ἐν {τ᾽} Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου [στρ. ε]
Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν
ἐπιχωρίοις. ἐμὲ δ᾽ οὖν τις ἀοιδᾶν
δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι
105 καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων·
οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν
Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον
106a μναστῆρες ἀγακλέα κούραν
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον
σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξεί-
νων. ἐπεὶ θαητὸν εἶδος
ἔπλετο· χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας [αντ. ε]
110 καρπὸν ἀνθήσαντ᾽ ἀποδρέψαι
ἔθελον. πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων
κλεινότερον γάμον, ἄκουσεν Δαναόν ποτ᾽ ἐν Ἄργει
οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκ-
τὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν
ὠκύτατον γάμον· ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορόν
114a ἐν τέρμασιν αὐτίκ᾽ ἀγῶνος·
115 σὺν δ᾽ ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν,
ἅντινα σχήσοι τις ἡρώ-
ων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον.
οὕτω δ᾽ ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ [επωδ. ε]
νυμφίον ἄνδρα· ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν
στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον,
εἶπε δ᾽ ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορών
120 ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις.
ἔνθ᾽ Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον,
παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλών
ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δι᾽ ὅμιλον.
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον
φύλλ᾽ ἔπι καὶ στεφάνους·
125 πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν.
***
και στης Ολυμπίας τ᾽ αγωνίσματα και της βαθύκολπης [στρ. ε]της Γης, καθώς και σ᾽ όλους τους ντόπιους τους αγώνες.Όσο για μένα που των τραγουδιών τη δίψα πάω να σβήσω,κάποιος ζητά το χρέος να ξεπληρώσω105και πάλι τη δόξα των προγόνων του να αναστήσω την παλιά.Για μια γυναίκα Λίβυσσα στα Ίρασα την πόλη πήγαν106αμνηστήρες για την ξακουστή και την ομορφοπλέξουδηκόρη του Ανταίου, που πάρα πολλοί και διαλεχτοί συντοπίτεςκαι πολλοί ξένοι σε γάμο τη ζητούσαν,γιατί είχε θωριά πανέμορφη,
και θέλαν τον ολάνθιστο καρπό της νιότης της [αντ. ε]110της χρυσοστεφανωμένης να δρέψουν.Αλλά ο πατέρας, που λογάριαζε περίλαμπρο έναν γάμοη θυγατέρα του να κάνει,έμαθε τί τρόπο βρήκε κάποτε ο Δαναός στο Άργοςγοργά γοργά σαρανταοχτώ παρθένες να παντρέψει,προτού το μεσημέρι να τους εύρει.114αΈστησε τον χορό των κοριτσιών ολόκληρο στο τέρμα του σταδίου115και όρισε η διάκριση στο τρέξιμο απόφαση να βγάλειποιάν απ᾽ αυτές θα πάρει καθένας από τους ήρωεςπου ήρθαν για γαμπροί του.
Έτσι πάντρευε και άντρα στην κόρη του έδινε ο Λίβυς: [επωδ. ε]Τη στόλισε και την έβαλε στην άκρη της γραμμής,ύψιστο για να ᾽ναι έπαθλο,και στάθηκε στη μέση και τους είπε120πως όποιος τρέχοντας με ορμή πρώτος τον πέπλο πιάσειαυτός γυναίκα θα την πάρει.Και τότε ο Αλεξίδαμος πετώντας τον δρόμο έτρεξεκαι πιάνει με το χέρι του το χέρι της ακριβής παρθέναςκι ανάμεσα απ᾽ το πλήθος την επέρασετων καβαλάρηδων Νομάδων.Κι αυτοί πολλά του ρίχνανε στεφάνια και κλαδιά.125
Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν
ἐπιχωρίοις. ἐμὲ δ᾽ οὖν τις ἀοιδᾶν
δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι
105 καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων·
οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν
Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον
106a μναστῆρες ἀγακλέα κούραν
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον
σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξεί-
νων. ἐπεὶ θαητὸν εἶδος
ἔπλετο· χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας [αντ. ε]
110 καρπὸν ἀνθήσαντ᾽ ἀποδρέψαι
ἔθελον. πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων
κλεινότερον γάμον, ἄκουσεν Δαναόν ποτ᾽ ἐν Ἄργει
οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκ-
τὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν
ὠκύτατον γάμον· ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορόν
114a ἐν τέρμασιν αὐτίκ᾽ ἀγῶνος·
115 σὺν δ᾽ ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν,
ἅντινα σχήσοι τις ἡρώ-
ων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον.
οὕτω δ᾽ ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ [επωδ. ε]
νυμφίον ἄνδρα· ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν
στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον,
εἶπε δ᾽ ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορών
120 ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις.
ἔνθ᾽ Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον,
παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλών
ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δι᾽ ὅμιλον.
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον
φύλλ᾽ ἔπι καὶ στεφάνους·
125 πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν.
***
και στης Ολυμπίας τ᾽ αγωνίσματα και της βαθύκολπης [στρ. ε]της Γης, καθώς και σ᾽ όλους τους ντόπιους τους αγώνες.Όσο για μένα που των τραγουδιών τη δίψα πάω να σβήσω,κάποιος ζητά το χρέος να ξεπληρώσω105και πάλι τη δόξα των προγόνων του να αναστήσω την παλιά.Για μια γυναίκα Λίβυσσα στα Ίρασα την πόλη πήγαν106αμνηστήρες για την ξακουστή και την ομορφοπλέξουδηκόρη του Ανταίου, που πάρα πολλοί και διαλεχτοί συντοπίτεςκαι πολλοί ξένοι σε γάμο τη ζητούσαν,γιατί είχε θωριά πανέμορφη,
και θέλαν τον ολάνθιστο καρπό της νιότης της [αντ. ε]110της χρυσοστεφανωμένης να δρέψουν.Αλλά ο πατέρας, που λογάριαζε περίλαμπρο έναν γάμοη θυγατέρα του να κάνει,έμαθε τί τρόπο βρήκε κάποτε ο Δαναός στο Άργοςγοργά γοργά σαρανταοχτώ παρθένες να παντρέψει,προτού το μεσημέρι να τους εύρει.114αΈστησε τον χορό των κοριτσιών ολόκληρο στο τέρμα του σταδίου115και όρισε η διάκριση στο τρέξιμο απόφαση να βγάλειποιάν απ᾽ αυτές θα πάρει καθένας από τους ήρωεςπου ήρθαν για γαμπροί του.
Έτσι πάντρευε και άντρα στην κόρη του έδινε ο Λίβυς: [επωδ. ε]Τη στόλισε και την έβαλε στην άκρη της γραμμής,ύψιστο για να ᾽ναι έπαθλο,και στάθηκε στη μέση και τους είπε120πως όποιος τρέχοντας με ορμή πρώτος τον πέπλο πιάσειαυτός γυναίκα θα την πάρει.Και τότε ο Αλεξίδαμος πετώντας τον δρόμο έτρεξεκαι πιάνει με το χέρι του το χέρι της ακριβής παρθέναςκι ανάμεσα απ᾽ το πλήθος την επέρασετων καβαλάρηδων Νομάδων.Κι αυτοί πολλά του ρίχνανε στεφάνια και κλαδιά.125
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου