Η Γέννηση στην Αρχαία Ελλάδα
Σκοπός του γάμου ήταν η απόκτηση παιδιών. Η επίσημη φράση που έλεγε ο μελλόνυμφος στην εγγύηση ήταν: ¨έπ΄αρότω παίδων άγομαι γαμετήν”, δηλαδή παντρεύομαι για να αποκτήσω παιδιά. Τα αρσενικά παιδιά αποτελούσαν τιμητικό και λαμπρό απόκτημα, γιατί ο γιός συνέχιζε την οικιακή λατρεία και την επιμέλεια των ψυχών των προγόνων.
Από την ομηρική ήδη εποχή πλήθος ιεροτελεστίες συνόδευαν και ακολουθούσαν τον ερχομό του νέου ανθρώπου στον κόσμο και την ένταξή του στην κοινωνική ομάδα. Σεβάσμιες θεές βοηθούσαν την μητέρα στον τοκετό, απαράλλακτα όπως τη Λητώ, τη μητέρα του Απόλλωνος, στη Δήλο: η Διώνη, η Ρέα, η Αμφιτρίτη, η Ειλείθυια. Σε ολόκληρη την Ελληνική αρχαιότητα, όταν έφτανε ο καιρός του τοκετού, πρόσφεραν θυσίες και δώρα στις θεότητες και άλειφαν με πίσσα το σπίτι, για να αποτρέψουν τα κακά πνεύματα.
Μόλις το παιδί ερχόταν στον κόσμο, το έλουζαν με χλιαρό νερό και το άλειφαν με λάδι, ενώ στη Σπάρτη το έλουζαν με κρασί, για να δοκιμάσουν την κράση του. Σπαργάνωναν στην αρχαία Ελλάδα το νεογέννητο σφικτά: μόνο οι Σπαρτιάτισσες άφηναν τα μέλη του ελεύθερα, χωρίς σπάργανα.
Για την αποτροπή της βασκανίας κρεμούσαν στα παιδιά φυλακτά και στην πόρτα κλαδί ελιάς, όταν ήταν αγόρι, και μια μάλλινη ταινία, αν ήταν κορίτσι.
Την πέμπτη ημέρα από τη γέννηση γιόρταζαν τα Αμφιδρόμια. Γινόταν καθαρμοί για τη μητέρα και όλα τα πρόσωπα που παραβρέθηκαν στον τοκετό. Ακολουθούσε η τελετή της εισαγωγής του παιδιού στην κοινωνική ομάδα: η τρόφος έτρεχε κρατώντας το παιδί γύρω από την εστία.
Τη δέκατη ημέρα από τη γέννηση του παιδιού γινόταν επίσημη εορτή και δινόταν το όνομα στο παιδί. Το σπίτι έπαιρνε όψη εορταστική, φίλοι και συγγενείς έφερναν δώρα. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και πολλά φυλακτά, για να απομακρύνουν τα κακά πνεύματα που καραδοκούσαν. Ο πατέρας έδινε ένα όνομα, συνήθως του παππού ή το δικό του ή ενός φίλου ή θεού, που οι γονείς θεωρούσαν απαραίτητη την προστασία του.
Τα ονόματα που έφερναν οι αρχαίοι ήταν τρία, το κύριο όνομα, το όνομα του πατέρα και το όνομα του Δήμου ή του τόπου καταγωγής, π.χ. Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεύς, Περικλής Ξανθίππου Χολαργεύς κλπ.
Οι Έλληνες για την Παιδεία
Ο Πλάτων στους «Νόμους, 643.d.6 – 644.b.4» έχει αποτυπώσει την άποψη των Ελλήνων σχετικά με την Παιδεία.
“Αθηναίος: Ας μην αφήσουμε τότε αόριστη την περιγραφή της παιδείας. Όταν επικρίνουμε ή επαινούμε την ανατροφή κάποιου και λέμε ότι είναι πεπαιδευμένος ή απαίδευτος, μερικές φορές χρησιμοποιούμε τον πρώτο όρο και για ανθρώπους που ξέρουνε καλά το επάγγελμά τους – τους ναυτικούς ή τους έμπορους ή και άλλους. Ας δεχτούμε όμως, για χάρη της συζήτησης, ότι δεν εννοούμε αυτό το πράγμα αλλά την παιδεία που από την παιδική ηλικία οδηγεί τον άνθρωπο στην αρετή και του προκαλεί ισχυρή επιθυμία να γίνει ένας τέλειος πολίτης που ξέρει να κυβερνά ή να κυβερνιέται σύμφωνα με το δίκαιο.
Θα ήθελα να ξεχωρίσουμε αυτό το είδος της τροφής από τις υπόλοιπες και να την θεωρήσουμε πραγματικά την μόνη παιδεία. Αντίθετα, την παιδεία που αποβλέπει στην απόκτηση χρημάτων ή δύναμης ή σοφίας χωρίς λογική και δικαιοσύνη, θα πρέπει να την θεωρούμε ανελεύθερη και βάναυση – κάτι δηλαδή που δεν αξίζει να ονομάζουμε Παιδεία. Ας μη μένουμε όμως πολύ στις λέξεις.
Αφού συμφωνήσουμε στον ορισμό, ας δεχτούμε αυτό που εννοεί. Ότι εκείνοι που ορθά (εκ)παιδεύονται γίνονται σχεδόν αγαθοί. Δεν πρέπει, επομένως, σε καμία περίπτωση να ατιμάζουμε (υποτιμάμε) την παιδεία, γιατί είναι το πιο σημαντικό πράγμα στην παραγωγή άριστων ανθρώπων. Και αν κάποτε ξεφεύγει από τον προορισμό της, οφείλουμε να την ξαναφέρνουμε στον ορθό δρόμο με κάθε μέσο που διαθέτουμε. Έτσι πρέπει να δρούμε το κατά δύναμη πάντα στην διάρκεια του βίου μας.”
[Μὴ τοίνυν μηδ᾽ ὃ λέγομεν εἶναι παιδείαν ἀόριστον γένηται. νῦν γὰρ ὀνειδίζοντες ἐπαινοῦντές θ᾽ ἑκάστων τὰς τροφάς, λέγομεν ὡς τὸν μὲν πεπαιδευμένον ἡμῶν ὄντα τινά, τὸν δὲ ἀπαίδευτον ἐνίοτε εἴς τε καπηλείας καὶ ναυκληρίας καὶ ἄλλων τοιούτων μάλα πεπαιδευμένων σφόδρα ἀνθρώπων· οὐ γὰρ ταῦτα ἡγουμένων, ὡς ἔοικ᾽, εἶναι παιδείαν ὁ νῦν λόγος ἂν εἴη, τὴν δὲ πρὸς ἀρετὴν ἐκ παίδων παιδείαν, ποιοῦσαν ἐπιθυμητήν τε καὶ ἐραστὴν τοῦ πολίτην γενέσθαι τέλεον, ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσθαι ἐπιστάμενον μετὰ δίκης.ταύτην τὴν τροφὴν ἀφορισάμενος ὁ λόγος οὗτος, ὡς ἐμοὶ φαίνεται, νῦν βούλοιτ᾽ ἂν μόνην παιδείαν προσαγορεύειν, τὴν δὲ εἰς χρήματα τείνουσαν ἤ τινα πρὸς ἰσχύν, ἢ καὶ πρὸς ἄλλην τινὰ σοφίαν ἄνευ νοῦ καὶ δίκης, βάναυσόν τ᾽ εἶναι καὶ ἀνελεύθερον καὶ οὐκ ἀξίαν τὸ παράπαν παιδείαν καλεῖσθαι. ἡμεῖς δὴ μηδὲν ὀνόματι διαφερώμεθ᾽ αὑτοῖς, ἀλλ᾽ ὁ νυνδὴ λόγος ἡμῖν ὁμολογηθεὶς μενέτω,ὡς οἵ γε ὀρθῶς πεπαιδευμένοι σχεδὸν ἀγαθοὶ γίγνονται, καὶ δεῖ δὴ τὴν παιδείαν μηδαμοῦ ἀτιμάζειν, ὡς πρῶτον τῶν καλλίστων τοῖς ἀρίστοις ἀνδράσιν παραγιγνόμενον· καὶ εἴ ποτε ἐξέρχεται, δυνατὸν δ᾽ ἐστὶν ἐπανορθοῦσθαι, τοῦτ᾽ ἀεὶ δραστέον διὰ βίου παντὶ κατὰ δύναμιν]
Η Ιδρυση του Λυκείου
Ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα το 335 π.κ.ε. χωρίς όμως να επανέλθει στον κύκλο της Ακαδημίας. Κατά το διάστημα της απουσίας του από την Ακαδημία είχε ήδη αρκετά απομακρυνθεί από τις βασικές αρχές της πλατωνικής φιλοσοφίας. Αν λοιπόν ήθελε να δράσει, δεν είχε άλλη διέξοδο παρά να ιδρύσει τώρα δική του σχολή.
Πραγματικά διάλεξε ως τόπο της σχολής του το Λύκειο, το οποίο ήταν τόπος ιερός αφιερωμένος στον Απόλλωνα τον Λύκειο και βρισκόταν προς τα βορειοανατολικά της αρχαίας πόλεως των Αθηνών. Η σχολή ήταν συνάμα και θρησκευτικός σύλλογος με κέντρο την λατρεία των μουσών. Το λύκειο αργότερα ονομάσθηκε και Περίπατος και οι μαθητές της σχολής ¨οι εκ του περιπάτου¨, γιατί συνήθιζαν να συζητούν περπατώντας στη στεγασμένη περιφερειακή στοά ( περίπατον )του Λυκείου. Επίσης ονομάστηκαν Περιπατητικοί.
Ο Αριστοτέλης αφού δεν ήταν Αθηναίος πολίτης δεν ήταν βέβαια δυνατόν να αποκτήσει ο ίδιος ένα τμήμα γης, όπου θα μπορούσε να κτίσει τα καταλύματα της σχολής του. Πρέπει όμως να υποθέσουμε οτι θα βρέθηκε τρόπος, ώστε η σχολή να αποκτήσει τα αναγκαία κτίσματα για τη βιβλιοθήκη της και για τις αίθουσες διδασκαλίας. Το πιθανότερο είναι ότι οι μαθητές του Αριστοτέλη, Αθηναίοι, θα έθεσαν στη διάθεση του διδασκάλου το απαραίτητο κτήμα.
Ο Περίπατος μοιάζει πολύ περισσότερο από ότι η πλατωνική Ακαδημία με τον σημερινό όμιλο ή ομάδα έρευνας. Η συλλογή και η επεξεργασία του τεράστιου υλικού από όλα σχεδόν τα πεδία του επιστητού, την οποία βρίσκουμε στα συγγράμματα του Αριστοτέλη, προϋποθέτει μεγάλο κύκλο συνεργατών. Βέβαια ο κατ έξοχήν ερευνητής, ο διδάσκαλος και ο επιστημονικός οργανωτής όλης αυτής της τεράστιας εργασίας ήταν ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Εκείνο που ενδιέφερε κυρίως τον φιλόσοφο ήταν να μεταδοθεί στους μαθητές του το ερευνητικό, συστηματικό και φιλοσοφικό πνεύμα. Αν σκεφτεί κανείς ότι ο Αριστοτέλης διεύθυνε το έργο της σχολής του μόνο δώδεκα χρόνια, καταλαμβάνεται από θαυμασμό μπροστά στο τεράστιο έργο που συντελέσθηκε μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα.
Σκοπός του γάμου ήταν η απόκτηση παιδιών. Η επίσημη φράση που έλεγε ο μελλόνυμφος στην εγγύηση ήταν: ¨έπ΄αρότω παίδων άγομαι γαμετήν”, δηλαδή παντρεύομαι για να αποκτήσω παιδιά. Τα αρσενικά παιδιά αποτελούσαν τιμητικό και λαμπρό απόκτημα, γιατί ο γιός συνέχιζε την οικιακή λατρεία και την επιμέλεια των ψυχών των προγόνων.
Από την ομηρική ήδη εποχή πλήθος ιεροτελεστίες συνόδευαν και ακολουθούσαν τον ερχομό του νέου ανθρώπου στον κόσμο και την ένταξή του στην κοινωνική ομάδα. Σεβάσμιες θεές βοηθούσαν την μητέρα στον τοκετό, απαράλλακτα όπως τη Λητώ, τη μητέρα του Απόλλωνος, στη Δήλο: η Διώνη, η Ρέα, η Αμφιτρίτη, η Ειλείθυια. Σε ολόκληρη την Ελληνική αρχαιότητα, όταν έφτανε ο καιρός του τοκετού, πρόσφεραν θυσίες και δώρα στις θεότητες και άλειφαν με πίσσα το σπίτι, για να αποτρέψουν τα κακά πνεύματα.
Μόλις το παιδί ερχόταν στον κόσμο, το έλουζαν με χλιαρό νερό και το άλειφαν με λάδι, ενώ στη Σπάρτη το έλουζαν με κρασί, για να δοκιμάσουν την κράση του. Σπαργάνωναν στην αρχαία Ελλάδα το νεογέννητο σφικτά: μόνο οι Σπαρτιάτισσες άφηναν τα μέλη του ελεύθερα, χωρίς σπάργανα.
Για την αποτροπή της βασκανίας κρεμούσαν στα παιδιά φυλακτά και στην πόρτα κλαδί ελιάς, όταν ήταν αγόρι, και μια μάλλινη ταινία, αν ήταν κορίτσι.
Την πέμπτη ημέρα από τη γέννηση γιόρταζαν τα Αμφιδρόμια. Γινόταν καθαρμοί για τη μητέρα και όλα τα πρόσωπα που παραβρέθηκαν στον τοκετό. Ακολουθούσε η τελετή της εισαγωγής του παιδιού στην κοινωνική ομάδα: η τρόφος έτρεχε κρατώντας το παιδί γύρω από την εστία.
Τη δέκατη ημέρα από τη γέννηση του παιδιού γινόταν επίσημη εορτή και δινόταν το όνομα στο παιδί. Το σπίτι έπαιρνε όψη εορταστική, φίλοι και συγγενείς έφερναν δώρα. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και πολλά φυλακτά, για να απομακρύνουν τα κακά πνεύματα που καραδοκούσαν. Ο πατέρας έδινε ένα όνομα, συνήθως του παππού ή το δικό του ή ενός φίλου ή θεού, που οι γονείς θεωρούσαν απαραίτητη την προστασία του.
Τα ονόματα που έφερναν οι αρχαίοι ήταν τρία, το κύριο όνομα, το όνομα του πατέρα και το όνομα του Δήμου ή του τόπου καταγωγής, π.χ. Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεύς, Περικλής Ξανθίππου Χολαργεύς κλπ.
Οι Έλληνες για την Παιδεία
Ο Πλάτων στους «Νόμους, 643.d.6 – 644.b.4» έχει αποτυπώσει την άποψη των Ελλήνων σχετικά με την Παιδεία.
“Αθηναίος: Ας μην αφήσουμε τότε αόριστη την περιγραφή της παιδείας. Όταν επικρίνουμε ή επαινούμε την ανατροφή κάποιου και λέμε ότι είναι πεπαιδευμένος ή απαίδευτος, μερικές φορές χρησιμοποιούμε τον πρώτο όρο και για ανθρώπους που ξέρουνε καλά το επάγγελμά τους – τους ναυτικούς ή τους έμπορους ή και άλλους. Ας δεχτούμε όμως, για χάρη της συζήτησης, ότι δεν εννοούμε αυτό το πράγμα αλλά την παιδεία που από την παιδική ηλικία οδηγεί τον άνθρωπο στην αρετή και του προκαλεί ισχυρή επιθυμία να γίνει ένας τέλειος πολίτης που ξέρει να κυβερνά ή να κυβερνιέται σύμφωνα με το δίκαιο.
Θα ήθελα να ξεχωρίσουμε αυτό το είδος της τροφής από τις υπόλοιπες και να την θεωρήσουμε πραγματικά την μόνη παιδεία. Αντίθετα, την παιδεία που αποβλέπει στην απόκτηση χρημάτων ή δύναμης ή σοφίας χωρίς λογική και δικαιοσύνη, θα πρέπει να την θεωρούμε ανελεύθερη και βάναυση – κάτι δηλαδή που δεν αξίζει να ονομάζουμε Παιδεία. Ας μη μένουμε όμως πολύ στις λέξεις.
Αφού συμφωνήσουμε στον ορισμό, ας δεχτούμε αυτό που εννοεί. Ότι εκείνοι που ορθά (εκ)παιδεύονται γίνονται σχεδόν αγαθοί. Δεν πρέπει, επομένως, σε καμία περίπτωση να ατιμάζουμε (υποτιμάμε) την παιδεία, γιατί είναι το πιο σημαντικό πράγμα στην παραγωγή άριστων ανθρώπων. Και αν κάποτε ξεφεύγει από τον προορισμό της, οφείλουμε να την ξαναφέρνουμε στον ορθό δρόμο με κάθε μέσο που διαθέτουμε. Έτσι πρέπει να δρούμε το κατά δύναμη πάντα στην διάρκεια του βίου μας.”
[Μὴ τοίνυν μηδ᾽ ὃ λέγομεν εἶναι παιδείαν ἀόριστον γένηται. νῦν γὰρ ὀνειδίζοντες ἐπαινοῦντές θ᾽ ἑκάστων τὰς τροφάς, λέγομεν ὡς τὸν μὲν πεπαιδευμένον ἡμῶν ὄντα τινά, τὸν δὲ ἀπαίδευτον ἐνίοτε εἴς τε καπηλείας καὶ ναυκληρίας καὶ ἄλλων τοιούτων μάλα πεπαιδευμένων σφόδρα ἀνθρώπων· οὐ γὰρ ταῦτα ἡγουμένων, ὡς ἔοικ᾽, εἶναι παιδείαν ὁ νῦν λόγος ἂν εἴη, τὴν δὲ πρὸς ἀρετὴν ἐκ παίδων παιδείαν, ποιοῦσαν ἐπιθυμητήν τε καὶ ἐραστὴν τοῦ πολίτην γενέσθαι τέλεον, ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσθαι ἐπιστάμενον μετὰ δίκης.ταύτην τὴν τροφὴν ἀφορισάμενος ὁ λόγος οὗτος, ὡς ἐμοὶ φαίνεται, νῦν βούλοιτ᾽ ἂν μόνην παιδείαν προσαγορεύειν, τὴν δὲ εἰς χρήματα τείνουσαν ἤ τινα πρὸς ἰσχύν, ἢ καὶ πρὸς ἄλλην τινὰ σοφίαν ἄνευ νοῦ καὶ δίκης, βάναυσόν τ᾽ εἶναι καὶ ἀνελεύθερον καὶ οὐκ ἀξίαν τὸ παράπαν παιδείαν καλεῖσθαι. ἡμεῖς δὴ μηδὲν ὀνόματι διαφερώμεθ᾽ αὑτοῖς, ἀλλ᾽ ὁ νυνδὴ λόγος ἡμῖν ὁμολογηθεὶς μενέτω,ὡς οἵ γε ὀρθῶς πεπαιδευμένοι σχεδὸν ἀγαθοὶ γίγνονται, καὶ δεῖ δὴ τὴν παιδείαν μηδαμοῦ ἀτιμάζειν, ὡς πρῶτον τῶν καλλίστων τοῖς ἀρίστοις ἀνδράσιν παραγιγνόμενον· καὶ εἴ ποτε ἐξέρχεται, δυνατὸν δ᾽ ἐστὶν ἐπανορθοῦσθαι, τοῦτ᾽ ἀεὶ δραστέον διὰ βίου παντὶ κατὰ δύναμιν]
Η Ιδρυση του Λυκείου
Ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα το 335 π.κ.ε. χωρίς όμως να επανέλθει στον κύκλο της Ακαδημίας. Κατά το διάστημα της απουσίας του από την Ακαδημία είχε ήδη αρκετά απομακρυνθεί από τις βασικές αρχές της πλατωνικής φιλοσοφίας. Αν λοιπόν ήθελε να δράσει, δεν είχε άλλη διέξοδο παρά να ιδρύσει τώρα δική του σχολή.
Πραγματικά διάλεξε ως τόπο της σχολής του το Λύκειο, το οποίο ήταν τόπος ιερός αφιερωμένος στον Απόλλωνα τον Λύκειο και βρισκόταν προς τα βορειοανατολικά της αρχαίας πόλεως των Αθηνών. Η σχολή ήταν συνάμα και θρησκευτικός σύλλογος με κέντρο την λατρεία των μουσών. Το λύκειο αργότερα ονομάσθηκε και Περίπατος και οι μαθητές της σχολής ¨οι εκ του περιπάτου¨, γιατί συνήθιζαν να συζητούν περπατώντας στη στεγασμένη περιφερειακή στοά ( περίπατον )του Λυκείου. Επίσης ονομάστηκαν Περιπατητικοί.
Ο Αριστοτέλης αφού δεν ήταν Αθηναίος πολίτης δεν ήταν βέβαια δυνατόν να αποκτήσει ο ίδιος ένα τμήμα γης, όπου θα μπορούσε να κτίσει τα καταλύματα της σχολής του. Πρέπει όμως να υποθέσουμε οτι θα βρέθηκε τρόπος, ώστε η σχολή να αποκτήσει τα αναγκαία κτίσματα για τη βιβλιοθήκη της και για τις αίθουσες διδασκαλίας. Το πιθανότερο είναι ότι οι μαθητές του Αριστοτέλη, Αθηναίοι, θα έθεσαν στη διάθεση του διδασκάλου το απαραίτητο κτήμα.
Ο Περίπατος μοιάζει πολύ περισσότερο από ότι η πλατωνική Ακαδημία με τον σημερινό όμιλο ή ομάδα έρευνας. Η συλλογή και η επεξεργασία του τεράστιου υλικού από όλα σχεδόν τα πεδία του επιστητού, την οποία βρίσκουμε στα συγγράμματα του Αριστοτέλη, προϋποθέτει μεγάλο κύκλο συνεργατών. Βέβαια ο κατ έξοχήν ερευνητής, ο διδάσκαλος και ο επιστημονικός οργανωτής όλης αυτής της τεράστιας εργασίας ήταν ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Εκείνο που ενδιέφερε κυρίως τον φιλόσοφο ήταν να μεταδοθεί στους μαθητές του το ερευνητικό, συστηματικό και φιλοσοφικό πνεύμα. Αν σκεφτεί κανείς ότι ο Αριστοτέλης διεύθυνε το έργο της σχολής του μόνο δώδεκα χρόνια, καταλαμβάνεται από θαυμασμό μπροστά στο τεράστιο έργο που συντελέσθηκε μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου