[8] Οι Παλληνείς ήτο δήμος της Αττικής πλησίον του Πεντελικού, 15 σχεδόν χιλιόμετρα μακράν της πόλεως.

[9] Οι δικασταί εκείνοι περιερχόμενοι τους δήμους εδίκαζαν μέχρι ποσού 10 δραχμών και έκαμναν προανακρίσεις επί των άλλων υποθέσεων. Ήσαν ανάλογοι των τώρα ειρηνοδικών.

[10] «Όσα κακά και οδύνατα». Η φράσις παροιμιώδης και ανάλογος με την σημερινήν «τα κακά και ψυχρά».

[11] Από το κείμενον λείπει η λέξις αναπληρουμένη εκ της εννοίας.

[12] Ο Χρυσούς δηλαδή αιών.

[13] Από το κείμενον λείπει μία λέξις αναπληρουμένη εκ της εννοίας.

[14] «Θέσμια τάδε Αθηναίων και πάτρια· εάν τινες τυραννείν επανιστών ται επί τυραννίδι ή συγκαθιστή την τυραννίδα, άτιμον είναι και αυτόν και το γένος». Παραθέτομεν το κείμενον ως έν δείγμα της διατυπώσεως και του λεκτικού των Αττικών Νόμων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου