[X] Οὐδ᾽ ἅμα φρόνιμον καὶ ἀκρατῆ ἐνδέχεται εἶναι τὸν αὐτόν· ἅμα γὰρ φρόνιμος καὶ σπουδαῖος τὸ ἦθος δέδεικται ὤν. ἔτι οὐ τῷ εἰδέναι μόνον φρόνιμος ἀλλὰ καὶ τῷ πρακτικός· ὁ δ᾽ ἀκρατὴς οὐ πρακτικός — τὸν δὲ δεινὸν οὐδὲν κωλύει ἀκρατῆ εἶναι· διὸ καὶ δοκοῦσιν ἐνίοτε φρόνιμοι μὲν εἶναί τινες ἀκρατεῖς δέ, διὰ τὸ τὴν δεινότητα διαφέρειν τῆς φρονήσεως τὸν εἰρημένον τρόπον ἐν τοῖς πρώτοις λόγοις, καὶ κατὰ μὲν τὸν λόγον ἐγγὺς εἶναι, διαφέρειν δὲ κατὰ τὴν προαίρεσιν— οὐδὲ δὴ ὡς ὁ εἰδὼς καὶ θεωρῶν, ἀλλ᾽ ὡς ὁ καθεύδων ἢ οἰνωμένος. καὶ ἑκὼν μέν (τρόπον γάρ τινα εἰδὼς καὶ ὃ ποιεῖ καὶ οὗ ἕνεκα), πονηρὸς δ᾽ οὔ· ἡ γὰρ προαίρεσις ἐπιεικής· ὥσθ᾽ ἡμιπόνηρος. καὶ οὐκ ἄδικος· οὐ γὰρ ἐπίβουλος· ὃ μὲν γὰρ αὐτῶν οὐκ ἐμμενετικὸς οἷς ἂν βουλεύσηται, ὃ δὲ μελαγχολικὸς οὐδὲ βουλευτικὸς ὅλως. καὶ ἔοικε δὴ ὁ ἀκρατὴς πόλει ἣ ψηφίζεται μὲν ἅπαντα τὰ δέοντα καὶ νόμους ἔχει σπουδαίους, χρῆται δὲ οὐδέν, ὥσπερ Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν
ἡ πόλις ἐβούλεθ᾽, ᾗ νόμων οὐδὲν μέλει·
ὁ δὲ πονηρὸς χρωμένῃ μὲν τοῖς νόμοις, πονηροῖς δὲ χρωμένῃ. ἔστι δ᾽ ἀκρασία καὶ ἐγκράτεια περὶ τὸ ὑπερβάλλον τῆς τῶν πολλῶν ἕξεως· ὃ μὲν γὰρ ἐμμένει μᾶλλον ὃ δ᾽ ἧττον τῆς τῶν πλείστων δυνάμεως. εὐιατοτέρα δὲ τῶν ἀκρασιῶν, ἣν οἱ μελαγχολικοὶ ἀκρατεύονται, τῶν βουλευομένων μὲν μὴ ἐμμενόντων δέ, καὶ οἱ δι᾽ ἐθισμοῦ ἀκρατεῖς τῶν φυσικῶν· ῥᾷον γὰρ ἔθος μετακινῆσαι φύσεως· διὰ γὰρ τοῦτο καὶ τὸ ἔθος χαλεπόν, ὅτι τῇ φύσει ἔοικεν, ὥσπερ καὶ Εὔηνος λέγει
φημὶ πολυχρόνιον μελέτην ἔμεναι, φίλε, καὶ δή
ταύτην ἀνθρώποισι τελευτῶσαν φύσιν εἶναι.
τί μὲν οὖν ἐστὶν ἐγκράτεια καὶ τί ἀκρασία καὶ τί καρτερία καὶ τί μαλακία, καὶ πῶς ἔχουσιν αἱ ἕξεις αὗται πρὸς ἀλλήλας, εἴρηται.
[1152b] [XI] Περὶ δὲ ἡδονῆς καὶ λύπης θεωρῆσαι τοῦ τὴν πολιτικὴν φιλοσοφοῦντος· οὗτος γὰρ τοῦ τέλους ἀρχιτέκτων, πρὸς ὃ βλέποντες ἕκαστον τὸ μὲν κακὸν τὸ δ᾽ ἀγαθὸν ἁπλῶς λέγομεν. ἔτι δὲ καὶ τῶν ἀναγκαίων ἐπισκέψασθαι περὶ αὐτῶν· τήν τε γὰρ ἀρετὴν καὶ τὴν κακίαν τὴν ἠθικὴν περὶ λύπας καὶ ἡδονὰς ἔθεμεν, καὶ τὴν εὐδαιμονίαν οἱ πλεῖστοι μεθ᾽ ἡδονῆς εἶναί φασιν· διὸ καὶ τὸν μακάριον ὠνομάκασιν ἀπὸ τοῦ χαίρειν. τοῖς μὲν οὖν δοκεῖ οὐδεμία ἡδονὴ εἶναι ἀγαθόν, οὔτε καθ᾽ αὑτὸ οὔτε κατὰ συμβεβηκός· οὐ γὰρ εἶναι ταὐτὸ τὸ ἀγαθὸν καὶ ἡδονήν· τοῖς δ᾽ ἔνιαι μὲν εἶναι, αἱ δὲ πολλαὶ φαῦλαι. ἔτι δὲ τούτων τρίτον, εἰ καὶ πᾶσαι ἀγαθόν, ὅμως μὴ ἐνδέχεσθαι εἶναι τὸ ἄριστον ἡδονήν. ὅλως μὲν οὖν οὐκ ἀγαθόν, ὅτι πᾶσα ἡδονὴ γένεσίς ἐστιν εἰς φύσιν αἰσθητή, οὐδεμία δὲ γένεσις συγγενὴς τοῖς τέλεσιν, οἷον οὐδεμία οἰκοδόμησις οἰκίᾳ. ἔτι ὁ σώφρων φεύγει τὰς ἡδονάς. ἔτι ὁ φρόνιμος τὸ ἄλυπον διώκει, οὐ τὸ ἡδύ. ἔτι ἐμπόδιον τῷ φρονεῖν αἱ ἡδοναί, καὶ ὅσῳ μᾶλλον χαίρει, μᾶλλον, οἷον τῇ τῶν ἀφροδισίων· οὐδένα γὰρ ἂν δύνασθαι νοῆσαί τι ἐν αὐτῇ. ἔτι τέχνη οὐδεμία ἡδονῆς· καίτοι πᾶν ἀγαθὸν τέχνης ἔργον. ἔτι παιδία καὶ θηρία διώκει τὰς ἡδονάς. τοῦ δὲ μὴ πάσας σπουδαίας, ὅτι εἰσὶ καὶ αἰσχραὶ καὶ ὀνειδιζόμεναι, καὶ ὅτι βλαβεραί· νοσώδη γὰρ ἔνια τῶν ἡδέων. ὅτι δ᾽ οὐ τἄριστον ἡδονή, ὅτι οὐ τέλος ἀλλὰ γένεσις. τὰ μὲν οὖν λεγόμενα σχεδὸν ταῦτ᾽ ἐστίν.
***
[10] Ούτε μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να είναι φρόνιμος και την ίδια στιγμή να είναι ακρατής· γιατί όπως δείξαμε ο φρόνιμος άνθρωπος είναι την ίδια στιγμή και ηθικά καλός άνθρωπος. Έπειτα, για να είναι κανείς φρόνιμος δεν είναι αρκετό να γνωρίζει μόνο τί είναι το σωστό· πρέπει, επιπλέον, να είναι σε θέση και να το πράττει — και ο ακρατής άνθρωπος δεν είναι σε θέση να το πράττει (τίποτε, από την άλλη, δεν εμποδίζει τον δεινό άνθρωπο να είναι ακρατής· αυτός είναι και ο λόγος που μερικές φορές κάποιοι άνθρωποι θεωρούνται φρόνιμοι, μαζί όμως και ακρατείς, ακριβώς για τον λόγο ότι η δεινότητα διαφέρει από τη φρόνηση με τον τρόπο που είπαμε στην πρώτη μας παρουσίαση του θέματος: από την άποψη της συλλογιστικής ικανότητας η δεινότητα βρίσκεται πολύ κοντά στη φρόνηση, διαφέρει όμως από αυτήν από την άποψη της προαίρεσης), και όχι, πάλι, όπως ο άνθρωπος που έχει γνώση και τη χρησιμοποιεί, αλλά όπως ο κοιμισμένος ή ο μεθυσμένος. Ενεργεί, επίσης, με τη θέλησή του (γνωρίζει, πράγματι, κατά κάποιο τρόπο και τί κάνει και για ποιόν σκοπό), κακός όμως δεν είναι· γιατί η προαίρεσή του είναι καλή· αυτό θα πει ότι είναι μόνο κατά το ήμισυ κακός. Δεν είναι, επίσης, άδικος· ο λόγος είναι ότι δεν είναι δόλιος και επίβουλος: από τους δύο τύπους ακρατούς ανθρώπου ο ένας δεν μένει σταθερός στις αποφάσεις που παίρνει ύστερα από σκέψη, ενώ ο ευέξαπτος τύπος ούτε καν σκέφτεται. Στην πραγματικότητα ο ακρατής άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εκδίδει όλα τα σωστά ψηφίσματα και έχει εξαίρετους νόμους, που δεν εφαρμόζει όμως τίποτε από όλα αυτά — όπως το είπε σκωπτικά ο Αναξανδρίδης,
Η πόλη το ᾽θελε, που για τους νόμους δεν της καίγεται καρφί,
ενώ ο κακός άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εφαρμόζει τους νόμους, όμως κακούς νόμους.
Η εγκράτεια και η ακράτεια αποτελούν υπερβολή σε σύγκριση με την έξη της πλειονότητας των ανθρώπων: ο εγκρατής παρουσιάζει μεγαλύτερη, ο ακρατής μικρότερη σταθερότητα και αντοχή από αυτήν που μπορούν να παρουσιάζουν οι περισσότεροι άνθρωποι.
Από τις μορφές της ακράτειας η ακράτεια των ευέξαπτων ανθρώπων θεραπεύεται πιο εύκολα από την ακράτεια εκείνων που σκέφτονται και παίρνουν αποφάσεις, δεν μένουν όμως σταθεροί σ᾽ αυτές· το ίδιο οι ακρατείς από συνήθεια παρά αυτοί που είναι ακρατείς εκ φύσεως· είναι, πράγματι, πιο εύκολο να αλλάξεις τις συνήθειες κάποιου παρά τη φύση του· φυσικά, και τη συνήθεια δεν είναι εύκολο να την αλλάξεις, ακριβώς γιατί είναι κάτι σαν δεύτερη φύση, όπως το λέει και ο Εύηνος:
Η αδιάκοπη άσκηση είναι, σου λέω, φίλε μου, που κάνει τη συνήθεια,
κι αυτή στο τέλος καταντά η φύση μας να είναι.
Είπαμε λοιπόν τί είναι η εγκράτεια και τί η ακράτεια, τί είναι η καρτερία και τί η μαλθακότητα, καθώς και σε ποιά σχέση βρίσκονται αυτές οι έξεις μεταξύ τους.
[1152b] [11] Η εξέταση και η σπουδή της ηδονής και της λύπης είναι έργο του φιλοσόφου που ασχολείται με την πολιτική επιστήμη· αυτός είναι, πράγματι, ο «αρχιτέκτονας» του τέλους, του τελικού σκοπού, προς τον οποίο στρέφουμε το βλέμμα μας προκειμένου να ονομάσουμε αυτό το πράγμα κακό και εκείνο καλό με τρόπο καθαρό και απόλυτο. Επιπλέον, είναι και ένα από τα θέματα που είναι απαραίτητο να εξετάσουμε: δεν είναι μόνο ότι οι ίδιοι εμείς καθορίσαμε ότι η ηθική αρετή και κακία σχετίζεται με τις λύπες και τις ηδονές· είναι και ότι ο περισσότερος κόσμος βεβαιώνει ότι η ευδαιμονία πάει μαζί μαζί με την ηδονή· αυτός είναι και ο λόγος που για να δηλώσουν τον ευτυχισμένο χρησιμοποίησαν τη λέξη μακάριος, μια λέξη που βγαίνει από το ρήμα χαίρω.
Κάποιοι, λοιπόν, θεωρούν ότι καμιά ηδονή δεν είναι κάτι καλό, είτε καθεαυτό είτε κατά σύμπτωση· γιατί, όπως λένε, το αγαθό και η ηδονή δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλοι όμως λένε ότι μερικές ηδονές είναι κάτι καλό, οι περισσότερες όμως είναι κάτι κακό. Υπάρχει όμως και μια τρίτη άποψη, αυτή που λέει ότι, και αν ακόμη όλες οι ηδονές είναι κάτι καλό, όμως το ύψιστο αγαθό δεν μπορεί να είναι η ηδονή.
Ιδού τα επιχειρήματα για το ότι η ηδονή δεν είναι με κανέναν τρόπο κάτι το καλό:
Κάθε ηδονή είναι μια αντιληπτή με τις αισθήσεις γένεση που καταλήγει στην επάνοδο του ατόμου στη φυσική του κατάσταση, καμιά όμως γένεση δεν ανήκει ποτέ στο ίδιο γένος με αυτό που προκύπτει τελικά από αυτή τη διαδικασία· καμιά, επιπαραδείγματι, οικοδομική διαδικασία δεν είναι ίδιο πράγμα με το σπίτι που χτίστηκε. Επίσης: Ο σώφρων άνθρωπος αποφεύγει τις ηδονές. Επίσης: Ο φρόνιμος άνθρωπος επιδιώκει την απουσία της λύπης, όχι την ηδονή. Επίσης: Οι ηδονές είναι εμπόδιο για τη φρόνηση, και όσο πιο μεγάλη είναι η ευχαρίστηση που προκαλούν, τόσο πιο μεγάλο εμπόδιο για τη φρόνηση είναι, όπως, επιπαραδείγματι, στην περίπτωση της αφροδισιακής ηδονής· γιατί κανένας δεν θα μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε όσο είναι παραδομένος σ᾽ αυτήν. Επίσης: Δεν υπάρχει καμιά τέχνη που να έχει για αντικείμενό της την ηδονή· όμως κάθε αγαθό πράγμα είναι έργο κάποιας τέχνης. Επίσης: Τα παιδιά και τα ζώα κυνηγούν τις ηδονές.
Ιδού και τα επιχειρήματα για το ότι όλες οι ηδονές δεν είναι κάτι το καλό και το ωραίο:
Υπάρχουν και ηδονές άσχημες και επονείδιστες, όπως και ηδονές βλαβερές, αφού κάποια ευχάριστα πράγματα βλάπτουν την υγεία.
Το επιχείρημα για το ότι η ηδονή δεν είναι το ύψιστο αγαθό είναι ότι η ηδονή δεν είναι ένα τέλος, αλλά μια γένεση.
Αυτά περίπου είναι όσα λέγονται για το θέμα.
ἡ πόλις ἐβούλεθ᾽, ᾗ νόμων οὐδὲν μέλει·
ὁ δὲ πονηρὸς χρωμένῃ μὲν τοῖς νόμοις, πονηροῖς δὲ χρωμένῃ. ἔστι δ᾽ ἀκρασία καὶ ἐγκράτεια περὶ τὸ ὑπερβάλλον τῆς τῶν πολλῶν ἕξεως· ὃ μὲν γὰρ ἐμμένει μᾶλλον ὃ δ᾽ ἧττον τῆς τῶν πλείστων δυνάμεως. εὐιατοτέρα δὲ τῶν ἀκρασιῶν, ἣν οἱ μελαγχολικοὶ ἀκρατεύονται, τῶν βουλευομένων μὲν μὴ ἐμμενόντων δέ, καὶ οἱ δι᾽ ἐθισμοῦ ἀκρατεῖς τῶν φυσικῶν· ῥᾷον γὰρ ἔθος μετακινῆσαι φύσεως· διὰ γὰρ τοῦτο καὶ τὸ ἔθος χαλεπόν, ὅτι τῇ φύσει ἔοικεν, ὥσπερ καὶ Εὔηνος λέγει
φημὶ πολυχρόνιον μελέτην ἔμεναι, φίλε, καὶ δή
ταύτην ἀνθρώποισι τελευτῶσαν φύσιν εἶναι.
τί μὲν οὖν ἐστὶν ἐγκράτεια καὶ τί ἀκρασία καὶ τί καρτερία καὶ τί μαλακία, καὶ πῶς ἔχουσιν αἱ ἕξεις αὗται πρὸς ἀλλήλας, εἴρηται.
[1152b] [XI] Περὶ δὲ ἡδονῆς καὶ λύπης θεωρῆσαι τοῦ τὴν πολιτικὴν φιλοσοφοῦντος· οὗτος γὰρ τοῦ τέλους ἀρχιτέκτων, πρὸς ὃ βλέποντες ἕκαστον τὸ μὲν κακὸν τὸ δ᾽ ἀγαθὸν ἁπλῶς λέγομεν. ἔτι δὲ καὶ τῶν ἀναγκαίων ἐπισκέψασθαι περὶ αὐτῶν· τήν τε γὰρ ἀρετὴν καὶ τὴν κακίαν τὴν ἠθικὴν περὶ λύπας καὶ ἡδονὰς ἔθεμεν, καὶ τὴν εὐδαιμονίαν οἱ πλεῖστοι μεθ᾽ ἡδονῆς εἶναί φασιν· διὸ καὶ τὸν μακάριον ὠνομάκασιν ἀπὸ τοῦ χαίρειν. τοῖς μὲν οὖν δοκεῖ οὐδεμία ἡδονὴ εἶναι ἀγαθόν, οὔτε καθ᾽ αὑτὸ οὔτε κατὰ συμβεβηκός· οὐ γὰρ εἶναι ταὐτὸ τὸ ἀγαθὸν καὶ ἡδονήν· τοῖς δ᾽ ἔνιαι μὲν εἶναι, αἱ δὲ πολλαὶ φαῦλαι. ἔτι δὲ τούτων τρίτον, εἰ καὶ πᾶσαι ἀγαθόν, ὅμως μὴ ἐνδέχεσθαι εἶναι τὸ ἄριστον ἡδονήν. ὅλως μὲν οὖν οὐκ ἀγαθόν, ὅτι πᾶσα ἡδονὴ γένεσίς ἐστιν εἰς φύσιν αἰσθητή, οὐδεμία δὲ γένεσις συγγενὴς τοῖς τέλεσιν, οἷον οὐδεμία οἰκοδόμησις οἰκίᾳ. ἔτι ὁ σώφρων φεύγει τὰς ἡδονάς. ἔτι ὁ φρόνιμος τὸ ἄλυπον διώκει, οὐ τὸ ἡδύ. ἔτι ἐμπόδιον τῷ φρονεῖν αἱ ἡδοναί, καὶ ὅσῳ μᾶλλον χαίρει, μᾶλλον, οἷον τῇ τῶν ἀφροδισίων· οὐδένα γὰρ ἂν δύνασθαι νοῆσαί τι ἐν αὐτῇ. ἔτι τέχνη οὐδεμία ἡδονῆς· καίτοι πᾶν ἀγαθὸν τέχνης ἔργον. ἔτι παιδία καὶ θηρία διώκει τὰς ἡδονάς. τοῦ δὲ μὴ πάσας σπουδαίας, ὅτι εἰσὶ καὶ αἰσχραὶ καὶ ὀνειδιζόμεναι, καὶ ὅτι βλαβεραί· νοσώδη γὰρ ἔνια τῶν ἡδέων. ὅτι δ᾽ οὐ τἄριστον ἡδονή, ὅτι οὐ τέλος ἀλλὰ γένεσις. τὰ μὲν οὖν λεγόμενα σχεδὸν ταῦτ᾽ ἐστίν.
***
[10] Ούτε μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να είναι φρόνιμος και την ίδια στιγμή να είναι ακρατής· γιατί όπως δείξαμε ο φρόνιμος άνθρωπος είναι την ίδια στιγμή και ηθικά καλός άνθρωπος. Έπειτα, για να είναι κανείς φρόνιμος δεν είναι αρκετό να γνωρίζει μόνο τί είναι το σωστό· πρέπει, επιπλέον, να είναι σε θέση και να το πράττει — και ο ακρατής άνθρωπος δεν είναι σε θέση να το πράττει (τίποτε, από την άλλη, δεν εμποδίζει τον δεινό άνθρωπο να είναι ακρατής· αυτός είναι και ο λόγος που μερικές φορές κάποιοι άνθρωποι θεωρούνται φρόνιμοι, μαζί όμως και ακρατείς, ακριβώς για τον λόγο ότι η δεινότητα διαφέρει από τη φρόνηση με τον τρόπο που είπαμε στην πρώτη μας παρουσίαση του θέματος: από την άποψη της συλλογιστικής ικανότητας η δεινότητα βρίσκεται πολύ κοντά στη φρόνηση, διαφέρει όμως από αυτήν από την άποψη της προαίρεσης), και όχι, πάλι, όπως ο άνθρωπος που έχει γνώση και τη χρησιμοποιεί, αλλά όπως ο κοιμισμένος ή ο μεθυσμένος. Ενεργεί, επίσης, με τη θέλησή του (γνωρίζει, πράγματι, κατά κάποιο τρόπο και τί κάνει και για ποιόν σκοπό), κακός όμως δεν είναι· γιατί η προαίρεσή του είναι καλή· αυτό θα πει ότι είναι μόνο κατά το ήμισυ κακός. Δεν είναι, επίσης, άδικος· ο λόγος είναι ότι δεν είναι δόλιος και επίβουλος: από τους δύο τύπους ακρατούς ανθρώπου ο ένας δεν μένει σταθερός στις αποφάσεις που παίρνει ύστερα από σκέψη, ενώ ο ευέξαπτος τύπος ούτε καν σκέφτεται. Στην πραγματικότητα ο ακρατής άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εκδίδει όλα τα σωστά ψηφίσματα και έχει εξαίρετους νόμους, που δεν εφαρμόζει όμως τίποτε από όλα αυτά — όπως το είπε σκωπτικά ο Αναξανδρίδης,
Η πόλη το ᾽θελε, που για τους νόμους δεν της καίγεται καρφί,
ενώ ο κακός άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εφαρμόζει τους νόμους, όμως κακούς νόμους.
Η εγκράτεια και η ακράτεια αποτελούν υπερβολή σε σύγκριση με την έξη της πλειονότητας των ανθρώπων: ο εγκρατής παρουσιάζει μεγαλύτερη, ο ακρατής μικρότερη σταθερότητα και αντοχή από αυτήν που μπορούν να παρουσιάζουν οι περισσότεροι άνθρωποι.
Από τις μορφές της ακράτειας η ακράτεια των ευέξαπτων ανθρώπων θεραπεύεται πιο εύκολα από την ακράτεια εκείνων που σκέφτονται και παίρνουν αποφάσεις, δεν μένουν όμως σταθεροί σ᾽ αυτές· το ίδιο οι ακρατείς από συνήθεια παρά αυτοί που είναι ακρατείς εκ φύσεως· είναι, πράγματι, πιο εύκολο να αλλάξεις τις συνήθειες κάποιου παρά τη φύση του· φυσικά, και τη συνήθεια δεν είναι εύκολο να την αλλάξεις, ακριβώς γιατί είναι κάτι σαν δεύτερη φύση, όπως το λέει και ο Εύηνος:
Η αδιάκοπη άσκηση είναι, σου λέω, φίλε μου, που κάνει τη συνήθεια,
κι αυτή στο τέλος καταντά η φύση μας να είναι.
Είπαμε λοιπόν τί είναι η εγκράτεια και τί η ακράτεια, τί είναι η καρτερία και τί η μαλθακότητα, καθώς και σε ποιά σχέση βρίσκονται αυτές οι έξεις μεταξύ τους.
[1152b] [11] Η εξέταση και η σπουδή της ηδονής και της λύπης είναι έργο του φιλοσόφου που ασχολείται με την πολιτική επιστήμη· αυτός είναι, πράγματι, ο «αρχιτέκτονας» του τέλους, του τελικού σκοπού, προς τον οποίο στρέφουμε το βλέμμα μας προκειμένου να ονομάσουμε αυτό το πράγμα κακό και εκείνο καλό με τρόπο καθαρό και απόλυτο. Επιπλέον, είναι και ένα από τα θέματα που είναι απαραίτητο να εξετάσουμε: δεν είναι μόνο ότι οι ίδιοι εμείς καθορίσαμε ότι η ηθική αρετή και κακία σχετίζεται με τις λύπες και τις ηδονές· είναι και ότι ο περισσότερος κόσμος βεβαιώνει ότι η ευδαιμονία πάει μαζί μαζί με την ηδονή· αυτός είναι και ο λόγος που για να δηλώσουν τον ευτυχισμένο χρησιμοποίησαν τη λέξη μακάριος, μια λέξη που βγαίνει από το ρήμα χαίρω.
Κάποιοι, λοιπόν, θεωρούν ότι καμιά ηδονή δεν είναι κάτι καλό, είτε καθεαυτό είτε κατά σύμπτωση· γιατί, όπως λένε, το αγαθό και η ηδονή δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλοι όμως λένε ότι μερικές ηδονές είναι κάτι καλό, οι περισσότερες όμως είναι κάτι κακό. Υπάρχει όμως και μια τρίτη άποψη, αυτή που λέει ότι, και αν ακόμη όλες οι ηδονές είναι κάτι καλό, όμως το ύψιστο αγαθό δεν μπορεί να είναι η ηδονή.
Ιδού τα επιχειρήματα για το ότι η ηδονή δεν είναι με κανέναν τρόπο κάτι το καλό:
Κάθε ηδονή είναι μια αντιληπτή με τις αισθήσεις γένεση που καταλήγει στην επάνοδο του ατόμου στη φυσική του κατάσταση, καμιά όμως γένεση δεν ανήκει ποτέ στο ίδιο γένος με αυτό που προκύπτει τελικά από αυτή τη διαδικασία· καμιά, επιπαραδείγματι, οικοδομική διαδικασία δεν είναι ίδιο πράγμα με το σπίτι που χτίστηκε. Επίσης: Ο σώφρων άνθρωπος αποφεύγει τις ηδονές. Επίσης: Ο φρόνιμος άνθρωπος επιδιώκει την απουσία της λύπης, όχι την ηδονή. Επίσης: Οι ηδονές είναι εμπόδιο για τη φρόνηση, και όσο πιο μεγάλη είναι η ευχαρίστηση που προκαλούν, τόσο πιο μεγάλο εμπόδιο για τη φρόνηση είναι, όπως, επιπαραδείγματι, στην περίπτωση της αφροδισιακής ηδονής· γιατί κανένας δεν θα μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε όσο είναι παραδομένος σ᾽ αυτήν. Επίσης: Δεν υπάρχει καμιά τέχνη που να έχει για αντικείμενό της την ηδονή· όμως κάθε αγαθό πράγμα είναι έργο κάποιας τέχνης. Επίσης: Τα παιδιά και τα ζώα κυνηγούν τις ηδονές.
Ιδού και τα επιχειρήματα για το ότι όλες οι ηδονές δεν είναι κάτι το καλό και το ωραίο:
Υπάρχουν και ηδονές άσχημες και επονείδιστες, όπως και ηδονές βλαβερές, αφού κάποια ευχάριστα πράγματα βλάπτουν την υγεία.
Το επιχείρημα για το ότι η ηδονή δεν είναι το ύψιστο αγαθό είναι ότι η ηδονή δεν είναι ένα τέλος, αλλά μια γένεση.
Αυτά περίπου είναι όσα λέγονται για το θέμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου