Η γεωγραφία του Κάτω Κόσμου
Στην Οδύσσεια για πρώτη φορά περιγράφεται η γεωγραφία του Κάτω Κόσμου που οριοθετείται από τον ποταμό Αχέροντα, γιο της Γαίας, τιμωρημένος να ζει κάτω από τη γη, γιατί στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας άφησε τους Γίγαντες να πιουν νερό. Σε αυτόν χύνονται ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός, το ποτάμι των κλαυθμών και παραπόταμος της Στυγός. Αχέροντας και Κωκυτός κυλούν παράλληλα με τη Στύγα*, στην οποία ορκίζονται οι θεοί, «γιατί ό,τι είναι πιο παλιό είναι και πιο ιερό». Άλλοτε πάλι στη θέση του Αχέροντα εμφανίζεται η Αχερουσία λίμνη. Μια παρετυμολογία του ονόματος του ποταμού τον θέλει να δημιουργείται από τη λέξη άχος = λύπη, άλγος, στενοχώρια. Αλλά θα πρέπει να είναι οι ιδιομορφίες του ποταμού της Ηπείρου που τον ταύτισαν με τον Άδη. Ο ποταμός περνά από περιοχή άγρια και σε κάποιο σημείο τα νερά του χάνονται σε βαθιά άβυσσο. Όταν ξανάβγαινε στην επιφάνεια, κάπου κοντά στις εκβολές του, σχημάτιζε ένα βρώμικο τέλμα σε ένα τοπίο καταθλιπτικό, γεμάτο καλαμιές και βούρκο. Αυτή καθαυτή η ετυμολογία** του ποταμού τον συνδέει γενικά με το νερό.
Στην Οδύσσεια για πρώτη φορά περιγράφεται η γεωγραφία του Κάτω Κόσμου που οριοθετείται από τον ποταμό Αχέροντα, γιο της Γαίας, τιμωρημένος να ζει κάτω από τη γη, γιατί στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας άφησε τους Γίγαντες να πιουν νερό. Σε αυτόν χύνονται ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός, το ποτάμι των κλαυθμών και παραπόταμος της Στυγός. Αχέροντας και Κωκυτός κυλούν παράλληλα με τη Στύγα*, στην οποία ορκίζονται οι θεοί, «γιατί ό,τι είναι πιο παλιό είναι και πιο ιερό». Άλλοτε πάλι στη θέση του Αχέροντα εμφανίζεται η Αχερουσία λίμνη. Μια παρετυμολογία του ονόματος του ποταμού τον θέλει να δημιουργείται από τη λέξη άχος = λύπη, άλγος, στενοχώρια. Αλλά θα πρέπει να είναι οι ιδιομορφίες του ποταμού της Ηπείρου που τον ταύτισαν με τον Άδη. Ο ποταμός περνά από περιοχή άγρια και σε κάποιο σημείο τα νερά του χάνονται σε βαθιά άβυσσο. Όταν ξανάβγαινε στην επιφάνεια, κάπου κοντά στις εκβολές του, σχημάτιζε ένα βρώμικο τέλμα σε ένα τοπίο καταθλιπτικό, γεμάτο καλαμιές και βούρκο. Αυτή καθαυτή η ετυμολογία** του ποταμού τον συνδέει γενικά με το νερό.
Τα νερά του Αχέροντα ή της Αχερουσίας όφειλαν να διασχίσουν οι ψυχές οι οποίες περίμεναν τον Χάροντα στον όρμο όπου εκβάλλει ο ποταμός, προκειμένου να περάσουν, κωπηλατώντας μόνες τη βάρκα του Χάροντα, στο Βασίλειο των Νεκρών, τις πύλες του οποίου φυλάει ο τρικέφαλος Κέρβερος. Ο Χάροντας παρουσιάζεται σαν άσχημος γέροντας με παχιά γκρίζα γενειάδα. Φορεί κουρελιασμένο πανωφόρι και στρογγυλό καπέλο. Στις τοιχογραφίες των ετρουσκικών τάφων ο Χάροντας παρουσιάζεται σαν φτερωτός δαίμων με μαλλιά ανακατεμένα με φίδια, ενώ στα χέρια κρατά διπλό ξύλινο σφυρί. Αυτό αφήνει να εννοηθεί ότι ο ετρουσκικός Χάρων στην πραγματικότητα είναι ο «δαίμων του θανάτου», εκείνος που σκοτώνει τον ετοιμοθάνατο και τον παρασύρει στον υπόγειο κόσμο. Έναν ενδιάμεσο τύπο διαμόρφωσαν οι άποικοι της Ποσειδωνίας. Ο Χάροντας διευθύνει τη νεκρική βάρκα σαν «θρανίτης των ναυτών» αλλά δεν κωπηλατεί. Δείχνεται τυραννικός και βίαιος, σαν πραγματικός υποτακτικός άλλου. Για τιμωρία που άφησε ένα ζωντανό, τον Ηρακλή, να περάσει στον κόσμο των νεκρών, υποχρεώθηκε να περάσει ένα χρόνο αλυσοδεμένος.
Τελικά, ο θάνατος μοιάζει να είναι μια βουτιά του ανθρώπου από αυτόν τον κόσμο στον άλλον, και αυτή η βουτιά παριστάνεται σε τοιχογραφίες από τον τάφο του Κυνηγιού και του Ψαρέματος η μία, του Βουτηχτή η άλλη, μια απαράμιλλη τεχνική κατάδυση, όχι ένα παιγνίδι ζωής αλλά βουτιά στον άλλον κόσμο. Ο Emanuele Greco, περιγράφοντας τη γραπτή διακόσμηση στο εσωτερικό μέρος της καλυπτήριας πλάκας του Τάφου του Βουτηχτή, σημειώνει τα εξής:
«[…] ζωγράφισαν τη σκηνή ενός νέου που βουτάει, υπερπηδώντας μια κατασκευή, σε μικρό κύκλο νερού, τον οποίο περιβάλλουν δύο δενδρύλλια. Είναι προφανής η νεκρική υποδήλωση […]. Το μνημείο που απεικονίζεται ερμηνεύεται ως η πύλη του Άδη και ταυτόχρονα ως όριο του γνωστού κόσμου, οπότε η βουτιά συμβολίζει το πέρασμα στον άλλον κόσμο, κατ' εξοχήν άγνωστο, ο οποίος βρίσκεται πέρα από τα όρια της γνώσης».
Σαν βουτιά θανάτου, έστω και μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας, μπορούμε να εκλάβουμε την κατάδυση των αστεριών που σε ερυθρόμορφο καλυκωτό κρατήρα του 435 π.Χ. με τη μορφή παιδιών βουτούν στη θάλασσα με την ανατολή του Ήλιου.
Στις όχθες των ποταμών του θανάτου περνά ο Ορφέας επτά μέρες νηστείας, θρηνώντας για τον οριστικό χαμό της συζύγου του Ευρυδίκης (Οβ., Μεταμορφώσεις Χ, 52 κ.ε.).
Σε αργυρό πινάκιο γύρω στα 350 μ.Χ., όταν ήδη η νέα θρησκεία του χριστιανισμού κάνει πια δυναμικά εμφανή την παρουσία της, ο καλλιτέχνης προσωποποιεί τις ποτάμιες θεότητες Στύγα και Αχέροντα σε μια παράσταση εμβαπτίσματος του Αχιλλέα*** για πρώτη φορά μετά τη γέννησή του. Μοιάζει η παλιά θρησκεία να αντιτάσσει το δικό της θεόπαιδο στο θεϊκό παιδί της καινούριας θρησκείας, ενώ οι προσωποποιήσεις των συγκεκριμένων υδάτων δεν νομίζουμε ότι είναι τυχαία. Δεν είναι μόνο ότι αποτυπώνεται η μυθική πραγματικότητα -σε ποια νερά έγινε η εμβάπτιση και σε ποιο μέρος βασίλεψε ο Αχιλλέας (η Ήπειρος υποδηλώνεται με τον Αχέροντα)- αλλά ότι εμβαπτίζεται σε ό,τι θεωρούνταν στην παλιά θρησκεία ως το πιο παλιό (Στύγα), άρα και πιο ιερό, για να γίνει αθάνατος. Πρόκειται άραγε για προσπάθεια να δειχθεί ότι και η παλιά θρησκεία θα παραμείνει αιώνια;
Σε δύο ακόμη παραστάσεις εικάζεται η παρουσία του προσωποποιημένου Αχέροντα. Σε ετρουσκικό κρατήρα, β' μισό του 4ου αι. π.Χ., εμφανίζεται σαν δαίμονας με φτερά που κρατά στα χέρια του φίδια. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να μην πρόκειται για παράσταση του Αχέροντα αλλά του Χάροντα. Πιο πιθανή είναι η ταύτιση σε τοιχογραφία από σπίτι στο λόφο Esquilino στη Ρώμη που απεικονίζει την άφιξη του Οδυσσέα στον Άδη (40 π.Χ.). Οι σύντροφοί του θυσιάζουν τους αμνούς, ενώ ο ίδιος κρατάει μακριά τις ψυχές των νεκρών αφήνοντας μόνο τον Τειρεσία να περάσει. Ο Αχέροντας, ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός προσωποποιημένοι βρίσκονται ανάμεσα στα βράχια και στην πυκνή υδρόβια βλάστηση.
-------------------------
*Στύγα
Η Στύγα της Θεσπρωτίας βρισκόταν στο εσωτερικό μιας σπηλιάς στη βορινή πλαγιά του όρους Ερημίτης, κοντά στην κορυφή. Τα υπόγεια ύδατά της έπεφταν στον Κωκυτό (Οδ., κ 517), στον οποίο επίσης εκβάλλουν τα ρυάκια που κατεβαίνουν από τις πλαγιές (Ιλ., Β 755, Θ 366-369, Ξ, 271, Ο, 37-38. Οδ., ε 184-194, 514· Λυκόφρων, Αλεξάνδρα 706. Οβ., Μεταμορφώσεις Ι, 188-189. Σοφ., Ηλ. 137-139, Οιδ. Κ. 1559-1564. Απολλ. Ι,2, Ησίοδ., Θεογονία 400. Ομηρικοί Ύμνοι ΙΙ, 260 και ΙΙΙ, 85. Απολλώνιος ο Σοφιστής, βλ. λ. «Στυγός»).
Στύγα ονομάζεται και μια άλλη λίμνη στο όρος Χελμός της Αρκαδίας, που βρίσκεται επίσης στο εσωτερικό μιας κρυφής σπηλιάς, στην οποία ο Παυσανίας αφιερώνει ένα σημαντικό σχόλιο (Αρκαδικά, 17.6 και 18.1-5.
Κιμμέριοι
Κιμμέριοι
Το βασίλειο των νεκρών βρισκόταν στη χώρα των Κιμμερίων. Τη χώρα τους περιέγραψε ο Οδυσσέας (Οδ. λ 9-19):
Τ' άρμενα σα βολέψαμε καθίσαμε στο πλοίο
και τ' οδηγούσε ο άνεμος κι ο άξιος κυβερνήτης.
Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα.
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι ισκιώσανε όλοι οι δρόμοι,
τα πέρατα του τρίσβαθου Ωκεανού είχε φτάσει.
Εκεί ήταν των Κιμμερινών ο τόπος κι η πατρίδα,
που τους σκεπάζουν σύγνεφα κι ένα πηχτό σκοτάδι.
Ποτέ, με τις αχτίδες του δεν τους φωτίζει ο ήλιος,
μήδ' όταν στον αστρόφωτο τον ουρανό ανατέλλει,
μήδ' όταν πίσω προς τη γη γυρίζει απ' τα ουράνια,
μόν' τους σκεπάζει ένα βαθύ τους άμοιρους σκοτάδι.
Αρχαίοι συγγραφείς τοποθετούν τη χώρα των Κιμμερίων στο όρος που κλείνει από βορρά τον όρμο του Αχέροντα. Απέναντι από το ύψωμα ο Παυσανίας είδε τον πίδακα με το γλυκό νερό που ανάβλυζε από τη θάλασσα και έδωσε στον όρμο το όνομα Γλυκός κόλπος που απαντάται και στον Στράβωνα και τον Ευστάθιο και διατηρείται μέχρι σήμερα. Τα υπόγεια ρεύματα της περιοχής δημιουργούσαν βουητό που συνέτεινε στην ταύτιση της περιοχής με τους μυθικούς τόπους του Άδη. Το βουητό ακουγόταν μέχρι που η λίμνη του Φαναρίου αποξηράνθηκε στις μέρες μας.
Λαμβάνοντας υπόψη την ομηρική παράδοση, την τοπογραφία στη δυτική Ήπειρο, στον νομό Πρέβεζας, στη βόρεια όχθη του Αχέροντα, τα τοπωνύμια και τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, ταυτίζει επίσης την περιοχή με τους Ἀίδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης (κ, 488 κ.ε.), την πολιτεία των Κιμμερίων, όπου φτάνουν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του (λ, η14 κ.ε.), την περιοχή όπου ο Οδυσσέας θα θυσιάσει ζώα στους νεκρούς του κάτω κόσμου, ώστε να μάθει από τον Τειρεσία με ποιον τρόπο θα επιστρέψει στην Ιθάκη.
Η λίμνη των νεκρών
Η λίμνη των νεκρών
Ο Παυσανίας παραδίδει ότι υπήρχε ακόμη μια λίμνη, η Αλκυονία στην Κορινθία, για την οποία οι Αργείοι λένε ότι υπήρξε η δίοδος για τον Διόνυσο προς τον Άδη, ώστε να φέρει πίσω τη μητέρα του Σεμέλη, καταθέτοντας ως λύτρα το φυτό της μυρτιάς που έκτοτε θα το χρησιμοποιούσαν οι χθόνιοι θεοί στις τελετές τους. Δύο είναι τα χαρακτηριστικά της λίμνης αυτής: πρώτον είναι άπατη και δεύτερον, ενώ φαίνεται γαλήνια, «αρπάζει και τραβά στον πάτο όποιον τολμήσει να τη διασχίσει»( Παυσ., 2.37.5).
Και ακόμη: Κυάνη ονομαζόταν μια νύμφη που ήταν παρούσα στην αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη. Κυάνη ονομαζόταν και μια λίμνη που θεωρούνταν είσοδος του Κάτω Κόσμου, αυτή και όχι η Αχερουσία.
Σε κάθε περίπτωση η είσοδος σε αυτόν ορίζεται από το υγρό στοιχείο.
**αξ-, αχ-, ακ-: Αξιός, Αχελώος, Αχέρων, Ίναχος…
Η συλλαβή αξ-, αχ-, ακ- ενυπάρχει σε λέξεις που έχουν τη σημασία του ιερού και του νερού, όπως οι ποταμοί Αξιός και Αχελώος που, εκτός από τους συγκεκριμένους ποταμούς, σήμαινε σε ορισμένους συγγραφείς κάθε ποταμό ή το νερό γενικά (Ευρ. Βάκχες 625, Αριστοφ. απ. 130). Ή η ονομασία της νήσου Ν-άξ-ος, νησί ιερό, όπου ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάγνη/Αριάδνη, για να δοθεί στον Διόνυσο. Ή ακόμη και το λατινικό aqua
Και το όνομα Αχαιός θεωρείται βάσιμα ότι ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα akw- «νερό», όπως και τα ονόματα των ποταμών Αχελώος, Ίναχος, Αχάμας, Αχάτης, Αχέλης, Αχάρδεος, Αχέρων. Ακόμη και ο Αχιλλέας μπορεί να θεωρηθεί παλαιός θεός του υγρού στοιχείου, πόσο μάλλον που τιμώνταν στον Πόντο με το επίθετο Ποντάρχης.
***Το λουτρό του Αχιλλέα
Η σκηνή είναι μία από τις συνολικά ένδεκα από τη ζωή του Αχιλλέα, από τη γέννηση και το λουτρό του ως την ανακάλυψή του από τον Οδυσσέα στο παλάτι του Λυκομήδη και την αναχώρησή του για την Τροία. Αποτυπώθηκαν σε ασημένιο δίσκο με την επιγραφή ΠΑΥΣΥΛΥΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Πρόκειται για ένα σπάνιο έργο που βρέθηκε θαμμένο, μαζί με πολλά άλλα σκεύη (δίσκους, γαβάθες, πιάτα, ποτήρια, κουτάλια), στο Kaiseraugst της Ελβετίας. Ήταν αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της εποχής του Μ. Κων/νου και των διαδόχων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου