Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ - Ὕμνος εἰς Ἄρτεμιν (3.1-3.45)

Ο ιδιαίτερα διδακτικός Ύμνος στην Άρτεμη, αρχίζει παραδοσιακά με την υποχρεωτική μνεία της θεάς, αλλά ήδη στους πρώτους στίχους παρακολουθούμε μια απαραγνώριστα καλλιμάχεια σκηνή: με το χαρακτηριστικό για την ελληνιστική εποχή ενδιαφέρον για το παιδί, η θεά παρουσιάζεται μικρό παιδί στα γόνατα του πατέρα της να αποκαλεί χαϊδευτικά ἄππα ("μπαμπάκα") τον κραταιό πατέρα ανδρών και θεών, να του ζητάει δώρα -εννοείται αντάξια μιας θεάς-, για να μην την νικά ο αδερφός της ο Φοίβος, να διορθώνει, έπειτα από ωριμότερη σκέψη, το αίτημά της και να προσπαθεί επανειλημμένα να αγγίξει τα γένια του. Σε ανάλογο επίπεδο κινείται και η επίσκεψη στο εργαστήριο των Κυκλώπων, που περιγράφεται στη συνέχεια και παρέχει στον ποιητή την αφορμή να μνημονεύσει το ανάλαφρο επεισόδιο με την "αποψίλωση" του τριχωτού στέρνου του γίγαντα Βρόντη από την τρίχρονη Άρτεμη. Ο Ύμνος στην Άρτεμη είναι χαρακτηριστικός και για έναν άλλο λόγο: για την πυκνότητα των "παραπομπών" και των υπαινικτικών αναφορών σε παλαιότερα κείμενα.


ΕΙΣ ΑΡΤΕΜΙΝ


Ἄρτεμιν —οὐ γὰρ ἐλαφρὸν ἀειδόντεσσι λαθέσθαι—
ὑμνέομεν, τῇ τόξα λαγωβολίαι τε μέλονται
καὶ χορὸς ἀμφιλαφὴς καὶ ἐν οὔρεσιν ἑψιάασθαι,
ἄρχμενοι ὡς ὅτε πατρὸς ἐφεζομένη γονάτεσσι
5 παῖς ἔτι κουρίζουσα τάδε προσέειπε γονῆα·
«δός μοι παρθενίην αἰώνιον, ἄππα, φυλάσσειν,
καὶ πολυωνυμίην, ἵνα μή μοι Φοῖβος ἐρίζῃ·
δὸς δ᾽ ἰοὺς καὶ τόξα — ἔα, πάτερ, οὔ σε φαρέτρην
οὐδ᾽ αἰτέω μέγα τόξον· ἐμοὶ Κύκλωπες ὀιστούς
10 αὐτίκα τεχνήσονται, ἐμοὶ δ᾽ εὐκαμπὲς ἄεμμα·
ἀλλὰ φαεσφορίην τε καὶ ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα
ζώννυσθαι λεγνωτόν, ἵν᾽ ἄγρια θηρία καίνω.
δὸς δέ μοι ἑξήκοντα χορίτιδας Ὠκεανίνας,
πάσας εἰνέτεας, πάσας ἔτι παῖδας ἀμίτρους·
15 δὸς δέ μοι ἀμφιπόλους Ἀμνισίδας εἴκοσι νύμφας,
αἵ τέ μοι ἐνδρομίδας τε καὶ ὁππότε μηκέτι λύγκας
μήτ᾽ ἐλάφους βάλλοιμι, θοοὺς κύνας εὖ κομέοιεν.
δὸς δέ μοι οὔρεα πάντα· πόλιν δέ μοι ἥντινα νεῖμον,
ἥντινα λῇς· σπαρνὸν γὰρ ὅτ᾽ Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν·
20 οὔρεσιν οἰκήσω, πόλεσιν δ᾽ ἐπιμείξομαι ἀνδρῶν
μοῦνον ὅτ᾽ ὀξείῃσιν ὑπ᾽ ὠδίνεσσι γυναῖκες
τειρόμεναι καλέωσι βοηθόον, ᾗσί με Μοῖραι
γεινομένην τὸ πρῶτον ἐπεκλήρωσαν ἀρήγειν.
ὅττι με καὶ τίκτουσα καὶ οὐκ ἤλγησε φέρουσα
25 μήτηρ, ἀλλ᾽ ἀμογητὶ φίλων ἀπεθήκατο γυίων.»
ὣς ἡ παῖς εἰποῦσα γενειάδος ἤθελε πατρός
ἅψασθαι, πολλὰς δὲ μάτην ἐτανύσσατο χεῖρας,
μέχρις ἵνα ψαύσειε. πατὴρ δ᾽ ἐπένευσε γελάσσας,
φῆ δὲ καταρρέζων· «ὅτε μοι τοιαῦτα θέαιναι
30 τίκτοιεν, τυτθόν κεν ἐγὼ ζηλήμονος Ἥρης
χωομένης ἀλέγοιμι. φέρευ, τέκος, ὅσσ᾽ ἐθελημός
αἰτίζεις, καὶ δ᾽ ἄλλα πατὴρ ἔτι μείζονα δώσει.
τρὶς δέκα τοι πτολίεθρα καὶ οὐχ ἕνα πύργον ὀπάσσω,
τρὶς δέκα τοι πτολίεθρα, τὰ μὴ θεὸν ἄλλον ἀέξειν
35 εἴσεται, ἀλλὰ μόνην σέ, καὶ Ἀρτέμιδος καλέεσθαι·
πολλὰς δὲ ξυνῇ πόλιας διαμετρήσασθαι
μεσσόγεως νήσους τε· καὶ ἐν πάσῃσιν ἔσονται
Ἀρτέμιδος βωμοί τε καὶ ἄλσεα· καὶ μὲν ἀγυιαῖς
ἔσσῃ καὶ λιμένεσσιν ἐπίσκοπος.» ὣς ὃ μὲν εἰπών
40 μῦθον ἐπεκρήηνε καρήατι· βαῖνε δὲ κούρη
Λευκὸν ἐπὶ Κρηταῖον ὄρος κεκομημένον ὕλῃ,
ἔνθεν ἐπ᾽ Ὠκεανόν· πολέας δ᾽ ἐπελέξατο νύμφας,
πάσας εἰνέτεας, πάσας ἔτι παῖδας ἀμίτρους.
χαῖρε δὲ Καίρατος ποταμὸς μέγα, χαῖρε δὲ Τηθύς,
45 οὕνεκα θυγατέρας Λητωίδι πέμπον ἀμορβούς.

***

ΣΤΗΝ ΑΡΤΕΜΙΔΑ


Την Άρτεμη —αλίμονο στους αοιδούς που την ξεχνούν—υμνούμε, που αγαπάει τα τόξα και το κυνήγι του λαγούκαι τους απλόχωρους χορούς και τα παιγνίδια στα όρη,κι αρχίζουμε από τότε, στου πατέρα της που κάθονταν τα γόνατα,5παιδάκι ακόμα κι έτσι στον πατέρα της μιλούσε:«Αιώνια δώσ᾽ μου παρθενιά και κάμε να με κράζουνμ᾽ ονόματα πολλά που ο Φοίβος μη μου παραβγαίνει.Δώσ᾽ μου βέλη και τόξα, κι άσε πατέρα, ούτε φαρέτραούτε μεγάλο τόξο σού γυρεύω. Οι Κύκλωπες και βέλη10θα τεχνουργήσουν γρήγορα για μένα κι εύκαμπτο τόξο.Και δάδες δώσ᾽ μου να κρατώ, κι ώσμε το γόνατο χιτώνανα ᾽μαι ζωσμένη πλουμιστό και άγρια θηρία να σκοτώνω.Δώσ᾽ μου ακόμα ένα χορό μ᾽ εξήντα Ωκεανίδες,όλες εννιάχρονες, όλες παιδούλες δίχως τη γυναίκεια ζώνη.15Και δώσ᾽ μου είκοσι νύμφες Αμνισίδες, να τις έχω βάγιεςτα πέδιλα να μου κοιτούν και τα γοργά σκυλιά μου,όταν δεν θα χτυπάω λύγκες μήτε ελάφια.Κι όλα τα όρη δώσε μου κι από τις πόλεις όποια εσύ θελήσεις,γιατί στην πόλη η Άρτεμη συχνά δεν κατεβαίνει.20Στα όρη θα κατοικήσω, ενώ στις πόλεις θα ᾽ρχομαι μ᾽ ανθρώπους σ᾽ επαφήμονάχα όταν γυναίκες που κοιλοπονούν βαριάθα με καλούν να τις βοηθήσω. Σ᾽ αυτές οι Μοίρες,όταν γεννιόμουν, με προόρισαν να φέρω τη βοήθεια.Γιατί κι εμένα η μάνα μου δεν πόνεσε σαν με γεννούσε,25και δίχως κόπο μ᾽ έβγαλε, στα γόνατά της πάνω αφήνοντάς με».Αυτά η παιδούλα ως είπε, τη γενειάδα προσπαθούσε του πατέρα τηςνα αγγίξει, όμως πολλές φορές ανώφελα τα χέρια τάνυσεμήπως τα ψαύσει. Και ο πατέρας συγκατάνευσε γελώντας,κι είπε, την κόρη του χαϊδεύοντας: «Τέτοια οι θεές30σαν μου γεννούν παιδιά, οι θυμοί της Ήρας της ζηλιάραςούτε μ᾽ αγγίζουνε· όσα θελήσεις πάρε τέκνο μουκι άλλα ο πατέρας θα σου δώσει πιο τρανά.Τριάντα πόλεις κι όχι μία μοναχά θα σου χαρίσω,τριάντα πόλεις που θεόν άλλο δεν θα τιμήσουν35παρά μονάχα εσένα και θ᾽ αποκαλούνται πόλεις της Αρτέμιδας.Κι άλλες πολλές θα ᾽χεις κοινές μ᾽ άλλους θεούςκαι στα μεσόγαια και στα νησιά. Και θα υπάρχουν σ᾽ όλεςβωμοί και άλση για την Άρτεμη. Στους δρόμουςκαι στα λιμάνια εσένα για προστάτισσα θα λογαριάζουνε». Τούτα σαν είπε,40το λόγο του επικύρωσε κλίνοντας το κεφάλι. Κι έβαινε η κόρηστο Λευκόν όρος της Κρήτης το δασόσκεπο,κι εκείθε στον Ωκεανό. Και νύμφες διάλεξε πολλές,όλες εννιάχρονες, κι όλες ακόμα κόρες δίχως διάδημα.Και χαίρονταν πολύ ο ποταμός ο Καίρατος, χαίρονταν και η Τηθύς,45που έπεμπε τις θυγατέρες της βοηθούς στην κόρη της Λητώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου