ΔΑ. τοιγάρ σφιν ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον
760 μέγιστον, ἀείμνηστον, οἷον οὐδέπω
τόδ᾽ ἄστυ Σούσων ἐξεκείνωσ᾽ ἐμπεσόν,
ἐξ οὗτε τιμὴν Ζεὺς ἄναξ τήνδ᾽ ὤπασεν,
ἕν᾽ ἄνδρα πάσης Ἀσίδος μηλοτρόφου
ταγεῖν, ἔχοντα σκῆπτρον εὐθυντήριον.
765 Μῆδος γὰρ ἦν ὁ πρῶτος ἡγεμὼν στρατοῦ·
ἄλλος δ᾽ ἐκείνου παῖς τόδ᾽ ἔργον ἤνυσεν·
φρένες γὰρ αὐτοῦ θυμὸν ᾠακοστρόφουν.
τρίτος δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ Κῦρος, εὐδαίμων ἀνήρ,
ἄρξας ἔθηκε πᾶσιν εἰρήνην φίλοις·
770 Λυδῶν δὲ λαὸν καὶ Φρυγῶν ἐκτήσατο,
Ἰωνίαν τε πᾶσαν ἤλασεν βίᾳ.
θεὸς γὰρ οὐκ ἤχθηρεν, ὡς εὔφρων ἔφυ.
Κύρου δὲ παῖς τέταρτος ηὔθυνε στρατόν.
πέμπτος δὲ Μάρδος ἦρξεν, αἰσχύνη πάτρᾳ
775 θρόνοισί τ᾽ ἀρχαίοισι· τὸν δὲ σὺν δόλῳ
Ἀρταφρένης ἔκτεινεν ἐσθλὸς ἐν δόμοις,
ξὺν ἀνδράσιν φίλοισιν, οἷς τόδ᾽ ἦν χρέος.
[ἕκτος δὲ Μάραφις, ἕβδομος δ᾽ Ἀρταφρένης.]
κἀγὼ πάλου τ᾽ ἔκυρσα τοῦπερ ἤθελον,
780 κἀπεστράτευσα πολλὰ σὺν πολλῷ στρατῷ·
ἀλλ᾽ οὐ κακὸν τοσόνδε προσέβαλον πόλει.
Ξέρξης δ᾽ ἐμὸς παῖς νέος ἐὼν νέα φρονεῖ,
κοὐ μνημονεύει τὰς ἐμὰς ἐπιστολάς·
εὖ γὰρ σαφῶς τόδ᾽ ἴστ᾽, ἐμοὶ ξυνήλικες,
785 ἅπαντες ἡμεῖς, οἳ κράτη τάδ᾽ ἔσχομεν,
οὐκ ἂν φανεῖμεν πήματ᾽ ἔρξαντες τόσα.
ΧΟ. τί οὖν, ἄναξ Δαρεῖε; ποῖ καταστρέφεις
λόγων τελευτήν; πῶς ἂν ἐκ τούτων ἔτι
πράσσοιμεν ὡς ἄριστα Περσικὸς λεώς;
790 ΔΑ. εἰ μὴ στρατεύοισθ᾽ ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον,
μηδ᾽ εἰ στράτευμα πλεῖον ᾖ τὸ Μηδικόν.
αὐτὴ γὰρ ἡ γῆ ξύμμαχος κείνοις πέλει.
ΧΟ. πῶς τοῦτ᾽ ἔλεξας, τίνι τρόπῳ δὲ συμμαχεῖ;
ΔΑ. κτείνουσα λιμῷ τοὺς ὑπερπόλλους ἄγαν.
795 ΧΟ. ἀλλ᾽ εὐσταλῆ τοι λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον.
ΔΑ. ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὁ μείνας νῦν ἐν Ἑλλάδος τόποις
στρατὸς κυρήσει νοστίμου σωτηρίας.
ΧΟ. πῶς εἶπας; οὐ γὰρ πᾶν στράτευμα βαρβάρων
περᾷ τὸν Ἕλλης πορθμὸν Εὐρώπης ἄπο;
***
ΔΑΡΕΙΟΣ
Οι εργάτες είν᾽ αυτοί λοιπόν της πιο μεγάλης
760 κι αξέχαστης καταστροφής, που τέτοια ως τώρα
δε ρήμαξε ποτέ τη πόλη αυτή των Σούσων,
απ᾽ όταν παραχώρησεν ο Δίας πατέρας
σ᾽ έν᾽ άντρα το προνόμιο αυτό, να εξουσιάζει
ολόκληρη την προβατόθροφην Ασία
και να την κυβερνά με το σκήπτρο στο χέρι.
Του στρατού πρώτος βασιλιάς γένηκε ο Μήδος,
και το έργο του αποτέλειωσε κατόπι ο γιος του,
γιατ᾽ είχε στις ορμές κυβερνήτη το νου του·
Τρίτος ο Κύρος, βασιλιάς ευτυχισμένος,
που χάρισεν ειρήνη σ᾽ όλους τους λαούς του
770 κι ακόμα τους Λυδούς υπόταξε και Φρύγες
και δάμασ᾽ όλη με τη βιά την Ιωνία,
γιατ᾽ είχε γνώση κι ο θεός εχθρός δεν του ήταν.
Ο γιος του Κύρου ο τέταρτος ήταν στρατάρχης,
πέμπτος βασίλεψεν ο Μάρδης, της πατρίδας
και των αρχαίων των θρόνων ντρόπιασμα, ως που μέσα
στα παλάτια με δόλο ο άξιος ο Αρταφέρνης
μ᾽ άλλους μαζί τον σκότωσε πιστούς συντρόφους,
που αυτό το χρέος τους έπεφτε. Κι εγώ κατόπι,
αφού ο λαχνός μού πέτυχε που επιθυμούσα,
780 πολλούς πολέμους σήκωσα με στρατών πλήθη,
δίχως ποτέ αφορμή τόσου κακού να γίνω
στη χώρα μου· μα ο γιος μου ο Ξέρξης, σα νέος που ᾽ναι,
έχει μυαλά νεανικά και δε θυμάται
τις πατρικές παραγγελιές μου. Μα εσείς, φίλοι
συνομήλικοι, ξέρετε καλά, πως όλοι
οι άλλοι μαζί, που αυτό ανεβήκαμε το θρόνο,
δε θα βρεθεί τόσο κακό να ᾽χομε κάμει.
ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν, σε ποιό συμπέρασμα τα λόγια αυτά σου,
βασιλέα Δαρείε, σταματούν; πώς θα μπορούσε
κι ύστερ᾽ ακόμα απ᾽ όλ᾽ αυτά για μας τους Πέρσες
να στρέψει πάλι στο καλύτερον η τύχη;
ΔΑΡΕΙΟΣ
790 Αν πια πολέμους δεν κινήσετε στον τόπο
των Ελλήνων, ούτε κι αν πιότερο είναι ακόμα
το μηδικό το στράτευμα· γιατί την ίδια
τη χώρα τους έχουν εκείνοι σύμμαχό τους.
ΧΟΡΟΣ
Τί θες να πεις; και πώς την έχουν σύμμαχό τους;
ΔΑΡΕΙΟΣ
Τους πάρα και πολλούς σκοτώνει με την πείνα.
ΧΟΡΟΣ
Θα στείλομ᾽ εκλεχτό στρατό ελαφροζωσμένους.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Μα ουδέ κι αυτός, πὄμεινε τώρα στην Ελλάδα,
του γυρισμού του θενα βρει το δρόμο πίσω.
ΧΟΡΟΣ
Τί λες, λοιπόν δεν πέρασ᾽ όλος των βαρβάρων
ο στρατός τον Ελλήσποντο απ᾽ την Ευρώπη;
760 μέγιστον, ἀείμνηστον, οἷον οὐδέπω
τόδ᾽ ἄστυ Σούσων ἐξεκείνωσ᾽ ἐμπεσόν,
ἐξ οὗτε τιμὴν Ζεὺς ἄναξ τήνδ᾽ ὤπασεν,
ἕν᾽ ἄνδρα πάσης Ἀσίδος μηλοτρόφου
ταγεῖν, ἔχοντα σκῆπτρον εὐθυντήριον.
765 Μῆδος γὰρ ἦν ὁ πρῶτος ἡγεμὼν στρατοῦ·
ἄλλος δ᾽ ἐκείνου παῖς τόδ᾽ ἔργον ἤνυσεν·
φρένες γὰρ αὐτοῦ θυμὸν ᾠακοστρόφουν.
τρίτος δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ Κῦρος, εὐδαίμων ἀνήρ,
ἄρξας ἔθηκε πᾶσιν εἰρήνην φίλοις·
770 Λυδῶν δὲ λαὸν καὶ Φρυγῶν ἐκτήσατο,
Ἰωνίαν τε πᾶσαν ἤλασεν βίᾳ.
θεὸς γὰρ οὐκ ἤχθηρεν, ὡς εὔφρων ἔφυ.
Κύρου δὲ παῖς τέταρτος ηὔθυνε στρατόν.
πέμπτος δὲ Μάρδος ἦρξεν, αἰσχύνη πάτρᾳ
775 θρόνοισί τ᾽ ἀρχαίοισι· τὸν δὲ σὺν δόλῳ
Ἀρταφρένης ἔκτεινεν ἐσθλὸς ἐν δόμοις,
ξὺν ἀνδράσιν φίλοισιν, οἷς τόδ᾽ ἦν χρέος.
[ἕκτος δὲ Μάραφις, ἕβδομος δ᾽ Ἀρταφρένης.]
κἀγὼ πάλου τ᾽ ἔκυρσα τοῦπερ ἤθελον,
780 κἀπεστράτευσα πολλὰ σὺν πολλῷ στρατῷ·
ἀλλ᾽ οὐ κακὸν τοσόνδε προσέβαλον πόλει.
Ξέρξης δ᾽ ἐμὸς παῖς νέος ἐὼν νέα φρονεῖ,
κοὐ μνημονεύει τὰς ἐμὰς ἐπιστολάς·
εὖ γὰρ σαφῶς τόδ᾽ ἴστ᾽, ἐμοὶ ξυνήλικες,
785 ἅπαντες ἡμεῖς, οἳ κράτη τάδ᾽ ἔσχομεν,
οὐκ ἂν φανεῖμεν πήματ᾽ ἔρξαντες τόσα.
ΧΟ. τί οὖν, ἄναξ Δαρεῖε; ποῖ καταστρέφεις
λόγων τελευτήν; πῶς ἂν ἐκ τούτων ἔτι
πράσσοιμεν ὡς ἄριστα Περσικὸς λεώς;
790 ΔΑ. εἰ μὴ στρατεύοισθ᾽ ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον,
μηδ᾽ εἰ στράτευμα πλεῖον ᾖ τὸ Μηδικόν.
αὐτὴ γὰρ ἡ γῆ ξύμμαχος κείνοις πέλει.
ΧΟ. πῶς τοῦτ᾽ ἔλεξας, τίνι τρόπῳ δὲ συμμαχεῖ;
ΔΑ. κτείνουσα λιμῷ τοὺς ὑπερπόλλους ἄγαν.
795 ΧΟ. ἀλλ᾽ εὐσταλῆ τοι λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον.
ΔΑ. ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὁ μείνας νῦν ἐν Ἑλλάδος τόποις
στρατὸς κυρήσει νοστίμου σωτηρίας.
ΧΟ. πῶς εἶπας; οὐ γὰρ πᾶν στράτευμα βαρβάρων
περᾷ τὸν Ἕλλης πορθμὸν Εὐρώπης ἄπο;
***
ΔΑΡΕΙΟΣ
Οι εργάτες είν᾽ αυτοί λοιπόν της πιο μεγάλης
760 κι αξέχαστης καταστροφής, που τέτοια ως τώρα
δε ρήμαξε ποτέ τη πόλη αυτή των Σούσων,
απ᾽ όταν παραχώρησεν ο Δίας πατέρας
σ᾽ έν᾽ άντρα το προνόμιο αυτό, να εξουσιάζει
ολόκληρη την προβατόθροφην Ασία
και να την κυβερνά με το σκήπτρο στο χέρι.
Του στρατού πρώτος βασιλιάς γένηκε ο Μήδος,
και το έργο του αποτέλειωσε κατόπι ο γιος του,
γιατ᾽ είχε στις ορμές κυβερνήτη το νου του·
Τρίτος ο Κύρος, βασιλιάς ευτυχισμένος,
που χάρισεν ειρήνη σ᾽ όλους τους λαούς του
770 κι ακόμα τους Λυδούς υπόταξε και Φρύγες
και δάμασ᾽ όλη με τη βιά την Ιωνία,
γιατ᾽ είχε γνώση κι ο θεός εχθρός δεν του ήταν.
Ο γιος του Κύρου ο τέταρτος ήταν στρατάρχης,
πέμπτος βασίλεψεν ο Μάρδης, της πατρίδας
και των αρχαίων των θρόνων ντρόπιασμα, ως που μέσα
στα παλάτια με δόλο ο άξιος ο Αρταφέρνης
μ᾽ άλλους μαζί τον σκότωσε πιστούς συντρόφους,
που αυτό το χρέος τους έπεφτε. Κι εγώ κατόπι,
αφού ο λαχνός μού πέτυχε που επιθυμούσα,
780 πολλούς πολέμους σήκωσα με στρατών πλήθη,
δίχως ποτέ αφορμή τόσου κακού να γίνω
στη χώρα μου· μα ο γιος μου ο Ξέρξης, σα νέος που ᾽ναι,
έχει μυαλά νεανικά και δε θυμάται
τις πατρικές παραγγελιές μου. Μα εσείς, φίλοι
συνομήλικοι, ξέρετε καλά, πως όλοι
οι άλλοι μαζί, που αυτό ανεβήκαμε το θρόνο,
δε θα βρεθεί τόσο κακό να ᾽χομε κάμει.
ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν, σε ποιό συμπέρασμα τα λόγια αυτά σου,
βασιλέα Δαρείε, σταματούν; πώς θα μπορούσε
κι ύστερ᾽ ακόμα απ᾽ όλ᾽ αυτά για μας τους Πέρσες
να στρέψει πάλι στο καλύτερον η τύχη;
ΔΑΡΕΙΟΣ
790 Αν πια πολέμους δεν κινήσετε στον τόπο
των Ελλήνων, ούτε κι αν πιότερο είναι ακόμα
το μηδικό το στράτευμα· γιατί την ίδια
τη χώρα τους έχουν εκείνοι σύμμαχό τους.
ΧΟΡΟΣ
Τί θες να πεις; και πώς την έχουν σύμμαχό τους;
ΔΑΡΕΙΟΣ
Τους πάρα και πολλούς σκοτώνει με την πείνα.
ΧΟΡΟΣ
Θα στείλομ᾽ εκλεχτό στρατό ελαφροζωσμένους.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Μα ουδέ κι αυτός, πὄμεινε τώρα στην Ελλάδα,
του γυρισμού του θενα βρει το δρόμο πίσω.
ΧΟΡΟΣ
Τί λες, λοιπόν δεν πέρασ᾽ όλος των βαρβάρων
ο στρατός τον Ελλήσποντο απ᾽ την Ευρώπη;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου