Καλένδες ή Καλάνδες (καθ. Καλένδαι ή Καλάνδαι, λατ. calendae, Kalendae – κατά
παράλειψη του ημέρες, dies).
Με αυτό τον όρο ονομάζονταν, μάλλον από τον Ε’ αιώνα, οι πρώτες ημέρες των ρωμαϊκών μηνών, δηλαδή η αντίστοιχη των παρά των Ελλήνων «νουμηνία» (σημερινή πρωτομηνιά). Επίσης γνωστή είναι και η αρχαία παροιμία «ες τας ελληνικάς καλένδας εξοφλείν» (ad graecas calendas solvere) που λέγονταν επί χρεών διαρκώς μη εξοφλημένων, επειδή στους ελληνικούς μήνες δεν περιλαμβάνονταν καλένδες. Αργότερα και η παροιμία «παραπέμπειν εις ελληνικάς καλένδας» αφορούσε για κάθε αναβαλλόμενο ζήτημα ή υπόσχεση.
Κατά πληροφορία που μας παρέχει ο Βάρων, την έναρξη εκάστου μήνα ανήγγειλλε ο Ποντίφηκας από το Καπιτώλιο, κατά την είσοδο της νέας Σελήνης, με τη φράση: «Calo Juno novella» . Από τη λέξη δε Calo (= καλώ, ονομάζω) δόθηκε η ονομασία Καλένδες και αφορούσε περίοδο πρώτων ημερών του μήνα. Αυτή η περίοδος ήταν πενθήμερος (quintana) ή επταήμερος (septimana) ανάλογα με τη διάρκεια της νέας σελήνης, ορίζονταν δε από τον Ποντίφηκα εκ της επανάληψης της φράσεώς του πεντάκις ή επτάκις. Πενθήμεροι λοιπόν ήταν οι Καλένδες όλων των μηνών πλην του Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου και Οκτωβρίου.
Οι Καλένδες επίσης διακρίνονταν σε fasti (εργάσιμες, δικάσιμες ημέρες) και σε nefasti (αποφράδες) όπου απαγορεύονταν η εργασία και αντ΄ αυτής γινόντουσαν εορτές προς τιμή της Ήρας και του Ιανού (Ρωμαίου αμφιπρόσωπου Θεού προς τιμή του οποίου και το όνομα Ιανουάριος).
Από αυτές περιφημότερες ήταν οι Καλένδες του Ιανουαρίου, (calendae Januariae) επειδή γιορτάζονταν και η έλευση του νέου χρόνου. Κατά τη διάρκεια των Καλενδών αυτών γίνονταν αμοιβαίες επισκέψεις συγγενών και φίλων με ανταλλαγή δώρων των λεγόμενων strena (κυρίως μέλι, ξερά σύκα και χουρμάδες) ως και μικρών νομισμάτων. Επίσης πρόσεχαν, στη διάρκεια αυτών, τις εκφράσεις τους και τις κινήσεις τους ώστε να μη αποβούν κακοί οιωνοί στο νέο έτος. Επίσης κατ’ αυτή τη περίοδο ο Αυτοκράτορας, καθήμενος στον Ηγεμονικό θρόνο των ανακτόρων, δεχόταν την επίσημη επίσκεψη των ανωτέρων αξιωματούχων του κράτους καθώς και πολιτών σε «φάλαγγα κατ΄ άνδρα» οι οποίοι και έρριπταν προ αυτού νομίσματα.
Οι Καλένδες του Ιανουαρίου ήταν κατά το δεύτερο ήμισυ εργάσιμες, έτσι ώστε η εργασία μετά της εορτής να θεωρείται εξάγγελος καλού έτους. Περίφημες επίσης ήταν και οι Καλένδες του Μαρτίου (7ήμερες) όπου τελούνταν τα Ματρονάλια
Τα Ματρωνάλια ήταν αρχαία Ρωμαϊκή εορτή που τελούνταν την 1η Μαρτίου προς τιμήν της θεάς Γιούνο Λουκίνα και στην αρχή μόνο από τις παντρεμένες γυναίκες, στις οποίες προσέφεραν την ημέρα αυτή πλούσια δώρα οι σύζυγοί τους. Αργότερα η εορτή γενικεύθηκε και για τις νεανίδες, οι οποίες δέχονταν δώρα από τους αγαπημένους τους, ενώ οι Ρωμαίες οικοδέσποινες επιφύλασσαν ιδιαίτερες περιποιήσεις στις υπηρέτριές τους, όπως και οι νοικοκύρηδες στους άνδρες σκλάβους τους κατά τα Σατουρνάλια.
Πολλές φορές η γιορτή αυτή συγχέεται με τα Ματράλια, τα οποία εορτάζονταν στις 11 Ιουνίου από τις ανύπαντρες γυναίκες προς τιμήν της θεάς Μάτερ Ματούτα.
Ρωμαϊκό Δίκαιο: Kατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο κάθε ρωμαίος τραπεζίτης ή άλλος πολίτης που δάνειζε χρήματα υποχρεώνονταν να τηρεί ειδικό πιστωτικό βιβλίο το Καλενδάριον (ή) υπό μορφή πίνακα όπου περιλάμβανε το ποσόν του δανείου, τη λήψη των τόκων ως και άλλες προθεσμίες εξόφλησης. Τούτο τηρούσε ο γιος του οικοδεσπότη. Προκειμένου δε περί Δήμου που δάνειζε σε πολίτες υπήρχε ειδικός υπάλληλος καλούμενος «επιμελητής του Καλενδαρίου» (curator calendarii) ή «λογιστής (logista) και ενίοτε έφερε τον τίτλο του «ζητητού» (quaestor).
Έτσι εκ του βιβλίου αυτού καλείτο «calendarium exercere» (τηρείν καλενδάριον) ο δανεισμός, «calendarium legare» (καλενδάριον κληροδοτείν) η κληροδότηση των πιστώσεων φθάνοντας μεταφορικά στην έννοια του Ημερολογίου (σήμερα Calendar).
Με την ονομασία Ρωμαϊκό Δίκαιο φέρεται το σύνολο των νομικών κανόνων (νόμων και διατάξεων) που δημιούργησε η αρχαία Ρώμη και κατ΄ επέκταση η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Απ΄ όλες τις νομοθεσίες της αρχαιότητας, το Ρωμαϊκό Δίκαιο φέρεται ως το πληρέστερο στους σύγχρονους νομομαθείς μελετητές και αυτό από την πληθώρα των πηγών που έχουν διασωθεί και παρέχουν την ευχέρεια της μελέτης, αλλά και των εξελίξεων ακόμη αυτού, συνέχεια των οποίων φέρεται το Βυζαντινό Δίκαιο.
Το καθεαυτού Ρωμαϊκό Δίκαιο περιλαμβάνει τη νομοθεσία που ανέπτυξε η Ρώμη, από το συμβατικό έτος ίδρυσής της (759 π.κ.ε.) μέχρι την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που άλλοι θεωρούν τον 5ο αιώνα μ.κ.ε. όπου και ακολουθεί το Βυζαντινό Δίκαιο, και άλλοι το 1453, θεωρώντας και το βυζαντινό ως ρωμαϊκό.
Στη σύγχρονη όμως αντίληψη ο όρος είναι πολύ γενικότερος περιλαμβάνοντας και παρεμφερείς νομοθεσίες που δημιουργήθηκαν με το χρόνο παράλληλα και ίσχυαν εκτός ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και που έφθασαν να διατηρούνται σχεδόν μέχρι το 1900 όπως συνέβαινε στη Βαυαρία και την υπόλοιπη Γερμανία που ίσχυε ως «βοηθητικό», ή «επικουρικό δίκαιο».
Τελικά αυτός υιοθετήθηκε και ως κοινός νομοθετικός κώδικας από πλείστα κράτη – Βασίλεια της Ευρώπης, όπως και της Ελλάδας και που ίσχυε όποτε δεν συγκρούονταν με σύγχρονες νομοθεσίες, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «βοηθητικός, ή επικουρικός». Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στοιχείο που επιβεβαιώνει τα παραπάνω είναι ότι ακόμα και σήμερα αναφορές σε νομικούς όρους συνοδεύονται ή και αποδίδονται αυτούσια με λατινικούς του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Καλένδες κλήθηκαν οι κατά την 1η Ιανουαρίου εορτές και πανήγυρεις υπό των «Εθνικών» πολλές των οποίων διατηρήθηκαν και από τους Χριστιανούς. Όμως το 662 η συγκροτηθείσα στη Κωνσταντινούπολη Στ’ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τις εορτές και ευωχίες αυτές με το 62ο Κανόνα της όπου ορίζεται: «Τας ούτω καλουμένας Καλάνδας και τα λεγόμενα Βοτά και τα καλούμενα Βρουμάλια και την εν πρώτη του Μαρτίου επιτελουμένην πανήγυριν, καθάπαξ εκ της των πιστών πολιτείας περιαιρεθήναι βουλόμεθα». Ερμηνείες προς αυτό το Κανόνα έγραψαν οι Ζωναράς και Βαλσαμών.
Προ αυτού του κινδύνου να διακοπεί το έθιμο που πιθανώς να τάραζε την επιβληθείσα κατάνυξη σε όλους τους τομείς δραστηριότητας οι «πιστοί» εισήγαγαν δημοτικά ευχητικά τραγούδια επί των ταυτόσημων χρονικά θρησκευτικών εορτών και έτσι το έθιμο συνεχίζει και σήμερα με την από τότε νέα ονομασία «Κάλαντα».
Το έθιμο της «Ειρεσιώνης», τα αρχαία κάλαντα
Η λέξη για τα «κάλαντα» είναι δανεισμένη από τη ρωμαϊκή γιορτή των Καλένδων, που με τη σειρά της όμως απηχεί ένα ακόμα πιο αρχαίο, ελληνικό έθιμο, αυτό της Ειρεσιώνης.
Η Ειρεσιώνη (από το είρος, έριον= μαλλί προβάτου) λοιπόν, ήταν ένα κλαδί ελιάς στολισμένο με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά). Την εβδόμη ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου), παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν ,περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή την κυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνα.
Το έθιμο απηχούσε την ευχή των ανθρώπων για την ευφορία της γης, τις ευχαριστίες τους για την καρποφόρα χρονιά που πέρασε και τον εξευμενισμό των θεών για μια ακόμα πιο αποδοτική σε γεννήματα χρονιά, αυτή που ερχόταν. Η γονιμότητα της γης ήταν, αυτονοήτως, πολύ σημαντική για την επιβίωση των πληθυσμών και την ευζωία τους. Το τραγουδάκι που διασώζει ο Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22) είναι χαρακτηριστικό:
Με αυτό τον όρο ονομάζονταν, μάλλον από τον Ε’ αιώνα, οι πρώτες ημέρες των ρωμαϊκών μηνών, δηλαδή η αντίστοιχη των παρά των Ελλήνων «νουμηνία» (σημερινή πρωτομηνιά). Επίσης γνωστή είναι και η αρχαία παροιμία «ες τας ελληνικάς καλένδας εξοφλείν» (ad graecas calendas solvere) που λέγονταν επί χρεών διαρκώς μη εξοφλημένων, επειδή στους ελληνικούς μήνες δεν περιλαμβάνονταν καλένδες. Αργότερα και η παροιμία «παραπέμπειν εις ελληνικάς καλένδας» αφορούσε για κάθε αναβαλλόμενο ζήτημα ή υπόσχεση.
Κατά πληροφορία που μας παρέχει ο Βάρων, την έναρξη εκάστου μήνα ανήγγειλλε ο Ποντίφηκας από το Καπιτώλιο, κατά την είσοδο της νέας Σελήνης, με τη φράση: «Calo Juno novella» . Από τη λέξη δε Calo (= καλώ, ονομάζω) δόθηκε η ονομασία Καλένδες και αφορούσε περίοδο πρώτων ημερών του μήνα. Αυτή η περίοδος ήταν πενθήμερος (quintana) ή επταήμερος (septimana) ανάλογα με τη διάρκεια της νέας σελήνης, ορίζονταν δε από τον Ποντίφηκα εκ της επανάληψης της φράσεώς του πεντάκις ή επτάκις. Πενθήμεροι λοιπόν ήταν οι Καλένδες όλων των μηνών πλην του Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου και Οκτωβρίου.
Οι Καλένδες επίσης διακρίνονταν σε fasti (εργάσιμες, δικάσιμες ημέρες) και σε nefasti (αποφράδες) όπου απαγορεύονταν η εργασία και αντ΄ αυτής γινόντουσαν εορτές προς τιμή της Ήρας και του Ιανού (Ρωμαίου αμφιπρόσωπου Θεού προς τιμή του οποίου και το όνομα Ιανουάριος).
Από αυτές περιφημότερες ήταν οι Καλένδες του Ιανουαρίου, (calendae Januariae) επειδή γιορτάζονταν και η έλευση του νέου χρόνου. Κατά τη διάρκεια των Καλενδών αυτών γίνονταν αμοιβαίες επισκέψεις συγγενών και φίλων με ανταλλαγή δώρων των λεγόμενων strena (κυρίως μέλι, ξερά σύκα και χουρμάδες) ως και μικρών νομισμάτων. Επίσης πρόσεχαν, στη διάρκεια αυτών, τις εκφράσεις τους και τις κινήσεις τους ώστε να μη αποβούν κακοί οιωνοί στο νέο έτος. Επίσης κατ’ αυτή τη περίοδο ο Αυτοκράτορας, καθήμενος στον Ηγεμονικό θρόνο των ανακτόρων, δεχόταν την επίσημη επίσκεψη των ανωτέρων αξιωματούχων του κράτους καθώς και πολιτών σε «φάλαγγα κατ΄ άνδρα» οι οποίοι και έρριπταν προ αυτού νομίσματα.
Οι Καλένδες του Ιανουαρίου ήταν κατά το δεύτερο ήμισυ εργάσιμες, έτσι ώστε η εργασία μετά της εορτής να θεωρείται εξάγγελος καλού έτους. Περίφημες επίσης ήταν και οι Καλένδες του Μαρτίου (7ήμερες) όπου τελούνταν τα Ματρονάλια
Τα Ματρωνάλια ήταν αρχαία Ρωμαϊκή εορτή που τελούνταν την 1η Μαρτίου προς τιμήν της θεάς Γιούνο Λουκίνα και στην αρχή μόνο από τις παντρεμένες γυναίκες, στις οποίες προσέφεραν την ημέρα αυτή πλούσια δώρα οι σύζυγοί τους. Αργότερα η εορτή γενικεύθηκε και για τις νεανίδες, οι οποίες δέχονταν δώρα από τους αγαπημένους τους, ενώ οι Ρωμαίες οικοδέσποινες επιφύλασσαν ιδιαίτερες περιποιήσεις στις υπηρέτριές τους, όπως και οι νοικοκύρηδες στους άνδρες σκλάβους τους κατά τα Σατουρνάλια.
Πολλές φορές η γιορτή αυτή συγχέεται με τα Ματράλια, τα οποία εορτάζονταν στις 11 Ιουνίου από τις ανύπαντρες γυναίκες προς τιμήν της θεάς Μάτερ Ματούτα.
Ρωμαϊκό Δίκαιο: Kατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο κάθε ρωμαίος τραπεζίτης ή άλλος πολίτης που δάνειζε χρήματα υποχρεώνονταν να τηρεί ειδικό πιστωτικό βιβλίο το Καλενδάριον (ή) υπό μορφή πίνακα όπου περιλάμβανε το ποσόν του δανείου, τη λήψη των τόκων ως και άλλες προθεσμίες εξόφλησης. Τούτο τηρούσε ο γιος του οικοδεσπότη. Προκειμένου δε περί Δήμου που δάνειζε σε πολίτες υπήρχε ειδικός υπάλληλος καλούμενος «επιμελητής του Καλενδαρίου» (curator calendarii) ή «λογιστής (logista) και ενίοτε έφερε τον τίτλο του «ζητητού» (quaestor).
Έτσι εκ του βιβλίου αυτού καλείτο «calendarium exercere» (τηρείν καλενδάριον) ο δανεισμός, «calendarium legare» (καλενδάριον κληροδοτείν) η κληροδότηση των πιστώσεων φθάνοντας μεταφορικά στην έννοια του Ημερολογίου (σήμερα Calendar).
Με την ονομασία Ρωμαϊκό Δίκαιο φέρεται το σύνολο των νομικών κανόνων (νόμων και διατάξεων) που δημιούργησε η αρχαία Ρώμη και κατ΄ επέκταση η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Απ΄ όλες τις νομοθεσίες της αρχαιότητας, το Ρωμαϊκό Δίκαιο φέρεται ως το πληρέστερο στους σύγχρονους νομομαθείς μελετητές και αυτό από την πληθώρα των πηγών που έχουν διασωθεί και παρέχουν την ευχέρεια της μελέτης, αλλά και των εξελίξεων ακόμη αυτού, συνέχεια των οποίων φέρεται το Βυζαντινό Δίκαιο.
Το καθεαυτού Ρωμαϊκό Δίκαιο περιλαμβάνει τη νομοθεσία που ανέπτυξε η Ρώμη, από το συμβατικό έτος ίδρυσής της (759 π.κ.ε.) μέχρι την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που άλλοι θεωρούν τον 5ο αιώνα μ.κ.ε. όπου και ακολουθεί το Βυζαντινό Δίκαιο, και άλλοι το 1453, θεωρώντας και το βυζαντινό ως ρωμαϊκό.
Στη σύγχρονη όμως αντίληψη ο όρος είναι πολύ γενικότερος περιλαμβάνοντας και παρεμφερείς νομοθεσίες που δημιουργήθηκαν με το χρόνο παράλληλα και ίσχυαν εκτός ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και που έφθασαν να διατηρούνται σχεδόν μέχρι το 1900 όπως συνέβαινε στη Βαυαρία και την υπόλοιπη Γερμανία που ίσχυε ως «βοηθητικό», ή «επικουρικό δίκαιο».
Τελικά αυτός υιοθετήθηκε και ως κοινός νομοθετικός κώδικας από πλείστα κράτη – Βασίλεια της Ευρώπης, όπως και της Ελλάδας και που ίσχυε όποτε δεν συγκρούονταν με σύγχρονες νομοθεσίες, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «βοηθητικός, ή επικουρικός». Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στοιχείο που επιβεβαιώνει τα παραπάνω είναι ότι ακόμα και σήμερα αναφορές σε νομικούς όρους συνοδεύονται ή και αποδίδονται αυτούσια με λατινικούς του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Καλένδες κλήθηκαν οι κατά την 1η Ιανουαρίου εορτές και πανήγυρεις υπό των «Εθνικών» πολλές των οποίων διατηρήθηκαν και από τους Χριστιανούς. Όμως το 662 η συγκροτηθείσα στη Κωνσταντινούπολη Στ’ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τις εορτές και ευωχίες αυτές με το 62ο Κανόνα της όπου ορίζεται: «Τας ούτω καλουμένας Καλάνδας και τα λεγόμενα Βοτά και τα καλούμενα Βρουμάλια και την εν πρώτη του Μαρτίου επιτελουμένην πανήγυριν, καθάπαξ εκ της των πιστών πολιτείας περιαιρεθήναι βουλόμεθα». Ερμηνείες προς αυτό το Κανόνα έγραψαν οι Ζωναράς και Βαλσαμών.
Προ αυτού του κινδύνου να διακοπεί το έθιμο που πιθανώς να τάραζε την επιβληθείσα κατάνυξη σε όλους τους τομείς δραστηριότητας οι «πιστοί» εισήγαγαν δημοτικά ευχητικά τραγούδια επί των ταυτόσημων χρονικά θρησκευτικών εορτών και έτσι το έθιμο συνεχίζει και σήμερα με την από τότε νέα ονομασία «Κάλαντα».
Το έθιμο της «Ειρεσιώνης», τα αρχαία κάλαντα
Η λέξη για τα «κάλαντα» είναι δανεισμένη από τη ρωμαϊκή γιορτή των Καλένδων, που με τη σειρά της όμως απηχεί ένα ακόμα πιο αρχαίο, ελληνικό έθιμο, αυτό της Ειρεσιώνης.
Η Ειρεσιώνη (από το είρος, έριον= μαλλί προβάτου) λοιπόν, ήταν ένα κλαδί ελιάς στολισμένο με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά). Την εβδόμη ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου), παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν ,περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή την κυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνα.
Το έθιμο απηχούσε την ευχή των ανθρώπων για την ευφορία της γης, τις ευχαριστίες τους για την καρποφόρα χρονιά που πέρασε και τον εξευμενισμό των θεών για μια ακόμα πιο αποδοτική σε γεννήματα χρονιά, αυτή που ερχόταν. Η γονιμότητα της γης ήταν, αυτονοήτως, πολύ σημαντική για την επιβίωση των πληθυσμών και την ευζωία τους. Το τραγουδάκι που διασώζει ο Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22) είναι χαρακτηριστικό:
«Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους
και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψήσασθαι
και κύλικ” εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη»
και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψήσασθαι
και κύλικ” εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη»
***
«Η Ειρεσιώνη σου φέρνει σύκα και αφράτα ψωμιά
και μέλι μέσα στο ποτήρι και λάδι για να ψήσεις
και μπουκάλι γεμάτο για να μεθύσεις και να κοιμηθείς γλυκά»
και μέλι μέσα στο ποτήρι και λάδι για να ψήσεις
και μπουκάλι γεμάτο για να μεθύσεις και να κοιμηθείς γλυκά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου