ΧΟ. τάδε μὲν λεύσσεις, φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ· [ἀντ.]
σὺ δὲ τί, φέρε, πρὸς ταῦτα λέξεις; μόνον ὅπως
μή σ᾽ ὁ θυμὸς ἁρπάσας
995 ἐκτὸς οἴσει τῶν ἐλαῶν·
δεινὰ γὰρ κατηγόρηκεν.
ἀλλ᾽ ὅπως, ὦ γεννάδα,
μὴ πρὸς ὀργὴν ἀντιλέξεις,
ἀλλὰ συστείλας ἄκροισι
1000 χρώμενος τοῖς ἱστίοις,
εἶτα μᾶλλον μᾶλλον ἄξεις
καὶ φυλάξεις, ἡνίκ᾽ ἂν τὸ
πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκὸς λάβῃς.
ἀλλ᾽ ὦ πρῶτος τῶν Ἑλλήνων πυργώσας ῥήματα σεμνὰ
1005 καὶ κοσμήσας τραγικὸν λῆρον, θαρρῶν τὸν κρουνὸν ἀφίει.
ΑΙ. θυμοῦμαι μὲν τῇ ξυντυχίᾳ, καί μου τὰ σπλάγχν᾽ ἀγανακτεῖ,
εἰ πρὸς τοῦτον δεῖ μ᾽ ἀντιλέγειν· ἵνα μὴ φάσκῃ δ᾽ ἀπορεῖν με,—
ἀπόκριναί μοι, τίνος οὕνεκα χρὴ θαυμάζειν ἄνδρα ποητήν;
ΕΥ. δεξιότητος καὶ νουθεσίας, ὅτι βελτίους τε ποιοῦμεν
1010 τοὺς ἀνθρώπους ἐν ταῖς πόλεσιν. ΑΙ. ταῦτ᾽ οὖν εἰ μὴ πεπόηκας,
ἀλλ᾽ ἐκ χρηστῶν καὶ γενναίων μοχθηροτάτους ἀπέδειξας,
τί παθεῖν φήσεις ἄξιος εἶναι; ΔΙ. τεθνάναι· μὴ τοῦτον ἐρώτα.
ΑΙ. σκέψαι τοίνυν οἵους αὐτοὺς παρ᾽ ἐμοῦ παρεδέξατο πρῶτον,
εἰ γενναίους καὶ τετραπήχεις, καὶ μὴ διαδρασιπολίτας,
1015 μηδ᾽ ἀγοραίους μηδὲ κοβάλους, ὥσπερ νῦν, μηδὲ πανούργους,
ἀλλὰ πνέοντας δόρυ καὶ λόγχας καὶ λευκολόφους τρυφαλείας
καὶ πήληκας καὶ κνημῖδας καὶ θυμοὺς ἑπταβοείους.
ΕΥ. καὶ δὴ χωρεῖ τουτὶ τὸ κακόν· κρανοποιῶν αὖ μ᾽ ἐπιτρίψει.
ΔΙ. καὶ τί σὺ δράσας οὕτως αὐτοὺς γενναίους ἐξεδίδαξας;
1020 Αἰσχύλε, λέξον, μηδ᾽ αὐθάδως σεμνυνόμενος χαλέπαινε.
***
ΧΟΡ., στον Αισχύλο.
Ξακουστέ Αχιλλέα, τα βλέπεις όλ᾽ αυτά·
σαν τί απόκριση στοχάζεσαι να δώσεις;
Μονάχα η οργή να μη σε παρασύρει
κι έξω απ᾽ τις ελιές σε φέρει·
βαριές σου ᾽πε κατηγόριες,
μα οργισμένο εσύ μη δώσεις
τον αντίλογο, λεβέντη·
με πανιά χαμηλωμένα
1000 έμπα μες στο πέλαο τούτο,
και τον άνεμο σα δεις να καταπέφτει,
να ησυχάζει λίγο λίγο,
τότε αμόλα κι όλο αμόλα το πανί σου.
ΚΟΡ. Ω που απ᾽ όλους τους Έλληνες πρώτος εσύ
μεγαλόπρεπα πύργωσες λόγια
και στη φράση έχεις δώσει μορφή τραγική,
τον κρουνό σου άνοιξέ τον με θάρρος.
ΑΙΣ. Με θυμώνει, είν᾽ αλήθεια, η συνάντηση αυτή
και τα σπλάχνα πολύ μου ταράζει,
μάχη λόγων να πιάνω με τούτον· αλλά,
να μη λέει πως σ᾽ αδιέξοδο πέφτω…
Τον ποιητή για ποιό λόγο είν᾽ ανάγκη κανείς
να θαυμάζει; Σ᾽ αυτό απάντησέ μου.
ΕΥΡ. Για του νου του τη δύναμη, ορμήνιες καλές
γιατί δίνουμε, κι έτσι στις πόλεις
1010 τους ανθρώπους τους κάνουμε ανώτερους. ΑΙΣ. Ναι.
Κι αν δεν έκαμες όσα μας είπες,
παρά εκεί που τους βρήκες γενναίους και χρηστούς
τους κατάντησες φαύλους, για πες μου,
τί σου αξίζει να πάθεις; ΔΙΟ. Εκείνον ρωτάς;
Αμοιβή πρέπει ο θάνατος να ᾽ναι.
ΑΙΣ. Ε λοιπόν, τώρα εξέτασε πώς στην αρχή
τους παράλαβε αυτός από μένα·
ήταν άντρες γενναίοι και τετράπηχοι αυτοί,
ναι, δεν ήταν πολίτες που ο νους τους
πώς το χρέος να ξεφύγουν, χυδαίοι, βρομεροί
όπως τώρα, κι αχρείοι και παλιάτσοι·
από πάνω τους φύσαε πολέμου πνοή,
λόγχες, δόρατα, ασπρόφουντα κράνη,
και κνημίδες, πηλήκια βαριά, και καρδιές
σαν εφτάβοϊδες στέρεες ασπίδες.
ΕΥΡ. Προχωρεί το κακό· με τα κράνη του αυτά
θα με κάμει, το δύστυχο, λιώμα.
ΔΙΟ. Κι εσύ τί έκαμες τάχα, με ποιές διδαχές
την αντρειοσύνη τούς έβαλες τούτη;
1020 Έλα μίλησε, Αισχύλε, και τόσο βαρύς
κι ακατάδεχτος δα να μην είσαι.
σὺ δὲ τί, φέρε, πρὸς ταῦτα λέξεις; μόνον ὅπως
μή σ᾽ ὁ θυμὸς ἁρπάσας
995 ἐκτὸς οἴσει τῶν ἐλαῶν·
δεινὰ γὰρ κατηγόρηκεν.
ἀλλ᾽ ὅπως, ὦ γεννάδα,
μὴ πρὸς ὀργὴν ἀντιλέξεις,
ἀλλὰ συστείλας ἄκροισι
1000 χρώμενος τοῖς ἱστίοις,
εἶτα μᾶλλον μᾶλλον ἄξεις
καὶ φυλάξεις, ἡνίκ᾽ ἂν τὸ
πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκὸς λάβῃς.
ἀλλ᾽ ὦ πρῶτος τῶν Ἑλλήνων πυργώσας ῥήματα σεμνὰ
1005 καὶ κοσμήσας τραγικὸν λῆρον, θαρρῶν τὸν κρουνὸν ἀφίει.
ΑΙ. θυμοῦμαι μὲν τῇ ξυντυχίᾳ, καί μου τὰ σπλάγχν᾽ ἀγανακτεῖ,
εἰ πρὸς τοῦτον δεῖ μ᾽ ἀντιλέγειν· ἵνα μὴ φάσκῃ δ᾽ ἀπορεῖν με,—
ἀπόκριναί μοι, τίνος οὕνεκα χρὴ θαυμάζειν ἄνδρα ποητήν;
ΕΥ. δεξιότητος καὶ νουθεσίας, ὅτι βελτίους τε ποιοῦμεν
1010 τοὺς ἀνθρώπους ἐν ταῖς πόλεσιν. ΑΙ. ταῦτ᾽ οὖν εἰ μὴ πεπόηκας,
ἀλλ᾽ ἐκ χρηστῶν καὶ γενναίων μοχθηροτάτους ἀπέδειξας,
τί παθεῖν φήσεις ἄξιος εἶναι; ΔΙ. τεθνάναι· μὴ τοῦτον ἐρώτα.
ΑΙ. σκέψαι τοίνυν οἵους αὐτοὺς παρ᾽ ἐμοῦ παρεδέξατο πρῶτον,
εἰ γενναίους καὶ τετραπήχεις, καὶ μὴ διαδρασιπολίτας,
1015 μηδ᾽ ἀγοραίους μηδὲ κοβάλους, ὥσπερ νῦν, μηδὲ πανούργους,
ἀλλὰ πνέοντας δόρυ καὶ λόγχας καὶ λευκολόφους τρυφαλείας
καὶ πήληκας καὶ κνημῖδας καὶ θυμοὺς ἑπταβοείους.
ΕΥ. καὶ δὴ χωρεῖ τουτὶ τὸ κακόν· κρανοποιῶν αὖ μ᾽ ἐπιτρίψει.
ΔΙ. καὶ τί σὺ δράσας οὕτως αὐτοὺς γενναίους ἐξεδίδαξας;
1020 Αἰσχύλε, λέξον, μηδ᾽ αὐθάδως σεμνυνόμενος χαλέπαινε.
***
ΧΟΡ., στον Αισχύλο.
Ξακουστέ Αχιλλέα, τα βλέπεις όλ᾽ αυτά·
σαν τί απόκριση στοχάζεσαι να δώσεις;
Μονάχα η οργή να μη σε παρασύρει
κι έξω απ᾽ τις ελιές σε φέρει·
βαριές σου ᾽πε κατηγόριες,
μα οργισμένο εσύ μη δώσεις
τον αντίλογο, λεβέντη·
με πανιά χαμηλωμένα
1000 έμπα μες στο πέλαο τούτο,
και τον άνεμο σα δεις να καταπέφτει,
να ησυχάζει λίγο λίγο,
τότε αμόλα κι όλο αμόλα το πανί σου.
ΚΟΡ. Ω που απ᾽ όλους τους Έλληνες πρώτος εσύ
μεγαλόπρεπα πύργωσες λόγια
και στη φράση έχεις δώσει μορφή τραγική,
τον κρουνό σου άνοιξέ τον με θάρρος.
ΑΙΣ. Με θυμώνει, είν᾽ αλήθεια, η συνάντηση αυτή
και τα σπλάχνα πολύ μου ταράζει,
μάχη λόγων να πιάνω με τούτον· αλλά,
να μη λέει πως σ᾽ αδιέξοδο πέφτω…
Τον ποιητή για ποιό λόγο είν᾽ ανάγκη κανείς
να θαυμάζει; Σ᾽ αυτό απάντησέ μου.
ΕΥΡ. Για του νου του τη δύναμη, ορμήνιες καλές
γιατί δίνουμε, κι έτσι στις πόλεις
1010 τους ανθρώπους τους κάνουμε ανώτερους. ΑΙΣ. Ναι.
Κι αν δεν έκαμες όσα μας είπες,
παρά εκεί που τους βρήκες γενναίους και χρηστούς
τους κατάντησες φαύλους, για πες μου,
τί σου αξίζει να πάθεις; ΔΙΟ. Εκείνον ρωτάς;
Αμοιβή πρέπει ο θάνατος να ᾽ναι.
ΑΙΣ. Ε λοιπόν, τώρα εξέτασε πώς στην αρχή
τους παράλαβε αυτός από μένα·
ήταν άντρες γενναίοι και τετράπηχοι αυτοί,
ναι, δεν ήταν πολίτες που ο νους τους
πώς το χρέος να ξεφύγουν, χυδαίοι, βρομεροί
όπως τώρα, κι αχρείοι και παλιάτσοι·
από πάνω τους φύσαε πολέμου πνοή,
λόγχες, δόρατα, ασπρόφουντα κράνη,
και κνημίδες, πηλήκια βαριά, και καρδιές
σαν εφτάβοϊδες στέρεες ασπίδες.
ΕΥΡ. Προχωρεί το κακό· με τα κράνη του αυτά
θα με κάμει, το δύστυχο, λιώμα.
ΔΙΟ. Κι εσύ τί έκαμες τάχα, με ποιές διδαχές
την αντρειοσύνη τούς έβαλες τούτη;
1020 Έλα μίλησε, Αισχύλε, και τόσο βαρύς
κι ακατάδεχτος δα να μην είσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου