Ο σκεπτικισμός, ως συστηματική άρνηση της γνώσης, πρωτοεμφανίστηκε στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής διανόησης υπό την μορφή δυο τάσεων: εκείνη του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού και εκείνη του Πυρρωνισμού.
Κατά τον Ακαδημαϊκό Σκεπτικισμό (ο οποίος ονομάστηκε έτσι, επειδή αναδείχθηκε στους κόλπους της Ακαδημίας του Πλάτωνος από τους διαδόχους του στην διεύθυνσή της), δεν υπάρχουν τεκμήρια που να θεμελιώνουν την εγκυρότητα της γνώσης. Γι αυτό οι άνθρωποι θα πρέπει να πάψουν ν’ αναζητούν την αλήθεια. Τίποτε δεν είναι αληθές, τίποτε δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει.
Ο Αρκεσίλαος, συγκεκριμένα, ο οποίος θεωρείται ο εισηγητής του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, ακλουθώντας την παρμενίδεια και την πλατωνική παράδοση, υποστήριξε ότι οι αισθήσεις μας δεν μπορούν να μας αποκαλύψουν την ουσία των πραγμάτων. Οι παραισθήσεις μας, ορισμένως, που μας εμφανίζουν την πραγματικότητα διαστρεβλωμένη, αποτελούν συμπτώματα της λειτουργίας των αισθητηρίων οργάνων μας. Πώς θα μπορούσαμε, λοιπόν, να χρησιμοποιήσομε τα δεδομένα ιων αισθήσεών μας ως ασφαλές κριτήριο για την αλήθεια και την γνώση της; Οι θεωρητικοί συλλογισμοί, εξάλλου, προϊόντα του νου μας, δεν είναι δυνατόν, επί σης, να μας εξασφαλίσουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, την αλήθεια και την γνώση της. Εις επίρρωσιν της θέσης του αυτής ο Αρκεσίλαος επικαλείται τα, γνωστά με το όνομα “σωρίται”, επιχειρήματα. Σύμφωνα με το σκεπτικό των επιχειρημάτων αυτών, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ένας κόκκος σιταριού δεν είναι σωρός. Εν τοιαύτη περιπτώσει, εάν προσθέσει κάποιος στον κόκκο αυτόν του σιταριού έναν άλλο ομοειδή κόκκο, ο οποίος, επίσης, δεν συνιστά σωρόν, τότε και οι δυο αυτοί κόκκοι μαζί δεν είναι δυνατόν ν’ αποτελέσουν σωρόν μηδέν και μηδέν συνεπάγονται μηδέν. Και αν, κατόπιν, προσθέσει κανείς έναν ακόμη κόκκον σιταριού, ο οποίος, επίσης, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως σωρός, οι τρεις αυτοί κόκκοι μαζί δεν αποτελούν σωρόν. Έτσι, είναι δυνατόν να προσθέτει κάποιος συνεχώς στον εκάστοτε υφιστάμενο αριθμό κόκκων σιταριού έναν άλλο κόκκο χωρίς ποτέ να μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει σχηματιστεί σωρός —έστω και αν, εν τω μεταξύ, έχουν συγκεντρωθεί δέκα χιλιάδες κόκκοι σιταριού, ας πούμε. Το ίδιο αυτό επιχείρημα του σωρίτη είναι δυνατόν να διατυπωθεί κατά τρόπον αντίστροφο. Μπορεί να υποθέσει κανείς, δηλαδή, ότι, αν από έναν αριθμό δέκα χιλιάδων κόκκων σιταριού, που αποτελούν σωρόν, αφαιρεθεί ένας κόκκος, ο οποίος αυτός καθεαυτόν δεν αποτελεί σωρόν, οι υπόλοιποι εννέα χιλιάδες εννιακόσιοι ενενήντα εννέα κόκκοι θα εξακολουθούν ν’ αποτελούν σωρόν η επίπτωση, που θα έχει η αφαίρεση του ενός κόκκου σιταριού πάνω στους εναπομείναντας κόκκους, είναι αμελητέα. Με την συνεχή —την αμελητέα κάθε φορά— αφαίρεση ενός κόκκου σιταριού θα έφτανε, τελικώς, η στιγμή οπότε θα απέμενε ένας μόνο κόκκος σιταριού, ο οποίος λογικά, όσο και αν φαίνεται παράδοξο , θα έπρεπε ν’ αποτελεί σωρόν. Με αυτού του είδους το επιχείρημα ο Αρκεσίλαος ήθελε να δείξει ότι δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ του αληθινού και του απατηλού και, συνεπώς, η αναζήτηση της αλήθειας εκ μέρους των ανθρώπων είναι καθαρή ματαιοπονία. Κατά τον Αρκεσίλαο, όπως μαρτυρεί ο Κικέρων στο έργο του Academica,ο άνθρωπος πρέπει να πιστέψει όχι απλώς εκείνο που έλεγε ο Σωκράτης για τον εαυτό του, ότι, δηλαδή, το μόνο πράγμα που ουσιαστικώς ξέρει είναι ότι δεν ξέρει τίποτε, αλλά ότι δεν μπορεί, επίσης, να είναι βέβαιος ακόμη και γι’ αυτό τούτο το γεγονός ότι δεν ξέρει τίποτε.
Η μορφή του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, όμως, που εισηγήθηκε ο Αρκεσίλαος, ήγουν η ιδέα ότι είναι αδύνατον για τους ανθρώπους να γνωρίσουν οτιδήποτε, εκφυλίστηκε σχετικά γρήγορα. Κατά την ιστορική διαδρομή του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, δηλαδή, παρατηρήθηκε εκ μέρους των απολογητών του μια προοδευτική υποχώρηση από την ακραία θέση του εισηγητή του σε μιαν (άλλη ηπιότερη μορφή αμφισβήτησης της γνώσης. Έτσι, ο Καρνεάδης, από τους πρωταγωνιστές στον χώρο του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, ισχυρίστηκε ότι ναι μεν οι άνθρωποι δεν είναι εις θέσιν να γνωρίσουν την απόλυτη αλήθεια, αλλά είναι δυνατόν, ωστόσο, να διατυπώνουν κρίσεις που χαρακτηρίζονται από κάποιον βαθμό αληθοφάνειας ή πιθανότητας. Και, αργότερα, ένας άλλος, επί σης, θιασώτης του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, ο Φίλων ο Λαρισαίος προέβαλε μιαν ακόμη μετριοπαθέστερη άποψη για την αμφισβήτηση της γνώσης. Ισχυρίστηκε, δηλαδή, ότι οι άνθρωποι μπορούν να διατυπώνουν κρίσεις που διακρίνονται για την ενάργειά τους, η οποία δεν ταυτίζεται μεν με την γνώση, είναι, όμως, εγκυρότερη από την αληθοφάνεια ή την πιθανότητα που υποστήριζε ο Καρνεάδης ότι μπορούν μόνο ν’ αποκτήσουν οι άνθρωποι. Το επόμενο στάδιο στην πορεία του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού είναι ο εκφυλισμός του. Η απόρριψή του γίνεται από τον διάδοχο του Φίλωνος του Λαρισαίου στην σχολαρχεία της Ακαδημίας του Πλάτωνος, τον Αντίοχο τον Ασκαλωνίτη, τον τελευταίο φιλόσοφο στην σειρά των Ακαδημαϊκών Σκεπτικιστών.
Η δραματική αυτή εξέλιξη του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, κατά την ιστορική διαδρομή του, υπήρξε το αποτέλεσμα μιας εγγενούς αδυναμίας του. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για μιαν αντίφαση που κρύβει μέσα του. (Και οτιδήποτε είναι αντιφατικό δεν μπορεί να σταθεί και να υπάρξει στην πραγματικότητα —αργά ή γρήγορα θα εγκαταλειφθεί). Ειδικότερα, ενώ οι απολογητές του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού διατείνονται ότι καμιά κρίση, πρόταση ή άποψη δεν μπορεί να θεωρηθεί αληθής, εντούτοις, χωρίς, ίσως, να το καταλαβαίνουν, υποστηρίζουν ότι μια πρόταση τουλάχιστον —το ότι, δηλαδή, η αλήθεια και η γνώση της είναι αδύνατες— είναι αληθής.
Η εγγενής αυτή αντίφαση στον Ακαδημαϊκό Σκεπτικισμό δεν περιορίζεται, βέβαια, στην ακραία έκφανσή του), αλλά υφίσταται, επίσης, και στις μετριοπαθέστερες διακυμάνσεις του. Όταν, ορισμένως, ο Καρνεάδης διατείνεται ότι δεν υπάρχει αλήθεια για να την γνωρίσουν οι άνθρωποι, αλλά ότι το μόνο που είναι δυνατόν να επιτύχουν αυτοί είναι η διατύπωση αληθοφανών προτάσεων, προϋποθέτει ασύνειδα την ύπαρξη μιας τουλάχιστον αλήθειας —το γεγονός, συγκεκριμένα, ότι ο ισχυρισμός του αυτός είναι αληθής. Ο Καρνεάδης ρητώς μεν απορρίπτει κάθε ιδέα περί της αλήθειας και της γνώσης της, ενδομύχως, όμως, την προϋποθέτει. Κατά τρόπον ανάλογο, προκειμένου να ληφθεί σοβαρά η, μετριοπαθέστερη ακόμη από την σκεπτικιστική άποψη του Καρνεάδη, θέση του Φίλωνος του Λαρισαίου για την εκ μέρους των ανθρώπων διατύπωση εναργών κρίσεων, θα πρέπει αυτή να είναι αληθής, οπότε επανακάμπτομε στην μνημονευθείσα αντίφαση.
Έτσι, το αξίωμα του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού “τίποτε δεν είναι αληθές, τίποτε δεν μπορεί να γνωσθεί”, υπό οποιαδήποτε μορφή του —είτε την ακραία είτε την μετριοπαθέστερη— και αν εκληφθεί αυτός, ήταν μοιραίο να επιφέρει και την ιστορική χρεοκοπία του. Για να επιβιώσει ο σκεπτικισμός μέσα στην ιστορική πορεία του πνεύματος, ήταν απαραίτητο οι απολογητές του ν’ αναζητήσουν έναν άλλο προσανατολισμό, διαφορετικό από εκείνον των Ακαδημαϊκών Σκεπτικιστών. Και αυτός ο άλλος προσανατολισμός τον σκεπτικισμού υπεδείχθη από τους εισηγητές του Πυρρωνισμού.
Ο Πυρρωνισμός έλαβε την ονομασία του από τον Πύρωνα τον Ηλείο, ο οποίος έζησε κατά τον τέταρτο με τρίτο αιώνα πριν από τον Χριστό. Ως συστηματική έρευνα της φιλοσοφίας, όμως, διαμορφώθηκε μερικούς αιώνες αργότερα, κατά τον δεύτερο με τρίτο μετά Χριστόν αιώνα, οπότε έζησε ο Σέξτος ο Εμπειρικός, από τα βιβλία του οποίου κυρίως αρυόμεθα τις πληροφορίες μας για την πυρώνεια μορφή του σκεπτικισμού ([115]· [116]).
Συγκεκριμένα, ο Σέξτος ο Εμπειρικός, αντιδιαστέλλοντας τον Πυρρωνισμό προς άλλες φιλοσοφικές στάσεις, προσδιορίζει την φυσιογνωμία του ως εξής:
Από τους ερευνητές άλλοι επιζητούν ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια, άλλοι αρνούνται την δυνατότητα μιας τέτοιας αποκάλυψης, υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να γνωρίσουν τίποτε, και άλλοι επιμένουν να συνεχίζουν την έρευνά τους … Όσοι εύστοχα αποκαλούνται “δογματικοί” —όπως είναι οι αριστοτελικοί, οι επικούρειοι, οι στωικοί ή άλλοι φιλόσοφοι— πιστεύουν ότι έχουν ανακαλύψει (και ότι γνωρίζουν) την αλήθεια. Αντιθέτως, ο Κλειτόμαχος, ο Καρνεάδης και άλλοι ακαδημαϊκοί φιλόσοφοι έχουν υποστηρίξει ότι είναι αδύνατον οι άνθρωποι να γνωρίσουν την αλήθεια. Οι σκεπτικοί, όμως, επιμένουν να συνεχίζουν την έρευνά τους ([115] Α, 1-3).
“Σκεπτικοί”, εν προκειμένω, κατά τον Σέξτο τον Εμπειρικό, ονομάζονται οι απολογητές του Πυρρωνισμού, οι οποίοι αντιδιαστέλλονται προς τους θιασώτες του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού. Κατ’ αντίθεσιν προς τους τελευταίους αυτούς, οι οποίοι τηρούν μιαν εντελώς αρνητική στάση απέναντι στην δυνατότητα των ανθρώπων να γνωρίσουν την αλήθεια, οι Πυρρωνιστές, οι “σκεπτικοί”, όπως τους αποκαλεί ο Σέξτος ο Εμπειρικός, δεν παίρνουν θετική, αλλά ούτε αρνητική θέση· είναι διαρκείς ζητητές, σταθεροί ερευνητές, μόνιμοι αμφισβητίες. Οποιαδήποτε —είτε θετική είτε αρνητική— στάση και αν υιοθετήσει κανείς για τα ζητήματα που τίθενται προς έρευνα, οι Πυρρωνιστές ισχυρίζονται ότι είναι ανατρέψιμη και ότι, με την σειρά της, η νέα, ύστερα από την ανατραπείσα θέση, τοποθέτηση είναι, επίσης, ανατρέψιμη και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. Μεταξύ των εκάστοτε προβαλλομένων επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων υφίσταται η καλουμένη “ισοσθενεία”, η οποία δεν επιτρέπει την υιοθέτηση του ενός επιχειρήματος και την απόρριψη του άλλου, του αντίθετού του, επιχειρήματος ([115 Α, 8, 10, 190, 200). Δεν υπάρχει απόλυτο κριτήριο, βάσει του οποίου θα ήταν δυνατόν ν’ αποφανθεί κανείς μετά βεβαιότητος τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα. Γι’ αυτό το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς είναι ν’ αποφεύγει να διατυπώνει οποιαδήποτε κρίση —είτε υπέρ είτε εναντίον μιας άποψης· να τηρεί, όπως λέγουν οι Πυρρωνιστές, μια στάση εποχής. Το κέρδος του από μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν να πάψει να ταλαιπωρείται από πλάνες (γιατί είναι πλάνη να πιστεύει κάποιος ότι κάτι μπορεί, πράγματι, να είναι αλήθεια ή ψέμα) και να εξασφαλίσει έτσι στην ψυχή του την αταραξίαν, την ηρεμία, που αποτελεί τον ιδανικό στόχο της εποχής —συγκεκριμένα, της ελληνιστικής περιόδου— μέσα στην οποίαν αναδείχθηκε ο Πυρρωνισμός ([115 Α, 10, 25).
Κατ’ αντίθεσιν, ορισμένως, προς την κλασσική εποχή, οπότε το ιδεώδες για τον άνθρωπο ήταν η θεωρητική ανάπτυξη του πνεύματός του, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους εκείνο που προείχε ήταν η σωτηρία της ψυχής του, το πώς θα μπορέσει ν’ απαλλαγεί από τις αγωνίες, τους φόβους, την ανασφάλεια και την δυστυχία, που του προκαλούσαν οι υφιστάμενες συνθήκες ([112] τ. 1, σσ. 375-89).
Συγκεκριμένα, ύστερα από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο ελληνιστικός κόσμος είχε βυθιστεί στο χάος εξαιτίας κυρίως της έλλειψης ικανού ηγέτη, ο οποίος θα εξασφάλιζε την κοινωνική συνοχή στο αχανές κράτος, που είχε δημιουργηθεί από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν επόμενο, λοιπόν, σ’ ένα τέτοιο κοινωνικά ανήσυχο περιβάλλον, οι πολίτες της εποχής εκείνης να αισθάνονται ανασφαλείς. Την ανασφάλεια αυτή, που προκαλούσε σ’ αυτούς η εσωτερική κατάσταση του ελληνιστικού κράτους, επέτεινε η αγωνία τους ότι θα μπορούσε, ανά πάσαν στιγμή, να επιδράμει από το εξωτερικό κάποιο από τα βαρβαρικά φύλα και να σκορπίσει τον όλεθρο και τον θάνατο. Κανείς δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι η επόμενη μέρα θα τον έβρισκε ασφαλή και ζωντανό. Έτσι, στα χρόνια της ελληνιστικής περιόδου, όπως παρατηρήθηκε, “η φιλοσοφία έπαψε πια να είναι η πύρινη στήλη που πάει μπρος καθοδηγώντας τους λιγοστούς ατρόμητους ζητητές της αλήθειας- είναι μάλλον ένα φορητό νοσοκομείο που πάει ξωπίσω σ’ εκείνους που παλεύουν στον αγώνα της ζωής για να περιμαζέψει τους αδύνατους και τους τραυματίες” ([112] τ. 1, σ. 389).
Στα φιλοσοφικά ρεύματα της περιόδου αυτής, αντίθετα με τα συστήματα της φιλοσοφίας της κλασσικής εποχής που έχουν θεωρητική υφή, βάραινε περισσότερο ο πρακτικός χαρακτήρας, καθώς αυτά δεν στόχευαν απλώς στον ορισμό της αλήθειας και πώς ο άνθρωπος μπορεί να την φτάσει, αλλά αποσκοπούσαν στην παροχή τρόπων συμπεριφοράς μέσω των οποίων η ζωή των ανθρώπων θα ήταν δυνατόν ν’ απαλυνθεί από την αγωνία, την ανασφάλεια, την δυστυχία. Έτσι, ο Επίκουρος, λόγου χάριν, ονομαστό τέκνο των ελληνιστικών χρόνων —λέγοντας ότι δεν πρέπει να φοβάται κανείς τον θάνατο, επειδή όταν ο ίδιος είναι παρών, ο θάνατος απουσιάζει και όταν ο θάνατος θα έλθει επιτέλους, αυτός δεν θα υπάρχει ([87] σσ. 123 κ.ε.)—, υποδεικνύει έναν τρόπο αντιμετώπισης της μεγάλης αγωνίας που διακατείχε τους ανθρώπους της εποχής εκείνης εξαιτίας των υφισταμένων τότε συνθηκών ο θάνατος ήταν συνεχώς μπροστά τους, πολύ κοντά τους. Οι Στωικοί, επίσης, με την φιλοσοφία τους επιχειρούσαν να οπλίσουν τους ανθρώπους της περιόδου εκείνης με εγκαρτέρηση, προκειμένου να μπορέσουν να ζήσουν μέσα στο ταραγμένο περιβάλλον τους. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν και οι Πυρρωνιστές. Με τον σκεπτικισμό τους αποσκοπούσαν ν’ απαλλάξουν τον άνθρωπο από το μάταιο, εναγώνιο κυνήγι της αλήθειας. Η στάση της εποχής, που εισηγούντο οι Πυρρωνιστές, ήγουν η αναστολή της διατύπωσης οποιοσδήποτε —είτε θετικής, είτε αρνητικής— κρίσης, εξασφαλίζει στους ανθρώπους την ηρεμία, την αταραξία της “ψυχής των, την οποία τόσον είχαν ανάγκη μέσα στον ανήσυχο κοινωνικό χώρο όπου ζούσαν.
Ο Πυρρωνισμός, όμως, δεν έμεινε απλώς ένα παιδί της περιόδου που τον ανέδειξε. Ξεπέρασε τα όρια της εποχής του και οι επιρροές του έφτασαν στα νεότερα χρόνια. Η αμφισβήτηση της αλήθειας και της γνώσης της, που υιοθετήθηκε από φιλοσόφους της νεότερης περιόδου, στηρίχθηκε, εν πολλοίς, σε επιχειρήματα που πρωτοδιατυπώθηκαν από τους αρχαίους Πυρρωνιστές —χωρίς, βέβαια, η επιρροή αυτή να σημαίνει ότι ο νεότερος σκεπτικισμός υπήρξε απλή, ατόφια, πιστή αντιγραφή των ιδεών του αρχαίου σκεπτικισμού. Οι νεότεροι σκεπτικιστές, υιοθετώντας επιχειρήματα των αρχαίων Πυρρωνιστών, δεν παρέλειψαν να δώσουν σ’ αυτά άλλες διαστάσεις ή ερμηνείες και να διατυπώσουν, παράλληλα, άλλα, δικά τους επιχειρήματα, με τα οποία αμφισβητούσαν την αλήθεια και την δυνατότητα της γνώσης της.
Κατά τον Ακαδημαϊκό Σκεπτικισμό (ο οποίος ονομάστηκε έτσι, επειδή αναδείχθηκε στους κόλπους της Ακαδημίας του Πλάτωνος από τους διαδόχους του στην διεύθυνσή της), δεν υπάρχουν τεκμήρια που να θεμελιώνουν την εγκυρότητα της γνώσης. Γι αυτό οι άνθρωποι θα πρέπει να πάψουν ν’ αναζητούν την αλήθεια. Τίποτε δεν είναι αληθές, τίποτε δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει.
Ο Αρκεσίλαος, συγκεκριμένα, ο οποίος θεωρείται ο εισηγητής του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, ακλουθώντας την παρμενίδεια και την πλατωνική παράδοση, υποστήριξε ότι οι αισθήσεις μας δεν μπορούν να μας αποκαλύψουν την ουσία των πραγμάτων. Οι παραισθήσεις μας, ορισμένως, που μας εμφανίζουν την πραγματικότητα διαστρεβλωμένη, αποτελούν συμπτώματα της λειτουργίας των αισθητηρίων οργάνων μας. Πώς θα μπορούσαμε, λοιπόν, να χρησιμοποιήσομε τα δεδομένα ιων αισθήσεών μας ως ασφαλές κριτήριο για την αλήθεια και την γνώση της; Οι θεωρητικοί συλλογισμοί, εξάλλου, προϊόντα του νου μας, δεν είναι δυνατόν, επί σης, να μας εξασφαλίσουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, την αλήθεια και την γνώση της. Εις επίρρωσιν της θέσης του αυτής ο Αρκεσίλαος επικαλείται τα, γνωστά με το όνομα “σωρίται”, επιχειρήματα. Σύμφωνα με το σκεπτικό των επιχειρημάτων αυτών, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ένας κόκκος σιταριού δεν είναι σωρός. Εν τοιαύτη περιπτώσει, εάν προσθέσει κάποιος στον κόκκο αυτόν του σιταριού έναν άλλο ομοειδή κόκκο, ο οποίος, επίσης, δεν συνιστά σωρόν, τότε και οι δυο αυτοί κόκκοι μαζί δεν είναι δυνατόν ν’ αποτελέσουν σωρόν μηδέν και μηδέν συνεπάγονται μηδέν. Και αν, κατόπιν, προσθέσει κανείς έναν ακόμη κόκκον σιταριού, ο οποίος, επίσης, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως σωρός, οι τρεις αυτοί κόκκοι μαζί δεν αποτελούν σωρόν. Έτσι, είναι δυνατόν να προσθέτει κάποιος συνεχώς στον εκάστοτε υφιστάμενο αριθμό κόκκων σιταριού έναν άλλο κόκκο χωρίς ποτέ να μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει σχηματιστεί σωρός —έστω και αν, εν τω μεταξύ, έχουν συγκεντρωθεί δέκα χιλιάδες κόκκοι σιταριού, ας πούμε. Το ίδιο αυτό επιχείρημα του σωρίτη είναι δυνατόν να διατυπωθεί κατά τρόπον αντίστροφο. Μπορεί να υποθέσει κανείς, δηλαδή, ότι, αν από έναν αριθμό δέκα χιλιάδων κόκκων σιταριού, που αποτελούν σωρόν, αφαιρεθεί ένας κόκκος, ο οποίος αυτός καθεαυτόν δεν αποτελεί σωρόν, οι υπόλοιποι εννέα χιλιάδες εννιακόσιοι ενενήντα εννέα κόκκοι θα εξακολουθούν ν’ αποτελούν σωρόν η επίπτωση, που θα έχει η αφαίρεση του ενός κόκκου σιταριού πάνω στους εναπομείναντας κόκκους, είναι αμελητέα. Με την συνεχή —την αμελητέα κάθε φορά— αφαίρεση ενός κόκκου σιταριού θα έφτανε, τελικώς, η στιγμή οπότε θα απέμενε ένας μόνο κόκκος σιταριού, ο οποίος λογικά, όσο και αν φαίνεται παράδοξο , θα έπρεπε ν’ αποτελεί σωρόν. Με αυτού του είδους το επιχείρημα ο Αρκεσίλαος ήθελε να δείξει ότι δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ του αληθινού και του απατηλού και, συνεπώς, η αναζήτηση της αλήθειας εκ μέρους των ανθρώπων είναι καθαρή ματαιοπονία. Κατά τον Αρκεσίλαο, όπως μαρτυρεί ο Κικέρων στο έργο του Academica,ο άνθρωπος πρέπει να πιστέψει όχι απλώς εκείνο που έλεγε ο Σωκράτης για τον εαυτό του, ότι, δηλαδή, το μόνο πράγμα που ουσιαστικώς ξέρει είναι ότι δεν ξέρει τίποτε, αλλά ότι δεν μπορεί, επίσης, να είναι βέβαιος ακόμη και γι’ αυτό τούτο το γεγονός ότι δεν ξέρει τίποτε.
Η μορφή του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, όμως, που εισηγήθηκε ο Αρκεσίλαος, ήγουν η ιδέα ότι είναι αδύνατον για τους ανθρώπους να γνωρίσουν οτιδήποτε, εκφυλίστηκε σχετικά γρήγορα. Κατά την ιστορική διαδρομή του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, δηλαδή, παρατηρήθηκε εκ μέρους των απολογητών του μια προοδευτική υποχώρηση από την ακραία θέση του εισηγητή του σε μιαν (άλλη ηπιότερη μορφή αμφισβήτησης της γνώσης. Έτσι, ο Καρνεάδης, από τους πρωταγωνιστές στον χώρο του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, ισχυρίστηκε ότι ναι μεν οι άνθρωποι δεν είναι εις θέσιν να γνωρίσουν την απόλυτη αλήθεια, αλλά είναι δυνατόν, ωστόσο, να διατυπώνουν κρίσεις που χαρακτηρίζονται από κάποιον βαθμό αληθοφάνειας ή πιθανότητας. Και, αργότερα, ένας άλλος, επί σης, θιασώτης του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, ο Φίλων ο Λαρισαίος προέβαλε μιαν ακόμη μετριοπαθέστερη άποψη για την αμφισβήτηση της γνώσης. Ισχυρίστηκε, δηλαδή, ότι οι άνθρωποι μπορούν να διατυπώνουν κρίσεις που διακρίνονται για την ενάργειά τους, η οποία δεν ταυτίζεται μεν με την γνώση, είναι, όμως, εγκυρότερη από την αληθοφάνεια ή την πιθανότητα που υποστήριζε ο Καρνεάδης ότι μπορούν μόνο ν’ αποκτήσουν οι άνθρωποι. Το επόμενο στάδιο στην πορεία του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού είναι ο εκφυλισμός του. Η απόρριψή του γίνεται από τον διάδοχο του Φίλωνος του Λαρισαίου στην σχολαρχεία της Ακαδημίας του Πλάτωνος, τον Αντίοχο τον Ασκαλωνίτη, τον τελευταίο φιλόσοφο στην σειρά των Ακαδημαϊκών Σκεπτικιστών.
Η δραματική αυτή εξέλιξη του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού, κατά την ιστορική διαδρομή του, υπήρξε το αποτέλεσμα μιας εγγενούς αδυναμίας του. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για μιαν αντίφαση που κρύβει μέσα του. (Και οτιδήποτε είναι αντιφατικό δεν μπορεί να σταθεί και να υπάρξει στην πραγματικότητα —αργά ή γρήγορα θα εγκαταλειφθεί). Ειδικότερα, ενώ οι απολογητές του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού διατείνονται ότι καμιά κρίση, πρόταση ή άποψη δεν μπορεί να θεωρηθεί αληθής, εντούτοις, χωρίς, ίσως, να το καταλαβαίνουν, υποστηρίζουν ότι μια πρόταση τουλάχιστον —το ότι, δηλαδή, η αλήθεια και η γνώση της είναι αδύνατες— είναι αληθής.
Η εγγενής αυτή αντίφαση στον Ακαδημαϊκό Σκεπτικισμό δεν περιορίζεται, βέβαια, στην ακραία έκφανσή του), αλλά υφίσταται, επίσης, και στις μετριοπαθέστερες διακυμάνσεις του. Όταν, ορισμένως, ο Καρνεάδης διατείνεται ότι δεν υπάρχει αλήθεια για να την γνωρίσουν οι άνθρωποι, αλλά ότι το μόνο που είναι δυνατόν να επιτύχουν αυτοί είναι η διατύπωση αληθοφανών προτάσεων, προϋποθέτει ασύνειδα την ύπαρξη μιας τουλάχιστον αλήθειας —το γεγονός, συγκεκριμένα, ότι ο ισχυρισμός του αυτός είναι αληθής. Ο Καρνεάδης ρητώς μεν απορρίπτει κάθε ιδέα περί της αλήθειας και της γνώσης της, ενδομύχως, όμως, την προϋποθέτει. Κατά τρόπον ανάλογο, προκειμένου να ληφθεί σοβαρά η, μετριοπαθέστερη ακόμη από την σκεπτικιστική άποψη του Καρνεάδη, θέση του Φίλωνος του Λαρισαίου για την εκ μέρους των ανθρώπων διατύπωση εναργών κρίσεων, θα πρέπει αυτή να είναι αληθής, οπότε επανακάμπτομε στην μνημονευθείσα αντίφαση.
Έτσι, το αξίωμα του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού “τίποτε δεν είναι αληθές, τίποτε δεν μπορεί να γνωσθεί”, υπό οποιαδήποτε μορφή του —είτε την ακραία είτε την μετριοπαθέστερη— και αν εκληφθεί αυτός, ήταν μοιραίο να επιφέρει και την ιστορική χρεοκοπία του. Για να επιβιώσει ο σκεπτικισμός μέσα στην ιστορική πορεία του πνεύματος, ήταν απαραίτητο οι απολογητές του ν’ αναζητήσουν έναν άλλο προσανατολισμό, διαφορετικό από εκείνον των Ακαδημαϊκών Σκεπτικιστών. Και αυτός ο άλλος προσανατολισμός τον σκεπτικισμού υπεδείχθη από τους εισηγητές του Πυρρωνισμού.
Ο Πυρρωνισμός έλαβε την ονομασία του από τον Πύρωνα τον Ηλείο, ο οποίος έζησε κατά τον τέταρτο με τρίτο αιώνα πριν από τον Χριστό. Ως συστηματική έρευνα της φιλοσοφίας, όμως, διαμορφώθηκε μερικούς αιώνες αργότερα, κατά τον δεύτερο με τρίτο μετά Χριστόν αιώνα, οπότε έζησε ο Σέξτος ο Εμπειρικός, από τα βιβλία του οποίου κυρίως αρυόμεθα τις πληροφορίες μας για την πυρώνεια μορφή του σκεπτικισμού ([115]· [116]).
Συγκεκριμένα, ο Σέξτος ο Εμπειρικός, αντιδιαστέλλοντας τον Πυρρωνισμό προς άλλες φιλοσοφικές στάσεις, προσδιορίζει την φυσιογνωμία του ως εξής:
Από τους ερευνητές άλλοι επιζητούν ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια, άλλοι αρνούνται την δυνατότητα μιας τέτοιας αποκάλυψης, υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να γνωρίσουν τίποτε, και άλλοι επιμένουν να συνεχίζουν την έρευνά τους … Όσοι εύστοχα αποκαλούνται “δογματικοί” —όπως είναι οι αριστοτελικοί, οι επικούρειοι, οι στωικοί ή άλλοι φιλόσοφοι— πιστεύουν ότι έχουν ανακαλύψει (και ότι γνωρίζουν) την αλήθεια. Αντιθέτως, ο Κλειτόμαχος, ο Καρνεάδης και άλλοι ακαδημαϊκοί φιλόσοφοι έχουν υποστηρίξει ότι είναι αδύνατον οι άνθρωποι να γνωρίσουν την αλήθεια. Οι σκεπτικοί, όμως, επιμένουν να συνεχίζουν την έρευνά τους ([115] Α, 1-3).
“Σκεπτικοί”, εν προκειμένω, κατά τον Σέξτο τον Εμπειρικό, ονομάζονται οι απολογητές του Πυρρωνισμού, οι οποίοι αντιδιαστέλλονται προς τους θιασώτες του Ακαδημαϊκού Σκεπτικισμού. Κατ’ αντίθεσιν προς τους τελευταίους αυτούς, οι οποίοι τηρούν μιαν εντελώς αρνητική στάση απέναντι στην δυνατότητα των ανθρώπων να γνωρίσουν την αλήθεια, οι Πυρρωνιστές, οι “σκεπτικοί”, όπως τους αποκαλεί ο Σέξτος ο Εμπειρικός, δεν παίρνουν θετική, αλλά ούτε αρνητική θέση· είναι διαρκείς ζητητές, σταθεροί ερευνητές, μόνιμοι αμφισβητίες. Οποιαδήποτε —είτε θετική είτε αρνητική— στάση και αν υιοθετήσει κανείς για τα ζητήματα που τίθενται προς έρευνα, οι Πυρρωνιστές ισχυρίζονται ότι είναι ανατρέψιμη και ότι, με την σειρά της, η νέα, ύστερα από την ανατραπείσα θέση, τοποθέτηση είναι, επίσης, ανατρέψιμη και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. Μεταξύ των εκάστοτε προβαλλομένων επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων υφίσταται η καλουμένη “ισοσθενεία”, η οποία δεν επιτρέπει την υιοθέτηση του ενός επιχειρήματος και την απόρριψη του άλλου, του αντίθετού του, επιχειρήματος ([115 Α, 8, 10, 190, 200). Δεν υπάρχει απόλυτο κριτήριο, βάσει του οποίου θα ήταν δυνατόν ν’ αποφανθεί κανείς μετά βεβαιότητος τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα. Γι’ αυτό το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς είναι ν’ αποφεύγει να διατυπώνει οποιαδήποτε κρίση —είτε υπέρ είτε εναντίον μιας άποψης· να τηρεί, όπως λέγουν οι Πυρρωνιστές, μια στάση εποχής. Το κέρδος του από μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν να πάψει να ταλαιπωρείται από πλάνες (γιατί είναι πλάνη να πιστεύει κάποιος ότι κάτι μπορεί, πράγματι, να είναι αλήθεια ή ψέμα) και να εξασφαλίσει έτσι στην ψυχή του την αταραξίαν, την ηρεμία, που αποτελεί τον ιδανικό στόχο της εποχής —συγκεκριμένα, της ελληνιστικής περιόδου— μέσα στην οποίαν αναδείχθηκε ο Πυρρωνισμός ([115 Α, 10, 25).
Κατ’ αντίθεσιν, ορισμένως, προς την κλασσική εποχή, οπότε το ιδεώδες για τον άνθρωπο ήταν η θεωρητική ανάπτυξη του πνεύματός του, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους εκείνο που προείχε ήταν η σωτηρία της ψυχής του, το πώς θα μπορέσει ν’ απαλλαγεί από τις αγωνίες, τους φόβους, την ανασφάλεια και την δυστυχία, που του προκαλούσαν οι υφιστάμενες συνθήκες ([112] τ. 1, σσ. 375-89).
Συγκεκριμένα, ύστερα από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο ελληνιστικός κόσμος είχε βυθιστεί στο χάος εξαιτίας κυρίως της έλλειψης ικανού ηγέτη, ο οποίος θα εξασφάλιζε την κοινωνική συνοχή στο αχανές κράτος, που είχε δημιουργηθεί από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν επόμενο, λοιπόν, σ’ ένα τέτοιο κοινωνικά ανήσυχο περιβάλλον, οι πολίτες της εποχής εκείνης να αισθάνονται ανασφαλείς. Την ανασφάλεια αυτή, που προκαλούσε σ’ αυτούς η εσωτερική κατάσταση του ελληνιστικού κράτους, επέτεινε η αγωνία τους ότι θα μπορούσε, ανά πάσαν στιγμή, να επιδράμει από το εξωτερικό κάποιο από τα βαρβαρικά φύλα και να σκορπίσει τον όλεθρο και τον θάνατο. Κανείς δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι η επόμενη μέρα θα τον έβρισκε ασφαλή και ζωντανό. Έτσι, στα χρόνια της ελληνιστικής περιόδου, όπως παρατηρήθηκε, “η φιλοσοφία έπαψε πια να είναι η πύρινη στήλη που πάει μπρος καθοδηγώντας τους λιγοστούς ατρόμητους ζητητές της αλήθειας- είναι μάλλον ένα φορητό νοσοκομείο που πάει ξωπίσω σ’ εκείνους που παλεύουν στον αγώνα της ζωής για να περιμαζέψει τους αδύνατους και τους τραυματίες” ([112] τ. 1, σ. 389).
Στα φιλοσοφικά ρεύματα της περιόδου αυτής, αντίθετα με τα συστήματα της φιλοσοφίας της κλασσικής εποχής που έχουν θεωρητική υφή, βάραινε περισσότερο ο πρακτικός χαρακτήρας, καθώς αυτά δεν στόχευαν απλώς στον ορισμό της αλήθειας και πώς ο άνθρωπος μπορεί να την φτάσει, αλλά αποσκοπούσαν στην παροχή τρόπων συμπεριφοράς μέσω των οποίων η ζωή των ανθρώπων θα ήταν δυνατόν ν’ απαλυνθεί από την αγωνία, την ανασφάλεια, την δυστυχία. Έτσι, ο Επίκουρος, λόγου χάριν, ονομαστό τέκνο των ελληνιστικών χρόνων —λέγοντας ότι δεν πρέπει να φοβάται κανείς τον θάνατο, επειδή όταν ο ίδιος είναι παρών, ο θάνατος απουσιάζει και όταν ο θάνατος θα έλθει επιτέλους, αυτός δεν θα υπάρχει ([87] σσ. 123 κ.ε.)—, υποδεικνύει έναν τρόπο αντιμετώπισης της μεγάλης αγωνίας που διακατείχε τους ανθρώπους της εποχής εκείνης εξαιτίας των υφισταμένων τότε συνθηκών ο θάνατος ήταν συνεχώς μπροστά τους, πολύ κοντά τους. Οι Στωικοί, επίσης, με την φιλοσοφία τους επιχειρούσαν να οπλίσουν τους ανθρώπους της περιόδου εκείνης με εγκαρτέρηση, προκειμένου να μπορέσουν να ζήσουν μέσα στο ταραγμένο περιβάλλον τους. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν και οι Πυρρωνιστές. Με τον σκεπτικισμό τους αποσκοπούσαν ν’ απαλλάξουν τον άνθρωπο από το μάταιο, εναγώνιο κυνήγι της αλήθειας. Η στάση της εποχής, που εισηγούντο οι Πυρρωνιστές, ήγουν η αναστολή της διατύπωσης οποιοσδήποτε —είτε θετικής, είτε αρνητικής— κρίσης, εξασφαλίζει στους ανθρώπους την ηρεμία, την αταραξία της “ψυχής των, την οποία τόσον είχαν ανάγκη μέσα στον ανήσυχο κοινωνικό χώρο όπου ζούσαν.
Ο Πυρρωνισμός, όμως, δεν έμεινε απλώς ένα παιδί της περιόδου που τον ανέδειξε. Ξεπέρασε τα όρια της εποχής του και οι επιρροές του έφτασαν στα νεότερα χρόνια. Η αμφισβήτηση της αλήθειας και της γνώσης της, που υιοθετήθηκε από φιλοσόφους της νεότερης περιόδου, στηρίχθηκε, εν πολλοίς, σε επιχειρήματα που πρωτοδιατυπώθηκαν από τους αρχαίους Πυρρωνιστές —χωρίς, βέβαια, η επιρροή αυτή να σημαίνει ότι ο νεότερος σκεπτικισμός υπήρξε απλή, ατόφια, πιστή αντιγραφή των ιδεών του αρχαίου σκεπτικισμού. Οι νεότεροι σκεπτικιστές, υιοθετώντας επιχειρήματα των αρχαίων Πυρρωνιστών, δεν παρέλειψαν να δώσουν σ’ αυτά άλλες διαστάσεις ή ερμηνείες και να διατυπώσουν, παράλληλα, άλλα, δικά τους επιχειρήματα, με τα οποία αμφισβητούσαν την αλήθεια και την δυνατότητα της γνώσης της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου