Μετά τον Παρμενίδη, ο στοχαστής που πρώτος εισηγήθηκε μια νέα πρακτική του μύθου υπήρξε ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα (490-430). Από το έργο του διασώζονται πολυάριθμα αποσπάσματα, εκατόν πενήντα περίπου, τετρακόσιοι πενήντα στίχοι στο σύνολό τους, στους οποίους πρέπει στο εξής να προσθέτουμε εβδομήντα επιπλέον στίχους τους οποίους ανακάλυψε πρόσφατα ο συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών Alain Martin και βρίσκονται υπό έκδοση. Πρόκειται για μια σημαντική ανακάλυψη που συμπληρώνει λεπτομερώς ορισμένες ιδέες σχετικά με το γίγνεσθαι. Παρόλο που ο πάπυρος δεν προβλέπεται να αλλάξει την οπτική μας πάνω στη σκέψη του Εμπεδοκλή, θα μπορούσε να μας διαφωτίσει σχετικά με τη δική του πρακτική του μύθου.
Ο Εμπεδοκλής ανέτρεξε στις Μούσες που τον ενέπνεαν και ακόμη αντιστρατεύτηκε τον Παρμενίδη προσπαθώντας να εδραιώσει τη δυνατότητα ενός λόγου «μη απατηλού» (fr. 17, 25). Η πεποίθηση ότι ο τρόπος με τον οποίο ασκούσε τη σοφία προσιδίαζε σε αυτόν των Ιώνων, παρακάμπτοντας τον εκκολαπτόμενο φιλόσοφο και στηρίζοντας το μυθικό του έργο στις Μούσες, εγείρει μια σειρά ερωτημάτων. Η πρώτη διαπίστωση απορρέει σαφώς από το έργο του: ο Εμπεδοκλής, αντίθετα από τον Παρμενίδη, παρουσιάζεται ως σοφός που μεταδίδει στον μαθητή του Παυσανία μια γνώση χάρη στην οποία κανείς δεν θα μπορέσει να τον ξεπεράσει (fr. 1· 2, 9· 3, 8· 15). Στο ίδιο πλαίσιο, κάνει επίσης την απολογία της τεχνικής, την οποία ασκεί ως μηχανικός (είχε κατασκευάσει συστήματα άρδευσης και αντιανεμικά φράγματα) και ιατρός (καυχιόταν ότι είχε αναστήσει έναν νεκρό). Η πρακτική αυτή σκοπιά, ξένη στον Παρμενίδη, τον ώθησε να συμπληρώσει το ποίημά του Περί Φύσεως με ένα άλλο, που έμεινε γνωστό ως Καθαρμοί. Τίποτε ωστόσο δεν μας διαβεβαιώνει ότι τα δύο αυτά ποιήματα δεν αποτελούν ένα μοναδικό, αν τουλάχιστον δεχτούμε ότι η φυσική του Εμπεδοκλή εγκρύπτει πυθαγόρειες δομές που παραπέμπουν στην αρχή της μετενσάρκωσης. Εν πάση περιπτώσει, αυτό μοιάζει να είναι το συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε υστέρα από τις πρόσφατες ανακαλύψεις, που ερμηνεύονται υπό ένα νέο πρίσμα (βλ. A. Martin). Εάν δε προσθέσουμε την οπτική που υποστηρίζω, σύμφωνα με την οποία ο μύθος δύναται να συνενώσει πράγματα που δεν έχουν απαραιτήτως αντικειμενικούς δεσμούς μεταξύ τους, η ενότητα του κειμένου δεν θα έπρεπε ουσιαστικά να αποτελεί ζήτημα. Εάν η σκηνοθεσία του καθαρμού δεν είναι ανεξάρτητη από την τοποθέτηση υπέρ της μετενσάρκωσης, τότε οι κύκλοι της ζωής δεν είναι λιγότερο φυσικοί, με αποτέλεσμα η μυθική προσέγγιση του γίγνεσθαι να μπορεί να συμπλησιάσει τη φύση με τον καθαρμό, όπως ήδη συμβαίνει στον πυθαγορισμό. Εντούτοις ο πυθαγορισμός του Εμπεδοκλή μοιάζει περιορισμένος: συμφωνεί περισσότερο με τη σοφία παρά με τη φιλοσοφία. Τούτο εξηγεί μάλλον γιατί επανέρχεται στις Μούσες, όπως ορισμένοι πυθαγόρειοι, με σκοπό όμως να προαγάγει τον «σοφό» που διδάσκει στον μαθητή του (Παυσανία). Εξ ου και η νέα αυτή εναλλακτική της επανεφαρμογής του μύθου, κατά το παράδειγμα του Παρμενίδη, τροποποιώντας όμως ριζικά τα δεδομένα του.
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ο θαυμασμός του Εμπεδοκλή για την τεχνική, μιας και η «σοφία» με την αρχαϊκή σημασία του όρου συμπεριλάμβανε και την τεχνική, και μάλιστα εξέφραζε πρώτα από όλα την τεχνική επιδεξιότητα. Φτάνει κατά πάσα πιθανότητα στο αποκορύφωμά της με τον μύθο των αυτομάτων, που επανεμφανίζεται στη ραψωδία Ρ της Ιλιάδας, όπου περιγράφεται το εργαστήρι του Ήφαιστου με τα τελειοποιημένα αυτόματά του: τους φυσητήρες, τους τρίποδες που κατασκευάζει ώστε να μεταφέρουν από μόνοι τους τα μηνύματα στις συνελεύσεις των θεών, και τις θεραπαινίδες από χρυσό που, προικισμένες με ανθρώπινο νου, κατέχουν τον λόγο. Ο Ήφαιστος, η Αθηνά, ακόμη και ο Προμηθέας, φωτίζονται στην Αρχαιότητα από την άλω της σοφίας, συνήθως όμως σε σχέση με τεχνικά και σπανιότερα με θεωρητικά επιτεύγματα. Την προαγωγή της τεχνικής, που ενισχύεται εκείνα τα χρόνια από τον μύθο του Προμηθέα, την ξαναβρίσκουμε αργότερα στους σοφιστές, οι οποίοι συστήνονται ως σοφοί - ο Πρωταγόρας θεωρούνταν εφευρέτης του σαμαριού για τη διευκόλυνση των αχθοφόρων (τύλη), ενώ ο Ιππίας καυχιόταν συνεχώς ότι μπορούσε να κάνει τα πάντα με τα χέρια του - ή σε ορισμένους ατομικούς, όπως ο Δημόκριτος, που πίστευε ότι τα αντικείμενα που κατασκεύαζε η τεχνολογία ήταν αντικείμενα της φωτιάς. Σε κάποια χωρία που αποδίδονται στους Καθαρμούς ο Εμπεδοκλής κάνει επίσης νύξη για τη δόξα που έχει κερδίσει χάρη στα τεχνολογικά επιτεύγματα και τη σοφία του, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να τον θεωρούν ικανό να επιλύει κάθε τους πρόβλημα και να τους παρέχει τρόπους να αποκτήσουν πλούτη. Παραδέχεται ωστόσο ότι ορισμένοι κερδίζουν τιμές που δεν τους αξίζουν, εκμεταλλευόμενοι τον πόνο και την εξαθλίωση που μαστίζουν τους ανθρώπους. Γι’ αυτό μας προειδοποιεί ότι ο λόγος του δεν θα είναι ευχάριστος, μια και η αλήθεια είναι πάντοτε επώδυνη. Όμως για ποια αλήθεια πρόκειται άραγε;
Υπάρχει, ισχυρίζεται ο Εμπεδοκλής, ένα αρχαίο διάταγμα των θεών το οποίο εξαγγέλλει η Ανάγκη, σύμφωνα με το οποίο ορισμένες πράξεις -όπως η αιματοχυσία, η επιορκία και άλλες ομοειδείς- εξορίζουν τον δράστη τους ανάμεσα στους φριχτούς δαίμονες και τον υποχρεώνουν να περιπλανάται «δέκα χιλιάδες εποχές» (ώραι) μακριά από τους μακάριους θεούς και να υφίσταται τους κύκλους της μετενσάρκωσης παίρνοντας κάθε λογής θνητή μορφή, από την απλούστερη έως την πιο τερατώδη. Η εικόνα όμως που έχουν διαμορφώσει οι θνητοί για τον «σοφό» που είναι ο ίδιος δείχνει πως αγνοούν ότι ανήκει στο είδος των εξόριστων που εμπιστεύτηκαν το μανιασμένο μίσος, καθώς και ότι είχε υπάρξει αγόρι, κορίτσι, φυτό, πουλί και βουβό ψάρι, θρηνώντας τη μοίρα που του έλαχε στον παράξενο τόπο τον ερημωμένο από κάθε χαρά. Εφεξής το ερώτημα που τίθεται είναι να μάθουμε ποιες γνήσιες τιμές και ποια ευτυχία στερήθηκε για να ακολουθήσει τον δρόμο της εξορίας. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της μετενσάρκωσης, την οποία καταφανώς παραδέχεται ο Εμπεδοκλής και μάλιστα ομολογεί ότι την έχει βιώσει, αποτελεί σημάδι κάποιου κακού και μάρτυρα της δυστυχίας, δύο συνθηκών με τις οποίες ο άνθρωπος υποχρεούται να έρθει αντιμέτωπος.
Προκειμένου να επιτύχει αυτόν τον καθαρμό, ο Εμπεδοκλής ακολουθεί το πρότυπο ενός ανθρώπου (ενδεχομένως του Πυθαγόρα) ο οποίος διέθετε απεριόριστες γνώσεις και ήταν ικανός να πράττει σοφά σε όλους τους τομείς, σε βαθμό που πέτυχε με τη δύναμη της σκέψης του να συλλάβει γεγονότα του παρελθόντος που εκτείνονταν σε πολλές ανθρώπινες γενιές. Έτσι διανοίγεται η οδός της Αγάπης, η οποία νοείται μονάχα εάν κανείς κατακτήσει τη γονιμότητα των θείων σκέψεων και μπορεί να διακρίνει την πραγματική τους φύση. Καθώς όμως δεν είναι δυνατόν να έχουμε άμεση πρόσβαση στη θεία γνώση, δέον είναι αρχικά να απελευθερωθούμε από τον ανθρωπομορφισμό που είχε ήδη στηλιτεύσει ο Ξενοφάνης, με σκοπό να δούμε ότι ο Θεός μοιάζει με νόηση που διατρέχει τον πραγματικό κόσμο στο σύνολό του (fr. 134).
Ο Εμπεδοκλής στηρίζει την ιδέα αυτήν στον πυρήνα του ποιήματος του Περί Φύσεως, που διαγράφει τις φυσικές συνθήκες της βασιλείας της Αγάπης. Χάρη σε αυτήν ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τις συνθήκες υπό τις οποίες πράττει και να καταφέρει να απαλλαγεί από τη βίαιη ζωή που κυβερνά το Μίσος και ωθεί τους ανθρώπους στον αλληλοσπαραγμό. Η Αγάπη βοηθά στην εξύψωση του ανθρώπου μέσω της σοφίας, και άλλους τους κάνει μάντεις, άλλους ραψωδούς, άλλους ιατρούς, ούτως ώστε να βρεθούν στην πρώτη γραμμή επί Γης και εν συνεχεία να ξαναγεννηθούν ως τιμημένοι θεοί (fr. 146). Η εξύμνηση του σοφού περνά, συνεπώς, μέσα από την ενεστώσα δράση, αλλά καθαιρείται μετά θάνατον, προκειμένου η επιστροφή του στη ζωή να του προσδώσει μια δόξα αγνότερη, όχι πλέον κερδίζοντας μάταιες τιμές, αλλά επιτυγχάνοντας μια εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν, όταν πια θα μοιράζονται την εστία και την τράπεζα των άλλων αθανάτων μακριά από τις δυστυχίες, δεν θα έχουν πλέον τίποτε να φοβηθούν (fr. 147). Ενώ αυτό το συμπέρασμα του Εμπεδοκλή οδηγεί σε σχάση με τον πυθαγορισμό, ταυτόχρονα πραγματοποιεί μια σύνθεση του πυθαγορισμού και της νόησης των σοφών, ακριβώς επειδή παραδέχεται την πιθανότητα μιας σοφίας που θεοποιεί τον άνθρωπο. Σύμφωνα δηλαδή με τον Εμπεδοκλή, ο άνθρωπος δύναται μέσω της σοφίας να διανύσει τον κύκλο της μετενσάρκωσης φτάνοντας ως τη θέωση. Η σοφία αυτή, που πραγματώνεται με τον έλεγχο της Φύσης στο σύνολό της, εξασφαλίζει στον γνώστη την οδό της σωτηρίας. Εάν αυτή η παρατήρηση αποδεικνυόταν ορθή, θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με μια απόπειρα του σοφού να προσδώσει στη σοφία τη δύναμη που της είχε αποστερήσει ο πυθαγορισμός: να μην αρκεστεί να γίνει ένας δαίμονας στο παιχνίδι της ζωής. αλλά να φτάσει, ει δυνατόν, στη θέωση. Στην εν λόγω αποκατάσταση της σοφίας των Ιώνων φαίνεται πως οδηγεί η πίστη του Εμπεδοκλή στην τεχνολογία, περνώντας όμως μέσω της πυθαγόρειας εναλλακτικής διάστασης. Ο μύθος ξαναδίνει νόημα σε ό,τι είναι θείο.
Ωστόσο την ανάλυση του Εμπεδοκλή διέπει λιγότερο το σχήμα της αγάπης και περισσότερο η αντικειμενοποίησή του ως υπόβαθρου του πραγματικού - που βρίσκεται σε εξέλιξη και άρχεται από τις τέσσερις θεϊκές ρίζες: τον Δία (φωτιά), την Ήρα (γη), τον Αϊδωνέα (αέρα) και τη Νήστη (νερό). Οι δρόμοι των παραπάνω διασταυρώνονται διαρκώς και περιπλέκονται μεταξύ τους, μένοντας όμως αναλλοίωτοι, και άρα λόγω της διαρκούς τους κίνησης μοιάζουν «ακίνητοι», καθώς ούτε τους προστίθεται ούτε τους λείπει κάτι ώστε να υποστούν κάποια αλλαγή. Αυτή η σταθεροποίηση του υπόβαθρου, που εντούτοις εγκρύπτει την αυτονομία καθεμιάς από τις οντότητες που βρίσκονται στη ρίζα κάθε πράγματος, θα έπρεπε θεωρητικά να ευνοεί τη διάκρισή τους και να καταλήγει σε έναν κόσμο χαοτικό -απότοκο του Μίσους εάν δεν υπάκουε στον νόμο του Ενός- όπου κυριαρχεί ο Σφαίρος, που κινείται όμοια με τον εαυτό του μέσα στη μοναχική του επανάσταση και εμφανίζεται ως ο κοσμογονικός εγγυητής της Αγάπης. Αρνούμενος τη φύση ως άνθηση που ξεκινά από μια ενική βάση και θεωρώντας την απλώς ένα «όνομα» που το εμπνεύστηκαν οι Ίωνες στοχαστές, ο σοφός από τον Ακράγαντα εξετάζει τη δημιουργία του Ενός με αφετηρία το πολλαπλό και τον διαχωρισμό του Ενός ως δημιουργό του πολλαπλού. Ο κύκλος του γίγνεσθαι κατά πάσα πιθανότητα πραγματοποιείται στον Σφαίρο, ο τελευταίος όμως εμφανίζεται στην πληρότητά του μονάχα όταν είναι Εν, όταν ορίζεται από την καθαρή ενότητα πέρα από κάθε διαχωρισμό. Επομένως, έρχεται σε αντίθεση με την οριακή κατάσταση όπου οι τέσσερις ρίζες διαχωρίζονταν εντελώς, με αποτέλεσμα η γένεση των πραγμάτων να επισυμβαίνει μονάχα σε ένα ενδιάμεσο διάστημα, όπου η κυριαρχία της Αγάπης και του Μίσους καταφέρνει να ισορροπήσει, παρόλο που το καθένα άρχει εναλλάξ.
Οι ερμηνευτές συνεχίζουν ακόμη να συζητούν έντονα περί της σημασίας του γίγνεσθαι, κυρίως θέλοντας να μάθουν εάν υπάρχουν ή όχι ακραίες σφαιρικές φάσεις, καθώς και ποιες είναι οι ενδιάμεσες καταστάσεις του γίγνεσθαι. Η απάντηση είναι δύσκολη, μιας και τα υπάρχοντα αποσπάσματα δεν επεξηγούν σχετικά. Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι πρόκειται για μύθο, γεγονός που στη συνέχεια επέτρεψε στους νεοπλατωνικούς να επανεντάξουν τη σκέψη του Εμπεδοκλή σε ένα αιώνιο σύστημα, όπου η Αγάπη αντιστοιχούσε σε έναν ιδανικό και νοητό κόσμο και το Μίσος στον αισθητό και εν τω γίγνεσθαι κόσμο που μας περιβάλλει. Γι’ αυτό πιστεύω πως μια ουσιαστική απάντηση θα δοθεί μονάχα όταν θα έχουμε διαφωτίσει τις διαφορετικές αρχαϊκές πρακτικές του μύθου. Ωστόσο μπορούμε να πούμε ήδη ότι με την παρώθηση της Αγάπης, που αναφύεται από το κέντρο, όλα τα πράγματα συνενώνονται στο Εν, ενώ όταν κυβερνά το Μίσος, που ξεκινά από την περιφέρεια και επεκτείνεται προς το κέντρο, όλα διασκορπίζονται, τα πράγματα και οι άνθρωποι απομονώνονται, προκαλώντας αντιθέσεις, βιαιότητες και πολέμους. Στο μεταξύ τους διάστημα, θα μπορούσαμε να πούμε, οι επιμέρους κύκλοι του γίγνεσθαι υπαγορεύονται από τη συμφωνία ή την ασυμφωνία, ανάλογα με τη δύναμη που κυριαρχεί κάθε φορά. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η σοφία συνίσταται στην κατανόηση της πραγματικής υπόστασης αυτών των γίγνεσθαι, προκειμένου να καταλάβουμε τον ενεργητικό ρόλο της Αγάπης και την ικανότητα που έχει ο άνθρωπος να εναρμονίζεται με την Αγάπη και να μην επιτρέπει να παρεισφρέουν στη ζωή του άνθρωποι «εφήμεροι» που άγονται και φέρονται από το μίσος, ζουν δίχως να σκέφτονται την επαύριον και υπομένουν τα πλήγματα της μοίρας. Έτσι, επικαλούμενος τις Μούσες, ο σοφός παρακαλεί να του φανερώσουν τους νόμους που θα βοηθήσουν τον άνθρωπο να εξυψωθεί προς τη σοφία. Επανέρχεται, άρα, στην ησιοδική αντίληψη της δυνατής για τον άνθρωπο ανάτασης, όχι πια δουλεύοντας τη γη, αλλά με την πράξη που εμπνέει η αγάπη εις βάρος του μίσους.
Το μήνυμα είναι νέο: ολοκληρώνει το κίνημα που εγκαινίασε η δελφική ιδεολογία, το οποίο ο Εμπεδοκλής επιχείρησε να ξαναθέσει όχι πλέον στον στενό πολιτικό τομέα αλλά και στο πλαίσιο της ατομικής δράσης, για να μπορέσει ο άνθρωπος να φτάσει τη θέωση. Βλέποντας στην ύπαρξή τους μονάχα ένα μέρος της Ζωής, οι άνθρωποι, υποστηρίζει ο Εμπεδοκλής, κινούνται και σκορπίζονται σαν καπνός, αφήνονται να βουτηχτούν στο κακό που τους παρασύρει στους ζοφερούς κύκλους της μετενσάρκωσης, χωρίς καμία ελπίδα σωτηρίας. Διατρέχουν έτσι τον κίνδυνο να μη δουν ότι υπάρχει η δυνατότητα ενός άλλον τρόπου ζωής, όπου μπορεί κανείς, ακολουθώντας τους δρόμους της Αγάπης, να εντάξει τους κύκλους της ζωής όπως οι θεοί, ακολουθώντας την κίνηση του Σφαίρου.
Η γενική ανάλυση του Εμπεδοκλή εμπνέεται σαφώς από τον Παρμενίδη, μιας και εισάγει -όπως και εκείνος- μια φυσική της ανάμιξης και του διαχωρισμού, συμπληρώνοντας τις θεμελιώδεις οντότητες και συγκεντρώνοντάς τις σε τέσσερις θεϊκές ρίζες: Γη, Νερό, Αέρα, Φωτιά. Οι τέσσερις αυτές οντότητες θα μετεξελιχθούν στα τέσσερα στοιχεία της αρχαίας και μεσαιωνικής φυσικής, γεγονός που καθιστά αδιαμφισβήτητη την ιστοριακή σημασία της σκέψης του. Από την άλλη όμως, η ανάλυσή του απομακρύνεται σαφώς από εκείνη του Ελεάτη και περισσότερο ασπάζεται τα ηθικά διδάγματα του πυθαγορισμού, όπου επανέρχεται για να εξασφαλίσει εγκυρότητα στις αρχές του, καθώς τοποθετεί τον κύκλο της μετενσάρκωσης στην τάξη μιας πιθανής μεταμόρφωσης του σοφού σε θεό και υποθέτει, μέσω της αντικειμενοποίησης της Αγάπης, το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής και πολιτικής ειρήνης. Θεωρώντας, σε αντιδιαστολή με τον Παρμενίδη, ότι ο λόγος του δεν είναι απατηλός, εξαλείφει την ανθρώπινη περατότητα, την οποία παραδεχόταν ο Ελεάτης, καθώς και τη θεμελίωση του Είναι στον άνθρωπο ως προϋπόθεση της νόησης (το Είναι καθίσταται άχρηστο, μιας και την ακινησία εξασφαλίζει η κυκλική και διαρκής κίνηση των τεσσάρων στοιχείων). Φέρνοντας, από την άλλη, σε πρώτο πλάνο την Αγάπη ως προϋπόθεση μιας ενότητας, ο Εμπεδοκλής δρομολογεί μια ιδέα που θα κυριαρχήσει στο πνεύμα των μεταπλατωνικών φιλοσόφων, και συγκεκριμένα την ιδέα μιας εμμενούς πραγματικότητας όπου βασιλεύει η ενότητα και η ομόνοια. Εάν αληθεύει ότι τα τεχνολογικά επιτεύγματα για τα οποία επαίρεται -των οποίων το εύρος προβλήθηκε ανεπαρκώς- συνηγορούν υπέρ της επιστροφής στη «σοφία» και ορίζουν ιστοριακά τη μοντερνικότητα, τότε η προαγωγή του θέματος της αγάπης ανοίγει τον δρόμο στην πλατωνική και χριστιανική σκέψη, που θα την αναγάγουν σε κεντρική τους έννοια. Στο μεταξύ η αραβική σκέψη, που αντλεί από τις πηγές μιας απόκρυφης ιστορίας, της αλχημείας, εκλαμβάνει τον Εμπεδοκλή ως κορυφαία μορφή - γεγονός που δίνει την ευκαιρία στους εξηγητές να μιλήσουν για τη νεοεμπεδόκλεια σκέψη, την οποία και θεωρούν ληξιαρχική πράξη γέννησης της ισλαμικής φιλοσοφίας στην Ισπανία.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου