Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΕΥΘΥΔΗΜΟΣ

ΠΛ Ευθυδ 288b–290d

Ποια "ἐπιστήμη" είναι ωφέλιμη;

Ο Σωκράτης αφηγείται στον Κρίτωνα τη συζήτηση που είχε την προηγούμενη ημέρα με τους σοφιστές Ευθύδημο και Διονυσόδωρο μπροστά στον νεαρό Κλεινία, όπου ανέπτυξε την αντίθεσή του απέναντι στην σοφιστική εριστική. Ενώ οι δύο σοφιστές υποσχέθηκαν στον νεαρό ότι θα τον έπειθαν για την ανάγκη να φιλοσοφεί και να είναι ενάρετος, κάνοντας επίδειξη της σοφιστικής τους δεινότητας τού έδειξαν πως, όποια απάντηση κι αν έδινε σε κάποια τους ερώτηση, οι ίδιοι ήταν σε θέση να τον πείσουν ότι ήταν λανθασμένη. Ο Κτήσιππος, φίλος του Κλεινία, αντέδρασε έντονα για την πρακτική των δύο σοφιστών. Τον λόγο τότε παίρνει ο Σωκράτης:


Ὦ Κτήσιππε, καὶ νυνδὴ ἃ
πρὸς Κλεινίαν ἔλεγον, καὶ πρὸς σὲ ταὐτὰ ταῦτα λέγω, ὅτι
οὐ γιγνώσκεις τῶν ξένων τὴν σοφίαν ὅτι θαυμασία ἐστίν.
ἀλλ’ οὐκ ἐθέλετον ἡμῖν ἐπιδείξασθαι σπουδάζοντε, ἀλλὰ τὸν
Πρωτέα μιμεῖσθον τὸν Αἰγύπτιον σοφιστὴν γοητεύοντε ἡμᾶς.
[288c] ἡμεῖς οὖν τὸν Μενέλαον μιμώμεθα, καὶ μὴ ἀφιώμεθα τοῖν
ἀνδροῖν ἕως ἂν ἡμῖν ἐκφανῆτον ἐφ’ ᾧ αὐτὼ σπουδάζετον·
οἶμαι γάρ τι αὐτοῖν πάγκαλον φανεῖσθαι, ἐπειδὰν ἄρξωνται
σπουδάζειν. ἀλλὰ δεώμεθα καὶ παραμυθώμεθα καὶ προσευχώ-
μεθα αὐτοῖν ἐκφανῆναι. ἐγὼ οὖν μοι δοκῶ καὶ αὐτὸς πάλιν
ὑφηγήσασθαι οἵω προσεύχομαι αὐτὼ φανῆναί μοι· ὅθεν γὰρ
[288d] τὸ πρότερον ἀπέλιπον, τὸ ἑξῆς τούτοις πειράσομαι, ὅπως ἂν
δύνωμαι, διελθεῖν, ἐάν πως ἐκκαλέσωμαι καὶ ἐλεήσαντέ
με καὶ οἰκτίραντε συντεταμένον καὶ σπουδάζοντα καὶ αὐτὼ
σπουδάσητον.

Σὺ δέ, ὦ Κλεινία, ἔφην, ἀνάμνησόν με πόθεν τότ’ ἀπε-
λίπομεν. ὡς μὲν οὖν ἐγᾦμαι, ἐνθένδε ποθέν. Φιλοσοφη-
τέον ὡμολογήσαμεν τελευτῶντες· ἦ γάρ; ―Ναί, ἦ δ’ ὅς.
―Ἡ δέ γε φιλοσοφία κτῆσις ἐπιστήμης· οὐχ οὕτως; ἔφην.
―Ναί, ἔφη. ―Τίνα ποτ’ οὖν ἂν κτησάμενοι ἐπιστήμην ὀρθῶς
[288e] κτησαίμεθα; ἆρ’ οὐ τοῦτο μὲν ἁπλοῦν, ὅτι ταύτην ἥτις ἡμᾶς
ὀνήσει; ―Πάνυ γ’, ἔφη. ―Ἆρ’ οὖν ἄν τι ἡμᾶς ὀνήσειεν, εἰ
ἐπισταίμεθα γιγνώσκειν περιιόντες ὅπου τῆς γῆς χρυσίον
πλεῖστον κατορώρυκται; ―Ἴσως, ἔφη. ―Ἀλλὰ τὸ πρότερον,
ἦν δ’ ἐγώ, τοῦτό γε ἐξηλέγξαμεν, ὅτι οὐδὲν πλέον, οὐδ’ εἰ
ἄνευ πραγμάτων καὶ τοῦ ὀρύττειν τὴν γῆν τὸ πᾶν ἡμῖν
χρυσίον γένοιτο· ὥστε οὐδ’ εἰ τὰς πέτρας χρυσᾶς ἐπισταί-
[289a] μεθα ποιεῖν, οὐδενὸς ἂν ἀξία ἡ ἐπιστήμη εἴη. εἰ γὰρ μὴ καὶ
χρῆσθαι ἐπιστησόμεθα τῷ χρυσίῳ, οὐδὲν ὄφελος αὐτοῦ
ἐφάνη ὄν· ἢ οὐ μέμνησαι; ἔφην ἐγώ. ―Πάνυ γ’, ἔφη,
μέμνημαι. ―Οὐδέ γε, ὡς ἔοικε, τῆς ἄλλης ἐπιστήμης ὄφελος
γίγνεται οὐδέν, οὔτε χρηματιστικῆς οὔτε ἰατρικῆς οὔτε ἄλ-
λης οὐδεμιᾶς, ἥτις ποιεῖν τι ἐπίσταται, χρῆσθαι δὲ μὴ ᾧ ἂν
ποιήσῃ· οὐχ οὕτως; ―Συνέφη. ―Οὐδέ γε εἴ τις ἔστιν ἐπι--
[289b] στήμη ὥστε ἀθανάτους ποιεῖν, ἄνευ τοῦ ἐπίστασθαι τῇ
ἀθανασίᾳ χρῆσθαι οὐδὲ ταύτης ἔοικεν ὄφελος οὐδέν, εἴ τι
δεῖ τοῖς πρόσθεν ὡμολογημένοις τεκμαίρεσθαι. ―Συνεδόκει
ἡμῖν πάντα ταῦτα. ―Τοιαύτης τινὸς ἄρα ἡμῖν ἐπιστήμης δεῖ,
ὦ καλὲ παῖ, ἦν δ’ ἐγώ, ἐν ᾗ συμπέπτωκεν ἅμα τό τε ποιεῖν
καὶ τὸ ἐπίστασθαι χρῆσθαι τούτῳ ὃ ἂν ποιῇ. ―Φαίνεται,
ἔφη. ―Πολλοῦ ἄρα δεῖ, ὡς ἔοικεν, ἡμᾶς λυροποιοὺς δεῖν
[289c] εἶναι καὶ τοιαύτης τινὸς ἐπιστήμης ἐπηβόλους. ἐνταῦθα
γὰρ δὴ χωρὶς μὲν ἡ ποιοῦσα τέχνη, χωρὶς δὲ ἡ χρωμένη
διῄρηται τοῦ αὐτοῦ πέρι· ἡ γὰρ λυροποιικὴ καὶ ἡ κιθαριστικὴ
πολὺ διαφέρετον ἀλλήλοιν. οὐχ οὕτως; ―Συνέφη. ―Οὐδὲ
μὴν αὐλοποιικῆς γε δῆλον ὅτι δεόμεθα· καὶ γὰρ αὕτη ἑτέρα
τοιαύτη. ―Συνεδόκει. ―Ἀλλὰ πρὸς θεῶν, ἔφην ἐγώ, εἰ τὴν
λογοποιικὴν τέχνην μάθοιμεν, ἆρά ἐστιν αὕτη ἣν ἔδει κεκτη-
μένους ἡμᾶς εὐδαίμονας εἶναι; ―Οὐκ οἶμαι, ἔφη, ἐγώ, ὁ
Κλεινίας ὑπολαβών.

[289d] Τίνι τεκμηρίῳ, ἦν δ’ ἐγώ, χρῇ;

Ὁρῶ, ἔφη, τινὰς λογοποιούς, οἳ τοῖς ἰδίοις λόγοις, οἷς
αὐτοὶ ποιοῦσιν, οὐκ ἐπίστανται χρῆσθαι, ὥσπερ οἱ λυροποιοὶ
ταῖς λύραις, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ἄλλοι δυνατοὶ χρῆσθαι οἷς
ἐκεῖνοι ἠργάσαντο, οἱ λογοποιεῖν αὐτοὶ ἀδύνατοι· δῆλον οὖν
ὅτι καὶ περὶ λόγους χωρὶς ἡ τοῦ ποιεῖν τέχνη καὶ ἡ τοῦ
χρῆσθαι.

Ἱκανόν μοι δοκεῖς, ἔφην ἐγώ, τεκμήριον λέγειν, ὅτι οὐχ
αὕτη ἐστὶν ἡ τῶν λογοποιῶν τέχνη, ἣν ἂν κτησάμενός τις
εὐδαίμων εἴη. καίτοι ἐγὼ ᾤμην ἐνταῦθά που φανήσεσθαι
[289e] τὴν ἐπιστήμην ἣν δὴ πάλαι ζητοῦμεν. καὶ γάρ μοι οἵ τε
ἄνδρες αὐτοὶ οἱ λογοποιοί, ὅταν συγγένωμαι αὐτοῖς, ὑπέρ-
σοφοι, ὦ Κλεινία, δοκοῦσιν εἶναι, καὶ αὐτὴ ἡ τέχνη αὐτῶν
θεσπεσία τις καὶ ὑψηλή. καὶ μέντοι οὐδὲν θαυμαστόν· ἔστι
γὰρ τῆς τῶν ἐπῳδῶν τέχνης μόριον μικρῷ τε ἐκείνης ὑπο--
[290a] δεεστέρα. ἡ μὲν γὰρ τῶν ἐπῳδῶν ἔχεών τε καὶ φαλαγγίων
καὶ σκορπίων καὶ τῶν ἄλλων θηρίων τε καὶ νόσων κήλησίς
ἐστιν, ἡ δὲ δικαστῶν τε καὶ ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων
ὄχλων κήλησίς τε καὶ παραμυθία τυγχάνει οὖσα· ἢ σοί,
ἔφην ἐγώ, ἄλλως πως δοκεῖ;

Οὔκ, ἀλλ’ οὕτω μοι φαίνεται, ἔφη, ὡς σὺ λέγεις.

Ποῖ οὖν, ἔφην ἐγώ, τραποίμεθ’ ἂν ἔτι; ἐπὶ ποίαν τέχνην;

Ἐγὼ μὲν οὐκ εὐπορῶ, ἔφη.

Ἀλλ’, ἦν δ’ ἐγώ, ἐμὲ οἶμαι ηὑρηκέναι.

Τίνα; ἔφη ὁ Κλεινίας.

[290b] Ἡ στρατηγική μοι δοκεῖ, ἔφην ἐγώ, τέχνη παντὸς μᾶλλον
εἶναι ἣν ἄν τις κτησάμενος εὐδαίμων εἴη.

Οὐκ ἔμοιγε δοκεῖ.

Πῶς; ἦν δ’ ἐγώ.

Θηρευτική τις ἥδε γέ ἐστιν τέχνη ἀνθρώπων.

Τί δὴ οὖν; ἔφην ἐγώ.

Οὐδεμία, ἔφη, τῆς θηρευτικῆς αὐτῆς ἐπὶ πλέον ἐστὶν ἢ
ὅσον θηρεῦσαι καὶ χειρώσασθαι· ἐπειδὰν δὲ χειρώσωνται
τοῦτο ὃ ἂν θηρεύωνται, οὐ δύνανται τούτῳ χρῆσθαι, ἀλλ’ οἱ
μὲν κυνηγέται καὶ οἱ ἁλιῆς τοῖς ὀψοποιοῖς παραδιδόασιν, οἱ
[290c] δ’ αὖ γεωμέτραι καὶ οἱ ἀστρονόμοι καὶ οἱ λογιστικοί ―θηρευ-
τικοὶ γάρ εἰσι καὶ οὗτοι· οὐ γὰρ ποιοῦσι τὰ διαγράμματα
ἕκαστοι τούτων, ἀλλὰ τὰ ὄντα ἀνευρίσκουσιν― ἅτε οὖν χρῆ-
σθαι αὐτοὶ αὐτοῖς οὐκ ἐπιστάμενοι, ἀλλὰ θηρεῦσαι μόνον,
παραδιδόασι δήπου τοῖς διαλεκτικοῖς καταχρῆσθαι αὐτῶν τοῖς
εὑρήμασιν, ὅσοι γε αὐτῶν μὴ παντάπασιν ἀνόητοί εἰσιν.

Εἶεν, ἦν δ’ ἐγώ, ὦ κάλλιστε καὶ σοφώτατε Κλεινία·
τοῦτο οὕτως ἔχει;

Πάνυ μὲν οὖν. καὶ οἵ γε στρατηγοί, ἔφη, οὕτω τὸν αὐτὸν
[290d] τρόπον· ἐπειδὰν ἢ πόλιν τινὰ θηρεύσωνται ἢ στρατόπεδον,
παραδιδόασι τοῖς πολιτικοῖς ἀνδράσιν ―αὐτοὶ γὰρ οὐκ ἐπί-
στανται χρῆσθαι τούτοις ἃ ἐθήρευσαν― ὥσπερ οἶμαι οἱ
ὀρτυγοθῆραι τοῖς ὀρτυγοτρόφοις παραδιδόασιν. εἰ οὖν, ἦ δ’
ὅς, δεόμεθα ἐκείνης τῆς τέχνης, ἥτις ᾧ ἂν κτήσηται ἢ ποι-
ήσασα ἢ θηρευσαμένη αὐτὴ καὶ ἐπιστήσεται χρῆσθαι, καὶ ἡ
τοιαύτη ποιήσει ἡμᾶς μακαρίους, ἄλλην δή τινα, ἔφη,
ζητητέον ἀντὶ τῆς στρατηγικῆς.

***
Κτήσιππε, ό,τι έλεγα πριν και στον Κλεινία τα ίδια εντελώς λέγω και σε σένα, ότι δεν καταλαβαίνεις τη σοφία των ξένων, πως είναι αξιοθαύμαστη. Μόνο που δε θέλουν να μας κάμουν μια επίδειξη στα σοβαρά, αλλά μιμούνται τον Πρωτέα, τον Αιγύπτιο σοφιστή, και μας γητεύουν με τα μάγια τους. Ας μιμηθούμε λοιπόν και μεις το Μενέλαο, κι ας μην τους αφήσωμε και τους δυο, ώσπου να μας παρουσιαστούν με τη σοβαρή τους μορφή· γιατί νομίζω πως κάτι το πανέμορφο θα παρουσιάσουν, όταν αρχίσουν να σπουδαιολογούν. Μόνο ας τους ικετεύσωμε, ας τους εξορκίσωμε, ας τους κάνωμε προσευχές να μας παρουσιαστούν. Όσο για μένα βρίσκω καλό να τους υποδείξω πάλι μόνος μου, σαν τι λογής προσεύχομαι να μου παρουσιαστούν. Ξεκινώντας από κει που σταμάτησα πριν θα προσπαθήσω, όσο μπορώ καλύτερα, να τους αναπτύξω όλη τη συνέχεια, για να τους κάμω μια έκκληση. Να με ελεήσουν και να με λυπηθούν, που έτσι έχω εντείνει την προσοχή μου και σπουδαιολογώ και να σπουδαιολογήσουν κι αυτοί.

Και συ, Κλεινία, είπα, θύμησέ μου πού σταματήσαμε τότε. Όπως εγώ νομίζω, εκεί κάπου. Συμφωνήσαμε τελειώνοντας πως πρέπει να φιλοσοφούμε, να αναζητούμε τη γνώση· έτσι; ― Ναι, είπεν εκείνος.― Και η έρευνα αυτή βέβαια σημαίνει να αποκτούμε γνώση. Δεν είναι έτσι; είπα. ― Nαι, είπε. ― Ποια λοιπόνγνώση άμα αποκτήσωμε θα είναι καλάπου την αποκτήσαμε; Άραγε δεν είναι απλό, εκείνην που θα μας ωφελήση; ― Βεβαιότατα, είπε. ― Θα μας ωφελούσε άραγε σε τίποτε, αν είχαμε την τέχνη, πηγαίνοντας εδώ καιεκεί, να καταλαβαίνωμε σε ποιο μέρος της γης υπάρχει μεγάλη ποσότητα χρυσάφι; ― Ίσως, είπε. ― Μα πριν, είπα εγώ, αποδείξαμε πως τίποτε δεν κερδίζομε, ακόμα κι αν, χωρίς σκοτούρες και χωρίς να σκάβωμε τη γη, είχαμε όλο το χρυσάφι του κόσμου· ώστε ούτε κι αν ξέραμε να κάνωμε τα βράχια μαλαματένια, ούτε και τότε η γνώση αυτή θα άξιζε τίποτα. Γιατί αν δεν ξέρωμε και να χρησιμοποιήσωμε το χρυσάφι, αποδείξαμε πως δεν αξίζει τίποτε· ή μήπως δε θυμάσαι, είπα εγώ;

― Πολύ καλά, είπε, θυμούμαι. ― Και, όπως φαίνεται, ούτε οι άλλες επιστήμες ωφελούν σε τίποτε, ούτε η οικονομολογία, ούτε η ιατρική, ούτε άλλη καμμιά, που ξέρει να κάμη κάτι, αυτό που κάνει όμως δεν ξέρει να το χρησιμοποιήση· δεν είναι έτσι; ― Συμφώνησε ― Ακόμη κι αν υπάρχη καμμιά επιστήμη που να φτιάνη αθάνατους, χωρίς να ξέρη σε τι να χρησιμοποιήση την αθανασία, ούτε κι αυτή, φαίνεται, να ωφελή σε τίποτε, αν πρέπει να στηριχτούμε στα προηγούμενα συμπεράσματά μας. ― Σε όλα αυτά συμφωνήσαμε. ― Χρειαζόμαστε λοιπόν μια τέτοια επιστήμη, ωραίε μου νέε, είπα εγώ, που να συγκεντρώνη και τη δημιουργία αλλά και τη γνώση σε τί θα χρησιμοποιήσωμε το δημιούργημα. ― Είναι φανερό, είπε. ― Όπως φαίνεται λοιπόν, είμαστε πολύ μακρυά, όντας σπουδαίοι λυροποιοί, την ίδια ώρα να είμαστε και κάτοχοι μιας τέτοιας επιστήμης. Γιατί, κι εδώ η τέχνη που δημιουργεί τα αντικείμενα, είναι εντελώς χωριστή από εκείνην που τα χρησιμοποιεί, κι ας αναφέρωνται στο ίδιο πράγμα· η λυροποιϊκή και η κιθαριστική διαφέρουν πολύ η μια από την άλλη· δεν είναι έτσι; ― Συμφώνησε. ― Κι είναι φανερό πως ούτε η αυλοποιϊκή μας χρειάζεται· άλλη κι αυτή σαν τις άλλες. ― Συμφωνούσε. ― Αλλά, για τους θεούς, είπα εγώ, αν σπουδάσωμε την τέχνη της λογοποιΐας; Μήπως άραγε είναι αυτή που έπρεπε να αποχτήσωμε για να είμαστε ευδαίμονες;

Δεν το πιστεύω εγώ, είπεν ο Κλεινίας, παίρνοντας το λόγο.

Και τι απόδειξη έχεις, είπα εγώ; ― Βλέπω, είπε, μερικούς λογοποιούς που δεν ξέρουν να χρησιμοποιήσουν τους δικούς τους λόγους, αυτούς που οι ίδιοι φτιάνουνε, ακριβώς όπως οι λυροποιοί τις λύρες τους. Γιατί εκεί άλλοι είναι που έχουν τη δύναμη να χρησιμοποιούν τα έργα εκείνων, εκείνοι που δεν ξέρουν να κάνουν λύρες. Είναι λοιπόν φανερό ότι και στους λόγους χωριστές είναι η τέχνη να κάνης και η τέχνη να χρησιμοποιής.

Αρκετή απόδειξη, είπα εγώ, μου φαίνεται πως φέρνεις, ότι δεν είναι η τέχνη των λογοποιών που άμα την αποκτήση κανείς θα ήταν ευτυχισμένος. Αν και εγώ νόμιζα ότι εδώ κάπου θα παρουσιαζόταν η επιστήμη, που τόση ώρα ζητούμε. Γιατί και οι ίδιοι οι λογοποιοί, όταν τους συναναστρέφομαι, μου φαίνονται πως είναι υπέρσοφοι και η τέχνη τους πάλι μου φαίνεται θεϊκή και υπέροχη. Και δεν είναι καθόλου παράξενο τούτο· γιατί είναι μέρος της τέχνης εκείνων που γοητεύουν, λίγο κατώτερη όμως από την τέχνη των μάγων. Η τέχνη των μάγων είναι να μαγεύουν τα φίδια, τα σφαλάγκια, τους σκορπιούς και τα άλλα θεριά και τις αρρώστιες· των λογοποιών η τέχνη είναι να μαγεύουν και να μαλακώνουν τους δικαστές, κι αυτούς που πηγαίνουν στην εκκλησία του δήμου και τα άλλα πλήθη· ή μήπως, είπα, εσύ έχεις άλλη γνώμη;

Όχι, είπε, έχω την ίδια γνώμη με σένα.

Πού λοιπόν, είπα εγώ, θα μπορούσαμε ακόμη να στραφούμε; Προς ποια τέχνη;

Εγώ, είπε, δεν έχω να πω.

Στάσου, είπα εγώ, νομίζω πως τη βρήκα.

Ποια είναι; ρώτησεν ο Κλεινίας.

Μου φαίνεται, είπα εγώ, πως η στρατηγική τέχνη περισσότερο από κάθε άλλο είναι αυτή, που άμα κανείς την αποκτήση θα ήταν ευτυχής.

Εγώ τουλάχιστο δεν το νομίζω.

Μα πώς; είπα εγώ.

Αυτή είναι μια τέχνη να κυνηγάς ανθρώπους.

Ε, και; είπα εγώ.

Καμμιά, είπε, από τις θηρευτικές τέχνες δεν πάει πιο μακρυά από τούτο: να κυνηγήση και να πιάση το θήραμα. Άμα όμως πιάσουν αυτό που κυνηγούν, δεν ξέρουν να το χρησιμοποιήσουν. Οι κυνηγοί και οι ψαράδες το παραδίνουν στους μαγείρους. Οι γεωμέτρες πάλι και οι αστρονόμοι και οι λογιστικοί ―γιατί κι αυτοί είναι θηρευτικοί― δεν δημιουργούν καθένας στον κλάδο του τα σχήματα, αλλά βρίσκουν εκείνα που υπάρχουν· επειδή λοιπόν δεν ξέρουν να τα χρησιμοποιήσουν αλλά μόνο να τα πιάσουν, παραδίνουν, όπως ξέρομε, τα ευρήματά τους στους διαλεκτικούς, να χρησιμοποιήσουν εκείνοι τα δικά τους ευρήματα, όσοι φυσικά απ' αυτούς δεν είναι εντελώς ανόητοι.

Αλήθεια, είπα εγώ, σοφώτατε και πανέμορφε Κλεινία, έτσι είναι;

Βεβαιότατα. Έτσι και οι στρατηγοί, είπε, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, άμα καταλάβουν καμμιά πόλη, ή κανένα στρατόπεδο, τα παραδίνουν στους πολιτικούς άρχοντες ―γιατίαυτοί δεν ξέρουν τι να κάμουν το κυνήγι τους― όπως ακριβώς, θαρρώ, οι κυνηγοί ορτυκιών παραδίνουν το κυνήγι τους στους ορτυκοτρόφους. Αν λοιπόν, πρόσθεσε, χρειαζόμαστε την τέχνη εκείνη, που ό,τι αποκτά, είτε δημιουργώντας το, είτε πιάνοντάς το στο κυνήγι η ίδια, θα ξέρη τι να το κάμη, κι αν αυτή η τέχνη θα μας δώση τη μακαριότητα, ε, τότε, είπε, κάποιαν άλλη τέχνη πρέπει να ζητήσωμε και όχι τη στρατηγική.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου