Το αλάτι από τα αρχαία χρόνια κατέχει πολύ σημαντική θέση στη ζωή των λαών και ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό. Κατά τους αρχαίους Ελληνες συμβόλιζε τη φιλία, τη χάρη, τη λεπτότητα, με αυτό επισφράγιζαν τις συμφωνίες και το πρόσφεραν στις θυσίες προς τους θεούς. Η φράση «αττικό άλας» δήλωνε το λεπτό και ευφυές αττικό πνεύμα.
Το αλάτι έχει ασηπτικές ιδιότητες και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μικροοργανισμών. Για το λόγο αυτόν από τα αρχαία χρόνια...
με αλάτι συντηρούσαν τα τρόφιμα. Το χρησιμοποιούσαν όπως εμείς σήμερα το ψυγείο, και τα τρόφιμα που ήταν συντηρημένα με αλάτι ήταν σαν τα σημερινά κατεψυγμένα.
Η αρχαία ελληνική λέξη για το αλάτι είναι «ο αλς» (γενική: του άλατος) και δεν πρέπει να την μπερδεύουμε με τη λέξη «η αλς» (γενική: της αλός) που είναι η θάλασσα. Κυρίως το αλάτι το χρησιμοποιούσαν για τη συντήρηση ψαριών. Οι αρχαίοι Αθηναίοι αγαπούσαν πολύ τα αλίπαστα ψάρια, τα οποία ονόμαζαν «ταρίχη» και εισήγαν από τον Εύξεινο Πόντο, τη Σικελία, ακόμα και την Ισπανία.
Πάστωναν κυρίως την παλαμίδα, τη σφυρίδα, τον κολιό, τον τόνο και τον οξύρρυγχο. Ο Αιλιανός λέει πως η μεταφορά των οξύρρυγχων από την Κασπία γινόταν με καμήλες μέχρι τον Εκβάντα ποταμό και από εκεί με πλοία μέχρι τα λιμάνια. Ο «τάριχος αντακαίος» προερχόταν από την επεξεργασία του αντακαίου (είδος ψαριού, πιθανόν ο οξύρρυγχος) από το Δνείπερο ή το Δούναβη.
Τα ταρίχη καλής ποιότητας ήταν πανάκριβα και το να τρως αλίπαστα ανάμεσα στα εδέσματα ήταν δείγμα εκλεπτυσμένου γούστου. Σε τέτοιο βαθμό θεωρούσαν τα ταρίχη είδος πολυτελείας, ώστε η εταίρα Πυθιονίκη έγινε διάσημη στην αρχαία Αθήνα -μέχρι και τραγούδι τής έγραψαν- επειδή είχε εραστές τους γιους ενός ταριχοπώλη που της έφερναν άφθονα ταρίχη.
Ο Ξενοκράτης λέει ότι έτρωγαν ωμά τα ταρίχη, αφού τα ξέπλεναν με γλυκό νερό. Ομως δεν ήταν λίγα αυτά που τα τηγάνιζαν, τους έβαζαν καρυκεύματα και τα έσβηναν με κρασί. Τα ταρίχη που προέρχονταν από νεαρά ή άπαχα ψάρια τα ονόμαζαν «ωραία ταρίχη» και πίστευαν πως είναι πιο νόστιμα.
Και τέλος, επειδή, ως γνωστόν, πίσω από όποια ιδέα και μόδα θεωρούμε καινούργια, αν ψάξουμε λίγο καλύτερα, θα βρούμε μπροστά μας έναν πρόγονό μας να μας χαμογελάει, μη νομίζετε πως η μόδα με το αλάτι Ιμαλαΐων, το οποίο θεωρείται πιο καθαρό από της θάλασσας, είναι απλώς μια παραξενιά των σεφ της εποχής μας. Ο Αρριανός λέει ότι το ορυκτό αλάτι από την όαση του Αμμωνος εθεωρείτο καλύτερο για τις θυσίες, γιατί ήταν πιο καθαρό.
Και βέβαια δεν θα μπορούσε να λείπει το χαβιάρι, το οποίο είναι παστά αυγά οξύρρυγχου. Το λεξικό Liddell & Scott γράφει ότι ο όρος «τάριχος αντακαίον» σημαίνει χαβιάρι. Ηταν γνωστό στον Ηρόδοτο όπως και στον Στράβωνα, οι οποίοι το αναφέρουν, αλλά και στον Αρχέστρατο, ο οποίος λέει (όχι που θα μας ξέφευγε) ότι οι Ελληνες είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στα αυγά του οξύρρυγχου που προερχόταν αποκλειστικά από τη Μαύρη Θάλασσα.
Το αλάτι έχει ασηπτικές ιδιότητες και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μικροοργανισμών. Για το λόγο αυτόν από τα αρχαία χρόνια...
με αλάτι συντηρούσαν τα τρόφιμα. Το χρησιμοποιούσαν όπως εμείς σήμερα το ψυγείο, και τα τρόφιμα που ήταν συντηρημένα με αλάτι ήταν σαν τα σημερινά κατεψυγμένα.
Η αρχαία ελληνική λέξη για το αλάτι είναι «ο αλς» (γενική: του άλατος) και δεν πρέπει να την μπερδεύουμε με τη λέξη «η αλς» (γενική: της αλός) που είναι η θάλασσα. Κυρίως το αλάτι το χρησιμοποιούσαν για τη συντήρηση ψαριών. Οι αρχαίοι Αθηναίοι αγαπούσαν πολύ τα αλίπαστα ψάρια, τα οποία ονόμαζαν «ταρίχη» και εισήγαν από τον Εύξεινο Πόντο, τη Σικελία, ακόμα και την Ισπανία.
Πάστωναν κυρίως την παλαμίδα, τη σφυρίδα, τον κολιό, τον τόνο και τον οξύρρυγχο. Ο Αιλιανός λέει πως η μεταφορά των οξύρρυγχων από την Κασπία γινόταν με καμήλες μέχρι τον Εκβάντα ποταμό και από εκεί με πλοία μέχρι τα λιμάνια. Ο «τάριχος αντακαίος» προερχόταν από την επεξεργασία του αντακαίου (είδος ψαριού, πιθανόν ο οξύρρυγχος) από το Δνείπερο ή το Δούναβη.
Τα ταρίχη καλής ποιότητας ήταν πανάκριβα και το να τρως αλίπαστα ανάμεσα στα εδέσματα ήταν δείγμα εκλεπτυσμένου γούστου. Σε τέτοιο βαθμό θεωρούσαν τα ταρίχη είδος πολυτελείας, ώστε η εταίρα Πυθιονίκη έγινε διάσημη στην αρχαία Αθήνα -μέχρι και τραγούδι τής έγραψαν- επειδή είχε εραστές τους γιους ενός ταριχοπώλη που της έφερναν άφθονα ταρίχη.
Ο Ξενοκράτης λέει ότι έτρωγαν ωμά τα ταρίχη, αφού τα ξέπλεναν με γλυκό νερό. Ομως δεν ήταν λίγα αυτά που τα τηγάνιζαν, τους έβαζαν καρυκεύματα και τα έσβηναν με κρασί. Τα ταρίχη που προέρχονταν από νεαρά ή άπαχα ψάρια τα ονόμαζαν «ωραία ταρίχη» και πίστευαν πως είναι πιο νόστιμα.
Και τέλος, επειδή, ως γνωστόν, πίσω από όποια ιδέα και μόδα θεωρούμε καινούργια, αν ψάξουμε λίγο καλύτερα, θα βρούμε μπροστά μας έναν πρόγονό μας να μας χαμογελάει, μη νομίζετε πως η μόδα με το αλάτι Ιμαλαΐων, το οποίο θεωρείται πιο καθαρό από της θάλασσας, είναι απλώς μια παραξενιά των σεφ της εποχής μας. Ο Αρριανός λέει ότι το ορυκτό αλάτι από την όαση του Αμμωνος εθεωρείτο καλύτερο για τις θυσίες, γιατί ήταν πιο καθαρό.
Και βέβαια δεν θα μπορούσε να λείπει το χαβιάρι, το οποίο είναι παστά αυγά οξύρρυγχου. Το λεξικό Liddell & Scott γράφει ότι ο όρος «τάριχος αντακαίον» σημαίνει χαβιάρι. Ηταν γνωστό στον Ηρόδοτο όπως και στον Στράβωνα, οι οποίοι το αναφέρουν, αλλά και στον Αρχέστρατο, ο οποίος λέει (όχι που θα μας ξέφευγε) ότι οι Ελληνες είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στα αυγά του οξύρρυγχου που προερχόταν αποκλειστικά από τη Μαύρη Θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου