Η παράμετρος που θέτει ο Αριστοτέλης για την κατάκτηση ή όχι της ευτυχίας είναι ο χρόνος. Δε φτάνει να νιώσει κανείς ευτυχία για να πούμε ότι είναι ευτυχισμένος. Πρέπει η ευτυχία να έχει σταθερότητα, να έχει δηλαδή διάρκεια: «Ένα, πράγματι, μόνο χελιδόνι δεν κάνει την άνοιξη, ούτε και μια μόνο μέρα· έτσι ακριβώς δε φτάνει να κάνει ευτυχισμένο και ευδαίμονα τον άνθρωπο μια μόνο μέρα ή μια μικρή περίοδος χρόνου». (1098a 7, 21-23).
Οι περιστασιακές στιγμές ευφορίας δεν πρέπει να συγχέονται με την ευτυχία, καθώς, σε τελική ανάλυση, δεν την εξασφαλίζουν. Η ευτυχία, ως έννοια βαθύτερη από κάθε παροδική χαρά, δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την καθημερινότητα. Αυτό που λέμε ευτυχισμένη ζωή αφορά την εκπλήρωση εκείνων των προϋποθέσεων, που δίνουν στον άνθρωπο ικανοποίηση από την ίδια την κανονικότητά τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος δε χρειάζεται κάποιο μεγάλο γεγονός για να νιώσει χαρά (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάτι τέτοιο δε θα ήταν ευπρόσδεκτο ή ότι δε θα είναι σε θέση να το εκτιμήσει), αφού η ίδια η ζωή του είναι η πηγή της χαράς. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για το ακλόνητο της αταραξίας, αλλά για την εύρεση της ισορροπίας που εναρμονίζει τον εαυτό με το περιβάλλον.
Οι προσπάθειες του ανθρώπου να βρει ευτυχία μέσω των πρόσκαιρων απολαύσεων είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, αφού το εφήμερο (για να μην πούμε το στιγμιαίο) είναι αδύνατο να προσφέρει τη σταθερότητα. Το δυστυχισμένο παιδί δεν μπορεί να γίνει ευτυχισμένο, ακόμη κι αν του προσφερθεί το μεγαλύτερο παγωτό του κόσμου. Ομοίως, ένα παιδί που λαμβάνει καθημερινά το ίδιο εξαίσιο παγωτό, δεν είναι βέβαιο ότι ευτυχεί. Η προσωρινή χαρά έχει αξία μόνο όταν συνδυάζεται με εκείνες τις συνθήκες που εξασφαλίζουν την ευτυχία, αλλιώς είναι περιστασιακή ανακούφιση. Κι αυτή ακριβώς είναι η σύγχυση του ανθρώπου, που αντιλαμβάνεται τις εφήμερες ηδονές σαν κλειδί για την ευδαιμονία. Η θεοποίηση του χρήματος, που μετατρέπει τα πάντα σε κατανάλωση, καταδεικνύει ακριβώς αυτό. Η ευτυχία όμως, δεν είναι καταναλωτικό αγαθό κι ως εκ τούτου δεν αγοράζεται.
Βεβαίως, ο Αριστοτέλης δεν υποτιμά καθόλου τα υλικά αγαθά. Η επάρκειά τους κρίνεται απαραίτητη για να οδηγηθεί κανείς την ευτυχία. Γι’ αυτό και κάνει λόγο για αυτάρκεια. Δεν είναι όμως αυτοσκοπός, είναι το μέσο. Με άλλα λόγια, η υλική επάρκεια δε σηματοδοτεί την εξασφάλιση της ευτυχίας, αλλά την κάλυψη των αναγκών, δηλαδή την προϋπόθεση, ώστε να μπορέσει κανείς να φτάσει στην ευτυχία, η οποία εν τέλει αφορά την ψυχή: «Με τα αγαθά, λοιπόν, να έχουν χωριστεί σε τρεις κατηγορίες, δηλαδή στα λεγόμενα εξωτερικά, σ’ αυτά που σχετίζονται με την ψυχή και σ’ αυτά που σχετίζονται με το σώμα, ονομάζουμε όλοι κατεξοχήν αγαθά – αγαθά στην κυριολεξία – αυτά που σχετίζονται με την ψυχή». (1098b 8, 15-17).
Ευτυχία χωρίς ψυχική συμμετοχή δεν μπορεί να υπάρξει. Κι όταν λέμε ψυχική συμμετοχή εννοούμε τη σύμπλευση της λογικής με το συναίσθημα. Η άρνηση της λογικής για χάρη μιας παρόρμησης, αν γίνεται επανειλημμένα (σε βαθμό που να θεωρείται μια μόνιμη κατάσταση), δεν καταδεικνύει τη συναισθηματική ολοκλήρωση αλλά το πάθος. Από την άλλη, η καταπίεση των συναισθημάτων στο όνομα της λογικής αποτελεί μια άλλη μορφή παραλόγου, καθώς δεν υπάρχει τίποτε λογικότερο από το να ικανοποιεί κανείς τα συναισθήματά του. Αυτός είναι ο λόγος που η ψυχή πρέπει να ενεργήσει επιφέροντας την απαραίτητη ισορροπία με την ικανοποίηση των συναισθημάτων και τη χαλιναγώγηση των παθών.
Η εξισορρόπηση αυτών είναι που θα κάνει τον άνθρωπο να προβαίνει στις σωστές ενέργειες εξασφαλίζοντας την ευζωία, επιφέροντας δηλαδή την προσωπική ολοκλήρωση: «… το τέλος το ταυτίζουμε με κάποιες πράξεις και κάποιες ενέργειες· γιατί έτσι το τέλος παίρνει θέση μεταξύ των αγαθών που σχετίζονται με την ψυχή και όχι μεταξύ των εξωτερικών αγαθών. Με τον ορισμό μας συνάδει και η πίστη ότι ο ευδαίμων άνθρωπος ζει καλά και πράττει καλά – δεν το είπαμε πράγματι κάπως έτσι, ότι η ευδαιμονία είναι ευζωία και ευ-πραξία;» (1098b 8,22-25).
Όμως, η χαλιναγώγηση των παθών δεν είναι παρά η πραγμάτωση της αρετής. Το πάθος για το χρήμα, ο άκρατος εγωισμός, η δίψα για εξουσία, η εμμονή στις ηδονές που η εκπλήρωσή τους προϋποθέτει την καταπίεση του άλλου, είναι τα κίνητρα που αντιμάχονται στην αρετή. Η παράδοση του ανθρώπου σ’ αυτά είναι η κατάλυση της ψυχικής ισορροπίας, αφού η συναισθηματική παρόρμηση της πρόσκαιρης ικανοποίησης υπερβαίνει τη σταθερότητα της ψυχικής γαλήνης που απαιτεί η ευτυχία. Σε τελική ανάλυση, όλα αυτά δεν είναι παρά η υπερβολή που διαλύει τη μεσότητα. Και η υπερβολή δε συμπλέει με τη λογική. Ούτε είναι γνώρισμα του σώφρονα ανθρώπου.
Σχεδόν μαθηματικά οι άνθρωποι που υποκύπτουν σε τέτοια πάθη δεν ευτυχούν. Η γνώση της απόρριψης από τους άλλους, ακόμη κι αν κανείς δεν το εκφράζει ανοιχτά, η καχυποψία, η αρρωστημένη ανταγωνιστικότητα, το επιφανειακό των σχέσεων, ο φθόνος για τις επιτυχίες του άλλου, η τάση επίδειξης, η άρνηση της αυτογνωσίας και η τελική ανασφάλεια (που μοιραία επέρχεται) καταλύουν κάθε έννοια ισορροπίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ευτυχία αντικαθίσταται από την απατηλή ανακούφιση των υλικών απολαύσεων. Όμως, η αντικατάσταση δεν είναι αποκατάσταση – πολύ περισσότερο εκπλήρωση.
Για να φτάσουμε και πάλι στο συμπέρασμα ότι η ψυχή πρέπει να ενεργήσει, ώστε να τεθούν οι σωστές προτεραιότητες, προκειμένου να νιώθει κανείς χαρά με τα πράγματα που αξίζουν στ’ αλήθεια: «Όπως στην Ολυμπία το στεφάνι της νίκης το κερδίζουν όχι οι πιο όμορφοι και οι πιο ρωμαλέοι αλλά αυτοί που συμμετέχουν στους αγώνες (γιατί κάποιοι από αυτούς είναι που αναδεικνύονται νικητές), έτσι και τα ωραία και τα καλά της ζωής τα κερδίζουν αυτοί που ενεργούν σωστά». (1099a 8, 4-8).
Και ενεργούν σωστά όσοι κινούνται σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρετής: «Με αυτούς λοιπόν που ταυτίζουν την ευδαιμονία με την αρετή ή με κάποια αρετή ο ορισμός μας βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία· στην αρετή έχει, πράγματι, την αρχή της η ενάρετη ενέργεια». (1098b 8, 35-38).
Αφού καταδειχθεί ότι η σωστή πράξη είναι αυτή που διέπεται από την αρετή, αυτό που μένει είναι η διασφάλιση της ταυτόχρονης συναισθηματικής ικανοποίησης, για την επίτευξη της πληρότητας που θα επέλθει από τη σύζευξη λογικής και συναισθήματος. Και η συναισθηματική ικανοποίηση σχετίζεται με την εκπλήρωση αυτών που αγαπάει ο καθένας: «… στον κάθε άνθρωπο ευχάριστο είναι αυτό που αγαπάει: το άλογο σ’ αυτόν που αγαπάει τα άλογα, το θέαμα σ’ αυτόν που αγαπάει τα θεάματα· με τον ίδιο τρόπο οι δίκαιες πράξεις σ’ αυτόν που αγαπάει τη δικαιοσύνη, και, γενικά, οι ενάρετες πράξεις σ’ αυτόν που αγαπάει την αρετή». (1099a 8, 10-13). Κι ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει καταδεικνύοντας την προβληματική που αποπροσανατολίζει τους περισσότερους ανθρώπους: «Στην πλειονότητα των ανθρώπων τα ευχάριστα γι’ αυτούς πράγματα βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους για το λόγο ότι δεν είναι ευχάριστα από τη φύση τους». (1099a 8, 13-14).
Και βέβαια, ευχάριστα από τη φύση τους είναι αυτά που υπηρετούν την αρετή. Κάθε προσπάθεια αποσύνδεσης του ευχάριστου από την αρετή δεν είναι παρά η σύγχυση ανάμεσα στην πράξη και τα αποτελέσματά της. Γιατί η διάπραξη ενός αδικήματος είναι αδύνατο να θεωρείται ευχάριστη. Ευχάριστα μπορεί να είναι τα αποτελέσματα μετά από αυτήν, επειδή προφανώς θα επιτευχθούν οικονομικά ή οποιαδήποτε άλλα οφέλη. Με άλλα λόγια, το ότι μπορεί κάποιος να νιώσει ευχαρίστηση από τα αποτελέσματα μιας αδικίας δε σημαίνει ότι είναι ευχάριστη η καθαυτή διάπραξή της. Αυτός που νιώθει ευχαρίστηση πράττοντας το κακό, αυτός δηλαδή που το κάνει γιατί αντλεί ηδονή κάνοντάς το είναι προφανώς διαταραγμένος.
Ο Αριστοτέλης θέτει το ζήτημα αντίστροφα: «σ’ αυτά που είπαμε πρέπει να προσθέσουμε και τούτο: ο άνθρωπος που δε βρίσκει ευχαρίστηση στις ωραίες πράξεις δεν είναι καν ένας καλός άνθρωπος. Ποιος θα ονόμαζε δίκαιο έναν άνθρωπο που δε βρίσκει ευχαρίστηση στις δίκαιες πράξεις, ή ελευθέριο έναν άνθρωπο που δε βρίσκει ευχαρίστηση στις ελευθέριες πράξεις, κοκ;» (1099a 8, 19-23).
Με άλλα λόγια, για τον Αριστοτέλη το συναίσθημα της ευχαρίστησης είναι απολύτως καθοριστικό για το χαρακτήρα των ανθρώπων. Δε φτάνει κάποιος να μην διαπράττει αδικίες για να είναι δίκαιος. Πρέπει να νιώθει χαρά από τις δίκαιες πράξεις. Θα έλεγε κανείς ότι τα συναισθήματα είναι καθοριστικότερα από τις συμπεριφορές. Αυτός που δε νιώθει ευχαρίστηση από τις αρχές του δικαίου δεν είναι δίκαιος ασχέτως αν τελικά τις τηρεί. Ο καλός άνθρωπος νιώθει χαρά από τις ωραίες πράξεις. Αν δεν το κάνει, δεν είναι καλός. Τελικά το τι είναι κάποιος καταδεικνύεται περισσότερο απ’ αυτά που νιώθει παρά απ’ αυτά που κάνει.
Το συναίσθημα είναι το επιστέγασμα της διαμόρφωσης του καθενός. Εφόσον η χαρά προέρχεται απ’ αυτά που αγαπάμε, τότε είναι προφανές ότι αυτά που αγαπάμε θα τα επιδιώκουμε κι αυτά που δεν αγαπάμε όχι. Με δυο λόγια, αυτός που δε νιώθει χαρά από τις δίκαιες πράξεις, είναι αυτός που εν τέλει δεν αγαπά τις δίκαιες πράξεις. Κι επειδή τελικά το συναίσθημα είναι το κριτήριο που θα διαμορφώσει την ανθρώπινη συμπεριφορά, αυτός που δεν αγαπά τις δίκαιες πράξεις, όσο κι αν συγκρατείται υπακούοντας στα όριά τους, όταν του δοθεί η ευκαιρία θα παραβιάσει το πνεύμα τους.
Η αρετή δεν μπορεί να επιβληθεί με το ζόρι. Πρέπει κανείς να τη θέλει. Πρέπει, δηλαδή, να νιώθει χαρά πραγματώνοντάς την: «Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε οι πράξεις της αρετής θα πρέπει, σκέφτομαι, να είναι ευχάριστες καθεαυτές, μαζί όμως και καλές και ωραίες· έχουν μάλιστα την καθεμιά από τις ιδιότητες αυτές στον ύψιστο βαθμό, αν και είναι αλήθεια ότι ο ενάρετος άνθρωπος είναι καλός κριτής γι’ αυτές τις ιδιότητες – πραγματικά, η κρίση του είναι αυτή που περιγράψαμε». (1099a 8, 24-27).
Η επίκληση της ορθής κρίσης είναι μία ακόμη αναφορά στη λογική. Ο ενάρετος άνθρωπος, ως κάτοχος της ορθής κρίσης, συμπεριφέρεται λογικά και χαίρεται μ’ αυτά που αρμόζουν στην αρετή. Πετυχαίνει δηλαδή της σύμπλευση λογικής και συναισθήματος στην κατεύθυνση της αρετής. Κι αυτός είναι ο λόγος που θα κατακτήσει την ευδαιμονία: «Στους ανθρώπους που αγαπούν το ωραίο ευχάριστα είναι αυτά που είναι ευχάριστα από τη φύση τους· τέτοιες είναι οι πράξεις της αρετής· έτσι και σ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι ευχάριστες και είναι και καθεαυτές ευχάριστες. Δεν τη χρειάζεται λοιπόν η ζωή αυτών των ανθρώπων την ευχαρίστηση σαν ένα είδος πρόσθετου κοσμήματος· αντίθετα, την έχει μέσα της». (1099a 8, 15-19).
Ο ενάρετος άνθρωπος βιώνοντας την απόλυτη ισορροπία έχει τη χαρά μέσα του. Και δεν υπάρχει σταθερότερη συνθήκη από αυτή. Οι κοινωνίες που απαξιώνουν την αρετή στο όνομα της πρόσκαιρης επιδίωξης έχουν οριστικά χάσει τον προσανατολισμό τους. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον τα σχετικά με την αρετή φαντάζουν αφέλειες. Κι αυτή είναι η επισφράγιση της αποτυχίας. Αυτό που μένει είναι ο ωφελιμισμός, η ατομικότητα και η χρησιμοθηρική οπτική για τα πάντα. Τα κοινωνικά πρότυπα αυτού του είδους είναι η εσφαλμένη κατεύθυνση που βαφτίζεται πνεύμα των καιρών. Η συνύπαρξη καθίσταται ολοένα και πιο προβληματική. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι πολύ δύσκολο να μιλάμε για ευτυχία.
Παρακολουθώντας την πορεία της ανθρωπότητας είναι μάλλον αδύνατο να βρει κανείς την επικράτηση της αρετής, με τον τρόπο τουλάχιστον που την εννοεί ο Αριστοτέλης. Η βία, το κυνήγι του πλούτου, το συμφέρον και η μάχη της εξουσίας ήταν πάντοτε οι βασικότερες επιδιώξεις του ανθρώπου. Οι νόμοι της ιστορίας ήταν και παραμένουν σκληροί. Το ζήτημα της συνύπαρξης φαίνεται ακόμη μετέωρο. Κι αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα του ανθρώπου που παραμένει ανεκπλήρωτο. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή είναι η ουσία του πολιτισμού. Να εξανθρωπίσει τον άνθρωπο, δηλαδή να πετύχει την πραγμάτωση της αρετής.
Ο άνθρωπος όσο και να λέει ότι παλεύει για το δίκαιο ή την ελευθερία ή την ισότητα ή τα δικαιώματα των συνανθρώπων του κλπ, δε φαίνεται να το εννοεί. Ο Αριστοτέλης θα έλεγε ότι δεν τα αγαπάει πραγματικά. Δεν βρίσκει αληθινή χαρά σ’ αυτά. Σε τελική ανάλυση δεν έχει καταλάβει ότι η ευτυχία είναι υπόθεση συλλογική. Θεωρεί ότι η ευτυχία των άλλων είναι αδιάφορη, ίσως και αντίπαλη με τη δική του. Όμως η κατάκτηση της αρετής ως απαρέγκλιτη προϋπόθεση της ευτυχίας αποδεικνύει το αντίθετο, αφού η αρετή ολοκληρώνει τον εαυτό μέσα από το σεβασμό του άλλου. Ο δίκαιος δε θέλει να αδικείται ούτε ο ίδιος ούτε και οι άλλοι. Κι αυτός είναι ο ορισμός της κοινωνικής ισορροπίας. Η ατομική οπτική δεν μπορεί παρά να δράσει συγκρουσιακά. Να αναδείξει τον κακώς εννοούμενο ανταγωνισμό. Να επιλέγει την πολεμική από τη σύμπραξη. Προφανώς ο άνθρωπος χρειάζεται κι άλλο χρόνο. Ας είμαστε αισιόδοξοι.
Αυτό που μένει είναι το τελικό συμπέρασμα του Αριστοτέλη για την ευτυχία: «Συμπέρασμα: Η ευδαιμονία είναι το υπέρτατο αγαθό, και μαζί ό,τι πιο ωραίο και ό,τι πιο ευχάριστο: οι τρεις αυτές ιδιότητες δεν πρέπει να χωρίζονται με τον τρόπο που αυτό γίνεται στην επιγραφή της Δήλου:
Το δικαιότερο είναι το πιο όμορφο, η υγεία το καλύτερο·
Το πιο ευχάριστο απ’ όλα νά ‘χει κανείς ό,τι αγαπά·
O λόγος είναι ότι όλες αυτές οι ιδιότητες συνυπάρχουν στις άριστες ενέργειες – αυτές, ή μία από αυτές, η καλύτερη, λέμε πως είναι η ευδαιμονία». (1099a 8, 27-34).
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου