Μετά τον Ορφέα η Ορφική Κίνηση διατηρήθηκε είτε σε Ορφικούς Θιάσους, είτε στη μοναχική πορεία Μυστών, που μετέδιδε, μερικές φορές αθόρυβα, την Ορφική Αντίληψη της Ζωής, διατηρώντας έτσι την Παράδοση ζωντανή, την Φλόγα της Γνώσης αναμμένη.
Από τους μεγαλύτερους Ορφικούς υπήρξε, μετά τον Ορφέα, Ο Πυθαγόρας, που έβαλε την προσωπική σφραγίδα του στον Ορφισμό, δημιουργώντας μια νέα, όμοια, αλλά και διαφορετική κίνηση, τον Πυθαγορισμό. Θεωρητικά μπορούμε να ταυτίσουμε την Θεωρητική Αντίληψη του Πυθαγόρα με εκείνη του Ορφέα, ή να τα διαχωρίσουμε. Το βέβαιο είναι ότι σχετίζονται άμεσα. Τόσο, που ακόμα και αρχαίοι συγγραφείς τους αναφέρουν μαζί, «Ορφικοί και Πυθαγόρειοι»…
Ο Μεγαλύτερος όμως Θεωρητικός του Ορφισμού (και μαζί του Πυθαγορισμού) είναι ο Παρμενίδης, που αναδύθηκε μέσα από τους κόλπους της Πυθαγόρειας Διδασκαλίας. Ήταν όμως τόσο Μεγάλος που χάραξε τον δικό του Δρόμο, ζώντας μια ζωή (σύμφωνα με τις Αντιλήψεις του) τόσο θεία που έμεινε παροιμιώδης, ο «Παρμενίδειος Βίος».
Ο Παρμενίδης είναι αυτός που μίλησε καθαρά για την Πραγματικότητα μεταφέροντας τους ασαφείς θεολογικούς όρους και τις βαθιές μυθολογικές συλλήψεις του Ορφισμού σε αυστηρά φιλοσοφική γλώσσα. Ο Ορφέας δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερο ερμηνευτή, μήτε σπουδαιότερο μαθητή (μετά τον Πυθαγόρα). Είναι ο Παρμενίδης που σημάδεψε την Ελληνική Φιλοσοφία, ανοίγοντας το δρόμο (μαζί με τον άλλο Μεγάλο, τον Ηράκλειτο) στον Πλάτωνα και τους άλλους Μεγάλους Γίγαντες της ανθρώπινης διανόησης.
Τι διδάσκει λοιπόν ο Παρμενίδης στο «Περί Φύσεως» (που μόνο αποσπάσματά του διασώθηκαν, ενώ τα σπουδαιότερα μέρη χάθηκαν);
Ερμηνεύοντας τον Ορφέα (κι αποσαφηνίζοντας τον Πυθαγόρα) ο Παρμενίδης διδάσκει ότι το Ον Είναι η Απόλυτη Πραγματικότητα (και είναι πέρα από τις αντίθετες έννοιες του είναι και του μη-είναι):
(Περί Φύσεως, VII, VIII)
Γιατί ποτέ δεν θα επιβληθεί τούτο: Μη-Όντα να είναι.
Συ όμως κράτα το νου σου μακριά από τούτην την οδό της αναζήτησης,
κι ούτε η πολύπειρη συνήθεια να σε σπρώξει στην (άλλη) οδό,
να περιφέρεις το άσκοπο μάτι και την πολύβουη ακοή
και την γλώσσα, αλλά κρίνε με το λόγο τον πολύμαχο έλεγχο
που εγώ σου εξέθεσα.
Μόνος λοιπόν ο λόγος για την οδό
απομένει: πως είναι. Και πάνω της υπάρχουν σήματα
πάμπολλα: πως το Εόν αγέννητο είναι και ανώλεθρο,
ολόκληρο και μονογενές κι ατρεμές και τέλειο.
Ούτε ήταν κάποτε ούτε θα είναι, γιατί τώρα είναι όλο μαζί,
ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννα θ' αναζητούσες γι' αυτό;
Προς τα πού κι από πού ν' αυξήθηκε; Ούτε από το Μη-Ον θα σ' αφήσω
να πεις ή να νοήσεις, γιατί άφατο είναι κι αδιανόητο
το ότι δεν είναι. Και ποια ανάγκη θα τό 'σπρωχνε
αργότερα ή νωρίτερα να γεννηθεί, απ' το Μηδέν προερχόμενο;
Ανάγκη λοιπόν ή εντελώς να είναι, ή να μην είναι (διόλου).
Ούτε από το Μη-Ον θ' αφήσει ποτέ της πίστεως η ισχύς
να προστεθεί κάτι στο Εόν. Κι έτσι ούτε να γίνει
ούτε να χαθεί το άφησε η Δίκη, τα δεσμά χαλαρώνοντας,
αλλά το συγκρατεί. Κι η κρίση γι' αυτά συνίσταται σε τούτο:
είναι ή δεν είναι. Έχει λοιπόν κριθεί, καθώς είναι ανάγκη,
αδιανόητη κι ανώνυμη τη μια ν' αφήνουμε, γιατί δεν είναι
οδός αληθής. Η άλλη όμως -ότι είναι- να είναι αληθινή.
Πως ως Εόν θα ήταν (μόνο) αργότερα; Και πώς γεννιόταν;
Γιατί αν γεννήθηκε, δεν είναι, ούτε κι αν μέλλει κάποτε να είναι.
Έτσι έσβησε η γένεση κι ο όλεθρος ανήκουστος.
Ούτε διαιρετό είναι (το Εόν), γιατί ολόκληρο είναι όμοιο.
ούτε κάπου κάπως περισσότερο, που θα το εμπόδιζε να συνέχει,
ούτε κάπως λιγότερο, αλλά το παν είναι γεμάτο από Εόν.
Γι' αυτό και το παν είναι συνεχές . Γιατί Εόν πρόσκειται σε Εόν.
Κι ακίνητο στα όρια δεσμών μεγάλων,
άναρχο είναι κι άπαυστο, αφού γένεση κι όλεθρος
μακριά πολύ εκδιώχθηκαν: τα απόδιωξε η πίστη η αληθινή.
Ίδιο και μένοντας στον ίδιο τόπο, κείται καθ' αυτό
κι έτσι εκεί θα παραμείνει στέρεο. Γιατί κραταιά ανάγκη
στα δεσμά το κρατά του ορίου που το περικλείει.
Γι' αυτό δεν επιτρέπεται ατελές να είναι το Εόν:
δεν είναι ελλιπές, ενώ αν ήταν, όλα θα του έλειπαν.
Αφού όμως έσχατο υπάρχει όριο, ολοκληρωμένο είναι
από παντού, όμοιο με σχήμα σφαίρας ολοστρόγγυλης,
από τη μέση παντού ισοδύναμο: εδώ κάπως περισσότερο
κι εκεί κάπως λιγότερο δεν μπορεί να είναι.
Γιατί ούτε το Μη-Ον -που θα το εμπόδιζε να φτάσει
στο όμοιο του- είναι, ούτε Εόν θα μπορούσε να είναι
εδώ περισσότερο, εκεί λιγότερο από Εόν, αφού ολόκληρο είναι απρόσβλητο.
Από παντού λοιπόν ίσο προς εαυτό, όμοια κείται στα όριά του.
Νοείν κι (Είναι ως) εκείνο, χάριν/λόγω του οποίου είναι το νόημα, είναι το αυτό.
Γιατί χωρίς το Εόν (όπως ειπώθηκε)
δεν θα βρεις το Νοείν, ούτε αν ο χρόνος είναι ή θα είναι
κάτι άλλο απ' το Εόν, αφού η μοίρα το 'δεσε,
ολόκληρο κι ακίνητο να είναι. Σ' αυτό αναφέρονται τα ονόματα όλων
όσα οι άνθρωποι έθεσαν, πιστεύοντας ότι είναι αληθινά:
γένεση κι όλεθρος, είναι κι όχι,
κι αλλαγή τόπου και χρώματος φωτεινού μεταβολή.
Εδώ σου σταματώ τον πιστό λόγο και τη σκέψη
για την αλήθεια. Δόξες από εδώ και πέρα ανθρώπινες
μάθαινε, των λόγων μου ακούγοντας τον κόσμο τον απατηλό:
Γιατί έθεσαν με τις γνώμες τους μορφές δύο να ονομάζουν,
που η μια τους (δήθεν) πρέπει να μην είναι εδώ είναι που έχουν πλανηθεί.
Κι αντιθετικά χώρισαν ανάλογα με την όψη και σήματα έθεσαν
χωριστά το εν΄ από το άλλο: εδώ της φλόγας πυρ αιθέριο,
ήπιο και πανάλαφρο, παντού το αυτό με τον εαυτό του,
όχι όμως και με το άλλο. Κι εκείνο πάλι καθ' εαυτό,
την αντίθετη νύχτα την αδαή, πυκνή και βαριά μορφή.
Όλον τούτο τον φανερό και ταιριαστό διάκοσμο εγώ σου εκθέτω,
ώστε ποτέ ανθρώπου γνώμη να μη σε ξεπεράσει.
Ο Παρμενίδης αντιλαμβάνεται το Ον σαν Απόλυτη Παρουσία που Εμπεριέχει τα Πάντα, Ταυτόχρονα. Δεν υπάρχει γέννηση, εξέλιξη, καμιά αλλοίωση. Όλα είναι Ταυτόχρονα, Εδώ, Τώρα.
Αυτή είναι η Οδός της Αλήθειας, ο μόνος ορθός τρόπος να αντιληφθούμε το Ον.
Το Ον γίνεται αντιληπτό σαν «πεπερασμένη» σφαίρα («πεπερασμένη» για να γίνει αντιληπτή) που όμως τα όριά του επεκτείνονται αέναα όσο το προσεγγίζει η αντίληψη: Είναι Αυτό που Επεκτείνεται Πέραν, Χωρίς Τέρμα.
Αλλά εφόσον μόνο το Ον υφίσταται σαν Απόλυτη Πραγματικότητα τότε πως εξηγείται ο κόσμος της ύπαρξης, της γέννησης, της εξέλιξης, της φθοράς, που αντιλαμβάνονται τα όντα (και οι άνθρωποι); Για (τον Ορφέα όπως και για) τον Παρμενίδη υπάρχει μόνο η Απόλυτη Πραγματικότητα, ένας Χώρος, ένας Κόσμος, (όχι δύο κόσμοι, δύο πραγματικότητες – του Όντος και της δημιουργίας). Αυτό που δημιουργεί τον κόσμο των φαινομένων είναι η Αντίληψη, η Σχετική Αντίληψη, η Δόξα (που δεν βλέπει το Ον αλλά μεταβαλλόμενες σχέσεις μέσα στο Ον). Υπάρχει λοιπόν Μια Πραγματικότητα αλλά δύο αντιλήψεις της Πραγματικότητας: η Αλήθεια που βλέπει το Ον όπως Είναι και η δόξα που βλέπει το Ον σαν Φαινόμενο. (Μία Πραγματικότητα, αλλά δύο αντιλήψεις).
Αν και το τμήμα του έργου του Παρμενίδη («Περί Φύσεως») που αναφέρεται στη Δόξα (που δημιουργεί τον κόσμο του φαινομένου) χάθηκε για πάντα, μπορούμε όμως, στηριζόμενοι σε αποσπάσματα να κατανοήσουμε τι ακριβώς διδάσκει ο Μεγάλος Σοφός.
Η Θεώρηση του Όντος όχι σαν Απόλυτης Πραγματικότητας αλλά σαν «Είναι» δημιουργεί αυτόματα την αντίληψη του «μη-είναι». Από την Αντιληπτική Νύχτα (την Απουσία Ιδιοτήτων) γεννιέται η Αντίληψη της Ύπαρξης (του Ενός, του Μυθικού Έρωτα των ύμνων)που αυτόματα διασπάται σε αντίθετα που αναμιγνύονται σε ζεύγος για να παράγουν όλα τα φαινόμενα: Είναι-μη είναι, Ημέρα-Νύχτα, Φως-Σκοτάδι, κλπ. Κλπ.
Έτσι μέσα στη Σχετική Αντίληψη (Δόξα), καθώς το Ον εκλαμβάνεται σαν «Είναι», όπου δημιουργείται αυτόματα η αντίληψη του «μη-είναι», υπάρχουν δύο στοιχεία που η ανάμιξή τους και η εξέλιξή τους και η κυκλική πορεία τους δημιουργούν τον κόσμο των φαινομένων: Δεν πρόκειται για μια Αληθινή δημιουργία, αλλά για μια Εσωτερική Πορεία της αντίληψης στη Διερεύνηση του Όντος (το Οποίο όμως αντιλαμβάνεται μέσα από σχετικούς όρους). Από τα δύο στοιχεία το ένα, το «Είναι» μοιάζει με το Ον (εν τούτοις δεν είναι η Άμεση Καθαρή Θεώρηση του Όντος, αλλά μια σχετική αντίληψη του Όντος), ενώ το άλλο, το «μη-είναι» είναι μακριά από την οντολογική πραγματικότητα κι ανήκει στην περιοχή του μη αληθινού.
Επειδή η Δόξα (η Σχετική Αντίληψη) συλλαμβάνει το Ον (όχι βέβαια με Αληθινό Τρόπο, αλλά με τον δικό της σχετικό τρόπο) αυτή η Φαινομενικότητα αποτελεί μια αλλοιωμένη αντίληψη της Πραγματικότητας, μοιάζει με την Πραγματικότητα, αλλά παρ’ όλα αυτά αυτό που αντιλαμβανόμαστε μέσω της δόξας (ο κόσμος της αλλαγής και της φθοράς) δεν είναι πραγματικό, είναι φαινομενικό. Αυτό που βλέπουμε είναι όχι το Ον, που Είναι Αιώνιο, Ακίνητο (ή αλλιώς Αναλλοίωτο), Εμπεριέχει τα Πάντα, εδώ, Τώρα, Ταυτόχρονα, αλλά η συνεχής μετατόπιση της σχετικής αντίληψής μας στο Ον (στην Αιώνια Αμετάβλητη Κατάσταση), σε μια περιορισμένη, προκαθορισμένη και κυκλική πορεία (που θα μας Οδηγήσει πίσω, στην Πλήρη Αντίληψη του Όντος)… είναι σαν μια Δέσμη Συνειδητότητας που Σαρώνει το Ον – δεν αντιλαμβάνεται το Ον, Όλο, Όπως Είναι, αλλά σταδιακά (μέσα από την αντίληψη των αντιθέτων, σαν μια εξέλιξη, πορεία, κύκλο δημιουργίας, κλπ). Αυτό ακριβώς είναι το Νοείν (στη μεταφυσική σημασία που του έδινε ο Παρμενίδης και που δεν ταυτίζεται με την ανθρώπινη διανόηση). Το Νοείν (δηλαδή η μετατόπιση της σχετικής αντίληψης στο Ον) είναι ακριβώς που δημιουργεί το Είναι (στην τεράστια ποικιλία του). Έτσι Νοείν και Είναι είναι το ίδιο, («Περί Φύσεως» ΙΙΙ, ...γιατί Νοείν κι Είναι είναι το αυτό).
Με αυτή την σημασία που εκθέσαμε πιο πάνω, εξέλαβε ο Χέγκελ (και πολύ σωστά) την «ταύτιση του Νοείν και του Είναι», καθώς κι όλη η γερμανική φιλοσοφία. Στην πραγματικότητα ο Χέγκελ (χωρίς να αμφισβητούμε το Μεγαλείο του) δεν είναι τίποτα άλλο από σχολιαστής του Παρμενίδη (κι αυτό το διαπιστώνει κάποιος διαβάζοντας την «Λογική» του, που δεν είναι παρά ένα μεγάλο σχόλιο στο «Περί Φύσεως» του Παρμενίδη). Αντίθετα είναι τελείως λανθασμένη η αγγλική άποψη (του Μπούρνετ) που ερμηνεύει την φράση του Παρμενίδη να σημαίνει ότι «το πράγμα το οποίο νοούμε είναι το ίδιο με το πράγμα που υπάρχει» ταυτίζοντας έτσι (βέβηλα) το Νοείν του Παρμενίδη με την διανοητική νόηση. Αλλά οι Άγγλοι δεν είχαν ποτέ φιλοσοφία, μέχρι σήμερα.