Η μάχη των Φαρσάλων και ο θάνατος του Πομπηίου - πίνακας των Apollonio di Giovanni & Marco del Buono Giamberti
Το 48 π.Χ. στα Φάρσαλα έλαβε χώρα μια από τις κρισιμότερες μάχες της Ρωμαϊκής ιστορίας, όπου αναμετρήθηκαν δύο από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές προσωπικότητες της αρχαίας Ρώμης ...ο Πομπήιος ο Μέγας και ο Ιούλιος Καίσαρας. Η μάχη των Φαρσάλων ήταν αυτή που θα ανεδείκνυε ποιος εκ των δύο ανδρών θα κυβερνούσε τον Ρωμαϊκό κόσμο.
Πρόλογος
Ο εξαιρετικά δημοφιλής Γάϊος Πομπήιος o Μέγας, γνωστός ως Πομπήιος ο Μέγας, κατείχε μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες στην Σικελία και την Αφρική, έχοντας απαλλάξει την Μεσόγειο από την απειλή των πειρατών και η εντυπωσιακότερη όλων ήταν η νίκη επί του Μιθριδάτη στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Κυβερνώντας ως τριανδρία μαζί με τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Μάρκο Λικίνιο Κράσσο, ο Πομπήιος διοικούσε τις Ισπανικές επαρχίες της Ρώμης, ενώ ο Καίσαρ, ήλεγχε την Γαλατία. Στα τελευταία χρόνια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και μετά τον άδικο θάνατο του Κράσσου το 53 π.Χ., οι δύο εναπομείναντες κυβερνήτες οδηγήθηκαν σε πορεία σύγκρουσης.
Ο Πομπήιος όντας προετοιμασμένος, αλλά και επιφυλακτικός στην αναπόφευκτη σύγκρουση με τον Καίσαρα, αποφάσισε ότι καλύτερη στρατηγική ήταν να εγκαταλείψει την Ιταλία, διότι οι πιστοί του ακόλουθοι ήταν διχασμένοι και οι δύο λεγεώνες που υπήρχαν δεν ήταν σίγουρος ότι θα πολεμούσαν εναντίον του Καίσαρα, ο οποίος είχε διατελέσει διοικητής τους στο παρελθόν. Έτσι ο Πομπήιος επέλεξε να μετακινήσει τις λεγεώνες του στην Ελλάδα το 49 π.Χ.
Κατά την εν λόγω μετακίνηση, ο Καίσαρας παρ’ ολίγον να αιφνιδιάσει τον στρατό του Πομπηίου πριν αφήσει το Brundisium στη Νότια Ιταλία, αλλά εκείνος αποφεύγοντας τον μερικό αποκλεισμό του λιμένα, κατόρθωσε να διαφύγει.
Στο διαμορφούμενο σκηνικό υπήρχε το ζήτημα των επτά Ισπανικών λεγεώνων που ήσαν πιστές στον Πομπήιο, αλλά ο Καίσαρ ελέγχοντας τα οικονομικά της Ρώμης και αφού πραγματοποίησε μερικές επιλεκτικές συναντήσεις με τοπικούς κυβερνήτες στην Ισπανία, έστρεψε την προσοχή του σε αυτήν την επικίνδυνη απειλή στα μετόπισθεν. Το αποτέλεσμα ήταν εντός επτά μηνών οι εν λόγω λεγεώνες να έχουν υποταχθεί σε αυτόν και μάλιστα επιστρέφοντας στην Ιταλία, πολιόρκησαν την Μασσαλία, προσθέτοντας μια επιπλέον στρατιωτική επιτυχία στον μακρύ κατάλογο του Καίσαρα, ο οποίος εν τω μεταξύ ονομάσθηκε δικτάτωρ από τον Λέπιδο και έχοντας εδραιώσει την φήμη του ως στρατηλάτης, στράφηκε κατά του Πομπηίου.
Ωστόσο υπήρξαν σημαντικές καθυστερήσεις (μετακινήσεις στρατευμάτων) από τους διοικητές του Καίσαρα στην Αφρική, την Αδριατική και την Δολαβέλλα και ο Πομπήιος εκμεταλλεύθηκε το γεγονός, παρατάσσοντας στην Θεσσαλία εννέα Ρωμαϊκές λεγεώνες και μια εντυπωσιακή πολυεθνική δύναμη αποτελούμενη από 3.000 τοξότες, 1.200 σφενδονιστές και 7.000 ιππείς, συνεπικουρούμενος και από 600 πλοία τα οποία προέχονταν από την Ανατολική Μεσόγειο και είχαν διασπασθεί σε μικρότερους στολίσκους, υπό την γενική αρχηγία του Marcus Bibulus. Όπως αναφέρει ο Κικέρων, ο αριθμός της συνολικής δύναμης ήταν εντυπωσιακός, αλλά το εξωτικό μείγμα εθνικοτήτων, η ετοιμότητα και η πίστη τους στη Δημοκρατία, ήταν υπό αμφισβήτηση.
Με την υποστήριξη της Ρωμαϊκής αριστοκρατίας, ο Πομπήιος ανακηρύχθηκε επίσημα αρχιστράτηγος του Δημοκρατικού στρατού και εκστράτευσε για να οργανώσει χειμερινό στρατόπεδο στην δυτική ακτή της Ελλάδας, υπολογίζοντας ότι η τελική αναμέτρηση θα γινόταν την επόμενη άνοιξη.
Τότε ο Καίσαρ έπραξε το αδιανόητο…!
Παρά την απειλή του ναυτικού του Πομπήιου και τους κινδύνους λόγω χειμώνα, εφαρμόζοντας την αγαπημένη του αρχή «το ισχυρότερο όπλο του πολέμου είναι ο αιφνιδιασμός» συγκέντρωσε όσο περισσότερο στρατό μπορούσε και χωρίς τα συνηθισμένα εφόδια ή σκλάβους, κατέπλευσε στην Ελλάδα στις 4 Ιανουαρίου. Αποβιβάσθηκε στην Παλάσα (Αλβανική Ριβιέρα) ακριβώς «κάτω από τη μύτη του στόλου του Πομπήιου» που ελλιμενιζόταν στην Κέρκυρα. Με το ναυτικό όντας αργό να αντιδράσει, ο Καίσαρας δεν έχασε χρόνο και άρχισε να λεηλατεί τις πόλεις, ενώ ο Πομπήιος αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει στον ποταμό Αψό, όπου οι αντίπαλοι στρατοπέδευσαν εκατέρωθεν στις όχθες του ποταμού.
Ο Μάρκος Αντώνιος, έμπιστος στρατηγός του Καίσαρα και δεύτερος στην ιεραρχία, αφικνείται τον Απρίλιο με μια δεύτερη δύναμη, η οποία ενισχύει τις ήδη υπαρχουσες. Οι δύο πλευρές τώρα μετακινούνται στην Θεσσαλία προσπαθώντας να ελέγξουν την περιοχή και να αποτρέψουν την άφιξη ενισχύσεων. Οι λεγεώνες οι οποίες παρατάχθηκαν η μια έναντι της άλλης, ήσαν επτά του Καίσαρα και εννέα του Πομπηίου, ο οποίος έχοντας αυτοπεποίθηση διότι μπορούσε να παρενοχλεί τις γραμμές ανεφοδιασμού του Καίσαρα, δεν βιαζόταν να εμπλακεί σε τελική μάχη. Τελικά, εγκατέστησε στρατόπεδο στο Δυρράχιο, αλλά ο Καίσαρ ξεκίνησε αμέσως να κατασκευάζει κλειστό τείχος, με σκοπό να εγκλωβίσει τον Πομπήιο στην θάλασσα.
Προσπαθώντας να παρασύρει τον Καίσαρα σε επίθεση, ο Πομπήιος άρχισε να τον παρενοχλεί είτε με βολές από τον στόλο, είτε δολοπλοκώντας με ψευδείς προδότες οι οποίοι υπόσχονταν να ανοίξουν τις πύλες του στρατοπέδου. Τελικά ο Καίσαρ υποχώρησε, αλλά ο Πομπήιος συνέχισε να επιτίθεται, πολιορκώντας τα αδύνατα σημεία του τείχους, μετά από πληροφορίες απέσπασε από δύο διοικητές ιππικού που είχαν αποστατήσει. Στη σύγχυση που ακολούθησε, ο Πομπήιος εγκατέστησε νέο καταυλισμό νότια του τείχους του Καίσαρα.
Ωστόσο στις 9 Ιουλίου, ενώ οι δυνάμεις του Πομπήιου είχαν χωρισθεί μεταξύ παλαιού και νέου στρατοπέδου, ο Ιούλιος Καίσαρ επιτίθεται στα μετόπισθεν, αναγκάζοντας τον Πομπήιο να στείλει πέντε λεγεώνες για να απεγκλωβίσουν τους αμυνόμενους λεγεωνάριους. Τα στρατεύματα του Καίσαρα δέχθηκαν πλήγμα, αλλά ο Πομπήιος δεν εκμεταλλεύθηκε το αναπάντεχο πλεονέκτημα, να πιέσει τον αντίπαλο την στιγμή που υπερτερούσε αριθμητικά, χάνοντας έτσι μοναδική ευκαιρία, η οποία δυστυχώς δεν επρόκειτο να ξαναεμφανισθεί. Πέραν τούτου ο Ιούλιος Καίσαρ έκρινε την διστακτικότητα του Πομπήιου ως απόδειξη ότι «δεν ξέρει να κερδίζει πολέμους».
Ανασυγκροτώντας τις δυνάμεις του και διαβλέποντας ότι ο αποκλεισμός ήταν μάταιος, ο Καίσαρας αποσύρεται προς νότο. Ο Πομπήιος στέλνει το ιππικό προς καταδίωξη, αλλά ο Καίσαρας κατορθώνει να διαφύγει στην πεδιάδα της Θεσσαλίας, όπου εγκαθιστά στρατόπεδο στη βόρεια όχθη του ποταμού Ενιπέα μεταξύ Φαρσάλων και Παλαιοφαρσάλων. Στο σημείο καταφθάνει μετά από λίγο και ο Πομπήιος στρατοπεδεύοντας σε απόσταση ενός μιλίου προς τα δυτικά, σε παρακείμενους λοφίσκους, οι οποίοι αποτελούν στρατηγικό σημείο λόγω της εξασφάλισης απρόσκοπτου εφοδιασμού. Το «σκηνικό» της τελικής μάχης με έπαθλο τον έλεγχο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας…είχε στηθεί.
Οι επικεφαλής
Ο Ιούλιος Καίσαρ στις στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν γνωστός για την ταχύτητα (celeritas) και τον αιφνιδιασμό (improvisum). Συχνά επέλεγε να επιτεθεί με τα στρατεύματα που είχε στην διάθεσή του, αντί να περιμένει να συγκεντρώσει μεγαλύτερη δύναμη και να δημιουργήσει γραμμές εφοδιασμού, βασιζόμενος στις ικανότητές του και το αξιόμαχο των λεγεώνων του. Κατά μια ευτυχή συγκυρία, οι εκάστοτε εχθροί του ακολουθούσαν τακτικές που τον διευκόλυναν και στην συγκεκριμένη περίπτωση θα συνέβαινε ακριβώς το ίδιο μοτίβο.
Ο Μάρκος Αντώνιος ήταν ικανός και έμπειρος στρατηγός, δεύτερος στην ιεραρχία και θα οδηγούσε την αριστερή πτέρυγα. Ο ύπατος & χιλίαρχος Δομίτιος Καλβίνος (Domitius Calvinus) ηγείτο του κέντρου και ο Πούπλιος Κορνήλιος Σύλλας (Publius Cornelius Sulla – ανιψιός του Σύλλα) ο οποίος είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τον Πομπήιο στο Δυρράχιο, θα οδηγούσε την δεξιά πτέρυγα.
Ο Πομπήιος έχαιρε μεγάλης φήμης ως στρατιωτικός διοικητής μετά από μια σειρά νικών και διεκρίνετο για τον λεπτομερή σχεδιασμό και τελειομανία στην εκτέλεση των αποστολών. Ίσως όμως υπήρξε υπέρ του δέοντος προσεκτικός στο πεδίο της μάχης και δεν διέθετε ορμή και τόλμη, δεξιότητες απαραίτητες για έναν ολοκληρωμένο ηγήτορα, οι οποίες θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την νίκη, όταν η κατάσταση δεν εξελισσόταν ομαλά, ή σύμφωνα με το σχέδιο.
Η διοίκηση του Πομπήιου ενισχύθηκε με την ένταξη του Τίτου Λαβιήνου (Titus Labienus) υπαρχηγού του Καίσαρα στην Γαλατική εκστρατεία, ο οποίος είχε αυτομολήσει στους Δημοκρατικούς και θα διοικούσε την μεγάλη δύναμη ιππικού. Επικεφαλής στο κέντρο ήταν ο πρώην ύπατος Σκιπίων Μέτελλος (Scipio Metellus) ενώ ο Σκιπίων ο Αφρικανός (Scipio Africanus) θα διοικούσε την δεξιά πτέρυγα και ο Λούκιος Δομίτιος Αχενόβαρβος (Lucius Domitius Ahenobarbus) το αριστερό άκρο.
Διάταξη μάχης
Ο Ιούλιος Καίσαρας επιθυμούσε άμεση εμπλοκή σε μάχη, αλλά ο Πομπήιος ήταν απρόθυμος να εγκαταλείψει το πλεονέκτημα του υψηλού εδάφους. Μετά από αρκετές μέρες αναμονής, διαπιστώνοντας το αδιέξοδο της κατάστασης, ο Καίσαρας αποφάσισε να αφήσει το στρατόπεδο με την ελπίδα να δώσει την μάχη κάπου αλλού. Ωστόσο, νωρίς το πρωί της 9ης Αυγούστου, ο Πομπήιος μετακίνησε ανεξήγητα τα στρατεύματά του προς τον κάμπο. Αυτή ήταν η ευκαιρία του Καίσαρα. Εγκαταλείποντας τα εφόδια, ακόμα και καταστρέφοντας τις αμυντικές θέσεις, προκειμένου τα στρατεύματά του να κινηθούν γρήγορα προς το πεδίο της μάχης, ο Καίσαρας βάδισε να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του.
Πιθανώς ο Πομπήιος να είχε κουρασθεί από το παιχνίδι της αναμονής, ίσως ήθελε να αξιοποιήσει το καλό ηθικό των ανδρών του μετά τη νίκη στο Δυρράχιο, ή ίσως θεώρησε απαράδεκτο για την υπόληψή του, να παρακολουθεί αμέριμνος τον εχθρό του να απομακρύνεται, αναβάλλοντας την μάχη σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Ο Πομπήιος τελούσε επίσης υπό την πίεση των Γερουσιαστών οι οποίοι αδημονούσαν να απαλλαγούν από την απειλή του Καίσαρα. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, είχε απεμπολήσει το πλεονέκτημα του υψηλού εδάφους και τώρα οι δύο στρατοί τέθηκαν αντιμέτωποι στην πεδιάδα.
Ο Πομπήιος ανέπτυξε έντεκα λεγεώνες, αποτελούμενες συνολικά από 47.000 άνδρες, παρατάσσοντας 110 κοόρτεις (στρατιωτική μονάδα – υποομάδα της λεγεώνας) σε σχηματισμό triplica acies (τριπλή σειρά) ήτοι τέσσερις κοόρτεις στην πρώτη γραμμή και από τρείς στην δεύτερη και τρίτη γραμμή. Το μεγαλύτερο μέρος ιππικού, τοξοτών και σφενδονιστών τοποθετήθηκε στο άκρα αριστερό πλευρό κοντά στους λοφίσκους, ενώ ένα μικρότερο τμήμα ιππικού και ελαφρύ πεζικό στην άκρα δεξιά πλευρά απέναντι στον ποταμό Ενιπέα.
Τα επίλεκτα στρατεύματα έλαβαν θέση στα πλευρά και στο κέντρο, με τους βετεράνους να είναι διασκορπισμένοι σε όλη την διάταξη προκειμένου να υποστηρίξουν τους άπειρους σε συνθήκες μάχης στρατιώτες. Το μήκος της πρώτης γραμμής ήταν περίπου 4 χλμ. και το σχέδιο του Πομπηίου ήταν να στείλει το ιππικό γύρω από τα πλευρά του εχθρού και να επιτεθεί εκ των όπισθεν, ενώ το πεζικό θα πίεζε μετωπικά, με αποτέλεσμα τα στρατεύματα του Καίσαρα να συνθλίβονταν μεταξύ των δύο μετώπων. Ο ίδιος ο Πομπήιος έλαβε θέση στο πίσω μέρος της αριστερής πτέρυγας.
Ο Καίσαρ παρέταξε τα στρατεύματά του απέναντι από τις θέσεις του Πομπήιου, σε ισόμηκες μέτωπο και για να το πράξει αραίωσε τις γραμμές του. Στη διάθεσή του υπήρχαν μόνο εννέα λεγεώνες αποτελούμενες από 22.000 άνδρες, κατανεμημένες σε 80 κοόρτεις, σημαντικά λιγότερες από του αντιπάλου του. Ο ίδιος έλαβε θέση απέναντι από τον Πομπήιο, πίσω από την καλύτερη λεγεώνα, την Χ (δέκατη) στη δεξιά πτέρυγα. Το ελαφρύ πεζικό του τοποθετήθηκε δεξιά του κέντρου. Ως ενίσχυση έναντι του υπέρτερου αριθμητικά ιππικού του Πομπηίου (6.700 έναντι 1.000) μετακίνησε 6 κοόρτεις (2.000 άνδρες) από την πίσω γραμμή, προκειμένου να ενεργούν ως εφεδρείες στο δεξιό πλευρό, τοποθετώντας τους σε λοξή γωνία.
Η Επίθεση
Ο Πομπήιος επιτέθηκε πρώτος χρησιμοποιώντας το ιππικό και αμέσως δέχθηκε αντεπίθεση από το ιππικό του Καίσαρα. Εν τω μεταξύ, οι δύο εμπρόσθιες γραμμές πεζικού του Καίσαρα επιτέθηκαν και ενέπλεξαν τις τρεις γραμμές πεζικού του Πομπηίου, οι οποίες όλως παραδόξως παρέμειναν στάσιμες, αντί να προχωρήσουν εναντίον του επιτιθέμενου αντιπάλου. Αυτή η τακτική του Πομπηίου πιθανώς αποσκοπούσε στην κούραση του πεζικού του Καίσαρα, αναγκάζοντάς τους να καλύπτουν περισσότερο έδαφος, ώστε το ιππικό του να συναντούσε μικρότερη αντίσταση πηγαίνοντας πίσω από τον εχθρό, ή απλώς επειδή ο Πομπήιος ήθελε να διατηρήσει καλή διάταξη μάχης.
Κινούμενη ακολουθία μάχης Φαρσάλων
Ωστόσο βλέποντας ότι οι γραμμές του Πομπήιου δεν προχωρούσαν, οι λεγεώνες του Καίσαρα σταμάτησαν, συγκεντρώθηκαν και μετά από μια μικρή ανάπαυλα, συνέχισαν την επίθεση, ενώ ο Καίσαρ σκοπίμως κράτησε πίσω την δική του τρίτη γραμμή πεζικού. Τα πρώτα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν ήσαν ακόντια (pila) με βολές εκατέρωθεν και κατόπιν χρησιμοποιήθηκαν τα όπλα μάχης σώμα με σώμα (ασπίδες – ξίφη)
Λόγω αριθμητικής υπεροχής, το ιππικό του Πομπήιου υπερκέρασε το ιππικό του εχθρού και βρέθηκε στα μετόπισθεν του πεζικού του Καίσαρα. Τώρα καθώς το ιππικό του Πομπήιου οργανωνόταν σε μικρότερες ίλες (ομάδες) ο Καίσαρας βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί. Αφού συγκέντρωσε ότι είχε απομείνει από το ιππικό του (ίσως ήταν προσχεδιασμένη στρατηγική) έριξε στην μάχη έξι εφεδρικές κοόρτεις, λέγοντας στους άνδρες του «να στοχεύουν με τα ακόντιά τους στα πρόσωπα των εχθρών».
Η απρόσμενη επίθεση προκάλεσε στο δημοκρατικό ιππικό πανικό και σύγχυση, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν το πεδίο μάχης, αφήνοντας τους σφενδονιστές και τοξότες του Πομπήιου εκτεθειμένους σε επίθεση. Η άτακτη υποχώρηση του ιππικού, η επίθεση των εφεδρειών του Καίσαρα και ενδεχομένως η επαναδραστηριοποίηση της μειωμένης δύναμης ιππικού, είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση, αφήνοντας την αριστερή πτέρυγα του Πομπηίου εξ ολοκλήρου εκτεθειμένη. Έχοντας εμπλέξει και τις τρεις γραμμές πεζικού ο Πομπήιος δεν διέθετε εφεδρική δύναμη για να αποκρούσει την νέα απειλή και ακριβώς εκείνη την στιγμή, ο Καίσαρ εξαπολύει την τρίτη γραμμή πεζικού στη μάχη.
Τα στρατεύματα του Πομπήιου αρχικά αντιστάθηκαν στην επίθεση και κράτησαν πειθαρχημένο σχηματισμό, αλλά τελικά χωρίς βοήθεια, λόγω εγκατάλειψης των πολυεθνικών συμμαχικών στρατευμάτων, οι λεγεώνες υποχώρησαν ολοταχώς προς τους λόφους. Ο Πομπήιος αποχώρησε απογοητευμένος στο στρατόπεδό του και στην συνέχεια εγκατέλειψε το πεδίο, ιππεύοντας για Λάρισα ακολουθούμενος από μια μικρή ομάδα πιστών συνοδών, ενδεδυμένος ως απλός στρατιώτης.
Ο Καίσαρ συνεχίζοντας την προέλαση κατέστρεψε το στρατόπεδο αναγκάζοντας την εναπομείνασα δύναμη στρατού του Πομπηίου να καταφύγει στο λόφο Καλόγηρο, τον οποίο πολιόρκησε και με τέσσερις λεγεώνες απέκοψε τα στρατεύματα του εχθρού, όταν προσπάθησαν να υποχωρήσουν στην Λάρισα. Το πρωί της 10ης Αυγούστου ο στρατός του Πομπηίου παρέδωσε τον οπλισμό του. Ο Καίσαρας ισχυρίστηκε ότι σκοτώθηκαν 15.000 εχθροί, αλλά ο πραγματικός αριθμός είναι περίπου 6.000 νεκροί από την Δημοκρατική πλευρά και 1.200 λεγεωνάριοι του Καίσαρα. Οι περισσότεροι από τους Δημοκρατικούς ηγέτες εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, ελπίζοντας να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Αφρική, αλλά η νίκη ανήκε στον Καίσαρα.
Επίλογος
Φτάνοντας στην Αίγυπτο μέσω Κύπρου, ο Πομπήιος προσπάθησε να πείσει τους Αιγυπτίους να συνάψουν συμμαχία, αλλά δολοφονήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 48 π.Χ. Η Αίγυπτος ελπίζοντας στην εύνοια του Καίσαρα παρουσίασε σε αυτόν το κεφάλι και το σφραγιστικό δαχτυλίδι του εχθρού του, αλλά όταν αυτός έμαθε την τύχη του μεγάλου αντιπάλου, φημολογείται ότι συγκινήθηκε μέχρι δακρύων.
Ακολούθως αφού απεκατέστησε την Κλεοπάτρα VII στο θρόνο της Αιγύπτου και νίκησε τους εναπομείναντες στρατούς των αντιπάλων του στην Αφρική, το 46 π.Χ. επιστρέφει στη Ρώμη θριαμβευτής. Στη συνέχεια όταν τα τελευταία υπολείμματα αντιπολίτευσης νικήθηκαν στην Ισπανία, ο Ιούλιος Καίσαρας αναδεικνύεται μοναδικός κυρίαρχος του Ρωμαϊκού κόσμου και τον Φεβρουάριο του 44 π.Χ, η Γερουσία με ψήφισμα τον αναγόρευσε σε ισόβιο δικτάτορα.
«Είναι ευκολότερο να βρεις άνδρες που είναι πρόθυμοι να πεθάνουν, παρά εκείνους που είναι πρόθυμοι να υπομένουν καρτερικά τον πόνο» Ιούλιος Καίσαρ
-----------------
Βιβλιογραφία
– Brian Campbell and Lawrence A: «The Oxford Handbook of Warfare in the Classical World» – Oxford University Press, 2013.
– Michael Grant: «The History of Rome» – Faber, 1992
– Si Sheppard: «Pharsalus 48 BC» – Osprey Publishing, 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου