Η Γενεαλογία της Ηθικής είναι ένα από τα πιο γνωστά πολεμικά έργο του Φρειδερίκου Νίτσε, το οποίο άσκησε σημαντική επίδραση στην ιστορία των ιδεών του 20ου αιώνα. Όλες σχεδόν οι φιλοσοφικές σχολές, θέλοντας και μη, αναγκάστηκαν να τοποθετηθούν πάνω στα ερωτήματα που έθεσε με συγκλονιστικό τρόπο ο Γερμανός φιλόσοφος.
Μεταξύ πολλών άλλων, η ομολογημένη και ρητή πολεμική πρόθεση του Νίτσε έχει ως στόχο την λεγόμενη «ηθική των δούλων», η οποία αντιπαρατίθεται πολλαπλώς στην «ηθική των κυρίων». Οι όροι «δούλος» και «κύριος» αναφέρονται στην κατοχή και την αίσθηση της δύναμης, της ισχύος, καθώς και στην αντίστοιχη ηθική: ο αδύναμος είναι δούλος, αφού δεν μπορεί να είναι δυνατός, ενώ ο κύριος, ο κάτοχος της δύναμης, περιφρονεί την ηθική του δούλου και προτάσσει μια εγωιστική, προσωπική ηθική, ριζικά διαφορετική. Πώς ξεκίνησαν όμως τέτοιες διακρίσεις; ποιά είναι η γενεαλογία τους; Το περιεχόμενο της έννοιας «καλό», όπως και πολλών άλλων εννοιών, ορίστηκε διαφορετικά σε κάθε ιστορική εποχή και από διαφορετικούς ανθρώπους.
Ας πούμε, η έννοια, του οίκτου, της λύπησης, ήταν όχι μόνο ξένη στην ηθική των αρχαίων Ελλήνων αλλά και απολύτως καταδικαστέα· η αρχαία, ελληνική και ρωμαϊκή, αρετή για τον Νίτσε ήταν καθαρά πολεμική: επιδίωκε την προσωπική προβολή, τη νίκη, τη διάκριση και την κατάκτηση: μια τέτοια ηθική των ηρώων ποτέ δεν θα καταδεχόταν να προκαλέσει τον οίκτο ή έστω την συμπόνια των εχθρών της. Βασικά ανθρώπινα συναισθήματα εξετάζονται λοιπόν από αυτή τη σκοπιά: το ανθρωπολογικά ίδιο συναίσθημα δεν εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο στον δούλο και στον κύριο.
Στη Γενεαλογία της Ηθικής διαβάζουμε:
«Πραγματικά, στους φιλόσοφους είναι κάτι το εντελώς καινούριο αυτή η προτίμηση, αυτή η υπερβολική και εντελώς σύγχρονη εκτίμηση του οίκτου: ως τα τώρα, οι φιλόσοφοι συμφωνούσαν ως προς την α ρ ν η τ ι κ ή αξία του οίκτου. Φτάνει να αναφέρω τον Πλάτωνα, τον Σπινόζα, τον Λα Ροσφουκώ και τον Καντ, αυτά τα τέσσερα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους πνεύματα, που όμως συμφωνούσαν σ’ ένα σημείο : στην περιφρόνηση του οίκτου.»
Ας έρθουμε τώρα στην έννοια του καλού και την προέλευσή της· ο Νίτσε, ως φιλόλογος, εξετάζει την ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων, δηλαδή την προέλευση, τον τρόπο με τον οποίο σχηματίστηκαν καθώς και τις διάφορες σημασίες τους. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Άγγλοι ψυχολόγοι που έγραψαν μέχρι τότε για τη γενεαλογία της Ηθικής, αυτά τα «γηραλέα, σαλιάρικα κι ενοχλητικά βατράχια», δεν μας λένε την αλήθεια για την προέλευση των ηθών, κυρίως επειδή δεν σκέφτονται ιστορικά, τους λείπει το «ιστορικό πνεύμα». Η «ανοησία» τους, συνεχίζει ο Νίτσε, φαίνεται από τον τρόπο που ορίζουν την έννοια και την κρίση καλός: «Αρχικά, λένε, τις μη εγωιστικές πράξεις τις παινεύανε και τις θεωρούσαν καλές εκείνοι που τις δέχονταν και που τους ήταν ωφέλιμες. Αργότερα, όμως, ξεχάσανε από που προερχότανε αυτός ο έπαινος και βρήκαν καλές τις μη εγωιστικές πράξεις, μόνο και μόνο γιατί από συνήθεια τις επαινούσαν έτσι πάντα – σα να ήτανε αυτές καθ” αυτές καλές»
Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, ακόμα και «η καταγωγή της γλώσσας» είναι μια έκφραση της δύναμης των κυρίων. Οι έννοιες και το περιεχόμενό τους δεν ορίστηκαν από κοινού, παρά επιβλήθηκαν με χίλιους τρόπους και συνδέθηκαν με την κοινωνική ιεραρχία όπως διαμορφώθηκε ιστορικά:
«Αυτοί είπαν «τούτο είναι αυτό ή εκείνο», έβαλαν στο κάθε πράγμα και το κάθε γεγονός τη σφραγίδα ενός φθόγγου και το έκαναν κτήμα τους. Χάρη σ’ αυτή την αρχή, η λέξη «καλός» δεν συνάπτεται αναγκαστικά με τις «μη εγωιστικές» πράξεις, όπως νομίζουν με προκατάληψη αυτοί oι γενεαλόγοι της ηθικής. Ενώ η αντίθεση «εγωιστικός» και «ανεγωιστικός» μάλλον στην π α ρ α κ μ ή των αριστοκρατικών αξιολογήσεων καταλαμβάνει όλο και περισσότερο την ανθρώπινη συνείδηση — δηλαδή, για να χρησιμοποιήσω το δικό μου λεκτικό, σ’ αυτή την αντίθεση των όρων, εκείνο που βρίσκει τελικά την λεκτική (και την λεξιλογική) του έκφραση, είναι το αγελαίο ένστικτο.»
Ακολουθώντας μια ετυμολογική, ιστορική μέθοδο, ο Νίτσε καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι όλες οι σημασίες του καλού συνδέονται με μια ανώτερη, αριστοκρατική και κάποτε κυρίαρχη τάξη:
«Την ένδειξη για την σωστή μέθοδο που έπρεπε ν’ ακολουθήσω, μου την έδωσε αυτό το ερώτημα: Ποιά είναι ακριβώς, από ετυμολογική άποψη, η έννοια της λέξης «καλός» στις διάφορες γλώσσες; Τότε ανακάλυψα πως όλες απορρέουν από την ίδια μεταμόρφωση ιδεών, πως παντού, η ιδέα του «έξοχου» του «ευγενούς», με την έννοια της κοινωνικής τάξης, είναι η βασική ιδέα απ’ όπου γεννιέται και αναπτύσσεται αναγκαστικά ή ιδέα «καλός» με την έννοια του«ψυχικά έξοχου» και «ευγενής» με την έννοια του «ψυχικά ανώτερου», του «ψυχικά προνομιούχου».
Και στη συνέχεια: «Και αυτή η ανάπτυξη είναι πάντα παράλληλη μ’ εκείνη που τελικά μεταμόρφωσε τις έννοιες«λαϊκός», «πληβείος», «ταπεινός» στην συνολική έκφραση «κακός».
Η αρχική σημασία του κακού εκφράζεται στη γερμανική γλώσσα «schlecht»:
«Το πιο χτυπητό παράδειγμα αυτής της μεταμόρφωσης είναι η γερμανική λέξη «schlecht» («κακός» που είναι ετυμολογικά ταυτόσημη με την λέξη «schlicht» (απλός) — παράβαλε «schlechtweg» (απλά) «schlecherdings»(εντελώς) — και που, αρχικά, είχε την έννοια του απλού, του κοινού ανθρώπου, του χωρίς διφορούμενα και λοξοκυττάγματα, σε αντίθεση με τον ευγενή. Μόνο στην εποχή του τριακονταετούς πολέμου, δηλαδή αρκετά αργά, η έννοια αυτή παρέκκλινε από την πηγή της και πήρε την έννοια που έχει σήμερα.»
Είναι δύσκολο να συγκινηθούν οι άνθρωποι που έχουν πολεμικές διαθέσεις, όπως για παράδειγμα οι Έλληνες της εποχής του Αισχύλου, αλλά όταν ο οίκτος θριαμβεύσει κάποτε ενάντια στη σκληρότητά τους, ένα είδος ιλίγγου τους κυριεύει, όμοιο με μια «δαιμονική» δύναμη, – αισθάνονται τότε ένα καταναγκασμό και μια θρησκευτική συγκίνηση. Κατόπιν, έχουν τις επιφυλάξεις τους γι’ αυτή την κατάσταση. Όσο βρίσκονται σ” αυτή, απολαμβάνουν τη μαγεία της μέθης και του θαυμασμού που έχουν αναμιχθεί με το πιο πικρό αψέντι της οδύνης.
Νίτσε, Τραγωδία και μουσική.
Στα Λατινικά, το επίθετο malus συνδέεται με τους προαρειανούς αυτόχθονες της Ιταλίας:
«Το λατινικό malus, που το συσχετίζω με το μέλας (μαύρος), θα εσήμαινε ίσως τον άνθρωπο του λαού για το σκούρο χρώμα του, και προ παντός για τα μαύρα μαλλιά του Hic niger est, δηλαδή τoν προαρειανό αυτόχθονα της ιταλικής γης που ξεχώριζε περισσότερο, με το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας του, από την ράτσα των κυρίων, τη ράτσα των αρείων καταχτητών με τα ξανθά μαλλιά.»
Η αρχαία γαλλική λέξη fin – gal, καλός, ευγενής, σήμαινε στην αρχή το ξανθόμαλλο κεφάλι:
«Η αρχαία γαλλική γλώσσα, τουλάχιστον, μου έδωσε μιαν απόλυτα πανομοιότυπη απόδειξη: η λέξη fin(παραδείγματος χάρη στο Fin – gal που σημαίνει την αριστοκρατία και, σε τελευταία ανάλυση, τον καλό, τον ευγενή, τον αγνό, αρχικά σήμαινε το ξανθόμαλλο κεφάλι, σε αντίθεση προς τον μελαχρινό αυτόχθονα με τα μαύρα μαλλιά. ΟιΚέλτες, ας το πούμε έτσι επί τη ευκαιρία, ήταν απόλυτα λευκής φυλής· όσο για κείνες τις ζώνες των πληθυσμών με τα ουσιαστικά σκούρα μαλλιά που βλέπουμε στους κάπως προσεκτικά καμωμένους εθνογραφικούς χάρτες της Γερμανίας, κάνομε σφάλμα όταν τους αποδίδουμε κελτική προέλευση ή κελτικό κράμα αίματος, όπως υποστηρίζει ακόμα ο Βίρχωφ: Είναι μάλλον απομεινάρια από τον προαρειανό πληθυσμό της Γερμανίας.»
Το λατινικό bellum ανάγεται στην έννοια του πολεμιστή [στα σημερινά ιταλικά bello= ωραίος, ενώ συναντάται, στη Βόρεια Ελλάδα τουλάχιστον, και το νεοελληνικό μπέλλος= όμορφος στην όψη]:
«Νομίζω πως μπορώ να ερμηνεύσω το λατινικό bellum με τη λέξη «πολεμιστής»: αν υποθέσουμε πως μπορώ να αναγάγω το bonus στην αρχαιότερη μορφή του duonus (συγκρίνατε: bellum—duellum—duen— lum, όπου μου φαίνεται πως διατηρήθηκε αυτό το duonus). Κατ’ αυτή την έννοια, ο bonus είναι ο άνθρωπος της μονομαχίας, του τσακωμού (duo), ο πολεμιστής: βλέπουμε λοιπόν σε τι συνίστατο η «καλοσύνη» του ανθρώπου της αρχαίας Ρώμης.»
Στα Γερμανικά, η έννοια του καλού έχει πιθανόν σχέση με τη θεϊκή καταγωγή:
«Μα και η γερμανική μας λέξη gut (καλός) δεν άπρεπε τάχα να σημαίνει der goettliche (ο θεϊκός), τον άνθρωπο με τη θεϊκή καταγωγή; Και μήπως το όνομα του λαού δεν ήταν εξ αρχής συνώνυμο του goth, αλλά είχε μόνο την έννοια της αριστοκρατίας; Αλλά, δεν μπορώ να εκθέσω εδώ τους λόγους μιας τέτοιας υπόθεσης.»
Μέσα από τις λέξεις και τις ρίζες που σημαίνουν «καλός», συνεχίζει ο Νίτσε, «διαφαίνεται η κύρια απόχρωση που χάρη σ’ αυτήν οι ευγενείς ένοιωθαν τον εαυτό τους ανθρώπους ανώτερης κλάσης. Η αλήθεια είναι, πως, στις περισσότερες περιπτώσεις, αντλούν το όνομά τους απλώς από την υπεροχή της δύναμής τους (όπως «ισχυροί»,«κύριοι», «αρχηγοί») ή από τα εξωτερικά σημάδια αυτής της υπεροχής, όπως, π.χ. «οι πλούσιοι», οι κατέχοντες (αυτό είναι το νόημα της λέξης Ά ρ υ α, που το βρίσκουμε και στην Ιρανική και την σλαυϊκή γλωσσική ομάδα).»
Ας δούμε τώρα την ηθική σημασία της λέξης καλός στην αρχαία ελληνική γραμματεία, με πληροφορίες από το έγκριτο Λεξικό των H.G. Liddell & R. Scottτ:
Καλός με ηθική σημασία, όμορφος, καλός, ευγενής, καλόν (ἐστι), στον Όμηρο· καλὰ ἔργματα είναι οι συγγενείς πράξεις, στον Πίνδαρο. Καλόν= τὸ καλόν, ηθική ομορφιά, αρετή, αντίθ. προς τὸ αἰσχρόν (τα honestum και turpe του Κικέρωνα).
Στον Θεόκριτο βρίσκουμε το επίρρ. καλῶς, κυρίως με ηθική σημασία= καλώς, ορθώς, δικαίως, και στον Ομήρο καλῶς ζῆν, τεθνηκέναι κ.λπ..
Εσθλός, κατά τον Θέογνι, αρχικά είναι αυτός που είναι, υπάρχει στ” αλήθεια, ο πραγματικός:
«Όμως, καμιά φορά, την ονομασία τους την προσδιορίζει ένα τυπικό χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ό τους, κι’ αυτή η περίπτωση μας ενδιαφέρει εδώ. Ονομάζονται παραδείγματος χάριν, «φιλαλήθεις» και, πρώτα-πρώτα, έτσι ονομάζει τους Έλληνες ευγενείς ο ποιητής Θεόγνις από τα Μέγαρα. Η λέξη ε σ θ λ ό ς που σχηματίστηκε γι’ αυτή τη χρήση, από τη ρίζα της σημαίνει, κάποιον που ε ί ν α ι, που έχει πραγματικότητα, που είναι πραγματικός, αληθινός· ύστερα, από μια υποκειμενική μετατροπή, ο αληθινός γίνεται φιλαλήθης: σ’ αυτή τη φράση της μεταμόρφωσης της ιδέας βλέπουμε τον όρο που την εκφράζει να γίνεται σύνθημα και έμβλημα της αριστοκρατίας, να παίρνει την απόλυτη έννοια του «ευγενούς» κατ’ αντίθεση προς τον «ψεύτη», τον άνθρωπο του όχλου, όπως τον αντιλαμβάνεται και τον περιγράφει ο Θέογνις, — ώσπου επιτέλους, μετά την παρακμή της αριστοκρατίας, η λέξη σημαίνει πια μόνο την ψυχική ευγένεια και, ταυτόχρονα, η έννοια του ωριμάζει και τον γλυκαίνει. Η λέξη κακός, όπως και δειλός (που σημαίνει τον πληβείο σε αντίθεση με τον α γ α θ ό) τονίζει την δειλία κι’ αυτό δείχνει, ίσως, προς τα που θα πρέπει να αναζητήσουμε την ετυμολογία της λέξης αγαθός, πού μπορούμε να την ερμηνεύσουμε με πολλούς τρόπους.
Στο λεξικό H.G. Liddell & R. Scottτ βρίσκουμε:
ἐσθλός, -ή, -όν, Δωρικό. ἐσλός, -ά, -όν, όπως το ἀγαθός· 1. καλός στο είδος του, αγαθός, γενναίος, ισχυρός, σε Όμηρο., ιδίως, σε Ομήρου. Ιλ.· επίσης, πλούσιος, σε Ησίοδο.· ευγενής, αντίθ. προς το κακός (βλ. ἀγαθός I), εἴτ” εὐγενὴς πέφυκας εἴτ” ἐσθλῶν κακή, σε Σοφοκλή. 2. λέγεται για πράγματα, σε Όμηρο. κ.λπ. 3. καλός, ευοίωνος, ευνοϊκός, αίσιος, τυχερός, σε Ομήρο. Οδ., Τραγ. 4. ως ουσ., ἐσθλά, τά, τα αγαθά, σε Ομήρο. Οδ.· αλλά,ἐσθλόν, τό, καλή τύχη, ευτυχία, σε Όμηρο. 5. ἐσθλόν (ἐστι), με απαρ., είναι καλό να, είναι πρόσφορο να, σε Ομήρο. Ιλ.
Ανάλογα συμπεράσματα φαίνεται να τεκμηριώνονται, αν εξετάσουμε την προέλευση της λέξης καθαρός καιακάθαρτος. Οι κάστες των άμωμων διακρίνονται από τους ακάθαρτους:
«Αν είναι κανόνας η μετατροπή της πολιτικής έννοιας της υπεροχής σε ψυχολογική έννοια, δεν είναι εξαίρεση αυτού του κανόνα (παρ’ όλο που κάθε κανόνας υπόκειται σε εξαιρέσεις) το ότι η ανώτερη κάστα είναι και η ιερατική κάστα και πως, κατά συνέπεια, προτιμάει, για την γενική της ονομασία, έναν τίτλο που να θυμίζει τα ειδικά της λειτουργήματα. Έτσι χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάρη, για πρώτη φορά, η αντίθεση «άμωμος» και «ακάθαρτος» για να διακρίνονται οι κάστες. Άλλωστε, δεν πρέπει να δίνουμε εξ αρχής υπερβολικά αυστηρή και πλατειά έννοια στις έννοιες «άμωμος» και «ακάθαρτος», αλλ’ ούτε και συμβολική έννοια: όλες οι έννοιες της πρωτόγονης ανθρωπότητας είχαν αρχίσει να σχηματίζονται από ένα βαθμό που ούτε καν φανταζόμαστε, με μια χονδροειδή, χυδαία, συνοπτική, περιορισμένη έννοια, και προπαντός με μια μη συμβολική έννοια. Ο «καθαρός» αρχικά είναι απλώς ο άνθρωπος που πλένεται, που δεν τρώγει θερισμένες τροφές που προκαλούν δερματικά νοσήματα, που δεν συνέρχεται με ακάθαρτες γυναίκες του όχλου, που σιχαίνεται το αίμα, — αυτό και τίποτα παραπάνω, εν πάση περιπτώσει, ελάχιστα παραπάνω! Εξάλλου, οι ιδιαίτερες μέθοδοι των ιερατικών αριστοκρατιών μάς δίνουν να καταλάβουμε πώς κατόρθωσαν εδώ ακριβώς να πάρουν πνευματικό χαρακτήρα και να ενταθούν πολύ γρήγορα οι αξιολογικές αντιθέσεις. Και, πραγματικά, αυτές χάραξαν τελικά ανάμεσα στους ανθρώπους τέτοια βάραθρα, που ούτε ένας Αχιλλέας της ελεύθερης σκέψης δεν θα μπορούσε να τα διαβεί χωρίς ν’ ανατριχιάσει.»
Ας περιοριστούμε στις ηθικές σημασίες της λέξης:
κᾰθᾰρός, -ά, -όν, I. με ηθική σημασία, καθαρός από ντροπή ή μίασμα, αγνός, καθαρός, καθαρῷ θανάτῳ, σε Ομήρο. Οδ.· ιδίως, καθαρός από ενοχές ή μολυσματικό μίασμα, καθαρός, αμόλυντος, αγνός, σε Θέογνι., Αισχύλ.· καθαρὸς χεῖρας, σε Ηρόδοτο.· ομοίως επίσης, λέγεται για πρόσωπα που έχουν εξαγνιστεί μετά από μίασμα, ἱκέτης προσῆλθες κ., σε Αισχύλ.· λέγεται για πράγματα, βωμοί, θύματα, δόμοι, μέλαθρα, στον ίδ., Ευρ.· με γεν., αθώος ή απαλλαγμένος από κατηγορία, κ. ἐγκλημάτων, ἀδικίας, κακῶν, κ.λπ., το sceleris purus του Οράτιου., σε Πλάτωνα., Ξενοφώντα. 4. αντίθ. προς το θαλερός, καθαρός από προσμίξεις, διαυγής, αγνός, γνήσιος, χρησιμοποιείται για το νερό, σε Ηρόδοτο., Ευρυπίδη.· ομοίως επίσης, κ. φάος, φέγγος, σε Πίνδαρο.· κ. ἄρτος χρυσός, σε Ηρόδ.· ἀργύριον, σε Θεόκριτος. 5. λέγεται για καταγωγή, αντίθ. προς το ξένος, καθαρός, γνήσιος, σε Πίνδαρο., Ευρυπίδη.· τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐῆλθε, δηλ. ήταν πολίτες γνήσιοι στην καταγωγή, σε Θουκυδίδη.· καθαρόν, ειλικρινή, γνήσια λόγια, στον ίδ. 6. ο χωρίς ελάττωμα, αψεγάδιαστος, τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ, το άριστο, το υγιές, το καλύτερο κομμάτι του στρατεύματος, σε Ηρόδ. 7. καθαρός, ακριβής, ἂν καθαραὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι, αν οι υπολογισμοί των ψήφων είναι ακριβείς και σωστοί, σε Δημ. II. 1. επίρρ., καθαρῶς, σε Ησίοδο.· καθαρῶς γεγονέναι, είμαι καθαρόαιμος, σε Ηρόδοτο. 2. αυτός που έχει καθαρά χέρια, τίμιος, σε Θέογν., Πλάτωνα. 3. καθαρά, με σαφήνεια, σταράτα, απλά, λέγειν, σε Αριστοφάνη.· γνῶναι, εἰδέναι, στον ίδ., Πλάτ.λεξικό [H.G. Liddell & R. Scottτ].
Λίγο παρακάτω, ο Νίτσε «θυμίζει στους φιλολόγους» την σημασία των λέξεων οιζυρός, (= δυστυχής, άθλιος, αξιολύπητος, ελεεινός, ταλαίπωρος) άνολβος, (= ανευλόγητος, άθλιος, δυστυχής, ελεεινός) τλήμων, (= υπομονετικός, καρτερικός, καρτερόψυχος) δυστυχείν, ξυμφορά.
Μια αριστοκρατία πολεμιστών-κυρίων, όπως η αρχαία ελληνική, απέκτησε τη δύναμη και την εξουσία να ορίσει το περιεχόμενων του καλού, σύμφωνα με τα πρότυπα και τις επιδιώξεις της. Η σύγκρουση με το ασκητικό ιδανικό, που εκφράστηκε από ποικιλώνυμα ιερατεία σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, θα οδηγήσει σε μια αντιστροφή των πραγμάτων: πλέον, καλός δεν είναι ο εγωιστής, αυτός που ξεδιπλώνει τη βούληση για ισχύ, ως φυσικό γνώρισμα του ανθρώπου, αλλά ο αδύναμος, ταπεινός και καταφρονεμένος άνθρωπος:
«Ας μη ξεχνάμε τις σχεδόν καλοπροαίρετες αποχρώσεις οποίες είχε στολίσει η ελληνική αριστοκρατία, παραδείγματος χάρη, όλες τις λέξεις που χρησίμευαν για να ξεχωρίσει τον εαυτό της από τον όχλο. Διαρκώς μπαίνει στη μέση η λέξη μέλι, που αποτελείται από κάτι πού μοιάζει με οίκτο, σεβασμό, επιείκεια, σε σημείο ώστε, όλες σχεδόν οι λέξεις πού έδειχναν τον άνθρωπο του λαού, να γίνουν στο τέλος συνώνυμα με το «δυστυχισμένος», το «αξιολύπητος», (πρβλ. δειλός, δείλαιος, πονηρός, μοχθηρός· οι δυο τελευταίες λέξεις σημαίνουν τον άνθρωπο του λαού πού είναι, δούλος του μόχθου του και υποζύγιο). έξαλλου, πρέπει να σκεφτούμε πώς οι όροι «κακός», «ταπεινός», «δυστυχισμένος», είχανε πάντα για το ελληνικό αυτί έναν τόνο όπου κυριαρχούσε η απόχρωση του «δυστυχισμένου»· όλ’ αυτά δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά κληρονομιά του πιο ευγενικού παλαιού αριστοκρατικού αξιολογικού συστήματος, που ούτε στην περιφρόνηση δεν διαψεύδει τον εαυτό της.»
Κάτω λοιπόν από το «ανώτερο πνεύμα», κρύβεται πάντοτε το ανθρώπινο κτήνος, που τρέφει τη βούληση για δύναμη, τη δίψα για ισχύ, κυριαρχία και ηδονή, καθώς και αχαλίνωτα ζωικό ένστικτα -το ζώον άνθρωπος όχι μόνο δεν τιθασεύτηκε ολοκληρωτικά από το «πνεύμα», αλλά το έθεσε αποφασιστικά στην υπηρεσία του. Αυτό ήταν μάλλον αναμενόμενο για λαούς που ζούσαν κυριολεκτικά με τον πόλεμο: αρκεί να σκεφτούμε τις ατέλειωτες εμφύλιες συγκρούσεις, τη συντριβή των Περσών στον Μαραθώνα και τις Πλαταιές ή τις συνεχείς αιματηρές εισβολές των «βαρβάρων» στον ελλαδικό χώρο. Ο μυθικός και πραγματικός κόσμος της αρχαιότητας, ολόκληρος ο πολιτισμός της, είναι γεμάτος φρικαλεότητες, οι οποίες διαπράττονται στο όνομα της τιμής και της πολεμικής αρετής. Φυσικά, ο σημερινός δυτικός πολιτισμός θα ήταν αδιανόητος, χωρίς τα προηγούμενα. Η εξύμνηση του πολέμου και όσων συνδέονται μ” αυτόν (σωματική ρώμη, ανδρεία, φρόνηση, γενναιότητα, τόλμη, περηφάνια, αίσθημα τιμής, πίστη μέχρι θανάτου στην πατρίδα, φιλία κλπ.) είναι απαραίτητος όρος επιβίωσης:
«Αυτό το υπόστρωμα της κρυμμένης κτηνωδίας χρειάζεται από καιρό σε καιρό, μια διέξοδο· πρέπει να ξαναφανερωθεί το κτήνος, να γυρίσει στην ακαλλιέργητη γη του· — ρωμαϊκή, αραβική, γερμανική ή γιαπωνέζικη αριστοκρατία, ομηρικοί ήρωες, Σκανδιναβοί Βίκιγκς, όλοι έχουν στον ίδιο βαθμό αυτή την ανάγκη. Είναι οι αριστοκρατικές ράτσες που άφησαν την ιδέα του «βαρβάρου» σ’ όλα τα ίχνη του διάβα τους· ο ανώτερος βαθμός του πολιτισμού τους μαρτυράει ακόμα ότι το έχουν συνειδητοποιήσει και μάλιστα περηφανεύονται γι’ αυτό·»
Ο Αθηναίος στρατηγός Περικλής είναι ξεκάθαρος:
«…όταν παραδείγματος χάρη, λέει ο Περικλής στους Αθηναίους του, στον περίφημο Επιτάφιό του: «Αλλά με την τόλμη μας καταναγκάσαμε και τη γη και τη θάλασσα να γίνουν διαβατές και παντού υψώσαμε μνημεία και καλών και κακών». Αυτή η τόλμη των ευγενικών φυλών, μια τρελή, παράλογη, αυθόρμητη τόλμη, ο απρόβλεπτος και απίθανος χαρακτήρας των επιχειρήσεων τους — ο Περικλής εξυμνεί προπαντός την ραθυμία των Αθηναίων — η αδιαφορία τους και η περιφρόνησή τους για κάθε σωματική σιγουριά, για τη ζωή, για την άνεση· η τρομερή ευθυμία και η βαθειά χαρά που δοκιμάζουν σε κάθε καταστροφή, σε όλες τις ηδονές της νίκης και της σκληρότητας: —όλ’ αυτά συνοψίζονταν, για όσους πέφτανε θύματά τους, στην εικόνα του «βάρβαρου, του «κακού εχθρού», του«Γότθου» ή του «Βανδάλου».
Φρειδερίκος Νίτσε, Η Γενεαλογία της ηθικής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου