Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΥΠΕΡ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΔΗΜ 18.1–7

Προοίμιον: έκκληση για την εύνοια και αμερόληπτη κρίση των δικαστών
Δύο χρόνια περίπου μετά τη μάχη στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) ο ομοϊδεάτης και φίλος του Δημοσθένη, ο Κτησιφώντας, πρότεινε να στεφανωθεί ο ρήτορας με χρυσό στεφάνι για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Ο πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη, ο Αισχίνης, υπέβαλε ένσταση κατά του ψηφίσματος του Κτησιφώντα (βλ. ΑΙΣΧΙΝ 3.9–12), αλλά για διάφορους λόγους αυτή συζητήθηκε μόλις το 330 π.Χ.


[1] Πρῶτον μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῖς θεοῖς εὔχομαι
πᾶσι καὶ πάσαις, ὅσην εὔνοιαν ἔχων ἐγὼ διατελῶ τῇ τε πόλει
καὶ πᾶσιν ὑμῖν, τοσαύτην ὑπάρξαι μοι παρ’ ὑμῶν εἰς τουτονὶ
τὸν ἀγῶνα, ἔπειθ’ ὅπερ ἐστὶ μάλισθ’ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ τῆς ὑμετέ-
ρας εὐσεβείας τε καὶ δόξης, τοῦτο παραστῆσαι τοὺς θεοὺς
ὑμῖν, μὴ τὸν ἀντίδικον σύμβουλον ποιήσασθαι περὶ τοῦ πῶς
ἀκούειν ὑμᾶς ἐμοῦ δεῖ (σχέτλιον γὰρ ἂν εἴη τοῦτό γε), [2] ἀλλὰ
τοὺς νόμους καὶ τὸν ὅρκον, ἐν ᾧ πρὸς ἅπασι τοῖς ἄλλοις
δικαίοις καὶ τοῦτο γέγραπται, τὸ ὁμοίως ἀμφοῖν ἀκροά-
σασθαι. τοῦτο δ’ ἐστὶν οὐ μόνον τὸ μὴ προκατεγνωκέναι
μηδέν, οὐδὲ τὸ τὴν εὔνοιαν ἴσην ἀποδοῦναι, ἀλλὰ τὸ καὶ τῇ
τάξει καὶ τῇ ἀπολογίᾳ, ὡς βεβούληται καὶ προῄρηται τῶν
ἀγωνιζομένων ἕκαστος, οὕτως ἐᾶσαι χρήσασθαι.

[3] Πολλὰ μὲν οὖν ἔγωγ’ ἐλαττοῦμαι κατὰ τουτονὶ τὸν ἀγῶν’
Αἰσχίνου, δύο δ’, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ μεγάλα, ἓν μὲν
ὅτι οὐ περὶ τῶν ἴσων ἀγωνίζομαι· οὐ γάρ ἐστιν ἴσον νῦν
ἐμοὶ τῆς παρ’ ὑμῶν εὐνοίας διαμαρτεῖν καὶ τούτῳ μὴ ἑλεῖν
τὴν γραφήν, ἀλλ’ ἐμοὶ μὲν ―οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν
οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ’ ἐκ περιουσίας μου
κατηγορεῖ. ἕτερον δ’, ὃ φύσει πᾶσιν ἀνθρώποις ὑπάρχει,
τῶν μὲν λοιδοριῶν καὶ τῶν κατηγοριῶν ἀκούειν ἡδέως, τοῖς
ἐπαινοῦσι δ’ αὑτοὺς ἄχθεσθαι· [4] τούτων τοίνυν ὃ μέν ἐστι
πρὸς ἡδονήν, τούτῳ δέδοται, ὃ δὲ πᾶσιν ὡς ἔπος εἰπεῖν
ἐνοχλεῖ, λοιπὸν ἐμοί. κἂν μὲν εὐλαβούμενος τοῦτο μὴ
λέγω τὰ πεπραγμέν’ ἐμαυτῷ, οὐκ ἔχειν ἀπολύσασθαι τὰ
κατηγορημένα δόξω, οὐδ’ ἐφ’ οἷς ἀξιῶ τιμᾶσθαι δεικνύναι·
ἐὰν δ’ ἐφ’ ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι βαδίζω, πολ-
λάκις λέγειν ἀναγκασθήσομαι περὶ ἐμαυτοῦ. πειράσομαι
μὲν οὖν ὡς μετριώτατα τοῦτο ποιεῖν· ὅ τι δ’ ἂν τὸ πρᾶγμα
αὔτ’ ἀναγκάζῃ, τούτου τὴν αἰτίαν οὗτός ἐστι δίκαιος ἔχειν
ὁ τοιοῦτον ἀγῶν’ ἐνστησάμενος.

[5] Οἶμαι δ’ ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πάντας ἂν ὁμολο-
γῆσαι κοινὸν εἶναι τουτονὶ τὸν ἀγῶν’ ἐμοὶ καὶ Κτησιφῶντι
καὶ οὐδὲν ἐλάττονος ἄξιον σπουδῆς ἐμοί· πάντων μὲν γὰρ
ἀποστερεῖσθαι λυπηρόν ἐστι καὶ χαλεπόν, ἄλλως τε κἂν
ὑπ’ ἐχθροῦ τῳ τοῦτο συμβαίνῃ, μάλιστα δὲ τῆς παρ’ ὑμῶν
εὐνοίας καὶ φιλανθρωπίας, ὅσῳπερ καὶ τὸ τυχεῖν τούτων
μέγιστόν ἐστιν. [6] περὶ τούτων δ’ ὄντος τουτουὶ τοῦ ἀγῶνος
ἀξιῶ καὶ δέομαι πάντων ὁμοίως ὑμῶν ἀκοῦσαί μου περὶ τῶν
κατηγορημένων ἀπολογουμένου δικαίως, ὥσπερ οἱ νόμοι
κελεύουσιν, οὓς ὁ τιθεὶς ἐξ ἀρχῆς Σόλων, εὔνους ὢν ὑμῖν
καὶ δημοτικός, οὐ μόνον τῷ γράψαι κυρίους ᾤετο δεῖν εἶναι,
ἀλλὰ καὶ τῷ τοὺς δικάζοντας ὀμωμοκέναι, οὐκ ἀπιστῶν ὑμῖν,
ὥς γ’ ἐμοὶ φαίνεται, [7] ἀλλ’ ὁρῶν ὅτι τὰς αἰτίας καὶ τὰς δια-
βολάς, αἷς ἐκ τοῦ πρότερος λέγειν ὁ διώκων ἰσχύει, οὐκ ἔνι
τῷ φεύγοντι παρελθεῖν, εἰ μὴ τῶν δικαζόντων ἕκαστος ὑμῶν
τὴν πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσέβειαν φυλάττων καὶ τὰ τοῦ λέ-
γοντος ὑστέρου δίκαια εὐνοϊκῶς προσδέξεται, καὶ παρασχὼν
αὑτὸν ἴσον καὶ κοινὸν ἀμφοτέροις ἀκροατὴν οὕτω τὴν διά-
γνωσιν ποιήσεται περὶ ἁπάντων.

***
[1] Πρώτον μεν, κύριοι δικασταί, εύχομαι εις όλους τους θεούς και εις όλας τα θεάς κατά τον σημερινόν δικαστικόν αγώνα, όπως όσην τρέφω ανέκαθεν ευμένειαν και διά την πόλιν και διά σας όλους, τόσην να εύρω εκ μέρους σας κατά την σημερινή δίκην. Έπειτα δε (παρακαλώ τους θεούς) να σας εμβάλουν την ιδέαν, πράγμα που άλλωστε είναι προς τιμήν σας και εξυπηρετικόν της ευσεβείας και της (δικαστικής) υπολήψεώς σας, να μη λάβετε υπ' όψιν τας συμβουλάς του αντιδίκου μου ως προς τον τρόπον κατά τον οποίον πρέπει να κάμω την απολογίαν (διότι τούτο θα ήτο σκληρόν), [2] αλλά να λάβετε υπ' όψιν σας το τι ορίζουν οι νόμοι και τι διαλαμβάνει ο (δικαστικός) όρκος, εις τον οποίον μαζί με όλας τας άλλας δικαίας διατάξεις του είναι γραμμένον και τούτο: ότι πρέπει να ακροάζεσθε και τους δύο διαδίκους κατά τον ίδιον τρόπον. Αυτή η διάταξις σημαίνει όχι μόνον ότι δεν πρέπει να μη καταδικάσετε κανένα προ της απολογίας του, ούτε πάλιν σημαίνει μόνον ότι πρέπει να δείξετε ίσην ευμένειαν προς αμφοτέρους τους δικαζομένους, αλλά σημαίνει ακόμη ότι πρέπει ν' αφήσετε ελεύθερον τον καθένα εκ των δικαζομένων να κανονίση την σειράν των επιχειρημάτων του και τον τρόπον της απολογίας του, όπως θέλει και όπως του αρέσει.

[3] Εις πολλά μεν σημεία ευρίσκομαι βεβαίως εις μειονεκτικήν θέσιν απέναντι του Αισχίνου κατά την παρούσαν δίκην. Δύο δε εκ τούτων, κύριοι δικασταί, είναι και τα σπουδαιότερα: Πρώτον μεν ότι δεν αγωνίζομαι δι' ίσα πράγματα με τον Αισχίνην· διότι το να χάσω εγώ την εύνοιάν σας, ο δε Αισχίνης να μη κερδίση την δίκην, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αλλ' εις εμέ μεν ― όχι δεν το λέγω, διότι δεν θέλω εις την αρχήν του λόγου μου να κακομελετήσω τίποτε διά τον εαυτόν μου, αυτός δε έχει πολλά πλεονεκτήματα απέναντί μου ως κατήγορος (αφού δεν διατρέχει κανένα κίνδυνον). Το άλλο δε σημείον (που καθιστά μειονεκτικήν την θέσιν μου απέναντι του Αισχίνου) είναι ότι από φυσικόν τους όλοι οι άνθρωποι ακούουν με ευχαρίστησιν μεν τας εναντίον των άλλων κακολογίας και κατηγορίας, δυσφορούν δε εναντίον εκείνων που επαινούν τον εαυτόν τους. [4] Εκείνο λοιπόν που προκαλεί ευχαρίστησιν εις τους ακροαζομένους, τούτο το έχει ο Αισχίνης, εκείνο δε που γενικώς ενοχλεί τον κόσμον μένει σε μένα.

Και εάν, διά να αποφύγω την ενόχλησίν σας συστελλόμενος, δεν ομιλήσω δι' εκείνα που έχω κάμει (υπέρ της πολιτείας), τότε θα φανώ πως δεν ημπορώ να αποδείξω ψευδείς τας εναντίον μου κατηγορίας, ούτε και ν' αποδείξω όλα εκείνα διά τα οποία θεωρώ τον εαυτόν μου άξιον τιμής. Εάν δε πάλιν προχωρώ εις την διήγησιν των ιδιωτικών και των πολιτικών μου πράξεων, τότε θ' αναγκασθώ πολλές φορές να ομιλώ διά τον εαυτόν μου. Θα προσπαθήσω βεβαίως (εάν αναγκασθώ να κάμω λόγον διά τον εαυτόν μου) να μην ειπώ παρά μόνον όσα χρειάζονται διά την απολογίαν μου. Εν πάση περιπτώσει όταν από την αδήριτον ανάγκην των πραγμάτων αναγκάζωμαι να περιαυτολογήσω, είναι δίκαιον αυτός (ο κύριος) να φέρη την ευθύνην, εφόσον αυτός επροκάλεσε την παρούσαν δίκην.

[5] Νομίζω δε, κύριοι δικασταί, ότι όλοι σας θα παραδεχθήτε, ότι ο σημερινός δικαστικός αγών είναι αγών κοινός δι' εμέ και τον Κτησιφώντα, και ότι καθόλου δεν έχει δευτερεύουσαν σημασίαν δι' εμέ· διότι είναι οχληρόν και αβάστακτον να τα χάση κανείς όλα και εις άλλας περιστάσεις και μάλιστα εάν το πάθη αυτό από κάποιον εχθρόν. Προ πάντων δε να χάση κανείς την ιδικήν σας ευμένειαν και καλωσύνην, όσον αντιθέτως μεγάλο πράγμα είναι να τα κερδίση κανείς και τα δύο.

[6] Επειδή δε περί τούτων διεξάγεται ο σημερινός δικαστικός αγών, νομίζω δίκαιον και σας ικετεύω όλους σας να με ακούσετε απολογούμενον κατά τας εναντίον μου κατηγορίας, με τρόπον νόμιμον καθώς ορίζουν οι νόμοι τους οποίους πρώτος εθέσπισεν ο Σόλων που σας αγαπούσε και ήτο φίλος του λαού, και διά τους οποίους ενόμιζε πως θα έχουν κύρος όχι μόνον εάν προταθούν εγγράφως (εις την λαϊκήν συνέλευσιν) αλλά και εάν οι δικασταί ορκισθούν εις αυτούς.

[7] Και αυτό όχι, καθώς τουλάχιστον εγώ φρονώ, διότι δεν είχεν εμπιστοσύνην εις σας, αλλά διότι έβλεπεν ότι ο κατηγορούμενος δεν δύναται να διαφύγη τας κατηγορίας και τας διαβολάς διά των οποίων ο κατήγορος υπερισχύει, ως ομιλών πρωτύτερα, εάν μη καθένας από σας φυλάττων τον προς τους θεούς οφειλόμενον σεβασμόν, δεχθή με ευμένειαν και τας δικαιολογίας τού μετά τον κατήγορον ομιλούντος κατηγορουμένου και έτσι αφού ακούση και τους δυο αντιδίκους με αμεροληψίαν και ισότητα εκδώση την απόφασίν του εφ' όλων των υπό την κρίσιν του ζητημάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου