Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τον θεσμό της αρχαιοελληνικής πόλης. Σε αντίθεση με τους Περσικούς πολέμους, που όλοι μαζί αντιμετώπισαν με αξιοθαύμαστη γενναιότητα τον εξωτερικό εχθρό, τώρα στρέφονται η μία πόλη εναντίον της άλλης, διαλύοντας ό, τι είχε επιτύχει η ενότητα. Ζώντας μέσα στη φρίκη του πολέμου επί τρεις δεκαετίες, οι Αθηναίοι κατέρρευσαν οικονομικά, πολιτικά και ηθικά. «Κατάντησε να θεωρείται καλό και ωφέλιμο, το άμεσο κέρδος και η ευχαρίστηση της στιγμής. Δεν τους συγκρατούσαν ούτε ο φόβος των θεών ούτε οι ανθρώπινοι νόμοι», γράφει ο Θουκυδίδης. Η συλλογική ζωή της πόλης έγινε εφιάλτης που έμοιαζε πως δεν θα τελειώσει ποτέ.
Η ψυχολογική κατάρρευση των πολιτών της άλλοτε ισχυρότερης πόλης, οδήγησε αναπόφευκτα στην αναζήτηση «παυσίπονου», όπου και αν μπορούσε αυτό να βρεθεί. Έχοντας ζήσει την αποθέωση του ορθολογισμού, που δεν τους γλίτωσε όμως από την καταστροφή, στρέφονται τώρα σε ότι μπορεί να τονώσει το συναίσθημα, να ξεκουράσει την ψυχή. Αναζητούν οτιδήποτε μπορεί να χαρίσει λίγες στιγμές ενότητας και ασφάλειας και η αναζήτηση αυτή οδηγεί σε εκείνα που ο ορθολογισμός είχε απομακρύνει από την αστική ζωή: Οι μυστηριακές λατρείες, που απαιτούν χαλαρότητα και επαφή με τη φύση, αναβιώνουν.
Οι λατρείες αυτές υπήρχαν ενσωματωμένες στις αστικές θρησκευτικές τελετές, τώρα όμως αποκτούν και πάλι τον αχαλίνωτο, αρχέγονο χαρακτήρα τους. Ο θεός Διόνυσος καταφέρνει μία σημαντική νίκη εναντίον του Απόλλωνα. Κατεβαίνει κοντά στον άνθρωπο, να τον ξεκουράσει από τα βάσανά του. Ο Διόνυσος ήταν ο θεός από τον οποίο γεννήθηκε η ιδέα του θεάτρου. Από τις δικές του γιορτές ξεκίνησε η υποκριτική τέχνη για να εξελιχθεί μέσα στην οργανωμένη πόλη σε ύψιστη τέχνη.
Εκεί, στο θέατρο, ο θεατής εγκαταλείπει τον εαυτό του για να ταυτιστεί με τον ήρωα και τις αγωνίες του. Τον ήρωα, που όπως λέει ο Νίτσε, είναι «ο Διόνυσος των μυστηρίων που υποφέρει, ο θεός που νιώθει μέσα του τις οδύνες της εξατομίκευσης».
Ωστόσο, ο Διόνυσος δεν υπήρξε ποτέ ήρωας κάποιας τραγωδίας. Δεν εμφανίστηκε ποτέ ως χαρακτήρας στη σκηνή, μέχρι τον τελευταίο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Εκείνη τη χρονιά (405 π.Κ.Χ) ο γιος του Ευριπίδη διαγωνίζεται στα Διονύσια με τις «Βάκχες», το τελευταίο έργο του πατέρα του, ο οποίος είχε πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο. Μία τραγωδία που δεν μοιάζει με καμία άλλη απ’ όσες μας έχουν διασωθεί. Ως τότε, οι θεοί εμφανίζονται μόνο «από μηχανής» ή επάνω στο θεολογείο, στις «Βάκχες», όμως, ο Διόνυσος είναι πρόσωπο που δρα επάνω στη σκηνή μαζί με τους ανθρώπους.
Η Υπόθεση
Ο Πενθέας, ο νεαρός βασιλιάς της Θήβας, είναι πραγματιστής, αντιπροσωπευτικό δείγμα του σκληροπυρηνικού ορθολογιστή του 5ου αιώνα, ο οποίος επαίρεται για την αδούλωτη στις δεισιδαιμονίες σκέψη του. Φυσικά, δεν δέχεται καν την ύπαρξη ούτε του Διονύσου ούτε κανενός άλλου θεού.
Αλλά ο Διόνυσος, έχει έρθει από την Ανατολή για να εδραιώσει στον τόπο αυτό την λατρεία του, η οποία έχει παραγκωνιστεί εξαιτίας των νέων ηθών. Στην αρχή είναι μεταμφιεσμένος, ώστε να μην καταλάβει κανείς πως είναι ο θεός και μυεί στη λατρεία του πολλούς από τους Θηβαίους και κυρίως τις γυναίκες.
Ο Πενθέας συνέλαβε όσες γυναίκες, πιστές του Διονύσου, βρήκαν οι άνθρωποί του στο βουνό να λατρεύουν τον νέο θεό και χλευάζει τον παππού του και τον μάντη Τειρεσία που «βακχεύουν», μένοντας πιστοί στην αρχαία λατρεία. Ο Τειρεσίας προσπαθεί να τον συνετίσει: « … δύο πρόσωπα είναι τα πιο σπουδαία στον κόσμο: το ένα είναι η θεά Δήμητρα –η γη, πες την εσύ με όποιο όνομα θέλεις – κι αυτή με τους ώριμους καρπούς τρέφει τους θνητούς· το άλλο αυτός που ήρθε μετά· ο γιος της Σεμέλης (ο Διόνυσος) βρήκε κι έφερε στους θνητούς το υγρό ποτό του σταφυλιού, που διώχνει τη λύπη απ’ τους ταλαίπωρους ανθρώπους».
«Ο ίδιος αυτός ο θεός προσφέρεται ως σπονδή στον Δία για το καλό των ανθρώπων», συνεχίζει ο Τειρεσίας, αλλά ο Πενθέας είναι εξαγριωμένος! Ούτε στα λόγια του πατέρα του πείθεται όταν τον παρακαλεί να είναι τουλάχιστον συγκαταβατικός κι ας μην πιστεύει ο ίδιος. Ο νεαρός βασιλιάς είναι αποφασισμένος να καταστρέψει ό,τι και όποιον σχετίζεται με τούτον τον θεό που παρασύρει τις γυναίκες στην ερωτική ακολασία και ανατρέπει την τάξη.
Συλλαμβάνει τον παράξενο ξένο (που δεν ξέρει ακόμα πως είναι ο Διόνυσος), μέχρι να μαζέψει από τον Κιθαιρώνα όλες τις γυναίκες που επιδίδονται στη λατρεία του (τις Βάκχες), αλλά εκείνος σπάει τα δεσμά και βγαίνει από τη φυλακή. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά φτάνει και η είδηση πως ανάμεσα στις Βάκχες που εντόπισαν στο βουνό ήταν και η Αγαύη, η μητέρα του Πενθέα. Αυτός όμως, ούτε τώρα αλλάζει γνώμη.
Ο Διόνυσος θα οδηγήσει τον Πενθέα στην παράνοια. Θα τον ντύσει με ρούχα γυναικεία και θα τον οδηγήσει στον Κιθαιρώνα. Εκεί υπό την επήρεια της ιερής μανίας, η Αγαύη με τις αδερφές της θα τον διαμελίσουν. Η κατάληξη είναι δραματική τόσο για τον Πενθέα όσο και για την οικογένειά του, που εξορίζεται από την Θήβα.
Και ο χορός κλείνει το έργο με τα εξής λόγια: «πολλά τα τελειώνουν απροσδόκητα οι θεοί. Όσα απ’ τον νου μας πέρασαν, δεν έγιναν και για εκείνα που δεν ελπίζαμε βρήκε τρόπο ο θεός».
Πίσω από τον μύθο
Σε περιόδους έντονης ανησυχίας και δυστυχίας, οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούν να τιθασεύσουν με τη δύναμη της λογικής. Θυμώνουν, αρνούνται να σκεφτούν, να εξετάσουν. Εύκολα στρέφονται προς το παλιό, το γνωστό, το ασφαλές, οτιδήποτε τους κάνει να νιώθουν σημαντικοί και χαρούμενοι.
Ο Διόνυσος προσφέρει απλόχερα την ελευθερία από τα δεσμά του πολιτισμού σε όλους, ακόμα και στους δούλους. Δεν έχει ούτε ιερείς ούτε μάντεις. Είναι ανατρεπτικός, αχαλίνωτος και ανάλγητος, όπως η φύση. Είναι αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος έξω από την ασφάλεια της πόλης. Σωστά είχε πει ο Αριστοτέλης πως αν κάποιος ζει εκτός της πόλης, δεν μπορεί να είναι άνθρωπος. Είναι είτε θηρίο είτε θεός.
Σε τέτοιες ταραγμένες περιόδους, ο ικανός ηγέτης εντοπίζει το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην άλογη παρόρμηση και την ορθολογική σκέψη, τη μέση οδό που θα κατευνάσει τα πνεύματα, θα δώσει μιάν ανάσα και θα ανοίξει δρόμο για το μέλλον, με βήμα αργό και σταθερό. Ικανότητα που διέθεταν οι ηγέτες που οδήγησαν την Αθήνα στη μεγάλη της δόξα κατά τους Περσικούς πολέμους.
Ο Πενθέας χειρίστηκε το ζήτημα επιπόλαια. Υπερεκτίμησε την δύναμη του ορθολογισμού και υποτίμησε τη δύναμη των άλογων δυνάμεων του ανθρώπινου πνεύματος, ακόμα και του δικού του. Γιατί ο Διόνυσος κατόρθωσε, όχι με τη βία, αλλά χρησιμοποιώντας το υπερ-όπλο του ορθολογισμού, την πειθώ, να τον πείσει να υποκύψει στις δικές του άλογες ορμές. Και το διδάσκει αυτό ο «αρχιερέας» του ορθολογισμού, ο ποιητής του αρχαιοελληνικού διαφωτισμού, ο Ευριπίδης!
Χειριστείτε έξυπνα τον Διόνυσο
Την ανάγκη να ξεκουράζεται το ανθρώπινο πνεύμα, εντρυφώντας στην Διονυσιακή εμπειρία, υποδήλωνε η λατρεία από κοινού στους Δελφούς του γλεντζέ Διονύσου και του ορθολογιστή Απόλλωνα. Ο άνθρωπος ως μονάδα, μέσα από τη φαντασία γνωρίζει τα μυστικά της ψυχής του, χαλαρώνει, ενδυναμώνεται και ύστερα είναι έτοιμος να δημιουργήσει και να μεγαλουργήσει για τη δική του πρόοδο, αλλά και της κοινότητας. Λατρεύει τον Διόνυσο για να προσεγγίσει και να κατανοήσει τον Απόλλωνα.
Αλλά πρέπει να το κάνει προσεκτικά, όπως επισημαίνει ο Νίτσε: «Από το διονυσιακό θεμέλιο δεν πρέπει να εισχωρήσει στη συνείδηση του ανθρώπου τίποτα παραπάνω από ό, τι μπορεί να ξεπεράσει πάλι από την απολλώνια δύναμη της μεταμόρφωσης».
Η ισορροπημένη διαχείριση αυτής της αρχέγονης δύναμης είναι ο μόνος τρόπος να διαχειριστεί κανείς με το μικρότερο δυνατό κόστος ταραγμένες περιόδους που οδηγούν στην παρακμή. Ο στείρος ορθολογισμός δεν έχει κανένα αποτέλεσμα όταν ο εσωτερικός πόνος έχει απενεργοποιήσει τις λογικές δυνάμεις. Δεν μπορεί κανείς να νικήσει αυτό που δεν κατανοεί και δεν μπορεί να το κατανοήσει αν το υποτιμά. Ας μην γελιόμαστε. Ο Διόνυσος είναι παλιός, είναι πολύ ισχυρός και θυμώνει όταν τον αγνοούν. Αν δεν ξέρεις πώς να τον χειριστείς, οδηγεί τους πάντες στα άκρα και πάντα κερδίζει!