ΑΥΤΟΥΡΓΟΣ
Ὦ γῆς παλαιὸν Ἄργος, Ἰνάχου ῥοαί,
ὅθεν ποτ᾽ ἄρας ναυσὶ χιλίαις Ἄρη
ἐς γῆν ἔπλευσε Τρωιάδ᾽ Ἀγαμέμνων ἄναξ.
κτείνας δὲ τὸν κρατοῦντ᾽ ἐν Ἰλιάδι χθονὶ
5 Πρίαμον ἑλών τε Δαρδάνου κλεινὴν πόλιν
ἀφίκετ᾽ ἐς τόδ᾽ Ἄργος, ὑψηλῶν δ᾽ ἐπὶ
ναῶν ἔθηκε σκῦλα πλεῖστα βαρβάρων.
κἀκεῖ μὲν εὐτύχησεν· ἐν δὲ δώμασιν
θνήισκει γυναικὸς πρὸς Κλυταιμήστρας δόλωι
10 καὶ τοῦ Θυέστου παιδὸς Αἰγίσθου χερί.
χὠ μὲν παλαιὰ σκῆπτρα Ταντάλου λιπὼν
ὄλωλεν, Αἴγισθος δὲ βασιλεύει χθονός,
ἄλοχον ἐκείνου Τυνδαρίδα κόρην ἔχων.
οὓς δ᾽ ἐν δόμοισιν ἔλιφ᾽ ὅτ᾽ ἐς Τροίαν ἔπλει,
15 ἄρσενά τ᾽ Ὀρέστην θῆλύ τ᾽ Ἠλέκτρας θάλος,
τὸν μὲν πατρὸς γεραιὸς ἐκκλέπτει τροφεὺς
μέλλοντ᾽ Ὀρέστην χερὸς ὕπ᾽ Αἰγίσθου θανεῖν
Στροφίωι τ᾽ ἔδωκε Φωκέων ἐς γῆν τρέφειν·
ἢ δ᾽ ἐν δόμοις ἔμεινεν Ἠλέκτρα πατρός,
20 ταύτην ἐπειδὴ θαλερὸς εἶχ᾽ ἥβης χρόνος
μνηστῆρες ἤιτουν Ἑλλάδος πρῶτοι χθονός.
δείσας δὲ μή τωι παῖδ᾽ ἀριστέων τέκοι
Ἀγαμέμνονος ποινάτορ᾽, εἶχεν ἐν δόμοις
Αἴγισθος οὐδ᾽ ἥρμοζε νυμφίωι τινί.
25 ἐπεὶ δὲ καὶ τοῦτ᾽ ἦν φόβου πολλοῦ πλέων,
μή τωι λαθραίως τέκνα γενναίωι τέκοι,
κτανεῖν σφε βουλεύσαντος ὠμόφρων ὅμως
μήτηρ νιν ἐξέσωσεν Αἰγίσθου χερός.
ἐς μὲν γὰρ ἄνδρα σκῆψιν εἶχ᾽ ὀλωλότα,
30 παίδων δ᾽ ἔδεισε μὴ φθονηθείη φόνωι.
ἐκ τῶνδε δὴ τοιόνδ᾽ ἐμηχανήσατο
Αἴγισθος· ὃς μὲν γῆς ἀπηλλάχθη φυγὰς
Ἀγαμέμνονος παῖς, χρυσὸν εἶφ᾽ ὃς ἂν κτάνηι,
ἡμῖν δὲ δὴ δίδωσιν Ἠλέκτραν ἔχειν
35 δάμαρτα, πατέρων μὲν Μυκηναίων ἄπο
γεγῶσιν (οὐ δὴ τοῦτό γ᾽ ἐξελέγχομαι·
λαμπροὶ γὰρ ἐς γένος γε, χρημάτων δὲ δὴ
πένητες, ἔνθεν ηὑγένει᾽ ἀπόλλυται),
ὡς ἀσθενεῖ δοὺς ἀσθενῆ λάβοι φόβον.
40 εἰ γάρ νιν ἔσχεν ἀξίωμ᾽ ἔχων ἀνήρ,
εὕδοντ᾽ ἂν ἐξήγειρε τὸν Ἀγαμέμνονος
φόνον δίκη τ᾽ ἂν ἦλθεν Αἰγίσθωι τότε.
ἣν οὔποθ᾽ ἁνὴρ ὅδε (σύνοιδέ μοι Κύπρις)
ἤισχυν᾽ ἐν εὐνῆι· παρθένος δ᾽ ἔτ᾽ ἐστὶ δή.
45 αἰσχύνομαι γὰρ ὀλβίων ἀνδρῶν τέκνα
λαβὼν ὑβρίζειν, οὐ κατάξιος γεγώς.
στένω δὲ τὸν λόγοισι κηδεύοντ᾽ ἐμοὶ
ἄθλιον Ὀρέστην, εἴ ποτ᾽ εἰς Ἄργος μολὼν
γάμους ἀδελφῆς δυστυχεῖς ἐσόψεται.
50 ὅστις δέ μ᾽ εἶναί φησι μῶρον, εἰ λαβὼν
νέαν ἐς οἴκους παρθένον μὴ θιγγάνω,
γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος
τὸ σῶφρον ἴστω καὐτὸς αὖ τοιοῦτος ὤν.
***
Σκηνικό: Φτωχικό αγροτόσπιτο έξω από το Άργος. Βαθιά χαράματα. Ο γεωργός βγαίνει από το καλύβι.
ΓΕΩΡΓΟΣ
Της χώρας μου πανάρχαιο Άργος,
του Ίναχου νερά, που κάποια μέρα
κινώντας από δω χίλια καράβια,
πολεμιστές γεμάτα, ο Αγαμέμνονας
αρμένισε στον τόπο της Τρωάδας.
Κι αφού τον Πρίαμο σκότωσε, της Τροίας
τον βασιλιά, και κούρσεψε του Δάρδανου
την ξακουσμένη πόλη, στο Άργος τούτο
γύρισε και στους αψηλούς ναούς του
κρέμασε πλήθος λάφυρα βαρβάρων.
Στον πόλεμο τον σύντρεξεν η τύχη·
μα ύστερα μες στο παλάτι ο δόλος
της Κλυταιμήστρας και του Αίγισθου το χέρι,
10 του γιου του Θυέστη, τον σκοτώνουν. Έτσι
αφανίστη εκείνος, τον αρχαίο θρόνο
χάνοντας του Ταντάλου· βασιλεύει
τώρα στη χώρα ο Αίγισθος και πήρε
την Τυνδαρίδα, τη γυναίκα εκείνου.
Απ᾽ τα παιδιά που άφησε αυτός στο σπίτι
φεύγοντας για την Τροία, τον Ορέστη
και την Ηλέκτρα, ο γέρος του γονιού τους
παιδαγωγός κρυφά έκλεψε τ᾽ αγόρι,
που ο Αίγισθος λογάριαζε να σφάξει,
και το ᾽δωκε στον Στρόφιο, στη Φωκίδα,
να τ᾽ αναθρέψει. Η Ηλέκτρα στο παλάτι
ξέμεινε του πατέρα της κι ως ήρθε
20 στης νιότης το λουλούδισμα, μνηστήρες
οι πρώτοι απ᾽ την Ελλάδα τη γυρεύαν.
Μα ο Αίγισθος την κράταγε κλεισμένη
μες στους θαλάμους κι ούτε σε κανέναν
την έδινε γαμπρό, γιατί φοβόταν
μήπως με κάποιο Αργείο γεννήσει
παιδιά που θα εκδικιόντουσαν τον φόνο
του Αγαμέμνονα. Όμως κι άλλος φόβος
τρανότερος τον έσφιγγε, μην κάνει
κρυφά με κάποιον αντρειωμένο τέκνα·
γι᾽ αυτό έβαλε σκοπό να τη σκοτώσει.
Απ᾽ του Αίγισθου τα χέρια ωστόσο
την έσωσεν η μάνα της, κι ας είναι
τόσο πολύ σκληρόκαρδη. Γιατί ᾽χε
πρόφαση για του άντρα της τον φόνο·
του κόσμου όμως φοβήθηκε το μίσος,
30 αν τα παιδιά θανάτωνε. Ύστερα, ετούτο
σοφίστηκεν ο Αίγισθος: χρυσάφι
έταξε σ᾽ όποιον σκότωνε τ᾽ αγόρι
του Αγαμέμνονα που ᾽χε ξεφύγει
από τη χώρα, και σε μένα δίνει
γυναίκα την Ηλέκτρα· Μυκηναίους
έχω προγόνους — ψέματα δεν λέω·
λαμπρή η γενιά μου, δίχως όμως πλούτη,
κι έτσι την αρχοντιά της έχει χάσει.
Γι᾽ αυτό λοιπόν σ᾽ αδύναμο τη δίνει,
για να μην έχει φόβο. Τι άμα κάποιος
40 άρχοντας την Ηλέκτρα παντρευόταν,
τον κοιμισμένο φόνο θα ξυπνούσε
του Αγαμέμνονα και η τιμωρία
σκληρή τότε στον Αίγισθο θα ᾽ρχόταν.
Στο στρώμα της δεν πλάγιασα ποτέ μου
—το ξέρει η Κύπρη— ακόμα ᾽ναι παρθένα.
Γιατί ντροπή μεγάλη το λογιάζω,
βασιλοκόρη ως πήρα, να μη δείξω
σέβας, αφού δεν είμαι αντάξιός της.
Για τον Ορέστη θλίβομαι τον έρμο,
που ᾽ναι στα λόγια μόνο συγγενής μου,
αν κάποτε έρθει στ᾽ Άργος, θ᾽ αντικρίσει
τον ταπεινό της αδερφής του γάμο.
50 Κι όποιος ανόητο με νομίζει, που έχω
βάλει στο σπιτικό μου μια παρθένα
χωρίς να την αγγίζω, ας ξέρει, εκείνος
ανόητος είναι, αφού έτσι λογαριάζει
με στοχασμούς αισχρούς τη φρονιμάδα.
(Βγαίνει από το σπίτι η Ηλέκτρα έχοντας μια υδρία στο κεφάλι.)
Ὦ γῆς παλαιὸν Ἄργος, Ἰνάχου ῥοαί,
ὅθεν ποτ᾽ ἄρας ναυσὶ χιλίαις Ἄρη
ἐς γῆν ἔπλευσε Τρωιάδ᾽ Ἀγαμέμνων ἄναξ.
κτείνας δὲ τὸν κρατοῦντ᾽ ἐν Ἰλιάδι χθονὶ
5 Πρίαμον ἑλών τε Δαρδάνου κλεινὴν πόλιν
ἀφίκετ᾽ ἐς τόδ᾽ Ἄργος, ὑψηλῶν δ᾽ ἐπὶ
ναῶν ἔθηκε σκῦλα πλεῖστα βαρβάρων.
κἀκεῖ μὲν εὐτύχησεν· ἐν δὲ δώμασιν
θνήισκει γυναικὸς πρὸς Κλυταιμήστρας δόλωι
10 καὶ τοῦ Θυέστου παιδὸς Αἰγίσθου χερί.
χὠ μὲν παλαιὰ σκῆπτρα Ταντάλου λιπὼν
ὄλωλεν, Αἴγισθος δὲ βασιλεύει χθονός,
ἄλοχον ἐκείνου Τυνδαρίδα κόρην ἔχων.
οὓς δ᾽ ἐν δόμοισιν ἔλιφ᾽ ὅτ᾽ ἐς Τροίαν ἔπλει,
15 ἄρσενά τ᾽ Ὀρέστην θῆλύ τ᾽ Ἠλέκτρας θάλος,
τὸν μὲν πατρὸς γεραιὸς ἐκκλέπτει τροφεὺς
μέλλοντ᾽ Ὀρέστην χερὸς ὕπ᾽ Αἰγίσθου θανεῖν
Στροφίωι τ᾽ ἔδωκε Φωκέων ἐς γῆν τρέφειν·
ἢ δ᾽ ἐν δόμοις ἔμεινεν Ἠλέκτρα πατρός,
20 ταύτην ἐπειδὴ θαλερὸς εἶχ᾽ ἥβης χρόνος
μνηστῆρες ἤιτουν Ἑλλάδος πρῶτοι χθονός.
δείσας δὲ μή τωι παῖδ᾽ ἀριστέων τέκοι
Ἀγαμέμνονος ποινάτορ᾽, εἶχεν ἐν δόμοις
Αἴγισθος οὐδ᾽ ἥρμοζε νυμφίωι τινί.
25 ἐπεὶ δὲ καὶ τοῦτ᾽ ἦν φόβου πολλοῦ πλέων,
μή τωι λαθραίως τέκνα γενναίωι τέκοι,
κτανεῖν σφε βουλεύσαντος ὠμόφρων ὅμως
μήτηρ νιν ἐξέσωσεν Αἰγίσθου χερός.
ἐς μὲν γὰρ ἄνδρα σκῆψιν εἶχ᾽ ὀλωλότα,
30 παίδων δ᾽ ἔδεισε μὴ φθονηθείη φόνωι.
ἐκ τῶνδε δὴ τοιόνδ᾽ ἐμηχανήσατο
Αἴγισθος· ὃς μὲν γῆς ἀπηλλάχθη φυγὰς
Ἀγαμέμνονος παῖς, χρυσὸν εἶφ᾽ ὃς ἂν κτάνηι,
ἡμῖν δὲ δὴ δίδωσιν Ἠλέκτραν ἔχειν
35 δάμαρτα, πατέρων μὲν Μυκηναίων ἄπο
γεγῶσιν (οὐ δὴ τοῦτό γ᾽ ἐξελέγχομαι·
λαμπροὶ γὰρ ἐς γένος γε, χρημάτων δὲ δὴ
πένητες, ἔνθεν ηὑγένει᾽ ἀπόλλυται),
ὡς ἀσθενεῖ δοὺς ἀσθενῆ λάβοι φόβον.
40 εἰ γάρ νιν ἔσχεν ἀξίωμ᾽ ἔχων ἀνήρ,
εὕδοντ᾽ ἂν ἐξήγειρε τὸν Ἀγαμέμνονος
φόνον δίκη τ᾽ ἂν ἦλθεν Αἰγίσθωι τότε.
ἣν οὔποθ᾽ ἁνὴρ ὅδε (σύνοιδέ μοι Κύπρις)
ἤισχυν᾽ ἐν εὐνῆι· παρθένος δ᾽ ἔτ᾽ ἐστὶ δή.
45 αἰσχύνομαι γὰρ ὀλβίων ἀνδρῶν τέκνα
λαβὼν ὑβρίζειν, οὐ κατάξιος γεγώς.
στένω δὲ τὸν λόγοισι κηδεύοντ᾽ ἐμοὶ
ἄθλιον Ὀρέστην, εἴ ποτ᾽ εἰς Ἄργος μολὼν
γάμους ἀδελφῆς δυστυχεῖς ἐσόψεται.
50 ὅστις δέ μ᾽ εἶναί φησι μῶρον, εἰ λαβὼν
νέαν ἐς οἴκους παρθένον μὴ θιγγάνω,
γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος
τὸ σῶφρον ἴστω καὐτὸς αὖ τοιοῦτος ὤν.
***
Σκηνικό: Φτωχικό αγροτόσπιτο έξω από το Άργος. Βαθιά χαράματα. Ο γεωργός βγαίνει από το καλύβι.
ΓΕΩΡΓΟΣ
Της χώρας μου πανάρχαιο Άργος,
του Ίναχου νερά, που κάποια μέρα
κινώντας από δω χίλια καράβια,
πολεμιστές γεμάτα, ο Αγαμέμνονας
αρμένισε στον τόπο της Τρωάδας.
Κι αφού τον Πρίαμο σκότωσε, της Τροίας
τον βασιλιά, και κούρσεψε του Δάρδανου
την ξακουσμένη πόλη, στο Άργος τούτο
γύρισε και στους αψηλούς ναούς του
κρέμασε πλήθος λάφυρα βαρβάρων.
Στον πόλεμο τον σύντρεξεν η τύχη·
μα ύστερα μες στο παλάτι ο δόλος
της Κλυταιμήστρας και του Αίγισθου το χέρι,
10 του γιου του Θυέστη, τον σκοτώνουν. Έτσι
αφανίστη εκείνος, τον αρχαίο θρόνο
χάνοντας του Ταντάλου· βασιλεύει
τώρα στη χώρα ο Αίγισθος και πήρε
την Τυνδαρίδα, τη γυναίκα εκείνου.
Απ᾽ τα παιδιά που άφησε αυτός στο σπίτι
φεύγοντας για την Τροία, τον Ορέστη
και την Ηλέκτρα, ο γέρος του γονιού τους
παιδαγωγός κρυφά έκλεψε τ᾽ αγόρι,
που ο Αίγισθος λογάριαζε να σφάξει,
και το ᾽δωκε στον Στρόφιο, στη Φωκίδα,
να τ᾽ αναθρέψει. Η Ηλέκτρα στο παλάτι
ξέμεινε του πατέρα της κι ως ήρθε
20 στης νιότης το λουλούδισμα, μνηστήρες
οι πρώτοι απ᾽ την Ελλάδα τη γυρεύαν.
Μα ο Αίγισθος την κράταγε κλεισμένη
μες στους θαλάμους κι ούτε σε κανέναν
την έδινε γαμπρό, γιατί φοβόταν
μήπως με κάποιο Αργείο γεννήσει
παιδιά που θα εκδικιόντουσαν τον φόνο
του Αγαμέμνονα. Όμως κι άλλος φόβος
τρανότερος τον έσφιγγε, μην κάνει
κρυφά με κάποιον αντρειωμένο τέκνα·
γι᾽ αυτό έβαλε σκοπό να τη σκοτώσει.
Απ᾽ του Αίγισθου τα χέρια ωστόσο
την έσωσεν η μάνα της, κι ας είναι
τόσο πολύ σκληρόκαρδη. Γιατί ᾽χε
πρόφαση για του άντρα της τον φόνο·
του κόσμου όμως φοβήθηκε το μίσος,
30 αν τα παιδιά θανάτωνε. Ύστερα, ετούτο
σοφίστηκεν ο Αίγισθος: χρυσάφι
έταξε σ᾽ όποιον σκότωνε τ᾽ αγόρι
του Αγαμέμνονα που ᾽χε ξεφύγει
από τη χώρα, και σε μένα δίνει
γυναίκα την Ηλέκτρα· Μυκηναίους
έχω προγόνους — ψέματα δεν λέω·
λαμπρή η γενιά μου, δίχως όμως πλούτη,
κι έτσι την αρχοντιά της έχει χάσει.
Γι᾽ αυτό λοιπόν σ᾽ αδύναμο τη δίνει,
για να μην έχει φόβο. Τι άμα κάποιος
40 άρχοντας την Ηλέκτρα παντρευόταν,
τον κοιμισμένο φόνο θα ξυπνούσε
του Αγαμέμνονα και η τιμωρία
σκληρή τότε στον Αίγισθο θα ᾽ρχόταν.
Στο στρώμα της δεν πλάγιασα ποτέ μου
—το ξέρει η Κύπρη— ακόμα ᾽ναι παρθένα.
Γιατί ντροπή μεγάλη το λογιάζω,
βασιλοκόρη ως πήρα, να μη δείξω
σέβας, αφού δεν είμαι αντάξιός της.
Για τον Ορέστη θλίβομαι τον έρμο,
που ᾽ναι στα λόγια μόνο συγγενής μου,
αν κάποτε έρθει στ᾽ Άργος, θ᾽ αντικρίσει
τον ταπεινό της αδερφής του γάμο.
50 Κι όποιος ανόητο με νομίζει, που έχω
βάλει στο σπιτικό μου μια παρθένα
χωρίς να την αγγίζω, ας ξέρει, εκείνος
ανόητος είναι, αφού έτσι λογαριάζει
με στοχασμούς αισχρούς τη φρονιμάδα.
(Βγαίνει από το σπίτι η Ηλέκτρα έχοντας μια υδρία στο κεφάλι.)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου