πᾶς γὰρ ἱππηλάτας [στρ. ε.]
καὶ πεδοστιβὴς λεὼς
σμῆνος ὣς ἐκλέλοιπεν μελισ-
σᾶν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῦ,
130 τὸν ἀμφίζευκτον ἐξαμείψας
ἀμφοτέρας ἅλιον
πρῶνα κοινὸν αἴας.
λέκτρα δ᾽ ἀνδρῶν πόθῳ [ἀντ. ε]
πίμπλαται δακρύμασιν·
135 Περσίδες δ᾽ ἁβροπενθεῖς ἑκά-
στα πόθῳ φιλάνορι
τὸν αἰχμήεντα θοῦρον εὐνα-
τῆρ᾽ ἀποπεμψαμένα
λείπεται μονόζυξ.
140 — ἀλλ᾽ ἄγε, Πέρσαι, τόδ᾽ ἐνεζόμενοι
στέγος ἀρχαῖον,
φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον
θώμεθα, χρεία δὲ προσήκει,
πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης βασιλεὺς
145 Δαρειογενής,
[τὸ πατρωνύμιον γένος ἡμέτερον·]
πότερον τόξου ῥῦμα τὸ νικῶν,
ἢ δορικράνου
λόγχης ἰσχὺς κεκράτηκεν.
150 — ἀλλ᾽ ἥδε θεῶν ἴσον ὀφθαλμοῖς
φάος ὁρμᾶται μήτηρ βασιλέως,
βασίλεια δ᾽ ἐμή· προσπίτνω·
καὶ προσφθόγγοις δὲ χρεὼν αὐτὴν
πάντας μύθοισι προσαυδᾶν.
155 — ὦ βαθυζώνων ἄνασσα Περσίδων ὑπερτάτη,
μῆτερ ἡ Ξέρξου γεραιά, χαῖρε, Δαρείου γύναι·
θεοῦ μὲν εὐνάτειρα Περσῶν, θεοῦ δὲ καὶ μήτηρ ἔφυς,
εἴ τι μὴ δαίμων παλαιὸς νῦν μεθέστηκε στρατῷ.
***
Γιατ᾽ ολάκερος ένας λαός
καβαλάρηδες και στρατοκόποι,
όμοια σμάρι μελίσσια, μας άφησε
και πάει άφαντος
το στρατάρχη του ακλουθώντας κατόπι,
αφού εδιάβη τους όχτους της θάλασσας,
130 που ζεμένοι απ᾽ τις δυο τις μεριές
τώρα ενώνουν τις δυο τις στεριές.
Μ᾽ απ᾽ τον πόθον, εδώ, των αντρών
τα κρεβάτια γιομίζουν με δάκρυα
κι οι Περσίδες λιωμένες στο πένθος των
όλες και καθεμιά
που με φίλαντρη αγάπη στην καρδιά
το γενναίο πολεμόχαρον άντρα της
κατευόδωσε – τώρ᾽ απομένει
στην ερμιά της μονόταιρη, η θλιμμένη.
140 Μα έλα, εμείς, από κάτω σ᾽ αυτή
την αρχαία τη στέγη ας καθίσομε,
με φροντίδα βαθειά καλοστόχαστη
–γιατ᾽ η χρεία το καλεί – να εξετάσουμε·
τί να γίνεται τάχα ο Δαρειογέννητος
βασιλιάς μας ο Ξέρξης,
που απ᾽ το γένος του έχει ο λαός
των Περσών τ᾽ όνομά του παρμένο;
να νικά της σαΐτας το ρίξιμο,
ή μην άραγε νίκησε η δύναμη
της σιδεροκέφαλης λόγχης;
Νά, στην ώρα προβαίνει, σα φως
150 απ᾽ τα μάτια των Θεών, κατά δω
του μεγάλου η μητέρα βασιλιά
και δική μου βασίλισσα – εμπρός
πέφτω και προσκυνώ.
κι όπως έχομε χρέος, ταπεινά
ας χαιρετήσομεν όλοι με σέβας.
καὶ πεδοστιβὴς λεὼς
σμῆνος ὣς ἐκλέλοιπεν μελισ-
σᾶν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῦ,
130 τὸν ἀμφίζευκτον ἐξαμείψας
ἀμφοτέρας ἅλιον
πρῶνα κοινὸν αἴας.
λέκτρα δ᾽ ἀνδρῶν πόθῳ [ἀντ. ε]
πίμπλαται δακρύμασιν·
135 Περσίδες δ᾽ ἁβροπενθεῖς ἑκά-
στα πόθῳ φιλάνορι
τὸν αἰχμήεντα θοῦρον εὐνα-
τῆρ᾽ ἀποπεμψαμένα
λείπεται μονόζυξ.
140 — ἀλλ᾽ ἄγε, Πέρσαι, τόδ᾽ ἐνεζόμενοι
στέγος ἀρχαῖον,
φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον
θώμεθα, χρεία δὲ προσήκει,
πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης βασιλεὺς
145 Δαρειογενής,
[τὸ πατρωνύμιον γένος ἡμέτερον·]
πότερον τόξου ῥῦμα τὸ νικῶν,
ἢ δορικράνου
λόγχης ἰσχὺς κεκράτηκεν.
150 — ἀλλ᾽ ἥδε θεῶν ἴσον ὀφθαλμοῖς
φάος ὁρμᾶται μήτηρ βασιλέως,
βασίλεια δ᾽ ἐμή· προσπίτνω·
καὶ προσφθόγγοις δὲ χρεὼν αὐτὴν
πάντας μύθοισι προσαυδᾶν.
155 — ὦ βαθυζώνων ἄνασσα Περσίδων ὑπερτάτη,
μῆτερ ἡ Ξέρξου γεραιά, χαῖρε, Δαρείου γύναι·
θεοῦ μὲν εὐνάτειρα Περσῶν, θεοῦ δὲ καὶ μήτηρ ἔφυς,
εἴ τι μὴ δαίμων παλαιὸς νῦν μεθέστηκε στρατῷ.
***
Γιατ᾽ ολάκερος ένας λαός
καβαλάρηδες και στρατοκόποι,
όμοια σμάρι μελίσσια, μας άφησε
και πάει άφαντος
το στρατάρχη του ακλουθώντας κατόπι,
αφού εδιάβη τους όχτους της θάλασσας,
130 που ζεμένοι απ᾽ τις δυο τις μεριές
τώρα ενώνουν τις δυο τις στεριές.
Μ᾽ απ᾽ τον πόθον, εδώ, των αντρών
τα κρεβάτια γιομίζουν με δάκρυα
κι οι Περσίδες λιωμένες στο πένθος των
όλες και καθεμιά
που με φίλαντρη αγάπη στην καρδιά
το γενναίο πολεμόχαρον άντρα της
κατευόδωσε – τώρ᾽ απομένει
στην ερμιά της μονόταιρη, η θλιμμένη.
140 Μα έλα, εμείς, από κάτω σ᾽ αυτή
την αρχαία τη στέγη ας καθίσομε,
με φροντίδα βαθειά καλοστόχαστη
–γιατ᾽ η χρεία το καλεί – να εξετάσουμε·
τί να γίνεται τάχα ο Δαρειογέννητος
βασιλιάς μας ο Ξέρξης,
που απ᾽ το γένος του έχει ο λαός
των Περσών τ᾽ όνομά του παρμένο;
να νικά της σαΐτας το ρίξιμο,
ή μην άραγε νίκησε η δύναμη
της σιδεροκέφαλης λόγχης;
Νά, στην ώρα προβαίνει, σα φως
150 απ᾽ τα μάτια των Θεών, κατά δω
του μεγάλου η μητέρα βασιλιά
και δική μου βασίλισσα – εμπρός
πέφτω και προσκυνώ.
κι όπως έχομε χρέος, ταπεινά
ας χαιρετήσομεν όλοι με σέβας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου