Συρακούσιες ή Αδωνιάζουσες
Η Πραξινόη και η Γοργώ, δύο παντρεμένες φίλες που κατάγονται από τις Συρακούσες αλλά ζουν στην Αλεξάνδρεια, την εποχή που βασιλεύει ο Πτολεμαίος Β᾽ ο Φιλάδελφος (περ. 283-246 π.Χ.), συναντιούνται, ύστερα από καιρό, στο σπίτι της πρώτης με αφορμή τα Αδώνια, τη γιορτή προς τιμήν του Άδωνη, και πηγαίνουν στο ανάκτορο για να παρακολουθήσουν τη λαμπρή γιορτή που έχει ετοιμάσει η βασίλισσα. Στο δρόμο συνωστίζονται μέσα στον κόσμο, διαπληκτίζονται με κάποιους "αγενείς", αλλά τελικά φτάνουν έγκαιρα στον προορισμό τους και παρακολουθούν την κορυφαία στιγμή της γιορτής, την εκτέλεση ενός ύμνου για την Αφροδίτη και τον Άδωνη από μια ταλαντούχο επαγγελματία αοιδό. Αμέσως μετά την εκτέλεση του ύμνου, φεύγουν βιαστικά για το σπίτι.
Από την ώρα που συναντιούνται στο σπίτι της Πραξινόης ώς τη στιγμή που αρχίζει ο ύμνος, οι λαλίστατες Συρακούσιες με την ανυπόφορη για κάποιους δωρική προφορά δεν αφήνουν τίποτα ασχολίαστο: κατηγορούν τους ανεπρόκοπους άνδρες τους προσέχοντας να μην καταλάβει το μωρό της Πραξινόης που τα καταλαβαίνει όλα, τα ψέλνουν στις δούλες που είναι μια ζωή νωθρές, μιλούν για το τελευταίο φόρεμα της Πραξινόης, τα βάζουν με τον κόσμο που συναντούν στο δρόμο, ιδιαίτερα με έναν αναιδή ξένο που τις επιπλήττει για την ακατάσχετη φλυαρία τους και τον ενοχλεί η προφορά τους, εκφράζουν τον θαυμασμό τους για τη λαμπρότητα του ανακτόρου, εγκωμιάζουν την έξοχη αοιδό.
Οι Συρακούσιες ή Αδωνιάζουσες μαζί με το δεύτερο (Φαρμακεύτρια) και το δέκατο τέταρτο ειδύλλιο (Αἰσχίνας καὶ Θυώνιχος) συγκροτούν τη δεύτερη ομάδα ειδυλλίων -για την πρώτη, τα βουκολικά, βλ. το προηγούμενο Εισαγωγικό σημείωμα. Είναι τα ειδύλλια που έχουν εντονότερα δραματικό χαρακτήρα, συγγενεύουν περισσότερο από τα υπόλοιπα με τον μίμο και, κατά καιρούς, με κάποια υπερβολή, έχουν χαρακτηριστεί μίμοι. Οι Συρακούσιες ή Αδωνιάζουσες απαρτίζονται από ένα διαλογικό μέρος (στ. 1-99) και από μία ωδή (στ. 100-144). Το πλαίσιο εδώ δεν είναι αγροτικό, όπως στα βουκολικά ειδύλλια, αλλά αστικό, ενώ τα πρόσωπα δεν είναι άνδρες της υπαίθρου, αλλά γυναίκες της μεγαλούπολης. Στο διαλογικό πρώτο μέρος οι περιπέτειες των δύο φιλενάδων αποδίδονται ανάγλυφα μέσα από τη γρήγορη εναλλαγή των σκηνών και τον ζωηρό, ελλειπτικό και διανθισμένο με παροιμίες διάλογο.
Ο δραματικός χρόνος για τα διαδραματιζόμενα είναι πιθανώς τα έτη 275-272 π.Χ. (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος).
Συρακόσιαι ἢ Ἀδωνιάζουσαι
θαῦμ᾽ ὅτι καὶ νῦν ἦνθες. ὅρη δρίφον, Εὐνόα, αὐτᾷ·
ἔμβαλε καὶ ποτίκρανον.
5 Πραξινόα, πολλῶ μὲν ὄχλω, πολλῶν δὲ τεθρίππων·
παντᾷ κρηπίδες, παντᾷ χλαμυδηφόροι ἄνδρες·
ἁ δ᾽ ὁδὸς ἄτρυτος· τὺ δ᾽ ἑκαστέρω αἰὲν ἀποικεῖς.
ἰλεόν, οὐκ οἴκησιν, ὅπως μὴ γείτονες ὦμες
10 ἀλλάλαις, ποτ᾽ ἔριν, φθονερὸν κακόν, αἰὲν ὁμοῖος.
τῶ μικκῶ παρεόντος· ὅρη, γύναι, ὡς ποθορῇ τυ.
θάρσει, Ζωπυρίων, γλυκερὸν τέκος· οὐ λέγει ἀπφῦν.
«πάππα, νίτρον καὶ φῦκος ἀπὸ σκανᾶς ἀγοράσδειν»—
ἷκτο φέρων ἅλας ἄμμιν, ἀνὴρ τρισκαιδεκάπαχυς.
ἑπταδράχμως κυνάδας, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν,
20 πέντε πόκως ἔλαβ᾽ ἐχθές, ἅπαν ῥύπον, ἔργον ἐπ᾽ ἔργῳ.
ἀλλ᾽ ἴθι, τὠμπέχονον καὶ τὰν περονατρίδα λάζευ.
βᾶμες τῶ βασιλῆος ἐς ἀφνειῶ Πτολεμαίω
θασόμεναι τὸν Ἄδωνιν· ἀκούω χρῆμα καλόν τι
κοσμεῖν τὰν βασίλισσαν.
ἕρπειν ὥρα κ᾽ εἴη.
Εὐνόα, αἶρε τὸ νῆμα καὶ ἐς μέσον, αἰνόδρυπτε,
θὲς πάλιν· αἱ γαλέαι μαλακῶς χρῄζοντι καθεύδειν.
κινεῦ δή· φέρε θᾶσσον ὕδωρ. ὕδατος πρότερον δεῖ,
30 ἃ δὲ σμᾶμα φέρει. δὸς ὅμως. μὴ δὴ πολύ, λᾳστρί.
ἔγχει ὕδωρ. δύστανε, τί μευ τὸ χιτώνιον ἄρδεις;
παῦέ ποχ᾽· οἷα θεοῖς ἐδόκει, τοιαῦτα νένιμμαι.
ἁ κλᾲξ τᾶς μεγάλας πεῖ λάρνακος; ὧδε φέρ᾽ αὐτάν.
35 τοῦτο πρέπει· λέγε μοι, πόσσω κατέβα τοι ἀφ᾽ ἱστῶ;
ἢ δύο· τοῖς δ᾽ ἔργοις καὶ τὰν ψυχὰν ποτέθηκα.
40 ἀμφίθες. οὐκ ἀξῶ τυ, τέκνον. Μορμώ, δάκνει ἵππος.
δάκρυ᾽ ὅσσα θέλεις, χωλὸν δ᾽ οὐ δεῖ τυ γενέσθαι.
ἕρπωμες. Φρυγία, τὸν μικκὸν παῖσδε λαβοῖσα,
τὰν κύν᾽ ἔσω κάλεσον, τὰν αὐλείαν ἀπόκλᾳξον.
ὦ θεοί, ὅσσος ὄχλος. πῶς καὶ πόκα τοῦτο περᾶσαι
45 χρὴ τὸ κακόν; μύρμακες ἀνάριθμοι καὶ ἄμετροι.
πολλά τοι, ὦ Πτολεμαῖε, πεποίηται καλὰ ἔργα,
ἐξ ὧ ἐν ἀθανάτοις ὁ τεκών· οὐδεὶς κακοεργός
δαλεῖται τὸν ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί,
οἷα πρὶν ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες ἔπαισδον,
50 ἀλλάλοις ὁμαλοί, κακὰ παίχνια, πάντες ἀραῖοι.
ἁδίστα Γοργώ, τί γενώμεθα; τοὶ πολεμισταί
ἵπποι τῶ βασιλῆος. ἄνερ φίλε, μή με πατήσῃς.
ὀρθὸς ἀνέστα ὁ πυρρός· ἴδ᾽ ὡς ἄγριος. κυνοθαρσής
Εὐνόα, οὐ φευξῇ; διαχρησεῖται τὸν ἄγοντα.
55 ὠνάθην μεγάλως ὅτι μοι τὸ βρέφος μένει ἔνδον.
τοὶ δ᾽ ἔβαν ἐς χώραν.
ἵππον καὶ τὸν ψυχρὸν ὄφιν τὰ μάλιστα δεδοίκω
ἐκ παιδός. σπεύδωμες· ὄχλος πολὺς ἄμμιν ἐπιρρεῖ.
εὐμαρές;
κάλλισται παίδων· πείρᾳ θην πάντα τελεῖται.
Εὐνόα, Εὐτυχίδος· πότεχ᾽ αὐτᾶς μὴ ἀποπλαγχθῇς.
πᾶσαι ἅμ᾽ εἰσένθωμες· ἀπρὶξ ἔχευ, Εὐνόα, ἁμῶν.
οἴμοι δειλαία, δίχα μοι τὸ θερίστριον ἤδη
70 ἔσχισται, Γοργοῖ. ποττῶ Διός, εἴ τι γένοιο
εὐδαίμων, ἄνθρωπε, φυλάσσεο τὠμπέχονόν μευ.
ὠθεῦνθ᾽ ὥσπερ ὕες.
75 ἄμμε περιστέλλων. χρηστῶ κοἰκτίρμονος ἀνδρός.
φλίβεται Εὐνόα ἄμμιν· ἄγ᾽, ὦ δειλὰ τύ, βιάζευ.
κάλλιστ᾽· «ἔνδοι πᾶσαι», ὁ τὰν νυὸν εἶπ᾽ ἀποκλᾴξας.
λεπτὰ καὶ ὡς χαρίεντα· θεῶν περονάματα φασεῖς.
ποῖοι ζωογράφοι τἀκριβέα γράμματ᾽ ἔγραψαν.
ὡς ἔτυμ᾽ ἑστάκαντι καὶ ὡς ἔτυμ᾽ ἐνδινεῦντι,
ἔμψυχ᾽, οὐκ ἐνυφαντά. σοφόν τι χρῆμ᾽ ἄνθρωπος.
αὐτὸς δ᾽ ὡς θαητὸς ἐπ᾽ ἀργυρέας κατάκειται
85 κλισμῶ, πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων,
ὁ τριφίλητος Ἄδωνις, ὁ κἠν Ἀχέροντι φιληθείς.
τρυγόνες· ἐκκναισεῦντι πλατειάσδοισαι ἅπαντα.
90 πασάμενος ἐπίτασσε· Συρακοσίαις ἐπιτάσσεις.
ὡς εἰδῇς καὶ τοῦτο, Κορίνθιαι εἰμὲς ἄνωθεν,
ὡς καὶ ὁ Βελλεροφῶν. Πελοποννασιστὶ λαλεῦμες,
Δωρίσδειν δ᾽ ἔξεστι, δοκῶ, τοῖς Δωριέεσσι.
μὴ φύη, Μελιτῶδες, ὃς ἁμῶν καρτερὸς εἴη,
95 πλὰν ἑνός. οὐκ ἀλέγω. μή μοι κενεὰν ἀπομάξῃς.
ἁ τᾶς Ἀργείας θυγάτηρ, πολύιδρις ἀοιδός,
ἅτις καὶ πέρυσιν τὸν ἰάλεμον ἀρίστευσε.
φθεγξεῖταί τι, σάφ᾽ οἶδα, καλόν· διαχρέμπτεται ἤδη.
αἰπεινάν τ᾽ Ἔρυκα, χρυσῷ παίζοισ᾽ Ἀφροδίτα,
οἷόν τοι τὸν Ἄδωνιν ἀπ᾽ ἀενάω Ἀχέροντος
μηνὶ δυωδεκάτῳ μαλακαὶ πόδας ἄγαγον Ὧραι,
βάρδισται μακάρων Ὧραι φίλαι· ἀλλὰ ποθειναί
105 ἔρχονται πάντεσσι βροτοῖς αἰεί τι φέροισαι.
Κύπρι Διωναία, τὺ μὲν ἀθανάτα ἀπὸ θνατᾶς,
ἀνθρώπων ὡς μῦθος, ἐποίησας Βερενίκαν,
ἀμβροσίαν ἐς στῆθος ἀποστάξασα γυναικός·
τὶν δὲ χαριζομένα, πολυώνυμε καὶ πολύναε,
110 ἁ Βερενικεία θυγάτηρ Ἑλένᾳ εἰκυῖα
Ἀρσινόα πάντεσσι καλοῖς ἀτιτάλλει Ἄδωνιν.
πὰρ μέν οἱ ὥρια κεῖται ὅσα δρυὸς ἄκρα φέροντι,
πὰρ δ᾽ ἁπαλοὶ κᾶποι πεφυλαγμένοι ἐν ταλαρίσκοις
ἀργυρέοις, Συρίω δὲ μύρω χρύσει᾽ ἀλάβαστρα,
115 εἴδατά θ᾽ ὅσσα γυναῖκες ἐπὶ πλαθάνω πονέονται
ἄνθεα μίσγοισαι λευκῷ παντοῖα μαλεύρῳ,
ὅσσα τ᾽ ἀπὸ γλυκερῶ μέλιτος τά τ᾽ ἐν ὑγρῷ ἐλαίῳ.
πάντ᾽ αὐτῷ πετεηνὰ καὶ ἑρπετὰ τεῖδε πάρεστι·
χλωραὶ δὲ σκιάδες μαλακῷ βρίθοισαι ἀνήθῳ
120 δέδμανθ᾽· οἱ δέ τε κῶροι ὑπερπωτῶνται Ἔρωτες,
οἷοι ἀηδονιδῆες ἀεξομενᾶν ἐπὶ δένδρῳ
πωτῶνται πτερύγων πειρώμενοι ὄζον ἀπ᾽ ὄζω.
ὢ ἔβενος, ὢ χρυσός, ὢ ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος
αἰετοὶ οἰνοχόον Κρονίδᾳ Διὶ παῖδα φέροντες,
125 πορφύρεοι δὲ τάπητες ἄνω μαλακώτεροι ὕπνω·
ἁ Μίλατος ἐρεῖ χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων,
«ἔστρωται κλίνα τὠδώνιδι τῷ καλῷ ἄμμιν».
τὸν μὲν Κύπρις ἔχει, τὰν δ᾽ ὁ ῥοδόπαχυς Ἄδωνις.
ὀκτωκαιδεκετὴς ἢ ἐννεακαίδεχ᾽ ὁ γαμβρός·
130 οὐ κεντεῖ τὸ φίλημ᾽· ἔτι οἱ περὶ χείλεα πυρρά.
νῦν μὲν Κύπρις ἔχοισα τὸν αὑτᾶς χαιρέτω ἄνδρα·
ἀῶθεν δ᾽ ἄμμες νιν ἅμα δρόσῳ ἀθρόαι ἔξω
οἰσεῦμες ποτὶ κύματ᾽ ἐπ᾽ ἀιόνι πτύοντα,
λύσασαι δὲ κόμαν καὶ ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι
135 στήθεσι φαινομένοις λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ᾽ ἀοιδᾶς.
ἕρπεις, ὦ φίλ᾽ Ἄδωνι, καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα
ἡμιθέων, ὡς φαντί, μονώτατος. οὔτ᾽ Ἀγαμέμνων
τοῦτ᾽ ἔπαθ᾽ οὔτ᾽ Αἴας ὁ μέγας, βαρυμάνιος ἥρως,
οὔθ᾽ Ἕκτωρ, Ἑκάβας ὁ γεραίτατος εἴκατι παίδων,
140 οὐ Πατροκλῆς, οὐ Πύρρος ἀπὸ Τροίας ἐπανενθών,
οὔθ᾽ οἱ ἔτι πρότεροι Λαπίθαι καὶ Δευκαλίωνες,
οὐ Πελοπηιάδαι τε καὶ Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί.
ἵλαος, ὦ φίλ᾽ Ἄδωνι, καὶ ἐς νέωτ᾽· εὐθυμεύσαις
καὶ νῦν ἦνθες, Ἄδωνι, καί, ὅκκ᾽ ἀφίκῃ, φίλος ἡξεῖς.
ὀλβία ὅσσα ἴσατι, πανολβία ὡς γλυκὺ φωνεῖ.
ὥρα ὅμως κἠς οἶκον. ἀνάριστος Διοκλείδας·
χὠνὴρ ὄξος ἅπαν, πεινᾶντι δὲ μηδὲ ποτένθῃς.
χαῖρε, Ἄδων ἀγαπατέ, καὶ ἐς χαίροντας ἀφικνεῦ.
***
Μέσα είναι. Πώς ήτανε και ήρθες και τώρα;
Κοίτα να της φέρεις κάθισμα, Ευνόη· βάλε και μαξιλάρι.
να φτάσω εδώ ζωντανή.
Κόσμος και κακό, άρματα να δουν τα μάτια σου.5
Παντού αρβύλες, παντού άνδρες χλαμυδοφόροι.1
Και ο δρόμος ατέλειωτος· του λόγου σου, βλέπεις,
πιάνεις σπίτι όλο και πιο μακριά.
που ήρθε στην άκρη του κόσμου και έπιασε μια τρώγλη, όχι σπίτι,
μόνο και μόνο για να μην είμαστε γειτόνισσες,
από το κακό του, φθόνος και δηλητήριο, μια ζωή ο ίδιος.10
μπροστά στο μικρό. Δες το, καλέ, πώς σε κοιτάζει.
Μη φοβάσαι, Ζωπυρίων, γλυκό μου παιδί· δεν εννοεί τον μπαμπάκα.
«Πατερούκο, αγόρασε από τις σκηνές σόδα και κοκκινάδι»-
κι εκείνος, δεκατρείς πήχες άντρας, ήρθε και μας έφερε αλάτι.
Χτες έσκασε επτά δραχμές και πήρε πέντε ποκάρια σκυλόμαλλα,
μαδολογήματα από γέρικα πετσιά, σκέτη βρόμα, να σου βγαίνει η πίστη. 20
Έλα όμως, πάρε το ιμάτιο και τον πέπλο με τις αγκράφες.
Πάμε στο παλάτι του ζάπλουτου βασιλέα μας του Πτολεμαίου
για να δούμε τον Άδωνη.
Ακούω πως η βασίλισσα ετοιμάζει κάτι έκτακτο.
εσύ που τα είδες, σε άλλον που δεν τα είδε.
Ώρα όμως να ξεκινάμε.
Ευνόη, σήκωσε το νήμα και ξαναβάλ᾽ το, αν τολμάς, στη μέση
και θα σου δείξω εγώ.
Οι νυφίτσες ψοφάνε να κοιμούνται στα μαλακά.3
Κουνήσου επιτέλους. Φέρε γρήγορα νερό.
Χρειαζόμαστε πρώτα νερό, και αυτή φέρνει σαπούνι.30
Τέλος πάντων, δώσ᾽ μου το.
Όχι τόσο πολύ, κακούργα.
Ρίξε μου νερό.
Γιατί, π᾽ ανάθεμά σε, μου ποτίζεις το χιτώνα;
Σταμάτα ντε. Ο θεός να το κάνει νίψιμο.
Το κλειδί της μεγάλης κασέλας πού είναι; Φέρ᾽ το εδώ.
με τις αγκράφες.
Πες μου, πόσο σου κόστισε το ύφασμα;35
Όσο για τη δουλειά, εκεί έβαλα και την ψυχή μου.
Δεν θα σε πάρω, παιδί μου. Είναι ο μπαμπούλας,4 δαγκώνει το άλογο.40
Κλάψε όσο θέλεις. Όλα κι όλα, δεν θα μου γίνεις σακάτικο.
Πάμε. Φρυγία,5 πάρε το μικρό και παίξε μαζί του,
φώναξε μέσα τη σκύλα, κλείδωσε την πόρτα της αυλής.
Ω θεοί, τι κόσμος και λαός.
Πώς και πότε να περάσουμε τούτο το κακό;45
Μυρμηγκομάνι αναρίθμητο και αμέτρητο.
Έχεις κάνει πολλά καλά, Πτολεμαίε,
από τότε που ο πατέρας σου βρίσκεται στη χορεία των αθανάτων.
Κανένας κακοποιός δεν επιτίθεται στους περαστικούς,
γλιστρώντας ύπουλα με τον τρόπο των Αιγυπτίων,6
τα παιχνίδια που έπαιζαν πριν,50
άντρες που έχουν την απάτη στο αίμα τους,
πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλον, θλιβερά υποκείμενα,
καταραμένη φάρα.
Γλυκύτατή μου Γοργώ, τι κάνουμε; Τα αγωνιστικά άλογα του βασιλιά.
Καλό μου παλληκάρι, μη με πατήσεις.
Ορθοστάτησε ο ντορής. Δες τι άγριος που είναι.
Φεύγα, σκύλα Ευνόη. Θα τον ποδοπατήσει τον οδηγό.
Ευτυχώς που άφησα το μωρό στο σπίτι.55
και αυτοί πήγαν στον προορισμό τους.
Το άλογο και το παγερό το φίδι από μικρό παιδί
τα φοβάμαι όσο τίποτε άλλο.
Ας βιαστούμε. Ένα ανθρωπομάνι χύνεται καταπάνω μας σαν κύμα.
ΓΟΡΓΩ (απευθυνόμενη σε μια γριά που συναντούν)
Από το παλάτι έρχεσαι, γιαγιά;60
Με προσπάθεια όλα γίνονται.
ακόμη και το πώς ο Δίας παντρεύτηκε την Ήρα.
Ευνόη, πιάσου και συ από το χέρι της Ευτυχίδας.7
Πρόσεχε μην την αποχωριστείς.
Να μπούμε μέσα όλες μαζί.
Γαντζώσου απάνω μας, Ευνόη.
Πω πω η δυστυχής,
το καλοκαιρινό μου φόρεμα έγινε ήδη δυο κομμάτια, Γοργώ.70
Για τ᾽ όνομα του Διός, άνθρωπέ μου,
πρόσεξέ μου, καλή τύχη να ᾽χεις, το ιμάτιο.
Σπρώχνονται σαν τα γουρούνια.
που μας προστατεύεις.75
Τι ευγενικός και πονόψυχος άντρας.
Θα μας τη σκάσουν την Ευνόη.
Έλα, ταλαίπωρη, σπρώξε, άνοιξε δρόμο.
Θαυμάσια. «Όλες μέσα»,8 είπε αυτός που κλείδωσε τη νύφη.
Τι λεπτότητα, τι χάρη· λες και θα τα φορέσουν θεοί.
ποιοι ζωγράφοι εζωγράφισαν τα σχέδια τόσο πιστά·
με πόση φυσικότητα στέκουν και με πόση φυσικότητα γυρίζουν,
λες και είναι ζωντανά, όχι κεντημένα.
Είναι δαιμόνιο πλάσμα ο άνθρωπος.
Και ο ίδιος ο Άδωνης
δες πώς κείτεται θεσπέσιος πάνω στον αργυρό του θρόνο,
με το πρώτο χνούδι να κατεβαίνει από τους κροτάφους του,85
ο τρισαγαπημένος Άδωνης,
που αγαπήθηκε ακόμα και στον Αχέροντα.
καρακάξες με τα όλα σας.
Θα μας πεθάνουν με την προφορά τους,
έτσι που τα τραβάνε όλα τα φωνήεντα.
Και εσένα τι σε νοιάζει αν εμείς είμαστε φλύαρες;
Αγόρασέ μας πρώτα και μετά να μας δίνεις διαταγές.90
Δίνεις διαταγές σε Συρακούσιες.
Και να ξέρεις και τούτο: κρατάμε από την Κόρινθο,
όπως και ο Βελλεροφών.9 Μιλάμε τη γλώσσα των Πελοποννησίων·
δικαιούνται, φαντάζομαι, οι Δωριείς να μιλούν δωρικά.
Να μην αξιωθούμε, Μελιστάλαχτη,10 να έχουμε άλλο αφέντη,
εκτός από έναν. Αδιαφορώ για σένα. Μη ματαιοπονείς.95
η κόρη της Αργείας,11 η σοφή τραγουδίστρια,
που και πέρυσι αρίστευσε με τον θρήνο.
Θα τραγουδήσει κάτι υπέροχο-είμαι βέβαιη·
βήχει ήδη για να καθαρίσει ο λαιμός της.
και την απόκρημνη Έρυκα,12
Αφροδίτη που παίζεις με το χρυσάφι,
δες πώς το δωδέκατο μήνα οι Ώρες με το αβρό περπάτημα
έφεραν πίσω τον Άδωνη από τον αέναο Αχέροντα,
οι αγαπημένες Ώρες, οι πιο αργοβάδιστες από τους αθανάτους·13
έρχονται όμως πολυπόθητες, φέρνοντας κάτι σε όλους τους θνητούς.105
Κύπρι, κόρη της Διώνης, εσύ, καταπώς λέει ο λόγος των ανθρώπων,
έκανες τη Βερενίκη14 από θνητή αθάνατη,
σταλάζοντας αμβροσία στο στήθος της. Για τη δική σου χάρη,
θεά με τα πολλά ονόματα και τους πολλούς ναούς,
η κόρη της Βερενίκης, η Αρσινόη,15110
που μοιάζει στην ομορφιά με την Ελένη
στολίζει τον Άδωνη με όλα τα καλά.
Πλάι του κομμένοι οι καρποί που βγάζουν τα δέντρα στην ώρα τους,
πλάι του τρυφεροί κήποι που τους εφύλαξαν σε ασημένια καλαθάκια,
αλάβαστρα χρυσά με μύρο της Συρίας
και όσα γλυκίσματα πλάθουν οι γυναίκες πάνω στο σοφρά,115
ζυμώνοντας το λευκό αλεύρι με τα χρώματα όλων των λουλουδιών,
και όσα φτιάχνουν με το γλυκό μέλι και μέσα στο απαλό λάδι.
Στο πλάι του και όλα τα πουλιά κι όλα τα πλάσματα της γης.16
Έχουν στηθεί χλωρά κιόσκια που βαραίνουν από τον τρυφερό άνηθο·
νεαροί Έρωτες πετούν πάνω από το κεφάλι του120
όπως πετούν από κλαδί σε κλαδί πάνω στο δέντρο
οι νεοσσοί των αηδονιών,
δοκιμάζοντας τα φτερά τους που μεγαλώνουν.
Τι έβενος, τι χρυσάφι, τι αετοί από λευκό ελεφαντόδοντο
που φέρνουν στον Κρόνιο Δία ως οινοχόο κάποιο αγόρι·17
από πάνω του πορφυροί τάπητες πιο απαλοί κι από τον ύπνο.125
Η Μίλητος κι εκείνος που βόσκει τα κοπάδια του στη γη της Σάμου18
θα πουν: «εμείς εστρώσαμε την κλίνη για τον ωραίο Άδωνη».
Εκείνον τον κρατά στην αγκαλιά της η Κύπρις,
εκείνη ο Άδωνης με τα ρόδινά του χέρια.
Στα δεκαοχτώ ή δεκαεννέα ο γαμπρός·
δεν είναι τραχύ το φίλημά του:130
ξανθίζει ακόμα το χνούδι γύρω από τα χείλη του.
Και τώρα "έχε γεια" στην Κύπρη
που κρατάει στην αγκαλιά τον αγαπημένο της.
Τα χαράματα, με τη δροσιά, εμείς, όλες μαζί, θα τον φέρουμε έξω,
εκεί όπου παφλάζει το κύμα στο ακρογιάλι,
θα λύσουμε την κόμη μας,
θ᾽ αφήσουμε τους πέπλους να χαμηλώσουν στα σφυρά
και με γυμνωμένα στήθη θα αρχίσουμε το λιγυρό τραγούδι.135
Εσύ, αγαπημένε μας Άδωνη, είσαι, όπως λένε, ο μόνος ημίθεος
που ταξιδεύει και πάνω στη γη και στον Αχέροντα.
Αυτό δεν αξιώθηκε να το ζήσει ούτε ο Αγαμέμνων
ούτε ο μέγας Αίας, ο ήρωας της βαριάς οργής,19
ούτε ο Έκτωρ, ο πρεσβύτερος από τους είκοσι γιους της Εκάβης,
ούτε ο Πάτροκλος, ούτε ο Πύρρος,20 όταν γύρισε από την Τροία,140
ούτε οι ακόμα παλαιότεροι, οι Λαπίθες21 και οι Δευκαλίωνες,22
ούτε οι απόγονοι του Πέλοπα
ούτε η κορυφή του Άργους, οι Πελασγοί.23
Και του χρόνου, αγαπημένε μας Άδωνη, να μας έρθεις καλόγνωμος·
και τώρα ήρθες και μας βρήκες χαρούμενες, Άδωνη,
και όταν γυρίσεις, αγαπημένος θα ξανάρθεις.
Ευτυχισμένη με τα τόσα που ξέρει,
τρισευτυχισμένη που έχει τόσο γλυκιά φωνή.
Ώρα όμως και να γυρίσουμε στο σπίτι.
Είναι νηστικός ο Διοκλείδης,
και ο άνθρωπος γίνεται σκέτο ξίδι·
να μη βρεθείς κοντά του όταν πεινάει.
Χαίρε, αγαπημένε μας Άδωνη,
και χαρούμενους να μας βρεις όταν ξανάρθεις.
------------------------
Από την ώρα που συναντιούνται στο σπίτι της Πραξινόης ώς τη στιγμή που αρχίζει ο ύμνος, οι λαλίστατες Συρακούσιες με την ανυπόφορη για κάποιους δωρική προφορά δεν αφήνουν τίποτα ασχολίαστο: κατηγορούν τους ανεπρόκοπους άνδρες τους προσέχοντας να μην καταλάβει το μωρό της Πραξινόης που τα καταλαβαίνει όλα, τα ψέλνουν στις δούλες που είναι μια ζωή νωθρές, μιλούν για το τελευταίο φόρεμα της Πραξινόης, τα βάζουν με τον κόσμο που συναντούν στο δρόμο, ιδιαίτερα με έναν αναιδή ξένο που τις επιπλήττει για την ακατάσχετη φλυαρία τους και τον ενοχλεί η προφορά τους, εκφράζουν τον θαυμασμό τους για τη λαμπρότητα του ανακτόρου, εγκωμιάζουν την έξοχη αοιδό.
Οι Συρακούσιες ή Αδωνιάζουσες μαζί με το δεύτερο (Φαρμακεύτρια) και το δέκατο τέταρτο ειδύλλιο (Αἰσχίνας καὶ Θυώνιχος) συγκροτούν τη δεύτερη ομάδα ειδυλλίων -για την πρώτη, τα βουκολικά, βλ. το προηγούμενο Εισαγωγικό σημείωμα. Είναι τα ειδύλλια που έχουν εντονότερα δραματικό χαρακτήρα, συγγενεύουν περισσότερο από τα υπόλοιπα με τον μίμο και, κατά καιρούς, με κάποια υπερβολή, έχουν χαρακτηριστεί μίμοι. Οι Συρακούσιες ή Αδωνιάζουσες απαρτίζονται από ένα διαλογικό μέρος (στ. 1-99) και από μία ωδή (στ. 100-144). Το πλαίσιο εδώ δεν είναι αγροτικό, όπως στα βουκολικά ειδύλλια, αλλά αστικό, ενώ τα πρόσωπα δεν είναι άνδρες της υπαίθρου, αλλά γυναίκες της μεγαλούπολης. Στο διαλογικό πρώτο μέρος οι περιπέτειες των δύο φιλενάδων αποδίδονται ανάγλυφα μέσα από τη γρήγορη εναλλαγή των σκηνών και τον ζωηρό, ελλειπτικό και διανθισμένο με παροιμίες διάλογο.
Ο δραματικός χρόνος για τα διαδραματιζόμενα είναι πιθανώς τα έτη 275-272 π.Χ. (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος).
Συρακόσιαι ἢ Ἀδωνιάζουσαι
ΓΟΡΓΩ
Ἔνδοι Πραξινόα;
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
Γοργὼ φίλα, ὡς χρόνῳ. ἔνδοι.θαῦμ᾽ ὅτι καὶ νῦν ἦνθες. ὅρη δρίφον, Εὐνόα, αὐτᾷ·
ἔμβαλε καὶ ποτίκρανον.
ΓΟΡΓΩ
ἔχει κάλλιστα.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
καθίζευ.
ΓΟΡΓΩ
ὢ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς· μόλις ὔμμιν ἐσώθην,5 Πραξινόα, πολλῶ μὲν ὄχλω, πολλῶν δὲ τεθρίππων·
παντᾷ κρηπίδες, παντᾷ χλαμυδηφόροι ἄνδρες·
ἁ δ᾽ ὁδὸς ἄτρυτος· τὺ δ᾽ ἑκαστέρω αἰὲν ἀποικεῖς.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
ταῦθ᾽ ὁ πάραρος τῆνος· ἐπ᾽ ἔσχατα γᾶς ἔλαβ᾽ ἐνθώνἰλεόν, οὐκ οἴκησιν, ὅπως μὴ γείτονες ὦμες
10 ἀλλάλαις, ποτ᾽ ἔριν, φθονερὸν κακόν, αἰὲν ὁμοῖος.
ΓΟΡΓΩ
μὴ λέγε τὸν τεὸν ἄνδρα, φίλα, Δίνωνα τοιαῦτατῶ μικκῶ παρεόντος· ὅρη, γύναι, ὡς ποθορῇ τυ.
θάρσει, Ζωπυρίων, γλυκερὸν τέκος· οὐ λέγει ἀπφῦν.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
αἰσθάνεται τὸ βρέφος, ναὶ τὰν πότνιαν.
ΓΟΡΓΩ
καλὸς ἀπφῦς·
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
15 ἀπφῦς μὰν τῆνός γα πρόαν —λέγομες δὲ πρόαν θην«πάππα, νίτρον καὶ φῦκος ἀπὸ σκανᾶς ἀγοράσδειν»—
ἷκτο φέρων ἅλας ἄμμιν, ἀνὴρ τρισκαιδεκάπαχυς.
ΓΟΡΓΩ
χὠμὸς ταυτᾷ ἔχει· φθόρος ἀργυρίω Διοκλείδας·ἑπταδράχμως κυνάδας, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν,
20 πέντε πόκως ἔλαβ᾽ ἐχθές, ἅπαν ῥύπον, ἔργον ἐπ᾽ ἔργῳ.
ἀλλ᾽ ἴθι, τὠμπέχονον καὶ τὰν περονατρίδα λάζευ.
βᾶμες τῶ βασιλῆος ἐς ἀφνειῶ Πτολεμαίω
θασόμεναι τὸν Ἄδωνιν· ἀκούω χρῆμα καλόν τι
κοσμεῖν τὰν βασίλισσαν.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
ἐν ὀλβίῳ ὄλβια πάντα.
ΓΟΡΓΩ
25 ὧν ἴδες, ὧν εἴπαις κεν ἰδοῖσα τὺ τῷ μὴ ἰδόντι.ἕρπειν ὥρα κ᾽ εἴη.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά.Εὐνόα, αἶρε τὸ νῆμα καὶ ἐς μέσον, αἰνόδρυπτε,
θὲς πάλιν· αἱ γαλέαι μαλακῶς χρῄζοντι καθεύδειν.
κινεῦ δή· φέρε θᾶσσον ὕδωρ. ὕδατος πρότερον δεῖ,
30 ἃ δὲ σμᾶμα φέρει. δὸς ὅμως. μὴ δὴ πολύ, λᾳστρί.
ἔγχει ὕδωρ. δύστανε, τί μευ τὸ χιτώνιον ἄρδεις;
παῦέ ποχ᾽· οἷα θεοῖς ἐδόκει, τοιαῦτα νένιμμαι.
ἁ κλᾲξ τᾶς μεγάλας πεῖ λάρνακος; ὧδε φέρ᾽ αὐτάν.
ΓΟΡΓΩ
Πραξινόα, μάλα τοι τὸ καταπτυχὲς ἐμπερόναμα35 τοῦτο πρέπει· λέγε μοι, πόσσω κατέβα τοι ἀφ᾽ ἱστῶ;
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
μὴ μνάσῃς, Γοργοῖ· πλέον ἀργυρίω καθαρῶ μνᾶνἢ δύο· τοῖς δ᾽ ἔργοις καὶ τὰν ψυχὰν ποτέθηκα.
ΓΟΡΓΩ
ἀλλὰ κατὰ γνώμαν ἀπέβα τοι· τοῦτό κεν εἴπαις.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
τὠμπέχονον φέρε μοι καὶ τὰν θολίαν· κατὰ κόσμον40 ἀμφίθες. οὐκ ἀξῶ τυ, τέκνον. Μορμώ, δάκνει ἵππος.
δάκρυ᾽ ὅσσα θέλεις, χωλὸν δ᾽ οὐ δεῖ τυ γενέσθαι.
ἕρπωμες. Φρυγία, τὸν μικκὸν παῖσδε λαβοῖσα,
τὰν κύν᾽ ἔσω κάλεσον, τὰν αὐλείαν ἀπόκλᾳξον.
ὦ θεοί, ὅσσος ὄχλος. πῶς καὶ πόκα τοῦτο περᾶσαι
45 χρὴ τὸ κακόν; μύρμακες ἀνάριθμοι καὶ ἄμετροι.
πολλά τοι, ὦ Πτολεμαῖε, πεποίηται καλὰ ἔργα,
ἐξ ὧ ἐν ἀθανάτοις ὁ τεκών· οὐδεὶς κακοεργός
δαλεῖται τὸν ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί,
οἷα πρὶν ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες ἔπαισδον,
50 ἀλλάλοις ὁμαλοί, κακὰ παίχνια, πάντες ἀραῖοι.
ἁδίστα Γοργώ, τί γενώμεθα; τοὶ πολεμισταί
ἵπποι τῶ βασιλῆος. ἄνερ φίλε, μή με πατήσῃς.
ὀρθὸς ἀνέστα ὁ πυρρός· ἴδ᾽ ὡς ἄγριος. κυνοθαρσής
Εὐνόα, οὐ φευξῇ; διαχρησεῖται τὸν ἄγοντα.
55 ὠνάθην μεγάλως ὅτι μοι τὸ βρέφος μένει ἔνδον.
ΓΟΡΓΩ
θάρσει, Πραξινόα· καὶ δὴ γεγενήμεθ᾽ ὄπισθεν,τοὶ δ᾽ ἔβαν ἐς χώραν.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
καὐτὰ συναγείρομαι ἤδη.ἵππον καὶ τὸν ψυχρὸν ὄφιν τὰ μάλιστα δεδοίκω
ἐκ παιδός. σπεύδωμες· ὄχλος πολὺς ἄμμιν ἐπιρρεῖ.
ΓΟΡΓΩ
ἐξ αὐλᾶς, ὦ μᾶτερ;
ΓΡΑΥΣ
ἐγών, τέκνα.
ΓΟΡΓΩ
60 εἶτα παρενθεῖνεὐμαρές;
ΓΡΑΥΣ
ἐς Τροίαν πειρώμενοι ἦνθον Ἀχαιοί,κάλλισται παίδων· πείρᾳ θην πάντα τελεῖται.
ΓΟΡΓΩ
χρησμὼς ἁ πρεσβῦτις ἀπῴχετο θεσπίξασα.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
πάντα γυναῖκες ἴσαντι, καὶ ὡς Ζεὺς ἀγάγεθ᾽ Ἥραν.
ΓΟΡΓΩ
65 θᾶσαι, Πραξινόα, περὶ τὰς θύρας ὅσσος ὅμιλος.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
θεσπέσιος. Γοργοῖ, δὸς τὰν χέρα μοι· λάβε καὶ τύ,Εὐνόα, Εὐτυχίδος· πότεχ᾽ αὐτᾶς μὴ ἀποπλαγχθῇς.
πᾶσαι ἅμ᾽ εἰσένθωμες· ἀπρὶξ ἔχευ, Εὐνόα, ἁμῶν.
οἴμοι δειλαία, δίχα μοι τὸ θερίστριον ἤδη
70 ἔσχισται, Γοργοῖ. ποττῶ Διός, εἴ τι γένοιο
εὐδαίμων, ἄνθρωπε, φυλάσσεο τὠμπέχονόν μευ.
ΞΕΝΟΣ
οὐκ ἐπ᾽ ἐμὶν μέν, ὅμως δὲ φυλάξομαι.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
ὄχλος ἀλαθέως·ὠθεῦνθ᾽ ὥσπερ ὕες.
ΞΕΝΟΣ
θάρσει, γύναι· ἐν καλῷ εἰμές.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
κἠς ὥρας κἤπειτα, φίλ᾽ ἀνδρῶν, ἐν καλῷ εἴης,75 ἄμμε περιστέλλων. χρηστῶ κοἰκτίρμονος ἀνδρός.
φλίβεται Εὐνόα ἄμμιν· ἄγ᾽, ὦ δειλὰ τύ, βιάζευ.
κάλλιστ᾽· «ἔνδοι πᾶσαι», ὁ τὰν νυὸν εἶπ᾽ ἀποκλᾴξας.
ΓΟΡΓΩ
Πραξινόα, πόταγ᾽ ὧδε. τὰ ποικίλα πρᾶτον ἄθρησον,λεπτὰ καὶ ὡς χαρίεντα· θεῶν περονάματα φασεῖς.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
80 πότνι᾽ Ἀθαναία, ποῖαί σφ᾽ ἐπόνασαν ἔριθοι,ποῖοι ζωογράφοι τἀκριβέα γράμματ᾽ ἔγραψαν.
ὡς ἔτυμ᾽ ἑστάκαντι καὶ ὡς ἔτυμ᾽ ἐνδινεῦντι,
ἔμψυχ᾽, οὐκ ἐνυφαντά. σοφόν τι χρῆμ᾽ ἄνθρωπος.
αὐτὸς δ᾽ ὡς θαητὸς ἐπ᾽ ἀργυρέας κατάκειται
85 κλισμῶ, πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων,
ὁ τριφίλητος Ἄδωνις, ὁ κἠν Ἀχέροντι φιληθείς.
ΕΤΕΡΟΣ ΞΕΝΟΣ
παύσασθ᾽, ὦ δύστανοι, ἀνάνυτα κωτίλλοισαι,τρυγόνες· ἐκκναισεῦντι πλατειάσδοισαι ἅπαντα.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
μᾶ, πόθεν ὥνθρωπος; τί δὲ τίν εἰ κωτίλαι εἰμές;90 πασάμενος ἐπίτασσε· Συρακοσίαις ἐπιτάσσεις.
ὡς εἰδῇς καὶ τοῦτο, Κορίνθιαι εἰμὲς ἄνωθεν,
ὡς καὶ ὁ Βελλεροφῶν. Πελοποννασιστὶ λαλεῦμες,
Δωρίσδειν δ᾽ ἔξεστι, δοκῶ, τοῖς Δωριέεσσι.
μὴ φύη, Μελιτῶδες, ὃς ἁμῶν καρτερὸς εἴη,
95 πλὰν ἑνός. οὐκ ἀλέγω. μή μοι κενεὰν ἀπομάξῃς.
ΓΟΡΓΩ
σίγη, Πραξινόα· μέλλει τὸν Ἄδωνιν ἀείδεινἁ τᾶς Ἀργείας θυγάτηρ, πολύιδρις ἀοιδός,
ἅτις καὶ πέρυσιν τὸν ἰάλεμον ἀρίστευσε.
φθεγξεῖταί τι, σάφ᾽ οἶδα, καλόν· διαχρέμπτεται ἤδη.
ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ
100 Δέσποιν᾽, ἃ Γολγώς τε καὶ Ἰδάλιον ἐφίλησαςαἰπεινάν τ᾽ Ἔρυκα, χρυσῷ παίζοισ᾽ Ἀφροδίτα,
οἷόν τοι τὸν Ἄδωνιν ἀπ᾽ ἀενάω Ἀχέροντος
μηνὶ δυωδεκάτῳ μαλακαὶ πόδας ἄγαγον Ὧραι,
βάρδισται μακάρων Ὧραι φίλαι· ἀλλὰ ποθειναί
105 ἔρχονται πάντεσσι βροτοῖς αἰεί τι φέροισαι.
Κύπρι Διωναία, τὺ μὲν ἀθανάτα ἀπὸ θνατᾶς,
ἀνθρώπων ὡς μῦθος, ἐποίησας Βερενίκαν,
ἀμβροσίαν ἐς στῆθος ἀποστάξασα γυναικός·
τὶν δὲ χαριζομένα, πολυώνυμε καὶ πολύναε,
110 ἁ Βερενικεία θυγάτηρ Ἑλένᾳ εἰκυῖα
Ἀρσινόα πάντεσσι καλοῖς ἀτιτάλλει Ἄδωνιν.
πὰρ μέν οἱ ὥρια κεῖται ὅσα δρυὸς ἄκρα φέροντι,
πὰρ δ᾽ ἁπαλοὶ κᾶποι πεφυλαγμένοι ἐν ταλαρίσκοις
ἀργυρέοις, Συρίω δὲ μύρω χρύσει᾽ ἀλάβαστρα,
115 εἴδατά θ᾽ ὅσσα γυναῖκες ἐπὶ πλαθάνω πονέονται
ἄνθεα μίσγοισαι λευκῷ παντοῖα μαλεύρῳ,
ὅσσα τ᾽ ἀπὸ γλυκερῶ μέλιτος τά τ᾽ ἐν ὑγρῷ ἐλαίῳ.
πάντ᾽ αὐτῷ πετεηνὰ καὶ ἑρπετὰ τεῖδε πάρεστι·
χλωραὶ δὲ σκιάδες μαλακῷ βρίθοισαι ἀνήθῳ
120 δέδμανθ᾽· οἱ δέ τε κῶροι ὑπερπωτῶνται Ἔρωτες,
οἷοι ἀηδονιδῆες ἀεξομενᾶν ἐπὶ δένδρῳ
πωτῶνται πτερύγων πειρώμενοι ὄζον ἀπ᾽ ὄζω.
ὢ ἔβενος, ὢ χρυσός, ὢ ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος
αἰετοὶ οἰνοχόον Κρονίδᾳ Διὶ παῖδα φέροντες,
125 πορφύρεοι δὲ τάπητες ἄνω μαλακώτεροι ὕπνω·
ἁ Μίλατος ἐρεῖ χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων,
«ἔστρωται κλίνα τὠδώνιδι τῷ καλῷ ἄμμιν».
τὸν μὲν Κύπρις ἔχει, τὰν δ᾽ ὁ ῥοδόπαχυς Ἄδωνις.
ὀκτωκαιδεκετὴς ἢ ἐννεακαίδεχ᾽ ὁ γαμβρός·
130 οὐ κεντεῖ τὸ φίλημ᾽· ἔτι οἱ περὶ χείλεα πυρρά.
νῦν μὲν Κύπρις ἔχοισα τὸν αὑτᾶς χαιρέτω ἄνδρα·
ἀῶθεν δ᾽ ἄμμες νιν ἅμα δρόσῳ ἀθρόαι ἔξω
οἰσεῦμες ποτὶ κύματ᾽ ἐπ᾽ ἀιόνι πτύοντα,
λύσασαι δὲ κόμαν καὶ ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι
135 στήθεσι φαινομένοις λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ᾽ ἀοιδᾶς.
ἕρπεις, ὦ φίλ᾽ Ἄδωνι, καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα
ἡμιθέων, ὡς φαντί, μονώτατος. οὔτ᾽ Ἀγαμέμνων
τοῦτ᾽ ἔπαθ᾽ οὔτ᾽ Αἴας ὁ μέγας, βαρυμάνιος ἥρως,
οὔθ᾽ Ἕκτωρ, Ἑκάβας ὁ γεραίτατος εἴκατι παίδων,
140 οὐ Πατροκλῆς, οὐ Πύρρος ἀπὸ Τροίας ἐπανενθών,
οὔθ᾽ οἱ ἔτι πρότεροι Λαπίθαι καὶ Δευκαλίωνες,
οὐ Πελοπηιάδαι τε καὶ Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί.
ἵλαος, ὦ φίλ᾽ Ἄδωνι, καὶ ἐς νέωτ᾽· εὐθυμεύσαις
καὶ νῦν ἦνθες, Ἄδωνι, καί, ὅκκ᾽ ἀφίκῃ, φίλος ἡξεῖς.
ΓΟΡΓΩ
145 Πραξινόα, τὸ χρῆμα σοφώτατον ἁ θήλεια·ὀλβία ὅσσα ἴσατι, πανολβία ὡς γλυκὺ φωνεῖ.
ὥρα ὅμως κἠς οἶκον. ἀνάριστος Διοκλείδας·
χὠνὴρ ὄξος ἅπαν, πεινᾶντι δὲ μηδὲ ποτένθῃς.
χαῖρε, Ἄδων ἀγαπατέ, καὶ ἐς χαίροντας ἀφικνεῦ.
***
ΓΟΡΓΩ
Είναι μέσα η Πραξινόη;
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Αγαπημένη μου Γοργώ, χρόνια και καιρούς.Μέσα είναι. Πώς ήτανε και ήρθες και τώρα;
Κοίτα να της φέρεις κάθισμα, Ευνόη· βάλε και μαξιλάρι.
ΓΟΡΓΩ
Δεν είναι ανάγκη.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Κάθισε.
ΓΟΡΓΩ
Δεν είμαι στα καλά μου. Είδα κι έπαθα, Πραξινόη,να φτάσω εδώ ζωντανή.
Κόσμος και κακό, άρματα να δουν τα μάτια σου.5
Παντού αρβύλες, παντού άνδρες χλαμυδοφόροι.1
Και ο δρόμος ατέλειωτος· του λόγου σου, βλέπεις,
πιάνεις σπίτι όλο και πιο μακριά.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Ας όψεται ο σαλεμένος ο άντρας μουπου ήρθε στην άκρη του κόσμου και έπιασε μια τρώγλη, όχι σπίτι,
μόνο και μόνο για να μην είμαστε γειτόνισσες,
από το κακό του, φθόνος και δηλητήριο, μια ζωή ο ίδιος.10
ΓΟΡΓΩ
Μη μιλάς έτσι, γλυκιά μου, για τον άντρα σου τον Δίνωναμπροστά στο μικρό. Δες το, καλέ, πώς σε κοιτάζει.
Μη φοβάσαι, Ζωπυρίων, γλυκό μου παιδί· δεν εννοεί τον μπαμπάκα.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Καταλαβαίνει το μωρό, μα τη θεά.2
ΓΟΡΓΩ
Καλός ο μπαμπάκας.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Αυτός ο μπαμπάκας τις προάλλες -του λέμε λοιπόν τις προάλλες:15«Πατερούκο, αγόρασε από τις σκηνές σόδα και κοκκινάδι»-
κι εκείνος, δεκατρείς πήχες άντρας, ήρθε και μας έφερε αλάτι.
ΓΟΡΓΩ
Και ο δικός μου ίδιος είναι. Τα πετάει τα λεφτά του ο Διοκλείδης.Χτες έσκασε επτά δραχμές και πήρε πέντε ποκάρια σκυλόμαλλα,
μαδολογήματα από γέρικα πετσιά, σκέτη βρόμα, να σου βγαίνει η πίστη. 20
Έλα όμως, πάρε το ιμάτιο και τον πέπλο με τις αγκράφες.
Πάμε στο παλάτι του ζάπλουτου βασιλέα μας του Πτολεμαίου
για να δούμε τον Άδωνη.
Ακούω πως η βασίλισσα ετοιμάζει κάτι έκτακτο.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Στων πλουσίων τα σπίτια όλα είναι πλούσια.
ΓΟΡΓΩ
Αυτά είδες, αυτά θα πεις,25εσύ που τα είδες, σε άλλον που δεν τα είδε.
Ώρα όμως να ξεκινάμε.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Οι αργόσχολοι έχουν πάντα γιορτή.Ευνόη, σήκωσε το νήμα και ξαναβάλ᾽ το, αν τολμάς, στη μέση
και θα σου δείξω εγώ.
Οι νυφίτσες ψοφάνε να κοιμούνται στα μαλακά.3
Κουνήσου επιτέλους. Φέρε γρήγορα νερό.
Χρειαζόμαστε πρώτα νερό, και αυτή φέρνει σαπούνι.30
Τέλος πάντων, δώσ᾽ μου το.
Όχι τόσο πολύ, κακούργα.
Ρίξε μου νερό.
Γιατί, π᾽ ανάθεμά σε, μου ποτίζεις το χιτώνα;
Σταμάτα ντε. Ο θεός να το κάνει νίψιμο.
Το κλειδί της μεγάλης κασέλας πού είναι; Φέρ᾽ το εδώ.
ΓΟΡΓΩ
Θαύμα σου πάει, Πραξινόη, αυτός ο πτυχωτός πέπλοςμε τις αγκράφες.
Πες μου, πόσο σου κόστισε το ύφασμα;35
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Μη μου το θυμίζεις, Γοργώ. Πάνω από δύο μνες καθαρό ασήμι.Όσο για τη δουλειά, εκεί έβαλα και την ψυχή μου.
ΓΟΡΓΩ
Ναι, αλλά έγινε όπως το ήθελες· αυτό έχεις κάθε λόγο να το λες.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Φέρε μου το ιμάτιο και το καπέλο. Φόρεσέ μου τα όπως πρέπει.Δεν θα σε πάρω, παιδί μου. Είναι ο μπαμπούλας,4 δαγκώνει το άλογο.40
Κλάψε όσο θέλεις. Όλα κι όλα, δεν θα μου γίνεις σακάτικο.
Πάμε. Φρυγία,5 πάρε το μικρό και παίξε μαζί του,
φώναξε μέσα τη σκύλα, κλείδωσε την πόρτα της αυλής.
Ω θεοί, τι κόσμος και λαός.
Πώς και πότε να περάσουμε τούτο το κακό;45
Μυρμηγκομάνι αναρίθμητο και αμέτρητο.
Έχεις κάνει πολλά καλά, Πτολεμαίε,
από τότε που ο πατέρας σου βρίσκεται στη χορεία των αθανάτων.
Κανένας κακοποιός δεν επιτίθεται στους περαστικούς,
γλιστρώντας ύπουλα με τον τρόπο των Αιγυπτίων,6
τα παιχνίδια που έπαιζαν πριν,50
άντρες που έχουν την απάτη στο αίμα τους,
πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλον, θλιβερά υποκείμενα,
καταραμένη φάρα.
Γλυκύτατή μου Γοργώ, τι κάνουμε; Τα αγωνιστικά άλογα του βασιλιά.
Καλό μου παλληκάρι, μη με πατήσεις.
Ορθοστάτησε ο ντορής. Δες τι άγριος που είναι.
Φεύγα, σκύλα Ευνόη. Θα τον ποδοπατήσει τον οδηγό.
Ευτυχώς που άφησα το μωρό στο σπίτι.55
ΓΟΡΓΩ
Μη φοβάσαι, Πραξινόη. Επιτέλους, βρεθήκαμε πίσω τους,και αυτοί πήγαν στον προορισμό τους.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Και εγώ συνέρχομαι ήδη.Το άλογο και το παγερό το φίδι από μικρό παιδί
τα φοβάμαι όσο τίποτε άλλο.
Ας βιαστούμε. Ένα ανθρωπομάνι χύνεται καταπάνω μας σαν κύμα.
ΓΟΡΓΩ (απευθυνόμενη σε μια γριά που συναντούν)
Από το παλάτι έρχεσαι, γιαγιά;60
ΓΡΙΑ
Ναι, παιδιά μου.
ΓΟΡΓΩ
Είναι εύκολο να περάσει κανείς μέσα;
ΓΡΙΑ
Οι Αχαιοί, ομορφοκόριτσα, έφτασαν προσπαθώντας στην Τροία.Με προσπάθεια όλα γίνονται.
ΓΟΡΓΩ
Εχρησμοδότησε η γραία και απήλθε.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Οι γυναίκες γνωρίζουν τα πάντα,ακόμη και το πώς ο Δίας παντρεύτηκε την Ήρα.
ΓΟΡΓΩ
Κοίτα, Πραξινόη, τι κόσμος συνωστίζεται στις πύλες.65
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Φοβερός. Δώσ᾽ μου το χέρι σου, Γοργώ.Ευνόη, πιάσου και συ από το χέρι της Ευτυχίδας.7
Πρόσεχε μην την αποχωριστείς.
Να μπούμε μέσα όλες μαζί.
Γαντζώσου απάνω μας, Ευνόη.
Πω πω η δυστυχής,
το καλοκαιρινό μου φόρεμα έγινε ήδη δυο κομμάτια, Γοργώ.70
Για τ᾽ όνομα του Διός, άνθρωπέ μου,
πρόσεξέ μου, καλή τύχη να ᾽χεις, το ιμάτιο.
ΞΕΝΟΣ
Δεν είναι στο χέρι μου, αλλά θα προσέξω.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Όχλος στην κυριολεξία.Σπρώχνονται σαν τα γουρούνια.
ΞΕΝΟΣ
Κουράγιο, ξένη· είμαστε καλά.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Να είσαι καλά και του χρόνου και πάντα, καλέ κύριε,που μας προστατεύεις.75
Τι ευγενικός και πονόψυχος άντρας.
Θα μας τη σκάσουν την Ευνόη.
Έλα, ταλαίπωρη, σπρώξε, άνοιξε δρόμο.
Θαυμάσια. «Όλες μέσα»,8 είπε αυτός που κλείδωσε τη νύφη.
ΓΟΡΓΩ
Έλα καταδώ, Πραξινόη. Κοίταξε πρώτα τα κεντημένα υφάσματα.Τι λεπτότητα, τι χάρη· λες και θα τα φορέσουν θεοί.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Δέσποινα Αθηνά, ποιες υφάντρες τα κέντησαν,80ποιοι ζωγράφοι εζωγράφισαν τα σχέδια τόσο πιστά·
με πόση φυσικότητα στέκουν και με πόση φυσικότητα γυρίζουν,
λες και είναι ζωντανά, όχι κεντημένα.
Είναι δαιμόνιο πλάσμα ο άνθρωπος.
Και ο ίδιος ο Άδωνης
δες πώς κείτεται θεσπέσιος πάνω στον αργυρό του θρόνο,
με το πρώτο χνούδι να κατεβαίνει από τους κροτάφους του,85
ο τρισαγαπημένος Άδωνης,
που αγαπήθηκε ακόμα και στον Αχέροντα.
ΑΛΛΟΣ ΞΕΝΟΣ
Σταματήστε, π᾽ ανάθεμά σας, την ακατάσχετη φλυαρία,καρακάξες με τα όλα σας.
Θα μας πεθάνουν με την προφορά τους,
έτσι που τα τραβάνε όλα τα φωνήεντα.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Μπα, από πού ξεφύτρωσε ο άνθρωπος;Και εσένα τι σε νοιάζει αν εμείς είμαστε φλύαρες;
Αγόρασέ μας πρώτα και μετά να μας δίνεις διαταγές.90
Δίνεις διαταγές σε Συρακούσιες.
Και να ξέρεις και τούτο: κρατάμε από την Κόρινθο,
όπως και ο Βελλεροφών.9 Μιλάμε τη γλώσσα των Πελοποννησίων·
δικαιούνται, φαντάζομαι, οι Δωριείς να μιλούν δωρικά.
Να μην αξιωθούμε, Μελιστάλαχτη,10 να έχουμε άλλο αφέντη,
εκτός από έναν. Αδιαφορώ για σένα. Μη ματαιοπονείς.95
ΓΟΡΓΩ
Σώπασε, Πραξινόη· ετοιμάζεται να τραγουδήσει τον Άδωνηη κόρη της Αργείας,11 η σοφή τραγουδίστρια,
που και πέρυσι αρίστευσε με τον θρήνο.
Θα τραγουδήσει κάτι υπέροχο-είμαι βέβαιη·
βήχει ήδη για να καθαρίσει ο λαιμός της.
ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ
Δέσποινα, που αγάπησες τους Γολγούς και το Ιδάλιο100και την απόκρημνη Έρυκα,12
Αφροδίτη που παίζεις με το χρυσάφι,
δες πώς το δωδέκατο μήνα οι Ώρες με το αβρό περπάτημα
έφεραν πίσω τον Άδωνη από τον αέναο Αχέροντα,
οι αγαπημένες Ώρες, οι πιο αργοβάδιστες από τους αθανάτους·13
έρχονται όμως πολυπόθητες, φέρνοντας κάτι σε όλους τους θνητούς.105
Κύπρι, κόρη της Διώνης, εσύ, καταπώς λέει ο λόγος των ανθρώπων,
έκανες τη Βερενίκη14 από θνητή αθάνατη,
σταλάζοντας αμβροσία στο στήθος της. Για τη δική σου χάρη,
θεά με τα πολλά ονόματα και τους πολλούς ναούς,
η κόρη της Βερενίκης, η Αρσινόη,15110
που μοιάζει στην ομορφιά με την Ελένη
στολίζει τον Άδωνη με όλα τα καλά.
Πλάι του κομμένοι οι καρποί που βγάζουν τα δέντρα στην ώρα τους,
πλάι του τρυφεροί κήποι που τους εφύλαξαν σε ασημένια καλαθάκια,
αλάβαστρα χρυσά με μύρο της Συρίας
και όσα γλυκίσματα πλάθουν οι γυναίκες πάνω στο σοφρά,115
ζυμώνοντας το λευκό αλεύρι με τα χρώματα όλων των λουλουδιών,
και όσα φτιάχνουν με το γλυκό μέλι και μέσα στο απαλό λάδι.
Στο πλάι του και όλα τα πουλιά κι όλα τα πλάσματα της γης.16
Έχουν στηθεί χλωρά κιόσκια που βαραίνουν από τον τρυφερό άνηθο·
νεαροί Έρωτες πετούν πάνω από το κεφάλι του120
όπως πετούν από κλαδί σε κλαδί πάνω στο δέντρο
οι νεοσσοί των αηδονιών,
δοκιμάζοντας τα φτερά τους που μεγαλώνουν.
Τι έβενος, τι χρυσάφι, τι αετοί από λευκό ελεφαντόδοντο
που φέρνουν στον Κρόνιο Δία ως οινοχόο κάποιο αγόρι·17
από πάνω του πορφυροί τάπητες πιο απαλοί κι από τον ύπνο.125
Η Μίλητος κι εκείνος που βόσκει τα κοπάδια του στη γη της Σάμου18
θα πουν: «εμείς εστρώσαμε την κλίνη για τον ωραίο Άδωνη».
Εκείνον τον κρατά στην αγκαλιά της η Κύπρις,
εκείνη ο Άδωνης με τα ρόδινά του χέρια.
Στα δεκαοχτώ ή δεκαεννέα ο γαμπρός·
δεν είναι τραχύ το φίλημά του:130
ξανθίζει ακόμα το χνούδι γύρω από τα χείλη του.
Και τώρα "έχε γεια" στην Κύπρη
που κρατάει στην αγκαλιά τον αγαπημένο της.
Τα χαράματα, με τη δροσιά, εμείς, όλες μαζί, θα τον φέρουμε έξω,
εκεί όπου παφλάζει το κύμα στο ακρογιάλι,
θα λύσουμε την κόμη μας,
θ᾽ αφήσουμε τους πέπλους να χαμηλώσουν στα σφυρά
και με γυμνωμένα στήθη θα αρχίσουμε το λιγυρό τραγούδι.135
Εσύ, αγαπημένε μας Άδωνη, είσαι, όπως λένε, ο μόνος ημίθεος
που ταξιδεύει και πάνω στη γη και στον Αχέροντα.
Αυτό δεν αξιώθηκε να το ζήσει ούτε ο Αγαμέμνων
ούτε ο μέγας Αίας, ο ήρωας της βαριάς οργής,19
ούτε ο Έκτωρ, ο πρεσβύτερος από τους είκοσι γιους της Εκάβης,
ούτε ο Πάτροκλος, ούτε ο Πύρρος,20 όταν γύρισε από την Τροία,140
ούτε οι ακόμα παλαιότεροι, οι Λαπίθες21 και οι Δευκαλίωνες,22
ούτε οι απόγονοι του Πέλοπα
ούτε η κορυφή του Άργους, οι Πελασγοί.23
Και του χρόνου, αγαπημένε μας Άδωνη, να μας έρθεις καλόγνωμος·
και τώρα ήρθες και μας βρήκες χαρούμενες, Άδωνη,
και όταν γυρίσεις, αγαπημένος θα ξανάρθεις.
ΓΟΡΓΩ
Πραξινόη, είναι ταλέντο η γυναίκα.145Ευτυχισμένη με τα τόσα που ξέρει,
τρισευτυχισμένη που έχει τόσο γλυκιά φωνή.
Ώρα όμως και να γυρίσουμε στο σπίτι.
Είναι νηστικός ο Διοκλείδης,
και ο άνθρωπος γίνεται σκέτο ξίδι·
να μη βρεθείς κοντά του όταν πεινάει.
Χαίρε, αγαπημένε μας Άδωνη,
και χαρούμενους να μας βρεις όταν ξανάρθεις.
------------------------
1 Οι κρηπίδες (αρβύλες), που χαρακτηρίζονται φόρημα στρατιωτικόν από έναν αρχαίο λεξικογράφο, ήσαν παπούτσια που αποτελούνταν από μια σόλα που έφερε καρφιά και προσδένονταν στο πόδι με κορδόνια ή λουράκια. Η χλαμύδα ήταν ένδυμα εθνικό (μακεδονικό ή θεσσαλικό ) και στρατιωτικό.
2 Εννοεί την Περσεφόνη. Σύμφωνα με τα αρχαία σχόλια ο Δίας είχε δωρίσει τη Σικελία στην Περσεφόνη.
3 Οι αρχαίοι διατηρούσαν νυφίτσες ως κατοικίδια.
4 Στο πρωτότυπο Μορμώ (τερατόμορφος δαίμονας που ήταν το φόβητρο των παιδιών, βλ. μορμολύκειο).
5 Στους δούλους και στις δούλες έδιναν ονόματα ανάλογα με τον τόπο προελεύσεως. Πολλοί δούλοι προέρχονταν από τη Φρυγία.
6 Οι Αιγύπτιοι στην αρχαιότητα θεωρούνταν δόλιοι και βίαιοι.
7 Δούλη της Γοργώς.
8 Δεν είναι απολύτως σαφές τι σημαίνει η ελλειπτική φράση «όλες μέσα (ἔνδοι πᾶσαι)» που δεν αποκλείεται και να ισοδυναμεί με προστακτική. Το ίδιο ισχύει και για κάποιες λεπτομέρειες της σκηνής. Εικάζεται ότι η σκηνή διαδραματίζεται μπροστά στον νυφικό θάλαμο, όπου κάποιος (ο γαμπρός ή ο παράνυμφος;) κλειδώνει -άγνωστο αν μέσα ή έξω- τη νύφη. Αρκετά σημεία παραμένουν ωστόσο ασαφή.
9 Οι Συρακούσες ήταν αποικία των Κορινθίων. Ο Βελλεροφών, ο γιος του Γλαύκου και εγγονός του Σίσυφου, του ιδρυτή και βασιλιά της Κορίνθου, είναι ο "εθνικός" ήρωας των Κορινθίων.
10 Λατρευτικός τίτλος της Περσεφόνης.
11 Το "Αργεία" πιθανώς δεν είναι κύριο όνομα αλλά εθνικό (η γυναίκα από το Άργος). Η ταύτιση της τραγουδίστριας με αυτόν τον τρόπο προϋποθέτει ίσως ότι η μητέρα ήταν επίσης γνωστή (τραγουδίστρια;).
12 Οι Γολγοί και το Ιδάλιο είναι τοποθεσίες της Κύπρου, με την οποία, ως γνωστόν, συνδέεται στενά η Αφροδίτη. Η Έρυκα είναι βουνό της βορειοδυτικής Σικελίας, όπου υπήρχε ονομαστό ιερό της Αφροδίτης.
13 Για τον Άδωνη βλ. το Εισαγωγικό σημείωμα στο επόμενο Κείμενο. Οι Ώρες είναι κόρες του Διός και της Θέμιδας, θεές των εποχών. Χαρακτηρίζονται αργοβάδιστες γιατί κανείς δεν μπορεί να επιταχύνει το βήμα τους. Οι Ώρες φέρνουν πρωτίστως την άνοιξη, τα λουλούδια και τους καρπούς.
14 Τη δεύτερη γυναίκα του Πτολεμαίου του Α᾽ του Σωτήρος. Μετά τον θάνατό της (279 π.Χ.), η Βερενίκη μαζί με τον Πτολεμαίο τον Α᾽ λατρεύονταν ως θεοί σωτήρες.
15 Κόρη της Βερενίκης και του Πτολεμαίου του Α᾽, αδελφή και γυναίκα του βασιλιά Πτολεμαίου του Β᾽.
16 Ίσως ο ποιητής εννοεί, όπως έχει γραφεί, «οτιδήποτε κινείται στον αέρα ή πάνω στη γη».
17 Τον Γανυμήδη, τον πανέμορφο γιο του βασιλιά της Τροίας Τρώα, που τον άρπαξε ο Δίας και τον είχε οινοχόο. Στον Δια μετέφερε τον Γανυμήδη ένας αετός (ιερό πουλί του Δία). Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο ίδιος ο Δίας μεταμορφώθηκε σε αετό.
18 Το νόημα είναι: «οι κάτοικοι της Μιλήτου και της Σάμου». Η Μίλητος ήταν γνωστή στην αρχαιότητα για το άριστο μαλλί της, ενώ μαρτυρείται και τύπος κλίνης που χαρακτηρίζεται Μιλησιουργής. Για τη Σάμο δεν έχουμε μαρτυρίες. Πιθανώς ο ποιητής εννοεί ότι η κλίνη και τα κλινοσκεπάσματα προέρχονταν από τη Μίλητο και τη Σάμο.
19 Ο Αίας, ο γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα, ήταν ο δεύτερος σε γενναιότητα ήρωας του Τρωικού πολέμου μετά τον Αχιλλέα. Η απόφαση που έλαβαν οι κριτές μετά τον θάνατο του Αχιλλέα να μην του δώσουν τα όπλα του νεκρού τον οδήγησε τελικά στην αυτοκτονία. Βλ. Κείμενο 64.
20 Ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα.
21 Λαός της Θεσσαλίας, γνωστός κυρίως από τη μάχη του εναντίον των Κενταύρων.
22 Ο Δευκαλίων και η γυναίκα του η Πύρρα είναι οι μόνοι που επέζησαν του κατακλυσμού. Με τον πληθυντικό Δευκαλίωνες εννοείται πιθανώς γενικά η πρώτη γενιά μετά τον κατακλυσμό.
23 Δεν είναι σαφές αν ο ποιητής εννοεί το Πελασγικό Άργος στη Θεσσαλία, οπότε η κορυφή του Άργους (Ἄργεος ἄκρα) θα είναι οι Αιακίδες, δηλ. η γενιά του Αχιλλέα, ή το Άργος στην Πελοπόννησο, που χαρακτηρίζεται Πελασγικό κυρίως από τον Ευριπίδη και του οποίου μυθικός βασιλιάς ήταν ο Πελασγός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου