Κατά τους τελευταίους χρόνους της δημοκρατίας (δεύτερο τέταρτο του 1ου αι. π.Χ.) και τους πρώτους της ηγεμονίας του Αυγούστου (principatus) (28/27 π.Χ.-14 μ.Χ.) (Η έναρξη των «Αυγούστειων χρόνων», της «Αυγούστειας περιόδου», συνδέεται άλλοτε με τη νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο (31 π.Χ.) και αργότερα στην Αλεξάνδρεια (30 π.Χ.), άλλοτε με την έναρξη του principatus, της ηγεμονίας του Αυγούστου (ο Οκταβιανός παίρνει τον τίτλο Augustus στις 16 Ιανουαρίου του 27 π.Χ.): όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ο Αύγουστος (Res Gestae 34.1), κατά την έκτη (28 π.Χ.) και την έβδομη υπατεία του (27 π.Χ.) η ρωμαϊκή πολιτεία (res publica - ο Αύγουστος την ονομάζει στα ελληνικά κυριεία) πέρασε από τη δική του εξουσία στη δικαιοδοσία του ρωμαϊκού λαού και της Συγκλήτου) παρατηρείται στη Ρώμη εξάπλωση της γραφής και της ανάγνωσης, όπως και της αγοράς του βιβλίου. Αυξάνεται μάλιστα ο αριθμός των ιδιωτικών βιβλιοθηκών, ενώ ιδρύονται και δημόσιες βιβλιοθήκες - η πρώτη το 39 π.Χ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η συνάντηση των δύο πολιτισμών, του ελληνικού και του ρωμαϊκού, περνά σε μια από τις πιο γόνιμες φάσεις της. Ειδικότερα η ρητορική έχει την καταξιωμένη πια θέση της ως βασικό τμήμα της ανώτατης εκπαίδευσης εκείνων που μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές τους.
Η ρητορεία είναι η περιοχή της γραμματείας όπου οι πολιτικές μεταβολές καταγράφονται με ακρίβεια σεισμογράφου: συγκεκριμένα είδη λόγου χάνουν τώρα τη σημασία τους, ενώ άλλα αποκτούν μεγαλύτερη. Καθώς μάλιστα με το τέλος της ρωμαϊκής δημοκρατίας οι ευκαιρίες για εκφώνηση ελεύθερου δημόσιου λόγου περιορίζονται σημαντικά, οι ρητοροδιδάσκαλοι στρέφουν το ενδιαφέρον τους προπαντός σε ζητήματα ύφους και αισθητικής, με αποτέλεσμα η επαφή της τέχνης τους με την καθαρή λογοτεχνία να γίνεται ολοένα και πιο στενή και οι αμοιβαίες επιδράσεις αναπόφευκτες.
Άλλωστε οι ρητορικές σχολές δεν προετοιμάζουν μόνο πολιτικούς ή δικανικούς ρήτορες αλλά και καθαρούς διανοητές, ανθρώπους του πνεύματος που θα αφοσιωθούν προπαντός στη λογοτεχνική γραφή. Αρχίζει μάλιστα αυτή την εποχή να διαδίδεται η συνήθεια της εκφώνησης λόγων (declamationes) σε αίθουσες διαλέξεων. Τώρα έχουν την ευκαιρία ακόμη και πρόσωπα που δεν ανήκουν στην τάξη των Συγκλητικών να αναδείξουν το πνεύμα και το ρητορικό τους ταλέντο παρουσιάζοντας μάλιστα θέματα εντελώς φανταστικά.
Κατά την ίδια περίοδο ο αττικισμός θα περάσει στη δεύτερη φάση του (με εκπροσώπους το Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα και τον Καικίλιο από την Καλή Ακτή): με κλασικιστική διάθεση αναδεικνύονται τώρα σε γλωσσικά πρότυπα οι αττικοί συγγραφείς του 5ου και του μεγαλύτερου μέρους του 4ου αι. π.Χ.
Εξάλλου προς τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. εκδηλώνεται στη Ρώμη η διαμάχη μεταξύ δύο σημαντικών ρητοροδιδασκάλων: του Απολλόδωρου από την Πέργαμο, δασκάλου του Οκταβιανού, και του Θεόδωρου από τα Γάδαρα, δασκάλου του Τιβέριου. Ο πρώτος φαίνεται πως υποστήριζε την επιβολή ενός αυστηρού κανονιστικού ρητορικού συστήματος, προκειμένου να επιτύχει κανείς ως ρήτορας, συντάκτης δηλαδή λόγων, ικανοποιητικά αποτελέσματα, ενώ ο δεύτερος αναγνώριζε τη δύναμη της φυσικής και ελεύθερης έμπνευσης.
Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς
Αυτός ο λόγιος Έλληνας της Ανατολής, που έζησε και έδρασε στη Ρώμη κατά το δεύτερο μισό του τελευταίου προχριστιανικού αιώνα (30/29-10/8 π.Χ., γεννήθηκε γύρω στα 60 π.Χ.), ασχολήθηκε με πλήθος θεμάτων, που είναι δύσκολο να διακριθούν ειδολογικά. Πρόκειται γενικά για ζητήματα ρητορικής, προβλήματα ύφους και λογοτεχνικής κριτικής, γλώσσας και γραμματικής. Το ενδιαφέρον όμως του Διονυσίου κέρδισε και η ρωμαϊκή ιστορία.
Στο έργο του Περὶ τῶν ἀρχαίων ῥητόρων (ὑπομνηματισμοί), που δεν έχει διασωθεί ολόκληρο, φαίνεται πως ανήκαν πραγματείες για σημαντικούς αττικούς ρήτορες - από αυτές μας έχουν διασωθεί οι μελέτες για τον Λυσία, τον Ισοκράτη, τον Ισαίο, τον Δημοσθένη. Στο Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων, πιθανόν το σημαντικότερο από τα διασωθέντα έργα του, ο Διονύσιος πραγματεύτηκε το θέμα πώς πρέπει κανείς να συνδυάζει τις λέξεις στον λόγο, ώστε το κείμενό του να συγκινεί αισθητικά. Συνέταξε ακόμη το έργο Περὶ μιμήσεως -σώζεται αποσπασματικά-, τις επιστολές Πρὸς Γναῖον Πομπήιον Γέμινον, Πρὸς Ἀμμαῖον Ι και Πρὸς Ἀμμαῖον ΙΙ και δύο ακόμη πραγματείες, μία για τον Θουκυδίδη (Περὶ τοῦ Θουκυδίδου χαρακτῆρος) και μία για τον Δείναρχο. Η Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, από την οποία έχει διασωθεί μόνο ένα μέρος, ανήκει στο είδος της ιστοριογραφίας. Στα έργα που δεν έχουν διασωθεί ανήκει η διδασκαλία του για τους ρητορικούς τρόπους και τα σχήματα (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 9.3.89), ένα κείμενο πολεμικής με τον τίτλο Ὑπὲρ τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας πρὸς τοὺς κατατρέχοντας αὐτῆς ἀδίκως και μια υπεράσπιση της ρητορικής έναντι των φιλοσόφων (πιθανόν των επικουρείων). Η Τέχνη Ῥητορική που του αποδίδεται δεν είναι, πιθανότατα, γνήσιο έργο.
Στα σωζόμενα συγγράμματα τη σκέψη και τον προβληματισμό του Διονυσίου διεκδικεί κυρίως η λέξις ως μέρος της ρητορικής τέχνης, ἔργον δηλαδή του ρήτορα. Άλλωστε στην εποχή του πια είναι η αισθητική του λόγου και όχι η επιχειρηματολογία που προκαλεί το ενδιαφέρον των ρητοροδιδασκάλων. Εξάλλου ολόκληρο το έργο του συνέχει η εμμονή στην έννοια της μίμησης. Στα ρητορικά έργα το ζήτημα είναι η μίμηση των καλύτερων στοιχείων των έργων διαφόρων κλασικών συγγραφέων, ενώ στο ιστορικό του κείμενο προβάλλεται ως ζητούμενο η μίμηση των αρχαίων Ρωμαίων ως ηθικών προτύπων.
Ο Διονύσιος είναι ο βασικός εκφραστής της κίνησης της «δεύτερης φάσης» του αττικισμού που δεν περιορίζεται πια στα ιδεώδη των αττικιστών αντιπάλων του Κικέρωνα (το απλό και καθαρό ύφος των αττικών ρητόρων - κυρίως αυτό του Λυσία), αλλά προβάλλει γενικά τα κείμενα του 5ου και του μεγαλύτερου μέρους του 4ου αι. π.Χ. ως λογοτεχνικά και ρητορικά πρότυπα και αρνιέται ό,τι γεννήθηκε σε μεταγενέστερες εποχές ως προϊόν γλωσσικής αλλά και ιδεολογικής παρακμής και εκφυλισμού - την έναρξη αυτής της περιόδου παρακμής σηματοδοτεί κατά τον Διονύσιο ο θάνατος του Μ. Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. Από αυτήν την άποψη, το έργο του Περὶ τῶν ἀρχαίων ῥητόρων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «μανιφέστο του κλασικισμού». Αν η τέχνη του λόγου οφείλει να ακμάσει και πάλι, θα πρέπει να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά που είχε η ἀρχαία καὶ φιλόσοφος ῥητορική (Περὶ τῶν ἀρχαίων ῥητόρων 1.1.10-11 Usener-Radermacher)· άλλωστε η αττική λογοτεχνία θα πρέπει να μελετηθεί όχι απλά για τη γλώσσα της αλλά και για το περιεχόμενο και τις ιδέες της. Σε κάθε περίπτωση, κατά την άποψη του συγγραφέα, η ρωμαϊκή ηγεμονία προσφέρει τις συνθήκες για την αναβίωση της ρητορείας κατά τα αρχαία αττικά πρότυπα.
Τα ρητορικά συγγράμματα του Διονυσίου περιέργως δεν κίνησαν την προσοχή των ρητόρων στους επόμενους αιώνες. Μόλις μέσα στον 3ο αι. αρχίζει να αναφαίνεται κάποιο ενδιαφέρον (από τα μέλη του κύκλου του Λογγίνου), ενώ από τον 5ο αι. ο Διονύσιος απολαμβάνει τεράστια φήμη στην ελληνόφωνη Ανατολή ως κριτικός της λογοτεχνίας. Η αγγλική και γαλλική λογοτεχνική κριτική (Boileau, Pope, Tennyson) του τέλους του 17ου αι. βρίσκονται κάτω από την ισχυρή επιρροή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου