Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΞΕΝ Ελλ 2.2.1–2.2.23

Πολιορκία και συνθηκολόγηση της Αθήνας

Ο Λύσανδρος συνέτριψε τους Αθηναίους στους Αιγός ποταμούς (405 π.Χ.). Από την καταστροφή γλίτωσαν μόνο εννέα αθηναϊκά πλοία με τα πληρώματά τους. Ένα από αυτά, η Πάραλος, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα, για να αναγγείλει το τραγικό για τους Αθηναίους νέο, ενώ ο Λύσανδρος μετέβη στη Λάμψακο, πόλη που είχε καταλάβει λίγες ημέρες πριν
.

[2.2.1] Ἐπεὶ δὲ τὰ ἐν τῇ Λαμψάκῳ κατεστήσατο, ἔπλει ἐπὶ τὸ
Βυζάντιον καὶ Καλχηδόνα. οἱ δ’ αὐτὸν ὑπεδέχοντο, τοὺς
τῶν Ἀθηναίων φρουροὺς ὑποσπόνδους ἀφέντες. οἱ δὲ
προδόντες Ἀλκιβιάδῃ τὸ Βυζάντιον τότε μὲν ἔφυγον εἰς
τὸν Πόντον, ὕστερον δ’ εἰς Ἀθήνας καὶ ἐγένοντο Ἀθηναῖοι.
[2.2.2] Λύσανδρος δὲ τούς τε φρουροὺς τῶν Ἀθηναίων καὶ εἴ τινά
που ἄλλον ἴδοι Ἀθηναῖον, ἀπέπεμπεν εἰς τὰς Ἀθήνας,
διδοὺς ἐκεῖσε μόνον πλέουσιν ἀσφάλειαν, ἄλλοθι δ’ οὔ,
εἰδὼς ὅτι ὅσῳ ἂν πλείους συλλεγῶσιν εἰς τὸ ἄστυ καὶ τὸν
Πειραιᾶ, θᾶττον τῶν ἐπιτηδείων ἔνδειαν ἔσεσθαι. κατα-
λιπὼν δὲ Βυζαντίου καὶ Καλχηδόνος Σθενέλαον ἁρμοστὴν
Λάκωνα, αὐτὸς ἀποπλεύσας εἰς Λάμψακον τὰς ναῦς ἐπε-
σκεύαζεν.

[2.2.3] Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις τῆς Παράλου ἀφικομένης νυκτὸς
ἐλέγετο ἡ συμφορά, καὶ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν
μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν, ὁ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ παραγ-
γέλλων· ὥστ’ ἐκείνης τῆς νυκτὸς οὐδεὶς ἐκοιμήθη, οὐ μόνον
τοὺς ἀπολωλότας πενθοῦντες, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἔτι αὐτοὶ
ἑαυτούς, πείσεσθαι νομίζοντες οἷα ἐποίησαν Μηλίους τε
Λακεδαιμονίων ἀποίκους ὄντας, κρατήσαντες πολιορκίᾳ, καὶ
Ἱστιαιέας καὶ Σκιωναίους καὶ Τορωναίους καὶ Αἰγινήτας καὶ
ἄλλους πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων. [2.2.4] τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἐκκλησίαν
ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἔδοξε τούς τε λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνὸς
καὶ τὰ τείχη εὐτρεπίζειν καὶ φυλακὰς ἐφιστάναι καὶ τἆλλα
πάντα ὡς εἰς πολιορκίαν παρασκευάζειν τὴν πόλιν.
καὶ οὗτοι μὲν περὶ ταῦτα ἦσαν.

[2.2.5] Λύσανδρος δ’ ἐκ τοῦ Ἑλλησπόντου ναυσὶ διακοσίαις
ἀφικόμενος εἰς Λέσβον κατεσκευάσατο τάς τε ἄλλας πόλεις
ἐν αὐτῇ καὶ Μυτιλήνην· εἰς δὲ τὰ ἐπὶ Θρᾴκης χωρία ἔπεμψε
δέκα τριήρεις ἔχοντα Ἐτεόνικον, ὃς τὰ ἐκεῖ πάντα πρὸς
Λακεδαιμονίους μετέστησεν. [2.2.6] εὐθὺς δὲ καὶ ἡ ἄλλη Ἑλλὰς
ἀφειστήκει Ἀθηναίων μετὰ τὴν ναυμαχίαν πλὴν Σαμίων·
οὗτοι δὲ σφαγὰς τῶν γνωρίμων ποιήσαντες κατεῖχον τὴν
πόλιν. [2.2.7] Λύσανδρος δὲ μετὰ ταῦτα ἔπεμψε πρὸς Ἆγίν τε
εἰς Δεκέλειαν καὶ εἰς Λακεδαίμονα ὅτι προσπλεῖ σὺν δια-
κοσίαις ναυσί. Λακεδαιμόνιοι δ’ ἐξῇσαν πανδημεὶ καὶ οἱ
ἄλλοι Πελοποννήσιοι πλὴν Ἀργείων, παραγγείλαντος τοῦ
ἑτέρου Λακεδαιμονίων βασιλέως Παυσανίου. [2.2.8] ἐπεὶ δ’ ἅπαν-
τες ἡθροίσθησαν, ἀναλαβὼν αὐτοὺς πρὸς τὴν πόλιν ἐστρα-
τοπέδευσεν ἐν τῇ Ἀκαδημείᾳ [τῷ καλουμένῳ γυμνασίῳ].
[2.2.9] Λύσανδρος δὲ ἀφικόμενος εἰς Αἴγιναν ἀπέδωκε τὴν πόλιν
Αἰγινήταις, ὅσους ἐδύνατο πλείστους αὐτῶν ἁθροίσας, ὡς δ’
αὔτως καὶ Μηλίοις καὶ τοῖς ἄλλοις ὅσοι τῆς αὑτῶν ἐστέ-
ροντο. μετὰ δὲ τοῦτο δῃώσας Σαλαμῖνα ὡρμίσατο πρὸς
τὸν Πειραιᾶ ναυσὶ πεντήκοντα καὶ ἑκατόν, καὶ τὰ πλοῖα
εἶργε τοῦ εἴσπλου.

[2.2.10] Οἱ δ’ Ἀθηναῖοι πολιορκούμενοι κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατ-
ταν ἠπόρουν τί χρὴ ποιεῖν, οὔτε νεῶν οὔτε συμμάχων αὐτοῖς
ὄντων οὔτε σίτου· ἐνόμιζον δὲ οὐδεμίαν εἶναι σωτηρίαν †εἰ
μὴ παθεῖν ἃ οὐ τιμωρούμενοι ἐποίησαν, ἀλλὰ διὰ τὴν ὕβριν
ἠδίκουν ἀνθρώπους μικροπολίτας οὐδ’ ἐπὶ μιᾷ αἰτίᾳ ἑτέρᾳ ἢ
ὅτι ἐκείνοις συνεμάχουν. [2.2.11] διὰ ταῦτα τοὺς ἀτίμους ἐπιτίμους
ποιήσαντες ἐκαρτέρουν, καὶ ἀποθνῃσκόντων ἐν τῇ πόλει λιμῷ
πολλῶν οὐ διελέγοντο περὶ διαλλαγῆς. ἐπεὶ δὲ παντελῶς
ἤδη ὁ σῖτος ἐπελελοίπει, ἔπεμψαν πρέσβεις παρ’ Ἆγιν,
βουλόμενοι σύμμαχοι εἶναι Λακεδαιμονίοις ἔχοντες τὰ τείχη
καὶ τὸν Πειραιᾶ, καὶ ἐπὶ τούτοις συνθήκας ποιεῖσθαι. [2.2.12] ὁ δὲ
αὐτοὺς εἰς Λακεδαίμονα ἐκέλευεν ἰέναι· οὐ γὰρ εἶναι κύριος
αὐτός. ἐπεὶ δ’ ἀπήγγειλαν οἱ πρέσβεις ταῦτα τοῖς Ἀθη-
ναίοις, ἔπεμψαν αὐτοὺς εἰς Λακεδαίμονα. [2.2.13] οἱ δ’ ἐπεὶ ἦσαν
ἐν Σελλασίᾳ [πλησίον τῆς Λακωνικῆς] καὶ ἐπύθοντο οἱ ἔφοροι
αὐτῶν ἃ ἔλεγον, ὄντα οἷάπερ καὶ πρὸς Ἆγιν, αὐτόθεν αὐ-
τοὺς ἐκέλευον ἀπιέναι, καὶ εἴ τι δέονται εἰρήνης, κάλλιον
ἥκειν βουλευσαμένους. [2.2.14] οἱ δὲ πρέσβεις ἐπεὶ ἧκον οἴκαδε
καὶ ἀπήγγειλαν ταῦτα εἰς τὴν πόλιν, ἀθυμία ἐνέπεσε πᾶσιν·
ᾤοντο γὰρ ἀνδραποδισθήσεσθαι, καὶ ἕως ἂν πέμπωσιν ἑτέ-
ρους πρέσβεις, πολλοὺς τῷ λιμῷ ἀπολεῖσθαι. [2.2.15] περὶ δὲ τῶν
τειχῶν τῆς καθαιρέσεως οὐδεὶς ἐβούλετο συμβουλεύειν· Ἀρ-
χέστρατος γὰρ εἰπὼν ἐν τῇ βουλῇ Λακεδαιμονίοις κράτιστον
εἶναι ἐφ’ οἷς προὐκαλοῦντο εἰρήνην ποιεῖσθαι, ἐδέθη· προὐ-
καλοῦντο δὲ τῶν μακρῶν τειχῶν ἐπὶ δέκα σταδίους καθελεῖν
ἑκατέρου· ἐγένετο δὲ ψήφισμα μὴ ἐξεῖναι περὶ τούτων συμ-
βουλεύειν. [2.2.16] τοιούτων δὲ ὄντων Θηραμένης εἶπεν ἐν ἐκκλησίᾳ
ὅτι εἰ βούλονται αὐτὸν πέμψαι παρὰ Λύσανδρον, εἰδὼς ἥξει
Λακεδαιμονίους πότερον ἐξανδραποδίσασθαι τὴν πόλιν βουλό-
μενοι ἀντέχουσι περὶ τῶν τειχῶν ἢ πίστεως ἕνεκα. πεμφθεὶς
δὲ διέτριβε παρὰ Λυσάνδρῳ τρεῖς μῆνας καὶ πλείω, ἐπιτηρῶν
ὁπότε Ἀθηναῖοι ἔμελλον διὰ τὸ ἐπιλελοιπέναι τὸν σῖτον
ἅπαντα ὅ τι τις λέγοι ὁμολογήσειν. [2.2.17] ἐπεὶ δὲ ἧκε τετάρτῳ
μηνί, ἀπήγγειλεν ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι αὐτὸν Λύσανδρος τέως
μὲν κατέχοι, εἶτα κελεύοι εἰς Λακεδαίμονα ἰέναι· οὐ γὰρ
εἶναι κύριος ὧν ἐρωτῷτο ὑπ’ αὐτοῦ, ἀλλὰ τοὺς ἐφόρους.
μετὰ ταῦτα ᾑρέθη πρεσβευτὴς εἰς Λακεδαίμονα αὐτοκράτωρ
δέκατος αὐτός. [2.2.18] Λύσανδρος δὲ τοῖς ἐφόροις ἔπεμψεν ἀγγε-
λοῦντα μετ’ ἄλλων Λακεδαιμονίων Ἀριστοτέλην, φυγάδα
Ἀθηναῖον ὄντα, ὅτι ἀποκρίναιτο Θηραμένει ἐκείνους κυρίους
εἶναι εἰρήνης καὶ πολέμου. [2.2.19] Θηραμένης δὲ καὶ οἱ ἄλλοι
πρέσβεις ἐπεὶ ἦσαν ἐν Σελλασίᾳ, ἐρωτώμενοι δὲ ἐπὶ τίνι
λόγῳ ἥκοιεν εἶπον ὅτι αὐτοκράτορες περὶ εἰρήνης, μετὰ ταῦτα
οἱ ἔφοροι καλεῖν ἐκέλευον αὐτούς. ἐπεὶ δ’ ἧκον, ἐκκλησίαν
ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἀντέλεγον Κορίνθιοι καὶ Θηβαῖοι μάλιστα,
πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι τῶν Ἑλλήνων, μὴ σπένδεσθαι Ἀθη-
ναίοις, ἀλλ’ ἐξαιρεῖν. [2.2.20] Λακεδαιμόνιοι δὲ οὐκ ἔφασαν πόλιν
Ἑλληνίδα ἀνδραποδιεῖν μέγα ἀγαθὸν εἰργασμένην ἐν τοῖς
μεγίστοις κινδύνοις γενομένοις τῇ Ἑλλάδι, ἀλλ’ ἐποιοῦντο
εἰρήνην ἐφ’ ᾧ τά τε μακρὰ τείχη καὶ τὸν Πειραιᾶ καθελόντας
καὶ τὰς ναῦς πλὴν δώδεκα παραδόντας καὶ τοὺς φυγάδας
καθέντας τὸν αὐτὸν ἐχθρὸν καὶ φίλον νομίζοντας Λακεδαι-
μονίοις ἕπεσθαι καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ὅποι ἂν
ἡγῶνται. [2.2.21] Θηραμένης δὲ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πρέσβεις ἐπαν-
έφερον ταῦτα εἰς τὰς Ἀθήνας. εἰσιόντας δ’ αὐτοὺς ὄχλος
περιεχεῖτο πολύς, φοβούμενοι μὴ ἄπρακτοι ἥκοιεν· οὐ γὰρ
ἔτι ἐνεχώρει μέλλειν διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀπολλυμένων τῷ
λιμῷ. [2.2.22] τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἀπήγγελλον οἱ πρέσβεις ἐφ’ οἷς οἱ
Λακεδαιμόνιοι ποιοῖντο τὴν εἰρήνην· προηγόρει δὲ αὐτῶν
Θηραμένης, λέγων ὡς χρὴ πείθεσθαι Λακεδαιμονίοις καὶ τὰ
τείχη περιαιρεῖν. ἀντειπόντων δέ τινων αὐτῷ, πολὺ δὲ
πλειόνων συνεπαινεσάντων, ἔδοξε δέχεσθαι τὴν εἰρήνην.
[2.2.23] μετὰ δὲ ταῦτα Λύσανδρός τε κατέπλει εἰς τὸν Πειραιᾶ καὶ
οἱ φυγάδες κατῇσαν καὶ τὰ τείχη κατέσκαπτον ὑπ’ αὐλητρί-
δων πολλῇ προθυμίᾳ, νομίζοντες ἐκείνην τὴν ἡμέραν τῇ
Ἑλλάδι ἄρχειν τῆς ἐλευθερίας.

***
Μετά την τακτοποίηση των υποθέσεών του στη Λάμψακο, ο Λύσανδρος έβαλε πλώρη για το Βυζάντιο και την Καλχηδόνα, όπου οι κάτοικοι τον δέχτηκαν, αφού συμφώνησαν με τις αθηναϊκές φρουρές να τις αφήσουν να φύγουν ανενόχλητες· εκείνοι πάλι που είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη κατέφυγαν πρώτα στον Πόντο κι αργότερα στην Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες. Στην Αθήνα έστελνε κι ο Λύσανδρος τις αθηναϊκές φρουρές, καθώς κι όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε ― δεν εγγυόταν ασφάλεια παρά μόνο σ' αυτούς που ταξίδευαν για κει, κι όχι γι' αλλού, με τη σκέψη ότι όσο περισσότεροι μαζεύονταν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα τρόφιμα. Τέλος άφησε αρμοστή στην Καλχηδόνα τον Λάκωνα Σθενέλαο και γύρισε στη Λάμψακο να επισκευάσει τα πλοία του.

Νύχτα έφερε η «Πάραλος» την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα, και θρήνος σύρθηκε από τον Πειραιά στα Μακρά Τείχη και στην πόλη καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα, έτσι που κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα ― δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους Μηλίους (τους αποίκους των Λακεδαιμονίων που είχαν νικήσει κι υποτάξει), στους Ιστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες. Την άλλη μέρα ωστόσο συγκάλεσαν τη Συνέλευση, κι εκεί αποφάσισαν να φράξουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και γενικά να ετοιμάσουν την πόλη για πολιορκία.

Ενόσω οι Αθηναίοι τα 'καναν αυτά, ο Λύσανδρος ήρθε με διακόσια πλοία από τον Ελλήσποντο στη Λέσβο, όπου έβαλε τάξη στη Μυτιλήνη και στις άλλες πόλεις του νησιού. Έστειλε και τον Ετεόνικο με δέκα πλοία στα μέρη της Θράκης, κι αυτός κατόρθωσε ολόκληρη η περιοχή να πάρει το μέρος των Λακεδαιμονίων. Άλλωστε ευθύς μετά τη ναυμαχία εγκατέλειψε τους Αθηναίους κι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός από τη Σάμο, όπου ο λαός έσφαξε τους αφέντες και κατέλαβε την εξουσία στην πόλη.

Έπειτ' απ' αυτά ο Λύσανδρος ειδοποίησε τη Λακεδαίμονα, καθώς και τον Άγι που βρισκόταν στη Δεκέλεια, ότι έρχεται με διακόσια πλοία. Τότε με διαταγή του Παυσανία ―του άλλου βασιλιά― επιστρατεύτηκαν όλοι οι μάχιμοι Λακεδαιμόνιοι κι οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Αργείους. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο Παυσανίας τους οδήγησε προς την Αθήνα και στρατοπέδευσε στην Ακαδημία. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος έφτασε στην Αίγινα, σύναξε όσους Αιγινήτες μπόρεσε να βρει και τους έδωσε πίσω την πόλη, όπως είχε κάνει και με τους Μηλίους και τους άλλους που 'χαν διωχτεί από την πατρίδα τους. Κατόπιν λεηλάτησε τη Σαλαμίνα και τέλος αγκυροβόλησε έξω από τον Πειραιά με εκατόν πενήντα καράβια, αποκλείοντας την είσοδο του λιμανιού στα εμπορικά πλοία.

Οι Αθηναίοι ωστόσο, πολιορκημένοι κι από στεριά κι από θάλασσα, βρέθηκαν σε πολύ στενόχωρη θέση: μήτε καράβια είχαν, μήτε συμμάχους, μήτε τρόφιμα, και πίστευαν ότι τίποτα δεν τους έσωζε ― θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους πληθυσμούς μικρών πόλεων, τον καιρό που μέσα στην άμετρη υπεροψία τους τούς αδικούσαν δίχως αφορμή και για τον μόνο λόγο ότι ήταν σύμμαχοι των αντιπάλων τους. Για τούτο έδωσαν πίσω τα πολιτικά τους δικαιώματα σ' όσους τα 'χαν στερηθεί κι υπέμεναν καρτερικά· μ' όλο που πολλοί μέσα στην πόλη πέθαιναν από πείνα, λόγος δεν γινόταν για συνθηκολόγηση. Μόνο σαν έλειψαν ολότελα τα τρόφιμα έστειλαν πρεσβεία στον Άγι με την πρόταση να γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων, κρατώντας όμως τα Τείχη και τον Πειραιά ― μ' αυτούς τους όρους ήταν έτοιμοι να κάνουν συνθήκη.

Ο Άγις είπε στους πρέσβεις να πάνε στη Λακεδαίμονα, γιατί ο ίδιος δεν είχε πληρεξουσιότητα. Όταν τ' ανέφεραν αυτό στους Αθηναίους, τους έστειλαν στη Λακεδαίμονα. Σαν έφτασαν στη Σελλασία κι έμαθαν απ' αυτούς οι έφοροι τι προτάσεις φέρνουν ―ήταν οι ίδιες που είχαν κάνει στον Άγι―, τους παράγγειλαν να γυρίσουν πίσω από κει που βρίσκονταν, κι αν θέλουν στ' αλήθεια ειρήνη να βάλουν πιο πολύ μυαλό κι έπειτα να ξανάρθουν.

Μόλις οι πρέσβεις γύρισαν πίσω και τ' ανέφεραν αυτά στην πόλη, απελπίστηκαν όλοι: ο εχθρός είχε σκοπό να τους υποδουλώσει, πίστευαν, και πάντως, ώσπου να στείλουν καινούργιους πρέσβεις, θα πέθαιναν πολλοί από την πείνα. Μολοντούτο κανένας δεν τολμούσε να προτείνει να γκρεμίσουν τα Τείχη· τον Αρχέστρατο, που είπε στη Βουλή ότι το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να δεχτούν ειρήνη με τους όρους των Λακεδαιμονίων ―και όρος ήταν να γκρεμιστούν τα Μακρά Τείχη σε μήκος δέκα σταδίων το καθένα―, τον φυλάκισαν, και βγήκε και ψήφισμα που απαγόρευε να υποβάλλονται τέτοιες προτάσεις.

Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όταν ο Θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι αν θελήσουν να τον στείλουν στον Λύσανδρο θα ξέρει, γυρίζοντας, για ποιον λόγο είν' ανένδοτοι οι Λακεδαιμόνιοι στο ζήτημα των Τειχών ― αν το κάνουν με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να 'χουν κάποια εγγύηση. Όταν τον έστειλαν, έμεινε κοντά στον Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες, παραφυλάγοντας την ώρα που οι τροφές θα σώνονταν ολωσδιόλου κι οι Αθηναίοι θα 'ταν πρόθυμοι να δεχτούν ό,τι τους έλεγαν. Γύρισε λοιπόν τον τέταρτο μήνα κι ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος δεν τον άφηνε ως τότε να φύγει, και τώρα του λέει να πάει στη Λακεδαίμονα επειδή δεν έχει ο ίδιος εξουσία ν' απαντήσει στις ερωτήσεις του, παρά μόνο οι έφοροι. Τότε οι Αθηναίοι τον εκλέξαν να πάει στη Λακεδαίμονα πρέσβης με γενική πληρεξουσιότητα, μαζί μ' άλλους εννιά. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντάς τους τον Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και άλλους, Λακεδαιμονίους, ότι είπε του Θηραμένη πως αυτοί μονάχα είχαν εξουσία ν' αποφασίζουν για πόλεμο και για ειρήνη.

Σαν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλασία και τους ρώτησαν τι έρχονται να κάνουν, αποκρίθηκαν ότι έρχονται πληρεξούσιοι να διαπραγματευτούν ειρήνη. Τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν, κι όταν ήρθαν συγκάλεσαν Συνέλευση. Εκεί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί άλλοι Έλληνες, και ιδίως οι Κορίνθιοι κι οι Θηβαίοι, λέγοντας ότι δεν πρέπει να κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως δήλωσαν ότι αρνούνται να υποδουλώσουν πόλη ελληνική που τόσες υπηρεσίες είχε προσφέρει τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα· δέχτηκαν λοιπόν να γίνει ειρήνη με τον όρο ότι οι Αθηναίοι θα γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, θα παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, θα φέρουν πίσω τους εξόριστους, θα 'χουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους και θα εκστρατεύουν μαζί τους στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί.

Μ' αυτό το μήνυμα επέστρεψαν ο Θηραμένης κι οι άλλοι πρέσβεις στην Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, τρέμοντας μην τυχόν γύριζαν άπρακτοι· δεν άντεχαν άλλη αναβολή, τόσο πολλοί ήταν οι θάνατοι από την πείνα. Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανέφεραν τους όρους που έβαζαν οι Λακεδαιμόνιοι για ειρήνη· στ' όνομα ολωνών μίλησε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να εισακούσουν τους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Μερικοί αντιμίλησαν, η μεγάλη πλειοψηφία όμως τον επιδοκίμασε κι αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.

Μετά απ' αυτά ο Λύσανδρος αγκυροβόλησε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και βάλθηκαν με πολλήν όρεξη να γκρεμίζουν τα Τείχη, στους ήχους αυλού που έπαιζαν κορίτσια ― νομίζοντας ότι από κείνη τη μέρα ελευθερωνόταν η Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου