Ο 14ος ΑΙΩΝΑΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
O ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
O ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
Τον αιώνα αυτόν, η ιστορία δεν γράφεται τόσο από Αυτοκρατορίες, όσο από κράτη, άλλοτε όμοια και άλλοτε τελείως διαφορετικά από τα σημερινά, το καθένα με τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του και με τις δικές του επιδιώξεις. Μια αναδυόμενη Ευρωπαϊκή δύναμη είναι το βασίλειο της Αγγλίας, που έχει ήδη εγκαινιάσει την επεκτατική πολιτική του στις περιοχές που σήμερα συγκροτούν τη Μεγάλη Βρετανία (Σκωτία, Ουαλία, Ιρλανδία). Αλλά τώρα οι Αγγλικές βλέψεις στρέφονται και στην ηπειρωτική Ευρώπη, συγκεκριμένα στη Γαλλία. Η Γαλλία έχει να αντιμετωπίσει ένα περίπλοκο πρόβλημα διαδοχής στον βασιλικό θρόνο και αυτό δεν θα δημιουργήσει μόνο εσωτερική αναταραχή. Θα αποτελέσει και την αφορμή για έναν από τους πιο σφοδρούς πολέμους της Γαλλικής ιστορίας. Από την τρίτη δεκαετία του αιώνα και υπό τη δυναστεία των Βαλουά, οι Γάλλοι απλώς θα αγωνίζονται να διαφυλάξουν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας τους από τους Άγγλους εισβολείς...
Η Ιβηρική Χερσόνησος είναι ένα μωσαϊκό εθνοτήτων (Μαυριτανοί, Καστιλιάνοι, Καταλανοί, Εβραίοι, Βάσκοι, Λουζιτανογαλικιανοί), χωρίς συνοχή ούτε στην οικονομία ούτε στη διοίκηση. Το βασίλειο της Αραγωνίας προσπαθεί να γίνει η κυρίαρχη δύναμη της Μεσογείου. Η Καστίλη ασχολείται περισσότερο με την εκδίωξη των Μαυριτανών. Και η Πορτογαλία κάνει τα πρώτα της μεγάλα βήματα στο θαλάσσιο εμπόριο, που θα την αναδείξει σε μια ισχυρή Ευρωπαϊκή χώρα τον προσεχή αιώνα. Η Ιταλία είναι μάλλον ένας απλός γεωγραφικός όρος. Οι Γερμανοί Αυτοκράτορες έχουν παραιτηθεί από κάθε βλέψη στη χερσόνησο, αλλά η ενοποίηση των Ιταλικών κρατών είναι ακόμη πολύ μακριά.
Το βασίλειο της Νεάπολης, από εμπορικό κέντρο, μεταλλάσσεται σε φεουδαρχικό κράτος. Τη θέση του στο εμπόριο καταλαμβάνει η Φλωρεντία. Στον Ιταλικό Βορρά ξεχωρίζουν το δουκάτο του Μιλάνου υπό την αυταρχική εξουσία των Βισκόντι και η δημοκρατία της Βενετίας, που ακμάζει λόγω της πολιτικής σταθερότητας, του ισχυρού ναυτικού της και των αποικιών της. Τα Παπικά, τέλος, κράτη στο κέντρο της Ιταλικής Χερσονήσου περνούν κρίση λόγω της απουσίας του Πάπα και αυτονομούνται. Στην Κεντρική Ευρώπη, η άλλοτε πανίσχυρη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιορίζεται πια στο Γερμανικό βασίλειο.
Ο Αυτοκράτορας έχει αποδυναμωθεί, ενώ οι άρχοντες διεκδικούν περισσότερη ανεξαρτησία. Αντίβαρο στην αυξανόμενη δύναμή τους είναι οι συνασπισμοί των πόλεων. Η Πολωνία, η Βοημία και η Ουγγαρία διέρχονται περίοδο σταθερότητας και υλικο-πνευματικής προόδου. Τα Σκανδιναβικά, τέλος, βασίλεια (Νορβηγία, Σουηδία, Δανία), ενώνονται σε ένα κράτος με την αστική οικονομία υπό Γερμανική επιρροή και την ύπαιθρο υπό τον έλεγχο της τοπικής αριστοκρατίας.
Ο Εκατονταετής Πόλεμος
Ανάμεσα στις περισσότερες από αυτές τις χώρες σημειώθηκαν συγκρούσεις μικρής ή μεγαλύτερης κλίμακας σε όλη τη διάρκεια του 14ου αιώνα. Η πιο σφοδρή και μακροχρόνια υπήρξε ο Εκατονταετής Πόλεμος ανάμεσα στη Γαλλία και στην Αγγλία, ο οποίος, διήρκεσε με διαλείμματα, από το 1337 ως το 1453. Η χηρεία του Γαλλικού θρόνου έδωσε στους Άγγλους το άλλοθι για τον πόλεμο αυτόν. Η δυναστεία των Καπετιδών στη Γαλλία είχε τερματιστεί από την έλλειψη αρρένων διαδόχων, γεγονός που έδωσε στον βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδο Γ' το έρεισμα να διεκδικήσει το στέμμα ως απόγονος του Γαλλικού κλάδου της οικογένειας.
Στο μεταξύ οι Γάλλοι αναπλήρωσαν το κενό ανεβάζοντας στον θρόνο συγγενή των προηγούμενων βασιλέων, τον Φίλιππο των Βαλουά. Η Αγγλία δεν σκόπευε φυσικά να παραιτηθεί εύκολα από τις βλέψεις της στη Γαλλία. Δεν ήταν μόνο η συγγένεια αίματος με τον Γαλλικό βασιλικό οίκο. Οι προσδοκώμενες κτήσεις στη Γαλλική γη θα έδιναν τεράστια ώθηση στο Αγγλικό εμπόριο. Θα παρείχαν άφθονες πρώτες ύλες και νέες αγορές. Επιπλέον, το βασιλικό ταμείο θα γέμιζε από τα έσοδα των φόρων και οι ευγενείς θα πλούτιζαν ακόμη περισσότερο από τα λύτρα και τις λεηλασίες.
Στα πρώτα χρόνια του πολέμου, οι Άγγλοι φαίνονταν να πετυχαίνουν τους σκοπούς τους. Οι Γάλλοι υπέστησαν βαριές ήττες στο Σλόις, στο Κρεσύ και στο Πουατιέ. Αλλά από το 1368 ανέκαμψαν και μέσα σε μια δεκαετία ανακατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος των περιοχών που απολέσθηκαν. Οι εχθροπραξίες διακόπηκαν το 1380, για να συνεχισθούν και να τερματιστούν τον επόμενο αιώνα με νίκη της Γαλλίας. (Ο Εκατονταετής Πόλεμος ανέδειξε και μία από τις πιο θρυλικές μορφές της Γαλλικής ιστορίας, την Ιωάννα της Λωραίνης ή Ζαν ντ' Αρκ).
Το Μεγάλο Σχίσμα της Δυτικής Εκκλησίας
Δεν ήταν μόνο τα κράτη που ταλανίστηκαν από συγκρούσεις. Και η Εκκλησία γνώρισε τον 14ο αιώνα μία μεγάλη κρίση, γνωστή ως Βαβυλώνια αιχμαλωσία και Μεγάλο Σχίσμα. Η αρχή έγινε από τον πάπα Βονιφάτιο Η' και τον Γάλλο μονάρχη Φίλιππο Δ'. Οι αξιώσεις του Πάπα για πολιτική εξουσία ανώτερη και από αυτή των βασιλέων και η απαίτηση του Φιλίππου να καταβάλλει ο κλήρος φόρους για τις δημόσιες δαπάνες έφεραν τους δύο άνδρες σε μετωπική σύγκρουση. Οι αμοιβαίες προκλήσεις κορυφώθηκαν το 1303, όταν ο Γαλλικός στρατός εισήλθε στο Ανάνι, γενέτειρα του Πάπα και τον αιχμαλώτισε. Ο λαός τον απελευθέρωσε, αλλά λίγες μέρες μετά ο Βονιφάτιος πέθανε στη Ρώμη.
Το 1309, ο πάπας Κλήμης Ε', τυφλό όργανο του Φιλίππου, μετέφερε την παπική έδρα στη Γαλλική πόλη Αβινιόν, για να ικανοποιήσει τον Γάλλο μονάρχη. Η μεταφορά υποτίθεται πως ήταν προσωρινή, τελικά όμως κράτησε σχεδόν 70 χρόνια. Η παραμονή της Παπικής εξουσίας στην Αβινιόν παραλληλίστηκε με την επίσης εβδομηκονταετή εξορία των Ιουδαίων στη Βαβυλώνα τον 6ο αιώνα π.Χ., γι' αυτό και ονομάστηκε Βαβυλώνια αιχμαλωσία.
Η μακρά παραμονή στην Αβινιόν εξηγείται από το γεγονός ότι οι πάπες εκείνης της περιόδου ήταν Γάλλοι, αλλά οφείλεται και στην πλεονεκτική γεωγραφική θέση της πόλης: στο κέντρο της Δυτικής χριστιανοσύνης, σε κομβικό σημείο των χερσαίων μεταφορών, σε περιοχή οικονομικά ανθηρή και πολιτικά υποτονική. Επιπλέον, στα Παπικά κράτη της Ιταλίας επικρατούσε πολιτική αστάθεια, η ειρήνη ήταν εύθραυστη και οι Πάπες δεν σκόπευαν να βρεθούν εν μέσω εξεγέρσεων και αναταραχών. Δείγμα της προοπτικής να παραμείνει η Παπική έδρα μόνιμα στην Αβινιόν ήταν η ανέγερση πολυτελών ανακτόρων, που θα αντιστάθμιζαν το ιστορικό και θρησκευτικό γόητρο της Ρώμης.
Ωστόσο, ο Χριστιανικός κόσμος πίεζε για την επιστροφή της Παπικής έδρας στην παραδοσιακή περιοχή της, τη Ρώμη. Η ικανοποίηση του αιτήματος αυτού έγινε από τον τελευταίο Γάλλο Πάπα, Γρηγόριο ΙΑ'. Αλλά λίγους μήνες μετά την εγκατάστασή του στην Αιωνία Πόλη ο Γρηγόριος πέθανε (1378). Ο θάνατός του προκάλεσε τη χειρότερη κρίση που γνώρισε ως τότε η Λατινική Εκκλησία. Η εκλογή του νέου Πάπα θεωρήθηκε διαβλητή και ακυρώθηκε. Νέος Πάπας εξελέγη από τη Σύνοδο των καρδιναλίων, αλλά καθώς ο πρώτος δεν του επέτρεψε την είσοδο στο Βατικανό, αυτός επέστρεψε στην Παπική έδρα της Αβινιόν.
Το Μεγάλο Σχίσμα ήταν πια γεγονός και η Ευρώπη, ανάλογα με τα πολιτικά συμφέροντα των ιθυνόντων, μοιράστηκε ανάμεσα στους δύο Πάπες. Οι αντίπαλοι πάπες πέθαναν, νέοι τους διαδέχθηκαν, αλλά το πρόβλημα παρέμενε. Η εξουσία ήταν πολύ γλυκιά για να την εγκαταλείψουν και οι μεν και οι δε. Τελικά, το 1409, καρδινάλιοι και των δύο παρατάξεων συμφώνησαν να εκλέξουν νέο Πάπα, ελπίζοντας να τερματίσουν το σχίσμα. Αλλά δεν έκαναν τίποτα παραπάνω από το να προσθέσουν έναν ακόμη Ποντίφικα στους ήδη υπάρχοντες. Το σχίσμα τερματίστηκε μετά 10 χρόνια, όταν οι τρεις διάδοχοι Πάπες καθαιρέθηκαν από την ενισχυμένη Σύνοδο και εξελέγη νέος στη Ρώμη.
Αιρέσεις και Αμφισβητήσεις
Παρά την επανόρθωση, οι μακροχρόνιες διαμάχες έπληξαν το γόητρο του Παπισμού και, ακόμη χειρότερα, την εμπιστοσύνη του ποιμνίου στην πνευματικότητα και στην ηθική του. Οι αιρέσεις, που στην αρχή του αιώνα είχαν εξοβελιστεί, επέστρεψαν με νέα ονόματα και νέες θεωρίες. Μία μόνο από τις πολλές αιρέσεις ήταν αυτή του «Ελεύθερου Πνεύματος», ενός μυστικιστικού κινήματος που απέρριπτε τις ιεροτελεστίες και τους ιερούς κανόνες και πρόβαλλε πάνω από όλα την ένωση με τον Θεό. Θεολόγοι και στοχαστές αμφισβήτησαν και αυτοί τις θέσεις της επίσημης Εκκλησίας.
Από αυτούς ο πιο διφορούμενος υπήρξε ο Άγγλος Τζων Ουίκλιφ, διδάκτωρ της Οξφόρδης και προσωπικός κληρικός του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου. Σε αδρές γραμμές, ο Ουίκλιφ καταδίκασε τον υλικό πλούτο της Εκκλησίας, αρνήθηκε το θαύμα της Θείας Ευχαριστίας -τη μετουσίωση του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Κυρίου- και υποστήριξε ότι ο Θεός έχει προεπιλέξει ποιους θα σώσει, επομένως ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι απαραίτητος. Την ιεραρχημένη Εκκλησία εξακολουθούσαν, επίσης, να επικρίνουν, όπως και παλαιότερα, οι Φραγκισκανοί μοναχοί.
Στη θέση της πρότειναν την πνευματική Εκκλησία, όπου θα βασίλευε η αυταπάρνηση και η φιλανθρωπία. Κήρυτταν ακόμη πως η πενία είναι η υπέρτατη αρετή, αφού και ο ίδιος ο Χριστός έζησε φτωχικά και δεν επιθύμησε ποτέ πλούτη ή εξουσία. Από τους κυριότερους εκπροσώπους των Φραγκισκανών αυτής της περιόδου είναι ο Άγγλος Γουλιέλμος Όκαμ.
Εξεγέρσεις
Αλλά την πιο μαχητική επίθεση δέχτηκαν τα κράτη από τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην κατώτερη βαθμίδα της κοινωνίας, δηλαδή από τον λαό. Και αυτό γιατί ο 14ος αιώνας δεν υπήρξε τόσο δύσκολος για κανέναν άλλο όσο για τους φτωχούς, εξαθλιωμένους ανθρώπους του μόχθου. Αυτοί βίωσαν κυρίως την καταστροφή του πολέμου, την οικονομική ύφεση, την κοινωνική ανισότητα, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα. Οι αγρότες κυρίως, αλλά όχι μόνο, υπήρξαν οι πρωταγωνιστές των εξεγέρσεων του 14ου αιώνα. Η πιο γνωστή από αυτές είναι η «Ζακερί», που σημειώθηκε στη βορειοανατολική Γαλλία τον Μάιο του 1358.
Πήρε το όνομά της από την περιφρονητική ονομασία που απέδιδαν οι ευγενείς σε κάθε χωρικό (Ζακ ή Ζακ Μπονόμ, χαζο-Ιάκωβος). Στόχος ήταν οι ευγενείς, οι οποίοι την ίδια στιγμή που πολλαπλασίαζαν τις καταχρήσεις και τις καταπιέσεις εις βάρος των χωρικών, αποδεικνύονταν ανίκανοι να προστατεύσουν τη χώρα από τους Άγγλους εισβολείς. Η πολεμική ανικανότητα των ευγενών αποδείχτηκε περίτρανα και όταν ένας ένας θανατώνονταν ή διώκονταν από τους εξεγερμένους αγρότες, που έφεραν υποτυπώδη οπλισμό. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στη Γαλλία οι «Ληστές των δασών». Στο κίνημα αυτό συγκεντρώθηκαν φτωχοί, άστεγοι, περιθωριακοί, που ζούσαν ληστεύοντας ευγενείς και πλούσιους αστούς.
Εξεγέρσεις εξακολούθησαν να σημειώνονται σποραδικά ως το τέλος του αιώνα και στις Γαλλικές πόλεις που στρέφονταν κατά των αστικών ολιγαρχιών. Η Αγγλία γνώρισε και αυτή τη δική της Ζακερί, γνωστή ως εξέγερση των χωρικών. Ξεκίνησε το 1381 από το Έσσεξ και το Κεντ, για να εξαπλωθεί ως το Λονδίνο. Τη δυσαρέσκεια των χωρικών για την εκμετάλλευση και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης είχαν εντείνει η επιβολή κεφαλικού φόρου, ο καθορισμός ανώτατων ορίων στις αμοιβές και η απειλητική τροπή του πολέμου με τη Γαλλία. Στις τάξεις των εξεγερμένων, ωστόσο, προσχώρησαν σύντομα και έμποροι, βιοτέχνες, εργάτες, ακόμη και κάποιοι μικροευγενείς.
Αιτήματα της εξέγερσης ήταν φορολογικές ελαφρύνσεις, απελευθέρωση των δουλοπάροικων και οικονομική ισότητα. Από τους πρωταγωνιστές ήταν ο ιερέας Τζων Μπωλ, του οποίου το σύνθημα έχει μείνει γνωστό ως τις μέρες μας: «Όταν ο Αδάμ έσκαβε και η Εύα έκλωθε, πού βρισκόταν ο άρχοντας;». Η Καταλωνία επίσης κλονίστηκε από διαδοχικές στάσεις των δουλοπάροικων, που ευνοήθηκαν ακόμη και από τους βασιλείς τους σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η ισχύς των ισχυρών φεουδαρχών. Στην Ιταλική Χερσόνησο την πιο εκτεταμένη εξέγερση γνώρισε η Φλωρεντία.
Πρόκειται για την επανάσταση των Τσόμπι (ciombi = λαναράδες) το 1378. Δέκα χιλιάδες εργάτες της υφαντουργίας απαίτησαν μεγαλύτερες αμοιβές, ελαφρύτερη φορολογία και συμμετοχή στην εξουσία.
Οι εξεγέρσεις αυτές υπήρξαν βίαιες και σαρωτικές, αλλά βραχύβιες. Η Ζακερί καταπνίγηκε στο αίμα είκοσι μέρες μετά την εκδήλωσή της. Η αγροτική εξέγερση της Αγγλίας είχε επίσης οικτρό τέλος. Ο βασιλιάς Ριχάρδος Β' φάνηκε αρχικά διαλλακτικός απέναντι στους εξαγριωμένους επαναστάτες, αλλά με δόλο τους κατέσφαξε ένα μήνα μετά την έναρξη της επανάστασης. Στη Φλωρεντία σχηματίστηκε νέα, πιο δημοκρατική, κυβέρνηση που τελικά ανατράπηκε από τους παλαιούς άρχοντες.
Κάποτε μάλιστα οι λαϊκές εξεγέρσεις είχαν και αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα: σύσφιγξαν τις σχέσεις μοναρχίας - αριστοκρατίας, σκλήρυναν τη στάση των ιθυνόντων. Απέδωσαν, όμως, μακροπρόθεσμα και υπογείως, μετέτρεψαν τις λαϊκές τάξεις σε υπολογίσιμη δύναμη στα μάτια των αρχόντων και κράτησαν ζωντανά τα παράπονα και τις ελπίδες των απλών, καταπιεσμένων ανθρώπων.
Η Πανούκλα
Η δεινή θέση των λαϊκών μαζών, οι ανισότητες και οι αδικίες, οι πόλεμοι, η φτώχεια, συνέθεταν ένα ζοφερό τοπίο για τις κοινωνίες του 14ου αιώνα και οι εξεγέρσεις περισσότερο εκτόνωσαν την οργή των πληβείων παρά έλυναν τα προβλήματά τους. Αλλά το πιο σκληρό πλήγμα που δέχτηκαν οι Ευρωπαίοι της εποχής και το μεγαλύτερο στη μέχρι τότε ιστορία τους υπήρξε ο Μαύρος Θάνατος. Η πανούκλα εκδηλώθηκε το 1347, όταν Ευρωπαίοι τη μετέφεραν από την Ασία. Ξεκίνησε από την Ιταλία, τη Γαλλία και την Αραγωνία, για να προχωρήσει σύντομα στον ευρωπαϊκό Βορρά. Μέσα σε πέντε χρόνια ολόκληρη η Ευρώπη βρισκόταν στο έλεος της θανατηφόρας επιδημίας.
Η πανούκλα έκλεισε τον κύριο κύκλο της μετά από 150 ολόκληρα χρόνια. Πότε περισσότερο και πότε λιγότερο επιθετική, στο χρονικό αυτό διάστημα αποδεκάτισε τον πληθυσμό της Ευρωπαϊκής ηπείρου και προκάλεσε αισθητή μείωση του μέσου όρου ζωής. Μερικές χώρες είδαν να αφανίζεται το 40% του πληθυσμού τους. Θα χρειαστούν σχεδόν δύο αιώνες για να επιστρέψει η Ευρώπη στα παλιά δημογραφικά επίπεδα. Το βαρύτερο τίμημα πλήρωσαν οι πόλεις, γιατί η περίφραξη με τείχη, η έλλειψη υγιεινών συνθηκών και η συσσώρευση του πληθωρισμού ευνοούσαν την εξάπλωση της αρρώστιας. Η Βαρκελώνη, για παράδειγμα, το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα έχασε 28.000 κατοίκους, πάνω από τον μισό πληθυσμό της.
Η πανούκλα υπήρξε καταστροφική σε όλους τους τομείς. Στην οικονομία οι αντιδράσεις υπήρξαν αλυσιδωτές. Η μείωση του πληθυσμού περιόρισε τη ζήτηση υλικών αγαθών, άρα η οικονομία υπέστη ύφεση. Η έλλειψη εργατικών χεριών, από την άλλη, οδήγησε σε νόμους που όριζαν ανώτατα όρια μισθών, ώστε η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας να μην πλήξει τα συμφέροντα των ισχυρών. Αλλά αυτό το μέτρο με τη σειρά του προκάλεσε, όπως είδαμε, ακόμη και εξεγέρσεις.
Σαν να μην έφτανε η τρομερή επιδημία, ο πληθυσμός της Ευρώπης γνώρισε τον 14ο αιώνα και εξοντωτικές σιτοδείες. Κάθε δέκα χρόνια σημειωνόταν λιμός.
Πιθανές αιτίες είναι η κόπωση της γης από την αδιάκοπη εκμετάλλευση με ταυτόχρονη απουσία νέων καλλιεργητικών μεθόδων, η αραίωση του αγροτικού πληθυσμού -λόγω εσωτερικής μετανάστευσης- και οι βαρείς χειμώνες. Οι λιμοί ανέστειλαν κι αυτοί, μαζί με την πανούκλα, τη δημογραφική ανάπτυξη της Ευρώπης. Κι όχι μόνο γιατί αύξησαν τη θνησιμότητα, αλλά και γιατί μείωσαν τις γεννήσεις με τα προβλήματα γονιμότητας που προκαλούσαν. Οι πόλεμοι, βεβαίως, συνέβαλαν στη δημογραφική κρίση και για τον λόγο ότι χώριζαν τα ζευγάρια για μακρά πολλές φορές διαστήματα.
Αλλά ούτε οι λιμοί ούτε οι πόλεμοι κατάφεραν πλήγμα που θα μπορούσε έστω να συγκριθεί με τη φονική επιδημία της πανούκλας.
Η Ψύχωση του Θανάτου
Τόση ήταν η μεταφυσική αγωνία που κατέλαβε τους ανθρώπους της εποχής μπροστά στο σάρωμα της πανώλους, ώστε να μετατραπεί σε ψύχωση, την ψύχωση του θανάτου. Εγχειρίδια και ιεροκήρυκες έδιναν συμβουλές για το πώς να αντιμετωπίσουν οι πιστοί τις επιβουλές του Πονηρού στον άλλο κόσμο. Κάπως έτσι εξαπλώθηκε και η ιδέα για το Καθαρτήριο, αυτή τη μέση οδό μεταξύ της σωτηρίας της ψυχής και της Κόλασης. Η τέχνη απεικόνισε σκηνές θανάτου, πτώματα παραμορφωμένα και σκουληκιασμένα, υγιείς νέους να κοιτούν τα μελλοντικά σάπια κουφάρια τους.
Στις λαϊκές τάξεις διαδίδονταν οι χιλιαστικές αντιλήψεις περί συντέλειας του Κόσμου, ενώ επανεμφανίστηκε το κίνημα των αυτομαστιγουμένων. Οι άνθρωποι αυτοί καταδίκαζαν τον εαυτό τους στην τιμωρία της μαστίγωσης ως ένδειξη μετάνοιας και για να καθησυχάσουν την οργή του Θεού, την οποία οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν αιτία των συμφορών τους. Ύποπτοι, όμως, θεωρήθηκαν και οι Εβραίοι -δηλητηρίαζαν τάχα πηγάδια- με αποτέλεσμα να ενταθεί ο αντισημιτισμός και να διαπραχθούν πολλές βιαιότητες εις βάρος των Εβραίων της Ευρώπης.
Θετικές Εξελίξεις
Παρ' όλες τις τραγωδίες που έπληξαν την Ευρώπη τον 14ο αιώνα, θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι επί 100 χρόνια τίποτα καλό δεν συνέβη. Σημειώθηκαν, πρώτα απ' όλα, κάποια πνευματικά βήματα. Μετά το 1300 τα πανεπιστήμια πολλαπλασιάστηκαν αισθητά και βελτιώθηκαν οι υλικές συνθήκες για μαθητές και διδάσκοντες. Οι διδάκτορες απολάμβαναν τον σεβασμό ιεραρχών και βασιλέων. Σε κάποιους από αυτούς οφείλεται η στροφή στον ορθολογισμό, που απάλλαξε τη σκέψη από τη θρησκευτική αυθεντία (Ντανς Σκώτους, Γουλιέλμους Όκαμ, κ.ά.). Όσον αφορά τη λογοτεχνία, την εποχή αυτή ο Δάντης συγγράφει την αθάνατη «Θεία Κωμωδία» του, ενώ ζει και δημιουργεί ο ουμανιστής λόγιος Πετράρχης.
Η τέχνη εξακολουθεί να εκφράζεται σε μικρά ή μεγάλα έργα Γοτθικού ρυθμού. Και η μουσική, τέλος, ανανεώνεται χάρη στην Ars Nova, μουσική κίνηση με εμπνευστή τον Φιλίπ ντε Βιτρύ, η οποία εισάγει νέους ρυθμικούς τρόπους και εμπλουτίζει τη μουσική σημειολογία. Αλλά και στον υλικό πολιτισμό υπήρξε κάποια μικρή ανάπτυξη. Η κτηνοτροφία γνώρισε άνοδο, η βιοτεχνία οργανώθηκε πιο άρτια με την εξειδίκευση και τα επαγγελματικά σωματεία. Οι χερσαίες μεταφορές μειώθηκαν λόγω των πολέμων, αλλά το θαλάσσιο εμπόριο διευρύνθηκε χάρη στις βελτιώσεις των λιμανιών, τη διάδοση της πυξίδας και των ασφαλίσεων πλοίων και εμπορευμάτων.
Εξαπλώθηκαν, επίσης, οι τραπεζικές συναλλαγές και οι μόνιμες εμπορικές εταιρείες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εμπορικής ανόδου είναι η Τευτονική Χάνσα (Χανσεατική Ένωση), συνασπισμός εμπορικών πόλεων της Γερμανίας, που έγινε αυτό τον αιώνα ο κύριος, αν όχι ο μόνος, παράγοντας του θαλάσσιου εμπορίου στη Βόρεια Θάλασσα και στη Βαλτική. Σημειώθηκε, τέλος, και μια ανεπαίσθητη τεχνολογική πρόοδος στον πολεμικό εξοπλισμό, στη μεταλλουργία και στην υφαντουργία.
Ο 14ος αιώνας υπήρξε σημαντικός και για την κρατική οργάνωση και τη διακυβέρνηση των Ευρωπαϊκών χωρών. Είναι η εποχή όπου από τα παλαιότερα συμβούλια γεννήθηκαν οι πρώτες συνελεύσεις με θεσμικό και αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, τα λεγόμενα κοινοβούλια: Οι Γενικές Τάξεις στη Γαλλία, το Κοινοβούλιο στην Αγγλία, τα Κοόρτες στην Ισπανία, το Ράιχσταγκ στη Γερμανία. Τα κοινοβουλευτικά αυτά σώματα αποτελούσαν εκπρόσωποι πόλεων, ευγενείς, γαιοκτήμονες και, σπανιότερα, ανώτεροι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι.
Οι αρμοδιότητες, η περιοδικότητα και το κύρος των κοινοβουλίων αυτών ποίκιλλαν από χώρα σε χώρα, αλλά, έστω θεωρητικά, υπήρχε πάντα η δυνατότητα ένστασης στις αποφάσεις του βασιλιά και περιορισμού της εξουσίας του. Παράλληλα με τα κράτη, διαμορφώνονται σε νέα βάση και τα έθνη. Ο κατακερματισμός των προηγούμενων μεγάλων αυτοκρατοριών -Ρωμαϊκή, Αγία Ρωμαϊκή-, ο επακόλουθος περιορισμός των εθνικών ομάδων στον φυσικό τους χώρο, οι πόλεμοι.
Τέλος, οδήγησαν στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, γεγονός που εγκαινίασε τις κατοπινές θρησκευτικές, πολιτιστικές κ.λπ. διαφοροποιήσεις στην Ευρώπη. Αυτές οι δύο τελευταίες εξελίξεις -σχηματισμός κοινοβουλίων, ενίσχυση εθνικής ταυτότητας- υπήρξαν και η πιο καθοριστική κληρονομιά που άφησε ο 14ος αιώνας στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή ιστορία.
14ος Αιώνας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
H κυριαρχία των Ευρωπαϊκών κρατών σφυρηλατήθηκε μέσα από το φεουδαρχικό σύστημα, που ήταν η απάντηση στις επιδρομές των βαρβαρικών λαών, οι οποίοι, σε αναζήτηση εύφορων εδαφών, εισέβαλαν στην Ευρώπη πρώτα γύρω στον 4ο αιώνα και κατόπιν τον 7ο και 8ο αιώνα. Όπως ήταν φυσικό, οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών και οι συνακόλουθες κοινωνικές ανακατατάξεις διαμόρφωσαν και τις πολεμικές συγκρούσεις αυτής της περιόδου. Σε μία περίοδο μεγάλης ανασφάλειας, ο πιο συνετός τρόπος αντιμετώπισης των εισβολών ήταν ο κατακερματισμός της διοίκησης. Πολλά μικρά κάστρα στην ύπαιθρο παρείχαν προστασία στους αγρότες από τους αναρίθμητους επιδρομείς.
H ζωή, για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων της εποχής, ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη, ελάχιστοι κατόρθωναν να επεκτείνουν τη σφαίρα των εμπειριών τους πέρα από τον περίγυρο (σε ακτίνα λίγων χιλιομέτρων) του κάστρου του τοπικού φεουδάρχη. Αυτές σε γενικές γραμμές ήταν οι κοινωνικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στα χρόνια μεταξύ 1000 και 1300. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να μιλάμε για μία στατική κοινωνία, αντιθέτως, αφθονούν τα παραδείγματα της περιόδου που συνηγορούν για το αντίθετο, όπως η περίπτωση της Φλάνδρας, όπου το εμπόριο ανθεί, και με την ανάπτυξη χρηματοπιστωτικής οικονομίας στην Αγγλία, στην άλλη πλευρά της Μάγχης.
Μπορούμε να μιλάμε, με κάποια επιφύλαξη, για πρώιμες καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις. Tο θέμα μας, φυσικά, είναι ο πόλεμος και συγκεκριμένα τα χαρακτηριστικά του. Ποιο ήταν το κυρίαρχο στρατιωτικό σώμα; Πώς πολεμούσε; Πώς διαμορφώθηκε; Ποιο ήταν το κυρίαρχο δόγμα των στρατών της εποχής; Σίγουρα το κεντρικό σημείο του πολέμου είναι η μάχη. H αποφασιστική μάχη που ως αντικειμενικό σκοπό έχει την καταστροφή του εχθρικού στρατού είναι, σύμφωνα με τον Κλαούζεβιτς, το απαύγασμα της τέχνης του πολέμου. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη θεώρηση, οι Μεσαιωνικοί στρατοί αναζητούσαν ο ένας τον άλλο, στην προσπάθειά τους να συντρίψουν τον αντίπαλο.
Από αυτή την παραδοχή, γεννιούνται εικόνες έφιππων πολεμιστών, ιπποτών, με ακατάπαυστη ορμή, να συγκρούονται θανάσιμα, τρυπώντας ο ένας τον άλλο με τη βαριά λόγχη τους, συνθλίβοντας το κεφάλι του αντιπάλου με τον κεφαλοθραύστη ή σχίζοντας στα δύο, με υπεράνθρωπη σπαθιά, τον άτυχο που στάθηκε μπροστά στον ήρωα - ιππότη. Στο μύθο αυτό θα απαντήσουμε, δείχνοντας ότι ο Μεσαιωνικός πόλεμος απέχει από την ερμηνεία του Κλαούζεβιτς και πλησιάζει περισσότερο σε αυτή που είχε παραθέσει ο Ρωμαίος Βεγέτιος, στο περίφημο έργο του, "De re militari".
To έργο αυτό είχε επηρεάσει τους στρατιωτικούς ηγέτες της εποχής και είναι σίγουρο ότι οι συνθήκες ευνοούσαν το πέρασμα από τη θεωρία στην πρακτική εφαρμογή: οι μάχες το μεσαίωνα δεν ήταν ο κανόνας, ο στρατιωτικός διοικητής τις απέφευγε, αφού αποτελούσαν γι' αυτόν την ύστατη λύση, στην οποία κατέφευγε μόνο αφού είχε εξαντλήσει όλες τις εναλλακτικές. H βασικότερη ίσως πλευρά του Μεσαιωνικού πολέμου είναι το ιππικό, το οποίο φαίνεται ότι κατέχει κεντρικό ρόλο στους στρατούς της εποχής, όμως, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω και σύμφωνα με τον Μορίλο, "απαιτείται δυνατή συγκεντρωτική διακυβέρνηση, ώστε να υπάρχει δυνατό πεζικό.
Στο Μεσαίωνα το ιππικό δεν βελτιώθηκε, απλώς το πεζικό έγινε χειρότερο". Αυτό είναι πολύ φυσικό, αφού σε μία εποχή όπου η εξουσία είναι κατακερματισμένη, θα ήταν επικίνδυνο η διαχείρισή της να ήταν υπόθεση των πολλών. Σε κάθε περίπτωση, το πεζικό δεν αξίζει μνείας, αφού ο τρόπος που χειρίζονται τα όπλα τους δεν αποτελεί αντικείμενο άξιο παρατήρησης "καλλιεργημένων" ανθρώπων. Tο πεζικό ήταν το προλεταριάτο του πολέμου. H κυριαρχία του ιππικού αντιπροσωπεύει την κοινωνική υπεροχή των φεουδαρχών απέναντι στους ελεύθερους αγρότες και στους δουλοπάροικους, οι οποίοι δεν είχαν την οικονομική δύναμη για την αγορά και τη συντήρηση αλόγου ή πανοπλίας και ιπποσκευής.
Με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτοι έναντι των κινδύνων που έκρυβε η εποχή τους, όπου το μόνο σίγουρο ήταν η ανασφάλεια. H ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιου είδους προστάτες, οι οποίοι παρασιτούν εκεί όπου υπάρχει φόβος. O πόλεμος κατά της τρομοκρατίας του 21ου αιώνα δεν διαφέρει πολύ από τη Μεσαιωνική ανασφάλεια. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο έτοιμοι είμαστε να παραδώσουμε τις ελευθερίες μας στους εξουσιαστές μας, για να κερδίσουμε την ασφάλειά μας από τους "κακούς" του κόσμου.
ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ - Ο ΟΡΟΣ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ
H χρησιμότητα του όρου φεουδαρχία αποτελεί τελευταία το θέμα έντονων συζητήσεων μεταξύ των ιστορικών του Μεσαίωνα, η πλειονότητα των οποίων φαίνεται να απορρίπτει τον όρο. H φεουδαρχία δεν ήταν μία λέξη που χρησιμοποιείτο το Μεσαίωνα. H σύγχρονη χρησιμοποίηση της λέξης έχει δύο χαρακτηριστικές σημασίες.
O πόλεμος δεν αποτελούσε σύγκρουση ανάμεσα σε κράτη όπως σήμερα ούτε μία εθνοτική στο σύνολό της σύγκρουση. Είχε χαρακτήρα περισσότερο προσωπικό, με νομική για τη φεουδαρχία χροιά. Ο υποτελής φεουδάρχης ερχόταν σε αντιπαράθεση με τον κυρίαρχό του είτε γιατί θεωρούσε ότι μπορεί να διεκδικήσει περισσότερα είτε γιατί ο κυρίαρχος έβλεπε τη δύναμη του υποτελούς του να αυξάνει, θέτοντας σε αμφισβήτηση την κυριαρχία του, κάνοντας επιτακτική την ανάγκη περιορισμού του "ατίθασου" υποτελούς. Πολλές φορές, επιμέρους φέουδα, στην υποτέλεια του ίδιου άρχοντα - βασιλιά, πολεμούσαν μεταξύ τους στην προσπάθεια των ηγετών τους να επεκτείνουν τα εδάφη τους και επομένως τη δύναμή τους.
Tη σχέση αυτή περιγράφει ο Εντμοντ Πονιόν: "H φεουδαρχία, το καθεστώς αυτό στο οποίο καθένας έχει πρακτικά στη διάθεσή του τους πόρους της γης που κατέχει και υπακούει σ' αυτόν που του την έχει παραχωρήσει μόνο χάρη στον όρκο υποτέλειας που έχει δώσει, έχει πολλά επίπεδα. Aν ο βασιλιάς βρίσκεται στο έλεος της νομιμοφροσύνης των μεγάλων υποτελών του, στην ίδια κατάσταση βρίσκονται και εκείνοι. Oι μεγάλοι υποτελείς έχουν κι αυτοί τους δικούς τους υποτελείς. Και αυτοί αν πάλι το φέουδό τους είναι κάπως μεγάλο, έχουν με τη σειρά τους άλλους υποτελείς. Από το φρούριό του, ο μικρότερος από τους υποτελείς μπορεί να περιφρονεί όχι μόνο τον εχθρό, μα ακόμη και τον κύριό του, τον επικυρίαρχό του, αυτόν που του παραχώρησε τη γη του".
Αυτό που δεν μας λέει το παραπάνω απόσπασμα είναι η φύση της κατοχής της γης, δηλαδή, αν αυτό το κομμάτι ήταν μία παροχή για υπηρεσίες, η οποία θα μπορούσε να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή επιθυμούσε ο ηγεμόνας ή αν είχε κληρονομικό χαρακτήρα. Στις σκληρές και άγριες κοινωνίες του 8ου και του 9ου αιώνα, τα άτομα των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης ήταν αρκετά ταπεινές, αναζητούσαν προστασία σε διάφορους ισχυρούς ιδιοκτήτες γης ή σε ισχυρούς εκκλησιαστικούς ηγέτες, δημιουργώντας μία σχέση κυρίου-υποτελούς. O υποτελής όφειλε στον κύριό του υποχρεώσεις στρατιωτικού χαρακτήρα και σε αρκετές περιπτώσεις ο "κύριος" ως πληρωμή ή ως δώρο τού παραχωρούσε κάποιο κομμάτι γης, το οποίο ονομαζόταν benefice.
Oι βασιλείς της Μεροβίγγειας δυναστείας ακολούθησαν αυτήν την πρακτική και στη συνέχεια και οι Καρολίδες. Kατά τη διάρκεια, όμως, του 10ου αιώνα, η Δυτική Ευρώπη συνταράχθηκε από κοινωνικές αλλαγές, με αποτέλεσμα να παρατηρηθούν σημαντικές αλλαγές και στη στρατιωτική οργάνωση. Oι Καπετίδες που διαδέχθηκαν τους Καρολίδες, είχαν ν' αντιμετωπίσουν ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα: το benefice, με την ίδια ευκολία με την οποία δινόταν ως αντάλλαγμα, με άλλη τόση μπορούσε ν' ανακληθεί. H αποδοχή του προϋπόθετε την άνευ όρων στρατιωτική υπηρεσία.
O θεσμός αυτός αντικαταστάθηκε από το κληρονομικό fief - φέουδο, πάνω στο οποίο είχε οριστεί, για τον υπόχρεο, διακοπτόμενη στρατιωτική υποχρέωση συνολικής διάρκειας 40 ημερών το χρόνο. Mε άνδρες των οποίων οι στρατιωτικές υποχρεώσεις είχαν τόσο μικρή διάρκεια, ήταν σχεδόν αδύνατο να δημιουργηθεί στρατιωτική δύναμη άξια του ονόματος. Aυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι στρατοί της περιόδου βασίζονταν ολοένα περισσότερο σε μισθοφόρους. Σταδιακά καθιερώθηκε η "διπλή αρχή", δηλαδή, οι υποτελείς όφειλαν στρατιωτική υπηρεσία στο μονάρχη, έχοντας, όμως, και την επιλογή της εξαγοράς της. Mε αυτόν τον τρόπο, οι βασιλείς κατόρθωσαν ταυτόχρονα τη δημιουργία μόνιμου στρατού και βασιλικής φορολογίας.
H τέχνη του πολέμου, λίγο πριν από τον 8ο αιώνα, είχε επανέλθει σε εμβρυϊκή φάση. Oι εκστρατείες είχαν καταστεί στην κυριολεξία μία σειρά από ληστρικές επιχειρήσεις. Δεν υπήρχαν οργανωμένες γραμμές επικοινωνίας και εφοδιασμού. Oι επιδρομείς ζούσαν από τη γη και την εγκατέλειπαν μόνο όταν είχαν εξαντλήσει όλες τις πηγές της. Επίσης, είχαν περιορισμένα μέσα στη διάθεσή τους για τη διεξαγωγή πολιορκιών και, αν αποτύγχαναν σε μία έφοδό τους, δεν προσπαθούσαν εκ νέου, αλλά αποσύρονταν προς άγρα νέων περιπετειών. H μάχη τις περισσότερες φορές δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μία αλυσίδα μονομαχιών. H χρήση των ελιγμών είχε προς το παρόν εγκαταλειφθεί.
Μέσα στον 8ο και 9ο αιώνα παρατηρούνται δύο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά που μας μεταφέρουν στο πολεμικό κλίμα των αιώνων που ακολουθούν. Από τη μία έχουμε αύξηση στην αναλογία του ιππικού, η οποία είναι ιδιαίτερα έντονη στα χρόνια του Καρόλου του Θαρραλέου (864), που προχώρησε σε γενική χρήση του ιππικού ως εκείνου του ευέλικτου σώματος που θα αντιμετώπιζε επιτυχημένα τις νορμανδικές επιδρομές. Από την άλλη, παρατηρείται βελτίωση στην αμυντική θωράκιση του πολεμιστή, δέρμα ενισχυμένο από μέταλλο, σιδερένια κράνη, αλυσιδωτά πουκάμισα. Στη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων, το κοινό χαρακτηριστικό των φεουδαρχικών στρατών είχε διαμορφωθεί οριστικά.
Tο ιππικό είχε εξελιχθεί τόσο ώστε ν' αποτελεί το κύριο συστατικό της στρατιωτικής δύναμης, υποβιβάζοντας το πεζικό -παρότι οι αριθμοί του πρώτου είναι υποδεέστεροι του δευτέρου- σε περιφερειακούς ρόλους. H βασική μονάδα του φεουδαρχικού στρατού, που την ίδια στιγμή αποτελεί και μινιατούρα του, είναι το στρατιωτικό σώμα του φέουδου, με επικεφαλής το φεουδάρχη - χωροδεσπότη, ο οποίος ηγείται έφιππος και καλυμμένος από την πανοπλία του. Δίπλα του, παρόμοια εξοπλισμένοι, οι ιππότες του έχοντας γύρω τους αρκετούς πεζούς, οι οποίοι παρέχουν υποστήριξη και προστασία στους άρχοντές τους από τα χτυπήματα του αντίπαλου πεζικού.
Στο ανοικτό πεδίο της μάχης, το Μεσαιωνικό ιππικό πολεμούσε έφιππο με τη μακριά βαριά λόγχη του και αφίππευε μόνο όταν βρισκόταν μπροστά από οχυρωμένες τοποθεσίες που απαιτούσαν πολιορκία.
Τοξεύματα και κάθε είδους βλήματα, που μέχρι τότε ήταν παραγκωνισμένα, επέστρεψαν χάρη στην εξέλιξή τους, έτσι παρατηρούμε, για παράδειγμα, ο στρατός του Νορμανδού Γουλιέλμου, του επονομαζόμενου Κατακτητή, ή από κάποιους του Μπαστάρδου, να διαθέτει και μία ισχυρή δύναμη τοξοτών, μέρος των οποίων έφερε και βαλλίστρες ή σταυρωτά τόξα (crossbow).
H ύπαρξη του σώματος των τοξοτών υπήρξε καθοριστική στην έκβαση της μάχης του Χέηστινγκς, τον Οκτώβριο του 1066, αφού πιθανότατα ο θάνατος του Χάρολντ, του Αγγλοσάξονα βασιλιά, προήλθε από βέλος που τον χτύπησε στο μάτι.
MYΘOI KAI AΛHΘEIEΣ TOY MEΣAIΩNIKOY ΠOΛEMOY
Παρά τις πρόσφατες και σπουδαίες έρευνες με αντικείμενο τον πόλεμο στο μεσαίωνα, κάποιες εσφαλμένες αντιλήψεις φαίνεται να είναι επίμονες, ανακυκλώνοντας το μύθο που θέλει την τέχνη του πολέμου να έπεσε στο ναδίρ εκείνη την εποχή. O Τζων Κήγκαν στο βιβλίο του, "A History of Warfare", αναπαράγει την άποψη ορισμένων στρατιωτικών ιστορικών που αναφέρονται στη "μακρά μεσοβασιλεία ανάμεσα στην εξαφάνιση των πειθαρχημένων ρωμαϊκών λεγεώνων και στην εμφάνιση των εθνικών στρατών του 16ου αιώνα". O Ρόμπιν Νέιλαντς στο "The Wars of the Roses", θεωρεί ότι ο ιπποτικός (knightly) πόλεμος δεν απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες, αφού περιοριζόταν στο ποιος θα κατόρθωνε να ρίξει τον αντίπαλό του στο έδαφος.
Άσχετα με το αν, τελικά, οι δύο προαναφερθέντες ιστορικοί, μαζί με την πλειονότητα των συναδέλφων τους, αφομοίωσαν κάποιον αριθμό από σωστότερες παρατηρήσεις επί του θέματος, η εικόνα που έχουμε για το μεσαιωνικό πόλεμο παραμένει απογοητευτικά συσκοτισμένη. H συσκότιση αυτή οφείλεται κυρίως στην επιτυχία που είχαν τα έργα των ιστορικών του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Ανάμεσα στους ιστορικούς αυτούς βρίσκουμε κάποια από τα "ιερά τέρατα" της ιστοριογραφίας: Ντελπέ, Ντέλμπρουκ και σερ Τσαρλς Όμαν.
Κυρίως, το έργο του Όμαν δρα αποπροσανατολιστικά, χάρη στη συνεχόμενη διάθεσή του, αφού θεωρείται ως κλασικό (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι -ξεπερασμένες, πλέον- απόψεις του δεν τελούν υπό συνεχή αμφισβήτηση από τους σύγχρονους ιστορικούς). Αποτελεί, όμως, ειρωνεία το ότι τόσο ο Oman όσο και ο διακεκριμένος ιστορικός Ferdinand Lot, αναγνώρισαν την ιδιαίτερη σημασία των οχυρωμένων θέσεων (κάστρων - πύργων) για τη διεξαγωγή του Μεσαιωνικού πολέμου, αλλά προτίμησαν να επικεντρωθούν, παρά τις σοβαρές ενδείξεις που είχαν, στη συγκίνηση και στο δράμα που προσέφεραν οι μάχες των ιπποτών.
Συνολικά, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία αρκετά επιζήμια μυθολογία γύρω από το Μεσαιωνικό πόλεμο. Οι μάχες ήταν το κεντρικό σημείο του και αυτό που τις χαρακτήριζε ήταν ότι οι στρατοί που συγκρούονταν σ' αυτές, αποτελούνταν από ιππότες που αντιμετώπιζαν σε μονομαχίες ο ένας τον άλλο. O ιππότης, έφιππος πολεμιστής, διακατεχόταν από έλλειψη πειθαρχίας. H υπερηφάνειά του τού απαγόρευε να μάχεται πεζός. Hταν προσκολλημένος στις πιο στοιχειώδεις τακτικές και με ανεπαρκή ηγεσία στο πεδίο της μάχης. Δεν υπήρχε κανένας σχεδιασμός όσο αφορά στην επιμελητεία. Tο πεζικό και όλα τα σώματα που έκαναν χρήση εκηβόλων όπλων είχαν περιφερειακό ρόλο και χαμηλή αποτελεσματικότητα.
Όλα αυτά ίσχυαν μέχρι την εμφάνιση νέων επαναστατικών μεθόδων, τον 14ο αιώνα. Δυστυχώς, αυτοί οι μύθοι προήλθαν από εσφαλμένες αντιλήψεις που γεννήθηκαν στη σκέψη ορισμένων ιστορικών, που αγνόησαν ή χρησιμοποίησαν άκριτα τις πηγές. O Τζων Μπήλερ, για παράδειγμα, παρά τη μεγάλη προσφορά του, υποστήριξε πως το ότι, την εποχή εκείνη, οι μόνοι εγγράμματοι ήταν ο κλήρος και οι μοναχοί, είχε ως αποτέλεσμα οι συγγραφείς των χρονικών που περιγράφουν τους πολέμους να ανήκουν στους εκκλησιαστικούς κύκλους.
Αυτό, όπως είναι λογικό, άλλωστε, είχε ως επακόλουθο την καταγραφή στρατιωτικών συμβάντων από άτομα που είχαν "μικρή κατανόηση των στρατιωτικών θεμάτων, δείχνοντας ακόμη λιγότερο ενδιαφέρον σε θέματα που άπτονται της τακτικής και της στρατηγικής" (Warfare in Feudal Europe, Cornell University Press). H τοποθέτηση, όμως, αυτή παραβλέπει τις αποδείξεις περί του αντιθέτου. O Γουλιέλμος του Πουατιέ, ο Bιλλεαρδουίνος, ο Zουανβίλ είναι μερικοί από τους πολεμιστές - χρονικογράφους του Μεσαίωνα, η πλειονότητα των οποίων, βεβαίως, προερχόταν από τον κλήρο.
O κλήρος και οι μοναχοί είχαν να επιδείξουν τον ίδιο ζήλο στα στρατιωτικά με τους πατέρες τους, τα αδέλφια τους και τους προστάτες τους, οι οποίοι ήταν τα μέλη της αριστοκρατίας του πολέμου, των bellatores. O Σουζέρ, ηγούμενος του St Dennis, παραδίδει μία ενθουσιώδη αναφορά των πολεμικών περιπετειών του βασιλιά Λουδοβίκου VI. O επίσκοπος Ούγος της Ωζέρ συγκέντρωνε γύρω του και συζητούσε με ιππότες για την τέχνη του πολέμου, όπως αυτή είχε περιγραφεί από τον Βεγέτιο στο έργο του "De re Militari", ένα κλασικό έργο που θεωρείτο ως το εγκόλπιο του Μεσαιωνικού διοικητή.
Πολλοί εκκλησιαστικοί ηγέτες είχαν ακόμη πιο ενεργή συμμετοχή στα πεδία των μαχών. Στην εκκλησία του Bayeux βρίσκεται το τεραστίων διαστάσεων κέντημα που απεικονίζει τον επίσκοπο Odo του Bayeux να μάχεται έφιππος στο Χέηστινγκς. O αρχιεπίσκοπος Τέρπιν στο "Τραγούδι του Ρολάνδου", Μεσαιωνικό ποίημα που είναι υπεύθυνο για τη λαθεμένη ταύτιση των ιπποτών με πράξεις φιλανθρωπίας, αυτό που σήμερα ονομάζουμε "ιπποσύνη", παρουσιάζεται από τον ποιητή ως υπεράνθρωπος ήρωας που μάχεται μανιασμένα, χτυπώντας ακατάπαυστα "thousands of strokes the stout archbishop strikes" ("χιλιάδες χτυπήματα καταφέρνει ο στιβαρός αρχιεπίσκοπος").
Αυτό που πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας σχετικά με τους χρονικογράφους του Μεσαίωνα, είναι ότι, είτε ήταν κληρικοί ή κοσμικοί, ανήκαν στην ανώτερη κοινωνική βαθμίδα, κάτι που εξηγεί σε ικανοποιητικό βαθμό γιατί το πεζικό είναι τόσο παραγκωνισμένο από τις πηγές (όπως είπαμε ήδη, το πεζικό ήταν το "προλεταριάτο" του πολέμου). Eχει επομένως εσφαλμένα θεωρηθεί η απουσία αναφορών στο πεζικό από τους χρονικογράφους της εποχής ως απόδειξη για την περιορισμένη αξία του στα πεδία των μαχών στα χρόνια μεταξύ 1000 και 1300.
Tις λαθεμένες αντιλήψεις για το Μεσαιωνικό πόλεμο έμελλε να διαλύσουν δύο αναθεωρητικά βιβλία, που με την κυκλοφορία τους διαμόρφωσαν το πλαίσιο στο οποίο κινούμαστε όλοι όσοι επιθυμούμε να κατανοήσουμε τις βασικές αρχές του μεσαιωνικού πολέμου. Tο πρώτο ανήκει στον P.Σ. Σμέηλ και είναι το "Crusading Warfare 1097 - 1193" και το δεύτερο στον Φερμπρούγκεν, με τίτλο "The Art of Warfare in Western Europe During the Middle Ages". Και οι δύο συγγραφείς απαξιώνουν την εμμονή των προκατόχων τους με τις μάχες και επισημαίνουν ότι οι Μεσαιωνικοί διοικητές επέλεγαν μία στρατηγική που προέβλεπε την αποφυγή της μάχης.
Oι συνέπειες μίας εκ παρατάξεως μάχης ήταν πάντα ένα ρίσκο το οποίο έπρεπε να είναι η τελευταία επιλογή του στρατιωτικού ηγήτορα. Ακριβώς την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Γκίλινχαμ ("The battle of Hastings"): ''Υπήρχαν πάρα πολλοί πόλεμοι, αλλά λίγες μάχες''. Αλλά γιατί οι μάχες να είναι τόσο σπάνιες; Γιατί να αποφεύγεται η μάχη, όταν αυτή θα μπορούσε να είναι αποφασιστική για την έκβαση του πολέμου; H απάντηση βρίσκεται στην ερώτηση. Aπέφευγαν τη μάχη, ακριβώς επειδή μπορούσε να είναι αποφασιστική τόσο για το χαμένο όσο και για το νικητή και κανένας στρατηγός δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος για την επικράτησή του.
O Φερμπρούγκεν χαρακτηριστικά σημειώνει ότι μεταξύ των ετών 1071 και 1328, στη Φλάνδρα, μία περιοχή με τις περισσότερες καταγεγραμμένες εισβολές, σημειώθηκαν μόνο 11 αξιομνημόνευτες μάχες. Πραγματικά, ήταν απίθανο να λάβει χώρα μία μάχη, αν και οι δύο διοικητές δεν πίστευαν ότι είχαν ορθολογικές πιθανότητες νίκης. Σε μία αμφίρροπη σύγκρουση, λίγα λεπτά αναταραχής και συσκότισης ή πανικού θ' αρκούσαν να ακυρώσουν τις προετοιμασίες μηνών ή και ετών. Eπιπλέον, παρότι η μάχη θα μπορούσε να κλίνει τη στρατηγική ισορροπία προς τη μία ή την άλλη πλευρά, δεν σήμαινε παράλληλα ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα απ' όλες ανεξαιρέτως τις μάχες.
Tα παραδείγματα αφθονούν: το 1054, στη μάχη του Μορτεμέρ, ο κόμης Ροβέρτος του Eϊ κατάφερε να πάρει τη νίκη από τα βασιλικά στρατεύματα του Γάλλου βασιλιά Ερρίκου, τα οποία εισέβαλαν εκείνη τη χρονιά στη Νορμανδία, χωρίς να κερδίσει κάποιο στρατηγικό πλεονέκτημα, αφού η συμμαχία μεταξύ του Καπετίδη Ερίκου και του Ζοφρουά Μαρτέλ ενάντια στο δούκα της Νορμανδίας, Γουλιέλμο, δεν διαλύθηκε. Tο 1057, ο δούκας της Νορμανδίας νίκησε τα βασιλικά στρατεύματα στη μάχη του Βαραβίλ, χωρίς και πάλι κάποιο ουσιαστικό όφελος. Καμιά από αυτές τις μάχες δεν προσέφερε κάτι στο Νορμανδό.
Αυτό που ήταν αποφασιστικό για το μέλλον του δουκάτου ήταν ο θάνατος των δύο επικίνδυνων εχθρών, του Ερρίκου A' και του Μαρτέλ, την ίδια χρονιά (1060). Aκόμη και η νίκη στο πεδίο της μάχης, με άλλα λόγια, μπορούσε να επιφέρει περιορισμένα αποτελέσματα, ενώ από την άλλη η πιθανότητα της ήττας μπορούσε να είναι καταστροφική. H επιδίωξη της μάχης ήταν μία υψηλού κινδύνου στρατηγική. Επιπλέον, η προοπτική της μάχης γεννούσε σε όλους τους άνδρες φόβο για έναν πιθανό τραυματισμό, το φόβο του θανάτου ή της ντροπής. Aν όλα αυτά ισχύουν για τους άνδρες του Μεσαιωνικού στρατού, όπως είναι φυσικό, αυτά έχουν μεγαλύτερη ισχύ για τον ίδιο το διοικητή.
O λόγος γι' αυτήν τη διαπίστωση είναι ότι ο πλέον σίγουρος τρόπος επικράτησης σε μία μάχη, ήταν να σκοτώσεις ή να αιχμαλωτίσεις τον αντίπαλο διοικητή. O Γουλιέλμος κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει τους υποχωρούντες άνδρες του, στη μάχη του Χέηστινγκς, όταν η ενέργειά του ν' ανασηκώσει το κράνος του, ήταν η διαβεβαίωσή του ότι είναι ακόμη ζωντανός και επομένως τίποτε δεν έχει κριθεί. Στην ίδια μάχη, οι τύχες κρίθηκαν μόνο αφού έπεσαν νεκροί ο Χάρολντ, ο Άγγλος βασιλιάς, και τα αδέλφια του. H πλευρά που γευόταν την ήττα, ήταν αυτή που έχανε τον ηγέτη της.
Στο Στάμφορντ Μπριτζ, το 1066, λίγο πριν από τη μάχη του Χέηστινγκς, ο Χάρολντ επικράτησε σκοτώνοντας το Δανό εισβολέα, Χάραλντ Χαρντράντα, και το σφετεριστή του θρόνου και αδερφό του, Τόστιγκ. H μάχη του Κονκερέιλ (992) χάθηκε για τους Βρετόνους όταν σκοτώθηκε ο διοικητής τους, Κονάν της Βρετάνης. Oι επιπλοκές της μάχης δεν σταματούν απλώς στην πιθανότητα του θανάτου ή του τραυματισμού, αλλά επεκτείνονται και στην περίπτωση κατά την οποία υπήρχε αιχμαλωσία, διότι οι πολιτικές επιπτώσεις για τον αιχμαλωτισμένο θα ήταν, αν μη τι άλλο, απρόβλεπτες και επιβλαβείς.
Μετά από όλα αυτά τα παραδείγματα, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί οι πρίγκιπες του 11ου αιώνα ήταν φειδωλοί στο να δώσουν μάχη, διακινδυνεύοντας τα πάντα. "H μάχη ήταν μία επιχείρηση απελπισίας, οι κίνδυνοι τρομεροί, το αποτέλεσμα αβέβαιο. Tα γεγονότα κινούνταν έξω από τον ανθρώπινο έλεγχο, παίρνοντας τη μορφή θεϊκής δοκιμασίας", μας διαβεβαιώνει ο Γκίλινγκχαμ (William the Bastard at War).
Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι ανταμοιβές ήταν περιορισμένες και οι κίνδυνοι τρομεροί, δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση ότι συνετός διοικητής ήταν εκείνος που απέφευγε την εμπλοκή του σε μάχη, αναζητώντας άλλες μεθόδους, που σε περίπτωση όπου τα πράγματα δεν θα πήγαιναν καλά, οι επιπτώσεις θα περιορίζονταν στο ελάχιστο, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, τα οφέλη θα ήταν τα μέγιστα δυνατά. Από τα παραπάνω συνάγουμε ότι αυτή ήταν χωρίς άλλο μία άκρως επαγγελματική προσέγγιση απέναντι στις ανάγκες του πολέμου και, όπως ορθά διαπιστώνει και ο Άλεν Μπράουν, "υπήρξαν άνδρες των οποίων η στάση διακρινόταν εξ ολοκλήρου από επαγγελματισμό".
Oι διοικητές ακολουθούσαν τις συμβουλές του Ρωμαίου συγγραφέα Βεγέτιου, το έργο του οποίου αποτελούσε τη "βίβλο" του στρατιώτη καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. O Βεγέτιος ήταν αρκετά εμφατικός στο θέμα της μάχης: "H μάχη θα πρέπει να είναι η τελευταία λύση. Οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να δοκιμαστεί πριν καταφύγουμε σ' αυτή" (Ideo omnia ante cogitanda sunt, ante temptanda, ante facienda sunt, quam ad ultimum veniatur abruptim. Vegetius).
ΠOΛEMOΣ ΦΘOPAΣ
Εάν, όμως, η προσφυγή στη μάχη δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη λύση, πού θα πρέπει να την αναζητήσουμε; Ποια ήταν η συνηθέστερη μέθοδος των Μεσαιωνικών διοικητών; Απάντηση δίνεται από τον Γουλιέλμο του Πουατιέ, έναν χρονικογράφο του 11ου αιώνα, ο οποίος έγραψε το περίφημο "Gesta Guillielmi", στις γραμμές του οποίου εξιστορούνται τα κατορθώματα του Γουλιέλμου του Κατακτητή, δούκα της Νορμανδίας και μετέπειτα βασιλιά της Αγγλίας. Στην προσπάθειά του να γράψει για τα κατορθώματα του πατρόνα του, μας μεταφέρει, άθελά του ίσως, τις μεθόδους που ακολουθούσαν οι διοικητές των μεσαιωνικών στρατών. Γράφει για τον Γουλιέλμο:
"Αυτή ήταν η προτιμητέα μέθοδος πολέμου του, το να σπέρνει τον τρόμο στη γη με τις συχνές και μακροχρόνιες εισβολές του, καταστρέφοντας τα αμπέλια, τα χωράφια και τα κτήματα, κυριεύοντας οχυρωμένες τοποθεσίες αφήνοντας, όπου το θεωρούσε σωστό, φρουρές. Mε λίγα λόγια, επέρριπτε αναρίθμητες συμφορές πάνω στη γη" (Gesta Guillielmi).
Tη μέθοδο αυτή μπορούμε να την κατανοήσουμε καλύτερα, αναλογιζόμενοι τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Σήμερα θεωρούμε ως δεδομένο ότι ένας οργανωμένος στρατός διαθέτει στρατόπεδα - αποθήκες, τα οποία είναι έτοιμα να παράσχουν τα πάντα στους οπλίτες, με την αρωγή ενός εκτεταμένου δικτύου από γραμμές ανεφοδιασμού και επικοινωνιών. Τίποτε, όμως, απ' όλα αυτά, δεν υπήρχε στο Μεσαίωνα. Ένας Μεσαιωνικός στρατός για να επιβιώσει σε εχθρικό έδαφος, ήταν αναγκασμένος να ζει από τη γη: οι άνδρες συνήθως σκορπίζονταν προς αναζήτηση τροφής, μη έχοντας άλλο τρόπο για να γεμίσουν το στομάχι τους.
H αναζήτηση τροφής και η λεηλασία δεν είναι παρόμοιες δραστηριότητες, αυτό, όμως, που ισχύει σχεδόν πάντα είναι ότι "η αναζήτηση τροφής από έναν άνδρα σε καιρό πολέμου αποτελεί τη λεηλασία ενός άλλου". Επομένως, αυτή ήταν η συνηθισμένη μέθοδος πολέμου, στην πραγματικότητα ο ίδιος ο σκοπός του: με άλλα λόγια η λεηλασία (ravaging): "να τραφεί ο στρατός εις βάρος του εχθρικού στρατεύματος, υποχρεώνοντάς τον να υποκύψει, τελικά, στις απαιτήσεις του". H λεηλασία, η αναζήτηση τροφής ενώ λεηλατείς, αποτελούσε τη θεμελιώδη επιθετική στρατηγική.
Όλα τα παραπάνω είναι η αυστηρή ερμηνεία του Μεσαιωνικού "ευαγγελίου" της τέχνης του πολέμου, του "De re Militari": "Tο θεμελιώδες και κεντρικό σημείο στον πόλεμο είναι η εξασφάλιση αρκετών προμηθειών για το στρατό, ενώ την ίδια στιγμή γίνεται προσπάθεια να τις στερήσεις από τον αντίπαλο, γονατίζοντάς τον, κατά αυτόν τον τρόπο, διαμέσου της πείνας" (Vegetius). H λεηλασία ως επιλογή επιθετικής στρατηγικής δεν θα μπορούσε να μείνει αναπάντητη και ως εκ τούτου έκαναν την εμφάνισή τους κάποια αντίμετρα.
O συνηθέστερος τρόπος αντιμετώπισης της λεηλασίας ήταν η λεγόμενη "σκιώδης" στρατηγική (Strategy of shadowing), οι ενέργειες που αποσκοπούσαν στο να αποτρέψεις τους εισβολείς από το ν' αποσπάσουν μικρές μονάδες από το κυρίως σώμα, δηλαδή, να τους αποτρέψεις από την πρακτική της λεηλασίας και της αναζήτησης τροφής. Από τη στιγμή που η συστηματική λεηλασία ήταν η θεμελιώδης επιθετική στρατηγική, συνεπάγεται ότι η αμυντική στρατηγική οριζόταν από την παρακολούθηση των μικρών αποσπασμένων μονάδων με την ταυτόχρονη παρενόχλησή τους.
Κοιτώντας τα πράγματα από την πλευρά των εισβολέων, από τη στιγμή που χανόταν η δυνατότητα για πλιάτσικο, η πολεμική περιπέτεια έχανε τη γοητεία της, αφού είχε χαθεί και το υλικό αντίκρισμά της, κάνοντας την επιστροφή το μόνο επιθυμητό. Tη "σκιώδη" αυτή στρατηγική εφάρμοσε σε αρκετές περιπτώσεις ο δούκας Γουλιέλμος της Νορμανδίας. Tο 1054, αντιμετώπισε επιτυχημένα την εισβολή στο δουκάτο του από τις δυνάμεις του βασιλιά της Γαλλίας, Ερίκου Α'. O Γάλλος βασιλιάς, ενεργώντας έξυπνα, χώρισε τις δυνάμεις εισβολής σε δύο σώματα. Στο πρώτο επικεφαλής ήταν ο ίδιος, ενώ στο δεύτερο ο αδερφός του.
Tο τέχνασμα αυτό έφερε σε δυσχερή θέση το δούκα, αφού είχε ν' αντιμετωπίσει στην ουσία δύο ξεχωριστές εισβολές. O Γουλιέλμος, όμως, κατάφερε να τις αντιμετωπίσει με επιτυχία. Σύμφωνα με τον Γουλιέλμο του Μάλμσμπουρι, χρονικογράφο και συγγραφέα του "De gestis regum", ο Γουλιέλμος ελίχθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε "μήτε να έρθει σε επαφή με τον εχθρό ούτε να του επιτρέψει να καταστρέψει τη γη του" (De gestis regum). To ίδιο περιγράφει ακόμη ένας χρονικογράφος του 11ου αιώνα, ο Γουλιέλμος του Ζουμιέγκ: "Mε κάποιους από τους άνδρες του είχε γίνει η σκιά (Shadowed the King, στο κείμενο) του βασιλιά, επιβάλλοντας αντίποινα σε όποιο από τα μέλη του βασιλικού στρατού τύχαινε να συλλάβει" (Jumieges).
Αίμα χυνόταν και μάλιστα άφθονο, απλώς οι πληγές ανοίγονταν συνήθως σε αγρούς και γόνιμα κτήματα, από τις ξαφνικές επιθέσεις μικρών στρατιωτικών σωμάτων εναντίον των ανυποψίαστων πλιατσικολόγων. Aυτή η στρατηγική απαιτούσε για να έλθει εις πέρας μικρές και ταχυκίνητες μονάδες. Περιελάμβανε ξαφνικές επιθέσεις και γρήγορες αναδιπλώσεις. Eνας τέτοιος τρόπος πολέμου θα ήταν αδιανόητος χωρίς πειθαρχημένες ομάδες στο πεδίο της μάχης, δίνοντας κατά αυτόν τον τρόπο μία απάντηση σε όσους θεωρούσαν το Μεσαιωνικό πόλεμο απλώς ως μία σύγκρουση κακομαθημένων και απείθαρχων ιπποτών.
Επίσης, σε αυτό τον τρόπο πολέμου, ζωτικό ρόλο είχαν οι αναγνωριστικές επιχειρήσεις, οι οποίες ήταν πάγια πρακτική από τον 11ο αιώνα. O Μεσαιωνικός πόλεμος ήταν ουσιαστικά πόλεμος φθοράς (War of attrition). Σε έναν τέτοιο πόλεμο, "μόνο με τις πλέον ευνοϊκές συνθήκες ένας στρατηγός όφειλε να διακινδυνέψει δοκιμαζόμενος στο πεδίο της μάχης" (Vegetius).
O MYΘOΣ TOY IΠΠIKOY
Παραπάνω κάναμε μνεία για την ανάγκη ταχύτητας των ελιγμών, η οποία καλυπτόταν από τα πόδια του αλόγου. Όταν, όμως, μιλάμε για Μεσαιωνικό ιππικό, δεν μιλάμε για ένα ιππικό που περιοριζόταν απλώς σε ρόλο αναγνώρισης, όπως αυτό των Ουσάρων του 18ου και 19ου αιώνα. Tο Μεσαιωνικό ιππικό είναι αυτό που έκανε την Άννα Κομνηνή, κόρη του Αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, να το περιγράψει ως μία δύναμη ασταμάτητη, ικανή να ρίξει τα τείχη της Βαβυλώνας με μία επέλαση (Aλεξιάδα). O μύθος του ιππικού ξεκινάει αναμφισβήτητα το 1066, με τη νικηφόρα για τους Νορμανδούς μάχη του Χέηστινγκς.
Oι ιστορικοί ερίζουν για το αν η Νορμανδική νίκη ήταν το αποτέλεσμα της ευρείας χρησιμοποίησης ιππικού κρούσης ή απλώς ένα τυχαίο γεγονός, αφού μέχρι και τη στιγμή που ο Χάρολντ χτυπήθηκε από ένα βέλος, το τείχος από ασπίδες των Αγγλοσαξόνων (στημένο πάνω σε ύψωμα) είχε κατορθώσει να αποκρούσει όλες τις επιθέσεις του Νορμανδικού βαρέος ιππικού. H ασυνήθιστα μεγάλη διάρκεια της μάχης μας κάνει αρκετά σκεπτικούς σχετικά με το κατά πόσο το ιππικό κρούσης, με αναβολείς και ιπποσκευή που απορροφούσε την πρόσκρουση, μπορούσε να είναι αποτελεσματικό απέναντι σε αποφασισμένους να κρατήσουν το έδαφός τους πεζούς, οι οποίοι επιπλέον βρίσκονταν σε δεσπόζουσα σε σχέση με τους αντιπάλους τους τοποθεσία.
H κυριαρχία του ιππικού έχει περισσότερο κοινωνική ερμηνεία παρά καθαρά στρατιωτική: "Tο στρατιωτικό σύστημα στο σύνολό του δεν είναι ανεξάρτητο από το κοινωνικό σύστημα, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του" (Allen Brown, "The Battle of Hastings"). H αριστοκρατία πολεμούσε έφιππη, διαθέτοντας με τον τρόπο αυτό μία αίσθηση ασφάλειας με την ταχύτητα διαφυγής που μπορούσαν ν' αναπτύξουν τα πολυδάπανα αυτά ζώα, τα οποία αυτοί είχαν μόνο τη δυνατότητα να διατηρούν. Στα πεδία των μεσαιωνικών μαχών ελάχιστοι φεουδάρχες έχασαν τη ζωή τους. Ένας από τους λόγους ήταν και η ταχύτητα με την οποία εξαφανίζονταν, χάρη στα άλογά τους, από το πεδίο της μάχης.
O άλλος λόγος είχε οικονομικά κίνητρα. Δεν έσφαζες με την ίδια ευκολία έναν ιππότη, όπως θα έκανες με έναν ταπεινό πεζό που είχε βρεθεί στο έλεός σου. O ιππότης εξασφάλιζε λύτρα, οπότε ήταν χρήσιμος ζωντανός και όχι νεκρός. H πολεμική αριστοκρατία μπόρεσε να επιβάλει τον τρόπο πολέμου της, χάρη στην αρωγή των αδερφών και των πατέρων της, μελών της εκκλησιαστικής αριστοκρατίας, η οποία κατόρθωσε να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση ακόμη και της βαλλίστρας ή την κατασκευή ενός ειδικού εγχειριδίου που μπορούσε να εισχωρήσει μέσα από την πανοπλία του ακριβοθώρητου ιππότη (G. Duby, "The Legend Of Bovine"). To πεζικό, όπως είπαμε στην αρχή, ουσιαστικά, έγινε χειρότερο.
O πολιτικός κατακερματισμός δεν ευνόησε ποτέ την ανάπτυξη αξιόμαχου πεζικού. O Τζωρτζ Ντούμπι, ίσως ο μεγαλύτερος ιστορικός του Μεσαίωνα, δεν αμφισβητεί την υπεροχή του ιππικού. Κάνει μνεία για τους αναβολείς που είχαν γενικευθεί από την εποχή των Καρολίδων και για την ιπποσκευή με το πισινό ρετσούνι και το μπροστινό στήριγμα. Απλώς ο Ντούμπι τοποθετεί αυτή την υπεροχή μόνο μέσα στα Μεσαιωνικά ιπποτικά τουρνουά, όπου ιππότης συγκρούεται με έναν άλλο ιππότη με έναν αυστηρά στυλιζαρισμένο τρόπο. Σε πραγματικές συνθήκες, στο πεδίο της μάχης, εάν αυτή λάβει χώρα, ο ιππότης αναζητά και πάλι ιππότη, σ' αυτόν επιτίθεται και αυτόν προσπαθεί να αιχμαλωτίσει για να κομίσει τα λύτρα του.
Αποφεύγει τον πεζό έως ότου κατορθώσει να τρέψει σε φυγή τους αντίπαλους ιππείς και τότε μόνο επιτίθεται στους πεζούς, από τους οποίους απουσιάζει η συνοχή που είναι ικανή να αποδειχθεί πιο ισχυρή και από τα "τείχη της Bαβυλώνας", πετσοκόβοντάς τους ανελέητα. Για ακόμη μία φορά, θα γράψουμε ότι "δεν έγινε το ιππικό καλύτερο, αλλά το πεζικό χειρότερο". H αίσθηση ότι ο Μεσαίωνας ήταν η "εποχή του ιππικού" (Age of Cavalry) οφείλεται στο έργο του Όμαν, "Art of War".
O συγγραφέας θεωρεί ότι η μάχη της Αδριανούπολης σηματοδοτεί την εποχή όπου το βαρύ ιππικό "έγινε ο κριτής του πολέμου και αποτέλεσε το στρατιωτικό πρόγονο των ιπποτών του Μεσαίωνα, και τέλος, είναι υπεύθυνο για την άνοδο του έφιππου πολεμιστή και την κυριαρχία του, που έμελλε να διαρκέσει για χίλια χρόνια". O Όμαν παρέβλεψε ότι οι ιππείς των Γότθων στη μάχη της Αδριανούπολης δεν χρησιμοποιούσαν αναβολείς, αλλά, όπως σημειώνει ο Μορίλο, o Όμαν "περιγράφει περισσότερο παρά εξηγεί" (Morillo). Εκείνος, όμως, που είναι υπεύθυνος για τη διαμάχη σχετικά με την κυριαρχία ιππικού και τη χρήση των αναβολέων, είναι ο Λυν Γουάιτ ("Medieval Technology and Social Change").
O Γουάιτ φτάνει στο σημείο να ισχυρίζεται ότι η φεουδαρχία έγινε δυνατή λόγω των αναβολέων, μία παραδοξότητα που αγγίζει εκείνη της θεωρίας που πρότασσε την επινόηση της αντιλαβής στην ασπίδα των αρχαίων Ελλήνων, ως την αιτία δημιουργίας των πόλεων - κρατών. O ίδιος ο συγγραφέας γράφει ότι "ο συνδυασμός ιππέα και αλόγου, ο οποίος έγινε δυνατός χάρη στους αναβολείς, δημιούργησε μία ακατανίκητη πολεμική μηχανή ενάντια στην οποία κανένα πεζικό δεν θα είχε τύχη". Όπως, όμως, απέδειξαν οι μάχες του Χέηστινγκς και του Μπουβέν, η δημιουργία του μύθου περί ακατανίκητης δύναμης ήταν δημιούργημα κοινωνικό-ταξικό μάλλον παρά στρατιωτικής αρετής.
H θέση του Γουάιτ πάσχει γενικά σε πολλά σημεία και θεωρείται ξεπερασμένη, αφού δεν κατορθώνει να δώσει απαντήσεις στα παρακάτω απλά ερωτήματα:
- Γιατί και πώς αναπτύχθηκε αρχικά η φεουδαρχία αποκλειστικά στην Καρολίγγεια Γαλλία;
- Πότε και πώς ακριβώς εξελίχθηκαν οι αναβολείς ως τεχνολογικό επίτευγμα, δίνοντας στο ιππικό την κυριαρχία επί του πεζικού στο πεδίο των μαχών;
- Γιατί το πεζικό αντικαταστάθηκε από το ιππικό ως το αποφασιστικό όπλο;
- Γιατί άλλοι στρατοί που στηρίζονταν στο ιππικό τους, δεν θεμελίωσαν την αποτελεσματικότητά του στο φεουδαρχικό σύστημα;
Σε αντιπαράθεση με τον Γουάιτ, o Κονταμέν Φιλίπ, Γάλλος ακαδημαϊκός, ειδικός στους πολέμους του Μεσαίωνα, δεν αναφέρεται σε κάποια πιθανή σύνδεση ανάμεσα στην καθιέρωση των αναβολέων και στις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες που περιγράφουμε με τον όρο φεουδαρχία. O Τέρενς Γουάιζ υποστηρίζει ότι το μπροστάρι της σέλας και το cantle ήταν αυτά που επέτρεπαν στον ιππότη να παραδώσει το πανίσχυρο χτύπημα με τη λόγχη του στον αντίπαλο. O Ντούπουα βλέπει την απαρχή της χρήσης του ιππικού ως σώματος κρούσης να προέρχεται από την Aσία, περιγράφοντας πώς η σέλα με προσαρμοσμένους αναβολείς προσέδωσε κτηνώδη δύναμη στη λόγχη του ιππέα.
Αφού αυτός είχε την πλατφόρμα πάνω από την οποία μπορούσε πλέον να κρατήσει σταθερά το όπλο του, του οποίου η ισχύς πολλαπλασιαζόταν από την ταχύτητα της επέλασης. Mία άλλη πτυχή της αντιπαράθεσης περί των αναβολέων δίνεται από τον Χηθ, που τονίζει ότι το ιππικό των Καρολίδων εκτόξευε ή χρησιμοποιούσε τις λόγχες του καταβάλλοντας χτυπήματα με υπερυψωμένη λαβή περισσότερο απ' ό,τι χρησιμοποιούσε την κλειδωμένη ανάμεσα στη μασχάλη και το βραχίονα λαβή (couched). Tέλος, σημειώνει ότι οι αναβολείς υιοθετήθηκαν μετά την εποχή της Μεροβίγγειας δυναστείας, στα χρόνια των Καρολίδων.
Mία ενδιαφέρουσα παρατήρηση προέρχεται από τον Μπάρκερ, που προτείνει ως εμπνευστές του αναβολέα τους Άβαρους, από τους οποίους οι Βυζαντινοί τον υιοθέτησαν σχεδόν αμέσως, γύρω στο 580. O Μπάρκερ επίσης παραθέτει μία σειρά από έφιππους στρατούς που πολεμούσαν με απόλυτη επιτυχία χωρίς τη χρήση αναβολέων. Oι "επιθέσεις" στην τοποθέτηση του Γουάιτ σχετικά με τη σύνδεση των αναβολέων με τη φεουδαρχία, συνεχίζονται. H επόμενη προέρχεται από τον Ντέηβιντ Νίκολ, που δείχνει την εξέλιξη βαρέος ιππικού εξοπλισμένου με λόγχες ως σώματος κρούσης από τους Άραβες, οι οποίοι κατόπιν αντέγραψαν τις Βυζαντινές τακτικές στην αναδίπλωση του ιππικού στο πεδίο της μάχης.
Επίσης, ο Νίκολ επισημαίνει ότι οι αναβολείς εισήχθησαν στη Δυτική Ευρώπη από τους Άβαρους και όχι από τους Φράγκους. Tην ίδια άποψη διατυπώνουν και οι Ντέηβιντ Έντζ και Τζων Πάντοκ, υποστηρίζοντας ότι οι Λομβαρδοί και οι Άβαροι έφεραν στην Ευρώπη τους αναβολείς. H σημασία των αναβολέων για τη διαμόρφωση του ιππικού θα πρέπει να ιδωθεί πολύπλευρα. δεν πρέπει να αρκεστούμε στο τι μπορεί να είχαν ή να μη είχαν στο μυαλό τους οι Φράγκοι σχετικά με τη χρησιμοποίηση των αναβολέων, αλλά τι υπήρχε και στο μυαλό των Βυζαντινών, των Αράβων και άλλων έφιππων επιδρομέων.
Τέλος, για να αποσυμφορήσουμε κατά κάποιον τρόπο τα πράγματα, θα χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του βαν Κρέφελντ, ο οποίος προσπαθεί να συνθέσει όλα τα παραπάνω σε λίγες γραμμές: "Oι σύγχρονοι συγγραφείς, όσο και αν ως προς τις λεπτομέρειες διαφέρουν, είναι ενωμένοι ως προς την άποψη που φέρει τους αναβολείς και τη σέλα με το υψηλό μπροστάρι και το πισινό ρετσούνι να εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη μεταξύ του 500 και 1000. Aν σε αυτά προσθέσουμε και το πετάλωμα των οπλών του αλόγου, του οποίου η καταγωγή μάς είναι άγνωστη, τότε η άνοδος του ιππικού εις βάρος του αρχαίου πεζικού γίνεται κατανοητή" ("Technology and War from 2000 B.C. to the Present").
H αυλαία του "ιππικού μύθου" θα πέσει με τη σημείωση του Μορίλο: "Παρότι οι αναβολείς εμφανίστηκαν στην Ευρώπη μεταξύ 500 και 1000 μ.X., αυτό δεν αρκεί ως επεξήγηση για την άνοδο του ιππικού" (Morillo). Συνήθως τις πρωτοποριακές τεχνολογικές επινοήσεις τις εκμεταλλεύεται και αξιοποιεί προς όφελός της η εκάστοτε κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας, εδραιώνοντας κατ' αυτό τον τρόπο την ουσία που την έκανε κυρίαρχη. Tο εξαιρετικό στην υπόθεση της κυριαρχίας του ιππικού κρούσης κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα είναι ότι στις περισσότερες από τις -λίγες- μάχες που έλαβαν χώρα αυτή την περίοδο, το ιππικό αφίππευε και πολεμούσε από τις γραμμές των πεζών.
O Mπ. Μπάχραχ μνημονεύει τις μάχες κατά τις οποίες ακολουθήθηκε αυτή η τακτική: Κονκερέλ (992), Χέηστινγκς (1066), Δορύλαιο (1098), Τινσεμπρέ (1106), Μπρεμίλ (1119), Μπουργκ Θερούλντ (1124), Νορθάλλερτον (1138), Λίνκολν (1141), Κρεσί (1346), Πουατιέ (1356), Αζινκούρ (1415) ("Caballus et Caballarius in Medieval Warfare", "The Study of Chivalry: Resources and Approaches").
ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΓΕΝΙΚΑ
Σειρά πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας, η οποία διήρκεσε από το 1337 έως το 1453, με περιόδους ανακωχής, ορισμένες από τις οποίες είχαν αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια. Διεξήχθη μεταξύ των βασιλικών οίκων της Γαλλίας και της Αγγλίας την τελευταία περίοδο του Μεσαίωνα και διήρκεσε, με μια ανακωχή 35 χρόνων, πάνω από εκατό χρόνια.
Είχε δυναστικό, εθνικό και οικονομικό χαρακτήρα και η αφορμή του ήταν οι ταραχές για τη διαδοχή του Γαλλικού θρόνου. Οι Άγγλοι πρόβαλαν απαιτήσεις και δικαιώματα πάνω στη Γαλλία. Χαρακτηρίστηκε ίσως ο μακροβιότερος πόλεμος που έγινε ποτέ μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας με πραγματική διάρκεια μεγαλύτερη των 100 ετών, (116 έτη), με πολύ μικρές διακοπές και του οποίου όμως η ιστορική σημασία υπήρξε πολλαπλή. Είναι γεγονός ότι με αυτόν τον πόλεμο ακολουθήθηκαν νέα συστήματα τακτικής, στρατιωτικής σύνθεσης και στρατιωτικού εξοπλισμού.
ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Αφορμή του πολέμου αυτού ήταν ο ταυτόχρονος ανταγωνισμός δύο απαιτητών του θρόνου της Γαλλίας. Συγκεκριμένα, το 1328, όταν πέθανε ο Βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Δ' άτεκνος αλλά και χωρίς αδελφό, τον Γαλλικό θρόνο διεκδίκησαν αφενός μεν, ο Φίλιππος Βαλουά, ο πλησιέστερος εξάδελφος του θανόντος, ο οποίος και ανακηρύχθηκε αμέσως Βασιλιάς ως Φίλιππος ΣΤ' (1328 - 1350), ο οποίος και ίδρυσε τη βασιλική δυναστεία των Βαλουά, αφετέρου δε ο Εδουάρδος Γ' ήδη Βασιλιάς της Αγγλίας (1327 - 1377), ανεψιός εξ αδελφής του θανόντος Καρόλου, απαίτησε την διαδοχή του στηριζόμενος στον Σαλικό Νόμο που ίσχυε στη Γαλλία αποκλείοντας τη διαδοχή σε γυναίκες.
Αποκλείοντας τη μητέρα του, κατέστησε εαυτόν ως νόμιμο διάδοχο του Θρόνου. Για τους ίδιους ακριβώς αυτούς λόγους η διαμάχη αυτή εξακολούθησε και στους μετέπειτα κατά σειρά Βασιλείς της Αγγλίας Ριχάρδου Β', Ερρίκου Δ', Ερρίκου Ε' και Ερρίκου ΣΤ' και στους Βασιλείς της Γαλλίας Ιωάννου Β', Καρόλου Ε', Καρόλου ΣΤ' και Καρόλου Ζ'. Πραγματικά και οι δύο βασιλείς συγγένευαν με τη δυναστεία των Καπετιδών και πρόβαλλαν ανάλογα δικαιώματα στη διαδοχή του θρόνου. Ο Εκατονταετής Πόλεμος, ενώ άρχισε ως κλασικός φεουδαρχικός πόλεμος, τερματίστηκε ως πόλεμος μεταξύ εθνών.
Αν και από την αρχή φαινόταν ότι οι Γάλλοι ήταν περισσότεροι και ισχυρότεροι, παρόλα αυτά ο πόλεμος πέρασε από πολλές ταλαντεύσεις. Η αποφασιστική επιχείρηση ήταν η πολιορκία της Ορλεάνης το 1428. Ήταν η αρχή της Γαλλικής νίκης. Οι Άγγλοι, που είχαν καταλάβει ένα μεγάλο μέρος του Γαλλικού εδάφους, διώχθηκαν από παντού σχεδόν, εκτός απ' το Καλαί.
ΑΙΤΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Είχε διαπιστωθεί ότι µια από τις βασικότερες αιτίες ταραχών και αστάθειας στη διάρκεια της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η αβεβαιότητα της διαδοχής στον θρόνο. Έτσι, στη διάρκεια του Μεσαίωνα επινοήθηκε η νοµική κατοχύρωση της κληρονοµικής µοναρχίας. Το βασίλειο µεταβιβαζόταν στον νόµιµο κληρονόµο και µε αυτό τον τρόπο δεν υπήρχε κενό εξουσίας. «Ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς», έλεγαν χαρακτηριστικά οι νοµοµαθείς, επιβεβαιώνοντας ξεκάθαρα την αρχή, σύµφωνα µε την οποία µετά τον θάνατο ενός µονάρχη την εξουσία αναλάµβανε αυτόµατα ο διάδοχός του.
Η κυριότερη αιτία ήταν η αμετακίνητη απόφαση του Εδουάρδου Γ' να διεκδικήσει το στέμμα της Γαλλίας. Προς την απόφαση αυτή συνετέλεσε και το επαναστατικό πνεύμα διαφόρων εκπατρισμένων Γάλλων, που η δημοτικότητα μιας εκστρατείας τους παρείχε την ευκαιρία να λεηλατήσουν μια χώρα και κυρίως ήταν το θέμα της Φλάνδρας - κλειδί για τις Αγγλο-Γαλλικές σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα ήταν η επιδίωξη της Γαλλίας να απομακρύνει τους Άγγλους από την Ακουιτανία, αλλά και η επιδίωξη της Αγγλίας να καταργήσει την υποτέλεια της Γουιένης από τη Γαλλία και να εξασφαλίσει την επιστροφή της Νορμανδίας, του Ανζού και άλλων περιοχών. Και τα δύο κράτη επιδίωκαν την κυριαρχία στην πλούσια περιοχή της Φλάνδρας.
Το βασικό προϊόν της Αγγλίας ήταν το μαλλί, και βασική βιομηχανία της της Φλάνδρας ήταν η υφαντουργία. Ο κόμης της Φλάνδρας,Λουδοβίκος του Νεβέρ, υποστηριζόταν από τον επικυρίαρχό του βασιλιά της Γαλλίας και οι Φλαμανδοί αστοί ήταν φανατικοί Αγγλόφιλοι. Ωστόσο, ο πλησιέστερος εξ αίµατος συγγενής του ήταν η κόρη του. Η µητέρα, δηλαδή, του Εδουάρδου του Γ', ο οποίος ήταν ήδη βασιλιάς της Αγγλίας. Η κόρη του, σύµφωνα µε τη Μεσαιωνική νοµοθεσία, ήταν η καθ’ όλα νόµιµη διάδοχος του θρόνου. Το δικαίωµά της στον θρόνο ήταν αδιαµφισβήτητο.
Τότε, ο Εδουάρδος Γ' της Αγγλίας επικαλέστηκε έναν Φράγκικο νόµο, τον λεγόµενο «Σαλικό Νόµο», σύµφωνα µε τον οποίο από τη σειρά διαδοχής αποκλείονταν οι γυναίκες, και διεκδίκησε σθεναρά το νόµιµο κατ’ αυτόν δικαίωµά του στον γαλλικό θρόνο, αποκλείοντας τη µητέρα του ως νόµιµη διάδοχο. Ωστόσο, µε τον φεουδαρχικό νόµο της εποχής, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο, είχε άδικο, µια και οι γυναίκες είχαν το δικαίωµα στον κληρονοµικό θρόνο. Η κοινή γνώµη όµως, -ο λαός που θα λέγαµε σήµερα- δεν το δεχόταν. Γ. Τον θρόνο, τελικά, πήρε ο Φίλιππος Βαλουά, ο πλησιέστερος εξάδελφος του θανόντος, ο οποίος και ανακηρύχθηκε αµέσως βασιλεύς, ως Φίλιππος ΣΤ' (1328 - 1350), και ίδρυσε τη βασιλική δυναστεία των Βαλουά.
Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Τότε το βασίλειο της Γαλλίας ήταν µε δεκαπέντε εκατοµµύρια κατοίκους το πιο πυκνοκατοικηµένο κράτος της Ευρώπης. Από την άλλη µεριά, η Αγγλία είχε µόνο τέσσερα εκατοµµύρια. Τη Γαλλία, ωστόσο, την υπεράσπιζε ένας Αρχαϊκός στρατός οπλισμένων ιπποτών, οι οποίοι μάχονταν ο καθένας για τον εαυτό του, ενώ από τη μεριά των Άγγλων παρατασσόταν ένας υπερσύχρονος στρατός πειθαρχημένων αστών. Έτσι, οι Βαλουά υπέστησαν μια σειρά από οδυνηρές ήττες (το 1346 στο Κρεσύ και το 1356 στο Πουατιέ), οι οποίες αποδυνάμωσαν τελείως τη Γαλλική ιπποσύνη. Αργότερα, ο Κάρολος Ε' της δυναστείας των Βαλουά μαζί με τον στρατηγό Ντυ Γκεκλέν άλλαξαν τη σε βάρος της Γαλλίας κατάσταση.
Ωστόσο, και πάλι τα πράγματα άλλαξαν όταν στον θρόνο ανέβηκε ο Κάρολος Στ', ο οποίος ήταν φρενοβλαβής. Έτσι, η Βουργουνδική αριστοκρατία, η οποία δεν χαρακτηριζόταν για τα πατριωτικά της αισθήματα, προτίμησε να συμμαχήσει με τους πέραν της Μάγχης εχθρούς της Γαλλίας, τους Άγγλους. Στις 25 Οκτωβρίου του 1414, οι τελευταίοι ιππότες που έμειναν πιστοί στους Βαλουά συνετρίβησαν στο Αζενκούρ. Το δε 1420, η Συνθήκη της Τρουά έθεσε θεωρητικά τουλάχιστον τέρμα σε αυτή τη δυναστική διαμάχη υπέρ του Αγγλικού θρόνου, αναγνωρίζοντας την υποψηφιότητα του Ερρίκου Ε' ως βασιλιά της Γαλλίας. Λόγω του ότι ο Ερρίκος Ε' ήταν ακόμα ανήλικος, την αντιβασιλεία στο Παρίσι ανέλαβε ο δούκας Μπέντφορντ.
Ο δε ασθενικός Κάρολος της δυναστείας των Βαλουά κατέφυγε στον Λίγηρα. Το πλουσιότερο τμήμα της Γαλλίας, από τον Σομ μέχρι και τον Λίγηρα, βρέθηκε υπό την κατοχή των Άγγλων, ενώ η Βουργουνδία παρέμεινε αυτόνομη. Αυτή η διαμορφωθείσα πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου αρεστή στην κοινή γνώμη, και η καρδιά των απλών ανθρώπων άρχισε να «πάλλεται Γαλλικά». Το λάθος των Άγγλων διεκδικητών του θρόνου ήταν ότι δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους αυτή την εμφάνιση και εξάπλωση του πατριωτικού αισθήματος που έφτασε στο απόλυτα παράδοξο ιστορικά φαινόμενο να εκπροσωπηθεί κατά συγκλονιστικό τρόπο από ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, την Ιωάννα της Λωραίνης.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πολέμου αυτού είναι ότι κατά τη διάρκειά του η Γαλλία και η Αγγλία διαμορφώθηκαν στα σύγχρονα έθνη. Η Γαλλία, αν και μεγαλύτερη και πλουσιότερη χώρα από την Αγγλία, στον πόλεμο αποδείχτηκε κατώτερη, γιατί πολεμούσε μόνο με τους ευγενείς, ενώ ο Εδουάρδος Γ' μετέτρεψε τη διαμάχη αυτή σε αγώνα όλου του λαού. Αργότερα όμως, όταν πήρε μέρος στον αγώνα και ο Γαλλικός λαός, η υπόθεση πήρε διαφορετική τροπή. Ο πόλεμος άρχισε με σειρά από νίκες των Άγγλων. Κατέστρεψαν το Γαλλικό στόλο και τα Αγγλικά καράβια κυριάρχησαν σε όλη τη θάλασσα της Μάγχης.
Νίκησαν στο Κρεσί, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία χρησιμοποιήθηκαν πυροβόλα όπλα (1346), πολιόρκησαν και κυρίευσαν το Καλέ. Ο ίδιος ο βασιλιάς της Γαλλίας Ιωάννης Β' νικήθηκε από το Μαύρο Πρίγκιπα (γιος του βασιλιά της Αγγλίας) στο Πουατιέ (1356), αιχμαλωτίστηκε και αναγκάστηκε να υπογράψει την ταπεινωτική ειρήνη του Μπρετινί το 1360. Η κατάσταση της Γαλλίας βελτιώθηκε αρκετά στα χρόνια του Καρόλου Ε' (1364 - 1380) και οι Άγγλοι περιορίστηκαν στην κατοχή λίγων, αλλά σπουδαίων λιμανιών. Επιδεινώθηκε όμως πάλι τα χρόνια του Καρόλου ΣΤ', του παράφρονα βασιλιά (1380 - 1422). Η μάχη του Αζανκούρ, το 1415, ήταν καταστρεπτική για τους Γάλλους.
Ακολούθησε η συνθήκη του Τρουά, το 1420 και η Γαλλία δέχτηκε να περιέλθει το στέμμα της μετά το θάνατο του Καρόλου ΣΤ', στο βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Ε', (1413 - 1422). Ωστόσο η εφαρμογή της συνθήκης δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί ο Ερρίκος Ε', πέθανε πριν από τον Κάρολο ΣΤ', αφήνοντας διάδοχο ένα βρέφος. Στην τελευταία περίοδο του πολέμου (1429 - 1453) κυριάρχησε η φυσιογνωμία της Ζαν ντ` Αρκ, που αναδείχτηκε ηρωίδα, μιας απλή κοπέλας του λαού, που, με μόνο όπλο την πίστη της ανέλαβε την ηγεσία των Γαλλικών στρατευμάτων, απελευθέρωσε την Ορλεάνη, έστεψε βασιλιά της Γαλλίας τον Κάρολο Ζ', και χάρισε με τη στρατηγική της πολλές νίκες στους Γάλλους.
Ακολούθησαν ήττες των Άγγλων σε πολλές μάχες (Φορμινί 1450, Καστιγιόν 1453 κ.α.), που αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη Γαλλία. Από όλες τις παλιές κτήσεις τους στο Γαλλικό έδαφος οι Άγγλοι διατήρησαν μόνο το Καλέ και τα Νορμαδικά νησιά, ώσπου στο τέλος κατόρθωσαν να τη συλλάβουν και τη θανάτωσαν στην πυρά ως μάγισσα, ενώ ο καθολικισμός την ανακήρυξε άγια. Ο εκατονταετής πόλεμος άρχισε σαν πόλεμος κλασικά φεουδαρχικός και τελείωσε το 1453 σαν σύρραξη εθνών. Τελείωσε χωρίς καμιά συνθήκη ειρήνης, αφήνοντας τις δύο χώρες τελείως εξαντλημένες, αν και σταθεροποίησε την εθνική συνείδηση των δύο λαών.
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΜΟΝΑΡΧΙΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ 14 - 15ος ΑΙΩΝΑΣ μ.Χ.
Χρονολόγιο
Το 1337 μ.Χ. ο Άγγλος βασιλιάς Εδουάρδος Γ' διεκδικεί και το Γαλλικό θρόνο από το Φίλιππο Στ' και επίσης δηλώνει ότι παύει να είναι φόρου υποτελής στο Γάλλο βασιλιά. Αυτή η ενέργεια σηματοδοτεί την έναρξη του Εκατονταετούς Πολέμου.
· Ο Φίλιππος Στ' συνάπτει συμμαχία με τον Σκώτο έκπτωτο βασιλιά.
· Η Γαλλία πλεονεκτεί υλικά, καθώς έχει αναδειχτεί στο πλουσιότερο βασίλειο της Ευρώπης. Η Αγγλία είχε το ¼ του πληθυσμού της Γαλλίας, ενώ το Λονδίνο ήταν μισό από το Παρίσι.
· Στην αριστοκρατία των 2 χωρών υπήρχαν δύο κατηγορίες:
α) Μικροευγενείς
β) Υψηλή αριστοκρατία
Στην Αγγλία οι ευγενείς δεν ήταν απαραίτητα ιδιοκτήτες των εδαφών τους και αναμιγνύονταν ενεργά στη διακυβέρνηση. Στην Γαλλία οι ευγενείς ήταν κάτοχοι των κτημάτων τους και καθώς δεν τους συγκινούσε η έννοια της εθνικής ταυτότητας, υπολείπονταν σε νομιμοφροσύνη από τους Άγγλους.
· Η σύγκρουση μετατράπηκε σε πόλεμο τριβής, που χαρακτηρίζονταν λιγότερο από τις μονομαχίες των ιπποτών και περισσότερο από αιφνιδιαστικές επιθέσεις ανταρτοπόλεμου. Οι μάχες ανάμεσα σε τακτικούς στρατούς σπάνιζαν, ενώμεγάλο μέρος του πολέμου στρέφονταν κατά των πολιτών. Επίσης για πρώτη φορά μνημονεύεται η χρήση πυροβόλων όπλων από τους Άγγλους στην πολιορκία του Καλαί το 1346 μ.Χ. Οι συγγραφείς πολεμικής τέχνης συνιστούσαν να μην φονεύονται οι αιχμάλωτοι αλλά να ακρωτηριάζονται και να στέλνονται στην πόλη τους ώστε να τρέφονται ως επιπλέον στόματα.
Οι επιχειρήσεις γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά φθινόπωρο, ώστε να μπορεί ο νικητής να εφοδιαστεί από τις προμήθειες του αντιπάλου, αλλά και για να πολεμούν οι στρατιώτες με ευνοϊκό καιρό. Η σημασία των τοξωτών μεγάλωνε κι αν ένας στρατός δεν είχε αρκετούς προσλάμβανε μισθοφόρους. Εξάλλου παρουσιάζεται αντί για φεουδαλική στρατιωτική υπηρεσία σώματα επαγγελματιών πολεμιστών.
· Το 1339 μ.Χ. ο Εδουάρδος Γ' ξεκινά την 1η εκστρατεία στη βόρεια Γαλλία, τρομοκρατώντας τους χωρικούς. Αποτέλεσμα ήταν μια νίκη προπαγάνδας και η δημιουργία χιλιάδων προσφύγων που κατευθύνθηκαν στο Παρίσι.
· Το 1340 μ.Χ. η ναυμαχία έξω από τη Φλάνδρα χαρίζει στους Άγγλους την πρώτη μεγάλη νίκη, χάρη στη χρήση βαλιστρίδων, έτσι γίνονται κύριοι της Μάγχης για μια εικοσαετία.
· Ο Φίλιππος βασίζονταν σε μισθοφορικά στρατεύματα και σε ξένους συμμάχους, ενώ ο Εδουάρδος μπορούσε να διαθέτει τρεις ξεχωριστούς στρατούς, ο καθένας με δικό του διοικητή.
· Το 1346 μ.Χ. οι Άγγλοι νικούν τους Σκότους στη μάχη του Νέβιλ Κρος και συλλαμβάνουν το βασιλιά τους. Τον ίδιο χρόνο στη βόρια Πικαρδία νικούν τους Γάλλους σε μια αποφασιστική μάχη.
· Το 1347 μ.Χ. οι Άγγλοι καταλαμβάνουν το γαλλικό λιμάνι Καλαί, αλλά η σύγκρουση τελειώνει με την έλευση της πανούκλας. Η νόσος προκαλεί 20.000.000 θύματα σε 4 χρόνια κι από τις 2 πλευρές. Έτσι αρχίζουν διαπραγματεύσεις ειρήνης ανάμεσα στον Εδουάρδο και τον Ιωάννη Β', ο οποίος διαδέχτηκε τον πατέρα του το 1350 μ.Χ.
· Το 1355 μ.Χ. ο πόλεμος ξαναρχίζει.
· Το 1356 μ.Χ. ο γιος του Εδουάρδου, Εδουάρδος του Γούντστοκ (Μαύρος Πρίγκιπας) εκμηδενίζει στο Πουατιέ τους Γάλλους ιππότες και συλλαμβάνει το Γάλλο βασιλιά. Ωστόσο, ο γιος του τελευταίου, Κάρολος αναδιοργανώνει το στρατό και υποχρεώνει τους Άγγλους να λύσουν την πολιορκία του Ρενς. Έτσι οι 2 πλευρές διαπραγματεύονται εκ νέου το 1360 μ.Χ. και υπογράφουν συνθήκη στο Μπρετινύ. Σ’ αυτήν οι Γάλλοι δίνουν πλήρη κυριαρχία στο 1/3 των εδαφών τους στον Εδουάρδο με τον όρο να εγκαταλείψει τη διεκδίκηση του Γαλλικού θρόνου, όπως και κάθε ιδέα κυριαρχίας σε εδάφη εκτός αυτών που προέβλεπε η συνθήκη.
· Η ειρήνη ανακουφίζει κυρίως τη Γαλλική ύπαιθρο, που εκτός από τις επιδρομές και τις λεηλασίες του Αγγλικού στρατού είχε να αντιμετωπίσει και το πλιατσικολόγημα ένοπλων συμμοριών που έγιναν γνωστές με το όνομαroutiers (ρουτιέρηδες) και τα μέλη τους μπορεί να ήταν Γενουάτες, Καστιλλιάνοι ή ακόμα και Γάλλοι. Έτσι οι αγροί παρέμειναν ακαλλιέργητοι, οι τιμές των τροφίμων έφτασαν στα ύψη, η ύπαιθρος ερημώθηκε από τον πόλεμο, την πείνα και το Μαύρο Θάνατο.
· Την σύλληψη του Γάλλου βασιλιά στο Πουατιέ, ακολουθούν εξεγέρσεις σε πόλεις και ύπαιθρο. Στην ύπαιθρο η εξέγερση έμεινε γνωστή ως Ζακερύ και υπήρξαν επιδρομές σε πύργους και δολοφονίες ακόμα και μωρών λόγω της καταπίεσης αιώνων. Το 1358 μ.Χ. η εξέγερση καταπνίγεται από ευγενείς και πρίγκιπες με φοβερή ωμότητα και αγριότητα.
· Το 1.360 μ.Χ. ο Ιωάννης Β' απελευθερώνεται με την καταβολή λύτρων και την αποστολή τριών γιων του στο Λονδίνο ως όμηροι. Όταν όμως ένας από τους γιους του δραπέτευσε, ο Ιωάννης Β' με μια ιπποτική χειρονομία επιστρέφει στην Αγγλία όπου και πέθανε το 1364 μ.Χ.
· Τον διαδέχεται ο Κάρολος Ε', που με δραστήρια διπλωματική εκστρατεία διαλύει τις συμμαχίες της Αγγλίας και κερδίζει την υποστήριξη του κόμη της Φλάνδρας και του Γερμανού Αυτοκράτορα.
· Το 1369 μ.Χ. οι εχθροπραξίες επαναλαμβάνονται, αλλά η Γαλλία έχει ανακάμψει οικονομικά και στρατιωτικά. Επίσης διαθέτει έναν αξιόλογο όσο και σκληρό στρατάρχη, τον Μπερτράν ντυ Γκεκλέν. Αυτός νικά τον Αγγλικό στρατό και το 1.370 μ.Χ. εισβάλει στο Ποντβαλαίν.
· Το 1372 μ.Χ. Καστιλλιάνικος και Γαλλικός στόλος καταστρέφει τον Αγγλικό έξω από το Λαβασέλ. Ο Κάρολος με την υποστήριξη των ευγενών ανακαταλαμβάνει όλα τα εδάφη που είχαν παραχωρηθεί στην Αγγλία με τη συνθήκη του Μπρετινύ.
· Παράλληλα στην Αγγλία οι εμπορικές συναλλαγές σχεδόν καταστρέφονται και ο λαός υποφέρει. Το Αγγλικό κοινοβούλιο αποτελούνταν από 2 ομάδες:
α) Τους Λόρδους που αριθμούν γύρω στους 100 δούκες, κόμητες κι άλλους ανώτερους ευγενείς, επίσκοπους, αββάδες.
β) Τις Κοινότητες που τις αποτελούν ιππότες και αστοί, εξέχοντες πολίτες των κύριων πόλεων και αριθμούν γύρω στους 250.
Το 1376 μ.Χ. στη σύγκλιση του κοινοβουλίου, οι εξοργισμένες κοινότητες επιβάλουν τα αιτήματά τους και αυξάνουν έτσι το κύρος τους. Έκτοτε στο κοινοβούλιο θεσπίζονταν οι νόμοι και διευθύνονταν οι μεγάλες κρατικές υποθέσεις
· Το 1371 μ.Χ. πεθαίνει ο Μαύρος Πρίγκιπας και το 1337 μ.Χ. πεθαίνει ο Εδουάρδος, τον διαδέχεται ο εγγονός του Ριχάρδος.
· Το 1381 μ.Χ. στην Αγγλία εκδηλώνεται λαϊκή εξέγερση, που ξεκίνησε από τις κομητείες του Έσσεξ και του Ρένκεντ. Σ’ αυτήν οι αγρότες και οι φτωχοί βαδίζουν προς το Λονδίνο με αφορμή την επιβολή καινούριου κεφαλικού φόρου, ενώ ζητούν να τερματιστεί η δουλοπαροικία. Όταν ο πιο παράφορος ηγέτης τους Γουότ Τάιλερ δολοφονείται από το δήμαρχο του Λονδίνου η εξέγερση καταπνίγεται.
· Στα τέλη της δεκαετίας του 1370 μ.Χ. ο Φίλιππος βαν Αμπεβέλντε ξεσηκώνει τη Φλάνδρα και αποβλέπει στη δημιουργία κοινότητας με ισότιμα μέλη. Όμως το 1382 μ.Χ. οι εξεγερμένοι ηττώνται απ’ το Γαλλικό στρατό στην Φλαμανδική πόλη Ρουζμπέκε και ο ηγέτης τους σκοτώνεται.
· Το 1380 μ.Χ. στο θρόνο της Γαλλίας ανέρχεται ο ανήλικος Κάρολος ΣΤ'. Το 1384 μ.Χ. ξεκινούν στο Πέλεγκεν διαπραγματεύσεις ειρήνης που συνεχίζονταν για μια δεκαετία χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία.
· Το 1395 μ.Χ. οι 2 πλευρές αναγνωρίζουν την ανάγκη επίτευξης ανακωχής και προσπαθούν να τη διασφαλίσουν με διπλωματικό συνοικέσιο, μεταξύ Ριχάρδου Β' και της κόρης του Κάρολου Στ'. Έτσι το 1396 μ.Χ. λαμβάνει χώρα στο Καλαί τελετή συμφιλίωσης.
· Ωστόσο, ο σφετεριστής του Αγγλικού θρόνου Ερρίκος Δ', υποχρεώνει το Ριχάρδο σε παραίτηση, ενώ στη Γαλλία υπάρχει κενό εξουσίας λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων του Φίλιππου και ξεσπά εμφύλιος πόλεμος, ανάμεσα στους δούκες της Βουργουνδίας και Ορλεάνης.
· Έτσι το 1415 μ.Χ. ο Ερρίκος εισβάλει εκ νέου στη Γαλλία και νικά το Γαλλικό στρατό στο Αζενκούρ.
· Το 1420 μ.Χ. με τη βοήθεια του δούκα της Βουργουνδίας καταλαμβάνει το Παρίσι. Αλλά οι Γάλλοι εμπνεόμενοι από τον πατριωτισμό της Ζαν Ντ’ Αρκ και χάρη στις εφευρέσεις του οπλουργού Ζαν Μπυρώ αντεπιτίθενται και ανακτούν ακόμα και τη Γασκωνία.
· Το 1422 μ.Χ. υπογράφεται συνθήκη ειρήνης, ωστόσο οι Άγγλοι δεν παραιτήθηκαν επίσημα απ’ τις διεκδικήσεις τους, και οι βασιλείς τους αποκαλούνταν ως το 1815 μ.Χ. Άγγλοι βασιλείς της Γαλλίας.
· Όμως στο τέλος του 15ου αιώνα η παλιά φεουδαλική φιλονικία, έπαψε να αποτελεί θέμα γενικού πολέμου. Ο Εκατονταετής Πόλεμος σφυρηλάτησε στα 2 βασίλεια την έννοια του έθνους.
ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Κατά την πρώτη περίοδο των πολεμικών συγκρούσεων οι Άγγλοι σημείωσαν μεγάλες νίκες. Κατέλαβαν το ένα τέταρτο του Γαλλικού εδάφους και ο βασιλιάς της Γαλλίας Ιωάννης Β' (1350 - 1364) νικήθηκε από τον Μαύρο Πρίγκιπα (τον Εδουάρδο, γιο του βασιλιά της Αγγλίας) στο Πουατιέ (1356), αιχμαλωτίστηκε και αναγκάστηκε να υπογράψει την ταπεινωτική ειρήνη του Μπρετινί το 1360. Στη στρατιωτική καταστροφή προστέθηκαν επιδημίες, επαναστάσεις χωρικών και εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στις μεγάλες Γαλλικές φεουδαρχικές οικογένειες, που είχαν διαιρεθεί σε δύο παρατάξεις με επικεφαλής τους κόμητες του Αρμανιάκ και τους δούκες της Βουργουνδίας (οι τελευταίοι ήταν σύμμαχοι των Άγγλων).
Η κατάσταση της Γαλλίας, που βελτιώθηκε αρκετά στα χρόνια της βασιλείας του Καρόλου Ε' (1364 - 1380), οπότε οι Άγγλοι περιορίστηκαν στην κατοχή λίγων αλλά σπουδαίων γαλλικών λιμανιών, επιδεινώθηκε πάλι κατά τη βασιλεία του Καρόλου ΣΤ', του παράφρονα βασιλιά (1380 - 1422). Οι Γάλλοι νικήθηκαν στο Αζενκούρ (1415) και όχι μόνο δοκίμασαν πάλι την εχθρική εισβολή, αλλά με τη συνθήκη του Τρουά (1420) δέχτηκαν να περιέλθει το στέμμα της Γαλλίας, μετά τον θάνατο του Καρόλου ΣΤ', στον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Ε' (1413 - 1422).
Ωστόσο, η εφαρμογή της συνθήκης δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί ο Ερρίκος Ε' πέθανε πριν από τον Κάρολο ΣΤ', αφήνοντας κληρονόμο ένα παιδί λίγων μηνών (τον Ερρίκο ΣΤ'), γεγονός που προκάλεσε στην Αγγλία μια μακρά και φθοροποιό κρίση, ενώ στη Γαλλία η μεσολάβηση της Ζαν ντ’ Αρκ έφερε σύντομα στον θρόνο τον Κάρολο Ζ' (1422 - 1461), γιο του Καρόλου ΣΤ’ (κατάληψη της Ορλεάνης, - 1428 στέψη του Καρόλου στη Ρενς, - 1429 είσοδος του βασιλιά στο Παρίσι, 1436). Ο πόλεμος τελείωσε το 1453 χωρίς συνθήκη ειρήνης. Η Γαλλία ελευθερώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τους Άγγλους, που κράτησαν μόνο το Καλέ, και το γόητρο της μοναρχίας ενισχύθηκε σημαντικά.
Ο Εκατονταετής Πόλεμος κατανέμεται σε τέσσερις περιόδους:
Αντ' αυτών διέθεταν μισθοφόρους και σχεδόν ατάκτους με λίγο εξοπλισμό και εκπαίδευση μη μπορώντας όμως να αντιμετωπίσουν τον περισσότερο οργανωμένο και εξοπλισμένο με τελειοποιημένα μέσα της εποχής στρατό των Άγγλων, με αποτέλεσμα να υποφέρουν βαριές ήττες (Κρεσύ 1346, Πουατιέ 1356, Αζενκούρ 1415) ενώ είχαν σχεδόν πάντα αριθμητικό πλεονέκτημα. Όταν, όμως, άρχισε να συμμετέχει και ο Γαλλικός λαός, τότε και με τη παρέλευση του χρόνου ο πόλεμος είχε ξεφύγει της απλής διαμάχης διαδοχής και είχε μετατραπεί σε προσπάθεια κατάκτησης ηπειρωτικού Ευρωπαϊκού εδάφους εκ μέρους των Άγγλων.
Εκτός απ' την Αγγλία και τη Γαλλία, στη δίνη του πολέμου βρέθηκαν κατά καιρούς και άλλα κρατίδια της εποχής, όπως η Βουργουνδία, η Βρετάνη, η Φλάνδρα, η Καστίλλη και η Πορτογαλία.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥ
Στις 17 Ιουλίου του 1453 τα Γαλλικά στρατεύματα κατατροπώνουν τον Αγγλικό στρατό στη μάχη στο Κοτιγιόν. Με τη μάχη αυτή τελειώνει ουσιαστικά ο «Εκατονταετής πόλεμος». Η τυπική λήξη του έρχεται στις 19 Οκτώβριο του 1453 με τη συνθηκολόγηση των Άγγλων στο Μπορντό. Κύριες αιτίες του πολέμου, ήταν η επιδίωξη της Γαλλίας να εκδιώξει τους Άγγλους από την Ακουιτανία, αλλά και η επιδίωξη της Αγγλίας να καταργήσει την υποτέλεια της Γουιένης από τη Γαλλία και να πετύχει την επιστροφή της Νορμανδίας, του Ανζού και άλλων περιοχών. Και τα δύο κράτη επιδίωκαν την κυριαρχία στην πλούσια περιοχή της Φλάνδρας.
Το φθινόπωρο του 1337 άρχισε η Αγγλική επίθεση στην Πικαρδία. Στην πρώτη φάση του πολέμου τα αγγλικά στρατεύματα δε συνάντησαν μεγάλη αντίσταση. Το 1356 ο Γαλλικός στρατός υπέστη πανωλεθρία στη μάχη του Πουατιέ, όπου συνελήφθη από τους Άγγλους και ο βασιλιάς της Γαλλίας Ιωάννης Β'. Στο διάστημα 1348 - 1349 η επιδημία της πανώλης είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του 1/3 του πληθυσμού της Γαλλίας. Η στρατιωτική ήττα, η οικονομική καταστροφή και η αύξηση της φορολογίας οδήγησαν στην εξέγερση του Παρισινού λαού και των Γάλλων χωρικών. Η Γαλλική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να υπογράψει, το 1360, την επαχθή Συνθήκη ανακωχής του Μπρετινί.
Κατά τη διάρκεια της ανακωχής ανασυγκροτήθηκε ο Γαλλικός στρατός και είχε τις πρώτες του επιτυχίες. Ωστόσο, με νέα επίθεση τα στρατεύματα της Αγγλίας πετυχαίνουν συντριπτική νίκη και υποχρεώνουν τη Γαλλική κυβέρνηση σε συνθηκολόγηση και μια ταπεινωτική συμφωνία το 1420. Οι Άγγλοι προχώρησαν σε λεηλασίες και κάθε είδους ακρότητες εις βάρος των Γάλλων αγροτών. Σε λίγο άρχισε το αντάρτικο κατά των κατακτητών. Επικεφαλής των εξεγερμένων ήταν η Ζαν ντ' Αρκ και η εξέγερση στρεφόταν τόσο κατά των Άγγλων κατακτητών, όσο και κατά των ντόπιων φεουδαρχών.
Από το 1429 η κατάσταση αλλάζει άρδην και ο γαλλικός στρατός πετυχαίνει συνεχείς νίκες και συντριπτικά πλήγματα κατά των Άγγλων. Η επικράτηση της Γαλλίας ολοκληρώθηκε το 1453. Ο «Εκατονταετής πόλεμος» στοίχισε πολλές θυσίες στο Γαλλικό λαό, προξένησε ζημιές στην οικονομία της χώρας, καθυστέρησε εν μέρει τη διαδικασία της συγκέντρωσης του Γαλλικού κράτους, όμως στο τελευταίο στάδιο συνέβαλε στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης. Στην Αγγλία αυτός ο πόλεμος εδραίωσε προσωρινά την πολιτική επιρροή της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και των ιπποτών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Tο φεουδαλικό σύστημα της Ευρώπης χαρακτηρίζονταν από σύνθετους έως και πολύπλοκους θεσμούς ιεραρχίας και υποτέλειας. Έτσι, ενώ ο Άγγλος μονάρχης όφειλε θεωρητικά υποτέλεια στον ομόλογό του στη Γαλλία, λόγω των εδαφών που ο πρώτος κατείχε στην επικράτεια του δεύτερου, ταυτόχρονα άλλοι δεσμοί (όπως για παράδειγμα αυτός του αίματος), επέτρεπαν στον πρώτο να αξιώνει τη διεκδίκηση και του Γαλλικού στέμματος. Ένα τέτοιο περίπου πλαίσιο, αποτέλεσε την αφορμή για την έναρξη ενός από τους πιο μακρόχρονους πολέμους στην Ευρώπη, μεταξύ δύο από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της εποχής, στην δυτικοευρωπαϊκή επικράτεια.
Στην πραγματικότητα, αν και το φεουδαρχικό σύστημα, είχε αρκετές ομοιότητες σε Γαλλία και Αγγλία, είχε και ουσιαστικές διαφορές. Για παράδειγμα, οι Γάλλοι αριστοκράτες και ιδιοκτήτες γης είχαν αυξημένη δύναμη και μικρότερη διάθεση αφοσίωσης προς την κεντρική εξουσία, συγκριτικά με του Άγγλους ομολόγους τους. Η σύγκρουση λοιπόν που έμεινε στην ιστορία με το όνομα εκατονταετής πόλεμος, διεξάχθηκε κυρίως στο Γαλλικό έδαφος και λιγότερο στη θάλασσα και κατά τη διάρκειά του υπήρξαν κάποιοι περίοδοι ανάπαυλας.
Όπως αυτή που συνοδεύτηκε από την τρομακτική εξάπλωση της πανδημίας της πανώλης, η οποία σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς οδήγησε στο θάνατο σχεδόν το ένα τρίτο του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Ένα από τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου πολέμου, υπήρξε το γεγονός πως οι συγκρούσεις δεν περιορίζονταν μεταξύ των στρατών, αλλά τραγικά θύματα υπήρξαν οι άμαχοι της Γαλλικής υπαίθρου. Η τελευταία, σχεδόν ερημώθηκε από το συνδυασμό του Μαύρου θανάτου και των ληστρικών επιδρομών. Γεγονός που είχε αντανάκλαση στην έλλειψη τροφίμων και στην αλματώδη αύξηση της τιμής τους.
Ένα ακόμα γεγονός που χρήζει επισήμανσης, υπήρξε η εκδήλωση σφοδρών εξεγέρσεων και στις δύο χώρες, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν αμείλικτα και πνίγηκαν στο αίμα. Στο πεδίο των μαχών, η Αγγλία έδειχνε να επικρατεί τις πρώτες δεκαετίες του πολέμου, όμως η γαλλική αντεπίθεση από το 1420 επανέφερε τους συσχετισμούς στο πεδίο κατάκτησης εδαφών στα προ της σύρραξης επίπεδα. Ωστόσο, ο πόλεμος με αφετηρία το 1337 και τέλος το 1422, μεγαλύτερο αντίκτυπο είχε στο εσωτερικό των δύο πλευρών.
Αυτό ήταν η ενδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας των μοναρχών, εις βάρος των αποσχιστικών τάσεων τοπικών φεουδαρχών ηγεμόνων και η σφυρηλάτηση μιας πιο ομογενοποιημένης ταυτότητας στους δύο λαούς, που σηματοδότησε τις απαρχές της συγκρότησης του Έθνους Κράτους.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΣΤΙΓΙΟΝ (17 ΙΟΥΛΙΟΥ 1453)
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Στις 17 Οκτωβρίου 1452 ο βετεράνος Αγγλος ιππότης Τζων Τάλμποτ επικεφαλής μιας δύναμης 3.000 ανδρών αποβιβάστηκε στην πόλη Μέντοκ του Δουκάτου της Ακουιτανίας. Ο Τάλμποτ είχε σταλεί από τον βασιλιά του Ερρίκο ΣΤ' για να ανακτήσει την πρωτεύουσα του Δουκάτου του, Μπορντώ, από τους Γάλλους, που βρισκόταν στα χέρια τους από το 1451. Το Δουκάτο αυτό υπήρξε επί πολλά χρόνια το "μήλον της έριδος" μεταξύ των δύο βασιλείων. Η περιοχή αυτή ενώ βρισκόταν στη Γαλλία, ανήκε στο Αγγλικό βασίλειο λόγω του γάμου μεταξύ του Ερρίκου Β', διαδόχου του Αγγλικού θρόνου και δούκα της Νορμανδίας, και της Ελεωνόρας της Ακουιτανίας το 1152.
Με τους πλούσιους αμπελώνες και τα σημαντικά λιμάνια του, που το καθιστούσαν σημαντικότατο εμπορικό κόμβο της εποχής του, αποτελούσε μια πρώτης τάξης πλουτοπαραγωγική πηγή η οποία απέφερε πολλά έσοδα στον κάτοχό της. Για την Αγγλία μερικές χρονιές τα φορολογικά έσοδα από το Δουκάτο αυτό μόνο ήταν περισσότερα από όσα συγκεντρώνονταν από ολόκληρη την Αγγλία. Το 1200 ο γιος του Ερρίκου Ιωάννης κληρονόμησε το Δουκάτο της Ακουιτανίας υπό την προϋπόθεση ότι θα το αναγνώριζε ως φέουδο του Γάλλου βασιλιά, Φίλιππου Αυγούστου.
Το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε αντιδράσεις στην Αγγλία μεταξύ του βασιλιά Ιωάννη και των αριστοκρατών που είχαν κτήσεις στην Ακουιτανία και ένιωθαν ότι θίγονταν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Οι διενέξεις δεν άργησαν να γενικευτούν με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του βασιλιά και των αριστοκρατών. Οι Γάλλοι ήθελαν με αυτό τον τρόπο να μεταφέρουν την ένταση στο εσωτερικό της Αγγλίας. Η Σκωτία, που επιζητούσε επί αιώνες την αυτονομία της από τους Αγγλους, αποτελούσε το μόνιμο αγκάθι στα νώτα της Αγγλίας. Ετσι ήταν ένας πολύτιμος σύμμαχος και «εργαλείο» που θα δημιουργούσε κλυδωνισμούς στον αγγλικό θρόνο.
Με χρήματα και στρατιωτική υποστήριξη από τη Γαλλία οι Σκωτσέζοι κατάφεραν στις αρχές του 14ου αιώνα με επικεφαλής τον Ρόμπερτ Μπρους να ανακτήσουν το σύνολο της Σκωτίας από τους Άγγλους. Οι τελευταίοι βρέθηκαν σε πολιτικο-οικονομικό αδιέξοδο. Από τη μία βρίσκονταν σε πόλεμο με τους σκληροτράχηλους Σκωτσέζους στα βόρεια σύνορά τους και από την άλλη στο εσωτερικό της χώρας ξεσπούσαν αναταραχές. Η μόνη λύση που θα εξομάλυνε κάπως τα πράγματα ήταν τα αντίποινα εναντίον των Γάλλων. Οι Άγγλοι αναζήτησαν συμμάχους και τους βρήκαν στην περιοχή της Φλάνδρας (σημερινό Βέλγιο).
Οι Φλαμανδοί ήταν φιλικά προσκείμενοι απέναντί τους. Από αυτούς προμηθεύονταν μαλλί το οποίο επεξεργάζονταν για να δημιουργήσουν ενδύματα. Η Φλάνδρα την εποχή εκείνη ήταν ο βασικός παραγωγός ενδυμάτων στην ηπειρωτική Ευρώπη. Προκειμένου να μη κλονιστούν οικονομικά υποστηρίζοντας τους Γάλλους οι Φλαμανδοί αποφάσισαν να στηρίξουν τους Άγγλους σε αυτή τη διένεξη. Η συμμαχία μεταξύ της Γαλλίας και Σκωτίας εναντίον του Αγγλικού θρόνου και η συμμαχία της Αγγλίας με τη Φλάνδρα είχαν ως στόχο την εμπορική κυριαρχία στη θαλάσσια περιοχή της Μάγχης και στον Ατλαντικό, στα δυτικά παράλια της Γαλλίας (Ακουιτανία).
Η Γαλλία ήθελε να εκμεταλλεύεται αυτούς τους πλούσιους εμπορικούς δρόμους προς όφελός της. Η εμπορική ισχύς της Αγγλίας από την άλλη πλευρά στηριζόταν σε αυτές τις περιοχές (Φλάνδρα - Ακουιτανία). Έπρεπε λοιπόν αυτή η ισχύς να συνεχίσει να υφίσταται με οποιοδήποτε κόστος, ακόμα και με πόλεμο. Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί. Το 1328 ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Δ', και αδελφός της Ισαβέλλας, μητέρας του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ', πέθανε άκληρος. Ο Εδουάρδος τότε διεκδίκησε μέσω της μητέρας του τον θρόνο της Γαλλίας ισχυριζόμενος ότι αυτός ήταν ο νόμιμος διάδοχος.
Η Γαλλική αριστοκρατία όμως επανέφερε στο προσκήνιο τον Σαλικό Νόμο (Salic Law), που δεν προέβλεπε δυνατότητα ανόδου, στο ύπατο αξίωμα, για τις γυναίκες, ούτε για τους διαδόχους τους. Έτσι το αίτημα της Ισαβέλλας δεν έγινε αποδεκτό και τον Κάρολο Δ' τον διαδέχθηκε στον θρόνο της Γαλλίας ο Φίλιππος ΣΤ' των Βαλουά, παραγκωνίζοντας τον Εδουάρδο. Ο πόλεμος ξεκίνησε τυπικά στις 24 Μαΐου 1337, με μια επιστολή που έστειλε ο Εδουάρδος Γ' στον Φίλιππο. Σε αυτή του παρουσίαζε τις διεκδικήσεις του για τον θρόνο της Γαλλίας και του κήρυσσε τον πόλεμο. Στην πρώτη φάση της σύγκρουσης οι νέες πολεμικές τακτικές των Άγγλων υπερίσχυσαν έναντι των σιδηρόφρακτων ιπποτών της Γαλλίας.
Οι Άγγλοι τοξότες με τη συγκέντρωση και τον όγκο των βελών τους αντιμετώπιζαν αποτελεσματικά τις επελάσεις των Γάλλων ιπποτών. Οι μάχες στο Κρεσύ το 1346 και στο Πουατιέ το 1356 είναι τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα εφαρμογής των νέων τακτικών. Εκεί οι υστερούντες αριθμητικά Άγγλοι κατάφεραν να εκμηδενίσουν με τους τοξότες τους τους Γάλλους ιππότες, που μάταια προσπαθούσαν να τους προσεγγίσουν για να τους πολεμήσουν σε μάχη σώμα με σώμα. Με αυτές τους τις νίκες κατέκτησαν το ΒΔ τμήμα της Γαλλίας και σταθεροποίησαν τις εκεί κτήσεις τους.
Στις αρχές του 15ου αιώνα, συγκεκριμένα το 1415, οι Άγγλοι υπό την καθοδήγηση του χαρισματικού βασιλιά τους Ερρίκου Ε' πέτυχαν την πιο περιφανή νίκη τους εναντίον των Γάλλων. Ταλαιπωρούμενοι από μια επιδημία δυσεντερίας που σκότωσε πολλούς και όντες κατώτεροι αριθμητικά από τους Γάλλους που τους κατεδίωκαν, πέτυχαν αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο. Με μια συνδυασμένη επίθεση των τοξοτών και του βαρέος πεζικού τους κατατρόπωσαν τα επελαύνοντα κύματα των Γάλλων ιπποτών στο Αζινκούρ. Οι απώλειες των τελευταίων ήταν τρομακτικές. Το άνθος της Γαλλικής ιπποσύνης κατακερματίστηκε από τα Αγγλικά βέλη.
Μετά από αυτή την επιτυχία ο Ερρίκος στέφθηκε βασιλιάς και της Γαλλίας και όλα έδειχναν ότι ο πόλεμος έβαινε προς το τέλος του με νίκη των Άγγλων. Όμως τον Αύγουστο του 1422 ο θάνατος του Ερρίκου επανέφερε την αστάθεια στις σχέσεις των δύο χωρών. Οι Αγγλοι, αφού είχαν μοιραστεί τη χώρα με τους Βουργουνδούς, αποφάσισαν να επεκτείνουν τις κτήσεις τους στη μόνη ελεγχόμενη από τους Γάλλους περιοχή, κάτω από τον ποταμό Λουάρ. Το 1428 ξεκίνησαν μια μεγάλη εκστρατεία για να καταλάβουν την πόλη της Ορλεάνης και να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της χώρας. Αυτή η περιοχή ήταν το τελευταίο οχυρό του Γάλλου δελφίνου Καρόλου Ζ'. Ενώ όλα φαίνονταν χαμένα, ένα «θαύμα» άλλαξε τη ροή του πολέμου.
Μια μικρή χωριατοπούλα από το χωριό Σαίν Ντενί, η Ιωάννα της Λωραίνης (Jean d’Arc), σηματοδότησε με την πληθωρική και καταλυτική παρουσία της την τελική φάση αυτής της εμπλοκής. Με την πίστη της στο Θεό και στην πατρίδα εμφύσησε στον Κάρολο Ζ' και στους υπόλοιπους Γάλλους τον πατριωτισμό και την πίστη στη νίκη εναντίον των Άγγλων. Ο Κάρολος αναδιοργάνωσε τον στρατό του και επιχείρησε με τη βοήθεια της Ιωάννας να λύσει την πολιορκία της Ορλεάνης. Τελικά το πέτυχαν τον Μάιο του 1429 και γκρέμισαν κάθε φιλοδοξία των Άγγλων για περαιτέρω επέκταση των κτήσεών τους. Κατά τα επόμενα χρόνια οι Γάλλοι σταδιακά ανακτούσαν τα εδάφη τους απωθώντας τους Άγγλους προς τα δυτικά.
Η μία πόλη μετά την άλλη άνοιγε τις πύλες της στους Γάλλους απελευθερωτές της, με αποτέλεσμα οι Άγγλοι από εκεί που ήταν σίγουροι νικητές, πριν από λίγα χρόνια, να κινδυνεύουν να χάσουν και τα εδάφη τα οποία είχαν πριν από την έναρξη του πολέμου, τη Νορμανδία και την Ακουιτανία. Η Νορμανδία έπεσε και αυτή στα χέρια των Γάλλων κυρίως εξαιτίας της απομόνωσης των Αγγλικών φρουρών από την Αγγλία (οικονομικά προβλήματα που ταλάνιζαν τη χώρα δεν επέτρεπαν την αποστολή βοήθειας) και ενός νέου όπλου το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές αυτού του πολέμου και με την πάροδο του χρόνου έγινε αναπόσπαστο κομμάτι των Γαλλικών στρατών: του πυροβόλου.
Το 1450 οι αγγλικές φρουρές των σημαντικότερων πόλεων της Νορμανδίας, Μπαγιώ και Καέν, παραδόθηκαν, ύστερα από δύο εβδομάδες συνεχούς βομβαρδισμού, σε μια υπέρτερη αριθμητικά Γαλλική δύναμη. Το τελευταίο σημαντικό Αγγλικό οχυρό στη Νορμανδία, το Χερβούργο, έπεσε στα χέρια των Γάλλων στις 12 Αυγούστου 1450 με παρόμοιο τρόπο. Το 1451 ο αντιστράτηγος του Καρόλου κόμης του Ντουνοά εκστράτευσε επικεφαλής μιας μεγάλης δύναμης για να καταλάβει το Δουκάτο της Ακουιτανίας, ώστε να εκδιώξει τους Αγγλους από τα γαλλικά εδάφη.
Οι τελευταίοι υποστηρίζονταν από μεγάλο αριθμό Γασκόνων που βασίζονταν στον Άγγλο βασιλιά Ερρίκο ΣΤ', γιο του Ερρίκου Ε', για την προστασία των συμφερόντων τους από τις επεκτατικές βλέψεις των Γάλλων. Οι ίδιοι κρατούσαν λίγους στρατιώτες στην περιοχή και οι Γασκόνοι (ο αριθμός των οποίων μειωνόταν σημαντικά εξαιτίας της αλλαγής της ροής του πολέμου) δεν μπορούσαν να αντισταθούν στον ανανεωμένο και ορμητικό γαλλικό στρατό. Έτσι το Δουκάτο κατακτήθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η επιτυχημένη για τους Γάλλους εκστρατεία ξεκίνησε με την κατάκτηση των μικρότερων πόλεων του Δουκάτου και έληξε με την είσοδό τους στην πρωτεύουσά του, Μπορντώ, στις 30 Ιουνίου 1451.
Δυσαρεστημένη με τα νέα δεδομένα στις εμπορικές συναλλαγές, οι οποίες εμπεριείχαν νέους και βαρύτερους φόρους, η αριστοκρατία του Μπορντώ, που έβλεπε να κλονίζεται οικονομικά, έστειλε μια αντιπροσωπεία εμπόρων στο Λονδίνο. Αυτή έπεισε τον Ερρίκο ΣΤ' να στείλει στράτευμα για να τους βοηθήσει. Ο φημισμένος βετεράνος ιππότης Τζων Τάλμποτ, 64 ετών τότε, που είχε υπάρξει και αιχμάλωτος των Γάλλων επί μερικά χρόνια μετά την πολιορκία της Ορλεάνης το 1429, τέθηκε επικεφαλής 3.000 ανδρών και απέπλευσε από την Αγγλία τον Οκτώβριο του 1452 με σκοπό να ανακαταλάβει την Ακουιτανία.
Μέσα σε λίγες ημέρες το πέτυχε και στις 21 Οκτωβρίου 1452 εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη του Μπορντώ, εκδιώκοντας τη γαλλική φρουρά. Ο Κάρολος Ζ' αιφνιδιάστηκε και έτσι άφησε τον Τάλμποτ να παραμείνει εκεί, προετοιμάζοντας κατά τη διάρκεια του χειμώνα μια αντεπίθεση για το επόμενο έτος.
Ο ΑΓΓΛΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
Προκειμένου να συγκεντρώσει τον στρατό που θα ανακαταλάμβανε την περιοχή της Ακουιτανίας ο Ερρίκος ΣΤ' εφάρμοσε το σύστημα των συμβολαίων (identures) περιορισμένου χρόνου θητείας. Βάσει αυτών συντάσσονταν καταστάσεις με τα ονόματα εκείνων που θα λάμβαναν μέρος στην εκάστοτε εκστρατεία. Υπεύθυνοι για τη σύνταξη των συμβολαίων ήταν διορισμένοι από τον βασιλιά ευγενείς με μεγάλη επιρροή στον αγγλικό λαό. Η μέθοδος αυτή εφαρμοζόταν καθ' όλη τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου και είχε αποδειχθεί αποτελεσματική. Ο προκάτοχος και πατέρας του Ερρίκου ΣΤ', Ερρίκος Ε', προέβη σε μερικές αλλαγές που αποδείχθηκαν πολύ σημαντικές.
Οι στρατιώτες οι οποίοι λάμβαναν μέρος στις εκστρατείες ήταν επαγγελματίες, δηλαδή παρείχαν τις υπηρεσίες τους στον βασιλιά τους κατόπιν πληρωμής. Αυτό καθιστούσε τους στρατούς που συγκροτούντο πολύ πειθαρχημένους. Με το συγκεκριμένο μέτρο ο Ερρίκος Ε' κατάφερε να δημιουργήσει έναν σχεδόν μόνιμο στρατό, περιορισμένης διάρκειας αλλά συμπαγή και με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Όπως ήταν φυσικό, με αυτές τις αλλαγές κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου οι αγγλικοί στρατοί απαρτίζονταν όλο και λιγότερο από ευγενείς. Τα οφέλη δεν ήταν όπως στην αρχή της σύγκρουσης, διότι οι περισσότεροι από αυτούς είχαν κτήσεις στη Γαλλία και είχαν πλουτίσει από αυτές.
Μάλιστα είχαν μεταφέρει τις δραστηριότητές τους στην Αγγλία και δεν θεωρούσαν σκόπιμο να διακινδυνεύσουν πολεμώντας. Ετσι οι λίγοι συμμετέχοντες στις εκστρατείες ευγενείς ήταν και οι επικεφαλής του στρατού, όπως π.χ. στον στρατό που ξεκίνησε να ανακαταλάβει το Δουκάτο με ηγέτη τον γηραιό ιππότη Τζων Τάλμποτ. Οι υπόλοιποι στρατιώτες ήταν άνθρωποι που ζούσαν από τον πόλεμο. Είχαν εγκαταλείψει την αγροτική ζωή επειδή πολεμώντας κέρδιζαν περισσότερα. Ο στρατός αυτός αριθμητικά ήταν μικρός (3.000 άνδρες) σε σύγκριση με εκείνους που μάχονταν στη Γαλλία στις αρχές του πολέμου. Απαρτιζόταν από βαρύ πεζικό (men-at-arms) και τοξότες.
Η αναλογία μεταξύ βαρέων πεζών και τοξοτών ήταν περίπου 1:4, με αποτέλεσμα οι τοξότες να αποτελούν το 80% του συνόλου. Οι βαρείς πεζοί αποτελούσαν τη δύναμη κρούσης του στρατού κατά τη μάχη σώμα με σώμα. Η θωράκιση κάλυπτε όλο τους το σώμα καθιστώντας τους φαινομενικά απρόσβλητους από τα αγχέμαχα όπλα της εποχής (δόρατα, σπαθιά, λόγχες). Ταυτόχρονα όμως τους καθιστούσε πολύ αργούς, σχεδόν στατικούς. Έτσι όταν η μάχη έφθανε στο σημείο της σύγκρουσης από μικρή απόσταση οι πιθανότητες αποφυγής της ήταν ελάχιστες. Οι πεζοί αυτοί ήταν συνήθως οπλισμένοι με σπαθιά, αλλά στις μάχες χρησιμοποιούσαν περισσότερο ένα άλλο όπλο, την αλαβάρδα.
Επρόκειτο για έναν μεγάλου μήκους πολεμικό πέλεκυ που με τα κτυπήματά του ακρωτηρίαζε (με τη λεπίδα και το βάρος του) και στην κορυφή του είχε μια χαλύβδινη αιχμή ώστε να επιτρέπει διατρητικά κτυπήματα εναντίον θωρακίσεων και πανοπλιών, όποτε αυτό ήταν δυνατό. Οι τοξότες κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου και συγκεκριμένα το 1440, έπειτα από μια διαταγή του βασιλιά, όφειλαν να φορούν και αυτοί θωράκιση που θα τους προστάτευε κατά τη μάχη. Κράνη, μεταλλικές πλάκες για τα πόδια και χιτώνια με επένδυση από μεταλλικές πλάκες ήταν μερικά από τα αμυντικά όπλα που όφειλε να φέρει ο κάθε τοξότης.
Το κύριο όπλο του όμως, που τον καθιστούσε τον αποτελεσματικότερο πεζό της εποχής του, ήταν το μακρύ τόξο (longbow). Αυτό είχε μήκος 1,8 μ. και ήταν κατασκευασμένο από ξύλο οξιάς. Η εμβέλειά του στα χέρια ενός έμπειρου τοξότη ήταν 365 μέτρα. Αυτό σήμαινε πως τις περισσότερες φορές ο εχθρός δεν είχε την ευκαιρία ούτε καν να έλθει σε επαφή με τους αντιπάλους του για να τους πολεμήσει. Η τακτική των Άγγλων κατά τις μάχες του Εκατονταετούς Πολέμου ήταν η ίδια.
Ο εκάστοτε διοικητής επέλεγε μια τοποθεσία που θα προσέδιδε αμυντικό και συνεπώς τακτικό πλεονέκτημα στον στρατό του, π.χ έναν λόφο, και εκεί τοποθετούσε το βαρύ πεζικό του στο κέντρο, συνήθως χωρισμένο σε τρία τμήματα (εμπροσθοφυλακή, κυρίως σώμα και οπισθοφυλακή), και τους τοξότες στις πλευρές. Σκοπός του ήταν να αποδυναμώσει τους Γάλλους με έναν καταιγισμό βελών, προτού αυτοί έλθουν σε επαφή με τους τοξότες. Όταν οι Γάλλοι το επετύγχαναν αυτό, οι Άγγλοι τους κτυπούσαν με όλες τους τις δυνάμεις. Η μικρή δύναμη του Τάλμποτ ενισχύθηκε με άλλους 3.000 άνδρες, κυρίως τοξότες, υπό την ηγεσία του γιου του, λόρδου Λάιλ.
Ο Τάλμποτ βασιζόταν και στη βοήθεια άλλων 3.000 πεζών γηγενών Γασκόνων, αυξάνοντας τις πιθανότητες επιτυχίας της εκστρατείας του.
Ο ΓΑΛΛΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
Η Γαλλική μοναρχία παρόλο που στρατολογούσε με παρόμοιο σύστημα, δεν είχε αναπτύξει τη στρατιωτική υπηρεσία των συμβολαίων σε βαθμό αντίστοιχο των Άγγλων. Οι Γάλλοι προτιμούσαν να μάχονται στις περιοχές όπου διέμεναν όποτε αυτές βρίσκονταν σε κίνδυνο και έτσι δεν υπήρχε η ανάγκη εφαρμογής του συστήματος των συμβολαίων. Αρκούσε η υποχρέωση που είχε κάθε βασσάλος, βάσει του φεουδαρχικού συστήματος, να υπηρετεί τον φεουδάρχη του όποτε προέκυπτε ανάγκη.
Στα μέσα του 15ου αιώνα άρχισαν να στρατολογούνται ξένοι μισθοφόροι σε μεγαλύτερη κλίμακα, όπως π.χ. στον στρατό του Φιλίππου ΣΤ' των Βαλουά στις αρχές του πολέμου, στον οποίο συμμετείχαν οι Γενοβέζοι βαλλιστροφόροι, το καλύτερο πεζικό της εποχής τους. Στις 5 Ιανουαρίου 1445 ο Κάρολος Ζ' θέσπισε τα τακτικά πλέον συντάγματα, δημιουργώντας για πρώτη φορά έναν «εθνικό» στρατό. Στην αρχή η δύναμη αυτή ήταν μικρή, μόνο 1.500 άνδρες. Με τον καιρό όμως μεγάλωσε σε αριθμούς και ποικιλία στρατευμάτων. Εμπεριείχε εκτός από τους ιππείς, που ήταν το κύριο όπλο του Γαλλικού στρατού, πεζούς και τοξότες.
Το 1453 για την ανακατάληψη του Δουκάτου της Ακουιτανίας δημιουργήθηκαν τρεις στρατοί ώστε να κυκλώσουν την περιοχή από όλες τις κατευθύνσεις με τελικό σκοπό να κατακτήσουν την πρωτεύουσά του, Μπορντώ. Αρχηγός ήταν ένας μεγάλος Γάλλος ευγενής, ο Ζαν ντε Μπλούα, κόμης του Περιγκόρντ. Οι άλλοι δύο διοικητές ήταν ο Ζαν ντε Μπιλ και ο Ζακ ντε Σαμπάν. Οι τρεις αυτοί στρατοί διέθεταν βαρύ ιππικό, πεζικό, τοξότες και πυροβόλα. Το βαρύ ιππικό αποτελούσε την επίλεκτη μονάδα τους. Οι άνδρες του προέρχονταν κυρίως από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις διότι ήταν και οι μόνοι που μπορούσαν να συντηρούν τον οπλισμό και τα άλογά τους.
Οι άνθρωποι αυτοί επιζητούσαν κυρίως τη δόξα στο πεδίο της μάχης και όχι οικονομικά οφέλη από τον πόλεμο. Προστατεύονταν από πανοπλίες που κάλυπταν όλο το σώμα και ήταν εξοπλισμένοι με αγχέμαχα όπλα, προτιμώντας το σπαθί. Οι στρατιώτες του πεζικού και οι τοξότες αποτελούσαν συνήθως βοηθητικά τμήματα που ακολουθούσαν το βαρύ ιππικό ως εφεδρεία και λάμβαναν μέρος στις μάχες κατά τις τελευταίες κυρίως φάσεις τους, συνήθως όταν το αποτέλεσμα είχε κριθεί. Κατά τις τελευταίες φάσεις του Εκατονταετούς Πολέμου στους Γαλλικούς στρατούς είχε προστεθεί και ένα νέο επαναστατικό όπλο, που είχε συμβάλει τα μέγιστα στην αλλαγή της πορείας της σύγκρουσης υπέρ των Γάλλων.
Αυτό ήταν το πυροβόλο. Το νέο όπλο είχε αρχίσει να δοκιμάζεται από την έναρξη του πολέμου και σταδιακά επιτύγχανε όλο και σημαντικότερα αποτελέσματα. Οι Γάλλοι μετά τις καταστροφικές τους ήττες στην αρχή του πολέμου, με αποκορύφωμα την πανωλεθρία τους στη μάχη του Αζινκούρ (1415), αποφάσισαν να αλλάξουν τακτική ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης των Αγγλων. Αρχισαν να χρησιμοποιούν συστηματικά το νέο όπλο ώστε να ανακτήσουν τα χαμένα τους εδάφη από τους Άγγλους. Υπολογίζεται ότι κατά την εκστρατεία του 1453 τα γαλλικά στρατεύματα διέθεταν 300 πυροβόλα όλων των ειδών.
Αρχηγός αυτού του σώματος ήταν ο φημισμένος Γάλλος Ζαν Μπερώ, που σε συνεργασία με τον αδελφό του Γασπάρδο είχαν πετύχει την απελευθέρωση πολλών πόλεων κατά τα προηγούμενα χρόνια.
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ
Στα μέσα Ιουλίου του 1453 ο Γαλλικός Στρατός που εκινείτο από τα ανατολικά πολιόρκησε την πόλη Καστιγιόν, στον ποταμό Ντορντόν. Οι αδελφοί Μπερώ, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει και στην εκστρατεία του 1451 και γνώριζαν την περιοχή, κατάφεραν μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα με τη βοήθεια 700 Γάλλων εργατών να δημιουργήσουν ένα στρατόπεδο πάνω στην κοίτη ενός ξεροπόταμου, δίπλα από τον ποταμό Ντορντόν. Το στρατόπεδο αυτό περιείχε 300 πυροβόλα, αριθμό πολύ μεγάλο για έναν κινούμενο στρατό εισβολής.
Εκτός από τις βομβάρδες και τα πολιορκητικά πυροβόλα μερικοί άνδρες διέθεταν και φορητά όπλα χειρός, που επίσης αποτελούσαν καινοτομία στον τομέα του εξοπλισμού ενός στρατιώτη του Μεσαίωνα. Το Γαλλικό στρατόπεδο ήταν στην ουσία μια μεγάλη μονάδα πυροβολικού πολιορκίας με 8.000 άνδρες τουλάχιστον. Σε απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου από το στρατόπεδο είχαν κατασκηνώσει 1.000 Βρετόνοι βαριά θωρακισμένοι ιππείς. Η θέση του στρατοπέδου παρείχε καλά πεδία βολής για τα πυροβόλα. Ήταν επίσης εκτός του βεληνεκούς των όπλων της Καστιγιόν και έτσι δεν κρίθηκε σκόπιμο από τους Γάλλους να προσπαθήσουν να εγκατασταθούν κοντύτερα στην πόλη ή να την απομονώσουν.
Ο Μπερώ είχε επιλέξει αυτή την τοποθεσία για να μπορέσει να αναχαιτίσει πιθανή προσπάθεια λύσης της πολιορκίας από μία εξωτερική δύναμη που θα έσπευδε σε βοήθεια των Άγγλων. Ο Ζαν ντε Μπλουά είχε στείλει επίσης 1.000 τοξότες, υπό την αρχηγία του Ιωακείμ Ρουάλτ, ως προφυλακή στον λόφο του Σεν Λωράν (βόρεια της Καστιγιόν) εναντίον οποιασδήποτε απόπειρας προσέγγισης της πόλης από Άγγλους που θα έφθαναν από το Μπορντώ.
Η ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ
Ο Τάλμποτ θα μπορούσε να περιμένει τους Γάλλους να πλησιάσουν περισσότερο στο Μπορντώ ώστε να τους αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα, όμως πείσθηκε από τους συμβούλους του να εκστρατεύσει στην Καστιγιόν για να λύσει την πολιορκία. Αναχώρησε από το Μπορντώ στις 16 Ιουλίου. Η συνολική δύναμη στην πόλη ήταν τουλάχιστον 6.000 άνδρες, ενώ άλλοι 3.000 Γασκόνοι έρχονταν σε βοήθειά του. Αφού έφθασε στην πόλη του Λιβούρνου στον ποταμό Ντορντόν το σούρουπο και μετά από πορεία 25 χιλιομέτρων, η προκεχωρημένη δύναμη του Τάλμποτ, που απαρτιζόταν από 500 έφιππους men-at-arms και 800 τοξότες.
Βαδίζοντας το βράδυ και με επικεφαλής τον ίδιο πέρασε μέσα από την πόλη του Σεν Εμιλιόν. Το χάραμα της 17ης Ιουλίου η δύναμη αυτή επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον λόφο του Σεν Λωράν σκοτώνοντας τους περισσότερους από τους Γάλλους τοξότες και αφήνοντας τους εναπομείναντες να ειδοποιήσουν τους πολιορκητές της Καστιγιόν για τον ερχομό τους. Επειτα από αυτή τη σύντομη σύγκρουση ο Τάλμποτ, αφού ενημερώθηκε για το στρατόπεδο των Γάλλων, έστειλε τον ιππότη Τόμας Εβρινγχαμ να το εξετάσει και αποφάσισε να αναπαύσει τους άνδρες του μετά την εξαντλητική τους πορεία.
Κάποια στιγμή ένας αγγελιαφόρος από την Καστιγιόν βγήκε από την πόλη με κίνδυνο της ζωής του για να πει στον Τάλμποτ ότι οι Γάλλοι υποχωρούσαν. Όμως αυτό που είχαν δει οι κάτοικοι της Καστιγιόν και είχαν μεταβιβάσει στον αγγελιαφόρο ήταν στην ουσία ένα σύννεφο σκόνης το οποίο προκλήθηκε από άλογα που έδιωχναν οι Γάλλοι από το στρατόπεδο επειδή αυτά ήταν υπεράριθμα. Πιστός στο ένστικτό του, που δεν τον είχε προδώσει ποτέ, ο Τάλμποτ αποφάσισε να επιτεθεί αμέσως. Αναγνώρισε αυτή την κίνησή τους ως μια μοναδική ευκαιρία να τους καταστρέψει και να απελευθερώσει την Καστιγιόν.
Έπειτα, χωρίς αντίπαλο, θα ενεργούσε όπως οι προκάτοχοί του το 1451, αποκαθιστώντας την εξουσία των Άγγλων στο Δουκάτο της Ακουιτανίας. Προτίμησε να επιτεθεί με τις δυνάμεις που είχε εκείνη τη στιγμή, χωρίς να περιμένει το κύριο και μεγαλύτερο σώμα του στρατού του που ερχόταν από το Μπορντώ. Αυτή η κίνηση αποδείχθηκε βεβιασμένη διότι χρησιμοποίησε τμήματα τελείως ανεπαρκή για να πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό, τη λύση της πολιορκίας. Παρόλο που χρησιμοποίησε το Αγγλικό σύστημα στρατολόγησης, ο Τάλμποτ δεν αξιολόγησε σωστά την επιτυχία των Γάλλων στην απελευθέρωση άλλων πόλεών τους, με τη χρήση των πυροβόλων τους.
Επέλεξε τακτικές στηριζόμενος σε συμπεράσματα από παλαιότερες συγκρούσεις. Μοναδική ίσως εναλλακτική λύση του Τάλμποτ ήταν να επιτεθεί προς το σούρουπο με ελαφρά εξοπλισμένους άνδρες σε χαλαρή διάταξη για να ελαχιστοποιήσει τις απώλειές του από τα συγκεντρωτικά πυρά των εχθρών του, που λόγω περιορισμένης ορατότητας δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να είναι αποτελεσματικά. Έτσι η μάχη είχε χαθεί πριν ξεκινήσει. Τα πυροβόλα εκείνης της εποχής ήταν πρωτόγονα, τα συστήματα σκόπευσής τους ανύπαρκτα και η επιτυχία των βολών τους εξαρτάτο αποκλειστικά από την ικανότητα των χειριστών τους.
Όμως οι βολές εναντίον εχθρικών μονάδων που συνωστίζονταν στο πεδίο της μάχης ήταν εύκολο έργο ακόμα και γι' αυτά τα όπλα. Οι Γάλλοι αξιοποίησαν τα διδάγματα των ηττών τους στο Κρεσύ, στο Πουατιέ και στο Αζινκούρ και επέβαλαν ουσιαστικά στους Αγγλους να επιτεθούν όπως εκείνοι το είχαν πράξει παλαιότερα, απέναντι σε ισχυρά οργανωμένη τοποθεσία άμυνας.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ
Ο Τάλμποτ διέσχισε με τους στρατιώτες του τον παραπόταμο του Ντορντόν Λιντουάρ, 800 περίπου μέτρα δυτικά από το γαλλικό στρατόπεδο. Οι Άγγλοι δεν προωθήθηκαν προς τους Γάλλους αμέσως από τα δυτικά αλλά προτίμησαν να τους προσβάλουν από τα νότια, στην κύρια γραμμή των οχυρώσεών τους. Όπως προσέγγιζε τους Γάλλους είναι πιθανό ο βετεράνος Τάλμποτ να εκτίμησε λανθασμένα την κατάσταση που του περιέγραψε ο Γασκόνος αγγελιαφόρος. Τίποτα από την πολυετή εμπειρία του δεν μπορούσε να τον βοηθήσει να προβλέψει τον κίνδυνο μιας μετωπικής επίθεσης εναντίον μιας καλά οχυρωμένης θέσης με πυροβόλα όπλα. Αυτή τη φορά ήταν ο Τάλμποτ εκείνος που είχε αιφνιδιαστεί.
Οι Γάλλοι χειριστές των πυροβόλων τον περίμεναν εκεί ακριβώς όπου εκείνος σκόπευε να επιτεθεί. Μόνος τρόπος διάρρηξης ισχυρής αμυντικής τοποθεσίας εκείνη την εποχή ήταν η πλευροκόπησή της και η επίθεση από πολύ μικρή απόσταση σε μάχη εκ του συστάδην. Όμως ακόμα και πριν από τη μάχη ο Αγγλικός στρατός ήταν καταδικασμένος διότι η επιλογή των μονάδων του έγινε λανθασμένα. Αντί να επιλεγούν ελαφρά οπλισμένοι ιππείς και πεζοί, επιλέχθηκαν τοξότες και βαριά οπλισμένοι πεζοί, δηλαδή άνδρες με μικρότερη ακτίνα δράσης, λιγότερο οπλισμό και μειωμένη αποτελεσματικότητα έναντι του αντιπάλου.
Ο Τάλμποτ διέταξε τους στρατιώτες του να αφιππεύσουν, ενώ εκείνος παρέμεινε επάνω στο άλογό του. Οι Άγγλοι και οι λιγοστοί Γασκόνοι που μόλις είχαν καταφθάσει επιτέθηκαν στο Γαλλικό στρατόπεδο φωνάζοντας την πολεμική ιαχή: «Τάλμποτ! Άγιος Γεώργιος». Το θέαμα πρέπει να ήταν μοναδικό: συμπαγείς μονάδες πεζικού, κινούμενες σε ανοικτό πεδίο αργά και βασανιστικά μέσα στο καλοκαίρι του 1453 με απαστράπτουσες πανοπλίες. Οι σχηματισμοί αυτοί ως στόχοι θα έπρεπε να ήταν το όνειρο κάθε πυροβολητή του Γαλλικού στρατού.
Οι τοξότες του Αγγλικού στρατού, εκπαιδευμένοι να εκτοξεύουν από απόσταση ασφαλείας μεγάλους αριθμούς βελών χωρίς ιδιαίτερη σκόπευση, βασιζόμενοι στην ποσότητα των βλημάτων για το επιθυμητό αποτέλεσμα, θα πρέπει να πανικοβλήθηκαν όταν οι πρώτες βολές του Γαλλικού πυροβολικού προσγειώθηκαν ανάμεσά τους προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Οι Άγγλοι πρέπει να ένιωθαν όπως οι βαριά θωρακισμένοι Γάλλοι ιππείς στο Κρεσύ, που εξολοθρεύτηκαν χωρίς να δουν ποτέ το πρόσωπο του εχθρού. Οι Άγγλοι και οι Γασκόνοι που κατόρθωσαν να επιβιώσουν από τα φονικά πυρά των πυροβόλων, πέρασαν την προστατευτική τάφρο του στρατοπέδου και ανέβηκαν στις οχυρώσεις.
Ανάμεσά τους ήταν και ο ιππότης Τόμας Έβρινγχαμ, που κρατούσε το λάβαρο του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος κατόρθωσε να τοποθετήσει το λάβαρο πάνω στις οχυρώσεις και να το κρατήσει όρθιο μέχρις ότου έπεσε νεκρός από ένα βέλος. Τα γαλλικά πυροβόλα εξαπέλυαν τα φονικά τους πυρά εναντίον των Άγγλων από πολύ μικρή απόσταση, ακρωτηριάζοντας και σκοτώνοντας πάρα πολλούς. Μάταια προσπαθούσαν οι Άγγλοι τοξότες να αναπτύξουν τις τακτικές τους εναντίον των χειριστών των πυροβόλων. Είχαν παγιδευτεί ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά τους και σκοτώνονταν κατά δεκάδες.
Σε πολλά σημεία των οχυρώσεων εκτυλίχθηκαν σκηνές απαράμιλλου θάρρους μεταξύ Άγγλων και Γάλλων που μάχονταν απελπισμένα σε μάχη σώμα με σώμα. Κατά τη διάρκεια της μάχης κατέφθαναν συνεχώς Αγγλικές ενισχύσεις. Υπολογίζεται ότι οι δυνάμεις του Τάλμποτ έφθασαν τις 4.000 άνδρες, που ήταν πολύ λίγοι για να επιτεθούν με επιτυχία σε αυτή την καλά οχυρωμένη τοποθεσία. Αν και οι απώλειες των Άγγλων και των συμμάχων τους Γασκόνων ήταν μεγάλες, αυτοί κατάφεραν να επιτίθενται επί περίπου μια ώρα, διατηρώντας τη μάχη μέχρι το μεσημέρι. Όμως ήταν θέμα χρόνου να διαλυθούν οι σχηματισμοί του Αγγλικού στρατού και η μάχη να μεταβληθεί σε σφαγή.
Η ψυχολογία ενός στρατού που δεν μπορεί να αντιδράσει στην επερχόμενη κατάρρευση είναι πολύ ευάλωτη. Εκείνη τη στιγμή έκαναν την εμφάνισή τους και οι Βρετόνοι ιππείς, που προσέβαλαν τους Άγγλους από τα ανατολικά περικυκλώνοντάς τους. Τότε οι Γάλλοι τοξότες βγήκαν από τις οχυρώσεις τους καταδιώκοντας τους ατάκτως υποχωρούντες Άγγλους για να εκδικηθούν για τον θάνατο των συναδέλφων τους στο Σεν Λωράν. Ο Τάλμποτ και ο γιος του, λόρδος Λάιλ, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να ανασυντάξουν μερικούς άνδρες για να καλύψουν την υποχώρηση των υπολοίπων από ένα πέρασμα του ποταμού Ντορντόν, το Πέρασμα του Ροζάν (Pas de Rozan).
Ο γηραιός μαχητής όμως ήταν ένας πολύ καλός στόχος. Το άλογό του σκοτώθηκε από τη βολή ενός πυροβόλου παγιδεύοντάς τον από κάτω. Τότε ένας Γάλλος τοξότης που λεγόταν Μισέλ Περουνίν τον αποτελείωσε με τον πέλεκύ του με ένα κτύπημα στο κεφάλι. Μερικοί Αγγλοι κατάφεραν να διαφύγουν, οι περισσότεροι όμως σκοτώθηκαν, όπως και ο λορδος Λάιλ, γιος του Τάλμποτ. Η ήττα των Άγγλων ήταν μεγάλη και απόλυτη όπως και εκείνη του μεγέθους του Μπάνοκμπερν το 1314 από τους Σκωτσέζους. Μετά τη μάχη το μόνο θέαμα που αντίκριζε κάποιος στο πεδίο ήταν τα άψυχα κορμιά των Αγγλων στρατιωτών. Υπολογίζεται ότι η αγγλική πλευρά έχασε 4.000 άνδρες, ενώ οι Γάλλοι μόνο 100.
Η μάχη της Καστιγιόν ήταν από τις πρώτες στη δυτική Ευρώπη κατά τις οποίες τα πυροβόλα καθόρισαν το αποτέλεσμα. Η εκτέλεση συγκεντρωτικών πυρών από μια καλά οχυρωμένη θέση, ήταν στην ουσία μια επέκταση της τακτικής των Άγγλων τοξοτών. Ο πόλεμος είχε πλέον αλλάξει. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου μόνο το Μπορντώ παρέμενε όρθιο εναντίον των Γάλλων. Η πόλη πολιορκήθηκε πολύ στενά και οι κάτοικοί της δεν ήλπιζαν σε καμία βοήθεια από την Αγγλία. Ακόμα και οι λιγοστοί Άγγλοι επιζώντες της μάχης της Καστιγιόν σκέπτονταν μόνο τον δρόμο της επιστροφής.
Στις 19 Οκτωβρίου 1453 η πρωτεύουσα της Ακουιτανίας παραδόθηκε δίχως όρους, εναποθέτοντας τις ελπίδες της στο έλεος του βασιλιά Καρόλου Ζ'. Ένα από τα πρώτα μέτρα του τελευταίου ήταν να ορίσει τον Ιωάννη Μπερώ ισόβιο δήμαρχο του Μπορντώ. Το τελευταίο προπύργιο των Άγγλων στη Γαλλία είχε πέσει. Ο Εκατονταετής Πόλεμος είχε τελειώσει.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μετά τη μάχη οι λιγοστοί εναπομείναντες Άγγλοι στρατιώτες κατέφυγαν πίσω από τα τείχη της πόλης του Μπορντώ αναζητώντας προστασία. Με τον διοικητή τους (Τζων Τάλμποτ) νεκρό και όντες αποδεκατισμένοι και αποδιοργανωμένοι, δεν σκέπτονταν σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίσουν πάλι σε μάχη τους Γάλλους. Η μόνη εναλλακτική λύση για τη σωτηρία ήταν να επιστρέψουν στη χώρα τους ηττημένοι αλλά ζωντανοί. Ύστερα από την ολοκληρωτική νίκη των Γάλλων στο πεδίο της Καστιγιόν το Δουκάτο της Ακουιτανίας περιήλθε πάλι υπό Γαλλικό έλεγχο, ύστερα και από την πτώση της πρωτεύουσάς του, Μπορντώ, στις 19 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
Η μεγάλη επιτυχία εξύψωσε στον μέγιστο βαθμό το ηθικό των Γάλλων στρατιωτών. Οδηγούμενοι πλέον από έναν χαρισματικό βασιλιά, τον Κάρολο Ζ', που από τους σύγχρονους χρονικογράφους χαρακτηρίσθηκε ως ο «νικητής», και από εμπνευσμένους διοικητές οι οποίοι αναδιάρθρωσαν τον στρατό και τον εξόπλισαν με τα νέα όπλα που έμελλαν να αλλάξουν τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, τα πυροβόλα, οι Γάλλοι ολοκλήρωσαν την ανάκτηση της χώρας τους, εκκαθαρίζοντας εύκολα και τις τελευταίες αγγλικές εστίες αντίστασης.
Οι Άγγλοι το μόνο που κατάφεραν να διασώσουν από τις πάλαι ποτέ αχανείς κτήσεις τους στη Γαλλία ήταν η πόλη και το λιμάνι του Καλαί στον Βορρά. Ό,τι είχε οδηγήσει τους Άγγλους κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου στις μεγάλες νίκες τους δεν επρόκειτο να επαναληφθεί. Το πυροβόλο επανέφερε τις ισορροπίες στην αντιπαράθεση των δύο κρατών. Ύστερα από πολλές και αιματηρές μάχες οι Γάλλοι κατόρθωσαν να γευτούν τη χαρά της ελευθερίας, έπειτα από πολλές καταστροφές και ταπεινώσεις που υπέστησαν από τον Αγγλικό επεκτατισμό.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Η Ιβηρική Χερσόνησος είναι ένα μωσαϊκό εθνοτήτων (Μαυριτανοί, Καστιλιάνοι, Καταλανοί, Εβραίοι, Βάσκοι, Λουζιτανογαλικιανοί), χωρίς συνοχή ούτε στην οικονομία ούτε στη διοίκηση. Το βασίλειο της Αραγωνίας προσπαθεί να γίνει η κυρίαρχη δύναμη της Μεσογείου. Η Καστίλη ασχολείται περισσότερο με την εκδίωξη των Μαυριτανών. Και η Πορτογαλία κάνει τα πρώτα της μεγάλα βήματα στο θαλάσσιο εμπόριο, που θα την αναδείξει σε μια ισχυρή Ευρωπαϊκή χώρα τον προσεχή αιώνα. Η Ιταλία είναι μάλλον ένας απλός γεωγραφικός όρος. Οι Γερμανοί Αυτοκράτορες έχουν παραιτηθεί από κάθε βλέψη στη χερσόνησο, αλλά η ενοποίηση των Ιταλικών κρατών είναι ακόμη πολύ μακριά.
Το βασίλειο της Νεάπολης, από εμπορικό κέντρο, μεταλλάσσεται σε φεουδαρχικό κράτος. Τη θέση του στο εμπόριο καταλαμβάνει η Φλωρεντία. Στον Ιταλικό Βορρά ξεχωρίζουν το δουκάτο του Μιλάνου υπό την αυταρχική εξουσία των Βισκόντι και η δημοκρατία της Βενετίας, που ακμάζει λόγω της πολιτικής σταθερότητας, του ισχυρού ναυτικού της και των αποικιών της. Τα Παπικά, τέλος, κράτη στο κέντρο της Ιταλικής Χερσονήσου περνούν κρίση λόγω της απουσίας του Πάπα και αυτονομούνται. Στην Κεντρική Ευρώπη, η άλλοτε πανίσχυρη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιορίζεται πια στο Γερμανικό βασίλειο.
Ο Αυτοκράτορας έχει αποδυναμωθεί, ενώ οι άρχοντες διεκδικούν περισσότερη ανεξαρτησία. Αντίβαρο στην αυξανόμενη δύναμή τους είναι οι συνασπισμοί των πόλεων. Η Πολωνία, η Βοημία και η Ουγγαρία διέρχονται περίοδο σταθερότητας και υλικο-πνευματικής προόδου. Τα Σκανδιναβικά, τέλος, βασίλεια (Νορβηγία, Σουηδία, Δανία), ενώνονται σε ένα κράτος με την αστική οικονομία υπό Γερμανική επιρροή και την ύπαιθρο υπό τον έλεγχο της τοπικής αριστοκρατίας.
Ο Εκατονταετής Πόλεμος
Ανάμεσα στις περισσότερες από αυτές τις χώρες σημειώθηκαν συγκρούσεις μικρής ή μεγαλύτερης κλίμακας σε όλη τη διάρκεια του 14ου αιώνα. Η πιο σφοδρή και μακροχρόνια υπήρξε ο Εκατονταετής Πόλεμος ανάμεσα στη Γαλλία και στην Αγγλία, ο οποίος, διήρκεσε με διαλείμματα, από το 1337 ως το 1453. Η χηρεία του Γαλλικού θρόνου έδωσε στους Άγγλους το άλλοθι για τον πόλεμο αυτόν. Η δυναστεία των Καπετιδών στη Γαλλία είχε τερματιστεί από την έλλειψη αρρένων διαδόχων, γεγονός που έδωσε στον βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδο Γ' το έρεισμα να διεκδικήσει το στέμμα ως απόγονος του Γαλλικού κλάδου της οικογένειας.
Στο μεταξύ οι Γάλλοι αναπλήρωσαν το κενό ανεβάζοντας στον θρόνο συγγενή των προηγούμενων βασιλέων, τον Φίλιππο των Βαλουά. Η Αγγλία δεν σκόπευε φυσικά να παραιτηθεί εύκολα από τις βλέψεις της στη Γαλλία. Δεν ήταν μόνο η συγγένεια αίματος με τον Γαλλικό βασιλικό οίκο. Οι προσδοκώμενες κτήσεις στη Γαλλική γη θα έδιναν τεράστια ώθηση στο Αγγλικό εμπόριο. Θα παρείχαν άφθονες πρώτες ύλες και νέες αγορές. Επιπλέον, το βασιλικό ταμείο θα γέμιζε από τα έσοδα των φόρων και οι ευγενείς θα πλούτιζαν ακόμη περισσότερο από τα λύτρα και τις λεηλασίες.
Στα πρώτα χρόνια του πολέμου, οι Άγγλοι φαίνονταν να πετυχαίνουν τους σκοπούς τους. Οι Γάλλοι υπέστησαν βαριές ήττες στο Σλόις, στο Κρεσύ και στο Πουατιέ. Αλλά από το 1368 ανέκαμψαν και μέσα σε μια δεκαετία ανακατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος των περιοχών που απολέσθηκαν. Οι εχθροπραξίες διακόπηκαν το 1380, για να συνεχισθούν και να τερματιστούν τον επόμενο αιώνα με νίκη της Γαλλίας. (Ο Εκατονταετής Πόλεμος ανέδειξε και μία από τις πιο θρυλικές μορφές της Γαλλικής ιστορίας, την Ιωάννα της Λωραίνης ή Ζαν ντ' Αρκ).
Το Μεγάλο Σχίσμα της Δυτικής Εκκλησίας
Δεν ήταν μόνο τα κράτη που ταλανίστηκαν από συγκρούσεις. Και η Εκκλησία γνώρισε τον 14ο αιώνα μία μεγάλη κρίση, γνωστή ως Βαβυλώνια αιχμαλωσία και Μεγάλο Σχίσμα. Η αρχή έγινε από τον πάπα Βονιφάτιο Η' και τον Γάλλο μονάρχη Φίλιππο Δ'. Οι αξιώσεις του Πάπα για πολιτική εξουσία ανώτερη και από αυτή των βασιλέων και η απαίτηση του Φιλίππου να καταβάλλει ο κλήρος φόρους για τις δημόσιες δαπάνες έφεραν τους δύο άνδρες σε μετωπική σύγκρουση. Οι αμοιβαίες προκλήσεις κορυφώθηκαν το 1303, όταν ο Γαλλικός στρατός εισήλθε στο Ανάνι, γενέτειρα του Πάπα και τον αιχμαλώτισε. Ο λαός τον απελευθέρωσε, αλλά λίγες μέρες μετά ο Βονιφάτιος πέθανε στη Ρώμη.
Το 1309, ο πάπας Κλήμης Ε', τυφλό όργανο του Φιλίππου, μετέφερε την παπική έδρα στη Γαλλική πόλη Αβινιόν, για να ικανοποιήσει τον Γάλλο μονάρχη. Η μεταφορά υποτίθεται πως ήταν προσωρινή, τελικά όμως κράτησε σχεδόν 70 χρόνια. Η παραμονή της Παπικής εξουσίας στην Αβινιόν παραλληλίστηκε με την επίσης εβδομηκονταετή εξορία των Ιουδαίων στη Βαβυλώνα τον 6ο αιώνα π.Χ., γι' αυτό και ονομάστηκε Βαβυλώνια αιχμαλωσία.
Η μακρά παραμονή στην Αβινιόν εξηγείται από το γεγονός ότι οι πάπες εκείνης της περιόδου ήταν Γάλλοι, αλλά οφείλεται και στην πλεονεκτική γεωγραφική θέση της πόλης: στο κέντρο της Δυτικής χριστιανοσύνης, σε κομβικό σημείο των χερσαίων μεταφορών, σε περιοχή οικονομικά ανθηρή και πολιτικά υποτονική. Επιπλέον, στα Παπικά κράτη της Ιταλίας επικρατούσε πολιτική αστάθεια, η ειρήνη ήταν εύθραυστη και οι Πάπες δεν σκόπευαν να βρεθούν εν μέσω εξεγέρσεων και αναταραχών. Δείγμα της προοπτικής να παραμείνει η Παπική έδρα μόνιμα στην Αβινιόν ήταν η ανέγερση πολυτελών ανακτόρων, που θα αντιστάθμιζαν το ιστορικό και θρησκευτικό γόητρο της Ρώμης.
Ωστόσο, ο Χριστιανικός κόσμος πίεζε για την επιστροφή της Παπικής έδρας στην παραδοσιακή περιοχή της, τη Ρώμη. Η ικανοποίηση του αιτήματος αυτού έγινε από τον τελευταίο Γάλλο Πάπα, Γρηγόριο ΙΑ'. Αλλά λίγους μήνες μετά την εγκατάστασή του στην Αιωνία Πόλη ο Γρηγόριος πέθανε (1378). Ο θάνατός του προκάλεσε τη χειρότερη κρίση που γνώρισε ως τότε η Λατινική Εκκλησία. Η εκλογή του νέου Πάπα θεωρήθηκε διαβλητή και ακυρώθηκε. Νέος Πάπας εξελέγη από τη Σύνοδο των καρδιναλίων, αλλά καθώς ο πρώτος δεν του επέτρεψε την είσοδο στο Βατικανό, αυτός επέστρεψε στην Παπική έδρα της Αβινιόν.
Το Μεγάλο Σχίσμα ήταν πια γεγονός και η Ευρώπη, ανάλογα με τα πολιτικά συμφέροντα των ιθυνόντων, μοιράστηκε ανάμεσα στους δύο Πάπες. Οι αντίπαλοι πάπες πέθαναν, νέοι τους διαδέχθηκαν, αλλά το πρόβλημα παρέμενε. Η εξουσία ήταν πολύ γλυκιά για να την εγκαταλείψουν και οι μεν και οι δε. Τελικά, το 1409, καρδινάλιοι και των δύο παρατάξεων συμφώνησαν να εκλέξουν νέο Πάπα, ελπίζοντας να τερματίσουν το σχίσμα. Αλλά δεν έκαναν τίποτα παραπάνω από το να προσθέσουν έναν ακόμη Ποντίφικα στους ήδη υπάρχοντες. Το σχίσμα τερματίστηκε μετά 10 χρόνια, όταν οι τρεις διάδοχοι Πάπες καθαιρέθηκαν από την ενισχυμένη Σύνοδο και εξελέγη νέος στη Ρώμη.
Αιρέσεις και Αμφισβητήσεις
Παρά την επανόρθωση, οι μακροχρόνιες διαμάχες έπληξαν το γόητρο του Παπισμού και, ακόμη χειρότερα, την εμπιστοσύνη του ποιμνίου στην πνευματικότητα και στην ηθική του. Οι αιρέσεις, που στην αρχή του αιώνα είχαν εξοβελιστεί, επέστρεψαν με νέα ονόματα και νέες θεωρίες. Μία μόνο από τις πολλές αιρέσεις ήταν αυτή του «Ελεύθερου Πνεύματος», ενός μυστικιστικού κινήματος που απέρριπτε τις ιεροτελεστίες και τους ιερούς κανόνες και πρόβαλλε πάνω από όλα την ένωση με τον Θεό. Θεολόγοι και στοχαστές αμφισβήτησαν και αυτοί τις θέσεις της επίσημης Εκκλησίας.
Από αυτούς ο πιο διφορούμενος υπήρξε ο Άγγλος Τζων Ουίκλιφ, διδάκτωρ της Οξφόρδης και προσωπικός κληρικός του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου. Σε αδρές γραμμές, ο Ουίκλιφ καταδίκασε τον υλικό πλούτο της Εκκλησίας, αρνήθηκε το θαύμα της Θείας Ευχαριστίας -τη μετουσίωση του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Κυρίου- και υποστήριξε ότι ο Θεός έχει προεπιλέξει ποιους θα σώσει, επομένως ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι απαραίτητος. Την ιεραρχημένη Εκκλησία εξακολουθούσαν, επίσης, να επικρίνουν, όπως και παλαιότερα, οι Φραγκισκανοί μοναχοί.
Στη θέση της πρότειναν την πνευματική Εκκλησία, όπου θα βασίλευε η αυταπάρνηση και η φιλανθρωπία. Κήρυτταν ακόμη πως η πενία είναι η υπέρτατη αρετή, αφού και ο ίδιος ο Χριστός έζησε φτωχικά και δεν επιθύμησε ποτέ πλούτη ή εξουσία. Από τους κυριότερους εκπροσώπους των Φραγκισκανών αυτής της περιόδου είναι ο Άγγλος Γουλιέλμος Όκαμ.
Εξεγέρσεις
Αλλά την πιο μαχητική επίθεση δέχτηκαν τα κράτη από τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην κατώτερη βαθμίδα της κοινωνίας, δηλαδή από τον λαό. Και αυτό γιατί ο 14ος αιώνας δεν υπήρξε τόσο δύσκολος για κανέναν άλλο όσο για τους φτωχούς, εξαθλιωμένους ανθρώπους του μόχθου. Αυτοί βίωσαν κυρίως την καταστροφή του πολέμου, την οικονομική ύφεση, την κοινωνική ανισότητα, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα. Οι αγρότες κυρίως, αλλά όχι μόνο, υπήρξαν οι πρωταγωνιστές των εξεγέρσεων του 14ου αιώνα. Η πιο γνωστή από αυτές είναι η «Ζακερί», που σημειώθηκε στη βορειοανατολική Γαλλία τον Μάιο του 1358.
Πήρε το όνομά της από την περιφρονητική ονομασία που απέδιδαν οι ευγενείς σε κάθε χωρικό (Ζακ ή Ζακ Μπονόμ, χαζο-Ιάκωβος). Στόχος ήταν οι ευγενείς, οι οποίοι την ίδια στιγμή που πολλαπλασίαζαν τις καταχρήσεις και τις καταπιέσεις εις βάρος των χωρικών, αποδεικνύονταν ανίκανοι να προστατεύσουν τη χώρα από τους Άγγλους εισβολείς. Η πολεμική ανικανότητα των ευγενών αποδείχτηκε περίτρανα και όταν ένας ένας θανατώνονταν ή διώκονταν από τους εξεγερμένους αγρότες, που έφεραν υποτυπώδη οπλισμό. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στη Γαλλία οι «Ληστές των δασών». Στο κίνημα αυτό συγκεντρώθηκαν φτωχοί, άστεγοι, περιθωριακοί, που ζούσαν ληστεύοντας ευγενείς και πλούσιους αστούς.
Εξεγέρσεις εξακολούθησαν να σημειώνονται σποραδικά ως το τέλος του αιώνα και στις Γαλλικές πόλεις που στρέφονταν κατά των αστικών ολιγαρχιών. Η Αγγλία γνώρισε και αυτή τη δική της Ζακερί, γνωστή ως εξέγερση των χωρικών. Ξεκίνησε το 1381 από το Έσσεξ και το Κεντ, για να εξαπλωθεί ως το Λονδίνο. Τη δυσαρέσκεια των χωρικών για την εκμετάλλευση και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης είχαν εντείνει η επιβολή κεφαλικού φόρου, ο καθορισμός ανώτατων ορίων στις αμοιβές και η απειλητική τροπή του πολέμου με τη Γαλλία. Στις τάξεις των εξεγερμένων, ωστόσο, προσχώρησαν σύντομα και έμποροι, βιοτέχνες, εργάτες, ακόμη και κάποιοι μικροευγενείς.
Αιτήματα της εξέγερσης ήταν φορολογικές ελαφρύνσεις, απελευθέρωση των δουλοπάροικων και οικονομική ισότητα. Από τους πρωταγωνιστές ήταν ο ιερέας Τζων Μπωλ, του οποίου το σύνθημα έχει μείνει γνωστό ως τις μέρες μας: «Όταν ο Αδάμ έσκαβε και η Εύα έκλωθε, πού βρισκόταν ο άρχοντας;». Η Καταλωνία επίσης κλονίστηκε από διαδοχικές στάσεις των δουλοπάροικων, που ευνοήθηκαν ακόμη και από τους βασιλείς τους σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η ισχύς των ισχυρών φεουδαρχών. Στην Ιταλική Χερσόνησο την πιο εκτεταμένη εξέγερση γνώρισε η Φλωρεντία.
Πρόκειται για την επανάσταση των Τσόμπι (ciombi = λαναράδες) το 1378. Δέκα χιλιάδες εργάτες της υφαντουργίας απαίτησαν μεγαλύτερες αμοιβές, ελαφρύτερη φορολογία και συμμετοχή στην εξουσία.
Οι εξεγέρσεις αυτές υπήρξαν βίαιες και σαρωτικές, αλλά βραχύβιες. Η Ζακερί καταπνίγηκε στο αίμα είκοσι μέρες μετά την εκδήλωσή της. Η αγροτική εξέγερση της Αγγλίας είχε επίσης οικτρό τέλος. Ο βασιλιάς Ριχάρδος Β' φάνηκε αρχικά διαλλακτικός απέναντι στους εξαγριωμένους επαναστάτες, αλλά με δόλο τους κατέσφαξε ένα μήνα μετά την έναρξη της επανάστασης. Στη Φλωρεντία σχηματίστηκε νέα, πιο δημοκρατική, κυβέρνηση που τελικά ανατράπηκε από τους παλαιούς άρχοντες.
Κάποτε μάλιστα οι λαϊκές εξεγέρσεις είχαν και αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα: σύσφιγξαν τις σχέσεις μοναρχίας - αριστοκρατίας, σκλήρυναν τη στάση των ιθυνόντων. Απέδωσαν, όμως, μακροπρόθεσμα και υπογείως, μετέτρεψαν τις λαϊκές τάξεις σε υπολογίσιμη δύναμη στα μάτια των αρχόντων και κράτησαν ζωντανά τα παράπονα και τις ελπίδες των απλών, καταπιεσμένων ανθρώπων.
Η Πανούκλα
Η δεινή θέση των λαϊκών μαζών, οι ανισότητες και οι αδικίες, οι πόλεμοι, η φτώχεια, συνέθεταν ένα ζοφερό τοπίο για τις κοινωνίες του 14ου αιώνα και οι εξεγέρσεις περισσότερο εκτόνωσαν την οργή των πληβείων παρά έλυναν τα προβλήματά τους. Αλλά το πιο σκληρό πλήγμα που δέχτηκαν οι Ευρωπαίοι της εποχής και το μεγαλύτερο στη μέχρι τότε ιστορία τους υπήρξε ο Μαύρος Θάνατος. Η πανούκλα εκδηλώθηκε το 1347, όταν Ευρωπαίοι τη μετέφεραν από την Ασία. Ξεκίνησε από την Ιταλία, τη Γαλλία και την Αραγωνία, για να προχωρήσει σύντομα στον ευρωπαϊκό Βορρά. Μέσα σε πέντε χρόνια ολόκληρη η Ευρώπη βρισκόταν στο έλεος της θανατηφόρας επιδημίας.
Η πανούκλα έκλεισε τον κύριο κύκλο της μετά από 150 ολόκληρα χρόνια. Πότε περισσότερο και πότε λιγότερο επιθετική, στο χρονικό αυτό διάστημα αποδεκάτισε τον πληθυσμό της Ευρωπαϊκής ηπείρου και προκάλεσε αισθητή μείωση του μέσου όρου ζωής. Μερικές χώρες είδαν να αφανίζεται το 40% του πληθυσμού τους. Θα χρειαστούν σχεδόν δύο αιώνες για να επιστρέψει η Ευρώπη στα παλιά δημογραφικά επίπεδα. Το βαρύτερο τίμημα πλήρωσαν οι πόλεις, γιατί η περίφραξη με τείχη, η έλλειψη υγιεινών συνθηκών και η συσσώρευση του πληθωρισμού ευνοούσαν την εξάπλωση της αρρώστιας. Η Βαρκελώνη, για παράδειγμα, το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα έχασε 28.000 κατοίκους, πάνω από τον μισό πληθυσμό της.
Η πανούκλα υπήρξε καταστροφική σε όλους τους τομείς. Στην οικονομία οι αντιδράσεις υπήρξαν αλυσιδωτές. Η μείωση του πληθυσμού περιόρισε τη ζήτηση υλικών αγαθών, άρα η οικονομία υπέστη ύφεση. Η έλλειψη εργατικών χεριών, από την άλλη, οδήγησε σε νόμους που όριζαν ανώτατα όρια μισθών, ώστε η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας να μην πλήξει τα συμφέροντα των ισχυρών. Αλλά αυτό το μέτρο με τη σειρά του προκάλεσε, όπως είδαμε, ακόμη και εξεγέρσεις.
Σαν να μην έφτανε η τρομερή επιδημία, ο πληθυσμός της Ευρώπης γνώρισε τον 14ο αιώνα και εξοντωτικές σιτοδείες. Κάθε δέκα χρόνια σημειωνόταν λιμός.
Πιθανές αιτίες είναι η κόπωση της γης από την αδιάκοπη εκμετάλλευση με ταυτόχρονη απουσία νέων καλλιεργητικών μεθόδων, η αραίωση του αγροτικού πληθυσμού -λόγω εσωτερικής μετανάστευσης- και οι βαρείς χειμώνες. Οι λιμοί ανέστειλαν κι αυτοί, μαζί με την πανούκλα, τη δημογραφική ανάπτυξη της Ευρώπης. Κι όχι μόνο γιατί αύξησαν τη θνησιμότητα, αλλά και γιατί μείωσαν τις γεννήσεις με τα προβλήματα γονιμότητας που προκαλούσαν. Οι πόλεμοι, βεβαίως, συνέβαλαν στη δημογραφική κρίση και για τον λόγο ότι χώριζαν τα ζευγάρια για μακρά πολλές φορές διαστήματα.
Αλλά ούτε οι λιμοί ούτε οι πόλεμοι κατάφεραν πλήγμα που θα μπορούσε έστω να συγκριθεί με τη φονική επιδημία της πανούκλας.
Η Ψύχωση του Θανάτου
Τόση ήταν η μεταφυσική αγωνία που κατέλαβε τους ανθρώπους της εποχής μπροστά στο σάρωμα της πανώλους, ώστε να μετατραπεί σε ψύχωση, την ψύχωση του θανάτου. Εγχειρίδια και ιεροκήρυκες έδιναν συμβουλές για το πώς να αντιμετωπίσουν οι πιστοί τις επιβουλές του Πονηρού στον άλλο κόσμο. Κάπως έτσι εξαπλώθηκε και η ιδέα για το Καθαρτήριο, αυτή τη μέση οδό μεταξύ της σωτηρίας της ψυχής και της Κόλασης. Η τέχνη απεικόνισε σκηνές θανάτου, πτώματα παραμορφωμένα και σκουληκιασμένα, υγιείς νέους να κοιτούν τα μελλοντικά σάπια κουφάρια τους.
Στις λαϊκές τάξεις διαδίδονταν οι χιλιαστικές αντιλήψεις περί συντέλειας του Κόσμου, ενώ επανεμφανίστηκε το κίνημα των αυτομαστιγουμένων. Οι άνθρωποι αυτοί καταδίκαζαν τον εαυτό τους στην τιμωρία της μαστίγωσης ως ένδειξη μετάνοιας και για να καθησυχάσουν την οργή του Θεού, την οποία οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν αιτία των συμφορών τους. Ύποπτοι, όμως, θεωρήθηκαν και οι Εβραίοι -δηλητηρίαζαν τάχα πηγάδια- με αποτέλεσμα να ενταθεί ο αντισημιτισμός και να διαπραχθούν πολλές βιαιότητες εις βάρος των Εβραίων της Ευρώπης.
Θετικές Εξελίξεις
Παρ' όλες τις τραγωδίες που έπληξαν την Ευρώπη τον 14ο αιώνα, θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι επί 100 χρόνια τίποτα καλό δεν συνέβη. Σημειώθηκαν, πρώτα απ' όλα, κάποια πνευματικά βήματα. Μετά το 1300 τα πανεπιστήμια πολλαπλασιάστηκαν αισθητά και βελτιώθηκαν οι υλικές συνθήκες για μαθητές και διδάσκοντες. Οι διδάκτορες απολάμβαναν τον σεβασμό ιεραρχών και βασιλέων. Σε κάποιους από αυτούς οφείλεται η στροφή στον ορθολογισμό, που απάλλαξε τη σκέψη από τη θρησκευτική αυθεντία (Ντανς Σκώτους, Γουλιέλμους Όκαμ, κ.ά.). Όσον αφορά τη λογοτεχνία, την εποχή αυτή ο Δάντης συγγράφει την αθάνατη «Θεία Κωμωδία» του, ενώ ζει και δημιουργεί ο ουμανιστής λόγιος Πετράρχης.
Η τέχνη εξακολουθεί να εκφράζεται σε μικρά ή μεγάλα έργα Γοτθικού ρυθμού. Και η μουσική, τέλος, ανανεώνεται χάρη στην Ars Nova, μουσική κίνηση με εμπνευστή τον Φιλίπ ντε Βιτρύ, η οποία εισάγει νέους ρυθμικούς τρόπους και εμπλουτίζει τη μουσική σημειολογία. Αλλά και στον υλικό πολιτισμό υπήρξε κάποια μικρή ανάπτυξη. Η κτηνοτροφία γνώρισε άνοδο, η βιοτεχνία οργανώθηκε πιο άρτια με την εξειδίκευση και τα επαγγελματικά σωματεία. Οι χερσαίες μεταφορές μειώθηκαν λόγω των πολέμων, αλλά το θαλάσσιο εμπόριο διευρύνθηκε χάρη στις βελτιώσεις των λιμανιών, τη διάδοση της πυξίδας και των ασφαλίσεων πλοίων και εμπορευμάτων.
Εξαπλώθηκαν, επίσης, οι τραπεζικές συναλλαγές και οι μόνιμες εμπορικές εταιρείες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εμπορικής ανόδου είναι η Τευτονική Χάνσα (Χανσεατική Ένωση), συνασπισμός εμπορικών πόλεων της Γερμανίας, που έγινε αυτό τον αιώνα ο κύριος, αν όχι ο μόνος, παράγοντας του θαλάσσιου εμπορίου στη Βόρεια Θάλασσα και στη Βαλτική. Σημειώθηκε, τέλος, και μια ανεπαίσθητη τεχνολογική πρόοδος στον πολεμικό εξοπλισμό, στη μεταλλουργία και στην υφαντουργία.
Ο 14ος αιώνας υπήρξε σημαντικός και για την κρατική οργάνωση και τη διακυβέρνηση των Ευρωπαϊκών χωρών. Είναι η εποχή όπου από τα παλαιότερα συμβούλια γεννήθηκαν οι πρώτες συνελεύσεις με θεσμικό και αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, τα λεγόμενα κοινοβούλια: Οι Γενικές Τάξεις στη Γαλλία, το Κοινοβούλιο στην Αγγλία, τα Κοόρτες στην Ισπανία, το Ράιχσταγκ στη Γερμανία. Τα κοινοβουλευτικά αυτά σώματα αποτελούσαν εκπρόσωποι πόλεων, ευγενείς, γαιοκτήμονες και, σπανιότερα, ανώτεροι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι.
Οι αρμοδιότητες, η περιοδικότητα και το κύρος των κοινοβουλίων αυτών ποίκιλλαν από χώρα σε χώρα, αλλά, έστω θεωρητικά, υπήρχε πάντα η δυνατότητα ένστασης στις αποφάσεις του βασιλιά και περιορισμού της εξουσίας του. Παράλληλα με τα κράτη, διαμορφώνονται σε νέα βάση και τα έθνη. Ο κατακερματισμός των προηγούμενων μεγάλων αυτοκρατοριών -Ρωμαϊκή, Αγία Ρωμαϊκή-, ο επακόλουθος περιορισμός των εθνικών ομάδων στον φυσικό τους χώρο, οι πόλεμοι.
Τέλος, οδήγησαν στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, γεγονός που εγκαινίασε τις κατοπινές θρησκευτικές, πολιτιστικές κ.λπ. διαφοροποιήσεις στην Ευρώπη. Αυτές οι δύο τελευταίες εξελίξεις -σχηματισμός κοινοβουλίων, ενίσχυση εθνικής ταυτότητας- υπήρξαν και η πιο καθοριστική κληρονομιά που άφησε ο 14ος αιώνας στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή ιστορία.
14ος Αιώνας
- 1303 Ο Πάπας Βονιφάτιος Η' αιχμαλωτίζεται στο Ανάνι
- 1304 Γεννιέται ο Πετράρχης
- 1308 Ο Δάντης αρχίζει τη συγγραφή της Θείας Κωμωδίας
- 1309 Η Παπική έδρα μεταφέρεται στην Αβινιόν
- 1315 Ο πρώτος λιμός πλήττει την Ευρώπη
- 1328 Πεθαίνει χωρίς άρρενες απογόνους ο τελευταίος Γάλλος βασιλιάς του οίκου των Καπετιδών
- 1337 Ξεσπά ο Εκατονταετής Πόλεμος
- 1347 Η πανούκλα εξαπλώνεται στην Ευρώπη
- 1358 Η εξέγερση «Ζακερί» στη Γαλλία
- 1377 Ο Πάπας Γρηγόριος ΙΑ' επαναφέρει την Παπική έδρα στη Ρώμη
- 1378 Σημειώνεται το Μεγάλο Σχίσμα - Εξέγερση των Τσόμπι στη Φλωρεντία
- 1381 Εξέγερση των χωρικών στην Αγγλία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
H κυριαρχία των Ευρωπαϊκών κρατών σφυρηλατήθηκε μέσα από το φεουδαρχικό σύστημα, που ήταν η απάντηση στις επιδρομές των βαρβαρικών λαών, οι οποίοι, σε αναζήτηση εύφορων εδαφών, εισέβαλαν στην Ευρώπη πρώτα γύρω στον 4ο αιώνα και κατόπιν τον 7ο και 8ο αιώνα. Όπως ήταν φυσικό, οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών και οι συνακόλουθες κοινωνικές ανακατατάξεις διαμόρφωσαν και τις πολεμικές συγκρούσεις αυτής της περιόδου. Σε μία περίοδο μεγάλης ανασφάλειας, ο πιο συνετός τρόπος αντιμετώπισης των εισβολών ήταν ο κατακερματισμός της διοίκησης. Πολλά μικρά κάστρα στην ύπαιθρο παρείχαν προστασία στους αγρότες από τους αναρίθμητους επιδρομείς.
H ζωή, για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων της εποχής, ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη, ελάχιστοι κατόρθωναν να επεκτείνουν τη σφαίρα των εμπειριών τους πέρα από τον περίγυρο (σε ακτίνα λίγων χιλιομέτρων) του κάστρου του τοπικού φεουδάρχη. Αυτές σε γενικές γραμμές ήταν οι κοινωνικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στα χρόνια μεταξύ 1000 και 1300. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να μιλάμε για μία στατική κοινωνία, αντιθέτως, αφθονούν τα παραδείγματα της περιόδου που συνηγορούν για το αντίθετο, όπως η περίπτωση της Φλάνδρας, όπου το εμπόριο ανθεί, και με την ανάπτυξη χρηματοπιστωτικής οικονομίας στην Αγγλία, στην άλλη πλευρά της Μάγχης.
Μπορούμε να μιλάμε, με κάποια επιφύλαξη, για πρώιμες καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις. Tο θέμα μας, φυσικά, είναι ο πόλεμος και συγκεκριμένα τα χαρακτηριστικά του. Ποιο ήταν το κυρίαρχο στρατιωτικό σώμα; Πώς πολεμούσε; Πώς διαμορφώθηκε; Ποιο ήταν το κυρίαρχο δόγμα των στρατών της εποχής; Σίγουρα το κεντρικό σημείο του πολέμου είναι η μάχη. H αποφασιστική μάχη που ως αντικειμενικό σκοπό έχει την καταστροφή του εχθρικού στρατού είναι, σύμφωνα με τον Κλαούζεβιτς, το απαύγασμα της τέχνης του πολέμου. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη θεώρηση, οι Μεσαιωνικοί στρατοί αναζητούσαν ο ένας τον άλλο, στην προσπάθειά τους να συντρίψουν τον αντίπαλο.
Από αυτή την παραδοχή, γεννιούνται εικόνες έφιππων πολεμιστών, ιπποτών, με ακατάπαυστη ορμή, να συγκρούονται θανάσιμα, τρυπώντας ο ένας τον άλλο με τη βαριά λόγχη τους, συνθλίβοντας το κεφάλι του αντιπάλου με τον κεφαλοθραύστη ή σχίζοντας στα δύο, με υπεράνθρωπη σπαθιά, τον άτυχο που στάθηκε μπροστά στον ήρωα - ιππότη. Στο μύθο αυτό θα απαντήσουμε, δείχνοντας ότι ο Μεσαιωνικός πόλεμος απέχει από την ερμηνεία του Κλαούζεβιτς και πλησιάζει περισσότερο σε αυτή που είχε παραθέσει ο Ρωμαίος Βεγέτιος, στο περίφημο έργο του, "De re militari".
To έργο αυτό είχε επηρεάσει τους στρατιωτικούς ηγέτες της εποχής και είναι σίγουρο ότι οι συνθήκες ευνοούσαν το πέρασμα από τη θεωρία στην πρακτική εφαρμογή: οι μάχες το μεσαίωνα δεν ήταν ο κανόνας, ο στρατιωτικός διοικητής τις απέφευγε, αφού αποτελούσαν γι' αυτόν την ύστατη λύση, στην οποία κατέφευγε μόνο αφού είχε εξαντλήσει όλες τις εναλλακτικές. H βασικότερη ίσως πλευρά του Μεσαιωνικού πολέμου είναι το ιππικό, το οποίο φαίνεται ότι κατέχει κεντρικό ρόλο στους στρατούς της εποχής, όμως, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω και σύμφωνα με τον Μορίλο, "απαιτείται δυνατή συγκεντρωτική διακυβέρνηση, ώστε να υπάρχει δυνατό πεζικό.
Στο Μεσαίωνα το ιππικό δεν βελτιώθηκε, απλώς το πεζικό έγινε χειρότερο". Αυτό είναι πολύ φυσικό, αφού σε μία εποχή όπου η εξουσία είναι κατακερματισμένη, θα ήταν επικίνδυνο η διαχείρισή της να ήταν υπόθεση των πολλών. Σε κάθε περίπτωση, το πεζικό δεν αξίζει μνείας, αφού ο τρόπος που χειρίζονται τα όπλα τους δεν αποτελεί αντικείμενο άξιο παρατήρησης "καλλιεργημένων" ανθρώπων. Tο πεζικό ήταν το προλεταριάτο του πολέμου. H κυριαρχία του ιππικού αντιπροσωπεύει την κοινωνική υπεροχή των φεουδαρχών απέναντι στους ελεύθερους αγρότες και στους δουλοπάροικους, οι οποίοι δεν είχαν την οικονομική δύναμη για την αγορά και τη συντήρηση αλόγου ή πανοπλίας και ιπποσκευής.
Με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτοι έναντι των κινδύνων που έκρυβε η εποχή τους, όπου το μόνο σίγουρο ήταν η ανασφάλεια. H ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιου είδους προστάτες, οι οποίοι παρασιτούν εκεί όπου υπάρχει φόβος. O πόλεμος κατά της τρομοκρατίας του 21ου αιώνα δεν διαφέρει πολύ από τη Μεσαιωνική ανασφάλεια. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο έτοιμοι είμαστε να παραδώσουμε τις ελευθερίες μας στους εξουσιαστές μας, για να κερδίσουμε την ασφάλειά μας από τους "κακούς" του κόσμου.
ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ - Ο ΟΡΟΣ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ
H χρησιμότητα του όρου φεουδαρχία αποτελεί τελευταία το θέμα έντονων συζητήσεων μεταξύ των ιστορικών του Μεσαίωνα, η πλειονότητα των οποίων φαίνεται να απορρίπτει τον όρο. H φεουδαρχία δεν ήταν μία λέξη που χρησιμοποιείτο το Μεσαίωνα. H σύγχρονη χρησιμοποίηση της λέξης έχει δύο χαρακτηριστικές σημασίες.
- H πρώτη σημασία, η οποία καθιερώθηκε από τους ριζοσπάστες της Γαλλικής επανάστασης και εξελίχθηκε περαιτέρω από τους Μαρξιστές ιστορικούς, απευθύνεται σε ένα κοινωνικό σύστημα που στηρίζεται σε μία κοινωνία, στην οποία η αγροτική καλλιέργεια αποτελούσε τη βασική παραγωγική δραστηριότητα, μέσα στην οποία δεν υφίσταται δουλεία ή έστω αυτή είναι περιθωριοποιημένη, αλλά οι χωρικοί - αγρότες είναι κατά κάποιον τρόπο δεμένοι με τη γη. Στη φεουδαρχική κοινωνία, μία μικρή ελίτ, καθορισμένη από τη στρατιωτική δραστηριότητά της, κυριαρχεί.
- H δεύτερη σημασία περιγράφεται ως το σύστημα εκείνο των αμοιβαίων προσωπικών σχέσεων μεταξύ των μελών της αριστοκρατίας του πολέμου, το οποίο, τελικά, διαμόρφωσε τα πρώτα κοινοβούλια και κατόπιν τις δυτικού τύπου δημοκρατίες.
O πόλεμος δεν αποτελούσε σύγκρουση ανάμεσα σε κράτη όπως σήμερα ούτε μία εθνοτική στο σύνολό της σύγκρουση. Είχε χαρακτήρα περισσότερο προσωπικό, με νομική για τη φεουδαρχία χροιά. Ο υποτελής φεουδάρχης ερχόταν σε αντιπαράθεση με τον κυρίαρχό του είτε γιατί θεωρούσε ότι μπορεί να διεκδικήσει περισσότερα είτε γιατί ο κυρίαρχος έβλεπε τη δύναμη του υποτελούς του να αυξάνει, θέτοντας σε αμφισβήτηση την κυριαρχία του, κάνοντας επιτακτική την ανάγκη περιορισμού του "ατίθασου" υποτελούς. Πολλές φορές, επιμέρους φέουδα, στην υποτέλεια του ίδιου άρχοντα - βασιλιά, πολεμούσαν μεταξύ τους στην προσπάθεια των ηγετών τους να επεκτείνουν τα εδάφη τους και επομένως τη δύναμή τους.
Tη σχέση αυτή περιγράφει ο Εντμοντ Πονιόν: "H φεουδαρχία, το καθεστώς αυτό στο οποίο καθένας έχει πρακτικά στη διάθεσή του τους πόρους της γης που κατέχει και υπακούει σ' αυτόν που του την έχει παραχωρήσει μόνο χάρη στον όρκο υποτέλειας που έχει δώσει, έχει πολλά επίπεδα. Aν ο βασιλιάς βρίσκεται στο έλεος της νομιμοφροσύνης των μεγάλων υποτελών του, στην ίδια κατάσταση βρίσκονται και εκείνοι. Oι μεγάλοι υποτελείς έχουν κι αυτοί τους δικούς τους υποτελείς. Και αυτοί αν πάλι το φέουδό τους είναι κάπως μεγάλο, έχουν με τη σειρά τους άλλους υποτελείς. Από το φρούριό του, ο μικρότερος από τους υποτελείς μπορεί να περιφρονεί όχι μόνο τον εχθρό, μα ακόμη και τον κύριό του, τον επικυρίαρχό του, αυτόν που του παραχώρησε τη γη του".
Αυτό που δεν μας λέει το παραπάνω απόσπασμα είναι η φύση της κατοχής της γης, δηλαδή, αν αυτό το κομμάτι ήταν μία παροχή για υπηρεσίες, η οποία θα μπορούσε να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή επιθυμούσε ο ηγεμόνας ή αν είχε κληρονομικό χαρακτήρα. Στις σκληρές και άγριες κοινωνίες του 8ου και του 9ου αιώνα, τα άτομα των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης ήταν αρκετά ταπεινές, αναζητούσαν προστασία σε διάφορους ισχυρούς ιδιοκτήτες γης ή σε ισχυρούς εκκλησιαστικούς ηγέτες, δημιουργώντας μία σχέση κυρίου-υποτελούς. O υποτελής όφειλε στον κύριό του υποχρεώσεις στρατιωτικού χαρακτήρα και σε αρκετές περιπτώσεις ο "κύριος" ως πληρωμή ή ως δώρο τού παραχωρούσε κάποιο κομμάτι γης, το οποίο ονομαζόταν benefice.
Oι βασιλείς της Μεροβίγγειας δυναστείας ακολούθησαν αυτήν την πρακτική και στη συνέχεια και οι Καρολίδες. Kατά τη διάρκεια, όμως, του 10ου αιώνα, η Δυτική Ευρώπη συνταράχθηκε από κοινωνικές αλλαγές, με αποτέλεσμα να παρατηρηθούν σημαντικές αλλαγές και στη στρατιωτική οργάνωση. Oι Καπετίδες που διαδέχθηκαν τους Καρολίδες, είχαν ν' αντιμετωπίσουν ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα: το benefice, με την ίδια ευκολία με την οποία δινόταν ως αντάλλαγμα, με άλλη τόση μπορούσε ν' ανακληθεί. H αποδοχή του προϋπόθετε την άνευ όρων στρατιωτική υπηρεσία.
O θεσμός αυτός αντικαταστάθηκε από το κληρονομικό fief - φέουδο, πάνω στο οποίο είχε οριστεί, για τον υπόχρεο, διακοπτόμενη στρατιωτική υποχρέωση συνολικής διάρκειας 40 ημερών το χρόνο. Mε άνδρες των οποίων οι στρατιωτικές υποχρεώσεις είχαν τόσο μικρή διάρκεια, ήταν σχεδόν αδύνατο να δημιουργηθεί στρατιωτική δύναμη άξια του ονόματος. Aυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι στρατοί της περιόδου βασίζονταν ολοένα περισσότερο σε μισθοφόρους. Σταδιακά καθιερώθηκε η "διπλή αρχή", δηλαδή, οι υποτελείς όφειλαν στρατιωτική υπηρεσία στο μονάρχη, έχοντας, όμως, και την επιλογή της εξαγοράς της. Mε αυτόν τον τρόπο, οι βασιλείς κατόρθωσαν ταυτόχρονα τη δημιουργία μόνιμου στρατού και βασιλικής φορολογίας.
H τέχνη του πολέμου, λίγο πριν από τον 8ο αιώνα, είχε επανέλθει σε εμβρυϊκή φάση. Oι εκστρατείες είχαν καταστεί στην κυριολεξία μία σειρά από ληστρικές επιχειρήσεις. Δεν υπήρχαν οργανωμένες γραμμές επικοινωνίας και εφοδιασμού. Oι επιδρομείς ζούσαν από τη γη και την εγκατέλειπαν μόνο όταν είχαν εξαντλήσει όλες τις πηγές της. Επίσης, είχαν περιορισμένα μέσα στη διάθεσή τους για τη διεξαγωγή πολιορκιών και, αν αποτύγχαναν σε μία έφοδό τους, δεν προσπαθούσαν εκ νέου, αλλά αποσύρονταν προς άγρα νέων περιπετειών. H μάχη τις περισσότερες φορές δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μία αλυσίδα μονομαχιών. H χρήση των ελιγμών είχε προς το παρόν εγκαταλειφθεί.
Μέσα στον 8ο και 9ο αιώνα παρατηρούνται δύο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά που μας μεταφέρουν στο πολεμικό κλίμα των αιώνων που ακολουθούν. Από τη μία έχουμε αύξηση στην αναλογία του ιππικού, η οποία είναι ιδιαίτερα έντονη στα χρόνια του Καρόλου του Θαρραλέου (864), που προχώρησε σε γενική χρήση του ιππικού ως εκείνου του ευέλικτου σώματος που θα αντιμετώπιζε επιτυχημένα τις νορμανδικές επιδρομές. Από την άλλη, παρατηρείται βελτίωση στην αμυντική θωράκιση του πολεμιστή, δέρμα ενισχυμένο από μέταλλο, σιδερένια κράνη, αλυσιδωτά πουκάμισα. Στη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων, το κοινό χαρακτηριστικό των φεουδαρχικών στρατών είχε διαμορφωθεί οριστικά.
Tο ιππικό είχε εξελιχθεί τόσο ώστε ν' αποτελεί το κύριο συστατικό της στρατιωτικής δύναμης, υποβιβάζοντας το πεζικό -παρότι οι αριθμοί του πρώτου είναι υποδεέστεροι του δευτέρου- σε περιφερειακούς ρόλους. H βασική μονάδα του φεουδαρχικού στρατού, που την ίδια στιγμή αποτελεί και μινιατούρα του, είναι το στρατιωτικό σώμα του φέουδου, με επικεφαλής το φεουδάρχη - χωροδεσπότη, ο οποίος ηγείται έφιππος και καλυμμένος από την πανοπλία του. Δίπλα του, παρόμοια εξοπλισμένοι, οι ιππότες του έχοντας γύρω τους αρκετούς πεζούς, οι οποίοι παρέχουν υποστήριξη και προστασία στους άρχοντές τους από τα χτυπήματα του αντίπαλου πεζικού.
Στο ανοικτό πεδίο της μάχης, το Μεσαιωνικό ιππικό πολεμούσε έφιππο με τη μακριά βαριά λόγχη του και αφίππευε μόνο όταν βρισκόταν μπροστά από οχυρωμένες τοποθεσίες που απαιτούσαν πολιορκία.
Τοξεύματα και κάθε είδους βλήματα, που μέχρι τότε ήταν παραγκωνισμένα, επέστρεψαν χάρη στην εξέλιξή τους, έτσι παρατηρούμε, για παράδειγμα, ο στρατός του Νορμανδού Γουλιέλμου, του επονομαζόμενου Κατακτητή, ή από κάποιους του Μπαστάρδου, να διαθέτει και μία ισχυρή δύναμη τοξοτών, μέρος των οποίων έφερε και βαλλίστρες ή σταυρωτά τόξα (crossbow).
H ύπαρξη του σώματος των τοξοτών υπήρξε καθοριστική στην έκβαση της μάχης του Χέηστινγκς, τον Οκτώβριο του 1066, αφού πιθανότατα ο θάνατος του Χάρολντ, του Αγγλοσάξονα βασιλιά, προήλθε από βέλος που τον χτύπησε στο μάτι.
MYΘOI KAI AΛHΘEIEΣ TOY MEΣAIΩNIKOY ΠOΛEMOY
Παρά τις πρόσφατες και σπουδαίες έρευνες με αντικείμενο τον πόλεμο στο μεσαίωνα, κάποιες εσφαλμένες αντιλήψεις φαίνεται να είναι επίμονες, ανακυκλώνοντας το μύθο που θέλει την τέχνη του πολέμου να έπεσε στο ναδίρ εκείνη την εποχή. O Τζων Κήγκαν στο βιβλίο του, "A History of Warfare", αναπαράγει την άποψη ορισμένων στρατιωτικών ιστορικών που αναφέρονται στη "μακρά μεσοβασιλεία ανάμεσα στην εξαφάνιση των πειθαρχημένων ρωμαϊκών λεγεώνων και στην εμφάνιση των εθνικών στρατών του 16ου αιώνα". O Ρόμπιν Νέιλαντς στο "The Wars of the Roses", θεωρεί ότι ο ιπποτικός (knightly) πόλεμος δεν απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες, αφού περιοριζόταν στο ποιος θα κατόρθωνε να ρίξει τον αντίπαλό του στο έδαφος.
Άσχετα με το αν, τελικά, οι δύο προαναφερθέντες ιστορικοί, μαζί με την πλειονότητα των συναδέλφων τους, αφομοίωσαν κάποιον αριθμό από σωστότερες παρατηρήσεις επί του θέματος, η εικόνα που έχουμε για το μεσαιωνικό πόλεμο παραμένει απογοητευτικά συσκοτισμένη. H συσκότιση αυτή οφείλεται κυρίως στην επιτυχία που είχαν τα έργα των ιστορικών του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Ανάμεσα στους ιστορικούς αυτούς βρίσκουμε κάποια από τα "ιερά τέρατα" της ιστοριογραφίας: Ντελπέ, Ντέλμπρουκ και σερ Τσαρλς Όμαν.
Κυρίως, το έργο του Όμαν δρα αποπροσανατολιστικά, χάρη στη συνεχόμενη διάθεσή του, αφού θεωρείται ως κλασικό (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι -ξεπερασμένες, πλέον- απόψεις του δεν τελούν υπό συνεχή αμφισβήτηση από τους σύγχρονους ιστορικούς). Αποτελεί, όμως, ειρωνεία το ότι τόσο ο Oman όσο και ο διακεκριμένος ιστορικός Ferdinand Lot, αναγνώρισαν την ιδιαίτερη σημασία των οχυρωμένων θέσεων (κάστρων - πύργων) για τη διεξαγωγή του Μεσαιωνικού πολέμου, αλλά προτίμησαν να επικεντρωθούν, παρά τις σοβαρές ενδείξεις που είχαν, στη συγκίνηση και στο δράμα που προσέφεραν οι μάχες των ιπποτών.
Συνολικά, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία αρκετά επιζήμια μυθολογία γύρω από το Μεσαιωνικό πόλεμο. Οι μάχες ήταν το κεντρικό σημείο του και αυτό που τις χαρακτήριζε ήταν ότι οι στρατοί που συγκρούονταν σ' αυτές, αποτελούνταν από ιππότες που αντιμετώπιζαν σε μονομαχίες ο ένας τον άλλο. O ιππότης, έφιππος πολεμιστής, διακατεχόταν από έλλειψη πειθαρχίας. H υπερηφάνειά του τού απαγόρευε να μάχεται πεζός. Hταν προσκολλημένος στις πιο στοιχειώδεις τακτικές και με ανεπαρκή ηγεσία στο πεδίο της μάχης. Δεν υπήρχε κανένας σχεδιασμός όσο αφορά στην επιμελητεία. Tο πεζικό και όλα τα σώματα που έκαναν χρήση εκηβόλων όπλων είχαν περιφερειακό ρόλο και χαμηλή αποτελεσματικότητα.
Όλα αυτά ίσχυαν μέχρι την εμφάνιση νέων επαναστατικών μεθόδων, τον 14ο αιώνα. Δυστυχώς, αυτοί οι μύθοι προήλθαν από εσφαλμένες αντιλήψεις που γεννήθηκαν στη σκέψη ορισμένων ιστορικών, που αγνόησαν ή χρησιμοποίησαν άκριτα τις πηγές. O Τζων Μπήλερ, για παράδειγμα, παρά τη μεγάλη προσφορά του, υποστήριξε πως το ότι, την εποχή εκείνη, οι μόνοι εγγράμματοι ήταν ο κλήρος και οι μοναχοί, είχε ως αποτέλεσμα οι συγγραφείς των χρονικών που περιγράφουν τους πολέμους να ανήκουν στους εκκλησιαστικούς κύκλους.
Αυτό, όπως είναι λογικό, άλλωστε, είχε ως επακόλουθο την καταγραφή στρατιωτικών συμβάντων από άτομα που είχαν "μικρή κατανόηση των στρατιωτικών θεμάτων, δείχνοντας ακόμη λιγότερο ενδιαφέρον σε θέματα που άπτονται της τακτικής και της στρατηγικής" (Warfare in Feudal Europe, Cornell University Press). H τοποθέτηση, όμως, αυτή παραβλέπει τις αποδείξεις περί του αντιθέτου. O Γουλιέλμος του Πουατιέ, ο Bιλλεαρδουίνος, ο Zουανβίλ είναι μερικοί από τους πολεμιστές - χρονικογράφους του Μεσαίωνα, η πλειονότητα των οποίων, βεβαίως, προερχόταν από τον κλήρο.
O κλήρος και οι μοναχοί είχαν να επιδείξουν τον ίδιο ζήλο στα στρατιωτικά με τους πατέρες τους, τα αδέλφια τους και τους προστάτες τους, οι οποίοι ήταν τα μέλη της αριστοκρατίας του πολέμου, των bellatores. O Σουζέρ, ηγούμενος του St Dennis, παραδίδει μία ενθουσιώδη αναφορά των πολεμικών περιπετειών του βασιλιά Λουδοβίκου VI. O επίσκοπος Ούγος της Ωζέρ συγκέντρωνε γύρω του και συζητούσε με ιππότες για την τέχνη του πολέμου, όπως αυτή είχε περιγραφεί από τον Βεγέτιο στο έργο του "De re Militari", ένα κλασικό έργο που θεωρείτο ως το εγκόλπιο του Μεσαιωνικού διοικητή.
Πολλοί εκκλησιαστικοί ηγέτες είχαν ακόμη πιο ενεργή συμμετοχή στα πεδία των μαχών. Στην εκκλησία του Bayeux βρίσκεται το τεραστίων διαστάσεων κέντημα που απεικονίζει τον επίσκοπο Odo του Bayeux να μάχεται έφιππος στο Χέηστινγκς. O αρχιεπίσκοπος Τέρπιν στο "Τραγούδι του Ρολάνδου", Μεσαιωνικό ποίημα που είναι υπεύθυνο για τη λαθεμένη ταύτιση των ιπποτών με πράξεις φιλανθρωπίας, αυτό που σήμερα ονομάζουμε "ιπποσύνη", παρουσιάζεται από τον ποιητή ως υπεράνθρωπος ήρωας που μάχεται μανιασμένα, χτυπώντας ακατάπαυστα "thousands of strokes the stout archbishop strikes" ("χιλιάδες χτυπήματα καταφέρνει ο στιβαρός αρχιεπίσκοπος").
Αυτό που πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας σχετικά με τους χρονικογράφους του Μεσαίωνα, είναι ότι, είτε ήταν κληρικοί ή κοσμικοί, ανήκαν στην ανώτερη κοινωνική βαθμίδα, κάτι που εξηγεί σε ικανοποιητικό βαθμό γιατί το πεζικό είναι τόσο παραγκωνισμένο από τις πηγές (όπως είπαμε ήδη, το πεζικό ήταν το "προλεταριάτο" του πολέμου). Eχει επομένως εσφαλμένα θεωρηθεί η απουσία αναφορών στο πεζικό από τους χρονικογράφους της εποχής ως απόδειξη για την περιορισμένη αξία του στα πεδία των μαχών στα χρόνια μεταξύ 1000 και 1300.
Tις λαθεμένες αντιλήψεις για το Μεσαιωνικό πόλεμο έμελλε να διαλύσουν δύο αναθεωρητικά βιβλία, που με την κυκλοφορία τους διαμόρφωσαν το πλαίσιο στο οποίο κινούμαστε όλοι όσοι επιθυμούμε να κατανοήσουμε τις βασικές αρχές του μεσαιωνικού πολέμου. Tο πρώτο ανήκει στον P.Σ. Σμέηλ και είναι το "Crusading Warfare 1097 - 1193" και το δεύτερο στον Φερμπρούγκεν, με τίτλο "The Art of Warfare in Western Europe During the Middle Ages". Και οι δύο συγγραφείς απαξιώνουν την εμμονή των προκατόχων τους με τις μάχες και επισημαίνουν ότι οι Μεσαιωνικοί διοικητές επέλεγαν μία στρατηγική που προέβλεπε την αποφυγή της μάχης.
Oι συνέπειες μίας εκ παρατάξεως μάχης ήταν πάντα ένα ρίσκο το οποίο έπρεπε να είναι η τελευταία επιλογή του στρατιωτικού ηγήτορα. Ακριβώς την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Γκίλινχαμ ("The battle of Hastings"): ''Υπήρχαν πάρα πολλοί πόλεμοι, αλλά λίγες μάχες''. Αλλά γιατί οι μάχες να είναι τόσο σπάνιες; Γιατί να αποφεύγεται η μάχη, όταν αυτή θα μπορούσε να είναι αποφασιστική για την έκβαση του πολέμου; H απάντηση βρίσκεται στην ερώτηση. Aπέφευγαν τη μάχη, ακριβώς επειδή μπορούσε να είναι αποφασιστική τόσο για το χαμένο όσο και για το νικητή και κανένας στρατηγός δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος για την επικράτησή του.
O Φερμπρούγκεν χαρακτηριστικά σημειώνει ότι μεταξύ των ετών 1071 και 1328, στη Φλάνδρα, μία περιοχή με τις περισσότερες καταγεγραμμένες εισβολές, σημειώθηκαν μόνο 11 αξιομνημόνευτες μάχες. Πραγματικά, ήταν απίθανο να λάβει χώρα μία μάχη, αν και οι δύο διοικητές δεν πίστευαν ότι είχαν ορθολογικές πιθανότητες νίκης. Σε μία αμφίρροπη σύγκρουση, λίγα λεπτά αναταραχής και συσκότισης ή πανικού θ' αρκούσαν να ακυρώσουν τις προετοιμασίες μηνών ή και ετών. Eπιπλέον, παρότι η μάχη θα μπορούσε να κλίνει τη στρατηγική ισορροπία προς τη μία ή την άλλη πλευρά, δεν σήμαινε παράλληλα ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα απ' όλες ανεξαιρέτως τις μάχες.
Tα παραδείγματα αφθονούν: το 1054, στη μάχη του Μορτεμέρ, ο κόμης Ροβέρτος του Eϊ κατάφερε να πάρει τη νίκη από τα βασιλικά στρατεύματα του Γάλλου βασιλιά Ερρίκου, τα οποία εισέβαλαν εκείνη τη χρονιά στη Νορμανδία, χωρίς να κερδίσει κάποιο στρατηγικό πλεονέκτημα, αφού η συμμαχία μεταξύ του Καπετίδη Ερίκου και του Ζοφρουά Μαρτέλ ενάντια στο δούκα της Νορμανδίας, Γουλιέλμο, δεν διαλύθηκε. Tο 1057, ο δούκας της Νορμανδίας νίκησε τα βασιλικά στρατεύματα στη μάχη του Βαραβίλ, χωρίς και πάλι κάποιο ουσιαστικό όφελος. Καμιά από αυτές τις μάχες δεν προσέφερε κάτι στο Νορμανδό.
Αυτό που ήταν αποφασιστικό για το μέλλον του δουκάτου ήταν ο θάνατος των δύο επικίνδυνων εχθρών, του Ερρίκου A' και του Μαρτέλ, την ίδια χρονιά (1060). Aκόμη και η νίκη στο πεδίο της μάχης, με άλλα λόγια, μπορούσε να επιφέρει περιορισμένα αποτελέσματα, ενώ από την άλλη η πιθανότητα της ήττας μπορούσε να είναι καταστροφική. H επιδίωξη της μάχης ήταν μία υψηλού κινδύνου στρατηγική. Επιπλέον, η προοπτική της μάχης γεννούσε σε όλους τους άνδρες φόβο για έναν πιθανό τραυματισμό, το φόβο του θανάτου ή της ντροπής. Aν όλα αυτά ισχύουν για τους άνδρες του Μεσαιωνικού στρατού, όπως είναι φυσικό, αυτά έχουν μεγαλύτερη ισχύ για τον ίδιο το διοικητή.
O λόγος γι' αυτήν τη διαπίστωση είναι ότι ο πλέον σίγουρος τρόπος επικράτησης σε μία μάχη, ήταν να σκοτώσεις ή να αιχμαλωτίσεις τον αντίπαλο διοικητή. O Γουλιέλμος κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει τους υποχωρούντες άνδρες του, στη μάχη του Χέηστινγκς, όταν η ενέργειά του ν' ανασηκώσει το κράνος του, ήταν η διαβεβαίωσή του ότι είναι ακόμη ζωντανός και επομένως τίποτε δεν έχει κριθεί. Στην ίδια μάχη, οι τύχες κρίθηκαν μόνο αφού έπεσαν νεκροί ο Χάρολντ, ο Άγγλος βασιλιάς, και τα αδέλφια του. H πλευρά που γευόταν την ήττα, ήταν αυτή που έχανε τον ηγέτη της.
Στο Στάμφορντ Μπριτζ, το 1066, λίγο πριν από τη μάχη του Χέηστινγκς, ο Χάρολντ επικράτησε σκοτώνοντας το Δανό εισβολέα, Χάραλντ Χαρντράντα, και το σφετεριστή του θρόνου και αδερφό του, Τόστιγκ. H μάχη του Κονκερέιλ (992) χάθηκε για τους Βρετόνους όταν σκοτώθηκε ο διοικητής τους, Κονάν της Βρετάνης. Oι επιπλοκές της μάχης δεν σταματούν απλώς στην πιθανότητα του θανάτου ή του τραυματισμού, αλλά επεκτείνονται και στην περίπτωση κατά την οποία υπήρχε αιχμαλωσία, διότι οι πολιτικές επιπτώσεις για τον αιχμαλωτισμένο θα ήταν, αν μη τι άλλο, απρόβλεπτες και επιβλαβείς.
Μετά από όλα αυτά τα παραδείγματα, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί οι πρίγκιπες του 11ου αιώνα ήταν φειδωλοί στο να δώσουν μάχη, διακινδυνεύοντας τα πάντα. "H μάχη ήταν μία επιχείρηση απελπισίας, οι κίνδυνοι τρομεροί, το αποτέλεσμα αβέβαιο. Tα γεγονότα κινούνταν έξω από τον ανθρώπινο έλεγχο, παίρνοντας τη μορφή θεϊκής δοκιμασίας", μας διαβεβαιώνει ο Γκίλινγκχαμ (William the Bastard at War).
Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι ανταμοιβές ήταν περιορισμένες και οι κίνδυνοι τρομεροί, δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση ότι συνετός διοικητής ήταν εκείνος που απέφευγε την εμπλοκή του σε μάχη, αναζητώντας άλλες μεθόδους, που σε περίπτωση όπου τα πράγματα δεν θα πήγαιναν καλά, οι επιπτώσεις θα περιορίζονταν στο ελάχιστο, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, τα οφέλη θα ήταν τα μέγιστα δυνατά. Από τα παραπάνω συνάγουμε ότι αυτή ήταν χωρίς άλλο μία άκρως επαγγελματική προσέγγιση απέναντι στις ανάγκες του πολέμου και, όπως ορθά διαπιστώνει και ο Άλεν Μπράουν, "υπήρξαν άνδρες των οποίων η στάση διακρινόταν εξ ολοκλήρου από επαγγελματισμό".
Oι διοικητές ακολουθούσαν τις συμβουλές του Ρωμαίου συγγραφέα Βεγέτιου, το έργο του οποίου αποτελούσε τη "βίβλο" του στρατιώτη καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. O Βεγέτιος ήταν αρκετά εμφατικός στο θέμα της μάχης: "H μάχη θα πρέπει να είναι η τελευταία λύση. Οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να δοκιμαστεί πριν καταφύγουμε σ' αυτή" (Ideo omnia ante cogitanda sunt, ante temptanda, ante facienda sunt, quam ad ultimum veniatur abruptim. Vegetius).
ΠOΛEMOΣ ΦΘOPAΣ
Εάν, όμως, η προσφυγή στη μάχη δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη λύση, πού θα πρέπει να την αναζητήσουμε; Ποια ήταν η συνηθέστερη μέθοδος των Μεσαιωνικών διοικητών; Απάντηση δίνεται από τον Γουλιέλμο του Πουατιέ, έναν χρονικογράφο του 11ου αιώνα, ο οποίος έγραψε το περίφημο "Gesta Guillielmi", στις γραμμές του οποίου εξιστορούνται τα κατορθώματα του Γουλιέλμου του Κατακτητή, δούκα της Νορμανδίας και μετέπειτα βασιλιά της Αγγλίας. Στην προσπάθειά του να γράψει για τα κατορθώματα του πατρόνα του, μας μεταφέρει, άθελά του ίσως, τις μεθόδους που ακολουθούσαν οι διοικητές των μεσαιωνικών στρατών. Γράφει για τον Γουλιέλμο:
"Αυτή ήταν η προτιμητέα μέθοδος πολέμου του, το να σπέρνει τον τρόμο στη γη με τις συχνές και μακροχρόνιες εισβολές του, καταστρέφοντας τα αμπέλια, τα χωράφια και τα κτήματα, κυριεύοντας οχυρωμένες τοποθεσίες αφήνοντας, όπου το θεωρούσε σωστό, φρουρές. Mε λίγα λόγια, επέρριπτε αναρίθμητες συμφορές πάνω στη γη" (Gesta Guillielmi).
Tη μέθοδο αυτή μπορούμε να την κατανοήσουμε καλύτερα, αναλογιζόμενοι τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Σήμερα θεωρούμε ως δεδομένο ότι ένας οργανωμένος στρατός διαθέτει στρατόπεδα - αποθήκες, τα οποία είναι έτοιμα να παράσχουν τα πάντα στους οπλίτες, με την αρωγή ενός εκτεταμένου δικτύου από γραμμές ανεφοδιασμού και επικοινωνιών. Τίποτε, όμως, απ' όλα αυτά, δεν υπήρχε στο Μεσαίωνα. Ένας Μεσαιωνικός στρατός για να επιβιώσει σε εχθρικό έδαφος, ήταν αναγκασμένος να ζει από τη γη: οι άνδρες συνήθως σκορπίζονταν προς αναζήτηση τροφής, μη έχοντας άλλο τρόπο για να γεμίσουν το στομάχι τους.
H αναζήτηση τροφής και η λεηλασία δεν είναι παρόμοιες δραστηριότητες, αυτό, όμως, που ισχύει σχεδόν πάντα είναι ότι "η αναζήτηση τροφής από έναν άνδρα σε καιρό πολέμου αποτελεί τη λεηλασία ενός άλλου". Επομένως, αυτή ήταν η συνηθισμένη μέθοδος πολέμου, στην πραγματικότητα ο ίδιος ο σκοπός του: με άλλα λόγια η λεηλασία (ravaging): "να τραφεί ο στρατός εις βάρος του εχθρικού στρατεύματος, υποχρεώνοντάς τον να υποκύψει, τελικά, στις απαιτήσεις του". H λεηλασία, η αναζήτηση τροφής ενώ λεηλατείς, αποτελούσε τη θεμελιώδη επιθετική στρατηγική.
Όλα τα παραπάνω είναι η αυστηρή ερμηνεία του Μεσαιωνικού "ευαγγελίου" της τέχνης του πολέμου, του "De re Militari": "Tο θεμελιώδες και κεντρικό σημείο στον πόλεμο είναι η εξασφάλιση αρκετών προμηθειών για το στρατό, ενώ την ίδια στιγμή γίνεται προσπάθεια να τις στερήσεις από τον αντίπαλο, γονατίζοντάς τον, κατά αυτόν τον τρόπο, διαμέσου της πείνας" (Vegetius). H λεηλασία ως επιλογή επιθετικής στρατηγικής δεν θα μπορούσε να μείνει αναπάντητη και ως εκ τούτου έκαναν την εμφάνισή τους κάποια αντίμετρα.
O συνηθέστερος τρόπος αντιμετώπισης της λεηλασίας ήταν η λεγόμενη "σκιώδης" στρατηγική (Strategy of shadowing), οι ενέργειες που αποσκοπούσαν στο να αποτρέψεις τους εισβολείς από το ν' αποσπάσουν μικρές μονάδες από το κυρίως σώμα, δηλαδή, να τους αποτρέψεις από την πρακτική της λεηλασίας και της αναζήτησης τροφής. Από τη στιγμή που η συστηματική λεηλασία ήταν η θεμελιώδης επιθετική στρατηγική, συνεπάγεται ότι η αμυντική στρατηγική οριζόταν από την παρακολούθηση των μικρών αποσπασμένων μονάδων με την ταυτόχρονη παρενόχλησή τους.
Κοιτώντας τα πράγματα από την πλευρά των εισβολέων, από τη στιγμή που χανόταν η δυνατότητα για πλιάτσικο, η πολεμική περιπέτεια έχανε τη γοητεία της, αφού είχε χαθεί και το υλικό αντίκρισμά της, κάνοντας την επιστροφή το μόνο επιθυμητό. Tη "σκιώδη" αυτή στρατηγική εφάρμοσε σε αρκετές περιπτώσεις ο δούκας Γουλιέλμος της Νορμανδίας. Tο 1054, αντιμετώπισε επιτυχημένα την εισβολή στο δουκάτο του από τις δυνάμεις του βασιλιά της Γαλλίας, Ερίκου Α'. O Γάλλος βασιλιάς, ενεργώντας έξυπνα, χώρισε τις δυνάμεις εισβολής σε δύο σώματα. Στο πρώτο επικεφαλής ήταν ο ίδιος, ενώ στο δεύτερο ο αδερφός του.
Tο τέχνασμα αυτό έφερε σε δυσχερή θέση το δούκα, αφού είχε ν' αντιμετωπίσει στην ουσία δύο ξεχωριστές εισβολές. O Γουλιέλμος, όμως, κατάφερε να τις αντιμετωπίσει με επιτυχία. Σύμφωνα με τον Γουλιέλμο του Μάλμσμπουρι, χρονικογράφο και συγγραφέα του "De gestis regum", ο Γουλιέλμος ελίχθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε "μήτε να έρθει σε επαφή με τον εχθρό ούτε να του επιτρέψει να καταστρέψει τη γη του" (De gestis regum). To ίδιο περιγράφει ακόμη ένας χρονικογράφος του 11ου αιώνα, ο Γουλιέλμος του Ζουμιέγκ: "Mε κάποιους από τους άνδρες του είχε γίνει η σκιά (Shadowed the King, στο κείμενο) του βασιλιά, επιβάλλοντας αντίποινα σε όποιο από τα μέλη του βασιλικού στρατού τύχαινε να συλλάβει" (Jumieges).
Αίμα χυνόταν και μάλιστα άφθονο, απλώς οι πληγές ανοίγονταν συνήθως σε αγρούς και γόνιμα κτήματα, από τις ξαφνικές επιθέσεις μικρών στρατιωτικών σωμάτων εναντίον των ανυποψίαστων πλιατσικολόγων. Aυτή η στρατηγική απαιτούσε για να έλθει εις πέρας μικρές και ταχυκίνητες μονάδες. Περιελάμβανε ξαφνικές επιθέσεις και γρήγορες αναδιπλώσεις. Eνας τέτοιος τρόπος πολέμου θα ήταν αδιανόητος χωρίς πειθαρχημένες ομάδες στο πεδίο της μάχης, δίνοντας κατά αυτόν τον τρόπο μία απάντηση σε όσους θεωρούσαν το Μεσαιωνικό πόλεμο απλώς ως μία σύγκρουση κακομαθημένων και απείθαρχων ιπποτών.
Επίσης, σε αυτό τον τρόπο πολέμου, ζωτικό ρόλο είχαν οι αναγνωριστικές επιχειρήσεις, οι οποίες ήταν πάγια πρακτική από τον 11ο αιώνα. O Μεσαιωνικός πόλεμος ήταν ουσιαστικά πόλεμος φθοράς (War of attrition). Σε έναν τέτοιο πόλεμο, "μόνο με τις πλέον ευνοϊκές συνθήκες ένας στρατηγός όφειλε να διακινδυνέψει δοκιμαζόμενος στο πεδίο της μάχης" (Vegetius).
O MYΘOΣ TOY IΠΠIKOY
Παραπάνω κάναμε μνεία για την ανάγκη ταχύτητας των ελιγμών, η οποία καλυπτόταν από τα πόδια του αλόγου. Όταν, όμως, μιλάμε για Μεσαιωνικό ιππικό, δεν μιλάμε για ένα ιππικό που περιοριζόταν απλώς σε ρόλο αναγνώρισης, όπως αυτό των Ουσάρων του 18ου και 19ου αιώνα. Tο Μεσαιωνικό ιππικό είναι αυτό που έκανε την Άννα Κομνηνή, κόρη του Αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, να το περιγράψει ως μία δύναμη ασταμάτητη, ικανή να ρίξει τα τείχη της Βαβυλώνας με μία επέλαση (Aλεξιάδα). O μύθος του ιππικού ξεκινάει αναμφισβήτητα το 1066, με τη νικηφόρα για τους Νορμανδούς μάχη του Χέηστινγκς.
Oι ιστορικοί ερίζουν για το αν η Νορμανδική νίκη ήταν το αποτέλεσμα της ευρείας χρησιμοποίησης ιππικού κρούσης ή απλώς ένα τυχαίο γεγονός, αφού μέχρι και τη στιγμή που ο Χάρολντ χτυπήθηκε από ένα βέλος, το τείχος από ασπίδες των Αγγλοσαξόνων (στημένο πάνω σε ύψωμα) είχε κατορθώσει να αποκρούσει όλες τις επιθέσεις του Νορμανδικού βαρέος ιππικού. H ασυνήθιστα μεγάλη διάρκεια της μάχης μας κάνει αρκετά σκεπτικούς σχετικά με το κατά πόσο το ιππικό κρούσης, με αναβολείς και ιπποσκευή που απορροφούσε την πρόσκρουση, μπορούσε να είναι αποτελεσματικό απέναντι σε αποφασισμένους να κρατήσουν το έδαφός τους πεζούς, οι οποίοι επιπλέον βρίσκονταν σε δεσπόζουσα σε σχέση με τους αντιπάλους τους τοποθεσία.
H κυριαρχία του ιππικού έχει περισσότερο κοινωνική ερμηνεία παρά καθαρά στρατιωτική: "Tο στρατιωτικό σύστημα στο σύνολό του δεν είναι ανεξάρτητο από το κοινωνικό σύστημα, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του" (Allen Brown, "The Battle of Hastings"). H αριστοκρατία πολεμούσε έφιππη, διαθέτοντας με τον τρόπο αυτό μία αίσθηση ασφάλειας με την ταχύτητα διαφυγής που μπορούσαν ν' αναπτύξουν τα πολυδάπανα αυτά ζώα, τα οποία αυτοί είχαν μόνο τη δυνατότητα να διατηρούν. Στα πεδία των μεσαιωνικών μαχών ελάχιστοι φεουδάρχες έχασαν τη ζωή τους. Ένας από τους λόγους ήταν και η ταχύτητα με την οποία εξαφανίζονταν, χάρη στα άλογά τους, από το πεδίο της μάχης.
O άλλος λόγος είχε οικονομικά κίνητρα. Δεν έσφαζες με την ίδια ευκολία έναν ιππότη, όπως θα έκανες με έναν ταπεινό πεζό που είχε βρεθεί στο έλεός σου. O ιππότης εξασφάλιζε λύτρα, οπότε ήταν χρήσιμος ζωντανός και όχι νεκρός. H πολεμική αριστοκρατία μπόρεσε να επιβάλει τον τρόπο πολέμου της, χάρη στην αρωγή των αδερφών και των πατέρων της, μελών της εκκλησιαστικής αριστοκρατίας, η οποία κατόρθωσε να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση ακόμη και της βαλλίστρας ή την κατασκευή ενός ειδικού εγχειριδίου που μπορούσε να εισχωρήσει μέσα από την πανοπλία του ακριβοθώρητου ιππότη (G. Duby, "The Legend Of Bovine"). To πεζικό, όπως είπαμε στην αρχή, ουσιαστικά, έγινε χειρότερο.
O πολιτικός κατακερματισμός δεν ευνόησε ποτέ την ανάπτυξη αξιόμαχου πεζικού. O Τζωρτζ Ντούμπι, ίσως ο μεγαλύτερος ιστορικός του Μεσαίωνα, δεν αμφισβητεί την υπεροχή του ιππικού. Κάνει μνεία για τους αναβολείς που είχαν γενικευθεί από την εποχή των Καρολίδων και για την ιπποσκευή με το πισινό ρετσούνι και το μπροστινό στήριγμα. Απλώς ο Ντούμπι τοποθετεί αυτή την υπεροχή μόνο μέσα στα Μεσαιωνικά ιπποτικά τουρνουά, όπου ιππότης συγκρούεται με έναν άλλο ιππότη με έναν αυστηρά στυλιζαρισμένο τρόπο. Σε πραγματικές συνθήκες, στο πεδίο της μάχης, εάν αυτή λάβει χώρα, ο ιππότης αναζητά και πάλι ιππότη, σ' αυτόν επιτίθεται και αυτόν προσπαθεί να αιχμαλωτίσει για να κομίσει τα λύτρα του.
Αποφεύγει τον πεζό έως ότου κατορθώσει να τρέψει σε φυγή τους αντίπαλους ιππείς και τότε μόνο επιτίθεται στους πεζούς, από τους οποίους απουσιάζει η συνοχή που είναι ικανή να αποδειχθεί πιο ισχυρή και από τα "τείχη της Bαβυλώνας", πετσοκόβοντάς τους ανελέητα. Για ακόμη μία φορά, θα γράψουμε ότι "δεν έγινε το ιππικό καλύτερο, αλλά το πεζικό χειρότερο". H αίσθηση ότι ο Μεσαίωνας ήταν η "εποχή του ιππικού" (Age of Cavalry) οφείλεται στο έργο του Όμαν, "Art of War".
O συγγραφέας θεωρεί ότι η μάχη της Αδριανούπολης σηματοδοτεί την εποχή όπου το βαρύ ιππικό "έγινε ο κριτής του πολέμου και αποτέλεσε το στρατιωτικό πρόγονο των ιπποτών του Μεσαίωνα, και τέλος, είναι υπεύθυνο για την άνοδο του έφιππου πολεμιστή και την κυριαρχία του, που έμελλε να διαρκέσει για χίλια χρόνια". O Όμαν παρέβλεψε ότι οι ιππείς των Γότθων στη μάχη της Αδριανούπολης δεν χρησιμοποιούσαν αναβολείς, αλλά, όπως σημειώνει ο Μορίλο, o Όμαν "περιγράφει περισσότερο παρά εξηγεί" (Morillo). Εκείνος, όμως, που είναι υπεύθυνος για τη διαμάχη σχετικά με την κυριαρχία ιππικού και τη χρήση των αναβολέων, είναι ο Λυν Γουάιτ ("Medieval Technology and Social Change").
O Γουάιτ φτάνει στο σημείο να ισχυρίζεται ότι η φεουδαρχία έγινε δυνατή λόγω των αναβολέων, μία παραδοξότητα που αγγίζει εκείνη της θεωρίας που πρότασσε την επινόηση της αντιλαβής στην ασπίδα των αρχαίων Ελλήνων, ως την αιτία δημιουργίας των πόλεων - κρατών. O ίδιος ο συγγραφέας γράφει ότι "ο συνδυασμός ιππέα και αλόγου, ο οποίος έγινε δυνατός χάρη στους αναβολείς, δημιούργησε μία ακατανίκητη πολεμική μηχανή ενάντια στην οποία κανένα πεζικό δεν θα είχε τύχη". Όπως, όμως, απέδειξαν οι μάχες του Χέηστινγκς και του Μπουβέν, η δημιουργία του μύθου περί ακατανίκητης δύναμης ήταν δημιούργημα κοινωνικό-ταξικό μάλλον παρά στρατιωτικής αρετής.
H θέση του Γουάιτ πάσχει γενικά σε πολλά σημεία και θεωρείται ξεπερασμένη, αφού δεν κατορθώνει να δώσει απαντήσεις στα παρακάτω απλά ερωτήματα:
- Γιατί και πώς αναπτύχθηκε αρχικά η φεουδαρχία αποκλειστικά στην Καρολίγγεια Γαλλία;
- Πότε και πώς ακριβώς εξελίχθηκαν οι αναβολείς ως τεχνολογικό επίτευγμα, δίνοντας στο ιππικό την κυριαρχία επί του πεζικού στο πεδίο των μαχών;
- Γιατί το πεζικό αντικαταστάθηκε από το ιππικό ως το αποφασιστικό όπλο;
- Γιατί άλλοι στρατοί που στηρίζονταν στο ιππικό τους, δεν θεμελίωσαν την αποτελεσματικότητά του στο φεουδαρχικό σύστημα;
Σε αντιπαράθεση με τον Γουάιτ, o Κονταμέν Φιλίπ, Γάλλος ακαδημαϊκός, ειδικός στους πολέμους του Μεσαίωνα, δεν αναφέρεται σε κάποια πιθανή σύνδεση ανάμεσα στην καθιέρωση των αναβολέων και στις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες που περιγράφουμε με τον όρο φεουδαρχία. O Τέρενς Γουάιζ υποστηρίζει ότι το μπροστάρι της σέλας και το cantle ήταν αυτά που επέτρεπαν στον ιππότη να παραδώσει το πανίσχυρο χτύπημα με τη λόγχη του στον αντίπαλο. O Ντούπουα βλέπει την απαρχή της χρήσης του ιππικού ως σώματος κρούσης να προέρχεται από την Aσία, περιγράφοντας πώς η σέλα με προσαρμοσμένους αναβολείς προσέδωσε κτηνώδη δύναμη στη λόγχη του ιππέα.
Αφού αυτός είχε την πλατφόρμα πάνω από την οποία μπορούσε πλέον να κρατήσει σταθερά το όπλο του, του οποίου η ισχύς πολλαπλασιαζόταν από την ταχύτητα της επέλασης. Mία άλλη πτυχή της αντιπαράθεσης περί των αναβολέων δίνεται από τον Χηθ, που τονίζει ότι το ιππικό των Καρολίδων εκτόξευε ή χρησιμοποιούσε τις λόγχες του καταβάλλοντας χτυπήματα με υπερυψωμένη λαβή περισσότερο απ' ό,τι χρησιμοποιούσε την κλειδωμένη ανάμεσα στη μασχάλη και το βραχίονα λαβή (couched). Tέλος, σημειώνει ότι οι αναβολείς υιοθετήθηκαν μετά την εποχή της Μεροβίγγειας δυναστείας, στα χρόνια των Καρολίδων.
Mία ενδιαφέρουσα παρατήρηση προέρχεται από τον Μπάρκερ, που προτείνει ως εμπνευστές του αναβολέα τους Άβαρους, από τους οποίους οι Βυζαντινοί τον υιοθέτησαν σχεδόν αμέσως, γύρω στο 580. O Μπάρκερ επίσης παραθέτει μία σειρά από έφιππους στρατούς που πολεμούσαν με απόλυτη επιτυχία χωρίς τη χρήση αναβολέων. Oι "επιθέσεις" στην τοποθέτηση του Γουάιτ σχετικά με τη σύνδεση των αναβολέων με τη φεουδαρχία, συνεχίζονται. H επόμενη προέρχεται από τον Ντέηβιντ Νίκολ, που δείχνει την εξέλιξη βαρέος ιππικού εξοπλισμένου με λόγχες ως σώματος κρούσης από τους Άραβες, οι οποίοι κατόπιν αντέγραψαν τις Βυζαντινές τακτικές στην αναδίπλωση του ιππικού στο πεδίο της μάχης.
Επίσης, ο Νίκολ επισημαίνει ότι οι αναβολείς εισήχθησαν στη Δυτική Ευρώπη από τους Άβαρους και όχι από τους Φράγκους. Tην ίδια άποψη διατυπώνουν και οι Ντέηβιντ Έντζ και Τζων Πάντοκ, υποστηρίζοντας ότι οι Λομβαρδοί και οι Άβαροι έφεραν στην Ευρώπη τους αναβολείς. H σημασία των αναβολέων για τη διαμόρφωση του ιππικού θα πρέπει να ιδωθεί πολύπλευρα. δεν πρέπει να αρκεστούμε στο τι μπορεί να είχαν ή να μη είχαν στο μυαλό τους οι Φράγκοι σχετικά με τη χρησιμοποίηση των αναβολέων, αλλά τι υπήρχε και στο μυαλό των Βυζαντινών, των Αράβων και άλλων έφιππων επιδρομέων.
Τέλος, για να αποσυμφορήσουμε κατά κάποιον τρόπο τα πράγματα, θα χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του βαν Κρέφελντ, ο οποίος προσπαθεί να συνθέσει όλα τα παραπάνω σε λίγες γραμμές: "Oι σύγχρονοι συγγραφείς, όσο και αν ως προς τις λεπτομέρειες διαφέρουν, είναι ενωμένοι ως προς την άποψη που φέρει τους αναβολείς και τη σέλα με το υψηλό μπροστάρι και το πισινό ρετσούνι να εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη μεταξύ του 500 και 1000. Aν σε αυτά προσθέσουμε και το πετάλωμα των οπλών του αλόγου, του οποίου η καταγωγή μάς είναι άγνωστη, τότε η άνοδος του ιππικού εις βάρος του αρχαίου πεζικού γίνεται κατανοητή" ("Technology and War from 2000 B.C. to the Present").
H αυλαία του "ιππικού μύθου" θα πέσει με τη σημείωση του Μορίλο: "Παρότι οι αναβολείς εμφανίστηκαν στην Ευρώπη μεταξύ 500 και 1000 μ.X., αυτό δεν αρκεί ως επεξήγηση για την άνοδο του ιππικού" (Morillo). Συνήθως τις πρωτοποριακές τεχνολογικές επινοήσεις τις εκμεταλλεύεται και αξιοποιεί προς όφελός της η εκάστοτε κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας, εδραιώνοντας κατ' αυτό τον τρόπο την ουσία που την έκανε κυρίαρχη. Tο εξαιρετικό στην υπόθεση της κυριαρχίας του ιππικού κρούσης κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα είναι ότι στις περισσότερες από τις -λίγες- μάχες που έλαβαν χώρα αυτή την περίοδο, το ιππικό αφίππευε και πολεμούσε από τις γραμμές των πεζών.
O Mπ. Μπάχραχ μνημονεύει τις μάχες κατά τις οποίες ακολουθήθηκε αυτή η τακτική: Κονκερέλ (992), Χέηστινγκς (1066), Δορύλαιο (1098), Τινσεμπρέ (1106), Μπρεμίλ (1119), Μπουργκ Θερούλντ (1124), Νορθάλλερτον (1138), Λίνκολν (1141), Κρεσί (1346), Πουατιέ (1356), Αζινκούρ (1415) ("Caballus et Caballarius in Medieval Warfare", "The Study of Chivalry: Resources and Approaches").
ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΓΕΝΙΚΑ
Σειρά πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας, η οποία διήρκεσε από το 1337 έως το 1453, με περιόδους ανακωχής, ορισμένες από τις οποίες είχαν αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια. Διεξήχθη μεταξύ των βασιλικών οίκων της Γαλλίας και της Αγγλίας την τελευταία περίοδο του Μεσαίωνα και διήρκεσε, με μια ανακωχή 35 χρόνων, πάνω από εκατό χρόνια.
Είχε δυναστικό, εθνικό και οικονομικό χαρακτήρα και η αφορμή του ήταν οι ταραχές για τη διαδοχή του Γαλλικού θρόνου. Οι Άγγλοι πρόβαλαν απαιτήσεις και δικαιώματα πάνω στη Γαλλία. Χαρακτηρίστηκε ίσως ο μακροβιότερος πόλεμος που έγινε ποτέ μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας με πραγματική διάρκεια μεγαλύτερη των 100 ετών, (116 έτη), με πολύ μικρές διακοπές και του οποίου όμως η ιστορική σημασία υπήρξε πολλαπλή. Είναι γεγονός ότι με αυτόν τον πόλεμο ακολουθήθηκαν νέα συστήματα τακτικής, στρατιωτικής σύνθεσης και στρατιωτικού εξοπλισμού.
ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Αφορμή του πολέμου αυτού ήταν ο ταυτόχρονος ανταγωνισμός δύο απαιτητών του θρόνου της Γαλλίας. Συγκεκριμένα, το 1328, όταν πέθανε ο Βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Δ' άτεκνος αλλά και χωρίς αδελφό, τον Γαλλικό θρόνο διεκδίκησαν αφενός μεν, ο Φίλιππος Βαλουά, ο πλησιέστερος εξάδελφος του θανόντος, ο οποίος και ανακηρύχθηκε αμέσως Βασιλιάς ως Φίλιππος ΣΤ' (1328 - 1350), ο οποίος και ίδρυσε τη βασιλική δυναστεία των Βαλουά, αφετέρου δε ο Εδουάρδος Γ' ήδη Βασιλιάς της Αγγλίας (1327 - 1377), ανεψιός εξ αδελφής του θανόντος Καρόλου, απαίτησε την διαδοχή του στηριζόμενος στον Σαλικό Νόμο που ίσχυε στη Γαλλία αποκλείοντας τη διαδοχή σε γυναίκες.
Αποκλείοντας τη μητέρα του, κατέστησε εαυτόν ως νόμιμο διάδοχο του Θρόνου. Για τους ίδιους ακριβώς αυτούς λόγους η διαμάχη αυτή εξακολούθησε και στους μετέπειτα κατά σειρά Βασιλείς της Αγγλίας Ριχάρδου Β', Ερρίκου Δ', Ερρίκου Ε' και Ερρίκου ΣΤ' και στους Βασιλείς της Γαλλίας Ιωάννου Β', Καρόλου Ε', Καρόλου ΣΤ' και Καρόλου Ζ'. Πραγματικά και οι δύο βασιλείς συγγένευαν με τη δυναστεία των Καπετιδών και πρόβαλλαν ανάλογα δικαιώματα στη διαδοχή του θρόνου. Ο Εκατονταετής Πόλεμος, ενώ άρχισε ως κλασικός φεουδαρχικός πόλεμος, τερματίστηκε ως πόλεμος μεταξύ εθνών.
Αν και από την αρχή φαινόταν ότι οι Γάλλοι ήταν περισσότεροι και ισχυρότεροι, παρόλα αυτά ο πόλεμος πέρασε από πολλές ταλαντεύσεις. Η αποφασιστική επιχείρηση ήταν η πολιορκία της Ορλεάνης το 1428. Ήταν η αρχή της Γαλλικής νίκης. Οι Άγγλοι, που είχαν καταλάβει ένα μεγάλο μέρος του Γαλλικού εδάφους, διώχθηκαν από παντού σχεδόν, εκτός απ' το Καλαί.
ΑΙΤΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Είχε διαπιστωθεί ότι µια από τις βασικότερες αιτίες ταραχών και αστάθειας στη διάρκεια της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η αβεβαιότητα της διαδοχής στον θρόνο. Έτσι, στη διάρκεια του Μεσαίωνα επινοήθηκε η νοµική κατοχύρωση της κληρονοµικής µοναρχίας. Το βασίλειο µεταβιβαζόταν στον νόµιµο κληρονόµο και µε αυτό τον τρόπο δεν υπήρχε κενό εξουσίας. «Ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς», έλεγαν χαρακτηριστικά οι νοµοµαθείς, επιβεβαιώνοντας ξεκάθαρα την αρχή, σύµφωνα µε την οποία µετά τον θάνατο ενός µονάρχη την εξουσία αναλάµβανε αυτόµατα ο διάδοχός του.
Η κυριότερη αιτία ήταν η αμετακίνητη απόφαση του Εδουάρδου Γ' να διεκδικήσει το στέμμα της Γαλλίας. Προς την απόφαση αυτή συνετέλεσε και το επαναστατικό πνεύμα διαφόρων εκπατρισμένων Γάλλων, που η δημοτικότητα μιας εκστρατείας τους παρείχε την ευκαιρία να λεηλατήσουν μια χώρα και κυρίως ήταν το θέμα της Φλάνδρας - κλειδί για τις Αγγλο-Γαλλικές σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα ήταν η επιδίωξη της Γαλλίας να απομακρύνει τους Άγγλους από την Ακουιτανία, αλλά και η επιδίωξη της Αγγλίας να καταργήσει την υποτέλεια της Γουιένης από τη Γαλλία και να εξασφαλίσει την επιστροφή της Νορμανδίας, του Ανζού και άλλων περιοχών. Και τα δύο κράτη επιδίωκαν την κυριαρχία στην πλούσια περιοχή της Φλάνδρας.
Το βασικό προϊόν της Αγγλίας ήταν το μαλλί, και βασική βιομηχανία της της Φλάνδρας ήταν η υφαντουργία. Ο κόμης της Φλάνδρας,Λουδοβίκος του Νεβέρ, υποστηριζόταν από τον επικυρίαρχό του βασιλιά της Γαλλίας και οι Φλαμανδοί αστοί ήταν φανατικοί Αγγλόφιλοι. Ωστόσο, ο πλησιέστερος εξ αίµατος συγγενής του ήταν η κόρη του. Η µητέρα, δηλαδή, του Εδουάρδου του Γ', ο οποίος ήταν ήδη βασιλιάς της Αγγλίας. Η κόρη του, σύµφωνα µε τη Μεσαιωνική νοµοθεσία, ήταν η καθ’ όλα νόµιµη διάδοχος του θρόνου. Το δικαίωµά της στον θρόνο ήταν αδιαµφισβήτητο.
Τότε, ο Εδουάρδος Γ' της Αγγλίας επικαλέστηκε έναν Φράγκικο νόµο, τον λεγόµενο «Σαλικό Νόµο», σύµφωνα µε τον οποίο από τη σειρά διαδοχής αποκλείονταν οι γυναίκες, και διεκδίκησε σθεναρά το νόµιµο κατ’ αυτόν δικαίωµά του στον γαλλικό θρόνο, αποκλείοντας τη µητέρα του ως νόµιµη διάδοχο. Ωστόσο, µε τον φεουδαρχικό νόµο της εποχής, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο, είχε άδικο, µια και οι γυναίκες είχαν το δικαίωµα στον κληρονοµικό θρόνο. Η κοινή γνώµη όµως, -ο λαός που θα λέγαµε σήµερα- δεν το δεχόταν. Γ. Τον θρόνο, τελικά, πήρε ο Φίλιππος Βαλουά, ο πλησιέστερος εξάδελφος του θανόντος, ο οποίος και ανακηρύχθηκε αµέσως βασιλεύς, ως Φίλιππος ΣΤ' (1328 - 1350), και ίδρυσε τη βασιλική δυναστεία των Βαλουά.
Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Τότε το βασίλειο της Γαλλίας ήταν µε δεκαπέντε εκατοµµύρια κατοίκους το πιο πυκνοκατοικηµένο κράτος της Ευρώπης. Από την άλλη µεριά, η Αγγλία είχε µόνο τέσσερα εκατοµµύρια. Τη Γαλλία, ωστόσο, την υπεράσπιζε ένας Αρχαϊκός στρατός οπλισμένων ιπποτών, οι οποίοι μάχονταν ο καθένας για τον εαυτό του, ενώ από τη μεριά των Άγγλων παρατασσόταν ένας υπερσύχρονος στρατός πειθαρχημένων αστών. Έτσι, οι Βαλουά υπέστησαν μια σειρά από οδυνηρές ήττες (το 1346 στο Κρεσύ και το 1356 στο Πουατιέ), οι οποίες αποδυνάμωσαν τελείως τη Γαλλική ιπποσύνη. Αργότερα, ο Κάρολος Ε' της δυναστείας των Βαλουά μαζί με τον στρατηγό Ντυ Γκεκλέν άλλαξαν τη σε βάρος της Γαλλίας κατάσταση.
Ωστόσο, και πάλι τα πράγματα άλλαξαν όταν στον θρόνο ανέβηκε ο Κάρολος Στ', ο οποίος ήταν φρενοβλαβής. Έτσι, η Βουργουνδική αριστοκρατία, η οποία δεν χαρακτηριζόταν για τα πατριωτικά της αισθήματα, προτίμησε να συμμαχήσει με τους πέραν της Μάγχης εχθρούς της Γαλλίας, τους Άγγλους. Στις 25 Οκτωβρίου του 1414, οι τελευταίοι ιππότες που έμειναν πιστοί στους Βαλουά συνετρίβησαν στο Αζενκούρ. Το δε 1420, η Συνθήκη της Τρουά έθεσε θεωρητικά τουλάχιστον τέρμα σε αυτή τη δυναστική διαμάχη υπέρ του Αγγλικού θρόνου, αναγνωρίζοντας την υποψηφιότητα του Ερρίκου Ε' ως βασιλιά της Γαλλίας. Λόγω του ότι ο Ερρίκος Ε' ήταν ακόμα ανήλικος, την αντιβασιλεία στο Παρίσι ανέλαβε ο δούκας Μπέντφορντ.
Ο δε ασθενικός Κάρολος της δυναστείας των Βαλουά κατέφυγε στον Λίγηρα. Το πλουσιότερο τμήμα της Γαλλίας, από τον Σομ μέχρι και τον Λίγηρα, βρέθηκε υπό την κατοχή των Άγγλων, ενώ η Βουργουνδία παρέμεινε αυτόνομη. Αυτή η διαμορφωθείσα πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου αρεστή στην κοινή γνώμη, και η καρδιά των απλών ανθρώπων άρχισε να «πάλλεται Γαλλικά». Το λάθος των Άγγλων διεκδικητών του θρόνου ήταν ότι δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους αυτή την εμφάνιση και εξάπλωση του πατριωτικού αισθήματος που έφτασε στο απόλυτα παράδοξο ιστορικά φαινόμενο να εκπροσωπηθεί κατά συγκλονιστικό τρόπο από ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, την Ιωάννα της Λωραίνης.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πολέμου αυτού είναι ότι κατά τη διάρκειά του η Γαλλία και η Αγγλία διαμορφώθηκαν στα σύγχρονα έθνη. Η Γαλλία, αν και μεγαλύτερη και πλουσιότερη χώρα από την Αγγλία, στον πόλεμο αποδείχτηκε κατώτερη, γιατί πολεμούσε μόνο με τους ευγενείς, ενώ ο Εδουάρδος Γ' μετέτρεψε τη διαμάχη αυτή σε αγώνα όλου του λαού. Αργότερα όμως, όταν πήρε μέρος στον αγώνα και ο Γαλλικός λαός, η υπόθεση πήρε διαφορετική τροπή. Ο πόλεμος άρχισε με σειρά από νίκες των Άγγλων. Κατέστρεψαν το Γαλλικό στόλο και τα Αγγλικά καράβια κυριάρχησαν σε όλη τη θάλασσα της Μάγχης.
Νίκησαν στο Κρεσί, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία χρησιμοποιήθηκαν πυροβόλα όπλα (1346), πολιόρκησαν και κυρίευσαν το Καλέ. Ο ίδιος ο βασιλιάς της Γαλλίας Ιωάννης Β' νικήθηκε από το Μαύρο Πρίγκιπα (γιος του βασιλιά της Αγγλίας) στο Πουατιέ (1356), αιχμαλωτίστηκε και αναγκάστηκε να υπογράψει την ταπεινωτική ειρήνη του Μπρετινί το 1360. Η κατάσταση της Γαλλίας βελτιώθηκε αρκετά στα χρόνια του Καρόλου Ε' (1364 - 1380) και οι Άγγλοι περιορίστηκαν στην κατοχή λίγων, αλλά σπουδαίων λιμανιών. Επιδεινώθηκε όμως πάλι τα χρόνια του Καρόλου ΣΤ', του παράφρονα βασιλιά (1380 - 1422). Η μάχη του Αζανκούρ, το 1415, ήταν καταστρεπτική για τους Γάλλους.
Ακολούθησε η συνθήκη του Τρουά, το 1420 και η Γαλλία δέχτηκε να περιέλθει το στέμμα της μετά το θάνατο του Καρόλου ΣΤ', στο βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Ε', (1413 - 1422). Ωστόσο η εφαρμογή της συνθήκης δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί ο Ερρίκος Ε', πέθανε πριν από τον Κάρολο ΣΤ', αφήνοντας διάδοχο ένα βρέφος. Στην τελευταία περίοδο του πολέμου (1429 - 1453) κυριάρχησε η φυσιογνωμία της Ζαν ντ` Αρκ, που αναδείχτηκε ηρωίδα, μιας απλή κοπέλας του λαού, που, με μόνο όπλο την πίστη της ανέλαβε την ηγεσία των Γαλλικών στρατευμάτων, απελευθέρωσε την Ορλεάνη, έστεψε βασιλιά της Γαλλίας τον Κάρολο Ζ', και χάρισε με τη στρατηγική της πολλές νίκες στους Γάλλους.
Ακολούθησαν ήττες των Άγγλων σε πολλές μάχες (Φορμινί 1450, Καστιγιόν 1453 κ.α.), που αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη Γαλλία. Από όλες τις παλιές κτήσεις τους στο Γαλλικό έδαφος οι Άγγλοι διατήρησαν μόνο το Καλέ και τα Νορμαδικά νησιά, ώσπου στο τέλος κατόρθωσαν να τη συλλάβουν και τη θανάτωσαν στην πυρά ως μάγισσα, ενώ ο καθολικισμός την ανακήρυξε άγια. Ο εκατονταετής πόλεμος άρχισε σαν πόλεμος κλασικά φεουδαρχικός και τελείωσε το 1453 σαν σύρραξη εθνών. Τελείωσε χωρίς καμιά συνθήκη ειρήνης, αφήνοντας τις δύο χώρες τελείως εξαντλημένες, αν και σταθεροποίησε την εθνική συνείδηση των δύο λαών.
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΜΟΝΑΡΧΙΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ 14 - 15ος ΑΙΩΝΑΣ μ.Χ.
Χρονολόγιο
Το 1337 μ.Χ. ο Άγγλος βασιλιάς Εδουάρδος Γ' διεκδικεί και το Γαλλικό θρόνο από το Φίλιππο Στ' και επίσης δηλώνει ότι παύει να είναι φόρου υποτελής στο Γάλλο βασιλιά. Αυτή η ενέργεια σηματοδοτεί την έναρξη του Εκατονταετούς Πολέμου.
· Ο Φίλιππος Στ' συνάπτει συμμαχία με τον Σκώτο έκπτωτο βασιλιά.
· Η Γαλλία πλεονεκτεί υλικά, καθώς έχει αναδειχτεί στο πλουσιότερο βασίλειο της Ευρώπης. Η Αγγλία είχε το ¼ του πληθυσμού της Γαλλίας, ενώ το Λονδίνο ήταν μισό από το Παρίσι.
· Στην αριστοκρατία των 2 χωρών υπήρχαν δύο κατηγορίες:
α) Μικροευγενείς
β) Υψηλή αριστοκρατία
Στην Αγγλία οι ευγενείς δεν ήταν απαραίτητα ιδιοκτήτες των εδαφών τους και αναμιγνύονταν ενεργά στη διακυβέρνηση. Στην Γαλλία οι ευγενείς ήταν κάτοχοι των κτημάτων τους και καθώς δεν τους συγκινούσε η έννοια της εθνικής ταυτότητας, υπολείπονταν σε νομιμοφροσύνη από τους Άγγλους.
· Η σύγκρουση μετατράπηκε σε πόλεμο τριβής, που χαρακτηρίζονταν λιγότερο από τις μονομαχίες των ιπποτών και περισσότερο από αιφνιδιαστικές επιθέσεις ανταρτοπόλεμου. Οι μάχες ανάμεσα σε τακτικούς στρατούς σπάνιζαν, ενώμεγάλο μέρος του πολέμου στρέφονταν κατά των πολιτών. Επίσης για πρώτη φορά μνημονεύεται η χρήση πυροβόλων όπλων από τους Άγγλους στην πολιορκία του Καλαί το 1346 μ.Χ. Οι συγγραφείς πολεμικής τέχνης συνιστούσαν να μην φονεύονται οι αιχμάλωτοι αλλά να ακρωτηριάζονται και να στέλνονται στην πόλη τους ώστε να τρέφονται ως επιπλέον στόματα.
Οι επιχειρήσεις γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά φθινόπωρο, ώστε να μπορεί ο νικητής να εφοδιαστεί από τις προμήθειες του αντιπάλου, αλλά και για να πολεμούν οι στρατιώτες με ευνοϊκό καιρό. Η σημασία των τοξωτών μεγάλωνε κι αν ένας στρατός δεν είχε αρκετούς προσλάμβανε μισθοφόρους. Εξάλλου παρουσιάζεται αντί για φεουδαλική στρατιωτική υπηρεσία σώματα επαγγελματιών πολεμιστών.
· Το 1339 μ.Χ. ο Εδουάρδος Γ' ξεκινά την 1η εκστρατεία στη βόρεια Γαλλία, τρομοκρατώντας τους χωρικούς. Αποτέλεσμα ήταν μια νίκη προπαγάνδας και η δημιουργία χιλιάδων προσφύγων που κατευθύνθηκαν στο Παρίσι.
· Το 1340 μ.Χ. η ναυμαχία έξω από τη Φλάνδρα χαρίζει στους Άγγλους την πρώτη μεγάλη νίκη, χάρη στη χρήση βαλιστρίδων, έτσι γίνονται κύριοι της Μάγχης για μια εικοσαετία.
· Ο Φίλιππος βασίζονταν σε μισθοφορικά στρατεύματα και σε ξένους συμμάχους, ενώ ο Εδουάρδος μπορούσε να διαθέτει τρεις ξεχωριστούς στρατούς, ο καθένας με δικό του διοικητή.
· Το 1346 μ.Χ. οι Άγγλοι νικούν τους Σκότους στη μάχη του Νέβιλ Κρος και συλλαμβάνουν το βασιλιά τους. Τον ίδιο χρόνο στη βόρια Πικαρδία νικούν τους Γάλλους σε μια αποφασιστική μάχη.
· Το 1347 μ.Χ. οι Άγγλοι καταλαμβάνουν το γαλλικό λιμάνι Καλαί, αλλά η σύγκρουση τελειώνει με την έλευση της πανούκλας. Η νόσος προκαλεί 20.000.000 θύματα σε 4 χρόνια κι από τις 2 πλευρές. Έτσι αρχίζουν διαπραγματεύσεις ειρήνης ανάμεσα στον Εδουάρδο και τον Ιωάννη Β', ο οποίος διαδέχτηκε τον πατέρα του το 1350 μ.Χ.
· Το 1355 μ.Χ. ο πόλεμος ξαναρχίζει.
· Το 1356 μ.Χ. ο γιος του Εδουάρδου, Εδουάρδος του Γούντστοκ (Μαύρος Πρίγκιπας) εκμηδενίζει στο Πουατιέ τους Γάλλους ιππότες και συλλαμβάνει το Γάλλο βασιλιά. Ωστόσο, ο γιος του τελευταίου, Κάρολος αναδιοργανώνει το στρατό και υποχρεώνει τους Άγγλους να λύσουν την πολιορκία του Ρενς. Έτσι οι 2 πλευρές διαπραγματεύονται εκ νέου το 1360 μ.Χ. και υπογράφουν συνθήκη στο Μπρετινύ. Σ’ αυτήν οι Γάλλοι δίνουν πλήρη κυριαρχία στο 1/3 των εδαφών τους στον Εδουάρδο με τον όρο να εγκαταλείψει τη διεκδίκηση του Γαλλικού θρόνου, όπως και κάθε ιδέα κυριαρχίας σε εδάφη εκτός αυτών που προέβλεπε η συνθήκη.
· Η ειρήνη ανακουφίζει κυρίως τη Γαλλική ύπαιθρο, που εκτός από τις επιδρομές και τις λεηλασίες του Αγγλικού στρατού είχε να αντιμετωπίσει και το πλιατσικολόγημα ένοπλων συμμοριών που έγιναν γνωστές με το όνομαroutiers (ρουτιέρηδες) και τα μέλη τους μπορεί να ήταν Γενουάτες, Καστιλλιάνοι ή ακόμα και Γάλλοι. Έτσι οι αγροί παρέμειναν ακαλλιέργητοι, οι τιμές των τροφίμων έφτασαν στα ύψη, η ύπαιθρος ερημώθηκε από τον πόλεμο, την πείνα και το Μαύρο Θάνατο.
· Την σύλληψη του Γάλλου βασιλιά στο Πουατιέ, ακολουθούν εξεγέρσεις σε πόλεις και ύπαιθρο. Στην ύπαιθρο η εξέγερση έμεινε γνωστή ως Ζακερύ και υπήρξαν επιδρομές σε πύργους και δολοφονίες ακόμα και μωρών λόγω της καταπίεσης αιώνων. Το 1358 μ.Χ. η εξέγερση καταπνίγεται από ευγενείς και πρίγκιπες με φοβερή ωμότητα και αγριότητα.
· Το 1.360 μ.Χ. ο Ιωάννης Β' απελευθερώνεται με την καταβολή λύτρων και την αποστολή τριών γιων του στο Λονδίνο ως όμηροι. Όταν όμως ένας από τους γιους του δραπέτευσε, ο Ιωάννης Β' με μια ιπποτική χειρονομία επιστρέφει στην Αγγλία όπου και πέθανε το 1364 μ.Χ.
· Τον διαδέχεται ο Κάρολος Ε', που με δραστήρια διπλωματική εκστρατεία διαλύει τις συμμαχίες της Αγγλίας και κερδίζει την υποστήριξη του κόμη της Φλάνδρας και του Γερμανού Αυτοκράτορα.
· Το 1369 μ.Χ. οι εχθροπραξίες επαναλαμβάνονται, αλλά η Γαλλία έχει ανακάμψει οικονομικά και στρατιωτικά. Επίσης διαθέτει έναν αξιόλογο όσο και σκληρό στρατάρχη, τον Μπερτράν ντυ Γκεκλέν. Αυτός νικά τον Αγγλικό στρατό και το 1.370 μ.Χ. εισβάλει στο Ποντβαλαίν.
· Το 1372 μ.Χ. Καστιλλιάνικος και Γαλλικός στόλος καταστρέφει τον Αγγλικό έξω από το Λαβασέλ. Ο Κάρολος με την υποστήριξη των ευγενών ανακαταλαμβάνει όλα τα εδάφη που είχαν παραχωρηθεί στην Αγγλία με τη συνθήκη του Μπρετινύ.
· Παράλληλα στην Αγγλία οι εμπορικές συναλλαγές σχεδόν καταστρέφονται και ο λαός υποφέρει. Το Αγγλικό κοινοβούλιο αποτελούνταν από 2 ομάδες:
α) Τους Λόρδους που αριθμούν γύρω στους 100 δούκες, κόμητες κι άλλους ανώτερους ευγενείς, επίσκοπους, αββάδες.
β) Τις Κοινότητες που τις αποτελούν ιππότες και αστοί, εξέχοντες πολίτες των κύριων πόλεων και αριθμούν γύρω στους 250.
Το 1376 μ.Χ. στη σύγκλιση του κοινοβουλίου, οι εξοργισμένες κοινότητες επιβάλουν τα αιτήματά τους και αυξάνουν έτσι το κύρος τους. Έκτοτε στο κοινοβούλιο θεσπίζονταν οι νόμοι και διευθύνονταν οι μεγάλες κρατικές υποθέσεις
· Το 1371 μ.Χ. πεθαίνει ο Μαύρος Πρίγκιπας και το 1337 μ.Χ. πεθαίνει ο Εδουάρδος, τον διαδέχεται ο εγγονός του Ριχάρδος.
· Το 1381 μ.Χ. στην Αγγλία εκδηλώνεται λαϊκή εξέγερση, που ξεκίνησε από τις κομητείες του Έσσεξ και του Ρένκεντ. Σ’ αυτήν οι αγρότες και οι φτωχοί βαδίζουν προς το Λονδίνο με αφορμή την επιβολή καινούριου κεφαλικού φόρου, ενώ ζητούν να τερματιστεί η δουλοπαροικία. Όταν ο πιο παράφορος ηγέτης τους Γουότ Τάιλερ δολοφονείται από το δήμαρχο του Λονδίνου η εξέγερση καταπνίγεται.
· Στα τέλη της δεκαετίας του 1370 μ.Χ. ο Φίλιππος βαν Αμπεβέλντε ξεσηκώνει τη Φλάνδρα και αποβλέπει στη δημιουργία κοινότητας με ισότιμα μέλη. Όμως το 1382 μ.Χ. οι εξεγερμένοι ηττώνται απ’ το Γαλλικό στρατό στην Φλαμανδική πόλη Ρουζμπέκε και ο ηγέτης τους σκοτώνεται.
· Το 1380 μ.Χ. στο θρόνο της Γαλλίας ανέρχεται ο ανήλικος Κάρολος ΣΤ'. Το 1384 μ.Χ. ξεκινούν στο Πέλεγκεν διαπραγματεύσεις ειρήνης που συνεχίζονταν για μια δεκαετία χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία.
· Το 1395 μ.Χ. οι 2 πλευρές αναγνωρίζουν την ανάγκη επίτευξης ανακωχής και προσπαθούν να τη διασφαλίσουν με διπλωματικό συνοικέσιο, μεταξύ Ριχάρδου Β' και της κόρης του Κάρολου Στ'. Έτσι το 1396 μ.Χ. λαμβάνει χώρα στο Καλαί τελετή συμφιλίωσης.
· Ωστόσο, ο σφετεριστής του Αγγλικού θρόνου Ερρίκος Δ', υποχρεώνει το Ριχάρδο σε παραίτηση, ενώ στη Γαλλία υπάρχει κενό εξουσίας λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων του Φίλιππου και ξεσπά εμφύλιος πόλεμος, ανάμεσα στους δούκες της Βουργουνδίας και Ορλεάνης.
· Έτσι το 1415 μ.Χ. ο Ερρίκος εισβάλει εκ νέου στη Γαλλία και νικά το Γαλλικό στρατό στο Αζενκούρ.
· Το 1420 μ.Χ. με τη βοήθεια του δούκα της Βουργουνδίας καταλαμβάνει το Παρίσι. Αλλά οι Γάλλοι εμπνεόμενοι από τον πατριωτισμό της Ζαν Ντ’ Αρκ και χάρη στις εφευρέσεις του οπλουργού Ζαν Μπυρώ αντεπιτίθενται και ανακτούν ακόμα και τη Γασκωνία.
· Το 1422 μ.Χ. υπογράφεται συνθήκη ειρήνης, ωστόσο οι Άγγλοι δεν παραιτήθηκαν επίσημα απ’ τις διεκδικήσεις τους, και οι βασιλείς τους αποκαλούνταν ως το 1815 μ.Χ. Άγγλοι βασιλείς της Γαλλίας.
· Όμως στο τέλος του 15ου αιώνα η παλιά φεουδαλική φιλονικία, έπαψε να αποτελεί θέμα γενικού πολέμου. Ο Εκατονταετής Πόλεμος σφυρηλάτησε στα 2 βασίλεια την έννοια του έθνους.
ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Κατά την πρώτη περίοδο των πολεμικών συγκρούσεων οι Άγγλοι σημείωσαν μεγάλες νίκες. Κατέλαβαν το ένα τέταρτο του Γαλλικού εδάφους και ο βασιλιάς της Γαλλίας Ιωάννης Β' (1350 - 1364) νικήθηκε από τον Μαύρο Πρίγκιπα (τον Εδουάρδο, γιο του βασιλιά της Αγγλίας) στο Πουατιέ (1356), αιχμαλωτίστηκε και αναγκάστηκε να υπογράψει την ταπεινωτική ειρήνη του Μπρετινί το 1360. Στη στρατιωτική καταστροφή προστέθηκαν επιδημίες, επαναστάσεις χωρικών και εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στις μεγάλες Γαλλικές φεουδαρχικές οικογένειες, που είχαν διαιρεθεί σε δύο παρατάξεις με επικεφαλής τους κόμητες του Αρμανιάκ και τους δούκες της Βουργουνδίας (οι τελευταίοι ήταν σύμμαχοι των Άγγλων).
Η κατάσταση της Γαλλίας, που βελτιώθηκε αρκετά στα χρόνια της βασιλείας του Καρόλου Ε' (1364 - 1380), οπότε οι Άγγλοι περιορίστηκαν στην κατοχή λίγων αλλά σπουδαίων γαλλικών λιμανιών, επιδεινώθηκε πάλι κατά τη βασιλεία του Καρόλου ΣΤ', του παράφρονα βασιλιά (1380 - 1422). Οι Γάλλοι νικήθηκαν στο Αζενκούρ (1415) και όχι μόνο δοκίμασαν πάλι την εχθρική εισβολή, αλλά με τη συνθήκη του Τρουά (1420) δέχτηκαν να περιέλθει το στέμμα της Γαλλίας, μετά τον θάνατο του Καρόλου ΣΤ', στον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Ε' (1413 - 1422).
Ωστόσο, η εφαρμογή της συνθήκης δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί ο Ερρίκος Ε' πέθανε πριν από τον Κάρολο ΣΤ', αφήνοντας κληρονόμο ένα παιδί λίγων μηνών (τον Ερρίκο ΣΤ'), γεγονός που προκάλεσε στην Αγγλία μια μακρά και φθοροποιό κρίση, ενώ στη Γαλλία η μεσολάβηση της Ζαν ντ’ Αρκ έφερε σύντομα στον θρόνο τον Κάρολο Ζ' (1422 - 1461), γιο του Καρόλου ΣΤ’ (κατάληψη της Ορλεάνης, - 1428 στέψη του Καρόλου στη Ρενς, - 1429 είσοδος του βασιλιά στο Παρίσι, 1436). Ο πόλεμος τελείωσε το 1453 χωρίς συνθήκη ειρήνης. Η Γαλλία ελευθερώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τους Άγγλους, που κράτησαν μόνο το Καλέ, και το γόητρο της μοναρχίας ενισχύθηκε σημαντικά.
Ο Εκατονταετής Πόλεμος κατανέμεται σε τέσσερις περιόδους:
- 1337 - 1360 (Αρχή του πολέμου, Αγγλικές εκστρατείες του Εδουάρδου Γ' και του Μαύρου Πρίγκιπα).
- 1364 - 1380 (Γαλλική αντεπίθεση με τον Κάρολο Ε', πόλεμος στην Καστίλλη).
- 1381 - 1428 (Αγγλική αντεπίθεση με τον Ερρίκο Ε', συμμαχία των Άγγλων με το ατίθασο Δουκάτο της Βουργουνδίας).
- 1429 - 1453 (Δεύτερη Γαλλική αντεπίθεση με τον Κάρολο Ζ', τελική ήττα της Αγγλίας και λήξη του πολέμου).
Αντ' αυτών διέθεταν μισθοφόρους και σχεδόν ατάκτους με λίγο εξοπλισμό και εκπαίδευση μη μπορώντας όμως να αντιμετωπίσουν τον περισσότερο οργανωμένο και εξοπλισμένο με τελειοποιημένα μέσα της εποχής στρατό των Άγγλων, με αποτέλεσμα να υποφέρουν βαριές ήττες (Κρεσύ 1346, Πουατιέ 1356, Αζενκούρ 1415) ενώ είχαν σχεδόν πάντα αριθμητικό πλεονέκτημα. Όταν, όμως, άρχισε να συμμετέχει και ο Γαλλικός λαός, τότε και με τη παρέλευση του χρόνου ο πόλεμος είχε ξεφύγει της απλής διαμάχης διαδοχής και είχε μετατραπεί σε προσπάθεια κατάκτησης ηπειρωτικού Ευρωπαϊκού εδάφους εκ μέρους των Άγγλων.
Εκτός απ' την Αγγλία και τη Γαλλία, στη δίνη του πολέμου βρέθηκαν κατά καιρούς και άλλα κρατίδια της εποχής, όπως η Βουργουνδία, η Βρετάνη, η Φλάνδρα, η Καστίλλη και η Πορτογαλία.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥ
Στις 17 Ιουλίου του 1453 τα Γαλλικά στρατεύματα κατατροπώνουν τον Αγγλικό στρατό στη μάχη στο Κοτιγιόν. Με τη μάχη αυτή τελειώνει ουσιαστικά ο «Εκατονταετής πόλεμος». Η τυπική λήξη του έρχεται στις 19 Οκτώβριο του 1453 με τη συνθηκολόγηση των Άγγλων στο Μπορντό. Κύριες αιτίες του πολέμου, ήταν η επιδίωξη της Γαλλίας να εκδιώξει τους Άγγλους από την Ακουιτανία, αλλά και η επιδίωξη της Αγγλίας να καταργήσει την υποτέλεια της Γουιένης από τη Γαλλία και να πετύχει την επιστροφή της Νορμανδίας, του Ανζού και άλλων περιοχών. Και τα δύο κράτη επιδίωκαν την κυριαρχία στην πλούσια περιοχή της Φλάνδρας.
Το φθινόπωρο του 1337 άρχισε η Αγγλική επίθεση στην Πικαρδία. Στην πρώτη φάση του πολέμου τα αγγλικά στρατεύματα δε συνάντησαν μεγάλη αντίσταση. Το 1356 ο Γαλλικός στρατός υπέστη πανωλεθρία στη μάχη του Πουατιέ, όπου συνελήφθη από τους Άγγλους και ο βασιλιάς της Γαλλίας Ιωάννης Β'. Στο διάστημα 1348 - 1349 η επιδημία της πανώλης είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του 1/3 του πληθυσμού της Γαλλίας. Η στρατιωτική ήττα, η οικονομική καταστροφή και η αύξηση της φορολογίας οδήγησαν στην εξέγερση του Παρισινού λαού και των Γάλλων χωρικών. Η Γαλλική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να υπογράψει, το 1360, την επαχθή Συνθήκη ανακωχής του Μπρετινί.
Κατά τη διάρκεια της ανακωχής ανασυγκροτήθηκε ο Γαλλικός στρατός και είχε τις πρώτες του επιτυχίες. Ωστόσο, με νέα επίθεση τα στρατεύματα της Αγγλίας πετυχαίνουν συντριπτική νίκη και υποχρεώνουν τη Γαλλική κυβέρνηση σε συνθηκολόγηση και μια ταπεινωτική συμφωνία το 1420. Οι Άγγλοι προχώρησαν σε λεηλασίες και κάθε είδους ακρότητες εις βάρος των Γάλλων αγροτών. Σε λίγο άρχισε το αντάρτικο κατά των κατακτητών. Επικεφαλής των εξεγερμένων ήταν η Ζαν ντ' Αρκ και η εξέγερση στρεφόταν τόσο κατά των Άγγλων κατακτητών, όσο και κατά των ντόπιων φεουδαρχών.
Από το 1429 η κατάσταση αλλάζει άρδην και ο γαλλικός στρατός πετυχαίνει συνεχείς νίκες και συντριπτικά πλήγματα κατά των Άγγλων. Η επικράτηση της Γαλλίας ολοκληρώθηκε το 1453. Ο «Εκατονταετής πόλεμος» στοίχισε πολλές θυσίες στο Γαλλικό λαό, προξένησε ζημιές στην οικονομία της χώρας, καθυστέρησε εν μέρει τη διαδικασία της συγκέντρωσης του Γαλλικού κράτους, όμως στο τελευταίο στάδιο συνέβαλε στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης. Στην Αγγλία αυτός ο πόλεμος εδραίωσε προσωρινά την πολιτική επιρροή της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και των ιπποτών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Tο φεουδαλικό σύστημα της Ευρώπης χαρακτηρίζονταν από σύνθετους έως και πολύπλοκους θεσμούς ιεραρχίας και υποτέλειας. Έτσι, ενώ ο Άγγλος μονάρχης όφειλε θεωρητικά υποτέλεια στον ομόλογό του στη Γαλλία, λόγω των εδαφών που ο πρώτος κατείχε στην επικράτεια του δεύτερου, ταυτόχρονα άλλοι δεσμοί (όπως για παράδειγμα αυτός του αίματος), επέτρεπαν στον πρώτο να αξιώνει τη διεκδίκηση και του Γαλλικού στέμματος. Ένα τέτοιο περίπου πλαίσιο, αποτέλεσε την αφορμή για την έναρξη ενός από τους πιο μακρόχρονους πολέμους στην Ευρώπη, μεταξύ δύο από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της εποχής, στην δυτικοευρωπαϊκή επικράτεια.
Στην πραγματικότητα, αν και το φεουδαρχικό σύστημα, είχε αρκετές ομοιότητες σε Γαλλία και Αγγλία, είχε και ουσιαστικές διαφορές. Για παράδειγμα, οι Γάλλοι αριστοκράτες και ιδιοκτήτες γης είχαν αυξημένη δύναμη και μικρότερη διάθεση αφοσίωσης προς την κεντρική εξουσία, συγκριτικά με του Άγγλους ομολόγους τους. Η σύγκρουση λοιπόν που έμεινε στην ιστορία με το όνομα εκατονταετής πόλεμος, διεξάχθηκε κυρίως στο Γαλλικό έδαφος και λιγότερο στη θάλασσα και κατά τη διάρκειά του υπήρξαν κάποιοι περίοδοι ανάπαυλας.
Όπως αυτή που συνοδεύτηκε από την τρομακτική εξάπλωση της πανδημίας της πανώλης, η οποία σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς οδήγησε στο θάνατο σχεδόν το ένα τρίτο του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Ένα από τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου πολέμου, υπήρξε το γεγονός πως οι συγκρούσεις δεν περιορίζονταν μεταξύ των στρατών, αλλά τραγικά θύματα υπήρξαν οι άμαχοι της Γαλλικής υπαίθρου. Η τελευταία, σχεδόν ερημώθηκε από το συνδυασμό του Μαύρου θανάτου και των ληστρικών επιδρομών. Γεγονός που είχε αντανάκλαση στην έλλειψη τροφίμων και στην αλματώδη αύξηση της τιμής τους.
Ένα ακόμα γεγονός που χρήζει επισήμανσης, υπήρξε η εκδήλωση σφοδρών εξεγέρσεων και στις δύο χώρες, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν αμείλικτα και πνίγηκαν στο αίμα. Στο πεδίο των μαχών, η Αγγλία έδειχνε να επικρατεί τις πρώτες δεκαετίες του πολέμου, όμως η γαλλική αντεπίθεση από το 1420 επανέφερε τους συσχετισμούς στο πεδίο κατάκτησης εδαφών στα προ της σύρραξης επίπεδα. Ωστόσο, ο πόλεμος με αφετηρία το 1337 και τέλος το 1422, μεγαλύτερο αντίκτυπο είχε στο εσωτερικό των δύο πλευρών.
Αυτό ήταν η ενδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας των μοναρχών, εις βάρος των αποσχιστικών τάσεων τοπικών φεουδαρχών ηγεμόνων και η σφυρηλάτηση μιας πιο ομογενοποιημένης ταυτότητας στους δύο λαούς, που σηματοδότησε τις απαρχές της συγκρότησης του Έθνους Κράτους.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΣΤΙΓΙΟΝ (17 ΙΟΥΛΙΟΥ 1453)
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Στις 17 Οκτωβρίου 1452 ο βετεράνος Αγγλος ιππότης Τζων Τάλμποτ επικεφαλής μιας δύναμης 3.000 ανδρών αποβιβάστηκε στην πόλη Μέντοκ του Δουκάτου της Ακουιτανίας. Ο Τάλμποτ είχε σταλεί από τον βασιλιά του Ερρίκο ΣΤ' για να ανακτήσει την πρωτεύουσα του Δουκάτου του, Μπορντώ, από τους Γάλλους, που βρισκόταν στα χέρια τους από το 1451. Το Δουκάτο αυτό υπήρξε επί πολλά χρόνια το "μήλον της έριδος" μεταξύ των δύο βασιλείων. Η περιοχή αυτή ενώ βρισκόταν στη Γαλλία, ανήκε στο Αγγλικό βασίλειο λόγω του γάμου μεταξύ του Ερρίκου Β', διαδόχου του Αγγλικού θρόνου και δούκα της Νορμανδίας, και της Ελεωνόρας της Ακουιτανίας το 1152.
Με τους πλούσιους αμπελώνες και τα σημαντικά λιμάνια του, που το καθιστούσαν σημαντικότατο εμπορικό κόμβο της εποχής του, αποτελούσε μια πρώτης τάξης πλουτοπαραγωγική πηγή η οποία απέφερε πολλά έσοδα στον κάτοχό της. Για την Αγγλία μερικές χρονιές τα φορολογικά έσοδα από το Δουκάτο αυτό μόνο ήταν περισσότερα από όσα συγκεντρώνονταν από ολόκληρη την Αγγλία. Το 1200 ο γιος του Ερρίκου Ιωάννης κληρονόμησε το Δουκάτο της Ακουιτανίας υπό την προϋπόθεση ότι θα το αναγνώριζε ως φέουδο του Γάλλου βασιλιά, Φίλιππου Αυγούστου.
Το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε αντιδράσεις στην Αγγλία μεταξύ του βασιλιά Ιωάννη και των αριστοκρατών που είχαν κτήσεις στην Ακουιτανία και ένιωθαν ότι θίγονταν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Οι διενέξεις δεν άργησαν να γενικευτούν με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του βασιλιά και των αριστοκρατών. Οι Γάλλοι ήθελαν με αυτό τον τρόπο να μεταφέρουν την ένταση στο εσωτερικό της Αγγλίας. Η Σκωτία, που επιζητούσε επί αιώνες την αυτονομία της από τους Αγγλους, αποτελούσε το μόνιμο αγκάθι στα νώτα της Αγγλίας. Ετσι ήταν ένας πολύτιμος σύμμαχος και «εργαλείο» που θα δημιουργούσε κλυδωνισμούς στον αγγλικό θρόνο.
Με χρήματα και στρατιωτική υποστήριξη από τη Γαλλία οι Σκωτσέζοι κατάφεραν στις αρχές του 14ου αιώνα με επικεφαλής τον Ρόμπερτ Μπρους να ανακτήσουν το σύνολο της Σκωτίας από τους Άγγλους. Οι τελευταίοι βρέθηκαν σε πολιτικο-οικονομικό αδιέξοδο. Από τη μία βρίσκονταν σε πόλεμο με τους σκληροτράχηλους Σκωτσέζους στα βόρεια σύνορά τους και από την άλλη στο εσωτερικό της χώρας ξεσπούσαν αναταραχές. Η μόνη λύση που θα εξομάλυνε κάπως τα πράγματα ήταν τα αντίποινα εναντίον των Γάλλων. Οι Άγγλοι αναζήτησαν συμμάχους και τους βρήκαν στην περιοχή της Φλάνδρας (σημερινό Βέλγιο).
Οι Φλαμανδοί ήταν φιλικά προσκείμενοι απέναντί τους. Από αυτούς προμηθεύονταν μαλλί το οποίο επεξεργάζονταν για να δημιουργήσουν ενδύματα. Η Φλάνδρα την εποχή εκείνη ήταν ο βασικός παραγωγός ενδυμάτων στην ηπειρωτική Ευρώπη. Προκειμένου να μη κλονιστούν οικονομικά υποστηρίζοντας τους Γάλλους οι Φλαμανδοί αποφάσισαν να στηρίξουν τους Άγγλους σε αυτή τη διένεξη. Η συμμαχία μεταξύ της Γαλλίας και Σκωτίας εναντίον του Αγγλικού θρόνου και η συμμαχία της Αγγλίας με τη Φλάνδρα είχαν ως στόχο την εμπορική κυριαρχία στη θαλάσσια περιοχή της Μάγχης και στον Ατλαντικό, στα δυτικά παράλια της Γαλλίας (Ακουιτανία).
Η Γαλλία ήθελε να εκμεταλλεύεται αυτούς τους πλούσιους εμπορικούς δρόμους προς όφελός της. Η εμπορική ισχύς της Αγγλίας από την άλλη πλευρά στηριζόταν σε αυτές τις περιοχές (Φλάνδρα - Ακουιτανία). Έπρεπε λοιπόν αυτή η ισχύς να συνεχίσει να υφίσταται με οποιοδήποτε κόστος, ακόμα και με πόλεμο. Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί. Το 1328 ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Δ', και αδελφός της Ισαβέλλας, μητέρας του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ', πέθανε άκληρος. Ο Εδουάρδος τότε διεκδίκησε μέσω της μητέρας του τον θρόνο της Γαλλίας ισχυριζόμενος ότι αυτός ήταν ο νόμιμος διάδοχος.
Η Γαλλική αριστοκρατία όμως επανέφερε στο προσκήνιο τον Σαλικό Νόμο (Salic Law), που δεν προέβλεπε δυνατότητα ανόδου, στο ύπατο αξίωμα, για τις γυναίκες, ούτε για τους διαδόχους τους. Έτσι το αίτημα της Ισαβέλλας δεν έγινε αποδεκτό και τον Κάρολο Δ' τον διαδέχθηκε στον θρόνο της Γαλλίας ο Φίλιππος ΣΤ' των Βαλουά, παραγκωνίζοντας τον Εδουάρδο. Ο πόλεμος ξεκίνησε τυπικά στις 24 Μαΐου 1337, με μια επιστολή που έστειλε ο Εδουάρδος Γ' στον Φίλιππο. Σε αυτή του παρουσίαζε τις διεκδικήσεις του για τον θρόνο της Γαλλίας και του κήρυσσε τον πόλεμο. Στην πρώτη φάση της σύγκρουσης οι νέες πολεμικές τακτικές των Άγγλων υπερίσχυσαν έναντι των σιδηρόφρακτων ιπποτών της Γαλλίας.
Οι Άγγλοι τοξότες με τη συγκέντρωση και τον όγκο των βελών τους αντιμετώπιζαν αποτελεσματικά τις επελάσεις των Γάλλων ιπποτών. Οι μάχες στο Κρεσύ το 1346 και στο Πουατιέ το 1356 είναι τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα εφαρμογής των νέων τακτικών. Εκεί οι υστερούντες αριθμητικά Άγγλοι κατάφεραν να εκμηδενίσουν με τους τοξότες τους τους Γάλλους ιππότες, που μάταια προσπαθούσαν να τους προσεγγίσουν για να τους πολεμήσουν σε μάχη σώμα με σώμα. Με αυτές τους τις νίκες κατέκτησαν το ΒΔ τμήμα της Γαλλίας και σταθεροποίησαν τις εκεί κτήσεις τους.
Στις αρχές του 15ου αιώνα, συγκεκριμένα το 1415, οι Άγγλοι υπό την καθοδήγηση του χαρισματικού βασιλιά τους Ερρίκου Ε' πέτυχαν την πιο περιφανή νίκη τους εναντίον των Γάλλων. Ταλαιπωρούμενοι από μια επιδημία δυσεντερίας που σκότωσε πολλούς και όντες κατώτεροι αριθμητικά από τους Γάλλους που τους κατεδίωκαν, πέτυχαν αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο. Με μια συνδυασμένη επίθεση των τοξοτών και του βαρέος πεζικού τους κατατρόπωσαν τα επελαύνοντα κύματα των Γάλλων ιπποτών στο Αζινκούρ. Οι απώλειες των τελευταίων ήταν τρομακτικές. Το άνθος της Γαλλικής ιπποσύνης κατακερματίστηκε από τα Αγγλικά βέλη.
Μετά από αυτή την επιτυχία ο Ερρίκος στέφθηκε βασιλιάς και της Γαλλίας και όλα έδειχναν ότι ο πόλεμος έβαινε προς το τέλος του με νίκη των Άγγλων. Όμως τον Αύγουστο του 1422 ο θάνατος του Ερρίκου επανέφερε την αστάθεια στις σχέσεις των δύο χωρών. Οι Αγγλοι, αφού είχαν μοιραστεί τη χώρα με τους Βουργουνδούς, αποφάσισαν να επεκτείνουν τις κτήσεις τους στη μόνη ελεγχόμενη από τους Γάλλους περιοχή, κάτω από τον ποταμό Λουάρ. Το 1428 ξεκίνησαν μια μεγάλη εκστρατεία για να καταλάβουν την πόλη της Ορλεάνης και να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της χώρας. Αυτή η περιοχή ήταν το τελευταίο οχυρό του Γάλλου δελφίνου Καρόλου Ζ'. Ενώ όλα φαίνονταν χαμένα, ένα «θαύμα» άλλαξε τη ροή του πολέμου.
Μια μικρή χωριατοπούλα από το χωριό Σαίν Ντενί, η Ιωάννα της Λωραίνης (Jean d’Arc), σηματοδότησε με την πληθωρική και καταλυτική παρουσία της την τελική φάση αυτής της εμπλοκής. Με την πίστη της στο Θεό και στην πατρίδα εμφύσησε στον Κάρολο Ζ' και στους υπόλοιπους Γάλλους τον πατριωτισμό και την πίστη στη νίκη εναντίον των Άγγλων. Ο Κάρολος αναδιοργάνωσε τον στρατό του και επιχείρησε με τη βοήθεια της Ιωάννας να λύσει την πολιορκία της Ορλεάνης. Τελικά το πέτυχαν τον Μάιο του 1429 και γκρέμισαν κάθε φιλοδοξία των Άγγλων για περαιτέρω επέκταση των κτήσεών τους. Κατά τα επόμενα χρόνια οι Γάλλοι σταδιακά ανακτούσαν τα εδάφη τους απωθώντας τους Άγγλους προς τα δυτικά.
Η μία πόλη μετά την άλλη άνοιγε τις πύλες της στους Γάλλους απελευθερωτές της, με αποτέλεσμα οι Άγγλοι από εκεί που ήταν σίγουροι νικητές, πριν από λίγα χρόνια, να κινδυνεύουν να χάσουν και τα εδάφη τα οποία είχαν πριν από την έναρξη του πολέμου, τη Νορμανδία και την Ακουιτανία. Η Νορμανδία έπεσε και αυτή στα χέρια των Γάλλων κυρίως εξαιτίας της απομόνωσης των Αγγλικών φρουρών από την Αγγλία (οικονομικά προβλήματα που ταλάνιζαν τη χώρα δεν επέτρεπαν την αποστολή βοήθειας) και ενός νέου όπλου το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές αυτού του πολέμου και με την πάροδο του χρόνου έγινε αναπόσπαστο κομμάτι των Γαλλικών στρατών: του πυροβόλου.
Το 1450 οι αγγλικές φρουρές των σημαντικότερων πόλεων της Νορμανδίας, Μπαγιώ και Καέν, παραδόθηκαν, ύστερα από δύο εβδομάδες συνεχούς βομβαρδισμού, σε μια υπέρτερη αριθμητικά Γαλλική δύναμη. Το τελευταίο σημαντικό Αγγλικό οχυρό στη Νορμανδία, το Χερβούργο, έπεσε στα χέρια των Γάλλων στις 12 Αυγούστου 1450 με παρόμοιο τρόπο. Το 1451 ο αντιστράτηγος του Καρόλου κόμης του Ντουνοά εκστράτευσε επικεφαλής μιας μεγάλης δύναμης για να καταλάβει το Δουκάτο της Ακουιτανίας, ώστε να εκδιώξει τους Αγγλους από τα γαλλικά εδάφη.
Οι τελευταίοι υποστηρίζονταν από μεγάλο αριθμό Γασκόνων που βασίζονταν στον Άγγλο βασιλιά Ερρίκο ΣΤ', γιο του Ερρίκου Ε', για την προστασία των συμφερόντων τους από τις επεκτατικές βλέψεις των Γάλλων. Οι ίδιοι κρατούσαν λίγους στρατιώτες στην περιοχή και οι Γασκόνοι (ο αριθμός των οποίων μειωνόταν σημαντικά εξαιτίας της αλλαγής της ροής του πολέμου) δεν μπορούσαν να αντισταθούν στον ανανεωμένο και ορμητικό γαλλικό στρατό. Έτσι το Δουκάτο κατακτήθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η επιτυχημένη για τους Γάλλους εκστρατεία ξεκίνησε με την κατάκτηση των μικρότερων πόλεων του Δουκάτου και έληξε με την είσοδό τους στην πρωτεύουσά του, Μπορντώ, στις 30 Ιουνίου 1451.
Δυσαρεστημένη με τα νέα δεδομένα στις εμπορικές συναλλαγές, οι οποίες εμπεριείχαν νέους και βαρύτερους φόρους, η αριστοκρατία του Μπορντώ, που έβλεπε να κλονίζεται οικονομικά, έστειλε μια αντιπροσωπεία εμπόρων στο Λονδίνο. Αυτή έπεισε τον Ερρίκο ΣΤ' να στείλει στράτευμα για να τους βοηθήσει. Ο φημισμένος βετεράνος ιππότης Τζων Τάλμποτ, 64 ετών τότε, που είχε υπάρξει και αιχμάλωτος των Γάλλων επί μερικά χρόνια μετά την πολιορκία της Ορλεάνης το 1429, τέθηκε επικεφαλής 3.000 ανδρών και απέπλευσε από την Αγγλία τον Οκτώβριο του 1452 με σκοπό να ανακαταλάβει την Ακουιτανία.
Μέσα σε λίγες ημέρες το πέτυχε και στις 21 Οκτωβρίου 1452 εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη του Μπορντώ, εκδιώκοντας τη γαλλική φρουρά. Ο Κάρολος Ζ' αιφνιδιάστηκε και έτσι άφησε τον Τάλμποτ να παραμείνει εκεί, προετοιμάζοντας κατά τη διάρκεια του χειμώνα μια αντεπίθεση για το επόμενο έτος.
Ο ΑΓΓΛΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
Προκειμένου να συγκεντρώσει τον στρατό που θα ανακαταλάμβανε την περιοχή της Ακουιτανίας ο Ερρίκος ΣΤ' εφάρμοσε το σύστημα των συμβολαίων (identures) περιορισμένου χρόνου θητείας. Βάσει αυτών συντάσσονταν καταστάσεις με τα ονόματα εκείνων που θα λάμβαναν μέρος στην εκάστοτε εκστρατεία. Υπεύθυνοι για τη σύνταξη των συμβολαίων ήταν διορισμένοι από τον βασιλιά ευγενείς με μεγάλη επιρροή στον αγγλικό λαό. Η μέθοδος αυτή εφαρμοζόταν καθ' όλη τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου και είχε αποδειχθεί αποτελεσματική. Ο προκάτοχος και πατέρας του Ερρίκου ΣΤ', Ερρίκος Ε', προέβη σε μερικές αλλαγές που αποδείχθηκαν πολύ σημαντικές.
Οι στρατιώτες οι οποίοι λάμβαναν μέρος στις εκστρατείες ήταν επαγγελματίες, δηλαδή παρείχαν τις υπηρεσίες τους στον βασιλιά τους κατόπιν πληρωμής. Αυτό καθιστούσε τους στρατούς που συγκροτούντο πολύ πειθαρχημένους. Με το συγκεκριμένο μέτρο ο Ερρίκος Ε' κατάφερε να δημιουργήσει έναν σχεδόν μόνιμο στρατό, περιορισμένης διάρκειας αλλά συμπαγή και με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Όπως ήταν φυσικό, με αυτές τις αλλαγές κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου οι αγγλικοί στρατοί απαρτίζονταν όλο και λιγότερο από ευγενείς. Τα οφέλη δεν ήταν όπως στην αρχή της σύγκρουσης, διότι οι περισσότεροι από αυτούς είχαν κτήσεις στη Γαλλία και είχαν πλουτίσει από αυτές.
Μάλιστα είχαν μεταφέρει τις δραστηριότητές τους στην Αγγλία και δεν θεωρούσαν σκόπιμο να διακινδυνεύσουν πολεμώντας. Ετσι οι λίγοι συμμετέχοντες στις εκστρατείες ευγενείς ήταν και οι επικεφαλής του στρατού, όπως π.χ. στον στρατό που ξεκίνησε να ανακαταλάβει το Δουκάτο με ηγέτη τον γηραιό ιππότη Τζων Τάλμποτ. Οι υπόλοιποι στρατιώτες ήταν άνθρωποι που ζούσαν από τον πόλεμο. Είχαν εγκαταλείψει την αγροτική ζωή επειδή πολεμώντας κέρδιζαν περισσότερα. Ο στρατός αυτός αριθμητικά ήταν μικρός (3.000 άνδρες) σε σύγκριση με εκείνους που μάχονταν στη Γαλλία στις αρχές του πολέμου. Απαρτιζόταν από βαρύ πεζικό (men-at-arms) και τοξότες.
Η αναλογία μεταξύ βαρέων πεζών και τοξοτών ήταν περίπου 1:4, με αποτέλεσμα οι τοξότες να αποτελούν το 80% του συνόλου. Οι βαρείς πεζοί αποτελούσαν τη δύναμη κρούσης του στρατού κατά τη μάχη σώμα με σώμα. Η θωράκιση κάλυπτε όλο τους το σώμα καθιστώντας τους φαινομενικά απρόσβλητους από τα αγχέμαχα όπλα της εποχής (δόρατα, σπαθιά, λόγχες). Ταυτόχρονα όμως τους καθιστούσε πολύ αργούς, σχεδόν στατικούς. Έτσι όταν η μάχη έφθανε στο σημείο της σύγκρουσης από μικρή απόσταση οι πιθανότητες αποφυγής της ήταν ελάχιστες. Οι πεζοί αυτοί ήταν συνήθως οπλισμένοι με σπαθιά, αλλά στις μάχες χρησιμοποιούσαν περισσότερο ένα άλλο όπλο, την αλαβάρδα.
Επρόκειτο για έναν μεγάλου μήκους πολεμικό πέλεκυ που με τα κτυπήματά του ακρωτηρίαζε (με τη λεπίδα και το βάρος του) και στην κορυφή του είχε μια χαλύβδινη αιχμή ώστε να επιτρέπει διατρητικά κτυπήματα εναντίον θωρακίσεων και πανοπλιών, όποτε αυτό ήταν δυνατό. Οι τοξότες κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου και συγκεκριμένα το 1440, έπειτα από μια διαταγή του βασιλιά, όφειλαν να φορούν και αυτοί θωράκιση που θα τους προστάτευε κατά τη μάχη. Κράνη, μεταλλικές πλάκες για τα πόδια και χιτώνια με επένδυση από μεταλλικές πλάκες ήταν μερικά από τα αμυντικά όπλα που όφειλε να φέρει ο κάθε τοξότης.
Το κύριο όπλο του όμως, που τον καθιστούσε τον αποτελεσματικότερο πεζό της εποχής του, ήταν το μακρύ τόξο (longbow). Αυτό είχε μήκος 1,8 μ. και ήταν κατασκευασμένο από ξύλο οξιάς. Η εμβέλειά του στα χέρια ενός έμπειρου τοξότη ήταν 365 μέτρα. Αυτό σήμαινε πως τις περισσότερες φορές ο εχθρός δεν είχε την ευκαιρία ούτε καν να έλθει σε επαφή με τους αντιπάλους του για να τους πολεμήσει. Η τακτική των Άγγλων κατά τις μάχες του Εκατονταετούς Πολέμου ήταν η ίδια.
Ο εκάστοτε διοικητής επέλεγε μια τοποθεσία που θα προσέδιδε αμυντικό και συνεπώς τακτικό πλεονέκτημα στον στρατό του, π.χ έναν λόφο, και εκεί τοποθετούσε το βαρύ πεζικό του στο κέντρο, συνήθως χωρισμένο σε τρία τμήματα (εμπροσθοφυλακή, κυρίως σώμα και οπισθοφυλακή), και τους τοξότες στις πλευρές. Σκοπός του ήταν να αποδυναμώσει τους Γάλλους με έναν καταιγισμό βελών, προτού αυτοί έλθουν σε επαφή με τους τοξότες. Όταν οι Γάλλοι το επετύγχαναν αυτό, οι Άγγλοι τους κτυπούσαν με όλες τους τις δυνάμεις. Η μικρή δύναμη του Τάλμποτ ενισχύθηκε με άλλους 3.000 άνδρες, κυρίως τοξότες, υπό την ηγεσία του γιου του, λόρδου Λάιλ.
Ο Τάλμποτ βασιζόταν και στη βοήθεια άλλων 3.000 πεζών γηγενών Γασκόνων, αυξάνοντας τις πιθανότητες επιτυχίας της εκστρατείας του.
Ο ΓΑΛΛΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
Η Γαλλική μοναρχία παρόλο που στρατολογούσε με παρόμοιο σύστημα, δεν είχε αναπτύξει τη στρατιωτική υπηρεσία των συμβολαίων σε βαθμό αντίστοιχο των Άγγλων. Οι Γάλλοι προτιμούσαν να μάχονται στις περιοχές όπου διέμεναν όποτε αυτές βρίσκονταν σε κίνδυνο και έτσι δεν υπήρχε η ανάγκη εφαρμογής του συστήματος των συμβολαίων. Αρκούσε η υποχρέωση που είχε κάθε βασσάλος, βάσει του φεουδαρχικού συστήματος, να υπηρετεί τον φεουδάρχη του όποτε προέκυπτε ανάγκη.
Στα μέσα του 15ου αιώνα άρχισαν να στρατολογούνται ξένοι μισθοφόροι σε μεγαλύτερη κλίμακα, όπως π.χ. στον στρατό του Φιλίππου ΣΤ' των Βαλουά στις αρχές του πολέμου, στον οποίο συμμετείχαν οι Γενοβέζοι βαλλιστροφόροι, το καλύτερο πεζικό της εποχής τους. Στις 5 Ιανουαρίου 1445 ο Κάρολος Ζ' θέσπισε τα τακτικά πλέον συντάγματα, δημιουργώντας για πρώτη φορά έναν «εθνικό» στρατό. Στην αρχή η δύναμη αυτή ήταν μικρή, μόνο 1.500 άνδρες. Με τον καιρό όμως μεγάλωσε σε αριθμούς και ποικιλία στρατευμάτων. Εμπεριείχε εκτός από τους ιππείς, που ήταν το κύριο όπλο του Γαλλικού στρατού, πεζούς και τοξότες.
Το 1453 για την ανακατάληψη του Δουκάτου της Ακουιτανίας δημιουργήθηκαν τρεις στρατοί ώστε να κυκλώσουν την περιοχή από όλες τις κατευθύνσεις με τελικό σκοπό να κατακτήσουν την πρωτεύουσά του, Μπορντώ. Αρχηγός ήταν ένας μεγάλος Γάλλος ευγενής, ο Ζαν ντε Μπλούα, κόμης του Περιγκόρντ. Οι άλλοι δύο διοικητές ήταν ο Ζαν ντε Μπιλ και ο Ζακ ντε Σαμπάν. Οι τρεις αυτοί στρατοί διέθεταν βαρύ ιππικό, πεζικό, τοξότες και πυροβόλα. Το βαρύ ιππικό αποτελούσε την επίλεκτη μονάδα τους. Οι άνδρες του προέρχονταν κυρίως από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις διότι ήταν και οι μόνοι που μπορούσαν να συντηρούν τον οπλισμό και τα άλογά τους.
Οι άνθρωποι αυτοί επιζητούσαν κυρίως τη δόξα στο πεδίο της μάχης και όχι οικονομικά οφέλη από τον πόλεμο. Προστατεύονταν από πανοπλίες που κάλυπταν όλο το σώμα και ήταν εξοπλισμένοι με αγχέμαχα όπλα, προτιμώντας το σπαθί. Οι στρατιώτες του πεζικού και οι τοξότες αποτελούσαν συνήθως βοηθητικά τμήματα που ακολουθούσαν το βαρύ ιππικό ως εφεδρεία και λάμβαναν μέρος στις μάχες κατά τις τελευταίες κυρίως φάσεις τους, συνήθως όταν το αποτέλεσμα είχε κριθεί. Κατά τις τελευταίες φάσεις του Εκατονταετούς Πολέμου στους Γαλλικούς στρατούς είχε προστεθεί και ένα νέο επαναστατικό όπλο, που είχε συμβάλει τα μέγιστα στην αλλαγή της πορείας της σύγκρουσης υπέρ των Γάλλων.
Αυτό ήταν το πυροβόλο. Το νέο όπλο είχε αρχίσει να δοκιμάζεται από την έναρξη του πολέμου και σταδιακά επιτύγχανε όλο και σημαντικότερα αποτελέσματα. Οι Γάλλοι μετά τις καταστροφικές τους ήττες στην αρχή του πολέμου, με αποκορύφωμα την πανωλεθρία τους στη μάχη του Αζινκούρ (1415), αποφάσισαν να αλλάξουν τακτική ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης των Αγγλων. Αρχισαν να χρησιμοποιούν συστηματικά το νέο όπλο ώστε να ανακτήσουν τα χαμένα τους εδάφη από τους Άγγλους. Υπολογίζεται ότι κατά την εκστρατεία του 1453 τα γαλλικά στρατεύματα διέθεταν 300 πυροβόλα όλων των ειδών.
Αρχηγός αυτού του σώματος ήταν ο φημισμένος Γάλλος Ζαν Μπερώ, που σε συνεργασία με τον αδελφό του Γασπάρδο είχαν πετύχει την απελευθέρωση πολλών πόλεων κατά τα προηγούμενα χρόνια.
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ
Στα μέσα Ιουλίου του 1453 ο Γαλλικός Στρατός που εκινείτο από τα ανατολικά πολιόρκησε την πόλη Καστιγιόν, στον ποταμό Ντορντόν. Οι αδελφοί Μπερώ, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει και στην εκστρατεία του 1451 και γνώριζαν την περιοχή, κατάφεραν μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα με τη βοήθεια 700 Γάλλων εργατών να δημιουργήσουν ένα στρατόπεδο πάνω στην κοίτη ενός ξεροπόταμου, δίπλα από τον ποταμό Ντορντόν. Το στρατόπεδο αυτό περιείχε 300 πυροβόλα, αριθμό πολύ μεγάλο για έναν κινούμενο στρατό εισβολής.
Εκτός από τις βομβάρδες και τα πολιορκητικά πυροβόλα μερικοί άνδρες διέθεταν και φορητά όπλα χειρός, που επίσης αποτελούσαν καινοτομία στον τομέα του εξοπλισμού ενός στρατιώτη του Μεσαίωνα. Το Γαλλικό στρατόπεδο ήταν στην ουσία μια μεγάλη μονάδα πυροβολικού πολιορκίας με 8.000 άνδρες τουλάχιστον. Σε απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου από το στρατόπεδο είχαν κατασκηνώσει 1.000 Βρετόνοι βαριά θωρακισμένοι ιππείς. Η θέση του στρατοπέδου παρείχε καλά πεδία βολής για τα πυροβόλα. Ήταν επίσης εκτός του βεληνεκούς των όπλων της Καστιγιόν και έτσι δεν κρίθηκε σκόπιμο από τους Γάλλους να προσπαθήσουν να εγκατασταθούν κοντύτερα στην πόλη ή να την απομονώσουν.
Ο Μπερώ είχε επιλέξει αυτή την τοποθεσία για να μπορέσει να αναχαιτίσει πιθανή προσπάθεια λύσης της πολιορκίας από μία εξωτερική δύναμη που θα έσπευδε σε βοήθεια των Άγγλων. Ο Ζαν ντε Μπλουά είχε στείλει επίσης 1.000 τοξότες, υπό την αρχηγία του Ιωακείμ Ρουάλτ, ως προφυλακή στον λόφο του Σεν Λωράν (βόρεια της Καστιγιόν) εναντίον οποιασδήποτε απόπειρας προσέγγισης της πόλης από Άγγλους που θα έφθαναν από το Μπορντώ.
Η ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ
Ο Τάλμποτ θα μπορούσε να περιμένει τους Γάλλους να πλησιάσουν περισσότερο στο Μπορντώ ώστε να τους αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα, όμως πείσθηκε από τους συμβούλους του να εκστρατεύσει στην Καστιγιόν για να λύσει την πολιορκία. Αναχώρησε από το Μπορντώ στις 16 Ιουλίου. Η συνολική δύναμη στην πόλη ήταν τουλάχιστον 6.000 άνδρες, ενώ άλλοι 3.000 Γασκόνοι έρχονταν σε βοήθειά του. Αφού έφθασε στην πόλη του Λιβούρνου στον ποταμό Ντορντόν το σούρουπο και μετά από πορεία 25 χιλιομέτρων, η προκεχωρημένη δύναμη του Τάλμποτ, που απαρτιζόταν από 500 έφιππους men-at-arms και 800 τοξότες.
Βαδίζοντας το βράδυ και με επικεφαλής τον ίδιο πέρασε μέσα από την πόλη του Σεν Εμιλιόν. Το χάραμα της 17ης Ιουλίου η δύναμη αυτή επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον λόφο του Σεν Λωράν σκοτώνοντας τους περισσότερους από τους Γάλλους τοξότες και αφήνοντας τους εναπομείναντες να ειδοποιήσουν τους πολιορκητές της Καστιγιόν για τον ερχομό τους. Επειτα από αυτή τη σύντομη σύγκρουση ο Τάλμποτ, αφού ενημερώθηκε για το στρατόπεδο των Γάλλων, έστειλε τον ιππότη Τόμας Εβρινγχαμ να το εξετάσει και αποφάσισε να αναπαύσει τους άνδρες του μετά την εξαντλητική τους πορεία.
Κάποια στιγμή ένας αγγελιαφόρος από την Καστιγιόν βγήκε από την πόλη με κίνδυνο της ζωής του για να πει στον Τάλμποτ ότι οι Γάλλοι υποχωρούσαν. Όμως αυτό που είχαν δει οι κάτοικοι της Καστιγιόν και είχαν μεταβιβάσει στον αγγελιαφόρο ήταν στην ουσία ένα σύννεφο σκόνης το οποίο προκλήθηκε από άλογα που έδιωχναν οι Γάλλοι από το στρατόπεδο επειδή αυτά ήταν υπεράριθμα. Πιστός στο ένστικτό του, που δεν τον είχε προδώσει ποτέ, ο Τάλμποτ αποφάσισε να επιτεθεί αμέσως. Αναγνώρισε αυτή την κίνησή τους ως μια μοναδική ευκαιρία να τους καταστρέψει και να απελευθερώσει την Καστιγιόν.
Έπειτα, χωρίς αντίπαλο, θα ενεργούσε όπως οι προκάτοχοί του το 1451, αποκαθιστώντας την εξουσία των Άγγλων στο Δουκάτο της Ακουιτανίας. Προτίμησε να επιτεθεί με τις δυνάμεις που είχε εκείνη τη στιγμή, χωρίς να περιμένει το κύριο και μεγαλύτερο σώμα του στρατού του που ερχόταν από το Μπορντώ. Αυτή η κίνηση αποδείχθηκε βεβιασμένη διότι χρησιμοποίησε τμήματα τελείως ανεπαρκή για να πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό, τη λύση της πολιορκίας. Παρόλο που χρησιμοποίησε το Αγγλικό σύστημα στρατολόγησης, ο Τάλμποτ δεν αξιολόγησε σωστά την επιτυχία των Γάλλων στην απελευθέρωση άλλων πόλεών τους, με τη χρήση των πυροβόλων τους.
Επέλεξε τακτικές στηριζόμενος σε συμπεράσματα από παλαιότερες συγκρούσεις. Μοναδική ίσως εναλλακτική λύση του Τάλμποτ ήταν να επιτεθεί προς το σούρουπο με ελαφρά εξοπλισμένους άνδρες σε χαλαρή διάταξη για να ελαχιστοποιήσει τις απώλειές του από τα συγκεντρωτικά πυρά των εχθρών του, που λόγω περιορισμένης ορατότητας δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να είναι αποτελεσματικά. Έτσι η μάχη είχε χαθεί πριν ξεκινήσει. Τα πυροβόλα εκείνης της εποχής ήταν πρωτόγονα, τα συστήματα σκόπευσής τους ανύπαρκτα και η επιτυχία των βολών τους εξαρτάτο αποκλειστικά από την ικανότητα των χειριστών τους.
Όμως οι βολές εναντίον εχθρικών μονάδων που συνωστίζονταν στο πεδίο της μάχης ήταν εύκολο έργο ακόμα και γι' αυτά τα όπλα. Οι Γάλλοι αξιοποίησαν τα διδάγματα των ηττών τους στο Κρεσύ, στο Πουατιέ και στο Αζινκούρ και επέβαλαν ουσιαστικά στους Αγγλους να επιτεθούν όπως εκείνοι το είχαν πράξει παλαιότερα, απέναντι σε ισχυρά οργανωμένη τοποθεσία άμυνας.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ
Ο Τάλμποτ διέσχισε με τους στρατιώτες του τον παραπόταμο του Ντορντόν Λιντουάρ, 800 περίπου μέτρα δυτικά από το γαλλικό στρατόπεδο. Οι Άγγλοι δεν προωθήθηκαν προς τους Γάλλους αμέσως από τα δυτικά αλλά προτίμησαν να τους προσβάλουν από τα νότια, στην κύρια γραμμή των οχυρώσεών τους. Όπως προσέγγιζε τους Γάλλους είναι πιθανό ο βετεράνος Τάλμποτ να εκτίμησε λανθασμένα την κατάσταση που του περιέγραψε ο Γασκόνος αγγελιαφόρος. Τίποτα από την πολυετή εμπειρία του δεν μπορούσε να τον βοηθήσει να προβλέψει τον κίνδυνο μιας μετωπικής επίθεσης εναντίον μιας καλά οχυρωμένης θέσης με πυροβόλα όπλα. Αυτή τη φορά ήταν ο Τάλμποτ εκείνος που είχε αιφνιδιαστεί.
Οι Γάλλοι χειριστές των πυροβόλων τον περίμεναν εκεί ακριβώς όπου εκείνος σκόπευε να επιτεθεί. Μόνος τρόπος διάρρηξης ισχυρής αμυντικής τοποθεσίας εκείνη την εποχή ήταν η πλευροκόπησή της και η επίθεση από πολύ μικρή απόσταση σε μάχη εκ του συστάδην. Όμως ακόμα και πριν από τη μάχη ο Αγγλικός στρατός ήταν καταδικασμένος διότι η επιλογή των μονάδων του έγινε λανθασμένα. Αντί να επιλεγούν ελαφρά οπλισμένοι ιππείς και πεζοί, επιλέχθηκαν τοξότες και βαριά οπλισμένοι πεζοί, δηλαδή άνδρες με μικρότερη ακτίνα δράσης, λιγότερο οπλισμό και μειωμένη αποτελεσματικότητα έναντι του αντιπάλου.
Ο Τάλμποτ διέταξε τους στρατιώτες του να αφιππεύσουν, ενώ εκείνος παρέμεινε επάνω στο άλογό του. Οι Άγγλοι και οι λιγοστοί Γασκόνοι που μόλις είχαν καταφθάσει επιτέθηκαν στο Γαλλικό στρατόπεδο φωνάζοντας την πολεμική ιαχή: «Τάλμποτ! Άγιος Γεώργιος». Το θέαμα πρέπει να ήταν μοναδικό: συμπαγείς μονάδες πεζικού, κινούμενες σε ανοικτό πεδίο αργά και βασανιστικά μέσα στο καλοκαίρι του 1453 με απαστράπτουσες πανοπλίες. Οι σχηματισμοί αυτοί ως στόχοι θα έπρεπε να ήταν το όνειρο κάθε πυροβολητή του Γαλλικού στρατού.
Οι τοξότες του Αγγλικού στρατού, εκπαιδευμένοι να εκτοξεύουν από απόσταση ασφαλείας μεγάλους αριθμούς βελών χωρίς ιδιαίτερη σκόπευση, βασιζόμενοι στην ποσότητα των βλημάτων για το επιθυμητό αποτέλεσμα, θα πρέπει να πανικοβλήθηκαν όταν οι πρώτες βολές του Γαλλικού πυροβολικού προσγειώθηκαν ανάμεσά τους προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Οι Άγγλοι πρέπει να ένιωθαν όπως οι βαριά θωρακισμένοι Γάλλοι ιππείς στο Κρεσύ, που εξολοθρεύτηκαν χωρίς να δουν ποτέ το πρόσωπο του εχθρού. Οι Άγγλοι και οι Γασκόνοι που κατόρθωσαν να επιβιώσουν από τα φονικά πυρά των πυροβόλων, πέρασαν την προστατευτική τάφρο του στρατοπέδου και ανέβηκαν στις οχυρώσεις.
Ανάμεσά τους ήταν και ο ιππότης Τόμας Έβρινγχαμ, που κρατούσε το λάβαρο του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος κατόρθωσε να τοποθετήσει το λάβαρο πάνω στις οχυρώσεις και να το κρατήσει όρθιο μέχρις ότου έπεσε νεκρός από ένα βέλος. Τα γαλλικά πυροβόλα εξαπέλυαν τα φονικά τους πυρά εναντίον των Άγγλων από πολύ μικρή απόσταση, ακρωτηριάζοντας και σκοτώνοντας πάρα πολλούς. Μάταια προσπαθούσαν οι Άγγλοι τοξότες να αναπτύξουν τις τακτικές τους εναντίον των χειριστών των πυροβόλων. Είχαν παγιδευτεί ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά τους και σκοτώνονταν κατά δεκάδες.
Σε πολλά σημεία των οχυρώσεων εκτυλίχθηκαν σκηνές απαράμιλλου θάρρους μεταξύ Άγγλων και Γάλλων που μάχονταν απελπισμένα σε μάχη σώμα με σώμα. Κατά τη διάρκεια της μάχης κατέφθαναν συνεχώς Αγγλικές ενισχύσεις. Υπολογίζεται ότι οι δυνάμεις του Τάλμποτ έφθασαν τις 4.000 άνδρες, που ήταν πολύ λίγοι για να επιτεθούν με επιτυχία σε αυτή την καλά οχυρωμένη τοποθεσία. Αν και οι απώλειες των Άγγλων και των συμμάχων τους Γασκόνων ήταν μεγάλες, αυτοί κατάφεραν να επιτίθενται επί περίπου μια ώρα, διατηρώντας τη μάχη μέχρι το μεσημέρι. Όμως ήταν θέμα χρόνου να διαλυθούν οι σχηματισμοί του Αγγλικού στρατού και η μάχη να μεταβληθεί σε σφαγή.
Η ψυχολογία ενός στρατού που δεν μπορεί να αντιδράσει στην επερχόμενη κατάρρευση είναι πολύ ευάλωτη. Εκείνη τη στιγμή έκαναν την εμφάνισή τους και οι Βρετόνοι ιππείς, που προσέβαλαν τους Άγγλους από τα ανατολικά περικυκλώνοντάς τους. Τότε οι Γάλλοι τοξότες βγήκαν από τις οχυρώσεις τους καταδιώκοντας τους ατάκτως υποχωρούντες Άγγλους για να εκδικηθούν για τον θάνατο των συναδέλφων τους στο Σεν Λωράν. Ο Τάλμποτ και ο γιος του, λόρδος Λάιλ, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να ανασυντάξουν μερικούς άνδρες για να καλύψουν την υποχώρηση των υπολοίπων από ένα πέρασμα του ποταμού Ντορντόν, το Πέρασμα του Ροζάν (Pas de Rozan).
Ο γηραιός μαχητής όμως ήταν ένας πολύ καλός στόχος. Το άλογό του σκοτώθηκε από τη βολή ενός πυροβόλου παγιδεύοντάς τον από κάτω. Τότε ένας Γάλλος τοξότης που λεγόταν Μισέλ Περουνίν τον αποτελείωσε με τον πέλεκύ του με ένα κτύπημα στο κεφάλι. Μερικοί Αγγλοι κατάφεραν να διαφύγουν, οι περισσότεροι όμως σκοτώθηκαν, όπως και ο λορδος Λάιλ, γιος του Τάλμποτ. Η ήττα των Άγγλων ήταν μεγάλη και απόλυτη όπως και εκείνη του μεγέθους του Μπάνοκμπερν το 1314 από τους Σκωτσέζους. Μετά τη μάχη το μόνο θέαμα που αντίκριζε κάποιος στο πεδίο ήταν τα άψυχα κορμιά των Αγγλων στρατιωτών. Υπολογίζεται ότι η αγγλική πλευρά έχασε 4.000 άνδρες, ενώ οι Γάλλοι μόνο 100.
Η μάχη της Καστιγιόν ήταν από τις πρώτες στη δυτική Ευρώπη κατά τις οποίες τα πυροβόλα καθόρισαν το αποτέλεσμα. Η εκτέλεση συγκεντρωτικών πυρών από μια καλά οχυρωμένη θέση, ήταν στην ουσία μια επέκταση της τακτικής των Άγγλων τοξοτών. Ο πόλεμος είχε πλέον αλλάξει. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου μόνο το Μπορντώ παρέμενε όρθιο εναντίον των Γάλλων. Η πόλη πολιορκήθηκε πολύ στενά και οι κάτοικοί της δεν ήλπιζαν σε καμία βοήθεια από την Αγγλία. Ακόμα και οι λιγοστοί Άγγλοι επιζώντες της μάχης της Καστιγιόν σκέπτονταν μόνο τον δρόμο της επιστροφής.
Στις 19 Οκτωβρίου 1453 η πρωτεύουσα της Ακουιτανίας παραδόθηκε δίχως όρους, εναποθέτοντας τις ελπίδες της στο έλεος του βασιλιά Καρόλου Ζ'. Ένα από τα πρώτα μέτρα του τελευταίου ήταν να ορίσει τον Ιωάννη Μπερώ ισόβιο δήμαρχο του Μπορντώ. Το τελευταίο προπύργιο των Άγγλων στη Γαλλία είχε πέσει. Ο Εκατονταετής Πόλεμος είχε τελειώσει.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μετά τη μάχη οι λιγοστοί εναπομείναντες Άγγλοι στρατιώτες κατέφυγαν πίσω από τα τείχη της πόλης του Μπορντώ αναζητώντας προστασία. Με τον διοικητή τους (Τζων Τάλμποτ) νεκρό και όντες αποδεκατισμένοι και αποδιοργανωμένοι, δεν σκέπτονταν σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίσουν πάλι σε μάχη τους Γάλλους. Η μόνη εναλλακτική λύση για τη σωτηρία ήταν να επιστρέψουν στη χώρα τους ηττημένοι αλλά ζωντανοί. Ύστερα από την ολοκληρωτική νίκη των Γάλλων στο πεδίο της Καστιγιόν το Δουκάτο της Ακουιτανίας περιήλθε πάλι υπό Γαλλικό έλεγχο, ύστερα και από την πτώση της πρωτεύουσάς του, Μπορντώ, στις 19 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
Η μεγάλη επιτυχία εξύψωσε στον μέγιστο βαθμό το ηθικό των Γάλλων στρατιωτών. Οδηγούμενοι πλέον από έναν χαρισματικό βασιλιά, τον Κάρολο Ζ', που από τους σύγχρονους χρονικογράφους χαρακτηρίσθηκε ως ο «νικητής», και από εμπνευσμένους διοικητές οι οποίοι αναδιάρθρωσαν τον στρατό και τον εξόπλισαν με τα νέα όπλα που έμελλαν να αλλάξουν τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, τα πυροβόλα, οι Γάλλοι ολοκλήρωσαν την ανάκτηση της χώρας τους, εκκαθαρίζοντας εύκολα και τις τελευταίες αγγλικές εστίες αντίστασης.
Οι Άγγλοι το μόνο που κατάφεραν να διασώσουν από τις πάλαι ποτέ αχανείς κτήσεις τους στη Γαλλία ήταν η πόλη και το λιμάνι του Καλαί στον Βορρά. Ό,τι είχε οδηγήσει τους Άγγλους κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου στις μεγάλες νίκες τους δεν επρόκειτο να επαναληφθεί. Το πυροβόλο επανέφερε τις ισορροπίες στην αντιπαράθεση των δύο κρατών. Ύστερα από πολλές και αιματηρές μάχες οι Γάλλοι κατόρθωσαν να γευτούν τη χαρά της ελευθερίας, έπειτα από πολλές καταστροφές και ταπεινώσεις που υπέστησαν από τον Αγγλικό επεκτατισμό.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου