Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (3.253-3.328)

Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθέα πάντ᾽ ἀγορεύσω.
255 ἦ τοι μὲν τόδε καὐτὸς ὀΐεαι, ὥς κεν ἐτύχθη,
εἰ ζωόν γ᾽ Αἴγισθον ἐνὶ μεγάροισιν ἔτετμεν
Ἀτρεΐδης Τροίηθεν ἰών, ξανθὸς Μενέλαος·
τῶ κέ οἱ οὐδὲ θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν,
ἀλλ᾽ ἄρα τόν γε κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν
260 κείμενον ἐν πεδίῳ ἑκὰς ἄστεος, οὐδὲ κέ τίς μιν
κλαῦσεν Ἀχαιϊάδων· μάλα γὰρ μέγα μήσατο ἔργον.
ἡμεῖς μὲν γὰρ κεῖθι πολέας τελέοντες ἀέθλους
ἥμεθ᾽· ὁ δ᾽ εὔκηλος μυχῷ Ἄργεος ἱπποβότοιο
πόλλ᾽ Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον θέλγεσκεν ἔπεσσιν.
265 ἡ δ᾽ ἦ τοι τὸ πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικές,
δῖα Κλυταιμνήστρη· φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾽ ἀγαθῇσι.
πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ ἔην καὶ ἀοιδὸς ἀνήρ, ᾧ πόλλ᾽ ἐπέτελλεν
Ἀτρεΐδης Τροίηνδε κιὼν εἴρυσθαι ἄκοιτιν.
ἀλλ᾽ ὅτε δή μιν μοῖρα θεῶν ἐπέδησε δαμῆναι,
270 δὴ τότε τὸν μὲν ἀοιδὸν ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην
κάλλιπεν οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι,
τὴν δ᾽ ἐθέλων ἐθέλουσαν ἀνήγαγεν ὅνδε δόμονδε.
πολλὰ δὲ μηρία κῆε θεῶν ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,
πολλὰ δ᾽ ἀγάλματ᾽ ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε,
275 ἐκτελέσας μέγα ἔργον, ὃ οὔ ποτε ἔλπετο θυμῷ.
ἡμεῖς μὲν γὰρ ἅμα πλέομεν Τροίηθεν ἰόντες,
Ἀτρεΐδης καὶ ἐγώ, φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν·
ἀλλ᾽ ὅτε Σούνιον ἱρὸν ἀφικόμεθ᾽, ἄκρον Ἀθηνέων,
ἔνθα κυβερνήτην Μενελάου Φοῖβος Ἀπόλλων
280 οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνε,
πηδάλιον μετὰ χερσὶ θεούσης νηὸς ἔχοντα,
Φρόντιν Ὀνητορίδην, ὃς ἐκαίνυτο φῦλ᾽ ἀνθρώπων
νῆα κυβερνῆσαι, ὁπότε σπέρχοιεν ἄελλαι.
ὣς ὁ μὲν ἔνθα κατέσχετ᾽, ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο,
285 ὄφρ᾽ ἕταρον θάπτοι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσειεν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ κεῖνος ἰὼν ἐπὶ οἴνοπα πόντον
ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι Μαλειάων ὄρος αἰπὺ
ἷξε θέων, τότε δὴ στυγερὴν ὁδὸν εὐρύοπα Ζεὺς
ἐφράσατο, λιγέων δ᾽ ἀνέμων ἐπ᾽ ἀϋτμένα χεῦε
290 κύματά τε τροφόεντα πελώρια, ἶσα ὄρεσσιν.
ἔνθα διατμήξας τὰς μὲν Κρήτῃ ἐπέλασσεν,
ἧχι Κύδωνες ἔναιον Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα.
ἔστι δέ τις λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη
ἐσχατιῇ Γόρτυνος, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ,
295 ἔνθα Νότος μέγα κῦμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῖ,
ἐς Φαιστόν, μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ᾽ ἀποέργει.
αἱ μὲν ἄρ᾽ ἔνθ᾽ ἦλθον, σπουδῇ δ᾽ ἤλυξαν ὄλεθρον
ἄνδρες, ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν
κύματ᾽· ἀτὰρ τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους
300 Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ.
ὣς ὁ μὲν ἔνθα πολὺν βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων
ἠλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους·
τόφρα δὲ ταῦτ᾽ Αἴγισθος ἐμήσατο οἴκοθι λυγρά·
305 ἑπτάετες δ᾽ ἤνασσε πολυχρύσοιο Μυκήνης
κτείνας Ἀτρεΐδην, δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ᾽ αὐτῷ.
τῷ δέ οἱ ὀγδοάτῳ κακὸν ἤλυθε δῖος Ὀρέστης
ἂψ ἀπ᾽ Ἀθηνάων, κατὰ δ᾽ ἔκτανε πατροφονῆα,
Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα.
ἦ τοι ὁ τὸν κτείνας δαίνυ τάφον Ἀργείοισι
310 μητρός τε στυγερῆς καὶ ἀνάλκιδος Αἰγίσθοιο·
αὐτῆμαρ δέ οἱ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
πολλὰ κτήματ᾽ ἄγων, ὅσα οἱ νέες ἄχθος ἄειραν.
καὶ σύ, φίλος, μὴ δηθὰ δόμων ἄπο τῆλ᾽ ἀλάλησο,
κτήματά τε προλιπὼν ἄνδρας τ᾽ ἐν σοῖσι δόμοισιν
315 οὕτω ὑπερφιάλους, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι
κτήματα δασσάμενοι, σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς.
ἀλλ᾽ ἐς μὲν Μενέλαον ἐγὼ κέλομαι καὶ ἄνωγα
ἐλθεῖν· κεῖνος γὰρ νέον ἄλλοθεν εἰλήλουθεν,
ἐκ τῶν ἀνθρώπων, ὅθεν οὐκ ἔλποιτό γε θυμῷ
320 ἐλθέμεν, ὅν τινα πρῶτον ἀποσφήλωσιν ἄελλαι
ἐς πέλαγος μέγα τοῖον, ὅθεν τέ περ οὐδ᾽ οἰωνοὶ
αὐτόετες οἰχνεῦσιν, ἐπεὶ μέγα τε δεινόν τε.
ἀλλ᾽ ἴθι νῦν σὺν νηΐ τε σῇ καὶ σοῖς ἑτάροισιν·
εἰ δ᾽ ἐθέλεις πεζός, πάρα τοι δίφρος τε καὶ ἵπποι,
325 πὰρ δέ τοι υἷες ἐμοί, οἵ τοι πομπῆες ἔσονται
ἐς Λακεδαίμονα δῖαν, ὅθι ξανθὸς Μενέλαος.
λίσσεσθαι δέ μιν αὐτός, ἵνα νημερτὲς ἐνίσπῃ·
ψεῦδος δ᾽ οὐκ ἐρέει· μάλα γὰρ πεπνυμένος ἐστίν.»

***
Στον νέο τότε απάντησε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ:
«Παιδί μου, εγώ θα σου μιλήσω, ομολογώντας όλη την αλήθεια.
Καλά το υπέθεσες και μόνος σου τι θα συνέβαινε,
αν ζωντανό τον Αίγισθο μες στο παλάτι τον πετύχαινε,
από την Τροία γυρίζοντας, ο γιος του Ατρέα, ο ξανθός Μενέλαος.
Μήτε νεκρόν δεν θ᾽ άφηνε να τον σκεπάσουν με της γης το χώμα·
έξω απ᾽ την πόλη, απόμακρα, το πεταμένο σώμα του θα σπάραζαν
260 τα όρνια, τα σκυλιά, κι ούτε καμιά γυναίκα αργίτισσα
θα ᾽ταν εκεί για να τον κλάψει — με τέτοιο έγκλημα
που μέσα του μελέτησε μεγάλο.
Όταν εμείς στη μακρινή την Τροία παλεύαμε με τους πολλούς αγώνες
του πολέμου, ήσυχος κι ανενόχλητος αυτός, χωμένος στο ιππόβοτο Άργος,
ξελόγιαζε με τα πολλά του λόγια τη νόμιμη γυναίκα του Αγαμέμνονα.
Εκείνη στην αρχή δεν συναινούσε στο ατιμωτικό του έργο,
η θεία Κλυταιμνήστρα, γιατί είχε ακόμη αγαθό το φρόνημά της.
Ήταν στο πλάι της και κάποιος αοιδός, που, ξεκινώντας ο Ατρείδης
για την Τροία, πολλές φορές παράγγειλε να ᾽χει τον νου του
και τη γυναίκα του να συγκρατεί.
Αλλ᾽ όταν μοίρα του θεού την έδεσε άσχημα, ώσπου να τη δαμάσει,
270 τότε κι ο Αίγισθος ρίχνει τον αοιδό σε κάποιο ερημονήσι,
τον άφησε βορά και λεία των πουλιών,
και θέλοντας αυτός την πήγε εκείνη με τη θέλησή της σπίτι του.
Στο μεταξύ έκαιγε στους θεούς, πάνω στους ιερούς βωμούς, μεριά πολλά,
κρέμασε και πολλά αναθήματα, χρυσαφικά και υφάσματα,
για το μεγάλο του έργο, αυτό που ανέλπιστα έφερε σε πέρας.
Εμείς μαζί αρμενίζαμε, από την Τροία γυρίζοντας,
ο γιος του Ατρέα Μενέλαος κι εγώ, δεμένοι με αμοιβαία αγάπη.
Αλλ᾽ όταν πια κοντέψαμε στο Σούνιο, στον ιερό κάβο των Αθηνών,
τότε αναπάντεχα ο Φοίβος τον κυβερνήτη σκότωσε του Μενελάου,
280 ο Απόλλωνας, ρίχνοντας ανεπαίσθητα τα βέλη του, ενώ κρατούσε
εκείνος στα χέρια το πηδάλιο, κι έτρεχε ακόμη το καράβι —
Φρόντις το όνομά του, γιος του Ονήτορα, που άλλος κανείς στον κόσμο
δεν ήξερε καλύτερά του πώς να κυβερνά το πλοίο,
όταν ξεσπούσε μανιασμένη η θύελλα.
Έτσι, αναγκάστηκε ο Μενέλαος να σταματήσει εκεί, μόλο που βιάζονταν
τον δρόμο του να συνεχίσει· έπρεπε να τον θάψει,
να του προσφέρει του συντρόφου του νεκρώσιμες τιμές.
Αλλά κι αφού κατόπι ανοίχτηκε στο πέλαγο, που έχει το χρώμα του κρασιού,
και βρέθηκε, πλέοντας γοργά με βαθουλά καράβια, στο απόκρημνο όρος
του Μαλέα, ο Δίας τότε, που βροντοφωνεί, αποφασίζει
το ταξίδι του πικρό· έριξε πάνω του ανέμους που σφυρίζουν,
290 σήκωσε φουσκωμένα κύματα, πελώρια σαν βουνά.
Έτσι, τους έκοψε στα δυο, ρίχνοντας τα μισά καράβια στις ακτές της Κρήτης,
όπου και κατοικούν οι Κύδωνες, στις όχθες του Ιαρδάνου.
Είναι ένας βράχος λείος, που στέκει κατακόρυφος στη θάλασσα,
στα πέρατα της Γόρτυνας, στο θολωμένο πέλαγο·
εκεί στον κάβο αριστερά χτυπά ο νοτιάς κύμα μεγάλο,
στα μέρη της Φαιστού· αλλά, μικρός ο βράχος,
αντιστέκεται στο μέγα κύμα.
Εκεί όταν έφτασαν, μόλις που γλίτωσε το πλήρωμα τον όλεθρο·
τα πλοία όμως έγιναν συντρίμμια πάνω στα βράχια από τα κύματα.
Τ᾽ άλλα τους πέντε, καράβια με την πλώρη μελανή,
300 τα συμπαρέσυραν ο άνεμος και το νερό στην Αίγυπτο.
Όσο λοιπόν συνάθροιζε ο Μενέλαος μαλάματα πολλά και πλούτη,
με το καράβι του περιπλανώμενος σ᾽ αλλόγλωσσους ανθρώπους,
τόσον καιρό κι ο Αίγισθος παρανομίες έστηνε επιτόπου.
Επτά χρόνια ολόκληρα έμεινε στις πολύχρυσες Μυκήνες βασιλιάς,
μετά τον φόνο του Αγαμέμνονα, με τον λαό υποτακτικό του.
Αλλά πάνω στον όγδοο χρόνο τον βρήκε το κακό· ο θείος Ορέστης
επιστρέφει απ᾽ την Αθήνα και κατέσφαξε τον πατροκτόνο,
δολοπλόκο Αίγισθο, φονιά του τιμημένου του πατέρα.
Μετά τον φόνο, στους Αργείους παραθέτει το επικήδειο δείπνο
310 της μισητής του μάνας, του θρασύδειλου εραστή της·
και πάνω εκεί, την ίδια μέρα, γύρισε κι ο Μενέλαος,
γενναία φωνή, με θησαυρίσματα πολλά, όσα μπορούσαν
να σηκώσουν τα καράβια του.
Αλλά κι εσύ, καλέ μου φίλε, μην τριγυρίζεις για πολύ
μακριά απ᾽ το σπίτι σου, έκθετα αφήνοντας του παλατιού τα πλούτη
σε υπερφίαλους άντρες, μήπως τα φάνε και τα σπαταλήσουν όλα,
αφού τα μοιραστούνε μεταξύ τους, οπότε θα φανεί
μάταιος ο δικός σου δρόμος.
Ωστόσο, κι εγώ σε συμβουλεύω, λέω να πας
στου Μενελάου· γιατί ήλθε εκείνος τελευταίος απ᾽ αλλού,
απόμακρους λαούς, απ᾽ όπου κανείς δεν θα ᾽χε ελπίδα να γυρίσει,
320 αν πρώτα μάλιστα τον είχαν παρασύρει οι θύελλες
στο μέγα πέλαγος, τέτοιο που μήτε τα πουλιά δεν θα μπορούσαν
μέσα στον ίδιο χρόνο να περάσουν, γιατί είναι
απέραντο και φοβερό.
Λοιπόν, κίνησε τώρα με συντρόφους και καράβι·
αν όμως θες να πας πεζός, υπάρχει εδώ κι άμαξα κι άλογα,
υπάρχουν κι οι δικοί μου γιοι, να γίνουν προπομποί σου
στη θεία Λακεδαίμονα, όπου και μένει ο ξανθός Μενέλαος.
Εκεί τον ικετεύεις μόνος σου να σου μιλήσει την αλήθεια·
ψέματα δεν θα πει, είναι πολύ στοχαστικός.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου