ΦΙ. ὦ φέγγος ὕπνου διάδοχον, τό τ᾽ ἐλπίδων
ἄπιστον οἰκούρημα τῶνδε τῶν ξένων.
οὐ γάρ ποτ᾽, ὦ παῖ, τοῦτ᾽ ἂν ἐξηύχησ᾽ ἐγώ,
870 τλῆναί σ᾽ ἐλεινῶς ὧδε τἀμὰ πήματα
μεῖναι παρόντα καὶ ξυνωφελοῦντά μοι.
οὔκουν Ἀτρεῖδαι τοῦτ᾽ ἔτλησαν εὐφόρως
οὕτως ἐνεγκεῖν, ἁγαθοὶ στρατηλάται.
ἀλλ᾽ εὐγενὴς γὰρ ἡ φύσις κἀξ εὐγενῶν,
875 ὦ τέκνον, ἡ σή, πάντα ταῦτ᾽ ἐν εὐχερεῖ
ἔθου, βοῆς τε καὶ δυσοσμίας γέμων.
καὶ νῦν ἐπειδὴ τοῦδε τοῦ κακοῦ δοκεῖ
λήθη τις εἶναι κἀνάπαυλα δή, τέκνον,
σύ μ᾽ αὐτὸς ἆρον, σύ με κατάστησον, τέκνον,
880 ἵν᾽, ἡνίκ᾽ ἂν κόπος μ᾽ ἀπαλλάξῃ ποτέ,
ὁρμώμεθ᾽ ἐς ναῦν μηδ᾽ ἐπίσχωμεν τὸ πλεῖν.
ΝΕ. ἀλλ᾽ ἥδομαι μέν σ᾽ εἰσιδὼν παρ᾽ ἐλπίδα
ἀνώδυνον βλέποντα κἀμπνέοντ᾽ ἔτι·
ὡς οὐκέτ᾽ ὄντος γὰρ τὰ συμβόλαιά σου
885 πρὸς τὰς παρούσας ξυμφορὰς ἐφαίνετο.
νῦν δ᾽ αἶρε σαυτόν· εἰ δέ σοι μᾶλλον φίλον,
οἴσουσί σ᾽ οἵδε· τοῦ πόνου γὰρ οὐκ ὄκνος,
ἐπείπερ οὕτω σοί τ᾽ ἔδοξ᾽ ἐμοί τε δρᾶν.
ΦΙ. αἰνῶ τάδ᾽, ὦ παῖ, καί μ᾽ ἔπαιρ᾽, ὥσπερ νοεῖς·
890 τούτους δ᾽ ἔασον, μὴ βαρυνθῶσιν κακῇ
ὀσμῇ πρὸ τοῦ δέοντος· οὑπὶ νηὶ γὰρ
ἅλις πόνος τούτοισι συνναίειν ἐμοί.
ΝΕ. ἔσται τάδ᾽· ἀλλ᾽ ἵστω τε καὐτὸς ἀντέχου.
ΦΙ. θάρσει· τό τοι σύνηθες ὀρθώσει μ᾽ ἔθος.
895 ΝΕ. παπαῖ· τί δῆτ᾽ ἂν δρῷμ᾽ ἐγὼ τοὐνθένδε γε;
ΦΙ. τί δ᾽ ἔστιν, ὦ παῖ; ποῖ ποτ᾽ ἐξέβης λόγῳ;
ΝΕ. οὐκ οἶδ᾽ ὅποι χρὴ τἄπορον τρέπειν ἔπος.
ΦΙ. ἀπορεῖς δὲ τοῦ σύ; μὴ λέγ᾽, ὦ τέκνον, τάδε.
ΝΕ. ἀλλ᾽ ἐνθάδ᾽ ἤδη τοῦδε τοῦ πάθους κυρῶ.
***
ΝΕΟ. Σωπάστε τώρα κι έχετε το νου σας,γιατ᾽ ανοίγει τα μάτια και σηκώνει
το κεφάλι του. ΦΙΛ. Ω φως, που ξανά βλέπω
μετά ᾽π᾽ τον ύπνο κι ω η απίστευτη
κι ανέλπιστη των ξένων παρουσία
που με φυλάγουν· γιατ᾽ εγώ, παιδί μου,
δε θα ᾽λεγα ποτέ πως θα βαστούσες
870 να υποφέρεις τα πάθη μου με τέτοια
συμπόνια και να μου παρασταθείς
με κάθε σου βοήθεια· μα οι Ατρείδες
πώς θα μπορούσαν βέβαια να την είχαν
την ίδια υπομονή να με υποφέρουν,
οι καλοί μας στρατάρχες; μα εσύ, γιε μου,
που είσαι ψυχή γενναία κι από γενναίους,
τίποτα δε λογάριασες απ᾽ όλα τούτα,
φωνές κι αποφορές που ήσουν γεμάτος.
Μα, τώρα μια που φαίνεται πως μ᾽ έχει
ξεχάσει το κακό και νά συνήρθα,
σήκωσέ με και στήσε με, συ, γιε μου,
880 στα πόδια μου, που σα μ᾽ αφήσει τέλος
κι η κούραση, να πάμε στο καράβι
και κάμομε πανιά χωρίς ν᾽ αργούμε.
ΝΕΟ. Χαίρω που σέ ειδα παρά κάθ᾽ ελπίδα
να ζεις και ν᾽ αναπνέεις και δίχως πόνους·
γιατ᾽ αν συγκρίνω με όπως είσαι τώρα,
όλα σου τα σημάδια εφανερώναν
πως πια ζωή δεν είχες· λοιπόν σήκω
ή, αν προτιμάς, αυτοί να σε σηκώσουν
στα χέρια· δε θα βαρεθούν τον κόπο,
αν είναι η θέλησή σου κι η δική μου.
ΦΙΛ. Σ᾽ ευχαριστώ, παιδί μου· βοήθησέ με
λοιπόν εσύ, καθώς στο νου σου το ᾽χεις,
890 κι άφησ᾽ αυτούς, μήπως τους ενοχλήσει
η βαριά αποφορά πριν απ᾽ την ώρα·
τους φτάνει ό,τι έχουν να υποφέρουν μέσα
στο καράβι μαζί μου. ΝΕΟ. Μα έτσι ας γίνει·
έλα, σηκώσου και πιάσου από μένα.
ΦΙΛ. Έγνοια σου και συνηθισμένος είμαι.
ΝΕΟ. Αλίμονο· τί έχω να κάμω τώρα;
ΦΙΛ. Τί ᾽ναι γιε μου, πού πάει αυτός σου ο λόγος;
ΝΕΟ. Κι εγώ δεν ξέρω πώς να τη γυρίσω
τη δυσκολί᾽ αυτή. ΦΙΛ. Ποιά δυσκολία;
μην το λες, γιε μου, εσύ. ΝΕΟ. Κι όμως έτσι ᾽ναι
και σ᾽ αυτή τώρα βρίσκομαι τη θέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου