Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (18.1-18.64)

Ραψωδία Σ' - Ὁπλοποιία


Ὣς οἱ μὲν μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο,
Ἀντίλοχος δ᾽ Ἀχιλῆϊ πόδας ταχὺς ἄγγελος ἦλθε.
τὸν δ᾽ εὗρε προπάροιθε νεῶν ὀρθοκραιράων
τὰ φρονέοντ᾽ ἀνὰ θυμὸν ἃ δὴ τετελεσμένα ἦεν·
5 ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«ὤ μοι ἐγώ, τί τ᾽ ἄρ᾽ αὖτε κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
νηυσὶν ἔπι κλονέονται ἀτυζόμενοι πεδίοιο;
μὴ δή μοι τελέσωσι θεοὶ κακὰ κήδεα θυμῷ,
ὥς ποτέ μοι μήτηρ διεπέφραδε, καί μοι ἔειπε
10 Μυρμιδόνων τὸν ἄριστον ἔτι ζώοντος ἐμεῖο
χερσὶν ὕπο Τρώων λείψειν φάος ἠελίοιο.
ἦ μάλα δὴ τέθνηκε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός,
σχέτλιος· ἦ τ᾽ ἐκέλευον ἀπωσάμενον δήϊον πῦρ
ἂψ ἐπὶ νῆας ἴμεν, μηδ᾽ Ἕκτορι ἶφι μάχεσθαι.»
15 Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
τόφρα οἱ ἐγγύθεν ἦλθεν ἀγαυοῦ Νέστορος υἱός,
δάκρυα θερμὰ χέων, φάτο δ᾽ ἀγγελίην ἀλεγεινήν·
«ὤ μοι, Πηλέος υἱὲ δαΐφρονος, ἦ μάλα λυγρῆς
πεύσεαι ἀγγελίης, ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι.
20 κεῖται Πάτροκλος, νέκυος δὲ δὴ ἀμφιμάχονται
γυμνοῦ· ἀτὰρ τά γε τεύχε᾽ ἔχει κορυθαίολος Ἕκτωρ.»
Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε μέλαινα·
ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἑλὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν
χεύατο κὰκ κεφαλῆς, χαρίεν δ᾽ ᾔσχυνε πρόσωπον·
25 νεκταρέῳ δὲ χιτῶνι μέλαιν᾽ ἀμφίζανε τέφρη.
αὐτὸς δ᾽ ἐν κονίῃσι μέγας μεγαλωστὶ τανυσθεὶς
κεῖτο, φίλῃσι δὲ χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων.
δμῳαὶ δ᾽ ἃς Ἀχιλεὺς ληΐσσατο Πάτροκλός τε
θυμὸν ἀκηχέμεναι μεγάλ᾽ ἴαχον, ἐκ δὲ θύραζε
30 ἔδραμον ἀμφ᾽ Ἀχιλῆα δαΐφρονα, χερσὶ δὲ πᾶσαι
στήθεα πεπλήγοντο, λύθεν δ᾽ ὑπὸ γυῖα ἑκάστης.
Ἀντίλοχος δ᾽ ἑτέρωθεν ὀδύρετο δάκρυα λείβων,
χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος· ὁ δ᾽ ἔστενε κυδάλιμον κῆρ·
δείδιε γὰρ μὴ λαιμὸν ἀπαμήσειε σιδήρῳ.
35 σμερδαλέον δ᾽ ᾤμωξεν· ἄκουσε δὲ πότνια μήτηρ
ἡμένη ἐν βένθεσσιν ἁλὸς παρὰ πατρὶ γέροντι,
κώκυσέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα· θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο,
πᾶσαι ὅσαι κατὰ βένθος ἁλὸς Νηρηΐδες ἦσαν.
ἔνθ᾽ ἄρ᾽ ἔην Γλαύκη τε Θάλειά τε Κυμοδόκη τε,
40 Νησαίη Σπειώ τε Θόη θ᾽ Ἁλίη τε βοῶπις,
Κυμοθόη τε καὶ Ἀκταίη καὶ Λιμνώρεια
καὶ Μελίτη καὶ Ἴαιρα καὶ Ἀμφιθόη καὶ Ἀγαύη,
Δωτώ τε Πρωτώ τε Φέρουσά τε Δυναμένη τε,
Δεξαμένη τε καὶ Ἀμφινόμη καὶ Καλλιάνειρα,
45 Δωρὶς καὶ Πανόπη καὶ ἀγακλειτὴ Γαλάτεια,
Νημερτής τε καὶ Ἀψευδὴς καὶ Καλλιάνασσα·
ἔνθα δ᾽ ἔην Κλυμένη Ἰάνειρά τε καὶ Ἰάνασσα,
Μαῖρα καὶ Ὠρείθυια ἐϋπλόκαμός τ᾽ Ἀμάθεια,
ἄλλαι θ᾽ αἳ κατὰ βένθος ἁλὸς Νηρηΐδες ἦσαν.
50 τῶν δὲ καὶ ἀργύφεον πλῆτο σπέος· αἱ δ᾽ ἅμα πᾶσαι
στήθεα πεπλήγοντο, Θέτις δ᾽ ἐξῆρχε γόοιο·
«κλῦτε, κασίγνηται Νηρηΐδες, ὄφρ᾽ ἐῢ πᾶσαι
εἴδετ᾽ ἀκούουσαι ὅσ᾽ ἐμῷ ἔνι κήδεα θυμῷ.
ὤ μοι ἐγὼ δειλή, ὤ μοι δυσαριστοτόκεια,
55 ἥ τ᾽ ἐπεὶ ἂρ τέκον υἱὸν ἀμύμονά τε κρατερόν τε,
ἔξοχον ἡρώων· ὁ δ᾽ ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος·
τὸν μὲν ἐγὼ θρέψασα, φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς,
νηυσὶν ἐπιπροέηκα κορωνίσιν Ἴλιον εἴσω
Τρωσὶ μαχησόμενον· τὸν δ᾽ οὐχ ὑποδέξομαι αὖτις
60 οἴκαδε νοστήσαντα δόμον Πηλήϊον εἴσω.
ὄφρα δέ μοι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο
ἄχνυται, οὐδέ τί οἱ δύναμαι χραισμῆσαι ἰοῦσα.
ἀλλ᾽ εἶμ᾽, ὄφρα ἴδωμι φίλον τέκος, ἠδ᾽ ἐπακούσω
ὅττι μιν ἵκετο πένθος ἀπὸ πτολέμοιο μένοντα.»

***
Ενώ εκείνοι εμάχονταν ακράτητοι σαν φλόγα
μηνυτής ήλθ᾽ ο Αντίλοχος στον θείον Αχιλλέα.
Τον ήβρ᾽ εκεί κατέμπροσθεν στα ορθόπρυμνα καράβια,
που ό,τι είχεν ήδη τελειωθεί στον νουν του μελετούσε
5 κι έλεγε με παράπονο στην ανδρικήν ψυχήν του:
«Οϊμένα, πώς οι Αχαιοί στην πεδιάδα πάλιν
κλονίζονται και την φυγήν επήραν προς τα πλοία,
φοβούμαι μην οι αθάνατοι μου κάμουν ν᾽ αληθεύσει
πόνος πικρός που κάποτε μου πρόλεγε η μητέρα,
10 πως ζώντας μου ο καλύτερος των Μυρμιδόνων άνδρας
από των Τρώων την ορμήν του ηλιού το φως θ΄ αφήσει.
Πέθανεν αχ! ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου,
κακός! και του παράγγελνα να γύρει ευθύς οπίσω,
άμα εμποδίσει τους εχθρούς να κάψουν τα καράβια
15 και του ανδροφόνου Έκτορος την λόγχην ν᾽ αποφύγει».
Μέσα εις αυτούς τους λογισμούς, εμπρός του εφανερώθη
ο Αντίλοχος και του ᾽λεγε με δάκρυα πυρωμένα:
«Μήνυμα, οϊμένα, θλιβερό θα μάθεις, Αχιλλέα,
ποτέ να μ᾽ είχεν ακουσθεί· κείται ο Μενοιτιάδης
20 ο Πάτροκλος, και πολεμούν εις το νεκρόν του σώμα
γυμνό, κι επήρε τ᾽ άρματα ο λοφοσείστης Έκτωρ».
Εκείνον τότ᾽ εσκέπασε η σκοτεινιά του πόνου
και αθάλην πήρε κι έχυσε και με τα δυο του χέρια
στην κεφαλήν και ασχήμισε το πρόσωπο τ᾽ ωραίο.
25 Και η μαύρη στάκτη εκάθιζε στον άφθαρτον χιτώνα.
Κι εκείτονταν φαρδύς πλατύς στο χώμα ξαπλωμένος
και με τα χέρια ασχήμιζε ξεσπώντας τα μαλλιά του.
Και οι δούλες, που ήσαν λάφυρα αυτού και του Πατρόκλου,
με θλιβερό ξεφωνητό κει έξω επεταχθήκαν
30 και ολόγυρά του κλαίοντας ολιγοψυχισμένες
όλες εστηθοδέρνονταν· ο Αντίλοχος κι εκείνος
οδύρετο τα χέρια κρατώντας του Αχιλλέως
φοβούμενος με σίδερο μη κόψει τον λαιμόν του.
Καθώς εβαρυστέναζεν η ανδράγαθη ψυχή του
35 και εβογγούσε τρομερά τον άκουσε η μητέρα
στα βάθη όπ᾽ έστεκε σιμά στον γέρον της γονέα,
και πόνου έβγαλε βοήν κι ευθύς ήλθαν σιμά της
όσες οικούν στης θάλασσας τα βάθη Νηρηίδες
οι θεές όλες, Θάλεια, Ωρείθυια, Κυμοδόκη,
40 Νησαία, Γλαύκη, Ίαιρα, μεγαλομάτ᾽ Αλία,
Ακταία και Λιμνώρεια, Μελίτη, Κυμοθόη,
Πρωτώ και Θόη και Αγαυή, Δωρίς και Δυναμένη,
Κλυμένη, Καλλιάνειρα, Ιάνασσ΄, Αμφιθόη,
Φέρουσα, Καλλιάνασσα, Δωτώ και Αμφινόμη,
45 Αμάθεια καλοπλέξουδη, Σπειώ και Δεξαμένη
και Νημερτής και Αψευδής και Μαίρα και Πανόπη,
Γαλάτεια πολυένδοξη κι Ιάνειρα κι οι άλλες
όσες στα βάθη εβρίσκονταν ακόμη Νηρηίδες.
Ήλθαν και τ᾽ άντρο εγέμισε το αργυροφωτισμένο·
50 στηθοκοπιούνταν κι έκανεν αρχήν του θρήνου η Θέτις:
«Ω αδελφές μου, ακούσετε, καλές μου Νηρηίδες,
να μάθετε τες πίκριες που τρέφω στην ψυχήν μου.
Ω άμοιρη, ω κακότυχη γεννήτρα ενός ανδρείου·
υιόν γενναίον δυνατόν και των ηρώων πρώτον
55 εγέννησα, και, ωσάν φυτό που ανδρώνεται στον κήπον,
αφού τον γλυκοανάστησα, τον έστειλα εις την Τροίαν
μες στα κυρτά καράβια του εκεί να πολεμήσει·
αλλά δεν θέλει γύρει αυτός στα γονικά του πλέον
η αγκάλη μου να τον δεχθεί στο σπίτι του Πηλέως.
60 Και όσο μου ζει και του ηλιού το φως ακόμη βλέπει
θλίβεται και δεν δύναμαι να γίνω βοηθός του.
Τώρα σηκώνομαι να ιδώ το αγαπητό παιδί μου
να μάθω από το στόμα του ποια θλίψις τον εβρήκε
εκεί που από την ταραχήν απέχει του πολέμου».

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 7. Δώρο χριστουγεννιάτικο, ποίημα

7.1. Οι Έλληνες έβαλαν τους μύθους…


Όταν ο κόσμος μιλάει για τους μύθους και τη μυθολογία της αρχαιότητας, έχει στο μυαλό του κυρίως τους μύθους και τη μυθολογία της Ελλάδας. Στους Ελληνικούς μύθους πρωταγωνιστούν θεοί, ημίθεοι, ήρωες, φανταστικά πλάσματα και κοινοί άνθρωποι. 

Οι σχετικές ιστορίες άλλοτε μοιάζουν να είναι εντελώς φανταστικές και απομακρυσμένες από τις κοινές ανθρώπινες εμπειρίες, άλλοτε πάλι μπορεί να έχουν κάποια σχέση με ιστορικά γεγονότα, όπως, για παράδειγμα, ο μύθος του Τρωικού Πολέμου. Ωστόσο, αυτό που χαρακτηρίζει πάντα τους ελληνικούς μύθους (τουλάχιστον στις αφηγήσεις που μας άφησαν οι μεγάλοι ποιητές της ελληνικής αρχαιότητας, με πρώτο και σημαντικότερο τον Όμηρο) είναι η πλαστική σύλληψη και επεξεργασία των μορφών. 

Γι᾽ αυτό οι ελληνικοί μύθοι έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας όχι μόνο από τους τεχνίτες του λόγου αλλά και από τις εικαστικές τέχνες, κυρίως τη γλυπτική και τη ζωγραφική. Το σύνολο της λογοτεχνικής και εικαστικής μυθολογικής κληρονομιάς που μας άφησαν οι Έλληνες χαρακτηρίζεται από δημιουργική και ποικίλη φαντασία, από πλαστικότητα, από την υπερίσχυση του ανθρώπινου μέτρου και της ανθρώπινης μορφής ακόμη και σε ιστορίες που εμπλέκουν τερατόμορφα όντα ή υπερφυσικές δυνάμεις. Όταν ορισμένοι υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με τις μυθολογίες ορισμένων βόρειων λαών, η Ελληνική μυθολογία είναι «φωτεινή», έχουν σίγουρα κατά νου όλα ή ορισμένα από αυτά τα χαρακτηριστικά που μόλις αναφέραμε.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ

Πριν πολύ καιρό συζητούσαμε με ένα καλό φίλο, για την Φώτιση, την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΦΩΤΙΣΗ, την «Φώτιση» όπως την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι, μέσα από την διαίσθηση, την σκέψη, ή την παράδοση.

Αν και ξεκαθαρίσαμε ότι αυτό που ονομάζουν οι άνθρωποι Φώτιση είναι στην πραγματικότητα ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ από την «άγνοια», τέλειωμα της «άγνοιας», και των δραστηριοτήτων που παραποιούν την Πραγματικότητα – όπως η σκέψη – κι ότι σε Αυτή την Κατάσταση Υπάρχει Μόνον «Αντίληψη Χωρίς παρατηρητή», Αντίληψη Ενότητας όπου δεν υπάρχουν διαχωρισμοί, όπου δεν υπάρχει «απόσταση» ανάμεσα σε «κάποιον» που αντιλαμβάνεται και «αυτό» που αντιλαμβάνεται… και δεν υπάρχει κάποιο εγώ να έχει εμπειρία της Φώτισης… παρόλα αυτά με ρώτησε…

«Τέλος πάντων, έχει πραγματοποιηθεί σε «σένα» Αυτή η Αντίληψη; Υπάρχει Πραγματική Φώτιση; Απελευθέρωση από την άγνοια, Καθαρό Όραμα του Κόσμου, χωρίς διαχωρισμούς, «απόσταση» από τα πράγματα;»…

Αν και δεν υπήρχαν πια ερωτήματα, μήτε αναζήτηση κάποιας απάντησης, «θυμάμαι» που του απάντησα πολύ καθαρά, πολύ ήρεμα και με απόλυτη ειλικρίνεια…

«Όχι! Όχι!... έχω ακόμα την έγνοια των ανθρώπων… δεν ξέρω αν είναι αγάπη ή κάποιο είδος εγωισμού ακόμα… αλλά συμβαίνει»…
.
Αν ξανασυναντιόμασταν με αυτόν τον φίλο σήμερα, κι αν μου έκανε πάλι την ίδια ερώτηση, θα «απαντούσα» τελείως διαφορετικά.

«Ο Κόσμος Πορεύεται τον Δρόμο του, απλά Πορεύεται τον Δρόμο του, δεν υπάρχουν ούτε ευκολίες, ούτε δυσκολίες – αυτά είναι αντιλήψεις των ανθρώπων.

Όποιος Θέλει να Βρει την Αλήθεια (να Απελευθερωθεί από την άγνοια, να δει τον κόσμο όπως είναι… κι όχι μέσα από την σκέψη που παραποιεί… κι οδηγεί σε ψευδαισθήσεις), το Κάνει.

Όποιος Θέλει να παρασύρεται από το τραγούδι των ψευδαισθήσεων και να «αποκοιμίζεται» σε αυτές, το Κάνει.

Το Ξύπνημα στην Πραγματικότητα δεν είναι θέμα, ούτε προϋποθέσεων, ούτε χρόνου, ούτε προσπάθειας ή διαδικασίας, αλλά μόνον Απόφασης, να το Κάνουμε… το Κάνουμε».

Αυτός που δεν Αντιλαμβάνεται την ΖΩΗ ΠΟΥ ΡΕΕΙ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ και νομίζει ότι η Ζωή έχει σκοπούς, ευκολίες, δυσκολίες, «εξέλιξη», πρόοδο, σωτηρία… απλά τα «φαντάζεται».

Αυτός που νομίζει ότι ο κόσμος (οι άνθρωποι) χρειάζεται βοήθεια για να σωθεί, ότι μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο, ότι μπορεί να γίνει σωτήρας… «ξεγελά» τον εαυτό του.

«Αφήστε τον Κόσμο Ήσυχο, αφήστε τους ανθρώπους ήσυχους, χωρίς να ταράζετε την ζωή τους… Ήσυχα, Ειρηνικά, Όλα Πορεύονται προς την Εκπλήρωσή τους».
.
Όταν Κάποιος ΞΥΠΝΑ και Βλέπει την Πραγματικότητα, Αυτό που Συμβαίνει, (και «πως» η «άγνοια» παρεμβαίνει, και «πως» η σκέψη παραποιεί «αυτό που συμβαίνει»… κι όλη την «σύγχυση»…), επειδή έχει νωπές τις μνήμες από την κατάσταση (της «άγνοιας») που βρισκόταν, θέλει να «μιλήσει», να πει στους ανθρώπους που «ζουν στο όνειρο», να βγουν από την ψευδαίσθηση… Κι ίσως είναι ειλικρινής στις «προθέσεις» του και στις «πράξεις» του…

Καθώς όμως Σταθεροποιείται σε Αυτή την Κατάσταση (που είναι Ρέουσα Πραγματικότητα και Ζωή και Δράση κι όχι απλά μια «αίσθηση»), που είναι πέραν της σκέψης, της δόμησης ενός εγώ (της αντίληψης μιας «οντότητας»), πέραν των ψευδαισθήσεων, Κατανοεί ότι αυτό – το «να θέλεις να μιλήσεις για την Αλήθεια, να βοηθήσεις τους άλλους», από αγάπη, ή οτιδήποτε – είναι Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ.
.
Το Να ΖΕΙΣ, ΞΥΠΝΙΟΣ, Απελευθερωμένος από τις ψευδαισθήσεις, είναι Αρκετό. Αυτό και μόνο μπορεί να λειτουργήσει σαν παράδειγμα σε όποιον θέλει να «βοηθηθεί» και να το πραγματοποιήσει, μέσα του, μόνος του… γιατί μόνον όταν εμείς οι ίδιοι έχουμε εμπειρία, βοηθιόμαστε πραγματικά, βρίσκουμε τον δρόμο μας, την έξοδο από τις ψευδαισθήσεις.

Δεν χρειάζεται να βγούμε στους δρόμους, να σηκώσουμε σημαίες, να φτιάξουμε οργανώσεις, σωματεία, οργανωμένες ομάδες, οτιδήποτε…

Αν θέλουν οι άνθρωποι να βρουν την Αλήθεια, μπορούν να το κάνουν, ακόμα και χωρίς την «βοήθεια» κανενός, μέσα τους, μόνοι τους…

Αν δεν θέλουν να βρουν την Αλήθεια, θα τραβήξουν τον δρόμο τους, θα χαράξουν το δικό τους μονοπάτι στην χώρα των ψευδαισθήσεων, μέχρι να βγουν στο «Ξέφωτο», μέχρι να βρουν Διέξοδο στην Πραγματικότητα…
.
Κι αυτό που λέμε δεν είναι ούτε αδιαφορία για τον πόνο των ανθρώπων, ούτε απομόνωση από τα προβλήματα…

Απλά ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΕΙΣ ό,τι έρχεται,
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑΣ ό,τι φεύγει.
Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ.

«Ο Κόσμος Πορεύεται τον Δρόμο του, απλά Πορεύεται τον Δρόμο του, δεν υπάρχουν ούτε ευκολίες, ούτε δυσκολίες – αυτά είναι αντιλήψεις των ανθρώπων.

Όποιος Θέλει να Βρει την Αλήθεια (να Απελευθερωθεί από την άγνοια, να δει τον κόσμο όπως είναι… κι όχι μέσα από την σκέψη που παραποιεί… κι οδηγεί σε ψευδαισθήσεις), το Κάνει.

Όποιος Θέλει να παρασύρεται από το τραγούδι των ψευδαισθήσεων και να «αποκοιμίζεται» σε αυτές, το Κάνει.

Το Ξύπνημα στην Πραγματικότητα δεν είναι θέμα, ούτε προϋποθέσεων, ούτε χρόνου, ούτε προσπάθειας ή διαδικασίας, αλλά μόνον Απόφασης, να το Κάνουμε… το Κάνουμε».

Ψυχολογία της Συνειδητότητας

Ψυχολογία και Φυσιολογία της Επίγνωσης

Η αντίληψη που έχουμε για την ύπαρξη στον κόσμο, για μας, για τον κόσμο, είναι μια αυθαίρετη κατασκευή που χρησιμοποιεί όμως πραγματικά στοιχεία… ή αλλιώς, κατασκευάζουμε αυθαίρετα την εικόνα της πραγματικότητας χρησιμοποιώντας πραγματικά στοιχεία. Είναι το αποτέλεσμα, η σύνθεση, η τελική εικόνα της πραγματικότητας αυθαίρετη, όχι τα στοιχεία της πραγματικότητας που χρησιμοποιούμε.

Ας το εξηγήσουμε αυτό. Η συνηθισμένη επίγνωση της ύπαρξής μας στον κόσμο και του περιβάλλοντος, της πραγματικότητας που συλλαμβάνουμε τελικά, είναι μια εκλεκτική διαδικασία, που επηρεάζεται, και διαφοροποιείται, από αντιλήψεις, πεποιθήσεις, συναισθήματα, τις ίδιες τις αισθήσεις.

Η άμεση εμπειρία της ύπαρξης στον κόσμο, του κόσμου (σαν περιβάλλοντος), φαίνεται καταρχήν αληθινή. Είμαστε εδώ, βλέπουμε, ακούμε, αντιδρούμε στον κόσμο. Όλα φαίνονται τόσο αληθινά. Είναι όμως;

Έχουμε συνεχώς επαφή με τον κόσμο. Αλλά όλα αυτά που συμβαίνουν δεν «εισέρχονται» όλα ανεξέλεγκτα μέσα μας. Και δεν θα ήταν δυνατόν, γιατί ο εγκέφαλος, το νευρικό σύστημα, οι αισθήσεις, θα αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν σε μια τέτοια δραστηριότητα. Από όλα αυτά που συμβαίνουν απομονώνουμε όσα μας «ενδιαφέρουν», ενώ όλα τα άλλα είναι πληροφοριακός θόρυβος. Αυτό το φιλτράρισμα των πληροφοριών μας προφυλάσσει βέβαια από τον κατακλυσμό των πληροφοριών, αλλά και μας «προσανατολίζει» μέσα στον κόσμο. Με την εκλεκτική πρόσληψη των πληροφοριών προσανατολιζόμαστε στην αντίληψη της πραγματικότητας. Ρυθμίζουμε την ζωή μας, και καθοδηγούμε τις εξωτερικές δραστηριότητές μας, τις πράξεις μας, για την επίτευξη των σκοπών που θέτουμε.

Όμως τι είναι αυτό που καθορίζει τα «ενδιαφέροντά» μας; Ανάγκες της ύπαρξης (να υπάρχουμε), της ζωής (να ζήσουμε, να ζούμε), κι εξωτερικές ανάγκες (να πραγματοποιούμε τους σκοπούς μας). Όλα αυτά όμως δεν είναι απλές εσωτερικές αισθήσεις που δημιουργούν δράσεις και πράξεις. Αντιλαμβανόμαστε με ορισμένο τρόπο την ύπαρξή μας, έχουμε σχηματίσει πεποιθήσεις για την ζωή, τον τρόπο που πρέπει να ζούμε (ανάλογα με τα κοινωνικά πρότυπα που επικρατούν), κι έχουμε προσανατολίσει την δράση μας στον εξωτερικό κόσμο σύμφωνα με τους προσωπικούς στόχους μας… Διδαχθήκαμε, μάθαμε, να αντιλαμβανόμαστε με ένα ορισμένο τρόπο, ανάλογα με την οικογένεια, την κοινωνία, τον τόπο που βρεθήκαμε, τις εξωτερικές συνθήκες.

Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται φυσιολογικά για τους περισσότερους ανθρώπους που έχουν ταυτιστεί με το «περιεχόμενο της σκέψης» τους, τις πεποιθήσεις τους, τον τρόπο ζωής… και δρουν απλά σαν αυτόματα, στο επίπεδο της σκέψης, της ψυχολογικής αντίδρασης και της πρακτικής εξωτερικής ζωής. Εύλογα θα μπορούσαν να πουν «και πως πρέπει να ζούμε»; Δεν συνειδητοποιούν το μέγεθος της διαμόρφωσής τους, που δεν προέρχεται απλά από την ζωή, αλλά από την κοινωνία, από ισχυρές ομάδες που διευθύνουν τις τύχες των ανθρώπων και κατευθύνουν τους πληθυσμούς εκεί που θέλουν, σαν πρόβατα… Οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν ότι ζουν σε ένα «κατασκευασμένο κόσμο», όπου αντιλήψεις, εκπαίδευση, πληροφόρηση, ζωή, συνήθειες, τα πάντα «ελέγχονται». Είναι τόσο αφελείς που πιστεύουν ότι ζουν στην αλήθεια, στη δημοκρατία, στην ελευθερία, στην δικαιοσύνη… ενώ δεν εφαρμόζεται πρακτικά τίποτα από αυτά.

Οι άνθρωποι είναι μισοξύπνιοι, μισοκοιμισμένοι, που αγνοούν ότι ζουν σε μια «κατασκευασμένη πραγματικότητα» κι ότι έχουν προγραμματιστεί να «συνεργάζονται» σε αυτή την «κατασκευή»… τελικά οι άνθρωποι κατασκευάζουν μόνοι τους τις αλυσίδες τους… Πάνω στο φόντο του «παγκόσμιου ονείρου» κατασκευάζουν συνεχώς το «προσωπικό όνειρό» τους.

Το ότι μπορεί πολλοί άνθρωποι να υιοθετούν παρόμοιες αντιλήψεις, πεποιθήσεις, δράσεις, πράξεις, δεν σημαίνει ότι όλα αυτά είναι αυτόματα αληθινά… Μήπως η πίστη των ανθρώπων ότι η γη είναι επίπεδη, έκανε πράγματι την γη επίπεδη;… Ή μήπως η πίστη των ανθρώπων ότι η «κατασκευασμένη πραγματικότητά» τους είναι η πραγματικότητα, την κάνει αληθινή;

Βέβαια, μπορεί αυτός ο τρόπος αντίληψης να μας προφυλάσσει από την σύγχυση των πληροφοριών, να μας βοηθά να προσανατολιζόμαστε και να επιβιώνουμε, φιλτράροντας την αντίληψη της πραγματικότητας, δεν παύει όμως να είναι μια αυθαίρετη κατασκευή που μας παραπλανά… δεν είναι η Πραγματικότητα, δεν μπορεί Ποτέ να Γίνει η Πραγματικότητα… Η ασφάλεια που προσφέρει η «κατασκευασμένη πραγματικότητα» είναι η ασφάλεια της φυλακής για κάποιον που δεν γνωρίζει πώς να ζήσει στην ελευθερία… Η Πραγματικότητα μπορεί να είναι Τελείως Διαφορετική από αυτό που φαντάζονται οι άνθρωποι.

Η Ορθή Αντίληψη της Πραγματικότητας Γίνεται σε Πραγματικό Χρόνο, Εδώ, Τώρα, στην Στιγμή που Ρέει, Παρατηρώντας με Πλήρη Προσοχή, «αυτά που συμβαίνουν»… όχι μέσα από το σύστημα σκέψης, αντιλήψεις, πεποιθήσεις, τρόπους ζωής… δηλαδή χωρίς να φιλτράρουμε «αυτά που συμβαίνουν», χωρίς να «παραποιούμε»… Αφήνοντας την Ζωή να μας Οδηγεί… Αυτός που Απλά Βλέπει, Παρατηρεί, με Προσοχή, «αυτά που συμβαίνουν», ανακαλύπτει μια Πραγματικότητα Τελείως Διαφορετική από αυτήν που εμφανίζει η φιλτραρισμένη αντίληψη του κόσμου.

Μια Τέτοια Αντίληψη της ύπαρξης, του κόσμου, «αυτού που συμβαίνει», είναι μια χωρίς όρους γνωστική διαδικασία, μια ελεύθερη δράση, μια διευρυμένη επίγνωση της Πραγματικότητας, που Αποκαλύπτει την Ουσιαστική Ενότητά της, αφού παύουν οι διαχωρισμοί υποκειμένου-αντικειμένου, εγώ-κόσμος, εγώ-άλλοι…

Αυτή η Διευρυμένη Αντίληψη (σαν γνωστική διαδικασία), αυτή η χωρίς όρους επίγνωση, είναι ακριβώς ο Στόχος όλων των Εσωτερικών Παραδόσεων… Είναι κάτι που έχει να κάνει με τον Άνθρωπο, την Συνειδητότητά του, την Επίγνωσή του, όχι με θεωρίες, διδασκαλίες, που είναι όλα κατασκευές της σκέψης, δηλαδή διανοητικά σκουπίδια, αφού η σκέψη εκλαμβάνει τις έννοιες-λέξεις σαν αληθινά πράγματα.

Η Καρδιά όλων των αληθινών θρησκειών, είναι ακριβώς Αυτή η Εμπειρία της Πραγματικότητας, που από το Κατώφλι της Διευρυμένης Επίγνωσης (που Συλλαμβάνει την Ενότητα της Ύπαρξης) Βαθαίνει μέχρι την Πλήρη Εμπειρία, Αυτού που Πραγματικά Υπάρχει, Αυτού που Στηρίζει τα Πάντα, της Άχρονης Πηγής των Πάντων, του Θεού.

Όταν λοιπόν στις Παραδόσεις λέμε να απαρνηθούμε τον «κόσμο τούτο», να ανυψωθούμε στην Πραγματικότητα, εννοούμε να βγούμε από το σύστημα σκέψης που φιλτράρει και παραποιεί την πραγματικότητα, να βγούμε από το «σπήλαιο της σκέψης», όπου αντικρύζουμε μόνο σκιές, να βγούμε Έξω, στο Φως της Πραγματικότητας, όπου ο Ήλιος της Αλήθειας Λάμπει και Φανερώνει τα «πράγματα όπως είναι»… Έτσι το περιέγραφε ο Πλάτωνας πριν 2500 χρόνια στον «μύθο του σπηλαίου».

Και το ερώτημα είναι, «Καταλαβαίνουν οι άνθρωποι ότι είναι μέσα στο σπήλαιο της σκέψης και βλέπουν σκιές»; Καταλαβαίνουν ότι Εκεί Έξω από το σπήλαιο υπάρχει ένας Αληθινός Κόσμος, ένας Φωτεινός Κόσμος; Θέλουν να βγουν από το σπήλαιο; Η προτιμούν να φυτοζωούν μέσα στις αυταπάτες τους;

Η Γνώση Έχει Διατυπωθεί εδώ και χιλιάδες χρόνια. Και δεν υπάρχουν σωτήρες για να σώσουν κανένα. Καθένας έχει την απόλυτη ευθύνη του εαυτού του. Και το μόνο ερώτημα που μπορεί να τεθεί (να θέσει ο καθένας στον εαυτό του) είναι αυτό: «Που θέλεις να ζεις; Στο Φως; Στην αυταπάτη»; Η επιλογή είναι δικαίωμά σου… όπως και οι συνέπειες κάθε επιλογής αναπόφευκτες… κι οφείλεις να τις αντιμετωπίζεις με αξιοπρέπεια…

Το Τελικό Συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει μια Ευρύτερη Επίγνωση, κάτι τελείως διαφορετικό από την απλή επίγνωση του συνηθισμένου ανθρώπου που είναι ένα φιλτράρισμα όσων συμβαίνουν, μια προσωπική κατασκευή της πραγματικότητας, μια παραποίηση, ένα όνειρο… όση ασφάλεια κι αν φαίνεται να έχει. Η επίγνωση του συνηθισμένου ανθρώπου διαστρεβλώνεται από τις επιλογές, τον ωφελιμισμό, προσωπικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα, παγιωμένες δράσεις…

Αυτό που αντιλαμβάνεται ο συνηθισμένος άνθρωπος μέσα από το οποιοδήποτε σύστημα σκέψης του, δεν είναι ούτε πλήρης, ούτε επαρκής εικόνα της πραγματικότητας, είναι μια αυθαίρετη κατασκευή που δεν μπορεί να προσφέρει ούτε Ελευθερία, ούτε Αλήθεια, ούτε Ευτυχία…

Η ύβρις της Νιόβης και η σκληρή τιμωρία των θεών

Η Νιόβη ήταν κόρη του Τάνταλου, που παντρεύτηκε τον γιο του Δία από την Αντιόπη, Αμφίονα. Κατά μια αρχαιότατη παράδοση, ο Αμφίονας παντρεύτηκε την Ιππομέδουσα, αλλά η επικρατέστερη εκδοχή τον θεωρεί σύζυγο της Νιόβης. Η τραγική της ιστορία αναφέρεται από τον Αχιλλέα στην Ιλιάδα, αλλά τη λεπτομερέστερη αφήγηση του μύθου της Νιόβης συναντούμε στον Οβίδιο.

Τα παιδιά της Νιόβης

Σύμφωνα λοιπόν με τον Οβίδιο, η τραγωδία αρχίζει όταν η κόρη του Τειρεσία, Μαντώ, που γνώριζε να διαβάζει το μέλλον, βγήκε στο δρόμο μια μέρα κι άρχισε να φωνάζει πως πρέπει όλοι να πάνε να προσευχηθούν στον Απόλλωνα και την Άρτεμη και τη μητέρα τους, Λητώ. Και τότε η Νιόβη άρχισε να καυχιέται, θυμίζοντας την ένδοξη καταγωγή της, που ήταν ανώτερη από της Λητούς και πως είχε η Λητώ μόνο δυο παιδιά, δηλαδή “μόνο το ένα έβδομο των παιδιών που κοιλοπόνεσα εγώ: κι έτσι στέκω πολύ ψηλότερα και δεν μπορεί καμιά κακοτυχιά να μου κάνει τίποτα. Επειδή κι αν υποθέσουμε πως χάνω μερικά από τα παιδιά μου, πάλι περισσότερα θα έχω από της Λητώς”.

Η Λητώ οργίστηκε και είπε στον Απόλλωνα και την Άρτεμη να εκδικηθούν γι’ αυτήν την προσβολή. Έτσι, ο Απόλλωνας χτύπησε με τα βέλη του, διαδοχικά, όλους τους γιους της Νιόβης: τον Ισμηνό, τον Σίπυλο, τον Φαίδιμο, τον Τάνταλο, τον Αλφήνορα, τον Δαμασίχθονα και τον Ιλιονέα, που όλοι πέθαναν την ίδια στιγμή εκτός από τον τελευταίο. Όταν το είδε αυτό ο άντρας της Νιόβης, ο Αμφίονας, αυτοκτόνησε. Η δε Νιόβη φώναξε στην εχθρό της: “Χόρτασε απ’ τον πόνο μου, σκληρή Λητώ. Από τα δάκρυά μου. Κι ας χαρεί η αμείλικτη καρδιά σου. Εγώ πεθαίνω επτά φορές. Τι θρίαμβος! Πρέπει να χαίρεσαι για τη νίκη σου! Μα ποια νίκη! Μέσα στη δυστυχία μου, είμαι πλουσιότερη από σένα σε παιδιά. Ύστερα από τόσους θανάτους ακόμη σε νικώ!”.

Τότε εμφανίστηκε η Άρτεμις, που άρχισε να σκοτώνει τις κόρες της Νιόβης μία-μία. “Η πρώτη προσπάθησε να βγάλει τη σαΐτα από το σώμα της, αλλά έπεσε πάνω σ’ έναν από τους αδερφούς της, αγκαλιάζοντάς τον. Μια άλλη, ενώ τη μητέρα της παρηγορούσε, χάνει άξαφνα τη φωνή της, τα μέλη της λύγισαν, σαν να τη χτύπησε αόρατο χέρι κι έκλεισε το στόμα της, καθώς άφησε την τελευταία της πνοή. Μια τρίτη έπεσε νεκρή τη στιγμή που προσπαθούσε, μάταια, να κρυφτεί. Και κρύβεται άλλη, άλλη τρέμει από τον φόβο της. Αλλά πέθαναν απ’ τις εφτά οι έξι. Κι έμεινε μία. Η Νιόβη τρέχει προς το μέρος της, τη σκεπάζει και θερμοπαρακαλεί: “Άσε μου τουλάχιστον τη μια από τις τόσες κόρες μου, τη μικρότερη, τη μόνη που μου μένει ακόμα.” Όμως, ενώ ικέτευε, ξεψύχησε κι η τελευταία της κόρη. Οι συμφορές την σκλήρυναν, την πέτρωσαν. Τίποτα πια μέσα της δεν ζούσε. Η γλώσσα της ξεράθηκε, στις φλέβες της δεν κυλούσε αίμα και τα μέλη της να κινηθούν πια δεν μπορούνε. Πέτρωσαν και τα σωθικά της. Αλλά έκλαιγε, τα δάκρυά της ασταμάτητα κυλούσαν… Κι άξαφνα, ένας ανεμοστρόβιλος τη σήκωσε και την πήγε στην πατρίδα της, όπου τα δάκρυά της τρέχουν ασταμάτητα και βρέχουν το μαρμαρένιο κορμί της”.

Αναφέρουμε ακόμα από τους μύθους που αφορούν τη Νιόβη, εκείνο που λέει πως η βαριόμοιρη μάνα, μετά από τον θάνατο των παιδιών της, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, απόλυτη, δεν έβγαζε μιλιά από το στόμα: γι’ αυτό και την παρομοίασαν με πέτρα. Και λέγανε μάλιστα πως, όταν κάποιος έστησε πάνω στον τάφο των παιδιών της ένα πέτρινο άγαλμα της Νιόβης, μόλις το είδαν οι διαβάτες νόμιζαν πως είναι η ίδια η Νιόβη πετρωμένη.

Εξάλλου, προσπαθήσανε να λύσουν το πρόβλημα και το θαύμα της των δακρύων που κυλούσαν, δεχόμενοι πως ένας γλύπτης είχε σίγουρα λαξέψει το άγαλμά της στο βράχο του βουνού του Σίπυλου κι έπειτα διοχέτευσε εκεί το νερό μιας γειτονικής πηγής, έτσι που να σταλάζει απ’ τα μάτια του αγάλματος το νερό σαν δάκρυα.

Η εξέταση του επιχειρήματος του τρίτου ανθρώπου στον Παρμενίδη με βάση το σημειωτικό τρίγωνο

Σκοπός

Πιθανόν ο τίτλος του άρθρου να είναι κάπως παρα­πλανητικός. Σκοπός του δεν είναι να θεραπεύσει - μέσα από τη χρήση της σημειωτικής μεθοδολογίας- την επι­χειρηματολογία προάσπισης της θεωρίας των Ιδεών του Πλάτωνα, ούτε, βέβαια, από την άλλη πλευρά, να συνδράμει αποφασιστικά στην επίρρωση του επιχειρήματος του τρίτου ανθρώπου (ΕΤΑ), είτε αυτό εκφράζεται μέσα από το συ­μπέρασμα του Παρμενίδη στον ομώνυμο πλατωνικό διάλο­γο αναφορικά με την Ιδέα του μεγέθους, είτε στις αντιρρή­σεις του Αριστοτέλη, ο οποίος χρησιμοποίησε ως παράδειγ­μα εργασίας την Ιδέα του ανθρώπου. Εδώ θα επιδιωχθεί η κατάδειξη της γονιμότητας αυτής της συζήτησης και των προεκτάσεων που αυτή μπορεί να έχει μέσω της αναγωγής των θέσεων του επιχειρήματος, των επικουρικών προκείμενων αλλά και των αντεπιχειρημάτων σ’ ένα γλωσσικό παίγνιο, σε μία γλωσσολογική αναζήτηση με βάση την οντολο­γία. Ας δούμε καταρχάς τι λέει το απόσπασμα 132a1-b2 του Παρμενίδη:

«Νομίζω ότι εσύ από το εξής έχεις σχηματίσει τη γνώμη, ότι μια είναι κάθε ιδέα: όταν σου φανούν κάποια πολλά πράγματα πως είναι μεγάλα, αφού ρίξεις μια ματιά σε όλα αυτά, ίσως σου φαίνεται ότι μια κάποια ιδέα η ίδια δεσπόζει σε όλα, και αυτό σε κάνει να νομίζης ότι μία είναι η ιδέα του μεγέθους.

Αληθινά λες, είπε ο Σωκράτης.

Τούτο πάλι το μέγεθος καθαυτό και τα άλλα τα μεγάλα πράγματα, αν επίσης με το βλέμμα της ψυχής σου τα επισκοπήσης όλα, δεν θα σου αποκαλύψουν πάλι μιαν ιδέα μεγέθους, που επιβάλλει όλα αυτά να φαίνωνται αναγκα­στικά μεγάλα;

Φαίνεται.

Άλλη επομένως νέα ιδέα μεγέθους θα παρουσιασθή, βγαλμένη απ’ αυτό το μέγεθος καθαυτό και τα πράγματα που μετέχουν σ’ αυτό. Και κοντά σε όλα αυτά πάλι θα παρουσιασθή άλλη ιδέα, για την οποία όλα αυτά θα είναι με­γάλα. Και έτσι λοιπόν δεν θα σου είναι πια μια η κάθε ιδέ­α, αλλ’ άπειρες στο πλήθος.»[1]

Το επιχείρημα του Παρμενίδη είναι απλό και πιθανόν αρκετό για να αναιρέσει μία από τις βασικές πλατωνικές θέ­σεις γύρω από την Ιδέα: αυτή της μοναδικότητάς της. Όπως αναφέρει η Gill, η ένσταση γύρω από την Ιδέα του μεγέθους πρέπει να εξεταστεί στο συγκείμενο της, δηλαδή στο δίλημ­μα όλο-μέρος (130e4-131e7) από το οποίο προέκυψαν και τα επιχειρήματα του Παρμενίδη γύρω από το μέγεθος: εκ­κινώντας από την υπόθεση ότι η Ιδέα είναι μία, ο Παρμενί­δης ρωτά πώς μπορεί τότε να υπάρχει σε πολλά πράγματα (131a8-9) και να μην είναι διαιρεμένη σε πολλές (131c9- 10).[2] Εύλογα λοιπόν διατυπώνει στη συνέχεια το ερώτημά του για την πολλαπλότητα των Ιδεών. Στο πρώτο σκέλος του ΕΤΑ γίνεται επίκληση των ανθρώπινων αισθήσεων: όταν βλέπουμε κάποια μεγάλα πράγματα, τα θεωρούμε με­γάλα επειδή έχουμε στο νου μας μία αντίληψη του τι ση­μαίνει μεγάλο.

Κατόπιν όμως, ο Παρμενίδης ζητά από τον Σωκράτη να χρησιμοποιήσει τα μάτια της ψυχής, να προχωρήσει δηλαδή σε μία αφαίρεση και να σκεφτεί τόσο τα πράγματα που εί­ναι μεγάλα, όσο και την Ιδέα που έχουμε στο μυαλό μας βάσει της οποίας τα πράγματα είναι μεγάλα. Κατά συνέ­πεια, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, εάν είναι μεγάλο τό­σο το μέγεθος των πραγμάτων -άρα η Ιδέα τους- όσο και τα ίδια πράγματα που μετέχουν σε αυτό ώστε να είναι με­γάλα, θα πρέπει να υπάρξει μία δεύτερη Ιδέα του μεγέθους βάσει της οποίας είναι μεγάλα όχι μόνο τα πράγματα αλλά και η ιδέα τους ταυτόχρονα. Στη συνέχεια πάλι θα πρέπει να υπάρξει μία Τρίτη Ιδέα του μεγέθους που θα περιλαμ­βάνει τη δεύτερη Ιδέα του μεγέθους, την πρώτη ιδέα του μεγέθους καθώς και όλα τα πράγματα τα οποία μετέχουν στο μέγεθος ώστε να θεωρούνται μεγάλα. Τι σημαίνει όμως πρακτικά αυτό το συμπέρασμα;

Οι Ιδέες του Πλάτωνα είναι μία από τις πιο σκανδαλιστικές για τον στοχασμό -αλλά ταυτόχρονα σαγηνευτικές- θε­ωρίες του ανθρώπινου πνεύματος, όχι μόνο στην καθεαυτή αναζήτηση της αλήθειας για τα όντα, αλλά και για τις προ­εκτάσεις που μπορεί να έχει στη μελέτη της ανθρώπινης πράξης. Πράγματι, ένα σεβαστό τμήμα της παγκόσμιας ι­στορίας της φιλοσοφίας καθώς και ποικίλοι θεολογικοί, πο­λιτικοί και κοινωνικοί στοχασμοί έχουν αναπτυχθεί με α­φορμή τη θεωρία των Ιδεών, είτε προς υπεράσπισή τους και κατά συνέπεια με σκοπό τη χρήση τους σε θεωρητικά συ­στήματα, είτε προς κατάρριψή τους με σκοπό την επιβε­βαίωση πιο θετικιστικών ερμηνειών. Η κατάθεση επιχειρη­μάτων εναντίον τους από τον ίδιο τον εμπνευστή τους στον Παρμενίδη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί είτε διάβημα φιλοσοφικής γενναιότητας, όπως δόκιμα υποστηρί­ζει ο Vlastos,[3] είτε μία προληπτική επισήμανση προς τις α­ντιρρήσεις που οι κατοπινοί, όπως λ.χ. ο Αριστοτέλης, θα ήγειραν. Όπως κι αν έχει, ας δούμε κάποιες από τις ανα­πτύξεις των επιχειρημάτων γύρω από το ΕΤΑ, σύγχρονες και αρχαίες, οι οποίες θα μας φανούν χρήσιμες στο πέρα­σμα από τα όντα στη γλώσσα.

Η πρόταση του Vlastos και σχετικές συμπληρώσεις

Πάνω στο ερώτημα εάν το ΕΤΑ είναι έγκυρο ακόμη και για τον ίδιο τον Πλάτωνα έχουν διατυπωθεί πολλές θέσεις και πριν αλλά και επ’ αφορμή του περίφημου άρθρου του Vlastos το 1954. Από την εποχή εκείνη, έχει ξεκινήσει ένας εκτεταμένος διάλογος γύρω από αυτό το μικρό απόσπασμα του πλατωνικού έργου· εδώ θα αναφερθούμε σε μερικά μό­νο -πρωταρχικής όμως σπουδαιότητας- επιχειρήματα γύρω από το ΕΤΑ, τα οποία θα μας φανούν χρήσιμα στην υπο­στήριξη του σκοπού του άρθρου.

Ο Cohen λοιπόν αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον Vlastos, το ΕΤΑ είναι non sequitur, δηλαδή το συμπέρασμα -ότι θα πρέπει να υπάρχει μία δεύτερη ιδέα του μεγέθους- δεν προκύπτει από τις δύο πρώτες προτάσεις του επιχειρήμα­τος και γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να ανακαλύψουμε τις ενδιάμεσες προκείμενες που το στηρίζουν.[4] Καταρχάς, πριν αναφερθούμε στις δύο ενδιάμεσες προκείμενες και στο τι αυτές συνεπάγονται, ας δούμε πώς σχηματοποιεί ο Vlastos τις δύο προτάσεις του ΕΤΑ με βάση το πλατωνικό απόσπασμα: [5]

Α1: Εάν ένας αριθμός αντικειμένων a, b, c είναι όλα F, τότε θα πρέπει να υπάρχει μία μοναδική Ιδέα F-ότητας, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε ότι τα a, b, c είναι όλα F.

Α2: Εάν τα a, b, c και η F-ότητα είναι όλα F, τότε θα πρέπει να υπάρχει μία άλλη Ιδέα F1-ότητα, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε ότι τα a, b, c και η F-ότητα είναι όλα F.

Για να φτάσουμε όμως βάσιμα από το Α1 στο Α2, σύμ­φωνα με τον Vlastos, πρέπει να εισάγουμε δύο ενδιάμεσες

προκείμενες οι οποίες να αιτιολογούν το συμπέρασμα, οι οποίες είναι γνωστές ως υπόθεση της αυτοκατηγόρησης και της μη-ταύτισης:[6]

A3: Οποιαδήποτε Ιδέα μπορεί να κατηγορηθεί από τον εαυτό της. Το μέγεθος είναι το ίδιο μεγάλο. Η F-ότητα εί­ναι η ίδια F.

A4: Εάν κάτι έχει ένα συγκεκριμένο γνώρισμα, δεν μπο­ρεί να είναι ταυτόσημο με την Ιδέα, επί τη βάσει της οποίας αντιλαμβανόμαστε αυτό το γνώρισμα. Εάν ένα x είναι F, τότε το x δεν μπορεί να είναι ταυτόσημο με την F-ότητα.

Πράγματι, χωρίς τη σιωπηλή αποδοχή αυτών των δύο προτάσεων, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φτάσει στο συμπέρασμα περί της πολλαπλότητας των Ιδεών, διότι μία Ιδέα οφείλει να έχει το γνώρισμα, το οποίο αποδίδει η ίδια στα πράγματα. Η Ιδέα του μεγέθους, χάρη στην οποία τα πράγματα γίνονται αντιληπτά ως μεγάλα, οφείλει να είναι και αυτή μεγάλη, ειδάλλως δεν θα ήταν σε θέση να μετα­δώσει την ιδιότητα αυτή στα πράγματα. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο, όπως αναφέρει ο Hansen, για την ευρύτερη κατανόηση της λειτουργίας των πλατωνικών Ιδεών.[7] Μία ε­ξίσου σημαντική αρχή της θεωρίας των Ιδεών είναι επίσης η μετοχή: όπως αναφέρει ο Πλάτωνας στον Φαίδωνα (102b) και επαναλαμβάνει εδώ, κάθε μία από τις Ιδέες υπήρχε από πριν και τα υπόλοιπα (αισθητά) πράγματα πήραν το όνομά τους δια της μετοχής τους σε αυτές.[8] Με άλλα λόγια τα μεγάλα πράγματα ονομάζονται μεγάλα καθώς μετέχουν της Ιδέας του μεγέθους. Την ειδοποιό αυτή διατύπωση λαμβάνει υπόψη του και ο Vlastos, κατόπιν των παρατηρή­σεων στο πρώτο του άρθρο από τον Sellars, σε νέα του προσέγγιση του ΕΤΑ το 1969.[9]

Συνοψίζοντας, αυτό που θα μας φανεί χρήσιμο στη συνέ­χεια από αυτή τη συμπλήρωση του ΕΤΑ με βάση την προ­σέγγιση του Vlastos είναι αφενός ότι αντιλαμβανόμαστε πως ένας αριθμός πραγμάτων διαθέτει μία ιδιότητα -αλλά και λαμβάνει όνομα από αυτή- χάρη στη μετοχή του σε μία Ιδέα, η οποία διαθέτει την ιδιότητα αφ' εαυτής, ενώ αφετέ­ρου τα πράγματα δεν ταυτίζονται με την Ιδέα. Τα μεγάλα πράγματα συνεπώς ονομάζονται μεγάλα καθώς μετέχουν στην Ιδέα του μεγέθους, η οποία είναι και αυτή μεγάλη, χωρίς όμως να ταυτίζονται μαζί της.

Η Αριστοτελική κριτική

Προχωρώντας το ερώτημα περί μετοχής των πραγμάτων στις Ιδέες, επιστρέφουμε σε προηγούμενο τμήμα της συζή­τησης μεταξύ του Παρμενίδη και του Σωκράτη: όταν ένα πράγμα μετέχει σε μία Ιδέα, λαμβάνει το γνώρισμα όλης της Ιδέας ή μόνο ενός μέρους της; Και αντιστρέφοντας το ερώτημα: μπορεί μία Ιδέα να υπάρχει στο σύνολό της σε κάθε ένα από τα πράγματα, τα οποία μετέχουν αυτής και, αν ναι, δεν θα διαχωρίζονταν έτσι από τον εαυτό της καθώς θα υπήρχε σε διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα (131a8- b2);[10] Με άλλα λόγια, καθώς η Ιδέα του μεγέθους υπάρχει ταυτόχρονα σε πολλά (μεγάλα) πράγματα, δεν διαιρείται σε τμήματα ώστε αυτό αν είναι εφικτό; Σε αντίθετη περί­πτωση, ένα μεγάλο πράγμα μετέχει στο όλο της Ιδέας του μεγέθους ή απλώς σε ένα τμήμα της; Από αυτή τη σκοπιά, θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί κατά πόσον οι Ιδέες αποτελούν πράγματι ουσίες των πραγμάτων, καθόσον μά­λιστα είναι διαχωριστέες από αυτά (αρχή της μη-ταύτισης) και κυρίως ως πλήρεις οντότητες. Ο Αριστοτέλης απάντησε αρνητικά σε αυτή την ερώτηση, υποστηρίζοντας ότι η ουσία είναι εγγενές χαρακτηριστικό του πράγματος, δεν χωρίζεται από αυτό και γι’ αυτό η Ιδέα δεν μπορεί επ’ ουδενί να εί­ναι ουσία (Μετά τα Φυσ. 991b1).

Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς στον σχολιασμό του (84.21­85.3) του 990b των Μετά τά Φυσικά[11] σημειώνει πως, για τον Αριστοτέλη, το παράδοξο της ύπαρξης μίας Ιδέας του ανθρώπου διαχωρισμένης από το σύνολο των αισθητών αν­θρώπων μπορεί να επιλυθεί μόνο εάν αποδεχτούμε την ύ­παρξη ενός τρίτου ανθρώπου ο οποίος αναφέρεται στους ανθρώπους και ταυτόχρονα στην πρώτη Ιδέα τους. Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός τέ­ταρτου ανθρώπου και ούτω καθ’ εξής στο διηνεκές. Κατέφασκε λοιπόν ο Αριστοτέλης την αντίρρηση του Παρμενίδη, όπως τη διατύπωσε ο ίδιος ο Πλάτωνας. Ο Αλέξανδρος, ο οποίος έζησε πέντε αιώνες μετά τον Αριστοτέλη, προφανώς είχε στη διάθεσή του το χειρόγραφο μίας μικρής πραγμα­τείας -κατά πάσα πιθανότητα- του Σταγειρίτη με τον τίτλο Περί Ιδεών, στην οποία παρουσιάζεται μία σειρά επιχειρη­μάτων με στόχο την κατάρριψη της ομώνυμης θεωρίας του Πλάτωνα.[12] Πώς μπορεί όμως να επιλυθεί το ζήτημα της πολλαπλότητας των Ιδεών αφού δι’ αυτών λαμβάνουν γνώ­ρισμα πολλά πράγματα; Τι καθιστά αναγκαία την ύπαρξη του τρίτου ανθρώπου;

Η Gill προτείνει τη λύση των αριστοτελικών καθόλου: «εάν [ο Σωκράτης] είχε γεννηθεί έναν αιώνα αργότερα και είχε παρακολουθήσει τις διαλέξεις του Αριστοτέλη στο Λύ­κειο, ίσως να ανταπαντούσε, “Παρμενίδη, εάν νομίζεις ότι η ιδέα διαχωρίζεται από τον εαυτό της, υπάρχουσα ταυτοχρόνως σε έναν αριθμό πραγμάτων, παρεξηγείς τη φύση των ιδεών. Οι ιδέες είναι καθόλου και η φύση ενός καθόλου είναι ακριβώς να είναι παρόν σε πολλά μέρη ταυτόχρονα και να κατηγορείται από κοινού από έναν αριθμό πραγμά­των.” (βλ. Αριστοτέλη, Περί Έρμ. 7, 17a39-40· Μετά τά Φυσ. VII.16, 1040b25-6) Ως εκ τούτου, τα καθόλου δεν δια­χωρίζονται από τον εαυτό τους»[13] Σε αυτή την περίπτωση η πλατωνική Ιδέα ταυτίζεται οντολογικά με τα αριστοτελι­κά καθόλου.

Μία άλλη λύση είναι η προσέγγιση της έννοιας της ανα­φοράς. Ο Eco εισάγει σημειωτικούς όρους στην εξέταση της πλατωνικής σύλληψης των Ιδεών και μεταβάλλει μία οντο­λογική ερώτηση σε ζήτημα της φιλοσοφίας της γλώσσας. Για τον Αριστοτέλη άλλωστε αυτή είναι μία εύλογη αναγω­γή, καθώς η ουσία των πραγμάτων σχετίζεται με το τι λέμε γι’ αυτά. Παραπέμπει επομένως στη λειτουργία των πραγ­μάτων ως σημείων, αποτελούμενων από ένα σημαίνον κι ένα σημαινόμενο, των οποίων τα αναφερόμενα είναι οι Ιδέ­ες.[14] Αυτό ισχύει διότι οι Ιδέες είναι αυτές που είναι πραγ­ματικές, με βάση την πλατωνική θεωρία των Ιδεών, ενώ τα φυσικά αντικείμενα δεν είναι παρά ομοιώματά τους, στον βαθμό που μία εικόνα δεν είναι παρά ομοίωμα ενός φυσι­κού αντικειμένου.

Αν το σημείο, σύμφωνα με τον ορισμό του Peirce, είναι κάτι το οποίο στέκεται στη θέση κάποιου άλλου πράγμα­τος, ο Eco λοιπόν νομιμοποιείται να θεωρεί ότι η ερώτηση που θα έθετε ο Αριστοτέλης στον Πλάτωνα είναι: εάν υ­πάρχουν οι Ιδέες, όπως τις περιγράφεις, ως αναφερόμενα των πραγμάτων, η σημειωτική διαμεσολάβηση της πραγμα­τικότητας δεν θα οδηγούσε στο διηνεκές; Τι βαθμό πραγ­ματικότητας θα έπρεπε λοιπόν να έχει ο τρίτος άνθρωπος - ή αλλιώς η Ιδέα που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά όλων των ανθρώπων καθώς και της Ιδέας του ανθρώπου (Τοπ. 178b36-179a10);

Αναφορά, έννοια, σημασία

Κατά πρώτον, ας εξετάσουμε τι άποψη θα είχε ο Πλάτω­νας για την αναγωγή της Ιδέας σε αναφερόμενο. Στο 10ο βιβλίο της Πολιτείας (596a6-7) εκφράζεται η άποψη ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να αποδέχονται την ύπαρξη μίας συ­γκεκριμένης Ιδέας όταν ονομάζουν ένα σύνολο πραγμάτων με κοινό όνομα που είναι και το ίδιο με αυτό που χρησιμο­ποιούν για να ονομάσουν την Ιδέα. Η υπόθεση της μη- ταυτότητας που είδαμε πριν, δηλαδή, η αποδοχή ότι ένα αντικείμενο δεν ταυτίζεται με την Ιδέα του, μας απαγορεύ­ει ουσιαστικά να τοποθετήσουμε το αντικείμενο στην κατη­γορία του αναφερόμενου όταν μιλάμε.

Με άλλα λόγια, όταν ονομάζουμε ένα τραπέζι, χρησιμο­ποιούμε το σημαίνον της λέξης, το σημαινόμενό της, που εί­ναι η έννοια του τραπεζιού (δηλαδή, έπιπλο, διαφόρων υλι­κών, με τουλάχιστον τρία πόδια, στο οποίο εκτελούμε πρά­ξεις, λ.χ. τρώμε, συνήθως καθιστοί) και αναφερόμαστε σ’ εάν συγκεκριμένο υλικό αντικείμενο, το οποίο είναι επομέ­νως το αναφερόμενο. Αν όμως αναφερόμενο είναι και η Ι­δέα του τραπεζιού και το ίδιο το τραπέζι, τότε, είτε θα πρέπει να απορρίψουμε την υπόθεση της μη-ταυτότητας, είτε να αποδεχτούμε οντολογικά την ύπαρξη δύο αναφερόμενων, του τραπεζιού ως πράγμα και της Ιδέας του τραπε­ζιού. Αυτό σημειωτικά είναι απαράδεκτο ή, επί της ουσίας, αναφέρεται σε διαφορετικές αναφερόμενες έννοιες: η Ιδέα του τραπεζιού και το ίδιο το τραπέζι δεν μπορούν να είναι αναφερόμενα του ίδιου σημείου.

Όπως αναφέρει ο Hales, η υπόθεση της μη-ταυτότητας εί­ναι συνεπής με τις διατυπωμένες προτάσεις του Παρμενίδη στο ΕΤΑ, μόνο εάν ο Πλάτωνας δεχόταν την εξέταση του ΕΤΑ υπό το πρίσμα μίας θεωρίας της αναφοράς, πράγμα αδύνατο.[15] Η αλήθεια είναι ότι στην καθημερινή μας γλώσ­σα χρησιμοποιούμε το ίδιο κατηγόρημα για διαφορετικά αντικείμενα σε διαφορετικές χρήσεις ανάλογα με τα εκάστοτε συγκείμενα, λ.χ. ο Θουκυδίδης είναι μεγάλος, το τρα­πέζι είναι μεγάλο. Σε αυτή την περίπτωση, η Ιδέα του με­γέθους αναφέρεται σε διαφορετικές εκτάσεις της έννοιας, πιθανόν λοιπόν να πρόκειται για διαφορετικές Ιδέες, άρα αίρεται η υπόθεση της μοναδικότητας της Ιδέας. Εδώ όμως μπορεί να ενεργοποιηθεί η διάκριση ανάμεσα στην έννοια και τη σημασία. Αν εκλάβουμε την έννοια ως μία πυρηνική κατασκευή και τις σημασίες ως τις προθέσεις ή εκτάσεις της έννοιας, τότε μπορούμε να διατηρήσουμε τη μοναδικό­τητα της Ιδέας και ταυτόχρονα να απεγκλωβίσουμε τα αι­σθητά αντικείμενα από την τάση ταύτισής τους με την Ιδέα, ώστε να σώσουμε και την υπόθεση της μη-ταύτισης. Τα προβλήματα εδώ πάλι είναι δύο: α. θα συμφωνούσε ο Πλά­τωνας με αυτή την αναγωγή; β. τι συνεπάγεται αυτή;

Στον Κρατύλο (409a1-6) ο Πλάτωνας επισημαίνει ότι οι πιο επιτυχημένα κατασκευασμένες λέξεις είναι αυτές οι οποίες κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας συνδυάζοντας μία σειρά από συμπληρωματικά μηνύματα, και θέτει ως παρά- δείγμα τη λέξη «ήλιος», η οποία έχει τουλάχιστον τρεις ση­μασίες.[16] Συνεπώς ο Πλάτωνας δέχεται την ομωνυμική χρή­ση των λέξεων σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Θα μπορού­σαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι τόσο ο μεγάλος Θουκυδί­δης όσο και το μεγάλο τραπέζι μετέχουν της ίδιας Ιδέας του μεγέθους, ακόμη κι αν τελικά οι σημασία του μεγάλου είναι διαφορετική σε αυτές τις περιπτώσεις (από τη μία πλευρά, προσωπικότητα, γνώση, υστεροφημία, και από την άλλη, μέγεθος).

Οι σημασίες όμως, όπως αναφέρει ο Rastier, είναι για τον Αριστοτέλη μία νοητική αναπαράσταση. Ας θυμηθούμε εδώ την προτροπή του Παρμενίδη στον Σωκράτη να εξετά­σει με τα μάτια της ψυχής την Ιδέα του μεγέθους καθώς και τα μεγάλα πράγματα. Συνεπαγωγικά, η θεωρία της α­ναφοράς, υπό την οπτική γωνία των σημασιών, για να υπο­στηρίξει το ΕΤΑ, θα πρέπει να επιχειρήσει μία μετατόπιση της Ιδέας από το αναφερόμενο στο σημαινόμενο, να διαφυ­λάξει τη θέση του αναφερόμενου για τα αισθητά αντικείμε­να και να εξοβελίσει τις Ιδέες στον χώρο των απλών νοητικών κατασκευών.

Το σημειωτικό τρίγωνο

Ας εντάξουμε λοιπόν αυτές τις αναγωγές στη γλώσσα στο θεωρητικό σχήμα του σημειωτικού τριγώνου για να δούμε το τι αυτές προϋποθέτουν για τη λειτουργία της σκέψης και τη γνώση που μπορούμε να έχουμε για τα πράγματα. Το σημειωτικό τρίγωνο αποτελείται από το σημαίνον, που ου­σιαστικά είναι η λέξη που σημαίνει μία έννοια, το σημαινόμενο, το οποίο είναι η έννοια που αποδίδει το σημαίνον και το αναφερόμενο, το οποίο είναι το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται το σημείο ως μονάδα ταύτισης μεταξύ σημαίνο­ντος και σημαινομένου. Ο Eco επιχειρεί την απόδοση των φιλοσοφικών συστημάτων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη σε σημειωτικές κατασκευές και χρησιμοποιεί τους εξής ό­ρους για να ενσαρκώσει τις γωνίες των αντίστοιχων τριγώ­νων: για τον Πλάτωνα σημαίνον είναι η λέξη, σημαινόμενο η έννοια και αναφερόμενο (ή αντικείμενο) μία εμπειρία του κόσμου, ενώ για τον Αριστοτέλη σημαίνον είναι η λέξη, σημαινόμενο το πάθημα της ψυχής και αναφερόμενο είναι η πρώτη ουσία.[17]

Πριν αναλύσουμε τα δύο σημειωτικά τρίγωνα, ας ανα­φερθούμε με συντομία στην αριστοτελική ορολογία: στο Περί Ερμηνείας (16a3-5) αναφέρεται ότι ο προφορικός λό­γος είναι σύμβολο ψυχικών καταστάσεων, οπότε λειτουργεί ως σημαίνον των εννοιών που σχηματίζονται στο πνεύμα μας (παθήματα ψυχής), οι οποίες λειτουργούν ως σημαινόμενα. Η πρώτη ουσία (Μετ. τα Φυσ. 1005a35· Φυσ. 206b16) πάλι εννοείται αυτό το ον, χωρίς το οποίο δεν μπορούν να υπάρξουν τα άλλα πράγματα -ενώ το αντίστροφο δεν ισχύ­ει-, το χρονικώς προηγούμενο, το υπαρκτικά πρωταρχικό.[18] [19] Το αντικείμενο αποτελείται από την Μορφή, το Είδος (Ιδέα του αντικειμένου) και την Ουσία. Στην πραγματικότητα η Ουσία είναι η ένωση της ύλης και του είδους. Αλλά αφού το είδος είναι η ιδέα του αντικειμένου θα έπρεπε να προϋ­πάρχει αυτού. Όμως ο Αριστοτέλης δεν δέχεται χωρισμό της ουσίας από το είδος. Άρα η πρώτη (προϋπάρχουσα) ι­δέα του αντικειμένου δεν είναι το είδος αλλά η πρώτη ου­σία.

Όπως διαπιστώνει και ο σημειωτιστής, η διαφορά ορολο­γίας αποκαλύπτει και τη μεθοδολογική και κυρίως οντολο­γική απόσταση μεταξύ των δύο συστημάτων φιλοσοφίας.

Το πράγμα (αναφερόμενο) στον Πλάτωνα είναι μία εμπει­ρία του κόσμου, η οποία ουσιαστικά είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα είναι η Ιδέα, η οποία δεν εντάσσεται σε σχήματα γνωσιολογίας που εκκι­νούν είτε από τη γλώσσα είτε από την εμπειρία. Στον Αρι­στοτέλη, με το να τίθεται το αναφερόμενο ως πρώτη ουσία επιτυγχάνεται ο μη διαχωρισμός της ουσίας από το είδος του πράγματος, αλλά εισάγεται μία προβληματική έννοια, αυτή της Ιδέας του αντικειμένου. Σαν ακριβώς ο Αριστοτέ­λης, όπως ο Πλάτωνας στη θεωρία της αναφοράς, να απο­δέχεται την Ιδέα ως πραγματικό αντικείμενο. Έχει εξαιρε­τικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Eco δεν τοποθετεί στο α­ριστοτελικό αναφερόμενο το ίδιο το αντικείμενο, αλλά την πρώτη ουσία. Ίσως, ήθελε να αποφύγει τον ορισμό του α­ντικειμένου μέσα από τη διαδικασία της φθοράς της ύλης, διότι τότε θα έπρεπε να αναιρέσει την έννοια της μορφής και κατ’ επέκταση της ίδιας της ουσίας του αναφερόμενου.

Τι μας διδάσκει το ΕΤΑ και το σημειωτικό τρίγωνο;

Συμπερασματικά, μέσα από την εκδίπλωση των σημειω­τικών τριγώνων των δύο φιλοσόφων και λαμβάνοντας υπό­ψη τις προκείμενες του ΕΤΑ και των ενδιάμεσων προτάσε­ων του Vlastos, μπορούμε να διακρίνουμε τον βαθμό παρα­χώρησης στη δυνατότητα των αισθήσεων να εκλαμβάνουν επίπεδα της πραγματικότητας και στη δυνατότητα της γλώσσας να την περιγράφει. Η πρώτη ουσία του Αριστοτέ­λη στη θέση του αναφερόμενου ανοίγει την πόρτα για την υιοθέτηση της θεωρίας των καθόλου του Ζ' των Μετά τά Φυσικά (1038b), ενώ η εμπειρία του κόσμου στον Πλάτωνα υποθηκεύει τη γνώση των πραγμάτων και την εξαρτά από οντότητες που δεν δύνανται ούτε να βιωθούν ούτε να περι­γραφούν. Ο νομιναλισμός του Μεσαίωνα θα προσπαθήσει να απαντήσει τόσο στις πλατωνικές Ιδέες, όσο και στα αρι­στοτελικά universalia.

Ακόμη όμως και αν η Ιδέα μετατοπιστεί στο σημαινόμενο με βάση τη θεωρία της αναφοράς και την υπόθεση της μη- ταύτισης μεταξύ πράγματος και της Ιδέας του πράγματος, τότε θα ταυτιστεί με την έννοια, πράγμα το οποίο θα ήταν απαράδεκτο για τον Πλάτωνα. Όχι όμως για τον Αριστοτέ­λη, ο οποίος εστιάζοντας ρητά στα παθήματα της ψυχής, όσο κι αν τα θεωρεί καθολικά, αφήνει μία χαραμάδα ερμη­νείας και προσωπικής αντίληψης στο σημαινόμενο. Γι’ αυτό άλλωστε, για τον Σταγειρίτη, τα πράγματα είναι αυτό που λέμε γι’ αυτά, ενώ για τον Πλάτωνα αυτό δεν ισχύει χωρίς να απορριφθεί συλλήβδην η θεωρία των Ιδεών ως μοναδικές οντότητες.

Είναι επομένως τα σημαινόμενα καθολικά; Όταν εμείς οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε μία λέξη καταλαβαίνουμε όλοι το ίδιο πράγμα; Και αν ναι, ποιο είναι αυτό; Είναι αντικειμε­νικό; Είναι αντικείμενο αίσθησης ή πρέπει να δούμε νοητικά την Ιδέα; Το ΕΤΑ, η ένσταση δηλαδή του ίδιου του Πλά­τωνα απέναντι στη θεωρία του, ίσως μας βοηθά να κατα­νοήσουμε τι σημαίνει νόημα και συναντίληψη αλλά, ταυτό­χρονα, και χάσμα, ανοησία και αστοχία στην επικοινωνία. Αν το ΕΤΑ σώζεται, αν οι Ιδέες είναι όντως πολλαπλές, αυ­τό ίσως και να εξηγεί την πολλαπλότητα των σημαινομένων στον καθημερινό μας λόγο και τον τρόπο που αυτή επενερ­γεί στη διαμόρφωση των σχέσεων και της πραγματικότητας.
------------------------------
[1] Πλάτωνος Διάλογοί. Παρμενίδης., μτφρ. Η. Λάγιος, Αθήνα: Ζαχαροπουλος, 1954.

[2] Gill, M. L., “Problems for Forms”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 193.

[3] Vlastos, G., “The Third Man Argument in the Parmenides”, The Phi­losophical Review, Vol. 63, Νο 3, 1954, σ. 349.

[4] Cohen, S. M., “The Logic of the Third Man”, The Philosophical Re­view, Vol. 80, Νο 4, 1971, σ. 448.

[5] Vlastos, G., ό.π., σσ. 320-1.

[6] Ό.π., σσ. 324-5.

[7] Hansen, M. J., “Plato’s Parmenides: Interpretations and Solutions to the Third Man”, Aporia, Vol. 20, Νο 1, 2010, σ. 67.

[8] Hansen, M. J., ό.π., σ. 66-7.

[9] Vlastos, G., “Plato’s ‘Third Man’ Argument (Parm. 132a1-B2): Text And Logic”, The Philosophical Quarterly, Vol. 19, No. 77, 1969, σ. 292.

[10] Gill, M. L., ό.π., σ. 190

[11] «οἱ δὲ τὰς ἰδέας αἰτίας τιθέμενοι πρῶτον μὲν ζητοῦντες τωνδὶ τῶν ὄντων λαβεῖν τὰς αἰτίας ἕτερα τούτοις ἴσα τὸν ἀριθμὸν ἐκόμισαν, ὥσπερ εἴ τις ἀριθμῆσαι βουλόμενος ἐλαττόνων μὲν ὄντων οἴοιτο μὴ δυνήσεσθαι, πλείω δὲ ποιήσας ἀριθμοίη (σχεδὸν γὰρ ἴσα –ἢ οὐκ ἐλάττω– ἐστὶ τὰ εἴδη τούτοις περὶ ὧν ζητοῦντες τὰς αἰτίας ἐκ τούτων ἐπ᾽ ἐκεῖνα προῆλθον: καθ᾽ ἕκαστον γὰρ ὁμώνυμόν τι ἔστι καὶ παρὰ τὰς οὐσίας, τῶν τε ἄλλων ἔστιν ἓν ἐπὶ πολλῶν, καὶ ἐπὶ τοῖσδε καὶ ἐπὶ τοῖς ἀϊδίοις): ἔτι δὲ καθ᾽ οὓς τρόπους δείκνυμεν ὅτι ἔστι τὰ εἴδη, κατ᾽ οὐθένα φαίνεται τούτων: ἐξ ἐνίων μὲν γὰρ οὐκ ἀνάγκη γίγνεσθαι συλλογισμόν, ἐξ ἐνίων δὲ καὶ οὐχ ὧν οἰόμεθα τούτων εἴδη γίγνεται. κατά τε γὰρ τοὺς λόγους τοὺς ἐκ τῶν ἐπιστημῶν εἴδη ἔσται πάντων ὅσων ἐπιστῆμαι εἰσί, καὶ κατὰ τὸ ἓν ἐπὶ πολλῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων, κατὰ δὲ τὸ νοεῖν τι φθαρέντος τῶν θαρτῶν: φάντασμα γάρ τι τούτων ἔστιν. ἔτι δὲ οἱ ἀκριβέστεροι τῶν λόγων οἱ μὲν τῶν πρός τι ποιοῦσιν ἰδέας, ὧν οὔ φαμεν εἶναι καθ᾽ αὑτὸ γένος, οἱ δὲ τὸν τρίτον ἄνθρωπον λέγουσιν. ὅλως τε ἀναιροῦσιν οἱ περὶ τῶν εἰδῶν λόγοι ἃ μᾶλλον εἶναι βουλόμεθα οἱ λέγοντες εἴδη τοῦ τὰς ἰδέας εἶναι:

συμβαίνει γὰρ μὴ εἶναι τὴν δυάδα πρώτην ἀλλὰ τὸν ἀριθμόν, καὶ τὸ πρός τι τοῦ καθ᾽ αὑτό, καὶ πάνθ᾽ ὅσα τινὲς ἀκολουθήσαντες ταῖς περὶ τῶν ἰδεῶν δόξαις ἠναντιώθησαν ταῖς ἀρχαῖς. ἔτι κατὰ μὲν τὴν ὑπόληψιν καθ᾽ ἣν εἶναί φαμεν τὰς ἰδέας οὐ μόνον τῶν οὐσιῶν ἔσται εἴδη ἀλλὰ πολλῶν καὶ ἑτέρων (καὶ γὰρ τὸ νόημα ἓν οὐ μόνον περὶ τὰς οὐσίας ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἄλλων ἐστί, καὶ ἐπιστῆμαι οὐ μόνον τῆς οὐσίας εἰσὶν ἀλλὰ καὶ ἑτέρων, καὶ ἄλλα δὲ μυρία συμβαίνει

τοιαῦτα): κατὰ δὲ τὸ ἀναγκαῖον καὶ τὰς δόξας τὰς περὶ αὐτῶν, εἰ ἔστι μεθεκτὰ τὰ εἴδη, τῶν οὐσιῶν ἀναγκαῖον ἰδέας εἶναι μόνον. οὐ γὰρ κατὰ συμβεβηκὸς μετέχονται ἀλλὰ δεῖ ταύτῃ ἑκάστου μετέχειν ᾗ μὴ καθ᾽ ὑποκειμένου λέγεται (λέγω δ᾽ οἷον, εἴ τι αὐτοδιπλασίου μετέχει, τοῦτο καὶ ἀϊδίου μετέχει, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκός: συμβέβηκε γὰρ τῷ διπλασίῳ ἀϊδίῳ εἶναι), ὥστ᾽ ἔσται οὐσία τὰ εἴδη: ταὐτὰ δὲ ἐνταῦθα οὐσίαν σημαίνει κἀκεῖ.»

[12] Shields, Ch., “Learning about Plato from Aristotle”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 405-6.

[13] Gill, M. L., ό.π., σ. 190-1.

[14] Eco, U., Le signe : histoire et analyse d’un concept, adapte de l’italien par J.-M. Klinkenberg, Bruxelles: Labor, 1988, σ. 189-92.

[15] Hales, S. D., “The Recurring Problem of the Third Man”, Auslegung Vol. 17, No. 1, 1991, σ. 67.

[16] Sedley, D., “Plato on Language”, in H. Benson (ed.) A Companion to Plato, Oxford: Blackwell, 2006, σ. 226. Βλ. Κρατ. 409a: «τω Δωρικω τις ονόματι χρωτο -‘άλιον’ γάρ καλούσιν οί Δωριης- ‘άλιος’ ουν ειη μεν αν κατά το αλίζειν εις ταυτον τους ανθρώπους επειοάν ανατείλη, ειη ο αν και τω περί την γην αει είλειν ιών, εοίκοι ο αν και οτι ποικίλλει ιων τά γιγνομενα εκ της γης: το οε ποικίλλειν και αίολειν ταυτόν.»

[17] Rastier, F., Arts et sciences du texte, Paris: P.U.F., σσ. 36-7..

[18] Eco, U., Semiotique et philosophie du langage, trad. M. Bouzaher, Paris: Quadrige/P.U.F. 2001, σ. 66..

[19] During, I., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και Ερμηνεία της Σκέψης του, τ. Β', μτφρ. Α. Γεωργίου Κατσιβέλα, Αθήνα: ΜΙΕΤ: 1994, σσ. 425-9.

Είστε και οι δύο καλοί άνθρωποι, αλλά είστε καλοί ο ένας για τον άλλο;

Ένα από τα πιο δύσκολα μαθήματα για τις σχέσεις που μπορεί να μάθει οποιοσδήποτε από εμάς, είναι ότι μπορείς να έχεις μπροστά σου δύο καλούς ανθρώπους, που όμως δεν είναι καλοί ο ένας για τον άλλον ή δεν ταιριάζουν.

Ακούμε πολλές φορές τους ανθρώπους να λένε γιατί κράτησαν μαζί τους ένα λάθος άτομο για πάρα πολύ καιρό. Ενώ αυτός είναι υπέροχος με τα παιδιά του, κάτι που είναι σημαντικό σε μία οικογένεια να είναι κάποιος καλός γονιός, όμως το να είναι καλός πατέρας δεν τον κάνει αυτόματα και καλό σύζυγο.

Πώς, λοιπόν, ξέρετε ότι εσείς και ο σύντροφός σας είστε καλοί για να γίνετε ένα καλό και αρμονικό ζευγάρι;

Εδώ είναι 12 σήματα που πρέπει να προσέξετε για να δείτε ότι δεν είστε μόνο καλοί για τους άλλους, αλλά και καλά μαζί:

1: Νιώθετε μια αίσθηση γαλήνης κοντά στον σύντροφό σας.

Είναι ένα σημείο που παραβλέπεις τραγικά. Μιλάμε συχνά για το πάθος, την περιπέτεια, την οικειότητα και τον ενθουσιασμό στη σχέση σας… αλλά αυτό που είναι (μερικές φορές) ακόμα πιο σημαντικό είναι η αίσθηση γαλήνης γύρω από τον σύντροφό σας.

Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;

Σημαίνει ότι το να είσαι κοντά στον έρωτά σου ο άλλος εκπέμπει μια ηρεμία και σιγουριά. Δεν νιώθεις άγχος, άγχος ή ένταση όταν είσαι μαζί τους, αλλά μία γαλήνη. Νιώθεις χαλαρός και φυσικός.

Φανταστείτε να προσπαθείτε να περάσετε τη ζωή σας με κάποιον που σας δίνει πάντα αιχμές — και όχι απαραιτήτως επίτηδες.

Αυτό μπορεί να πηγάζει από τεράστιες διαφορές στις κοσμοθεωρίες και τα συστήματα αξιών σας. Γνωρίζετε ότι εσείς και ο σύντροφός σας πρόκειται να διαφωνήσετε σε αποφάσεις ή ότι πρόκειται να αποδοκιμάσει μια από τις συνήθειές σας, επομένως ανησυχείτε συνεχώς για να κάνετε αυτό που σας φαίνεται φυσιολογικό.

Πώς μπορείς να προσφέρεις πλήρως τον εαυτό σου σε αυτό το άτομο και σε αυτή τη σχέση, αν ξέρεις ότι έτσι θα είναι η ζωή σου;

Δεν μπορείς.

2: Μοιράζεστε παρόμοιες αξίες και κοσμοθεωρίες.

Αυτό ήταν πάντα σημαντικό, αλλά πιστεύω ότι είναι τώρα περισσότερο από ποτέ.

Τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι άρχισαν να βάζουν τις πολιτικές τους απαιτήσεις στα προφίλ γνωριμιών τους.

“Πέστε μου τι ψηφίσατε”

Ενώ η πολιτική είναι πάντα ένα διχαστικό θέμα, η «πλευρά του διαδρόμου» στην οποία βρίσκεστε έχει γίνει ένα άμεσο έναυσμα για τους απέναντι.

Μα γιατί;

Πιστεύω ότι αρχίσαμε να επιλέγουμε ένα στρατόπεδο ως ένδειξη των αξιών και των πεποιθήσεών μας. Αν και δεν πιστεύω σε κατηγορίες ή ετικέτες, φαίνεται ότι κάνουμε γενικές υποθέσεις για το σύστημα αξιών κάποιου με βάση τον τρόπο που ψηφίζει.

Αν και δεν είναι πάντα ακριβές, απλώς μεγεθύνει την προσοχή που δίνεται στο πώς βλέπουν οι άνθρωποι τον κόσμο. Ο τρόπος που ψηφίζετε αντικατοπτρίζει τον τρόπο που σκέφτεστε.

Είτε πρόκειται για κοινωνικά αίτια, επιχειρηματικούς κανονισμούς, κυβερνητικές υπερβολές, μετανάστευση, έλεγχο των όπλων, εκπαίδευση… ή οποιοδήποτε από τα εκατομμύρια άλλα θέματα που επηρεάζονται από την πολιτική, η υποκείμενη αλήθεια είναι ότι είναι σημαντικό να βλέπει κανείς τα μάτια με τα μάτια σε πολλά από αυτά τα ζητήματα. συμβατότητα.

Ναι, προφανώς μπορείτε (και πρέπει) να διαφωνήσετε με τον σύντροφό σας σε πράγματα. Δεν πρόκειται για την εύρεση ενός αντιγράφου σας.

Ωστόσο, εάν είστε κατηγορηματικά αντίθετοι σε κάτι που υποστηρίζουν ολόψυχα και ότι «κάτι» επηρεάζει τον τρόπο ζωής τους με τρόπο που δεν είναι συμβατός με τον δικό σας, τα δύο θα είναι πολύ μακριά για να συνδυάζονται μεταξύ τους.

3: Μπορείτε να είστε πλήρως ο εαυτός σας μαζί του.

Τα ζευγάρια που είναι πραγματικά συμβατά αγαπούν και αποδέχονται ο ένας τον άλλον όπως είναι χωρίς να προσπαθούν να τους αλλάξουν. Όταν νιώθετε αυτή την αληθινή και απεριόριστη ελευθερία, είναι ένα σημάδι ότι είστε με το κατάλληλο άτομο που ταιριάζει πραγματικά για εσάς, επειδή σας αγαπάει γι’ αυτό που είστε, που περιλαμβάνει τα ελαττώματα, τις ελλείψεις και τις ανασφάλειές σας.

(Δεν πειράζει, τα έχουμε όλοι ).

Μπορείτε να είστε πλήρως ανοιχτοί και ειλικρινείς με τον σύντροφό σας σχετικά με τα θέλω, τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τα συναισθήματα, τους φόβους και τους στόχους σας — επειδή ξέρετε ότι σας αγαπούν και σας αποδέχονται για αυτό που πραγματικά είστε.

4: Έχετε κοινά οράματα και στόχους για το μακρινό μέλλον σας.

Εάν βρίσκεστε σε μια μονογαμική σχέση ενηλίκων που σκοπεύετε να διατηρήσετε μακροπρόθεσμα, τότε πρέπει να κοιτάξετε μακροπρόθεσμα.

Δεν υπάρχει τίποτα κακό με τον τρόπο που επιλέγετε να ζήσετε τη ζωή σας. Αυτή είναι δική σας απόφαση και μόνο δική σας.

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι αποφάσεις σας θα είναι συμβατές με τις αποφάσεις κάποιου άλλου.

Αυτό που ήθελαν αυτοί οι δύο για το μέλλον τους ήταν εντελώς διαφορετικό. Αυτό σημαίνει ότι, αναπόφευκτα, θα υπάρξει μια διχάλα στον δρόμο που θα χωριστούν.

Μπορεί να μην είναι αύριο, ή ακόμα και σε ένα χρόνο από τώρα, αλλά θα αυξηθεί τελικά και οι διαφορές στον τρόπο ζωής και στους στόχους θα είναι πολύ μεγάλες για να αγνοηθούν.

Για να χτίσεις ένα μέλλον με κάποιον, πρέπει τουλάχιστον να έχεις παρόμοιες απόψεις για το πώς θα μοιάζει αυτό το μέλλον. Εάν όχι, θα κουράζεστε για τα επόμενα χρόνια (ή μέχρι να αποφασίσει κάποιος από εσάς να φύγει).

5: Μαλώνετε, αλλά το πως έχει σημασία και χωρίς να κρατάτε τα συναισθήματά σας κλειδωμένα.

Νομίζετε ότι η λογομαχία είναι σημάδι συμβατότητας;

Λοιπόν, κάπως ναι. Και να γιατί:

Η συμβατότητα σάς δίνει τη δυνατότητα να είστε ανοιχτοί και ειλικρινείς μεταξύ σας. Επιδιώκετε να καταλάβετε ο ένας τον άλλον με νέους τρόπους και δεν κρύβετε πράγματα ο ένας από τον άλλον.

Αυτό σημαίνει να είσαι ανοιχτός με τα συναισθήματά σου, είτε είναι καλά είτε κακά.

Όταν δύο άνθρωποι είναι ανοιχτοί και ειλικρινείς, φυσικά θα προκύψουν διαφωνίες.

Η εναλλακτική είναι να κρατάτε τα συναισθήματά σας κλειδωμένα, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί σε έκρηξη, τελικά.

Αυτός είναι ο λόγος που ο καυγάς μπορεί να είναι ένα υγιές μέρος μιας σχέσης, σας δίνει την ευκαιρία να βρείτε μια μέση λύση και μια λύση σε κάτι που ενοχλεί έναν (ή και τους δύο) από εσάς. Το να κρύβετε τα συναισθήματά σας και να τα κρατάτε εμφιαλωμένα είναι ανθυγιεινό και ένα σημάδι ότι δεν μπορείτε να εμπιστευτείτε τον εαυτό σας ή τον σύντροφό σας να τα μοιραστείτε.

Το πώς μαλώνετε, όμως, είναι το κλειδί.

Εάν κάθε συζήτηση που κάνετε μετατρέπεται σε ένα ουρλιαχτό αγώνα όπου κάποιος τραυματίζεται ή/και τίποτα δεν επιλύεται, αυτό είναι σαφώς ένα κακό σημάδι και σηματοδοτεί ασυμβατότητα.

Από την άλλη πλευρά, εάν μπορείτε να συζητήσετε φιλικά και ευγενικά το πρόβλημα ως ομάδα και να εργαστείτε για μια λύση , τότε σας δίνει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσετε οτιδήποτε μαζί και να ξέρετε ότι μπορείτε να το ξεπεράσετε.

6: Είστε περήφανοι που είστε ο ένας με τον άλλον.

Αν το άτομο με το οποίο είσαι δεν είναι περήφανο που είναι μαζί σου, τότε είσαι με το λάθος άτομο.

Αν δεν είσαι περήφανος που έχεις μαζί σου το άτομο με το οποίο βρίσκεσαι, τότε είσαι με το λάθος άτομο.

7: Τα πηγαίνετε καλά ο ένας με τις οικογένειες του άλλου.

Ναι, μια σχέση υπάρχει μεταξύ σας , αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η οικογένεια παίζει μεγάλο ρόλο και στις ζωές μας (κάποιες).

Εάν η οικογένειά σας είναι κοντά και εξακολουθείτε να περνάτε χρόνο μαζί τους, τότε είναι σημαντικό ο σύντροφός σας να συναναστρέφεται καλά μαζί τους ή τουλάχιστον να μπορεί να τα πάει καλά μαζί τους.

Γενέθλια, αργίες, ειδικές περιστάσεις — όλα θα αφορούν την οικογένειά σας, τη δική τους ή και τις δύο σας.

Είναι η ασυμβατότητα με μια οικογένεια για τη σχέση σας; Αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις και το πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η οικογένεια κάποιου στη ζωή του.

Ανεξάρτητα από το επίπεδο εμπλοκής, όμως, η συνεννόηση μεταξύ τους κάνει πάντα τα πράγματα πιο εύκολα.

8: Είστε σεξουαλικά συμβατοί.

Είμαστε όλοι ενήλικες εδώ, οπότε μπορούμε να παραδεχτούμε ότι μια υγιής και ευτυχισμένη σεξουαλική ζωή είναι ένα θεμελιώδες κομμάτι μιας μακροχρόνιας σχέσης.

Αυτό θα φαίνεται διαφορετικό για τον καθένα, επομένως το να παραμείνετε επικεντρωμένοι στην υγεία και την ευτυχία είναι το κλειδί. Το να βρείτε ό,τι φαίνεται για τη σχέση σας είναι το πιο σημαντικό.

Ωστόσο, η συμβατότητα σε αυτόν τον τομέα είναι πρωταρχικής σημασίας.

Εάν ο ένας από εσάς απολαμβάνει κάτι που ο άλλος αρνείται οπωσδήποτε να κάνει — τότε ο ένας από εσάς θα παραμείνει ευέλικτος μόνο για τόσο καιρό μέχρι να νιώσετε ότι οι ανάγκες σας δεν ικανοποιούνται.

Εάν δεν μπορείτε να δημιουργήσετε μια αμοιβαία ευχάριστη, μία εμπειρία που δεν μπορείτε να φανταστείτε και οι δύο για το υπόλοιπο της ζωής σας , τότε τελικά η συναισθηματική και σωματική σας σχέση θα αρχίσει να καταρρέει και θα απομακρυνθείτε ο ένας από τον άλλον, αντί να πλησιάζετε.

Δεν χρειάζεται να αγαπάτε τα ίδια πράγματα με τον σύντροφό σας, αλλά πρέπει να αναγνωρίζετε τις ανάγκες του όπως αναγνωρίζει και εκείνος τις δικές σας , γιατί ο πολύς χρόνος που περνάει από το να μην συναντηθεί κάποιος, θα προκαλέσει ένταση και δυσαρέσκεια.

9: Το σεξ ΔΕΝ είναι η πρώτη σας προτεραιότητα.

Ναι, πιστεύω ότι μια υγιής σεξουαλική ζωή βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα με τα πράγματα που κρατούν μια σχέση δυνατή. Όμως, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η κόλλα που κρατά μια σχέση μαζί.

Αν το σεξ είναι το μόνο που ψάχνεις, τότε μπορεί να το πετύχεις και χωρίς μονογαμία.

Το σεξ είναι προϊόν μιας ευτυχισμένης σχέσης, όχι η πηγή της ευτυχίας.

Θα πρέπει να προσπαθείτε για συναισθηματική σύνδεση και οικειότητα. Με αμοιβαία συνεισφορά. Προσθέτοντας αξία στη σχέση. Διασκεδάζουμε μαζί και έξω από την κρεβατοκάμαρα όχι μόνο σε αυτήν.

Αυτά είναι τα πράγματα που ενισχύουν τη συναισθηματική οικειότητα και που στη συνέχεια αυξάνει τη σωματική οικειότητα. Κάτι που, κατά ειρωνικό τρόπο, σημαίνει ότι η προτεραιότητα σε άλλα πράγματα έναντι του σεξ θα κάνει το σεξ πολύ καλύτερο.

Είναι win/win.

10: Ποτέ δεν αμφιβάλλεις για την αγάπη του συντρόφου σου.

Όταν κάποιος είναι σίγουρος για σένα, θα το καταλάβεις και θα το νιώσεις. Όταν δεν είναι, οι ενέργειές τους (ή η έλλειψη ενεργειών) θα σας αφήνουν πάντα να αναρωτιέστε.

11: Δίνετε προτεραιότητα ο ένας στον άλλον.

Ναι, έχουμε πολλές προτεραιότητες στη ζωή. Παιδιά, δουλειά, λογαριασμοί, δουλειές, υποχρεώσεις, οικογένεια…αλλά μέρος της επιλογής να βρίσκεσαι σε μια σχέση είναι να δώσεις προτεραιότητα και στον σύντροφό σου .

Οι συμβατοί σύντροφοι κατανοούν ο ένας τις ανάγκες του άλλου να ακούγονται, να τους βλέπουν και να δίνουν προτεραιότητα στη σχέση.

Καταλαβαίνουν ότι κάνει τον άλλον να νιώθει σημαντικός, εκτιμημένος και επιθυμητός. Εάν ένας (ή και οι δύο) σύντροφοι στερούνται αυτά τα συναισθήματα, θα αρχίσουν τελικά να απομακρύνονται για να προστατευτούν από το ράγισμα της καρδιάς και τον πόνο. Αυτό μπορεί να διαρκέσει αρκετά πριν σπάσει το κορδόνι μεταξύ σας.

12: Μεγαλώνετε και αναπτύσσεστε μαζί ως άτομα και ως ζευγάρι.

Αυτό είναι το μεγάλο πράγμα που δεν εξετάζουμε σχετικά με τη συμβατότητα δύο συντρόφων — γιατί είναι ρευστό. Δηλαδή, αλλάζει καθώς αλλάζουμε ως άνθρωποι με την πάροδο του χρόνου.

Μπορεί να είστε συμβατοί με κάποιον σήμερα , αλλά αν έχετε δεσμευτεί να μεγαλώσετε, να μάθετε, να εξελιχθείτε και να ευδοκιμήσετε μαζί σε αυτή τη ζωή…ίσως μετά από λίγα χρόνια οι συνήθειες, τα πρότυπα, οι προοπτικές θα φαίνονται απέραντα διαφορετικά σε σχέση με του άλλου.

Ξαφνικά, μια μέρα, θα συνειδητοποιήσετε ότι δεν είστε πλέον συμβατοί παρόλο που κάποτε ήσαστε.

Το κλειδί για να αποτραπεί αυτό; Η αμοιβαία ανάπτυξη.

Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να έχετε τα ίδια ενδιαφέροντα και να αναπτύσσεστε με τους ίδιους τρόπους στα ίδια μονοπάτια — αυτό δεν είναι ρεαλιστικό για δύο μεμονωμένους ανθρώπους.

Αυτό που σημαίνει, είναι ότι και οι δύο πρέπει να αναπτυχθείτε με τους δικούς σας τρόπους με την πάροδο του χρόνου.

Παραμένετε αφοσιωμένοι στη σωματική και ψυχική σας υγεία. Συνεχίζετε να επιδιώκετε τα πάθη, τα χόμπι και τα προσωπικά σας έργα. Ζεις σε ευθυγράμμιση με την ταυτότητα και τον σκοπό σου.

Τιμάτε το σώμα και το μυαλό σας τροφοδοτώντας το με το υψηλότερης ποιότητας καύσιμο που μπορείτε.

Τιμάτε τον σύντροφό σας υποστηρίζοντας την ανάπτυξή του όπως κάνουν και εκείνοι για εσάς.

Εάν είστε και οι δύο δεσμευμένοι να φτάσετε σε νέους υψηλούς στόχους και να εργαστείτε μαζί για να το κάνετε, απλά φανταστείτε πόσο μακριά μπορείτε να φτάσετε…

Αυτός είναι ο λόγος που οι σχέσεις είναι σαν μια ομάδα και οι ομάδες μένουν μαζί για να κερδίσουν το πρωτάθλημα της ζωής.

Όταν βρείτε λοιπόν κάποιον που είναι πραγματικά συμβατός με σας από κάθε άποψη, θα σας κάνει να συνειδητοποιήσετε γιατί δεν τα κατάφερε ποτέ με κανέναν άλλο.

Πορεία στη μαγεία

Είναι κύκλοι, είναι μοτίβα, είναι γεωμετρία, είναι χρώμα η πορεία μας στο χρόνο και στο χώρο. Πολλές φορές θα ήθελα να μπορώ να την περιγράψω με λόγια, μα δεν υπάρχουν.

Ποτέ δεν το βλέπεις όλο αυτό από την αρχή. Δεν αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος, το βάθος, την απεραντοσύνη, που κάποια στιγμή καταλαβαίνεις πως δεν έχει τέλος, δεν έχει τελικό προορισμό. Έχει μόνο αναχωρήσεις, αφίξεις, στάσεις, και όλα όσα μπορούν να χρωματίσουν το καθένα με τη σκοτεινή ή τη φωτεινή πλευρά της ζωής.

Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, λένε. Και έτσι είναι! Μόνο που είναι δύσκολο να καθορίσεις ακόμα και αυτήν την "αρχή", που αποφασίζεις, συνειδητά, πως είναι το μοναδικό πράγμα που οφείλεις να κάνεις: να τιμήσεις την ύπαρξή σου στο χρόνο, που δεν έχεις ιδέα πόσος θα είναι. Ξέρεις μόνο πως θέλεις και οφείλεις, με το ίδιο πάθος, την ίδια πειθαρχία και αφοσίωση ΚΑΙ στο καθήκον σου ΚΑΙ στην επιθυμία σου, να υπηρετήσεις.

Και ξεκινάς. Δύσκολα στην αρχή, όσο κι αν διαρκέσει αυτή η αρχή. Γιατί σ' αυτό το δρόμο που έχεις διαλέξει, δεν μετράει ο χρόνος ή οτιδήποτε άλλο με συνηθισμένους όρους.

Η πλάνη των προγραμμάτων που διαμορφώνουν τη θέασή σου φαίνονται αδιαπέραστα και τόσο πραγματικά που θεωρείς πως τίποτα δεν μπορεί να τα διασπάσει. Ένα βήμα μπρος και τρία πίσω. Πόνος, αδιέξοδα, καθώς ο νους κλονίζεται, μπερδεύεται, προσπαθεί με κάθε τρόπο να δραπετεύσει, να αποδείξει πως κυνηγάς χωρίς πυξίδα, πως προχωράς σε επικίνδυνα μονοπάτια.

Οι περισσότεροι κάπου εδώ τα παρατάνε. Σε όλα τα στάδια, πολλές φορές και με πολλούς τρόπους υπάρχουν άπειροι, αόρατοι πειρασμοί για να μας πείσουν είτε για την οπισθοχώρηση είτε για να ρίξουμε άγκυρα και να νομίζουμε πως έχουμε φτάσει στον προορισμό μας. Το να επιστρέψουμε στον κόσμο που ξέραμε, σ' αυτό το στάδιο, μοιάζει σωτήριο και η μοναδική επιλογή. Και έτσι πρέπει να είναι!

Αντέχεις όμως. Μια αόρατη δύναμη μέσα σου σε κρατάει σ' αυτό που φωνάζει μέσα σου ν' αναδυθεί. Πέφτεις, σηκώνεσαι, αναρωτιέσαι αν ο πόνος έχει πάτο κι αν τον έχεις φτάσει.

Και βγαίνει ο ήλιος, αυτός ο μαγικός ζωοδότης, που μεταμορφώνει τα πάντα στη λάμψη του. Κοιτάς πίσω σου όλα όσα πέρασες και αισθάνεσαι πως επιτέλους έπιασες στεριά. Μπορείς να σταματήσεις να κουνιέσαι, να ζαλίζεσαι και να αμφιβάλλεις. Όμως ο ήλιος θα ξαναδύσει, πολλές φορές. Κάθε αυγή θα μοιάζει ακόμα πιο όμορφη και κάθε νύχτα θα είναι λιγότερο σκοτεινή.

Μα η ψυχή σου είναι πολύ μεγαλύτερη από το μπόι σου και ο νους πολύ πιο βαθύς απ' ό,τι φαντάζεσαι πως μπορείς να ελέγξεις. Τη μεγαλύτερη καταιγίδα της ζωής σου δεν την περιμένεις ποτέ, δεν έχεις τρόπο να προετοιμαστείς γι' αυτήν λογικά, ούτε να την αποτρέψεις. Άλλωστε, τη ζήτησες! Επέλεξες το ύψιστο καθήκον και την βαθύτερη επιθυμία που μπορεί να αγγίξει ανθρώπου καρδιά.

Και δεν υπάρχει τρόπος να επιζήσεις. Πεθαίνεις! Και πρέπει να αναδυθείς από τις στάχτες σου, αν θέλεις να ζήσεις. Χωρίς τίποτα: χωρίς εγγυήσεις, χωρίς δεκανίκια, χωρίς ψεύτικες υποσχέσεις, χωρίς κανένα προσωρινό απόκτημα, ούτε καν τη γνώση που κοπίασες για να κατακτήσεις όλο το προηγούμενο διάστημα. Μόνος, γυμνός, ευάλωτος, κανένας... τίποτα!

Μα οι κύκλοι, τα μοτίβα, η γεωμετρία, το χρώμα, όλα αλλάζουν καθώς αναδημιουργούνται από την αρχή. Μια αρχή που κάνει όλες τις προηγούμενες να μοιάζουν προθέρμανση, άσκηση, για να φτάσεις σε αυτό εδώ το σημείο "μηδέν". Και δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν υπάρχει αμνησία. Δεν υπάρχει προσποίηση, φόβος, δειλία, αλαζονεία, έπαρση, εγωισμός.

Υπάρχει ο άγρυπνος παρατηρητής που σε συντροφεύει πάντα και παρακολουθεί/καταγράφει την κάθε σου κίνηση για να σου προσφέρει τη σοφή του επίγνωση. Υπάρχει η αλάνθαστη διάκριση που σε καθοδηγεί και σε κρατάει σε ισορροπία. Υπάρχει η καρδιά που τίποτα πια δεν την τρομάζει, δεν την κλείνει, δεν την παρασύρει. Υπάρχουν οι άλλοι που δεν είναι πλέον απέναντι, εχθροί, ξένοι, μα κομμάτια του Είναι σου, εκφράσεις τις καρδιάς σου, συμμέτοχοι στον κόσμο σου.

Το ξέρεις πλέον πως έχεις πολύ δρόμο ακόμα μπροστά σου. Έχεις όμως αλλάξει τους κανόνες του χρόνου. Δεν δεσμεύεσαι πια ούτε δειλιάζεις να κοιτάξεις προς όλες τις κατευθύνσεις, ισότιμα και με σταθερή ταπεινότητα, ορίζοντας τη βούλησή σου.

Και η μαγεία δεν περιγράφεται! Οι στιγμές μέσα στην απλότητα, όπου ο χρόνος ενώνεται και σταματά, βρίσκονται έξω από τα πεδία που πριν αντιλαμβανόσουν και κανένας δεν μπορούσε να σου εξηγήσει. Μόνο δέος, ευγνωμοσύνη, ακούραστη διάθεση να μάθεις, να διεισδύσεις και να πετάξεις πέρα από τα όρια του γνωστού κόσμου. Με αθωότητα και πάθος μαζί, που τώρα όμως χρωματίζονται με συνείδηση.

Ζεις! Μοναδικά, αυθεντικά, με συμπόνια μα και σοφία τη ζωή σου, κι ας φαίνονται όλα όσα είσαι απατηλά, ίδια, συνηθισμένα, στους πολλούς. Δεν ανήκετε όμως στον ίδιο κόσμο, και δεν το μαρτυρά η όψη σου. Το μεταφέρει όμως η ενέργειά σου, σε πεδία που δεν γίνονται αντιληπτά, μα εσύ βλέπεις την επίδρασή τους.

Τώρα, δεν έχει σημασία αν θα συνεχίσεις να ζεις. Γιατί ζεις, το κάθε μοναδικό λεπτό, με απόλυτη αφοσίωση, με όλες σου τις αισθήσεις, έχοντας δαμάσει και επανεκπαιδεύσει το νου σου να σε υπηρετεί. Και κάθε ηλιοβασίλεμα σημαίνει τον επικείμενο γαλήνιο θάνατό σου και κάθε δύση φανερώνει μια νέα μεγαλόπρεπη αρχή...

Μεταφυσικές Θεωρήσεις

Μεταφυσική είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας που προσπαθεί να ερμηνεύσει την φύση της πραγματικότητας του όντος και του κόσμου. Το όνομά της αντλεί την προέλευσή του από το έργο Μετά τα φυσικά του Αριστοτέλη.

Η μεταφυσική θέτει ερωτήματα όπως τα παρακάτω:

- Ποια είναι η φύση της πραγματικότητας;
- Ποια είναι η θέση της ανθρωπότητας στο σύμπαν;
- Είναι η αντίληψη των χρωμάτων αντικειμενική ή υποκειμενική;
-Υπάρχει ο κόσμος εκτός του νου μας;
- Ποια είναι η φύση των πραγμάτων, των γεγονότων, του χώρου (τόπων);

Βασικός κλάδος της μεταφυσικής είναι η οντολογία, η έρευνα σχετικά με το τι όντα (πράγματα) υπάρχουν στον κόσμο και ποιες είναι οι μεταξύ τους σχέσεις. Ο μεταφυσικός επίσης προσπαθεί να διερευνήσει τα νοητικά μοντέλα μέσω των οποίων οι αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι τον κόσμο, συμπεριλαμβάνοντας την ύπαρξη, την έννοια του σκοπού, τις ιδιότητες των πραγμάτων, τον χώρο, τον χρόνο, την αιτιότητα και την πιθανότητα.

Σε πρόσφατους χρόνους, ο όρος «μεταφυσική» έχει επίσης χρησιμοποιηθεί με κάποια χαλαρότητα, αναφερόμενος σε θέματα που είναι πέρα από τον φυσικό κόσμο. Ένα βιβλιοπωλείο μεταφυσικής, για παράδειγμα, δεν είναι κάποιο που εμπορεύεται βιβλία οντολογίας, αλλά κυρίως κάποιο που πουλάει βιβλία για πνεύματα, θέματα πίστης, τις δυνάμεις των κρυστάλλων, αποκρυφισμό και άλλα παραπλήσια αντικείμενα.

Πριν από την ανάπτυξη της μοντέρνας επιστήμης, οι επιστημονικές ερωτήσεις ετίθεντο ως τμήμα της μεταφυσικής, γνωστής ως «φυσική φιλοσοφία». Ο όρος «επιστήμη» από μόνος του, σήμαινε «γνώση». Η επιστημονική επανάσταση ωστόσο, μετέτρεψε την φυσική φιλοσοφία σε μία εμπειρική και πειραματική δραστηριότητα, διάφορη από την υπόλοιπη φιλοσοφία, και στο τέλος του 18ου αιώνα, άρχισε να ονομάζεται «επιστήμη» για να διαχωριστεί από τη φιλοσοφία.

Έτσι, η μεταφυσική κατέληξε να αποτελεί τον φιλοσοφικό εκείνο τομέα, που προοριζόταν για την εξέταση θεμάτων πέρα από τον φυσικό κόσμο. Η φυσική φιλοσοφία και η επιστήμη μπορούν ακόμα να θεωρηθούν ως θέματα της μεταφυσικής, εάν ο ορισμός της «μεταφυσικής» συμπεριλαμβάνει εμπειρικές ερμηνείες.

Η μεταφυσική είναι ένας κλάδος της φιλοσοφίας που αποτελείται από την οντολογία και την κοσμολογία. Με την "ασθενή" έννοια, ο όρος μεταφυσική χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στις διάφορες New Age, μη-εμπειρικές ιδέες όπως ότι η ενέργεια (τσι, πράνα) εναρμονίζεται, ισορροπείται, ευθυγραμμίζεται, ξεμπλοκάρεται κλπ. Αν και η μεταφυσική με την "ασθενή" έννοια είναι η πιο συχνή στο Λεξικό του Σκεπτικιστή, εδώ ασχολούμαστε με την "ισχυρή" έννοια του όρου.

Ο όρος "μεταφυσική" συχνά χρησιμοποιείται για ν' αναφερθεί σε ιδέες και θεωρίες ως προς το τι είδους υπάρξεις είναι πραγματικές, τη φύση αυτών των υπάρξεων και των εννοιών και της γλώσσας που χρησιμοποιούμε για να σκεφτούμε, να μιλήσουμε ή να γράψουμε γι' αυτές τις υπάρξεις. Για παράδειγμα μια θεωρία του νου θα είναι μια μεταφυσική θεωρία που ασχολείται με νοητικά φαινόμενα και έννοιες όπως η αντίληψη, η ιδέα, η συνείδηση, η μνήμη, η πρόθεση, το κίνητρο, η λογική κλπ. Παρ' ολ' αυτά, τυπικά ο όρος "μεταφυσική" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει πιο ευρείες θεωρίες της πραγματικότητας, και για πιο ευρεία θέματα που αφορούν στη φύση της πραγματικότητας.

Γιατί υπάρχει το κάτι και όχι το τίποτα; Υπάρχει ελεύθερη βούληση ή όλες οι πράξεις καθορίζονται από αίτια; Δημιουργήθηκε το Σύμπαν ή υπήρχε πάντα; Υπάρχουν πνευματικές οντότητες; Υπάρχει ζωή μετά θάνατον; Ποιά είναι η φύση του Σύμπαντος, της ουσίας, της αιτιότητας κλπ; Όλες αυτές είναι μεταφυσικές ερωτήσεις.

Οι περισσότεροι φιλόσοφοι θα συμφωνούσαν πως οι μεταφυσικοί ισχυρισμοί δεν είναι επιστημονικοί ισχυρισμοί και πως αντιφατικοί μεταφυσικοί ισχυρισμοί δεν μπορούν να ελεγχθούν εμπειρικά ώστε να εξακριβωθεί ποιός είναι ψευδής. Για παράδειγμα ο υλισμός και ο δυϊσμός είναι αντιφατικοί αλλά και οι δύο θεωρίες είναι συνεπείς με την εμπειρία και δεν υπάρχει κάποιο εμπειρικό γεγονός που να μπορεί να διαψεύσει κάποιον απ' τους δύο.

Συχνά λέγεται πως η σύγχρονη φιλοσοφία άρχισε με τον Καρτέσιο, όταν αυτή άρχισε να εστιάζει σε επιστημολογικές ερωτήσεις, δηλαδή ερωτήσεις σχετικά με την προέλευση, τη φύση και τα όρια της γνώσης. Οι μεταφυσικές εικασίες σχετικά με τα είδη της πραγματικότητας, που κάποτε επικρατούσαν στη δυτική φιλοσοφία, άρχισαν σταδιακά να δίνουν τη θέση τους σε προσεκτικές αναλύσεις για το τι μπορεί να λεχθεί λογικά για την πραγματικότητα, δεδομένων αυτών που ξέρουμε για το πως βιώνουμε την πραγματικότητα και το πως παράγουμε ιδέες για την πραγματικότητα.

Οι φιλόσοφοι προτάσσουν διάφορους λόγους υπέρ κάποιας μεταφυσικής θεωρίας. Κάποιος πιστεύει πως η θεωρία κάποιου είναι πιο συνεπής από μια άλλη θεωρία, ή ότι οι πεποιθήσεις κάποιου έχουν περισσότερη επεξηγηματική δύναμη ή απαιτούν λιγότερες υποθέσεις. Μερικοί αντιλέγουν πως οι μεταφυσικές τους πεποιθήσεις "κολλάνε" καλύτερα με ότι είναι γνωστό από άλλους κλάδους όπως η επιστήμη, η ιστορία ή η ψυχολογία. Κάποιοι επικρίνουν αντίπαλες θεωρίες ως είναι πολύ "τραβηγμένες": πιθανές αλλά αστήρικτες.

Μερικοί υπερασπίζουν τις μεταφυσικές τους ιδέες με το να επικαλούνται τις συνέπειες των ιδεών τους: πχ δίνουν ελπίδα για μια μεταθανάτια ζωή ή δίνουν νόημα στην ύπαρξη. Άλλοι ισχυρίζονται πως τέτοιες σκοπιμότητες είναι άσχετες με την αλήθεια των ισχυρισμών και υποδεικνύουν πως οι ιδέες αυτές στηρίζονται περισσότερο σε επιθυμίες παρά σε καλές λογικές αιτίες.

Μιας και οι συνεκτικές μεταφυσικές ιδέες δεν μπορούν να διαψευσθούν, μερικές φορές υποστηρίζεται πως οι φιλόσοφοι εμμένουν στις μεταφυσικές τους θεωρίες περισσότερο λόγω προσωπικής ιδιοσυγκρασίας και ταπεραμέντου παρά δεδομένων και αποδείξεων.

Ορισμένοι θεωρούν ότι η μεταφυσική αντανακλά το "υψηλότερο" στην ανθρώπινη φύση, την ώθηση να καταλάβουμε τη φύση και το Σύμπαν μέσα στα οποία βρίσκουμε τον εαυτό μας, καθώς προχωρούμε προς το αναπόφευκτο τέλος μας. Άλλοι θεωρούν τη μεταφυσική , ειδικά τις μεταφυσικές εικασίες σχετικά με μη-εμπειρικές και υπερβατικές πραγματικότητες, λίγο πολύ...αρλούμπες. Ίσως ο Καντ να είχε δίκιο όταν είπε πως αν και δεν μπορούμε ποτέ να ελπίζουμε ν' απαντήσουμε τις μεταφυσικές μας ερωτήσεις, δεν μπορούμε να μην τις ρωτάμε έτσι κι' αλλιώς.

Η μεταφυσική θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί την περισσότερο παρεξηγημένη έννοια, αφού ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά τη σημασία του όρου αυτού. Έτσι, κάποιοι θα την ταυτίσουν με την παραψυχολογία, ενώ άλλοι θα αναγνωρίσουν σε αυτή άσκοπες και κενές θεωρίες φανταστικών διαστάσεων. Στην πραγματικότητα, η μεταφυσική είναι ένας τομέας φιλοσοφικού στοχασμού, που σκοπό έχει να ανακαλύψει και να μελετήσει την ουσία και την απόλυτη αρχή των πραγμάτων που κινούν τη φύση. Για ορισμένες μεταφυσικές θεωρίες όμως, οι αρχές αυτές δεν βρίσκονται παρά μονάχα σε αυτό που στέκει αόρατο μέσα στο σύμπαν. Και ως εκ τούτου, μια πολύπλοκη κοσμική ιεραρχία από οντότητες και δυνάμεις περιγράφτηκαν από τους ερευνητές του άυλου κόσμου, οι οποίες, αν και μακριά από τη γνώση μας, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο μέσα στο φυσικό γίγνεσθαι.

Το ανεξήγητο και το υπερφυσικό ασκούσαν στον άνθρωπο μια ιδιαίτερη γοητεία σε όλη τη διαδρομή της ιστορίας του. Οι προγονικές γενιές το λάτρεψαν. Πολλές αρχέγονες κοινωνίες, μέχρι και σήμερα, έχουν στηρίξει πάνω στη λατρεία του υπερφυσικού τις αξίες τους, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό τους. Το ανεξήγητο και το υπερφυσικό είχαν συνδεθεί από καταβολής του ανθρώπου με τη θρησκεία, σε όλες τις μορφές της. Φιλοσοφίες και κοσμοθεωρίες, αρχής γενομένης από τον Αριστοτέλη, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τα «μετά τα φυσικά» φαινόμενα, εντάσσοντάς τα στη λογική και την εμπειρία. Αργότερα, με την επιβολή του, ο χριστιανισμός αφομοίωσε τα ρεύματα που προύπήρχαν στις δικές του δοξασίες και διδαχές. Έτσι, σιγά σιγά, το υπερφυσικό και το ανεξήγητο ξεχάστηκαν κάτω από τα αδιάψευστα συμπεράσματα της επιστήμης και η επικράτηση του ορθολογισμού στο δυτικό πολιτισμό εξαφάνισε κάθε είδους ανησυχία. Οτιδήποτε, πριν από τους δυο παγκόσμιους πολέμους, εθεωρείτο μη εξηγήσιμο, ήταν άνευ ενδιαφέροντος. Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν τα τελευταία χρόνια…

Ο κλάδος της φιλοσοφίας που κα­λείται μεταφυσική πήρε το όνομά του από το έργο του Αριστοτέλη Μετά τα Φυσικά. Το έργο αυτό αποτελείται από μικρότερα έργα, που δεν έχουν γραφεί όλα την ίδια εποχή. Αργότερα οι σχολιαστές των έργων του Αριστοτέλη έδωσαν σ' αυτή τη συλλο­γή τον τίτλο Μετά τα Φυσικά, γιατί στον κατάλογο των έργων του την τοποθέτησαν ύστερα από το βιβλίο του με τον τίτλο Φυ­σικά. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης ονομάζει τη φιλοσοφία που αναπτύσσεται σ' αυτό το έργο "πρώτη φιλοσοφία", αναγνωρίζοντας τον κεντρικό και ουσιώδη χαρακτήρα. Ο όρος "μεταφυσική" υπονοεί ότι ο κλά­δος αυτός της φιλοσοφίας ασχολείται με ερωτήματα -όπως αυτά που αναφέραμε στο πρώτο κεφαλαίο του βιβλίου-που βρί­σκονται πέρα από τα όρια της φυσικής. Η "πρώτη φιλοσοφία" του Αριστοτέλη μάς επιτρέπει να διερευνήσουμε τέτοια ερωτή­ματα, αφού ασχολείται με το ον στην καθο- λικότητά του, σε αντίθεση με τις επιμέρους επιστήμες που εξετάζουν όψεις ή μέρη του όντος. Είναι σχεδόν γενικά αποδεκτό ότι το κυριότερο ερώτημα της μεταφυσικής εί­ναι το "τι είναι το ον". Με το ερώτημα αυ­τό εννοούμε συνήθως "τι υπάρχει" και, ειδικότερα, ποια είναι τα βασικά είδη των όντων που υπάρχουν και μέσω ποιων γνω­ρισμάτων τα διακρίνουμε και τα κατηγορι­οποιούμε. Έτσι η μεταφυσική φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό οντολογία.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Ἀλλοίωσις ή ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ;

Όσο και αν φαίνεται περίεργο, αυτό το σημαντικό θέμα ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει διερευνηθεί με κάθε λεπτομέρεια, μολονότι τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας - πρώιμης και μεταγενέστερης - περιέχουν αφθονία χωρίων που αναφέρονται συγκεκριμένα σ’ αυτό, ή το προσεγγίζουν με τρόπο γενικό και έμμεσο. Οι αρχαίοι ελληνικοί όροι γι’ αυτό το είδος της μεταβολής είναι ουσιαστικά ἀλλοίωσις ή ἑτεροίωσις, καθώς και τα ομόρριζά τους. Ο δεύτερος στη σειρά όρος, αν και εμφανίζεται μία μόνο φορά στον Αριστοτέλη[1], είναι πιθανόν ο αρχαιότερος από τους δύο. Γενικά, ο όρος ἀλλοίωσις αντιπροσωπεύει μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη· γι’ αυτό και στην ανάλυση που ακολουθεί θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά αυτός, μολονότι οι δύο όροι είναι ουσιαστικά συνώνυμοι.

Σε γενικές γραμμές, ο όρος ἀλλοίωσις δηλώνει τη μεταβολή και ειδικότερα μεταβολή ως προς την όψη ή ως προς κάποια ποιότητα. Από μόνος του όμως δεν αναφέρεται καθόλου στον τρόπο ή τη διαδικασία με την οποία ένα συγκεκριμένο αντικείμενο - με οποιαδήποτε χαρακτηριστικά - παύει να έχει τον χαρακτήρα που είχε και αποκτά κάποιον άλλο. Ορισμένες μάλιστα φορές ο συγγραφέας που χρησιμοποιεί τον όρο εμφανέστατα δεν έχει κατά νου μια σαφή και ξεκάθαρη ιδέα, την οποία ενδιαφέρεται να εκφράσει- δεν είναι επίσης διόλου απίθανο οι αρχαιότεροι φιλόσοφοι να μη σπουδαιολογούσαν καν τη χρήση αυτού του όρου. Γίνεται όμως φανερό ότι ο όρος ἀλλοίωσις, γενικά, χρησιμοποιείται από μεταγενέστερους Έλληνες φιλοσόφους με τη σημασία που έχει στα αριστοτελικά έργα.

Ο Πλάτων - γνωστός για τους νεολογισμούς στη φιλοσοφική ορολογία, στους οποίους με ευκολία κατέφευγε - ήταν προφανώς ο πρώτος που χρησιμοποίησε την εν λόγω λέξη με σημασία τόσο συγκεκριμένη, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για τεχνικό όρο. Πάντως, ο τρόπος με τον οποίο εισάγει τη διάκριση ανάμεσα στη φορά και την ἀλλοίωσιν υποδηλώνει μια συνειδητή καινοτομία[2]. Ακόμα κι αυτός, όμως, δεν προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η ἀλλοίωσις, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία το αντικείμενο παραμένει στην ίδια θέση - περίπτωση στην οποία ακριβώς στηρίζεται και η διαφορά με τον όρο φορά· σε άλλα σημεία, ο Πλάτων χρησιμοποιεί τον πιο πάνω όρο με αρκετά ασαφή τρόπο, εκτός μόνο από περιπτώσεις που αναφέρονται στη μεταβολή χαρακτήρα ενός αντικειμένου μέσω της ανασύνθεσης[3].

Ο Αριστοτέλης, κατά παρόμοιο τρόπο, μιλάει πολύ αόριστα για την ἀλλοίωσιν, ωσάν να δήλωνε οποιοδήποτε είδος μεταβολής· σε γενικές γραμμές ωστόσο η λέξη έχει καθορισμένο νοήμα. Σ’ ένα χωρίο του ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι «[η μεταβολή] παρατηρείται κάθε φορά που - ενώ το αισθητό υποκείμενο παραμένει το ίδιο - η ουσία μεταβάλλεται ως προς τις ποιότητές της, οι οποίες είναι είτε αντίθετες είτε ουδέτερες»[4]. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Αριστοτέλης διακρίνει την ἀλλοίωσιν από άλλες μεταβολές, που συμβαίνουν μέσα από διαδικασίες μετασχηματισμού, προσθήκης, αφαίρεσης ή σύνθεσης[5].

Το πιο πάνω παράθεμα θα φαινόταν ίσως αρκούντως εύγλωττο. Εντούτοις, πολλές δυσκολίες προκύπτουν, όταν διερευνήσει κανείς ποιες συγκεκριμένες μεταβολές θα θεωρηθούν ότι στοιχειοθετούν την ἀλλοίωσιν. Έτσι, δε μας εκπλήσσει καθόλου η διαπίστωση ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί ως τέτοιου είδους μεταβολή τη διαδικασία της αραίωσης και πύκνωσης[6], ενώ εμείς έχουμε συνηθίσει να τη θεωρούμε ως καθαρά ποσοτική μεταβολή, κατά την οποία μια δεδομένη μάζα μεταβάλλεται ως προς το χώρο - περισσότερο ή λιγότερο - που καταλαμβάνει σε κάθε φάση[7].

Σ’ ένα άλλο χωρίο[8], αναφερόμενος σ’ αυτήν τη διαδικασία, τη θεωρεί ως πηγή όλων των ποιοτήτων, που υπόκεινται σε ἀλλοίωσιν. Κι αλλού πάλι, μας πληροφορεί ότι η αύξηση[9] υποδηλώνει κατ' ανάγκην την ἀλλοίωσιν, ενώ το ίδιο ισχύει στην περίπτωση της πήξεως του νερού και γενικά της κρυσταλλοποίησης, διαδικασίες που θα πρέπει να θεωρούμε ως μεταβολές στη μορφή ή τη δομή[10]. Το γεγονός ότι η ἀλλοίωσις, όπως την έχει συλλάβει ο Αριστοτέλης, προφανώς συνεπάγεται τη χρήση εννοιών, οι οποίες αποκλίνουν από τη σύγχρονη αντίληψη για την ποιοτική μεταβολή, μας υποχρεώνει να ερευνήσουμε τα αποσπάσματα των προσωκρατικών, για να προσδιορίσουμε ακριβέστερα αυτό που εκείνοι πραγματικά εννοούσαν, όταν αναφέρονταν σ’ αυτό που εμείς ονομάζουμε ποιοτική μεταβολή. Διότι είναι βέβαιο ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι προσέγγισαν το ζήτημα θέτοντας τις ίδιες μ’ εμάς σήμερα προϋποθέσεις.

Στις αρχαίες θεωρίες εμφανίζονται δύο τρόποι περιγραφής για το τι συμβαίνει στην περίπτωση που ένα αντικείμενο μεταβάλλεται ως προς το χαρακτήρα του. Ο ένας τρόπος αποδίδεται με τον όρο “ἀλλοίωσις”, ενώ ο άλλος με τον όρο “μῖξις” ή τον όρο “κρᾶσις”[11]. Για τον πρώτο από τους δύο αυτούς τρόπους έχουμε ήδη μιλήσει, αλλά θα πρέπει να τον εξετάσουμε λεπτομερέστερα, ώστε να διαπιστώσουμε αν οι λογικές του συνέπειες εναρμονίζονται με την προσωκρατική σκέψη.

Ο όρος “ἀλλοίωσις”, όπως τον εννοεί ο Αριστοτέλης, υποδηλώνει απότομο και γρήγορο καθορισμό της ταυτότητας και της διαφοράς· η ταυτότητα εντοπίζεται στην αμετάβλητη ουσία, ενώ οι διαφοροποιητικές ιδιότητες συνδέονται με τα συμβεβηκότα, που δεν περιλαμβάνονται στην ουσία. Από τα πιο πάνω δύο ζεύγη εννοιών, το πρώτο - ταυτότητα και διαφορά - έλαβε τη σαφή διατύπωσή του συνεπεία της ελεατικής διαλεκτικής· το δεύτερο ζεύγος - ουσία και συμβεβηκός, ή υποκείμενη ουσία και κατηγόρημα— αποτελεί προϊόν της λογικής, όπως την είχαν καλλιεργήσει ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης, θεμελιώνοντάς την πάνω στις βάσεις που είχε θέσει ο Σωκράτης στην προσπάθειά του να διατυπώσει γενικούς ορισμούς με καθολική ισχύ[12]. Δε χρειάζεται να επικαλεστούμε περισσότερα επιχειρήματα για ν’ αποδείξουμε ότι μια τόσο σύνθετη σύλληψη δεν είναι δυνατό να αναζητηθεί στα έργα των προσωκρατικών.

Θα μπορούσε όμως να διατυπωθεί η αντίρρηση ότι αυτό το συμπέρασμα δεν αποδεικνύει τίποτα, αφού ο Αριστοτέλης στη συγκεκριμένη περίπτωση - όπως και σε πολλές άλλες - «την πραγματικότητα δίνει υπέρμετρα ακριβή ορισμό μιας ιδέας, την οποία είχαν συλλάβει μεν οι προγενέστεροί του φιλόσοφοι, αλλά με πολύ αόριστο τρόπο. Σίγουρα, αυτή η αντίρρηση θα πρέπει να διερευνηθεί με μεγαλύτερη προσοχή· ωστόσο, στην ουσία το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο το είδος μεταβολής, που είχαν συλλάβει οι αρχαιότεροι φιλόσοφοι - έστω μ’ αυτό τον αόριστο τρόπο - ήταν πράγματι στα βασικότερα σημεία του όμοιο με ό, τι ο Αριστοτέλης ονομάζει ἀλλοίωοιν. Είναι τόσο δύσκολο - θα τολμούσα να πω αδύνατο - να συλλάβει κανείς μια τέτοια διαδικασία, αν δεν λάβει από την αρχή υπόψη τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ώστε είναι αδύνατο, πιστεύω, κάποιος, που βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με το πιο πάνω ερώτημα, vu καταλήξει σε θετική απάντηση. Έχοντας λοιπόν απορρίψει ότι οι προσωκρατικοί συνέλαβαν τη μεταβολή ως ἀλλοίωοιν, θα πρέπει τώρα να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να την συνέλαβαν ως μῖξιν, εκτός κι αν θα πρέπει πράγματι να περιοριστούμε στην υπόθεση ότι οι πρώτοι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι δεν είχαν αποσαφηνισμένο στο νου τους τίποτα περισσότερο από τις μυστηριώδεις “θαλάσσιες μεταβολές”, στις οποίες υπόκεινται, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι θαλασσινές θεότητες, ή τις εξίσου θαυμαστές τερατώδεις μεταμορφώσεις, όπως η μετατροπή του κόκορα σε κότα. Μόνο η πλήρης έλλειψη μαρτυριών, που θα επέτρεπαν μια πιο ορθολογική ανασύνθεση των αρχαίων απόψεων, θα δικαιολογούσε ίσως την προσφυγή μας σε τόσο απίθανα, και αντίθετα προς την φιλοσοφική τάση των αρχαίων Ελλήνων, συμπεράσματα.

Επιστρέφοντας τώρα στην περίπτωση της μίξεως, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι ο όρος δηλώνει κάθε μορφή σύνθεσης, αποσύνθεσης και ανασύνθεσης. Μια εννοιολογική πλευρά του όρου μῖξις συνεπάγεται την ύπαρξη στοιχείων, που είναι ενιαία, ομοιογενή και αιώνια, όπως είναι και τα συστατικά που μπορούν να συμμετέχουν στη σύνθεση. Εάν υποθέσουμε ότι αυτή ήταν η μόνη σωστή χρήση του όρου, τότε θα είχαν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι αυτό το είδος μεταβολής δεν είναι δυνατό να το είχαν συλλάβει φιλόσοφοι πριν από τον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα[13]· κι αυτό διότι, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε η ιδέα της μίξεως θα βασιζόταν στην ίδια σαφή άποψη για την ταυτότητα και τη διαφορά, η οποία είδαμε ότι αποτελεί τον αναγκαίο πυρήνα της έννοιας της ἀλλοιώσεως. Εξάλλου, η αποσαφήνιση της ταυτότητας και της διαφοράς ήταν προϊόν της ελεατικής διαλεκτικής σχετικά με το "Εν. Θα ήταν τόσο παράλογο να αναζητήσουμε μια τέτοια άποψη στα έργα των Ιώνων φιλοσόφων, όσο παράλογο θα ήταν να ελπίζουμε ότι εκεί επίσης θα βρούμε τον όρο μῖξις με την αριστοτελική του έννοια, ως χημικό συνδυασμό που προκύπτει κατόπιν ἀλλοιώσεως[14].

Όμως, ευτυχώς, αυτές δεν είναι οι μόνες προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την μῖξιν. Πράγματι, το πλήθος των χωρίων, στα οποία η μεταβολή ως προς κάποια ποιότητα εξηγείται ως μῖξις, είναι το ίδιο μεγάλο με το πλήθος των χωρίων, στα οποία το ίδιο φαινόμενο εξηγείται ως ἀλλοίωσις. Η συνήθεια να μεταβάλλουμε τη σύσταση ενός πράγματος με προσθήκη κάποιου άλλου στοιχείου είναι τόσο απλή και αρχέγονη, ώστε δε θα μας ήταν δύσκολο να θεωρήσουμε ότι ισχύει για κάθε περίοδο της ιστορίας του ανθρώπου, κι όχι μόνο για την καθαυτό πρωτόγονη φάση. Δεν είναι ανάγκη να τεθούν προϋποθέσεις σε σχέση με τη σύσταση των οποιονδήποτε στοιχειακών ουσιών στοιχεία με οποιαδήποτε σαφή σύσταση, ακόμα κι αν αποτελούν τα ίδια προϊόντα άλλης μίξης, μπορούν να εκπληρώσουν τους στόχους μιας τέτοιας σύνθεσης.

Έχοντας αυτή την έννοια στο νου του ο Πλάτων παρουσιάζει τον Σωκράτη να υποστηρίζει ότι όλοι οι φιλόσοφοι, εκτός από τον Παρμενίδη[15], συμφωνούν στο ότι όλα προέρχονται από την κίνηση και τη σύνθεση[16]. Καθόσον η άποψη αυτή - την οποία θεωρώ κατά βάσιν αληθή - διαφέρει πάρα πολύ από εκείνη που υποστηρίζουν οι περισσότεροι ιστορικοί του αρχαίου ελληνικού στοχασμού, θα ήταν ίσως θεμιτό εδώ να παρεκκλίνουμε από το κύριο αντικείμενο της μελέτης μας για να εξετάσουμε περιληπτικά τις αρχές, στις οποίες αυτή βασίζεται.

Το ζήτημα, στο σημείο αυτό, αφορά δυο βασικά σημεία. Πρώτον, ποιοι είναι ιστορικά οι πρόγονοι της μοριακής θεωρίας για την ύλη; Δεύτερον, ποιες ακριβώς είναι οι λογικές προϋποθέσεις του μονισμού των Ιώνων; Τα πάντα εξαρτώνται από τις απαντήσεις στα δύο αυτά ερωτήματα.

Ας αρχίσουμε από το πρώτο ερώτημα σχετικά με τη μοριακή σύσταση των πραγμάτων. Κατά την προσωπική μου αντίληψη, αυτή η θεωρία αναπτύχθηκε ως φυσική συνέπεια της παρατήρησης των μετεωρολογικών φαινομένων, που ονομάζουμε εξάτμιση (ἀναθυμίασις) και βροχόπτωση. Είναι σαφές ότι το φαινόμενο του ήλιου “που τραβάει νερό” εντυπωσίασε από νωρίς τους Έλληνες στοχαστές. Ο Θεόφραστος αναφέρεται σ’ αυτό το φαινόμενο για να εξηγήσει την υπόθεση του Θαλή ότι τα πάντα είναι νερό[17]. Από τον Αναξίμανδρο και μετά, όλοι οι σημαντικοί φιλόσοφοι κάνουν όλο και περισσότερο χρήση αυτού του παραδείγματος προκειμένου να εξηγήσουν τα πράγματα γύρω τους.

Συνέβη, όμως, αυτή η διαδικασία εξάτμισης και βροχόπτωσης να περιέχει σε υποτυπώδη κατάσταση τις ευρείας κλίμακας λειτουργίες της φύσης, όπως αυτές διατυπώθηκαν προοδευτικά μέσα στα χρόνια. Κατ’ αρχήν, είχε τη δυνατότητα να εξηγεί το παράδειγμα της συρρίκνωσης και της επαύξησης των σωμάτων με προσαυξήσεις κατά περίπτωση, που δεν υπέπιπταν στην ανθρώπινη γνώση. Έτσι λοιπόν αποτέλεσε το υπόδειγμα των κάθε είδους “ἀπορροῶν”· επιπλέον, η φορά προς τα άνω των ατμών και η επαναφορά προς τα κάτω της βροχής αποτέλεσε υπόδειγμα για την άνω και κάτω οδό. Εδώ επίσης βρίσκουμε την έννοια της αραίωσης και πύκνωσης, καθώς και τα συνώνυμό τους, θέρμανση και ψύξη. Με την εξάτμιση, ο αέρας και η φωτιά επικρατούν πάνω στο νερό και τη γη, ενώ με τη βροχόπτωση, το νερό και η γη επικρατούν πάνω στον αέρα και τη φωτιά. Μ’ αυτό τον τρόπο, μια βασική μορφή ύπαρξης (ή στοιχείου, αν προτιμάτε) “μεταβάλλεται” σε άλλη. Τα “στοιχεία” αυτά μπορούν να αναμειχθούν είτε σ’ αυτή την εξιδανικευμένη μορφή είτε στην πιο απτή μορφή, όπως στην περίπτωση της θάλασσας, η οποία καταβρέχει την άμμο στην ακροθαλασσιά, κι αμέσως αποτραβιέται προσωρινά και την αφήνει στεγνή. Υπάρχει μεγάλη απόσταση απ’ αυτή την απλή αντίληψη ως τις σύνθετες θεωρίες του Εμπεδοκλή και του Δημόκριτου· εδώ ταιριάζει η φράση του αμερικανού ποιητή Lowell: «παλιά ένστικτα σμιλεύουν νέες ιδέες»"·.

Το δεύτερο ερώτημά μας αφορά τις λογικές προϋποθέσεις του μονισμού, όπως τον είχαν συλλάβει οι Ίωνες φιλόσοφοι. Αρχαίοι και μεταγενέστεροι ιστορικοί της φιλοσοφίας φαίνεται να έχουν αδυναμία στο να κατανοήσουν τη μετατροπή ενός στοιχείου σε άλλο, παρά μόνο στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που βασίζεται στην ἀλλοίωσιν. Ο Αριστοτέλης, φυσικά, υποστήριξε αυτή την άποψη[18]· δεν υπάρχει όμως λόγος να μας πτοεί η γνώμη του, αφού είναι προφανές ότι συνάγει δικό του λογικό συμπέρασμα, χωρίς να βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία από τεκμηριωμένες μαρτυρίες. Δεν είναι αρκετό να αποδείξουμε ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα ισχύει κατ’ ανάγκην, εκτός κι αν κάποιος είναι σε θέση να αποδείξει εξίσου ότι και οι δύο προκείμενες ήταν γνωστές και αναγνωρίζονταν ως αληθείς από τους αρχαίους εκείνους στοχαστές. Μια τέτοια απόδειξη ούτε έχει διατυπωθεί, ούτε - ας μας επιτραπεί να πούμε - πρόκειται στο μέλλον να διατυπωθεί. Εξάλλου, η μαρτυρία του Αριστοτέλη στο συγκεκριμένο θέμα θα χάσει ακόμα περισσότερο το κύρος της, όταν αποκαλυφθεί ότι, με μια εντελούς αθεμελίωτη επανερμηνεία, επιχείρησε να αποδώσει την πατρότητα αυτής της ίδιας θεωρίας στον Αναξαγόρα, αγνοώντας σκόπιμα την οφθαλμοφανέστατη μαρτυρία, που δείχνει ότι ο φιλόσοφος αυτός ούτε δεχόταν ούτε ήταν δυνατό να αποδεχτεί μια τέτοια θεωρία[19]. Ο Αριστοτέλης αναφέρει σαφέστατα ότι ο λόγος, που τον οδήγησε στη συναγωγή αυτού του λογικού συμπεράσματος - της παραδοχής, δηλαδή, ότι οι Ίωνες φιλόσοφοι είχαν σαφέστατα ορίσει την ενότητα και ταυτότητα της θεμελιώδους υποκείμενης αρχής - είναι ότι αυτή αποτελεί ρητή προϋπόθεση της δικής του θεωρίας για την ἀλλοίωσιν[20]. Ο προσεκτικός μελετητής του αρχαίου ελληνικού στοχασμού δε μπορεί να μη διαπιστώσει την εναγώνια προσπάθεια του Αριστοτέλη ν’ αποδώσει την έννοια της ενότητας στους Ίωνες. Η ιδέα ότι η ενότητα, η ταυτότητα, αποκλείει τη διαφορά αποτελεί συμβολή των Ελεατών. Αν ο Θαλής κι ο Αναξιμένης συμμερίζονταν αυτή την αντίληψη, τότε θα είχαν την ίδια στιγμή απορρίψει τη μεταβολή, όπως έκανε ο Παρμενίδης. Η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και το συμβεβηκός δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα.

Επιπλέον, δε μας επιτρέπεται να υποθέσουμε - όπως με προθυμία έκαναν αρχαίοι και μεταγενέστεροι ιστορικοί της φιλοσοφίας - ότι οι Ίωνες τόνισαν τα ίδια χαρακτηριστικά των “στοιχείων”, τα οποία και εμείς σήμερα θα σκεφτόμαστε κατά προτεραιότητα. Για παράδειγμα: όταν ο Ηράκλειτος κι ο Δημόκριτος συσχετίζουν την ψυχή με τη φωτιά σκέφτηκαν, άραγε, κατ’ αρχήν τη θερμότητα της φωτιάς ή κάποια άλλη ιδιότητά της; Δικαιώνει, άραγε, ο Λουκρήτιος τον Ηράκλειτο, όταν με έμφαση διατυπώνει την αντίρρηση ότι, σύμφωνα με τη θεωρία του, οι μόνες μεταβολές που συμβαίνουν στο στοιχείο της φωτιάς από την αραίωση και πύκνωσή του θα μπορούσαν να εκφραστούν σε βαθμούς θερμοκρασίας[21]; Η διατύπωση τέτοιοι ερωτημάτων προεξοφλεί και την απάντησή τους. Όταν ο Αναξιμένης κι ο Ηράκλειτος, για να αναφερθούμε σ’ αυτούς τους δύο μόνο, επέλεξαν τους πιο πάνω όρους για να δηλώσουν τη διαδικασία διαφοροποίησης, παρείχαν την ίδια στιγμή αλάνθαστα τεκμήρια για τη βαθύτερη σκοπιμότητα αυτής της πρόθεσης: κι αυτή σαφέστατα ήταν να θεωρηθούν όλες οι άλλες διαφορές των πραγμάτων δευτερεύουσες και συμπτωματικές, σε σχέση με τη διαφοροποίηση ως προς την πυκνότητα. Με βάση αυτούς και μόνο τους λόγους, μάλλον δε φαίνεται να έχει πλέον ερείσματα η άποψη του Αριστοτέλη ότι σ’ αυτές τις αρχαίες θεωρίες ανακάλυψε την ἀλλοίωσιν όπως ο ίδιος την εννοούσε.

Αν και διαπιστώνουμε την πρώιμη ανάδυση αυτής της αντίληψης, τείνω να πιστεύω ότι η διαφορά υπό την έννοια του σχετικού βαθμού πυκνότητας δεν αποτελεί την πρωτότυπη σύλληψή της, αλλά ότι πρόκειται για μια από τις πρώτες γενικεύσεις, που προήλθαν από την παρατήρηση των φαινομένων της εξάτμισης και της βροχόπτωσης. Είναι δυνατό να αμφισβητηθεί αν αυτή η αντίληψη αποτέλεσε ποτέ αυτόνομη αρχή ερμηνείας της ποικιλίας των μεμονωμένων πραγμάτων, εκτός αν θεωρήσουμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει για το σύστημα του Διογένη του Απολλωνιάτη. Δεν είναι ανάγκη να επεκταθούμε πολύ στην ιστορική σημασία αυτής της αντίληψης- το βέβαιο, πάντως, είναι ότι συνδέεται άμεσα με την αξιωματική υπόθεση ότι οι θεμελιώδεις ιδιότητες των πραγμάτων είναι ίδιες με τις ιδιότητες της μάζας. Όμως, αν ληφθεί μεμονωμένα, δε μπορεί να ερμηνεύσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συστημάτων, όπως του Εμπεδοκλή, του Αναξαγόρα και του Λεύκιππου, οι οποίοι ερμήνευσαν τη διαφοροποίηση ως σύνθεση, υποβιβάζοντας την αραίωση και πύκνωση σε φανερά κατώτερη θέση.

Ας ασχοληθούμε για λίγο με την αντίληψη ότι τα πράγματα μεταβάλλονται ως προς το χαρακτήρα τους μέσω της ανασύνθεσης. Κάποιοι θα περίμεναν ίσως να συμφωνήσουμε με την άποψη ότι η θεωρία αυτή επινοήθηκε για να αντικρούσει τις ισχυρές αντιρρήσεις του Παρμενίδη για την έννοια της ἀλλοιώσεως. Η ανάλυση που παρέχω στην παρούσα μελέτη, όσον αφορά αυτό το ζήτημα, θα πρέπει να έχει δείξει ότι δεν είναι δυνατό να αποδεχτώ την πιο πάνω άποψη. Συνήθως, η απάντηση σ’ όλα αυτά είναι ότι τα προβλήματα που τίθενται από τους Ελεάτες σχετικά με τα κατηγορούμενα “εν" και “πολλά” οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, στο ότι το συνδετικό ρήμα “είναι” λαμβανόταν ως αυθύπαρκτο. Αναμφίβολα, υπάρχει μεγάλο ποσοστό αλήθειας σ’ αυτό τον ισχυρισμό- ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν αγγίζει την ουσία του ζητήματος. Το πρόβλημα, όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, εντοπίζεται περισσότερο στο κατηγορούμενο κι όχι τόσο στο συνδετικό ρήμα. Μ’ άλλα λόγια, το κατηγορούμενο, είτε ήταν ουσιαστικό είτε επίθετο, λαμβανόταν ως αυθύπαρκτο. Ποιες, όμως, είναι οι λογικές προϋποθέσεις αυτής της υπόθεσης;

Σε τελευταία ανάλυση, το βαθύτερο ζήτημα που τίθεται είναι το εξής: θεωρούσε, άραγε, ο αρχέγονος άνθρωπος ότι οι ποιότητες των πραγμάτων είναι αφηρημένες έννοιες ή ότι είναι υλικά που τα απαρτίζουν, ή αλλιώς, συστατικά των πραγμάτων; Η μόνη φράση στον Παρμενίδη που αναφέρει κάτι σχετικά με τη μεταβολή ως προς κάποια ιδιότητα είναι η εξής: διά τε χρόα φανόν ἀμείβειν (Β8.41). Δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε τη σημασία των λέξεων χρώς, χροιά και χρώμα (που δηλώνουν τόσο την εξωτερική επιφάνεια ενός πράγματος όσο και την απόχρωση), καθώς και των ρημάτων, με τα οποία συνήθως συντάσσονται αυτές για να δηλώσουν μεταβολή - διαμείβειν, ἀμείβειν, ἀλλάσσειν -, τα οποία έχουν την κοινή έννοια της ανταλλαγής· καταλήγουμε έτσι στο συμπέρασμα ότι το χρώμα για τους αρχαίους Έλληνες, δεν είναι κάτι το αφηρημένο, γεγονός που θα προκαλούσε έκπληξη, δεδομένου ότι δεν μπορεί η αρχική έννοια μιας τέτοιας λέξης να είναι τόσο απομακρυσμένη από την εμπειρία. Όταν ο Σαίξπηρ αναφέρει κάπου: «Τα νιάτα δεν αντέχουν στο χρόνο», χρησιμοποιεί μια έκφραση, που ισχύει για τη διατύπωση αρχέγονων ιδεών, όπως τις συναντούμε στο έργο Proverbs, 27, 22: «Όσο κι αν κοπανήσεις έναν τρελό μαζί με το στάρι στο γουδί, η τρέλα τον δεν πρόκειται να φύγει». Εδώ η τρέλα, προφανώς, αντιμετωπίζεται ως μείγμα, όπως η ψυχή σύμφωνα με τον Επίκουρο, που είναι “ένα σώμα, που αποτελείται από πάρα πολύ μικρά μέρη, το οποίο βρίσκεται διασκορπισμένο μέσα σ’ όλο το άθροισμα» (Διογένης Λαέρτιος, X, 63). Όταν, συνεπώς, βλέπουμε τον Εμπεδοκλή, τον Αναξαγόρα και τους Ατομικούς να υποστηρίζουν αυτή την άποψη σε σχέση με τις ποιότητες, είναι σαφώς πιο εύλογο να υποθέσουμε ότι στην ουσία προσαρμόζουν μια παλαιότερη αντίληψη στις απαιτήσεις της φιλοσοφίας· έτσι, θα ήταν μάλλον σφάλμα να πιστέψουμε ότι αυτή τους η άποψη αποτελεί μια πρωτόφαντη επινόηση, που στόχο είχε να αντιμετωπίσει τα παρμενίδεια αντεπιχειρήματα. Η ελεατική διαλεκτική επέβαλε, πράγματι, αναθεώρηση των προγενέστερων απόψεων η αναθεώρηση όμως αυτή είχε περισσότερο τη μορφή του σαφέστερου καθορισμού της διαδικασίας, αφενός, και της ακριβέστερης διατύπωσης του χαρακτήρα των θεμελιωδών στοιχείων. Μέσα από την αναθεώρηση αυτή, οι προγενέστερες θεωρίες εναρμονίζονται με την ελεατική μεταφυσική, ως προς τα χαρακτηριστικά τού αντικειμενικά ἐόντος, δηλαδή, τη συνέχεια και την ακινησία (μη μεταβλητότητα) - όροι που είναι ουσιαστικά συνώνυμοι....

Ενδεχομένως, στο σημείο αυτό να έχει άμεση σχέση με το ζήτημα που μας απασχολεί η παρατήρηση ότι η σύλληψη των ποιοτήτων ως στοιχείων που “είναι σύμφυτα” στην υποκείμενη ουσία αποτελεί πιθανόν “επιβίωση” της ιδέας ότι η ποιότητα είναι φυσικό συστατικό, που υπάρχει σ’ ένα άθροισμα. Εξ ου, προκύπτει και η σημασία των ρημάτων μετέχειν και παρεῖναι στους προσωκρατικούς. Αντίθετα, στον Πλάτωνα, οι όροι μέθεξις και παρουσία αντιπροσωπεύουν το βασικό αξίωμα του “λογικού ρεαλισμού”, σύμφωνα με το οποίο τα πράγματα μετέχουν σε Ιδέες. Από την άποψη της πρακτικής αντίληψης των πραγμάτων, επικρατεί η αρχέγονη ιδέα ότι οι ποιότητες “περιέχονται” στα πράγματα. Από τη λογική, ή ψυχολογική άποψη, οι ποιότητες σχετίζονται με τις “σημασίες” ενός “πράγματος”· εδώ, τόσο τα “πράγματα” όσο και οι “σημασίες” είναι κατασκευάσματα, που δημιουργούνται και αναπτύσσονται μέσα από ορισμένα συμφέροντα που εξυπηρετούν την πραγματοποίηση κάποιων στόχων. Σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, η “σύμφυτη ύπαρξη” δεν έχει νόημα και, συνεπώς, δεν πρέπει να μας προβληματίζει. Κατά τη μετάβαση όμως από την πρακτική στην ψυχολογική αντίληψη των ποιοτήτων και των πραγμάτων, συνέβη ανάμειξη των δύο απόψεων. Το γενικό “απόθεμα” του κοινού “χαρακτηριστικού”, στο οποίο μετέχει ένα πράγμα εξαιτίας του ότι διαθέτει την αντίστοιχη ποιότητα, μετατρέπεται σε Ιδέα, κατά ένα μέρος αφηρημένη και κατά ένα άλλο συγκεκριμένη. Και με μιας προκύπτει το πρόβλημα της σχέσης του κάθε συγκεκριμένου πράγματος με την αφηρημένη Ιδέα, καθώς και το πρόβλημα της σχέσης των Ιδεών μεταξύ τους. Η λύση του προβλήματος επρόκειτο να βρεθεί μόνον όταν εγκαταλείφθηκε η πρακτική άποψη του θέματος, καθώς και οι λογικές της συνέπειες. Ο Αριστοτέλης βρισκόταν κι αυτός κάτω από τη επιρροή της αρχέγονης αντίληψης, όπως εξάλλου και ο Πλάτων μάλιστα, η προσπάθειά του να εισαγάγει τη διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει και το ἐνεργείᾳ μετέθεσε σε λάθος κατεύθυνση το όλο ζήτημα και επιβράδυνε την επίλυσή του.
---------------------------------
[1] Φυσικά, 217b26. Η λέξη απαντά ήδη στο Μέλισσο. Βρίσκουμε επίσης το ρήμα ἀλλοιοῦν στον Ηράκλειτο Β67 (Diels), τείνω όμως να πιστεύω ότι οφείλεται σε μεταγενέστερη επέμβαση, φαινόμενο που εμφανίζεται συχνά στον Ηράκλειτο. Ο Zeller θα ήθελε να πειστούμε ότι ο όρος αυτός εμφανίζεται σ’ ένα κατά λέξη παράθεμα του Αναξαγόρα που παραδίδει ο Αριστοτέλης, Περί γενέσεως καί φθορᾶς, 314a 15. Για τις αντιρρήσεις μου, βλ. σημ. 110, πιο κάτω. Οι όροι που χρησιμοποιεί ο Ηράκλειτος είναι μεταβάλλειν και μεταπίπτειν. Αυτό το τελευταίο ρήμα το βρίσκουμε και στο Μέλισσο. Το ρήμα ἀλλοιοῦται απαντά στο [ιπποκρατικό σύγγραμμα] Περί διαίτης (βλ. σημ. 79), για του οποίου τη χρονολόγηση είμαστε πολύ αβέβαιοι κι έτσι δε μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη μαρτυρία.

[2] Θεαίτητος, 181b κ.ε.: αναφερόμενος στους φιλοσόφους της ροής ο Πλάτων υποστηρίζει ότι το ρητό τους πάντα ρεῖ περιλαμβάνει, όχι μόνο τη μετάβαση από ένα σημείο στο χώρο σε άλλο (φορά), αλλά και την περίπτωση της ἀλλοιώσεως. Πρβλ. Παρμενίδης, 138b κ.ε.: το χωρίο συνδέει την ἀλλοίωσιν με το ποιεῖν και το πάσχειν το ύφος εδώ είναι πιο δογματικό. Στον Θεαίτητο 157b και στον Παρμενίδη 162b-164b η ἀλλοίωσις χρησιμοποιείται (υπό ηρακλείτεια επιρροή) ως συνώνυμο του θανάτου· πρβλ. επίσης τους Νόμους 894e. Την ερμηνεία του ο Πλάτων για την έννοια της ἀλλοιώσεως στον Ηράκλειτο την εκθέτει σαφώς στον Θεαίτητο 152d κ.ε. Βλ. πιο κάτω, σημ. 16.

[3] Πολιτεία, 380e-381d: εδώ ο Πλάτων χρησιμοποιεί τον όρο σε σχέση με μεταβολές στη μορφή και στον χαρακτήρα. Λανθάνει ωστόσο η ίδια αναφορά στις ελεατικές αντιρρήσεις κατά της πολλαπλότητας - που συνεπάγεται η μεταβολή, γενικά - , την οποία βρίσκουμε και στον Παρμενίδη 138b κ.ε. Στην Πολιτεία 454c η ἀλλοίωσις είναι αόριστη, ουσιαστικά όμως αντίθετη προς την ὁμοίωσιν. Στον Τίμαιο 45d, ο Πλάτων, έχοντας οικειοποιηθεί την εμπεδόκλεια θεωρία της όρασης επειδή βασίζεται στην αρχή της αντίληψης του όμοιου από το όμοιο, εξηγεί την αδυναμία όρασης κατά τη νύχτα με βάση την ἀλλοίωσιν που υφίσταται η φωτιά που εκπέμπεται από το μάτι, φαινόμενο που οφείλεται στην αντίθεση της φωτιάς του ματιού και της έλλειψης φωτιάς στην ατμόσφαιρα κατά την νύχτα. Στον Τίμαιο 82b, οι ἀλλοιότητες είναι μεταβολές στον χαρακτήρα ενός πράγματος, που οφεΐλονται στην ανασύνθεση των τεσσάρων στοιχείων (του Εμπεδοκλή). Στον Κρατύλο 418a, ο Πλάτων αναφέρεται στη μεταβολή σημασίας, που μπορεί να υποστεί μια λέξη. Στο Φαίδωνα 78d, η ἀλλοίωσις αντιτίθεται στο μονοειδές - το πράγμα που έχει ένα μόνο χαρακτήρα. Πρβλ. τους Νόμους 648e, όπου υπονοείται η αποσύνθεση, όπως και στην Πολιτεία 380e κ.ε.

[4] Περί γενέοεως καί φθορᾶς 319b 10.

[5] Φυσικά 190b 5: «γίγνεται δέ τά γιγνόμενα ἁπλῶς τα μέν μετασχηματίσει (οἷον ἀνδριάς ἐκ χαλκοῦ), τα δε προσθέσει (οἷον τά αὐξανόμενα), τά δ’ ἀφαιρέσει (οἷον ἐκ τοῦ λίθου ὁ Ἑρμῆς), τά δε συνθεσει (οἷον οἰκία), τά δ’ ἀλλοιώσει (οἷον τά τρεπόμενα κατά την ὕλην)». Έτσι, η ἀλλοίωσις γίνεται εδώ συνώνυμη της αλλοτροπίας, όπως είναι ο όρος στη σύγχρονη χημεία.

[6] Αυτό γίνεται φανερό σε πολλά χωρία. Ένα όμως είναι αρκετό εδώ): Φυσικά 246a 6 «ἀλλοιουμένου τινός, οἷον τῆς ὕλης πυκνουμένης ἤ μανουμένης ἤ θερμαι­νομένης ἤ ψυχομένης». Ιδιαίτερη σημασία έχουν εδώ τα είδη μεταβολής, που αναφέρονται· κι αυτό διότι, για τον Αναξιμένη και τους αρχαιότερους Έλληνες φιλοσόφους γενικά, είναι συνώνυμα η αραίωση με τη θέρμανση και η πύκνωση με την ψύξη. Το γεγονός ότι η όλη διαδικασία ονομαζόταν “αραίωση και πύκνωση” και όχι “θέρμανση και ψύξη” δείχνει ποια πλευρά του φαινομένου εντυπωσίαζε περισσότερο αυτούς τους φιλοσόφους. Ο Αριστοτέλης, είναι προφανές, μετέθεσε το σημείο ενδιαφέροντος.

[7] Αυτή η όψη του φαινομένου ήταν σίγουρα οικεία και στον ίδιο τον Αριστοτέλη· βλ. Κατηγορίες 10a 16 και Περί οὐρανοῦ 299b 7. Στο πρώτο χωρίο, η αντίθεση ανάμεσα στο δόξειε και στο ἔοικε ενδέχεται να έχει ιδιαίτερη σημασία, αν το πρώτο ρήμα - όπως συμβαίνει συχνά - υπαινίσσεται τις παραδοσιακές αντιλήψεις, ενώ το δεύτερο εκφράζει την γνώμη του ίδιου του Αριστοτέλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα φαινόταν ότι ο Αριστοτέλης πίστευε ότι αντανακλούσε τις απόψεις των προγενεστέρων του φιλοσόφων (βλ. σημ. 6), θεωρώντας τη διάκριση ανάμεσα στο μανόν και το πυκνόν ως ποιοτική, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος τη θεωρούσε ως ποσοτική. Ελπίζω να είμαι πειστικός στην προσπάθεια μου να δείξω ότι οι φυσικοί, στην πραγματικότητα, είχαν την ίδια άποψη με τον Αριστοτέλη και ότι η άποψή τους αυτή παρερμηνεύθηκε.

[8] Φυσικά 260b 7. Κι εδώ, για μια ακόμα φορά, τα ρήματα δοκοῦσι και λέγε­ται δείχνουν την πίστη του Αριστοτέλη ότι αντανακλά τη φιλοσοφική παράδοση. Το χωρίο παρουσιάζει και από άλλη άποψη ενδιαφέρον. Φαίνεται να διατυπώνει με κάπως ασυνάρτητο τρόπο τις απλοϊκές απόψεις των πρώτο)ν φυσιολόγων, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τη διαδικασία ως φυσικό παρεπόμενο της ἀϊόίου κινήσεως· ο Αριστοτέλης προσπαθεί να αποδείξει ότι η μετάβαση από ένα σημείο στο χώρο σε άλλο αποτελεί την αρχική μορφή μεταβολής, και ότι η αρχική μορφή της φοράς είναι κυκλική, διότι (καθώς περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της) είναι συνεχής. Οι ιδέες είναι αρχαιότερες· πρβλ. την ερμηνεία του Αλκμαίωνα για τη φθαρτότητα του ανθρώπου (Αριστοτέλη, Προβλήματα 916a 33), καθώς και το απόσπ. του Ηράκλειτου Β103, με την παρατήρηση του Diels πάνω στο απόσπ. του Παρμενίδη Β3.1 στο έργο του Parmenides Lehrgedicht (Berlin, 1897), σ. 66 κ.ε. Στο πιο πάνω χωρίο που παραθέσαμε ο Αριστοτέλης εννοεί την αντίληψη για τη δίνη, η οποία ήταν καθολικά αποδεκτή από τους πρώτους εκείνους φιλόσοφους.

[9] Φυσικά 260a 29. Δεν γνωρίζω ποιου φιλοσόφου την άποψη εννοεί εδώ ο . Αριστοτέλης· πρόκειται όμως για το οικείο σ’ αυτόν αξίωμα της θρέψεως μέσω της διαδικασίας της “αφομοιώσεως”. Εδώ απαντούμε για πρώτη φορά τη βαθιά ριζωμένη προκατάληψη του Αριστοτέλη, ότι, όπου παρατηρείται μεταβολή από μια κατάσταση στην αντίθετη της, πρόκειται για ἀλλοίωσιν. Αυτή η παραδοχή έχει δια- ποτίσει τη θεωρία της αισθητηριακής αντίληψης των προγενέστερων φιλοσόφων, όπως αυτή αποδόθηκε από τον Αριστοτέλη και το Θεόφραστο. Το παιχνίδι των αντιθέσεων αναγνωρίζεται και στον ορισμό της ἀλλοιώσεως.

[10] Βλ. το έργο του Prantl, Aristoteles Acht Bucher Physik (Leipzig, 1854), σ. 519 (εις Φυσικά 246a 1 κ.ε.). Η δυσκολία, σε σχέση με τον Αριστοτέλη, εντείνεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι συχνά βασίζεται για τις κρίσεις του σ’ αυτά που υποθέτει ότι αποτελούν απόψεις των προγενεστέρων του, ενώ σε πολλές περι πτώσεις ακούσια εισάγει τις δικές του αντιλήψεις σε πεδία ξένα προς αυτές. Ορισμένες απ’ ακτές τις περιπτώσεις μπορούν να αποδεδειχθούν χωρίς καμιά αμφιβολία, για παράδειγμα, οι αναφορές στους λεγόμενους ελάσσονες φιλοσόφους- σε άλλες περιπτώσεις, η απόδειξη αναγκαστικά είναι λιγότερο ακριβής.

[11] Οι προσωκρατικοί δε φαίνεται να διέκριναν αυτούς τους δυο όρους μεταξύ τους, όπως έκαναν αργότερα ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί.

[12] Βλ. Αριστοτέλη, Μετεωρολογικά 1078b 17 κ.ε. Οι ορισμοί του Δημόκριτου και των Πυθαγορείων δε βασίζονται στην ίδια μέθοδο. Μάλιστα, όλοι οι ορισμοί μεμονωμένων αντικειμένων, που γνωρίζουμε από τους προσωκρατικούς, έχουν σχέση - όπως και σι ορισμοί του Εμπεδοκλή - με τη σύσταση της υποκείμενης ουσίας· μ’ άλλα λόγια, οι ορισμοί των προσωκρατικών αντιστοιχούν στους σημερινούς χημικούς τύπους.

[13] Ο Παρμενίδης (Β8.54 κ.ε. και Β9) παρουσιάζει, τα στοιχεία του (φάος και νύξ) με τα ίδια περίπου εκφραστικά μέσα, με τα οποία ο Εμπεδοκλής παρουσιάζει τη Φίλότητα και το Νεῖκος (Β17.20) καθώς και τα τέσσερα στοιχεία (Β17.27).

[14] Βλ. το άρθρο του Joachim, “Aristotle’s Conception of Chemical Combination”, στο The Journal of Philology, τόμ. 29, τεύχ. 57, σ. 72 κ.ε.

[15] Αυτή η αναφορά αφορά, βέβαια, την παρμενίδεια άρνηση της πολλαπλότητας και της μεταβολής στο τμήμα του ποιήματος του που έχει θέμα την “Αλήθεια”· ωστόσο, δε θα πρέπει άραγε να έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι στο άλλο τμήμα του ποιήματος του, με θέμα τη “Δόξα”, χρησιμοποιεί πολύ συχνά τη σύνθεση;

[16] Θεαίτητος 152d. Δε θα ήταν σωστό να εξαιρέσει στο σημείο αυτό ο Σωκράτης, μαζί με τον Παρμενίδη, όλους τους προγενεστέρους του φιλοσόφους. Τόσο το τμήμα του παρμενίδειου ποιήματος, που αναφέρεται στη “Δόξα”, όσο και ο Ηράκλειτος είναι αρκετά παραδείγματα αυτής της άποψης. Εδώ γίνεται λόγος για μῖξιν, όχι μόνο με αόριστο τρόπο, αλλά και με πιο συγκεκριμένο (το είδος εκείνο που αναφέρει ο Εμπεδοκλής), με πλήρως καθορισμένες τις στοιχειακές ουσίες.

[17] Αέτιος 1.3.1. Είναι προφανές ότι ο Θεόφραστος ουσιαστικά διευρύνει τα όσα λέει ο Αριστοτέλης (Μετά τά Φυσικά 983b 18 κ.ε.) και αναφέρει τη φράση «αὐτό τό θερμόν ἐκ τούτου γιγνόμενον καί τούτῳ ζῶν» σε σχέση με την κοσμική διαδικασία της εξάτμισης και την παραγωγή και αναπλήρωση της φωτιάς από το νερό μέσω αυτής της διαδικασίας.

[18] Περί γενέσεως και φθορᾶς 314a 8, 314b 1.

[19] Θα αναφέρουμε περισσότερα πιο κάτω γι’ αυτή την προσπάθεια του Αριστοτέλη ν’ ανακαλύψει οπωσδήποτε την αγαπημένη του έννοια της ἀλλοιώσεως στις θεωρίες του Αναξαγόρα, του Εμπεδοκλή και του Λευκίππου. Στο σημείο αυτό αρκεί να σημειώσουμε ότι για να πετύχει το στόχο του υποχρεώνεται να παραβιάσει τις σαφώς διατυπωμένες απόψεις τους.

[20] Βλ. τη σημ. 17 και τον ορισμό της ἀλλοιώσεως πιο πάνω, Πρβλ. στα Μετά τά Φυσικά 983b 6, όπου - όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς με μια πρόχειρη ματιά - ο Αριστοτέλης υποθέτει ότι το “στοιχείο” που υπέθεσε ο Θαλής επιδέχεται τον ίδιο ορισμό με το “στοιχείο” του Εμπεδοκλή. Δε χρειάζεται καν να πούμε ότι μια τέτοια υπόθεση παρέχει πολύ ασθενή στήριξη σε μια θεωρία των μεταβολών.

[21] Λουκρήτιος 1.650 κ.ε.