Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

ΤΖΙΟΡΝΤΑΝΟ ΜΠΡΟΥΝΟ. Τον έκαψε ζωντανό η μαφία της θρησκείας της αγάπης

Φιλόθεος Τζιορντάνο Μπρούνο ο Νολανός (Philotheus Giordano Bruno Nolanus, Νόλα, 3 Φεβρουαρίου 1548 – Ρώμη, 17 Φεβρουαρίου 1600).
Πανθεϊστής – υλοζωϊστής φιλόσοφος και κοσμολόγος του 16ου αιώνα, μάρτυρας της ελευθερίας του πνεύματος.
Γεννήθηκε ως «Φίλιππος Μπρούνο» («Filippo Bruno») στην Νόλα (Nola) της Καμπανίας του τότε Βασιλείου της Νεάπολης, υιός του μισθοφόρου στρατιώτη Τζιοβάνι Μπρούνο και της Λίσσα Σαβολίνι. Σε ηλικία 11 ετών πήγε στην Νάπολη, όπου διδάχθηκε διαλεκτική και, έφηβος ακόμα, εισήλθε το έτος 1563 στο μοναστικό Τάγμα των Δομινικανών της μονής San Domenico Maggiore.
Το έτος 1572 χειροτονήθηκε κληρικός, αλλάζοντας μάλιστα το όνομά του από «Φίλιππος» σε «Ιορδάνης» («Giordano») προς τιμήν του πνευματικού του Τζιορντάνο Κρίσπο (Giordano Crispo), ωστόσο στα δέκα χρόνια που πέρασε στην μονή των δομινικανών, είχε μελετήσει συστηματικά αρκετά μη προσιτά στον απλό λαό βιβλία, κυρίως των αρχαίων φιλοσόφων, και στο τέλος είχε διαμορφώσει προσωπικές φιλοσοφικές και θεολογικές πεποιθήσεις αρκετά πέρα από τα όρια της χριστιανικής δογματικής: αντιλήφθηκε την Εκκλησία ως οργανωμένο μηχανισμό ελέγχου και καθοδήγησης των ανόητων και αμόρφωτων ανθρώπων, τον πραγματικό Θεό ως ενιαίο και ταυτόσημο με το σύμπαν και απέρριψε την δήθεν «θεϊκή φύση» και «ανάσταση» του ιδρυτή του Χριστιανισμού, όπως επίσης και την δήθεν «τριαδική» φύση και σαφώς εξωκόσμια θέση του Θεού των χριστιανών.
Αποτέλεσμα αυτών των πεποιθήσεών του ήταν να κατηγορηθεί το έτος 1576 ως αιρετικός. Για να γλιτώσει, ο Μπρούνο αποσχηματίστηκε και υποχρεώθηκε σε μία πολυετή περιπλάνηση σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.Έζησε κατά καιρούς σε διάφορες πόλεις, όπως λ.χ. την Φραγκφούρτη, την Πράγα, το Μαρβούργο, το Λονδίνο, την Οξφόρδη, την Τουλούζη, το Παρίσι, την Λυών, την Γενεύη, την Γένουα, κ.ά. διδάσκοντας κάποια ελάχιστα ανοικτά πνεύματα ότι ο Θεός δεν είναι παρά η δύναμη που συνέχει, διατηρεί και νοηματοδοτεί το σύμπαν (την «natura naturans») ως η εσωτερική και ενοποιός ουσία των πάντων στην «natura naturata», δηλαδή στον εκδηλωμένο κόσμο («ο Θεός είναι ένας κύκλος, του οποίου το κέντρο είναι παντού και η περιφέρειά του πουθενά»).

Έζησε στην Γενεύη μέχρι το φθινόπωρο του 1579, από όπου έφυγε αηδιασμένος από την μισαλλοδοξία των καλβινιστών προτεσταντών και κατέφυγε προσωρινά στην Λυών, στην οποία όμως δεν κατόρθωσε να βρει μία εργασία για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, με συνέπεια να προχωρήσει προς την Τουλούζη. Τόσο στην Τουλούζη όσο και αργότερα στην Οξφόρδη, δίδαξε στα εκεί «πανεπιστήμια», αλλά γρήγορα εκδιώχθηκε και από τα δύο εξαιτίας των ηλιοκεντρικών θέσεών του και της ανοικτής αντίθεσής του προς τον χυδαία παραποιημένο από τον Θωμά Ακινάτη «Αριστοτελισμό», τον οποίο η δυτική χριστιανοσύνη θεωρούσε ως μόνη επιτρεπτή φιλοσοφική αντίληψη.
Από την Τουλούζη πήγε το καλοκαίρι του 1581 στο Παρίσι, όπου παρέδιδε μαθήματα Μνημονικής, εξέδωσε διάφορες εργασίες επάνω στην συγκεκριμένη εσωτερική τέχνη («De umbris idearum» – «Οι σκιές των Ιδεών» 1582, «Ars Memoriae» – «Η Τέχνη της Μνήμης» 1582, «Cantus Circaeus» – «Το τραγούδι της Κίρκης» 1582), καθώς και μία κωμωδία του στην οποία προσπαθούσε να συνοψίσει τις φιλοσοφικές θέσεις του («Il Candelaio» – «Ο Δαδηφόρος» 1582) και επίσης, υπό την προστασία διαφόρων ισχυρών πατρώνων, έδωσε 30 περίπου διαλέξεις θεολογίας.
Τον Απρίλιο του 1583 έφυγε για το Λονδίνο, ως υπάλληλος του Γάλλου πρέσβη Michel de Castelnau, καλλιέργησε στενές σχέσεις με Άγγλους ποιητές και μυστικιστές και για ένα μικρό χρονικό διάστημα, από το καλοκαίρι του 1583 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1584, δίδαξε, όπως προείπαμε, στο «πανεπιστήμιο» της Οξφόρδης, ενώ μέσα στο 1584 εξέδωσε, με το πρόσθετο όνομα «Φιλόθεος» στην υπογραφή του για να δείχνει ότι ο υλοζωϊσμός του δεν ήταν αθεϊσμός, μερικά ακόμα έργα του («La Cena de le Ceneri», «De la Causa, Principio et Uno», «De l’Infinito Universo et Mondi», «Lo Spaccio de la Bestia Trionfante» και «De gl’ Heroici Furori»), κάποια από τα οποία προκάλεσαν νέες εναντίον του αντιδράσεις.
Τον Οκτώβριο του 1585, και ενώ είχε ήδη κριθεί ως ανεπιθύμητος από τους «πανεπιστημιακούς» της Οξφόρδης λόγω των αβεροϊκών απόψεών του για την σχέση Φιλοσοφίας – Θρησκείας (ότι δηλαδή η πρώτη αποτελεί μία «επιστήμη των εκλεκτών», που μπορούν να ξεχωρίζουν από τον αμαθή όχλο, ενώ η δεύτερη είναι εργαλείο ελέγχου των αμαθών ανθρώπων), η γαλλική πρεσβεία στο Λονδίνο δέχθηκε την επίθεση του όχλου και έκλεισε, με αποτέλεσμα ο Μπρούνο να υποχρεωθεί να γυρίσει στο Παρίσι, από το οποίο όμως έφυγε ξανά πριν το τέλος του 1585 με προορισμό το Μαρβούργο (Marburg) της Γερμανίας, εξαιτίας νέων χλευασμών και επιθέσεων (ακόμα και φυσικών) που δέχθηκε λόγω της κριτικής του στον χυδαία παραποιημένο από τον Θωμά Ακινάτη «Αριστοτελισμό» μέσα από το έργο του «Εκατόν είκοσι άρθρα για τη Φύση και τον κόσμο κατά των Περιπατητικών» («Centum et Viginti articuli de natura et mundo adversus Peripateticos»).
Καθώς δεν βρήκε τελικά καθηγητική θέση στο «πανεπιστήμιο» του Μαρβούργου, προχώρησε στην Βυττεμβέργη (Wittenberg), όπου δίδαξε για δύο περίπου έτη για την φιλοσοφία του Αριστοτέλους και όταν τελικά απέκτησε και εκεί φανατικούς εχθρούς, κατέληξε στην Πράγα και στο «πανεπιστήμιο» του Χέλμστετ (Helmstedt), από όπου βεβαίως υποχρεώθηκε για μία ακόμα φορά να φύγει, όταν οι λουθηρανοί προτεστάντες προχώρησαν τον Ιανουάριο του 1589 σε δημόσιο αφορισμό του. Κύρια αιτία του αφορισμού ήταν το γεγονός ότι πριν από λίγους μήνες είχε δημοσιεύσει το έργο του «Εκατόν εξήντα άρθρα» («Articuli centum et sexaginta», 1588), στο οποίο κτυπούσε όλο το θρησκευτικό και «επιστημονικό» πλαίσιο της εποχής του, κατήγγειλε την χριστιανική μισαλλοδοξία και ζητούσε ανοικτά την ελευθερία όλων των θρησκευτικών και φιλοσοφικών απόψεων.
Λίγο πριν φύγει από το Χέλμστετ, ο Μπρούνο συνέγραψε πάντως στην λατινική γλώσσα 3 φιλοσοφικά ποιήματά του, τα «De triplici minimo et mensura» («Περί του τρίπτυχου ελάχιστου και του μέτρου»), «De monade, numero et figura» («Περί της μονάδας, του αριθμού και του σχήματος»), «De immenso, innumerabilibus et infigurabilibus» («Περί του άμετρου, του αναρίθμητου και του άμορφου»), τα οποία εξέδωσε το 1591 στην Φρανκφούρτη, όπου για αρκετούς μήνες έδινε διαλέξεις για να εξασφαλίσει τα προς το ζήν.

BRUNO000ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟ
Επέστρεψε τελικά τον Αύγουστο του 1591 από την Γερμανία στην Ιταλία, έμεινε αρχικά στην Πάδουα και, καθώς απέτυχε να βρει μία έδρα στο εκεί «πανεπιστήμιο», εγκαταστάθηκε τελικά από τον Μάρτιο του 1592 στην πλούσια Βενετία μετά από πρόσκληση του ευγενούς Τζιοβάνι Μοσενίγκο (Giovanni Mocenigo) να του παραδώσει μαθήματα Μνημονικής. Στις 23 Μαϊου 1592 όμως, συνελήφθη και παραδόθηκε στην τοπική Ιερά Εξέταση, έπειτα από κατάδοση του ίδιου του Μοσενίγκο.
Ανακρίθηκε με βασανιστήρια και, καθώς οι θέσεις του για την απειροσύνη, ομογένεια και ισοτροπία του σύμπαντος, για την ύπαρξη πολλών κόσμων μέσα στο σύμπαν με Αιθέρα (ή «spiritus») να πληροί τα μεσοδιαστήματά τους, για την ανυπαρξία της χριστιανικής «Κόλασης», της «αμμώμου συλλήψεως» και της δήθεν «θεϊκής φύσης» του Ιησού τον οποίο, όπως και τον Μωϋσή, θεωρούσε κοινούς αλλά έμπειρους μάγους, κρίθηκαν «βλάσφημες» και «αιρετικές σε επικίνδυνο βαθμό», στάλθηκε σιδηροδέσμιος στην Ρώμη στις 23 Φεβρουαρίου 1593. Εκεί έμεινε φυλακισμένος στον πύργο της Νόνα επί 7 χρόνια, βασανιζόμενος ξανά και ξανά για να αποκηρύξει τις «αιρετικές» φιλοσοφικές θέσεις του, πράγμα που δεν έπραξε, παρά τις ατελείωτες ανακρίσεις, βασανιστήρια, απειλές και εξευτελισμούς.
Τελικά στις 21 Δεκεμβρίου 1599 οδηγήθηκε να δικαστεί από 9 καρδινάλιους, 6 επίσκοπους και έναν λαϊκό, οι οποίοι στις 20 Ιανουαρίου ενισχύθηκαν από τον ίδιο τον πάπα Κλήμη τον Η (1592 – 1605), που ανέλαβε την προεδρία. Στις 8 Φεβρουαρίου 1600, αυτό το δικαστήριο τον καταδίκασε στο όνομα της Ιεράς Εξέτασης της Ρώμης να καεί ζωντανός. Αυτήν την φρικτή ποινή, τα εκκλησιαστικά τέρατα είχαν τον κυνισμό να την σερβίρουν ως… επιεική: «με τον επιεικέστερο τρόπο, χωρίς να χυθεί αίμα».
Στους ιεροεξεταστές που τον καταδίκασαν, ύψωσε ήρεμα για τελευταία φορά το πνευματικό μέγεθός του, με τα ακόλουθα λόγια που τους κατατρομοκράτησαν: «πιστεύω ότι ο φόβος που έχετε τώρα που με καταδικάζετε είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που έχω εγώ που τώρα καταδικάζομαι».
Οδηγήθηκε φιμωμένος στην πυρά στις 17 Φεβρουαρίου του 1600, στην πλατεία της Ανθαγοράς (Campo dei Fiori) της Ρώμης, όπου έγινε παρανάλωμα των φλογών μπροστά στο κακεντρεχές θρησκόληπτο πλήθος, αφού προηγουμένως είχε αποστρέψει το πρόσωπό του όταν ένας θεοκράτης του πρότεινε καταπρόσωπο τον εσταυρωμένο. Την ίδια ώρα, στην πλατεία του Αγίου Πέτρου καίγονταν όλα τα κείμενά του που είχαν πέσει στα χέρια των ιεροεξεταστών και τρία χρόνια αργότερα (1603) όλα τα εντοπισμένα έργα του μπήκαν επίσημα στον «Κατάλογο» των απαγορευμένων βιβλίων («Index Librorum Prohibitorum»).
ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ
Ο Μπρούνο, συνειδητός οπαδός της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας («προτιμώ έναν θαρραλέο θάνατο από μία δειλή ζωή», είχε γράψει), επηρέασε πολλά φωτεινά μυαλά των επόμενων αιώνων, ανάμεσα στους οποίους μπορούμε να ξεχωρίσουμε τους Βαρούχ Σπινόζα (1632 – 1677), Νεύτωνα (1643 – 1727), Λαίμπνιτς (1646 – 1716), Γκαίτε (1749 – 1832) και Σέλλινγκ (1775 – 1854).
Τριακόσια περίπου χρόνια μετά την μαρτυρική εξόντωσή του από τους χριστιανούς θεοκράτες, την «ημέρα του Αγίου Πνεύματος» των χριστιανών του έτους 1889, με το πνεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης να έχει πια απελευθερώσει τον νου των ανθρώπων, στήθηκε, παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας, από τον Δήμο Ρώμης στον τόπο του μαρτυρίου τού Μπρούνο ο χάλκινος ανδριάντας του (έργο του γλύπτη Ετόρε Φερράρι – Ettore Ferrari) που κοιτάζει προς την κατεύθυνση του Βατικανού, ως σύμβολο της αιώνιας μάχης της ελευθερίας της σκέψης ενάντια στον σκοταδισμό.
Ο ανδριάντας αυτός ήταν το αποτέλεσμα ενός τετραετούς αγώνα μίας διεθνούς Επιτροπής Μνήμης (που συγκροτήθηκε το 1885), στην οποία συμμετείχαν προσωπικότητες όπως ο Χαίκελ, ο Ουγκώ, ο Ίψεν, ο Σπένσερ, ο Ρενάν και ο Γκρεγκορόβιους

Τα εγκαίνια του χάλκινου ανδριάντα του Μπρούνο στον τόπο
του μαρτυρίου του (9 Ιουνίου 1889)

Οι χριστιανοί θεοκράτες καίνε τον Μπρούνο στην πυρά. Απόσπασμα από την ταινία «Giordano Bruno» του 1973, παραγωγής Τζουλιάνο Μοντάλντο με πρωταγωνιστή τον Ζαν Μαρία Βολοντέ.



Στόν Τζορντάνο Μπρούνο (jordano bruno)




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου