Διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ ὑεῖς φαῦλοι γίγνονται; τοῦτο αὖ μάθε· οὐδὲν γὰρ θαυμαστόν, εἴπερ ἀληθῆ ἐγὼ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν ἔλεγον, ὅτι τούτου τοῦ πράγματος, [327a] τῆς ἀρετῆς, εἰ μέλλει πόλις εἶναι, οὐδένα δεῖ ἰδιωτεύειν. εἰ γὰρ δὴ ὃ λέγω οὕτως ἔχει —ἔχει δὲ μάλιστα πάντων οὕτως— ἐνθυμήθητι ἄλλο τῶν ἐπιτηδευμάτων ὁτιοῦν καὶ μαθημάτων προελόμενος. εἰ μὴ οἷόν τ᾽ ἦν πόλιν εἶναι εἰ μὴ πάντες αὐληταὶ ἦμεν ὁποῖός τις ἐδύνατο ἕκαστος, καὶ τοῦτο καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ πᾶς πάντα καὶ ἐδίδασκε καὶ ἐπέπληττε τὸν μὴ καλῶς αὐλοῦντα, καὶ μὴ ἐφθόνει τούτου, ὥσπερ νῦν τῶν δικαίων καὶ τῶν νομίμων οὐδεὶς φθονεῖ οὐδ᾽ [327b] ἀποκρύπτεται ὥσπερ τῶν ἄλλων τεχνημάτων —λυσιτελεῖ γὰρ οἶμαι ἡμῖν ἡ ἀλλήλων δικαιοσύνη καὶ ἀρετή· διὰ ταῦτα πᾶς παντὶ προθύμως λέγει καὶ διδάσκει καὶ τὰ δίκαια καὶ τὰ νόμιμα— εἰ οὖν οὕτω καὶ ἐν αὐλήσει πᾶσαν προθυμίαν καὶ ἀφθονίαν εἴχομεν ἀλλήλους διδάσκειν, οἴει ἄν τι, ἔφη, μᾶλλον, ὦ Σώκρατες, τῶν ἀγαθῶν αὐλητῶν ἀγαθοὺς αὐλητὰς τοὺς ὑεῖς γίγνεσθαι ἢ τῶν φαύλων; οἶμαι μὲν οὔ, ἀλλὰ ὅτου ἔτυχεν ὁ ὑὸς εὐφυέστατος γενόμενος εἰς αὔλησιν, οὗτος [327c] ἂν ἐλλόγιμος ηὐξήθη, ὅτου δὲ ἀφυής, ἀκλεής· καὶ πολλάκις μὲν ἀγαθοῦ αὐλητοῦ φαῦλος ἂν ἀπέβη, πολλάκις δ᾽ ἂν φαύλου ἀγαθός· ἀλλ᾽ οὖν αὐληταί γ᾽ ἂν πάντες ἦσαν ἱκανοὶ ὡς πρὸς τοὺς ἰδιώτας καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντας. οὕτως οἴου καὶ νῦν, ὅστις σοι ἀδικώτατος φαίνεται ἄνθρωπος τῶν ἐν νόμοις καὶ ἀνθρώποις τεθραμμένων, δίκαιον αὐτὸν εἶναι καὶ δημιουργὸν τούτου τοῦ πράγματος, εἰ δέοι αὐτὸν κρίνεσθαι [327d] πρὸς ἀνθρώπους οἷς μήτε παιδεία ἐστὶν μήτε δικαστήρια μήτε νόμοι μηδὲ ἀνάγκη μηδεμία διὰ παντὸς ἀναγκάζουσα ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι, ἀλλ᾽ εἶεν ἄγριοί τινες οἷοίπερ οὓς πέρυσιν Φερεκράτης ὁ ποιητὴς ἐδίδαξεν ἐπὶ Ληναίῳ. ἦ σφόδρα ἐν τοῖς τοιούτοις ἀνθρώποις γενόμενος, ὥσπερ οἱ ἐν ἐκείνῳ τῷ χορῷ μισάνθρωποι, ἀγαπήσαις ἂν εἰ ἐντύχοις Εὐρυβάτῳ καὶ Φρυνώνδᾳ, καὶ ἀνολοφύραι᾽ ἂν ποθῶν τὴν τῶν ἐνθάδε ἀνθρώπων [327e] πονηρίαν. νῦν δὲ τρυφᾷς, ὦ Σώκρατες, διότι πάντες διδάσκαλοί εἰσιν ἀρετῆς καθ᾽ ὅσον δύνανται ἕκαστος, καὶ οὐδείς σοι φαίνεται· εἶθ᾽, ὥσπερ ἂν εἰ ζητοῖς τίς διδάσκαλος [328a] τοῦ ἑλληνίζειν, οὐδ᾽ ἂν εἷς φανείη, οὐδέ γ᾽ ἂν οἶμαι εἰ ζητοῖς τίς ἂν ἡμῖν διδάξειεν τοὺς τῶν χειροτεχνῶν ὑεῖς αὐτὴν ταύτην τὴν τέχνην ἣν δὴ παρὰ τοῦ πατρὸς μεμαθήκασιν, καθ᾽ ὅσον οἷός τ᾽ ἦν ὁ πατὴρ καὶ οἱ τοῦ πατρὸς φίλοι ὄντες ὁμότεχνοι, τούτους ἔτι τίς ἂν διδάξειεν, οὐ ῥᾴδιον οἶμαι εἶναι, ὦ Σώκρατες, τούτων διδάσκαλον φανῆναι, τῶν δὲ ἀπείρων παντάπασι ῥᾴδιον, οὕτω δὲ ἀρετῆς καὶ τῶν ἄλλων πάντων· ἀλλὰ κἂν εἰ ὀλίγον ἔστιν τις ὅστις διαφέρει [328b] ἡμῶν προβιβάσαι εἰς ἀρετήν, ἀγαπητόν. ὧν δὴ ἐγὼ οἶμαι εἷς εἶναι, καὶ διαφερόντως ἂν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ὀνῆσαί τινα πρὸς τὸ καλὸν καὶ ἀγαθὸν γενέσθαι, καὶ ἀξίως τοῦ μισθοῦ ὃν πράττομαι καὶ ἔτι πλείονος, ὥστε καὶ αὐτῷ δοκεῖν τῷ μαθόντι. διὰ ταῦτα καὶ τὸν τρόπον τῆς πράξεως τοῦ μισθοῦ τοιοῦτον πεποίημαι· ἐπειδὰν γάρ τις παρ᾽ ἐμοῦ μάθῃ, ἐὰν μὲν βούληται, ἀποδέδωκεν ὃ ἐγὼ πράττομαι ἀργύριον· [328c] ἐὰν δὲ μή, ἐλθὼν εἰς ἱερόν, ὀμόσας ὅσου ἂν φῇ ἄξια εἶναι τὰ μαθήματα, τοσοῦτον κατέθηκε.
Τοιοῦτόν σοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἐγὼ καὶ μῦθον καὶ λόγον εἴρηκα, ὡς διδακτὸν ἀρετὴ καὶ Ἀθηναῖοι οὕτως ἡγοῦνται, καὶ ὅτι οὐδὲν θαυμαστὸν τῶν ἀγαθῶν πατέρων φαύλους ὑεῖς γίγνεσθαι καὶ τῶν φαύλων ἀγαθούς, ἐπεὶ καὶ οἱ Πολυκλείτου ὑεῖς, Παράλου καὶ Ξανθίππου τοῦδε ἡλικιῶται, οὐδὲν πρὸς τὸν πατέρα εἰσίν, καὶ ἄλλοι ἄλλων δημιουργῶν. τῶνδε δὲ [328d] οὔπω ἄξιον τοῦτο κατηγορεῖν· ἔτι γὰρ ἐν αὐτοῖς εἰσιν ἐλπίδες· νέοι γάρ.
***
Η αδυναμία της αγωγής είναι φαινομενική.Μια κι έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί από πολλούς άξιους πατέρες βγαίνουν παιδιά παρακατιανά; Άκουσε ποιά εξήγηση δίνω: αν τα όσα είπα παραπάνω είναι σωστά (δηλαδή ότι δεν πρέπει κανένας να μένει αμέτοχος σ᾽ αυτό το πράγμα, [327a] την αρετή, αν είναι να σταθεί μια πολιτεία), δεν έχει θέση καμιά απορία. Γιατί, αν η άποψή μου βρίσκεται κοντά στην αλήθεια —και δεν υπάρχει άποψη πιο κοντά στην αλήθεια απ᾽ αυτή— διάλεξε οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα ή μάθημα και σκέψου: Ας υποθέσουμε ότι, αν δε γινόμασταν όλοι αυλητές, ο καθένας μας όπως μπορούσε, θα ήταν αδύνατο να σταθεί μια πολιτεία· ποιός τότε δε θα προσπαθούσε να διδάξει αυτή την τέχνη στον καθένα και στο σπίτι και δημόσια, και ποιός δε θα μάλωνε εκείνον που θα έπαιζε άσχημα τον αυλό; ποιός θ᾽ αρνιόταν να τη μεταδώσει — όπως καληώρα ποιός αρνιέται και ποιός κρατά κρυφούς τους γραφτούς και τους άγραφους νόμους, [327b] όπως τα μυστικά από τις άλλες τέχνες; (γιατί ο καθένας μας, νομίζω, έχει κέρδος από τη δικαιοσύνη και την αρετή του άλλου· γι᾽ αυτό κι ο καθένας μας στον καθένα με προθυμία και λέει και διδάσκει τους γραφτούς και τους άγραφους νόμους). Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι και στην τέχνη του αυλού με τον ίδιο τρόπο είχαμε όλη την προθυμία και την απλοχεριά να δίνουμε μαθήματα ο ένας στον άλλο, πιστεύεις, Σωκράτη, ότι τα παιδιά των άξιων αυλητών θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να βγουν άξιοι αυλητές απ᾽ ό,τι τα παιδιά των παρακατιανών; Η γνώμη μου είναι ότι όχι — αλλά εκείνου που ο γιος έτυχε να γεννηθεί πιο προικισμένος για αυλητής, [327c] θα ξεχώριζε και θ᾽ αποχτούσε φήμη· το παιδί όμως εκείνου που το αδίκησε η φύση, θα ᾽μενε στην αφάνεια. Και πολλές φορές από άξιο αυλητή θα έβγαινε γιος παρακατιανός, πολλές φορές πάλι από παρακατιανό άξιος· όπως και να ᾽χε όμως, όλοι θα ήταν αρκετά καλοί αυλητές απέναντι στους ανίδεους κι αυτούς που έχουν μεσάνυχτα από την τέχνη του αυλού. Πίστεψε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωσή μας· πάρε όποιον νομίζεις τον πιο άδικο απ᾽ όλους όσοι μεγάλωσαν ανάμεσα σ᾽ ανθρώπους που ζουν με νόμους· ε λοιπόν, τούτος είναι δίκαιος και δάσκαλος πάνω σ᾽ αυτό που πραγματευόμαστε, αν είχαμε να τον συγκρίνουμε [327d] με ανθρώπους που δεν έχουν ούτε μόρφωση ούτε δικαστήρια ούτε κανένα τρόπο επιβολής, που να τους επιβάλλει απ᾽ το πρωί ώς το βράδυ να φροντίζουν για την αρετή — αλλά αν ήταν τίποτα άγριοι, σαν κι αυτούς που παρουσίασε ο Φερεκράτης ο ποιητής στο θέατρο πέρσι, στη γιορτή των Ληναίων. Αλήθεια, αν, όπως οι μισάνθρωποι σ᾽ εκείνη την κωμωδία, βρεθείς ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους, θα ᾽λεγες «δόξα σοι, ο θεός!» συντυχαίνοντας τον Ευρύβατο και τον Φρυνώνδα και θα στέναζες νοσταλγώντας [327e] την κακοψυχία των ανθρώπων του τόπου μας. Αλλά τώρα κάνεις το δύσκολο, Σωκράτη, γιατί όλοι είναι δάσκαλοι της αρετής —καθένας κατά τη δύναμή του— και σου φαίνεται ότι κανένας δεν είναι. Νά, είναι σαν να ψάχνεις ποιός διδάσκει [328a] την ελληνική γλώσσα· θα παρουσιαζόταν κανείς; Ή πάλι ψάξε να βρεις, φαντάζομαι, ποιός θα δίδασκε στα παιδιά των μαστόρων μας την ίδια τους την τέχνη, που βέβαια την έχουν μάθει από τον πατέρα τους, όσο μπορούσε ο πατέρας κι οι φίλοι του πατέρα που είναι του σιναφιού του· πιστεύω ότι δεν είναι εύκολο να βρεθεί δάσκαλός τους, Σωκράτη, που να τους μάθει περισσότερα, ενώ είναι το ευκολότερο πράγμα να βρεθεί για τους ανίδεους· το ίδιο συμβαίνει και με την αρετή και μ᾽ όλα τ᾽ άλλα. Άρα πρέπει να ᾽μαστε ευχαριστημένοι, αν βρίσκεται κάποιος κάπως ανώτερος από μας [328b] στο να φέρνει τους άλλους πιο κοντά στην αρετή. Λοιπόν πιστεύω πως κι εγώ είμαι ένας απ᾽ αυτούς — και ότι μπορώ να βοηθήσω έναν άνθρωπο να γίνει καλός και αγαθός καλύτερα από κάθε άλλον, και ότι μου αξίζει ο μισθός που ζητώ, και ακόμη μεγαλύτερος, έτσι που και ο μαθητής ο ίδιος να το παραδέχεται. Για τούτο κοίταξε πώς κανόνισα τον τρόπο της είσπραξης του μισθού: όταν ένας μαθητής τελειώνει τις σπουδές του κοντά μου, πληρώνει αμέσως τα χρήματα που του ζήτησα, αν θέλει· [328c] αν όχι, πηγαίνει σ᾽ ένα ναό, ορκίζεται πόσα χρήματα κατά τη γνώμη του αξίζουν τα μαθήματά μου, και τόσα αφήνει για πληρωμή.
Γενικό συμπέρασμα.Τέτοιο μύθο και λόγο είχα να σου πω, Σωκράτη, μου είπε, για να καταλάβεις ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί και ότι αυτή τη γνώμη έχουν οι Αθηναίοι· τώρα λοιπόν δεν πρέπει ν᾽ αναρωτιέσαι πώς από άξιους πατέρες βγαίνουν παιδιά παρακατιανά κι από παρακατιανούς άξια· δες και τα παιδιά του Πολυκλείτου, συνομήλικοι με τον Πάραλο κι αυτόν εδώ τον Ξάνθιππο, δεν αξίζουν τίποτα κοντά στον πατέρα τους, όπως και άλλα παιδιά άλλων τεχνιτών. Όσο γι᾽ αυτούς εδώ, [328d] ας μη βιαστούμε ακόμη να τους κατηγορήσουμε· μπορούμε να έχουμε ακόμη ελπίδες σ᾽ αυτούς· γιατί είναι νέοι.