Tι είναι ο έρωτας;
Ο έρωτας είναι μία ιδιότυπη σύνδεση ανάμεσα στη μαγεία και τα πράγματα. Ειδοποιό στοιχείο της είναι μία τρομακτική απαίτηση. Η απαίτηση για προνομιακή (και, συνήθως, αποκλειστική) θέση μέσα στον πόθο και, ευρύτερα, στην ψυχή του άλλου. Δεν υφίσταται έρωτας που να μην εμπεριέχει και μια απαίτηση πόθου – απαίτηση τελικά και σαρκική.
Ο έρωτας είναι μία ιδιότυπη σύνδεση ανάμεσα στη μαγεία και τα πράγματα. Ειδοποιό στοιχείο της είναι μία τρομακτική απαίτηση. Η απαίτηση για προνομιακή (και, συνήθως, αποκλειστική) θέση μέσα στον πόθο και, ευρύτερα, στην ψυχή του άλλου. Δεν υφίσταται έρωτας που να μην εμπεριέχει και μια απαίτηση πόθου – απαίτηση τελικά και σαρκική.
Όμως ο πόθος δεν εξαντλεί το παιχνίδι. Αν είμαι ερωτευμένος, τοποθετώ τον άλλον σε μία τέτοια θέση, που εκπροσωπεί ό,τι κάνει τα πράγματα αγαπητά – και πρώτα-πρώτα, που κάνει αγαπητό εμένα. Γι’ αυτό δεν υπάρχει έρωτας δίχως απαίτηση τρομερή απ’ τον άλλο – δίχως την απαίτηση να με τοποθετήσει και εμένα στην αντίστοιχη θέση μες στη δική του ψυχή. Γι’ αυτό η τόσο ανθρώπινη (κι ανέφικτη όμως για τους ανθρώπους) απαίτηση της αποκλειστικότητας οδηγεί τελικά σε προσδοκίες ουσιαστικά απάνθρωπες.
Σχέση έρωτα – αγάπης
Αυτή η τρομακτική, απάνθρωπη απαίτηση διαφοροποιεί την ερωτική αγάπη από τις άλλες μορφές αγάπης – συγγενική, φιλική, ανθρώπινη, κοσμική, θρησκευτική, μεταφυσική… Κι επειδή απ’ τον έρωτα λείπει το στοιχείο της ανιδιοτέλειας, της απόστασης, της κριτικής ή θεσμικής πλαισίωσης, γι’ αυτό πιστεύω ότι ο έρωτας είναι η μαγεία της φτωχής ψυχής – ή, ηπιότερα ίσως, μια πολύ πρωτόλεια μαγεία για την ψυχή.
Αν έχει νόημα αυτό που θα πω, είμαι υπέρ του έρωτα! Όμως, δεν παύει να βασίζεται σε μια ανυπόστατη απαίτηση (να είναι ο άλλος το παν για μένα κι αντίστροφα) – δηλαδή σε μία μυθοπλασία. Κι όσο πιο μεγάλος και πιο ουσιαστικός είναι ο έρωτας, τόσο πιο πολλές οι αφαιρέσεις και οι αλχημείες που γίνονται ώστε να χωρέσει ο άλλος στο καλούπι της απαίτησής μου – τόσο πιο ακραία η μυθοπλασία. Ο έρωτας είναι και αναπόφευκτος και ουσιώδης. Όμως, η πεμπτουσία του φαινομένου έγκειται στη ματαιότητα των ουσιωδών ερώτων.
Πως επιλέγεται ο άλλος ως αντικείμενο του έρωτα;
Ο άλλος επιλέγεται ως «ανταποκριτής» μου στην ερωτική πρόθεση με πολύ περίεργο κι αποσπασματικό κριτήριο. Συναντώ δηλαδή έναν άνθρωπο, στον οποίο ωστόσο με ελκύει, με συγκινεί, με κάνει να τον ερωτευθώ ένα πάρα πολύ μικρό στοιχείο – συνήθως ανεπίγνωτο και για μένα. Ένα κατά κανόνα λανθάνον γνώρισμα του άλλου – ένα «μυστικό σημάδι», που το αποκόβω από το σύνολο, το αναπλάθω κατά τις φαντασιώσεις μου και, μέσα από μια τέτοια άγρια χειρουργική, κάνω τον φορέα του ν’ αντιπροσωπεύει ό,τι πιο μαγικό για μένα.
Είναι ένα στοιχείο που με παραπέμπει στην πρώτη μαγεία των πραγμάτων – αυτών που έζησα ή φαντάστηκα πολύ πολύ πριν, παλιά. Στον έρωτα δεν ενδιαφέρομαι ποτέ για ολόκληρο τον άνθρωπο που επιλέγω. Ενδιαφέρομαι μόνο για το εν λόγω «μυστικό σημάδι», που τον κάνει ξεχωριστό για μένα και τον ενσωματώνει προνομιακά (και αυθαίρετα μάλλον) στο ιδανικό σκηνικό που κυβερνά το νου μου.
Είναι ένα στοιχείο που με παραπέμπει στην πρώτη μαγεία των πραγμάτων – αυτών που έζησα ή φαντάστηκα πολύ πολύ πριν, παλιά. Στον έρωτα δεν ενδιαφέρομαι ποτέ για ολόκληρο τον άνθρωπο που επιλέγω. Ενδιαφέρομαι μόνο για το εν λόγω «μυστικό σημάδι», που τον κάνει ξεχωριστό για μένα και τον ενσωματώνει προνομιακά (και αυθαίρετα μάλλον) στο ιδανικό σκηνικό που κυβερνά το νου μου.
Πώς κατασκευάστηκε από το σκηνικό;
Το υλικό του και η λογική του πηγάζουν από τους πρώτους πρώτους έρωτες της ζωής μου – κατά κανόνα, όσους συναντώ και ζω στο οικογενειακό κυρίως περιβάλλον. Κάπου εκεί συνάντησα, κάποτε, μια αίσθηση ανάσας, βλέμματος ή δέρματος, μια χροιά φωνής, μια κάποια μελωδία κινητική, ένα κυμάτισμα μαλλιών, μια φευγαλέα ίσως στιγμή απομεσήμερου… Κάτι που συμπυκνώνει εμβληματικά για μένα το διάχυτο, ρευστό κι εκστατικό στοιχείο της γοητείας και της μαγείας, που με τον καιρό το λέμε «έρωτας».
Με τέτοια υλικά και λογικές πλέκεται το σκηνικό – κατά κύριο λόγο, σε ασυνείδητο επίπεδο. Κι αυτό το σκηνικό με οδηγεί, ανεπιγνώτως, να ψάχνω κατοπινά την πρώτη εκείνη και απόλυτη μαγεία που χάθηκε, αλλά σίγουρα την έζησα – και, γι’ αυτό, είμαι απόλυτα βέβαιος ότι μπορεί και απαιτώ να ξαναβρεθεί. Αυτό είναι ο έρωτας. Η βεβαιότητα ότι βρίσκομαι στον κατάλληλο χώρο και ότι συνάντησα τον κατάλληλο άνθρωπο, που διαθέτει εκείνο το «μυστικό σημάδι», το οποίο θα επιτρέψει να ξαναπαιχτεί το παλιό σενάριο, να ξαναβρεθεί το «κάτι-της-μαγείας» που έζησα τότε και με οδηγεί.
Πάνω σ’ αυτό το «μυστικό σημάδι» εστιάζουμε αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα – τα οποία στην πορεία εκδηλώνονται και μας ξαφνιάζουν ή μας δυσαρεστούν. Δεν είναι όμως δυνατό να πετάξεις όλα τα άλλα (τα «άχρηστα») και να κρατήσεις μόνο τη λεπτομέρεια – το «μυστικό σημάδι» για σένα. Γι’ αυτό και είναι έργο δυσχερέστατο η «πρακτική διαχείριση» του έρωτα – και, κατά κανόνα, γκρίζα η προοπτική, οι πιθανότητες…
Πεθαίνει ο έρωτας;
Ανάμεσα σε δύο ναι – μέσα σε έναν, ποτέ. Αντίστοιχα, επειδή είμαι πιστός σε μία οπτασία (το «μυστικό σημάδι»), γι’ αυτό κατά κανόνα είμαι άπιστος στις συγκυριακές του ενσαρκώσεις. Ουσιαστικά, είμαστε πάντα ερωτευμένοι με το ίδιο στοιχείο μαγείας, με τον ίδιο «άνθρωπο» – εφόσον στη γλώσσα του έρωτα ο άνθρωπος ορίζεται ως ο φορέας του ίχνους μιας παλιάς ευτυχίας, μιας πρωταρχικής εμπειρίας ικανοποίησης και απόλαυσης. Έτσι, οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, όμως ο έρωτάς μας παραμένει.
Πως συνοψίζεται η λογική του έρωτα;
Εκείνη την παλιά και πια ανεύρετη πρωταρχική εμπειρία ικανοποίησης και απόλαυσης, αυτή ζητώ να ξαναβρώ στον έρωτα, με οδηγό μου το έμβλημά της, το «κάτι-της-μαγείας», το «μυστικό σημάδι». Η λογική του έρωτα μου λέει «Θα το ξαναβρείς». Αυτό είναι κάτι απατηλό. Αν έλεγε «Ψάξε μήπως και το ξαναβρείς», τότε θα ήταν πιο συνετό. Κι αν έλεγε «Ψάξε κι ας μην το ξαναβρείς», τότε θα ήταν αληθινά η σοφία – η επίγνωση αυτού που ήδη ονόμασα «η ματαιότητα των ουσιωδών ερώτων».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου