Δεν πρέπει να περιμένουμε να δούμε πυροτεχνήματα για να καταλάβουμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι.
Την ευτυχία τη νιώθουμε ως μια αίσθηση εμπιστοσύνης απέναντι στη ζωή και μια αίσθηση εσωτερικής γαλήνης που υπάρχει στο υπόβαθρο όλων των εμπειριών, ακόμα και των πιο δυσάρεστων.
Αν ο νους θέτει όρους και προϋποθέσεις για την ευτυχία, είναι γιατί δεν έχει εμπεδωθεί βιωματικά η καθαρή κατάσταση της ύπαρξης όπου απουσιάζουν οι σκέψεις. Εκεί όπου ο νους σιωπά, βρίσκουμε ένα πεδίο καθαρής γνώσης της ύπαρξης. Εκεί δεν υπάρχει ούτε χρόνος, ούτε εγώ, ούτε καν ευτυχία. Μόνο καθαρή ύπαρξη.
Όταν κάποιος έχει αφήσει τη σιωπή να αναδιοργανώσει το σύστημά του και ζει έτσι, δεν υφίσταται δυστυχία. Η δυστυχία είναι σαν το σκοτάδι. Το σκοτάδι δεν υπάρχει. Είναι απλώς αυτό που συμβαίνει όταν απουσιάζει το φως. Δεν έχει δική του δομή και υπόσταση. Δεν αποτελείται από κάτι. Η ίδια η λέξη «σκοτάδι» δεν ανταποκρίνεται σε κάτι πραγματικό, σε μια υπαρκτή δομή, αλλά δηλώνει την απουσία του φωτός. Εξού και το γνωμικό: «Το σκοτάδι δεν το πολεμάς, φέρνεις το φως». Δεν υπάρχει τίποτα να πολεμήσεις. Αλλά αυτό που πρέπει να προσέξουμε να μην κάνουμε, είναι να ασχοληθούμε με κάτι που δεν υπάρχει. Γι’ αυτό, αρκεί να φέρουμε το φως και το σκοτάδι θα φύγει από μόνο του.
Το ίδιο ισχύει και για τη δυστυχία. Δεν υπάρχει δυστυχία. Όταν απουσιάζει η επίγνωση και η αυτογνωσία, φαίνεται σαν να εμφανίζεται η δυστυχία. Πιο σωστό θα ήταν αν λέγαμε ότι απλώς χάνεται προσωρινά η επίγνωση, ή η ευτυχία, αντί να λέμε ότι υπάρχει δυστυχία.
Είναι αδύνατο να υποφέρουμε όταν ακολουθούμε τη ροή της ζωής χωρίς αντίσταση. Ο πόνος εμφανίζεται μόνο όπου υπάρχει αντίσταση απέναντι στο παρόν. Και η αντίσταση εμφανίζεται με τη μορφή των σκέψεων όταν δεν ζούμε με επίγνωση.
Σίγουρα το σύστημα πεποιθήσεων που έχουμε αναπτύξει ανεπίγνωστα από μικρά παιδιά χρειάζεται κάποιου είδους επιδιόρθωση. Αυτό είναι και το κομμάτι της αυτογνωσίας που αφορά την κατανόηση. Πρέπει να εισαχθούν στον νου νέες σκέψεις και έννοιες που περιγράφουν καλύτερα την πραγματικότητα. Αλλά για να γίνει αυτό, ο νους δεν πρέπει να λειτουργεί ανεξέλεγκτα. Και ο παράγοντας που επιτρέπει την καλύτερη χρήση του νου είναι η παρατήρηση.
Ο κυριότερος λόγος που υποφέρουμε στη ζωή μας είναι ότι από πολύ μικροί καταλήγουμε σε συμπεράσματα, πρωτίστως για τον εαυτό μας, που δεν λένε την αλήθεια. Επειδή οι γονείς μας μαλώνουν, πιστεύουμε ότι κάπου φταίμε εμείς. Επειδή κάποιος θυμώνει μαζί μας, πιστεύουμε ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί. Επειδή κάποιος μας έκρινε, πιστεύουμε ότι είμαστε γενικά ανεπαρκείς και ανάξιοι της αποδοχής των άλλων. Όλα αυτά, και πολλά άλλα, αποτελούν συμπεράσματα που μπορούν να μας συνοδεύουν σε όλη μας τη ζωή και να αρρωστήσουν ακόμα και το σώμα μας.
Η παρατήρηση μπορεί να παρέμβει σ’ αυτό το παγιωμένο σύστημα πεποιθήσεων, μέσω της επανεξέτασης αυτών των συμπερασμάτων. Κάθε φορά που παρατηρούμε την ίδια σκέψη αυτοαπόρριψης να έρχεται ξανά και ξανά, μπορούμε να αναρωτιόμαστε αν λέει την αλήθεια ή αν αποτελεί απλώς ένα στοιχείο του προγραμματισμού μας με το οποίο είμαστε ταυτισμένοι. Εδώ πρέπει να αντιληφθούμε τόσο την πεποίθηση, όσο και το γεγονός ότι είμαστε κάτι διαφορετικό από την πεποίθηση. Δηλαδή, να δούμε ότι το “εγώ” που νιώθουμε και λέμε ότι είμαστε, δεν είναι απλώς μια πεποίθηση, αλλά κάτι άλλο. Οι πεποιθήσεις έρχονται και φεύγουν, ενώ αυτό που είμαστε είναι πάντα στο παρόν. Αυτό που είμαστε ταυτίζεται με την πεποίθηση και γι’ αυτό η πεποίθηση γίνεται αντιληπτή σε εμάς ως μια αλήθεια.
Η καλύτερη άσκηση για να αρχίσουμε να “ξεκολλάμε” και να αποταυτιζόμαστε από τις πεποιθήσεις είναι η αυτοπαρατήρηση, ή αλλιώς η επίγνωση. Η συστηματική εξάσκηση στην αυτοπαρατήρηση, όπου κάποιος κάθεται μόνος του με το σύστημά του (τις αισθήσεις τού σώματος και τις σκέψεις του) ονομάζεται διαλογισμός. Ο διαλογισμός είναι η καλύτερη άσκηση για να μάθει κανείς να αναγνωρίζει τα προϊόντα που παράγει το σύστημά του, είτε είναι αισθήσεις και συναισθήματα, είτε πεποιθήσεις, σκέψεις, ερμηνείες, αναμνήσεις, κ.ά. Χωρίς την ικανότητα της αναγνώρισης των όσων συμβαίνουν μέσα μας, δεν μπορούμε να αποταυτιστούμε και να ελευθερωθούμε από τα ψέματα που πιστεύαμε τα προηγούμενα χρόνια.
Επίσης, αν δεν μάθουμε να ζούμε με τις διάφορες αισθήσεις και τα συναισθήματα που παράγει το σώμα μας, θα υποφέρουμε επειδή θα αντιστεκόμαστε σ’ αυτές. Η παρατήρηση, όταν είναι καθαρή και δεν συνοδεύεται από σκέψεις αντίστασης του τύπου “δεν θέλω να υποφέρω, δεν θέλω να νιώθω φόβο, κ.τ.λ”, είναι συνώνυμο της αποδοχής. Και όπου υπάρχει ανιδιοτελής αποδοχή υπάρχει αγάπη.
Όταν αναπτύσσουμε αυτή τη στάση απέναντι στον εαυτό μας και σ’ αυτά που συμβαίνουν μέσα μας, τότε μπορούμε να πούμε ότι αγαπάμε τον εαυτό μας. Και αν κάποιος αγαπάει τον εαυτό του δεν μπορεί παρά να ζει ευτυχισμένος.
Την ευτυχία τη νιώθουμε ως μια αίσθηση εμπιστοσύνης απέναντι στη ζωή και μια αίσθηση εσωτερικής γαλήνης που υπάρχει στο υπόβαθρο όλων των εμπειριών, ακόμα και των πιο δυσάρεστων.
Αν ο νους θέτει όρους και προϋποθέσεις για την ευτυχία, είναι γιατί δεν έχει εμπεδωθεί βιωματικά η καθαρή κατάσταση της ύπαρξης όπου απουσιάζουν οι σκέψεις. Εκεί όπου ο νους σιωπά, βρίσκουμε ένα πεδίο καθαρής γνώσης της ύπαρξης. Εκεί δεν υπάρχει ούτε χρόνος, ούτε εγώ, ούτε καν ευτυχία. Μόνο καθαρή ύπαρξη.
Όταν κάποιος έχει αφήσει τη σιωπή να αναδιοργανώσει το σύστημά του και ζει έτσι, δεν υφίσταται δυστυχία. Η δυστυχία είναι σαν το σκοτάδι. Το σκοτάδι δεν υπάρχει. Είναι απλώς αυτό που συμβαίνει όταν απουσιάζει το φως. Δεν έχει δική του δομή και υπόσταση. Δεν αποτελείται από κάτι. Η ίδια η λέξη «σκοτάδι» δεν ανταποκρίνεται σε κάτι πραγματικό, σε μια υπαρκτή δομή, αλλά δηλώνει την απουσία του φωτός. Εξού και το γνωμικό: «Το σκοτάδι δεν το πολεμάς, φέρνεις το φως». Δεν υπάρχει τίποτα να πολεμήσεις. Αλλά αυτό που πρέπει να προσέξουμε να μην κάνουμε, είναι να ασχοληθούμε με κάτι που δεν υπάρχει. Γι’ αυτό, αρκεί να φέρουμε το φως και το σκοτάδι θα φύγει από μόνο του.
Το ίδιο ισχύει και για τη δυστυχία. Δεν υπάρχει δυστυχία. Όταν απουσιάζει η επίγνωση και η αυτογνωσία, φαίνεται σαν να εμφανίζεται η δυστυχία. Πιο σωστό θα ήταν αν λέγαμε ότι απλώς χάνεται προσωρινά η επίγνωση, ή η ευτυχία, αντί να λέμε ότι υπάρχει δυστυχία.
Είναι αδύνατο να υποφέρουμε όταν ακολουθούμε τη ροή της ζωής χωρίς αντίσταση. Ο πόνος εμφανίζεται μόνο όπου υπάρχει αντίσταση απέναντι στο παρόν. Και η αντίσταση εμφανίζεται με τη μορφή των σκέψεων όταν δεν ζούμε με επίγνωση.
Σίγουρα το σύστημα πεποιθήσεων που έχουμε αναπτύξει ανεπίγνωστα από μικρά παιδιά χρειάζεται κάποιου είδους επιδιόρθωση. Αυτό είναι και το κομμάτι της αυτογνωσίας που αφορά την κατανόηση. Πρέπει να εισαχθούν στον νου νέες σκέψεις και έννοιες που περιγράφουν καλύτερα την πραγματικότητα. Αλλά για να γίνει αυτό, ο νους δεν πρέπει να λειτουργεί ανεξέλεγκτα. Και ο παράγοντας που επιτρέπει την καλύτερη χρήση του νου είναι η παρατήρηση.
Ο κυριότερος λόγος που υποφέρουμε στη ζωή μας είναι ότι από πολύ μικροί καταλήγουμε σε συμπεράσματα, πρωτίστως για τον εαυτό μας, που δεν λένε την αλήθεια. Επειδή οι γονείς μας μαλώνουν, πιστεύουμε ότι κάπου φταίμε εμείς. Επειδή κάποιος θυμώνει μαζί μας, πιστεύουμε ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί. Επειδή κάποιος μας έκρινε, πιστεύουμε ότι είμαστε γενικά ανεπαρκείς και ανάξιοι της αποδοχής των άλλων. Όλα αυτά, και πολλά άλλα, αποτελούν συμπεράσματα που μπορούν να μας συνοδεύουν σε όλη μας τη ζωή και να αρρωστήσουν ακόμα και το σώμα μας.
Η παρατήρηση μπορεί να παρέμβει σ’ αυτό το παγιωμένο σύστημα πεποιθήσεων, μέσω της επανεξέτασης αυτών των συμπερασμάτων. Κάθε φορά που παρατηρούμε την ίδια σκέψη αυτοαπόρριψης να έρχεται ξανά και ξανά, μπορούμε να αναρωτιόμαστε αν λέει την αλήθεια ή αν αποτελεί απλώς ένα στοιχείο του προγραμματισμού μας με το οποίο είμαστε ταυτισμένοι. Εδώ πρέπει να αντιληφθούμε τόσο την πεποίθηση, όσο και το γεγονός ότι είμαστε κάτι διαφορετικό από την πεποίθηση. Δηλαδή, να δούμε ότι το “εγώ” που νιώθουμε και λέμε ότι είμαστε, δεν είναι απλώς μια πεποίθηση, αλλά κάτι άλλο. Οι πεποιθήσεις έρχονται και φεύγουν, ενώ αυτό που είμαστε είναι πάντα στο παρόν. Αυτό που είμαστε ταυτίζεται με την πεποίθηση και γι’ αυτό η πεποίθηση γίνεται αντιληπτή σε εμάς ως μια αλήθεια.
Η καλύτερη άσκηση για να αρχίσουμε να “ξεκολλάμε” και να αποταυτιζόμαστε από τις πεποιθήσεις είναι η αυτοπαρατήρηση, ή αλλιώς η επίγνωση. Η συστηματική εξάσκηση στην αυτοπαρατήρηση, όπου κάποιος κάθεται μόνος του με το σύστημά του (τις αισθήσεις τού σώματος και τις σκέψεις του) ονομάζεται διαλογισμός. Ο διαλογισμός είναι η καλύτερη άσκηση για να μάθει κανείς να αναγνωρίζει τα προϊόντα που παράγει το σύστημά του, είτε είναι αισθήσεις και συναισθήματα, είτε πεποιθήσεις, σκέψεις, ερμηνείες, αναμνήσεις, κ.ά. Χωρίς την ικανότητα της αναγνώρισης των όσων συμβαίνουν μέσα μας, δεν μπορούμε να αποταυτιστούμε και να ελευθερωθούμε από τα ψέματα που πιστεύαμε τα προηγούμενα χρόνια.
Επίσης, αν δεν μάθουμε να ζούμε με τις διάφορες αισθήσεις και τα συναισθήματα που παράγει το σώμα μας, θα υποφέρουμε επειδή θα αντιστεκόμαστε σ’ αυτές. Η παρατήρηση, όταν είναι καθαρή και δεν συνοδεύεται από σκέψεις αντίστασης του τύπου “δεν θέλω να υποφέρω, δεν θέλω να νιώθω φόβο, κ.τ.λ”, είναι συνώνυμο της αποδοχής. Και όπου υπάρχει ανιδιοτελής αποδοχή υπάρχει αγάπη.
Όταν αναπτύσσουμε αυτή τη στάση απέναντι στον εαυτό μας και σ’ αυτά που συμβαίνουν μέσα μας, τότε μπορούμε να πούμε ότι αγαπάμε τον εαυτό μας. Και αν κάποιος αγαπάει τον εαυτό του δεν μπορεί παρά να ζει ευτυχισμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου