ΘΟΥΚ 2.52.1–2.54.5
(ΘΟΥΚ 2.47.1–2.54.5: Ο λοιμός)
Επιπτώσεις στο σύστημα αξιών των Αθηναίων – Ερμηνείες στίχου και χρησμού
[2.52.1] Ἐπίεσε δ’ αὐτοὺς μᾶλλον πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνῳ καὶ
ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ, καὶ οὐχ ἧσσον τοὺς
ἐπελθόντας. [2.52.2] οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ’ ἐν καλύβαις
πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων ὁ φθόρος ἐγίγνετο οὐδενὶ
κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ νεκροὶ ἐπ’ ἀλλήλοις ἀποθνῄσκοντες ἔκειντο
καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο καὶ περὶ τὰς κρήνας ἁπάσας
ἡμιθνῆτες τοῦ ὕδατος ἐπιθυμίᾳ. [2.52.3] τά τε ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήνηντο
νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· ὑπερβιαζομένου
γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται, ἐς
ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως. [2.52.4] νόμοι
τε πάντες ξυνεταράχθησαν οἷς ἐχρῶντο πρότερον περὶ τὰς
ταφάς, ἔθαπτον δὲ ὡς ἕκαστος ἐδύνατο. καὶ πολλοὶ ἐς
ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο σπάνει τῶν ἐπιτηδείων διὰ
τὸ συχνοὺς ἤδη προτεθνάναι σφίσιν· ἐπὶ πυρὰς γὰρ ἀλλο-
τρίας φθάσαντες τοὺς νήσαντας οἱ μὲν ἐπιθέντες τὸν ἑαυτῶν
νεκρὸν ὑφῆπτον, οἱ δὲ καιομένου ἄλλου ἐπιβαλόντες ἄνωθεν
ὃν φέροιεν ἀπῇσαν.
[2.53.1] Πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας
τὸ νόσημα. ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο
μὴ καθ’ ἡδονὴν ποιεῖν, ἀγχίστροφον τὴν μεταβολὴν ὁρῶντες
τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν
πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ τἀκείνων ἐχόντων. [2.53.2] ὥστε
ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῖσθαι,
ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι.
[2.53.3] καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς πρό-
θυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ’ αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρή-
σεται· ὅτι δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον,
τοῦτο καὶ καλὸν καὶ χρήσιμον κατέστη. [2.53.4] θεῶν δὲ φόβος ἢ
ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε, τὸ μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ
καὶ σέβειν καὶ μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους,
τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέ-
σθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ μείζω τὴν
ἤδη κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν
εἰκὸς εἶναι τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι.
[2.54.1] Τοιούτῳ μὲν πάθει οἱ Ἀθηναῖοι περιπεσόντες ἐπιέζοντο,
ἀνθρώπων τ’ ἔνδον θνῃσκόντων καὶ γῆς ἔξω δῃουμένης. [2.54.2] ἐν
δὲ τῷ κακῷ οἷα εἰκὸς ἀνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦ ἔπους,
φάσκοντες οἱ πρεσβύτεροι πάλαι ᾄδεσθαι «ἥξει Δωριακὸς
πόλεμος καὶ λοιμὸς ἅμ’ αὐτῷ.» [2.54.3] ἐγένετο μὲν οὖν ἔρις τοῖς
ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἐν τῷ ἔπει ὑπὸ τῶν παλαιῶν,
ἀλλὰ λιμόν, ἐνίκησε δὲ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰκότως λοιμὸν
εἰρῆσθαι· οἱ γὰρ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην
ἐποιοῦντο. ἢν δέ γε οἶμαί ποτε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ
Δωρικὸς τοῦδε ὕστερος καὶ ξυμβῇ γενέσθαι λιμόν, κατὰ τὸ
εἰκὸς οὕτως ᾄσονται. [2.54.4] μνήμη δὲ ἐγένετο καὶ τοῦ Λακεδαι-
μονίων χρηστηρίου τοῖς εἰδόσιν, ὅτε ἐπερωτῶσιν αὐτοῖς τὸν
θεὸν εἰ χρὴ πολεμεῖν ἀνεῖλε κατὰ κράτος πολεμοῦσι νίκην
ἔσεσθαι, καὶ αὐτὸς ἔφη ξυλλήψεσθαι. [2.54.5] περὶ μὲν οὖν τοῦ
χρηστηρίου τὰ γιγνόμενα ᾔκαζον ὁμοῖα εἶναι· ἐσβεβληκότων
δὲ τῶν Πελοποννησίων ἡ νόσος ἤρξατο εὐθύς, καὶ ἐς μὲν
Πελοπόννησον οὐκ ἐσῆλθεν, ὅτι καὶ ἄξιον εἰπεῖν, ἐπενεί-
ματο δὲ Ἀθήνας μὲν μάλιστα, ἔπειτα δὲ καὶ τῶν ἄλλων
χωρίων τὰ πολυανθρωπότατα. ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον
γενόμενα.
[2.52.1] Ἐπίεσε δ’ αὐτοὺς μᾶλλον πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνῳ καὶ
ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ, καὶ οὐχ ἧσσον τοὺς
ἐπελθόντας. [2.52.2] οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ’ ἐν καλύβαις
πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων ὁ φθόρος ἐγίγνετο οὐδενὶ
κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ νεκροὶ ἐπ’ ἀλλήλοις ἀποθνῄσκοντες ἔκειντο
καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο καὶ περὶ τὰς κρήνας ἁπάσας
ἡμιθνῆτες τοῦ ὕδατος ἐπιθυμίᾳ. [2.52.3] τά τε ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήνηντο
νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· ὑπερβιαζομένου
γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται, ἐς
ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως. [2.52.4] νόμοι
τε πάντες ξυνεταράχθησαν οἷς ἐχρῶντο πρότερον περὶ τὰς
ταφάς, ἔθαπτον δὲ ὡς ἕκαστος ἐδύνατο. καὶ πολλοὶ ἐς
ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο σπάνει τῶν ἐπιτηδείων διὰ
τὸ συχνοὺς ἤδη προτεθνάναι σφίσιν· ἐπὶ πυρὰς γὰρ ἀλλο-
τρίας φθάσαντες τοὺς νήσαντας οἱ μὲν ἐπιθέντες τὸν ἑαυτῶν
νεκρὸν ὑφῆπτον, οἱ δὲ καιομένου ἄλλου ἐπιβαλόντες ἄνωθεν
ὃν φέροιεν ἀπῇσαν.
[2.53.1] Πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας
τὸ νόσημα. ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο
μὴ καθ’ ἡδονὴν ποιεῖν, ἀγχίστροφον τὴν μεταβολὴν ὁρῶντες
τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν
πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ τἀκείνων ἐχόντων. [2.53.2] ὥστε
ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῖσθαι,
ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως ἡγούμενοι.
[2.53.3] καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς πρό-
θυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ’ αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρή-
σεται· ὅτι δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον,
τοῦτο καὶ καλὸν καὶ χρήσιμον κατέστη. [2.53.4] θεῶν δὲ φόβος ἢ
ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε, τὸ μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ
καὶ σέβειν καὶ μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους,
τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέ-
σθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ μείζω τὴν
ἤδη κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν
εἰκὸς εἶναι τοῦ βίου τι ἀπολαῦσαι.
[2.54.1] Τοιούτῳ μὲν πάθει οἱ Ἀθηναῖοι περιπεσόντες ἐπιέζοντο,
ἀνθρώπων τ’ ἔνδον θνῃσκόντων καὶ γῆς ἔξω δῃουμένης. [2.54.2] ἐν
δὲ τῷ κακῷ οἷα εἰκὸς ἀνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦ ἔπους,
φάσκοντες οἱ πρεσβύτεροι πάλαι ᾄδεσθαι «ἥξει Δωριακὸς
πόλεμος καὶ λοιμὸς ἅμ’ αὐτῷ.» [2.54.3] ἐγένετο μὲν οὖν ἔρις τοῖς
ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἐν τῷ ἔπει ὑπὸ τῶν παλαιῶν,
ἀλλὰ λιμόν, ἐνίκησε δὲ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰκότως λοιμὸν
εἰρῆσθαι· οἱ γὰρ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην
ἐποιοῦντο. ἢν δέ γε οἶμαί ποτε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ
Δωρικὸς τοῦδε ὕστερος καὶ ξυμβῇ γενέσθαι λιμόν, κατὰ τὸ
εἰκὸς οὕτως ᾄσονται. [2.54.4] μνήμη δὲ ἐγένετο καὶ τοῦ Λακεδαι-
μονίων χρηστηρίου τοῖς εἰδόσιν, ὅτε ἐπερωτῶσιν αὐτοῖς τὸν
θεὸν εἰ χρὴ πολεμεῖν ἀνεῖλε κατὰ κράτος πολεμοῦσι νίκην
ἔσεσθαι, καὶ αὐτὸς ἔφη ξυλλήψεσθαι. [2.54.5] περὶ μὲν οὖν τοῦ
χρηστηρίου τὰ γιγνόμενα ᾔκαζον ὁμοῖα εἶναι· ἐσβεβληκότων
δὲ τῶν Πελοποννησίων ἡ νόσος ἤρξατο εὐθύς, καὶ ἐς μὲν
Πελοπόννησον οὐκ ἐσῆλθεν, ὅτι καὶ ἄξιον εἰπεῖν, ἐπενεί-
ματο δὲ Ἀθήνας μὲν μάλιστα, ἔπειτα δὲ καὶ τῶν ἄλλων
χωρίων τὰ πολυανθρωπότατα. ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον
γενόμενα.
***
[2.52.1] Κοντά στα βάσανα της στιγμής τους τυραννούσε και η συγκέντρωση των κατοίκων από την εξοχή στην πολιτεία κ' υπόφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. [2.52.2] Γιατί επειδή δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια, παρά έμεναν σε πνιγηρές παράγκες και ήταν κι όλας καλοκαίρι, πέθαιναν χωρίς να μπορούν να τηρηθούν οι ευπρέπειες, αλλά και πεθαίνοντας έπεφταν οι νεκροί απάνω στα πτώματα, κι άλλοι ψυχομαχούσαν τριγυρίζοντας μέσα στους δρόμους, κι από την ακράτητη δίψα τους μαζεύονταν μισοπεθαμένοι γύρω σ' όλες τις βρύσες. [2.52.3] Και οι ναοί όπου είχαν κατασκηνώσει ήταν γεμάτοι νεκρούς που είχαν ξεψυχήσει εκεί μέσα γιατί όταν παράγινε το κακό, μην ξέροντας πια τι θ' απογίνουν, οι άνθρωποι το γύρισαν στην αψηφισιά για τα θεία και τις θρησκευτικές απαγορεύσεις· [2.52.4] κι όλες οι κανονικές τελετές, που συνειθίζονταν άλλοτε στις κηδείες, έγιναν άνω–κάτω, και τους έθαβαν όπως μπορούσε ο καθένας. Και πολλοί κατάντησαν να κηδεύουν τους δικούς τους χωρίς καμιά ντροπή, γιατί τους έλειπαν τα χρειαζούμενα, αφού τους είχαν κι όλας πεθάνει τόσοι συγγενείς· άλλοι προλάβαιναν ξένους που σώριαζαν ξύλα για να κάψουν το νεκρό τους, κ' έβαζαν απάνω το δικό τους, κι άναβαν τη φωτιά από κάτω, άλλοι, ενώ καιγόταν κι όλας ξένος νεκρός έριχναν από πάνω το δικό τους και το 'βαζαν στα πόδια.
[2.53.1] Και σε άλλα πράματα έδωσε η αρρώστεια την κυριότερη πρώτη αφορμή για παρανομίες· γιατί τολμούσε κανείς πιο εύκολα εκείνα που προτήτερα κρυβόταν να κάνει φανερά για το κέφι του, ή δεν τα 'κανε διόλου, βλέποντας πως γύριζε η τύχη γρήγορα· αφού οι πριν ευτυχισμένοι πέθαιναν ξαφνικά, κι όσοι άλλοτε δεν είχαν τίποτα, κληρονομούσαν ευθύς τις περιουσίες τους. [2.53.2] Κ' έτσι ζητούσαν να βρουν και να χαρούνε γρήγορα ό,τι τους ευχαριστούσε, και πίστευαν πως τόσο η ζωή όσο κ' οι περιουσίες είναι περαστικά πράματα. [2.53.3] Και κανένας πια δεν είχε όρεξη να κοπιάσει από τα πριν για κάτι που του είχε φανεί ωραίο, νομίζοντας πως ήταν πολύ αβέβαιο αν δε θα πέθαινε πριν το φτάσει· αλλά η ευχαρίστηση της στιγμής και το κέρδος με οποιοδήποτε μέσον για να την απολάψουν αμέσως, αυτό κατάντησε να θεωρείται και ωφέλιμο και σωστό. [2.53.4] Και κανένας φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων δεν τους συγκρατούσε πια, γιατί έκριναν πως το ίδιο κάνει είτε σέβονται τα θεία είτε όχι, βλέποντας πως χάνονταν όλοι το ίδιο· κι όσο για τα εγκλήματα, δεν περίμεναν πως θα ζήσουν ώσπου να γίνει η δίκη και να τα πληρώσουν με την τιμωρία που θα τους έβαζαν, πιστεύοντας πως πολύ μεγαλύτερη ήταν η καταδίκη που είχε ψηφιστεί ενάντιά τους και κρεμόταν τώρα πάνωθέ τους, που πριν πέσει επάνω τους, τους φαινότανε φυσικό να χαρούν και κάτι απ' τη ζωή.
[2.54.1] Έχοντας λοιπόν καταντήσει σε τέτοια παθήματα, τυραγνιούνταν οι Αθηναίοι, γιατί πέθαιναν οι άνθρωποι μέσα στην πολιτεία και ρημαζόταν η γης τους απ' έξω. [2.54.2] Και μέσα στα βάσανά τους, όπως ήταν επόμενο, θυμήθηκαν και τούτο το στιχάκι, που έλεγαν οι γεροντότεροι πως το τραγουδούσαν άλλοτε: «Πόλεμος θά 'ρθει Δωρικός, και μαζί μ' αυτόν λιμός». [2.54.3] Και πολλές συζητήσεις άναβαν κι άλλοι υποστήριζαν πως δεν έλεγε ο στίχος λοιμό, επιδημία, αλλά λιμό, πείνα, υπερίσχυσε όμως η γνώμη, όπως ήταν φυσικό, απ' ό,τι δοκίμαζαν τότε, πως η λέξη ήταν λοιμός· γιατί οι άνθρωποι θυμούνταν ανάλογα μ' αυτά που τους τύχαιναν. Μου φαίνεται δηλαδή πως αν καμιά φορά έρθει άλλος Δωρικός πόλεμος ύστερ' από τούτον και τύχει να πέσει πείνα, θα τον τραγουδήσουνε με το «λιμός», όπως θα τους φαίνεται πως ταιριάζει. [2.54.4] Θυμήθηκαν τότε όσοι τον ήξεραν και το χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους, όταν ρώτησαν το θεό αν πρέπει να πολεμήσουν, και τους προφήτεψε πως αν πολεμήσουνε μ' όλη τους τη δύναμη, θα βάλει, είπε, κι αυτός το χέρι του. [2.54.5] Συμπέραιναν λοιπόν πως όσα γίνονταν έμοιαζαν με τα λόγια του χρησμού· η αρρώστεια έπεσε μόλις είχαν εισβάλει οι Πελοποννήσιοι. Στην Πελοπόννησο όμως δεν έπεσε, εξόν από ελάχιστες περιπτώσεις, που δεν αξίζει τον κόπο να τις αναφέρει κανείς, αλλά ήταν βαρειά στην Αθήνα, το περισσότερο κ' ύστερα και σ' άλλα μέρη με σχετικά πυκνότερο πληθυσμό. Αυτά λοιπόν ήταν όσα έγιναν με την αρρώστεια.
[2.52.1] Κοντά στα βάσανα της στιγμής τους τυραννούσε και η συγκέντρωση των κατοίκων από την εξοχή στην πολιτεία κ' υπόφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. [2.52.2] Γιατί επειδή δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια, παρά έμεναν σε πνιγηρές παράγκες και ήταν κι όλας καλοκαίρι, πέθαιναν χωρίς να μπορούν να τηρηθούν οι ευπρέπειες, αλλά και πεθαίνοντας έπεφταν οι νεκροί απάνω στα πτώματα, κι άλλοι ψυχομαχούσαν τριγυρίζοντας μέσα στους δρόμους, κι από την ακράτητη δίψα τους μαζεύονταν μισοπεθαμένοι γύρω σ' όλες τις βρύσες. [2.52.3] Και οι ναοί όπου είχαν κατασκηνώσει ήταν γεμάτοι νεκρούς που είχαν ξεψυχήσει εκεί μέσα γιατί όταν παράγινε το κακό, μην ξέροντας πια τι θ' απογίνουν, οι άνθρωποι το γύρισαν στην αψηφισιά για τα θεία και τις θρησκευτικές απαγορεύσεις· [2.52.4] κι όλες οι κανονικές τελετές, που συνειθίζονταν άλλοτε στις κηδείες, έγιναν άνω–κάτω, και τους έθαβαν όπως μπορούσε ο καθένας. Και πολλοί κατάντησαν να κηδεύουν τους δικούς τους χωρίς καμιά ντροπή, γιατί τους έλειπαν τα χρειαζούμενα, αφού τους είχαν κι όλας πεθάνει τόσοι συγγενείς· άλλοι προλάβαιναν ξένους που σώριαζαν ξύλα για να κάψουν το νεκρό τους, κ' έβαζαν απάνω το δικό τους, κι άναβαν τη φωτιά από κάτω, άλλοι, ενώ καιγόταν κι όλας ξένος νεκρός έριχναν από πάνω το δικό τους και το 'βαζαν στα πόδια.
[2.53.1] Και σε άλλα πράματα έδωσε η αρρώστεια την κυριότερη πρώτη αφορμή για παρανομίες· γιατί τολμούσε κανείς πιο εύκολα εκείνα που προτήτερα κρυβόταν να κάνει φανερά για το κέφι του, ή δεν τα 'κανε διόλου, βλέποντας πως γύριζε η τύχη γρήγορα· αφού οι πριν ευτυχισμένοι πέθαιναν ξαφνικά, κι όσοι άλλοτε δεν είχαν τίποτα, κληρονομούσαν ευθύς τις περιουσίες τους. [2.53.2] Κ' έτσι ζητούσαν να βρουν και να χαρούνε γρήγορα ό,τι τους ευχαριστούσε, και πίστευαν πως τόσο η ζωή όσο κ' οι περιουσίες είναι περαστικά πράματα. [2.53.3] Και κανένας πια δεν είχε όρεξη να κοπιάσει από τα πριν για κάτι που του είχε φανεί ωραίο, νομίζοντας πως ήταν πολύ αβέβαιο αν δε θα πέθαινε πριν το φτάσει· αλλά η ευχαρίστηση της στιγμής και το κέρδος με οποιοδήποτε μέσον για να την απολάψουν αμέσως, αυτό κατάντησε να θεωρείται και ωφέλιμο και σωστό. [2.53.4] Και κανένας φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων δεν τους συγκρατούσε πια, γιατί έκριναν πως το ίδιο κάνει είτε σέβονται τα θεία είτε όχι, βλέποντας πως χάνονταν όλοι το ίδιο· κι όσο για τα εγκλήματα, δεν περίμεναν πως θα ζήσουν ώσπου να γίνει η δίκη και να τα πληρώσουν με την τιμωρία που θα τους έβαζαν, πιστεύοντας πως πολύ μεγαλύτερη ήταν η καταδίκη που είχε ψηφιστεί ενάντιά τους και κρεμόταν τώρα πάνωθέ τους, που πριν πέσει επάνω τους, τους φαινότανε φυσικό να χαρούν και κάτι απ' τη ζωή.
[2.54.1] Έχοντας λοιπόν καταντήσει σε τέτοια παθήματα, τυραγνιούνταν οι Αθηναίοι, γιατί πέθαιναν οι άνθρωποι μέσα στην πολιτεία και ρημαζόταν η γης τους απ' έξω. [2.54.2] Και μέσα στα βάσανά τους, όπως ήταν επόμενο, θυμήθηκαν και τούτο το στιχάκι, που έλεγαν οι γεροντότεροι πως το τραγουδούσαν άλλοτε: «Πόλεμος θά 'ρθει Δωρικός, και μαζί μ' αυτόν λιμός». [2.54.3] Και πολλές συζητήσεις άναβαν κι άλλοι υποστήριζαν πως δεν έλεγε ο στίχος λοιμό, επιδημία, αλλά λιμό, πείνα, υπερίσχυσε όμως η γνώμη, όπως ήταν φυσικό, απ' ό,τι δοκίμαζαν τότε, πως η λέξη ήταν λοιμός· γιατί οι άνθρωποι θυμούνταν ανάλογα μ' αυτά που τους τύχαιναν. Μου φαίνεται δηλαδή πως αν καμιά φορά έρθει άλλος Δωρικός πόλεμος ύστερ' από τούτον και τύχει να πέσει πείνα, θα τον τραγουδήσουνε με το «λιμός», όπως θα τους φαίνεται πως ταιριάζει. [2.54.4] Θυμήθηκαν τότε όσοι τον ήξεραν και το χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους, όταν ρώτησαν το θεό αν πρέπει να πολεμήσουν, και τους προφήτεψε πως αν πολεμήσουνε μ' όλη τους τη δύναμη, θα βάλει, είπε, κι αυτός το χέρι του. [2.54.5] Συμπέραιναν λοιπόν πως όσα γίνονταν έμοιαζαν με τα λόγια του χρησμού· η αρρώστεια έπεσε μόλις είχαν εισβάλει οι Πελοποννήσιοι. Στην Πελοπόννησο όμως δεν έπεσε, εξόν από ελάχιστες περιπτώσεις, που δεν αξίζει τον κόπο να τις αναφέρει κανείς, αλλά ήταν βαρειά στην Αθήνα, το περισσότερο κ' ύστερα και σ' άλλα μέρη με σχετικά πυκνότερο πληθυσμό. Αυτά λοιπόν ήταν όσα έγιναν με την αρρώστεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου