Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Περί της καταγωγής του Χριστιανισμού - Η παραχάραξη της ιουδαϊκής παραδόσεως

Μία από τις μεγάλες αντιφάσεις της χριστιανικής απολογητικής είναι και η εξής: Ενώ κα­τά το θαύμα της Πεντηκοστής, όπως περιγράφεται στις «θεόπνευστες» Πρά­ξεις των Απο­στό­­λων, κεφάλαιο 2, όλοι οι Απόστολοι την πρωίαν της Πεντηκοστής ως εκ του θαύματος της επιφοι­τή­σεως του αγίου πνεύματος υπό μορφή πυρίνων γλωσ­σών, ομί­λησαν απταί­στως όλες τις γλώσσες του κόσμου, από την άλλη μεριά πολλοί χριστια­νοί Πατέρες και θεο­λόγοι δηλώνουν κα­τηγορη­μα­­τικώς ότι ο Θεός Πατήρ Γιαχβέχ είχε προνοήσει διά του θεϊκού σχεδίου του ώστε να ομι­λή­σει ολό­κληρος ο πε­ρί την Μεσό­γειο κόσμος την Κοινήν Αλεξανδρι­νή Ελλη­νική διάλεκτο, δια να δια­δοθεί ο Χριστια­νισμός δι’ αυτής. Ακόμη και ο Μέγας Αλέξαν­δρος, χωρίς να το γνω­ρίζει, είχε κατασ­τεί όρ­γανο του Γι­αχβέχ! Έχομε ακόμα και την εκδοχή των γλωσσο­λαλιών, της τρέλας και αποβλάκωσης δηλαδή, που τις εκθειάζει ως ειδικό χάρισμα ο Παύλος στην Α΄ Πρός Κορινθί­ους, κεφάλαιο 14. Ποίαν εκδοχή λοιπόν προ­τιμάτε; Απο­ρούμε όμως διατί ο Πατήρ Γιαχβέχ δεν προτίμησε τη γλώσσα του περι­ου­σίου λα­ού του στην οποία ήταν γραμμέ­νος και ο ιε­ρός λόγος του, της Παλαιάς Διαθήκης! Ακόμα απορού­με διατί οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες από τον τέταρτο αιώνα και με­τά δεν έγραψαν στην ακραιφνή θεϊκή γλώσσα των Ευαγγελίων, την Κοινή, αλλά αττί­κιζαν!

Εκτός από τις διάφορες παραπλανητικές ή γενικόλογες ή περιφερειακές απαντήσεις, οι απο­λογη­τές μαζί με τους ορθόδοξους εκκλησιαστικούς πατέρες μο­νο­πω­λούσαν και την ερμηνεία των γραφών. Μόνο αυ­τοί καταλάβαι­ναν τις γραφές σωστά και γι’ αυτό όλοι οι άλλοι έπρεπε να τους ακούν χω­ρίς ιδίαν γνώ­ση, κρίση και χωρίς αντίρρηση. Ακόμα και οι Εβραίοι οι οποίοι έγραψαν τις δι­κές τους γραφές με τα χεράκια τους έπ­ρεπε και αυτοί να ακούν τυφλά τους Χρι­σ­τι­ανούς στο πως πρέπει να τις κατανοούν! Η συν­ε­χής χρήση, παρερμηνεία και δια­σ­τ­ρέβλωση των Εβρα­ϊ­κών γραφών από τους Χριστιανούς θεολό­γους και απολογητές εί­ναι ένα τεράστιο ζήτημα που πολλάκις έχει προκαλέσει σφο­δ­ρές διαμάχες, μίση, φα­νατισμούς, διώξεις, σφαγές, καταστροφές, κλπ., μεταξύ Χρισ­τιανών και Εβραίων. Βεβαίως και οι Εβραϊκές γραφές δεν είναι τί­ποτα σπουδαία πράγματα. Πέραν των θηριωδιών, ανοησιών, βαρβαροτήτων, κλπ. που περιέχουν πρόκειται για ένα μείγμα αντιγραφής και συρραφής γραπτών τεσσάρων ομάδων: Ελο­χιμιστών, Γιαχβισ­τών, Δευτε­ρονομιστών και Ιερέων. Ήλθαν μετά οι Χριστιανοί και με την αντιφατική θεολογία τους, τις έκαναν έτι χειρότερες.

Πολλές πιθανές θεωρίες και απόψεις έχουν προ­ταθεί για την απαρχή και την άνοδο του Χριστιανισμού. Υπάρχουν λόγου χάρη, συνωμοτικές, μυθολογικές, παγανιστικές, ενοποι­η­τικές, συγκριτικές, ηλιοαστρολογικές, αστρολογικές, αστροθεολογικές, κλπ., θεωρίες. Η κάθε μια έχει τα δικά της επιχειρήματα, τα οποία δεν είναι ευκα­ταφρό­νη­τα. Π.χ. η ίδια η Παλαιά Διαθήκη περιέχει πολλά ηλιοαστρολογικά και αστρολογικά στοιχεία. Όμως από τις έρευνες πολλών αμερολή­π­των επι­στημόνων, με­ταξύ των οποί­ων υπήρχαν πολ­λοί Χριστιανοί θεο­λό­γοι, Εβραίοι ερευ­νη­τές, αρχαιολόγοι και πολλοί άλ­λοι επι­σ­τήμονες, βγαίνει το συμπέ­ρα­σμα ότι: «Ο Χρι­στι­α­νισμός άρχισε ως μεσσιανική, αποκα­λυπτική και άμεσα εσχα­το­λογική αίρεση του Ιουδαϊσμού.». Τα παλαι­ό­τερα Ιουδαϊκά και Χριστιανι­κά γραπτά που έχουν σω­θεί επ’ αυτού του θέμα­τος, η με­λέ­τη της ζωής των πρώτων Χριστιανών, τα Χειρό­γρα­φα της Νεκράς Θα­λάσσης, όλα τα απόκρυφα και ψευδεπίγραφα βιβλία των δύο πρώτων αιώνων προ και μετά Κοινής Εποχής, οι εμμο­νές όλων των πρωτοχριστιανικών αιρέσεων, ολόκληρη η Και­νή Διαθήκη, κλπ., περιέ­χουν πάρα πολλά και ισ­χυρά στοιχεία για να εξαχθεί το συμ­πέ­ρασμα αυτό. «Η εσχατολογική εποχή έφθασε και ευρίσκεται προ των θυρών. Ετοιμαστείτε καταλλήλως διότι νέα τάξη πραγμάτων θα επέλθει τόσο εις τον ουρανό όσο και εις την γη, από τον ήλιο της δικαιοσύνης, τον διδάσκαλο, τον δικαστή, (και ένα σωρό άλλους τίτλους και επίθετα), που πρό­κειται να αποκαλυφθεί, κλπ.».

Ειδικά σε όλο το μήκος και το πλάτος της αλλοιωμένης και επεξεργασμένης Καινής Διαθήκης που έχομε σήμερα στα χέρια μας ισχυρά υποφώσκει η άμεση εσχατολογία. Διαβάσετε όλη την Καινή Διαθήκη με προσοχή και θα την δείτε! Οι παραχαράκτες, παρεμβολείς και επεξεργαστές του τετάρτου αιώνος και μετέπειτα, δεν κατάφε­ραν να αποβάλουν όλα αυτά τα στοιχεία. Ήταν τόσο πολλά που δεν θα ξέρανε μετά πως να επα­νασυνδέσουν τα υπόλοιπα. Από την άλλη μεριά πάλι είναι πάρα πολύ βολικά για την τρομοκράτη­ση του αδαούς και αγράμματου ποιμνίου των πιστών προβάτων!

Είναι πλέον αποδε­δει­γ­μένο πολ­λαπλώς ότι κατά την εποχή της Βα­βυλω­νι­α­κής αιχ­μαλω­σί­ας (6ος αιών Π.Κ.Ε) και με­τέπειτα, μαζί με τις διάφορες προφητείες περί της αναγνωρίσεως του Γι­αχβέχ ως του μόνου αληθινού θεού από τα όλα έθνη, πέραν του Ισραήλ, και τα όνειρα των Εβ­ραίων πε­ρί του Γιαχβικού απεσ­ταλμένου Μεσσίαχ που θα αποκαθισ­τούσε το χαμένο κράτος του Δαυίδ, εμ­φανί­στηκαν και πολλές θρησ­κευ­τικές αιρέ­σεις και διαφορές με­ταξύ των Εβραίων. Η Εβρα­ϊ­κή θρησκεία μετεβλήθη τό­τε κατά πολύ, ενσωματώνοντας διάφορα μεσανατολίτικα στοιχεία. Διαβάστε το υποτι­θέμενο προφητικό Βιβλίο του Δανιήλ για να πάρετε μια καλή ιδέα περί αυτών των αιρέσεων, αλλά και τον Ιεζεκιήλ και τους ύστερους Ησαΐες. Αυτό το γεγονός το παρα­δέ­χονται και οι Εβραίοι, οι οποί­οι πολ­λές φορές το εκ­θέτουν σαφώς στις έρευ­νές τους. Από την Βαβυλώνα και μετά βλέπομε π.χ., τις δοξασίες και πίστεις περί Σατα­νά Εωσφόρου και περί αναστά­σε­ως των νεκ­ρών σω­μά­των, τον όρο «υιός του ανθ­ρώ­που», τον Ζωροαστρικό δυϊσμό, κλπ.

Η Χριστιανική αί­ρεση λοιπόν, σύμ­φω­να με τις Εβραϊκές πηγές και παραδόσεις, γίνε­ται αντιληπτή κατά τις αρχές του 2ου αιώνα Π.Κ.Ε. και πρέπει να είχε αρχίσει ήδη από τον 3ον αιώνα Π.Κ.Ε. Οι Εβραίοι την ονό­μα­ζαν αίρεση των «Νοτζρί-μ». (Το τε­λι­κό «μ» είναι η κατάληξη πληθυντικού.). Πα­ραβάλετε αυτόν το όρο με τον: «Να­ζαρίτης, Ναζαρηνός και στο τέ­λος Να­ζω­ραί­ος». Αυτή η αίρεση είχε κοινά και μη κοι­νά ση­μεία με τους Φαρισαίους (π. χ. ανάσταση νεκρών), τους Εσ­σαίους (π.χ. ο ήλι­ος της δικαιοσύνης και οι υιοί του φωτός, φράση αρκετά συχνή στην Καινή Διαθήκη), τους Ζηλω­τές ή Κανανίτες (π. χ. αγώ­νας κατά της επικρατούσης εξουσίας, ανατροπή της τάξεως πραγμάτων και υποσ­τή­ρι­ξη της φτωχο­λογιάς), κ.ο.κ. Πολλοί την ταυτί­ζουν με τους Θερα­πευ­τές της Αι­γύ­π­του και άλ­λων τόπων γύρω από την Παλαιστίνη ή τουλάχιστον πρέπει να είχε στενή σχέ­ση μ’ αυτούς (π.χ. διά­φορες θε­ρα­πείες και θαύ­ματα). Στις αρχές, αυτή η αίρεση των Νοτζ­ρίμ πρέπει να ήταν ολιγά­ρι­θμη και περιθω­ρι­α­κή και συνε­πώς όχι ανησυχητική για την επικρατούσα τάξη πραγμά­των αυτών των εποχών και ήταν μόνο ενδο-Ιου­δα­ϊ­κό ζή­τη­μα. Γι’ αυτό δεν γί­νεται καμία ιδιαίτερη μνεία δι’ αυτήν από ισ­τορικούς ή με­γά­λους συγ­γρα­φείς αυτών των εποχών. Την απαν­τά­με μό­νο σε μερικά Εβραϊκά βι­βλία και στο Ταλ­μούδ, αλλά και εκεί εκ παραδ­ρομής και χω­ρίς να της αποδίδε­ται μεγάλη ση­μασία.

Κάθε λί­γο και λιγάκι όλο και κά­ποιος Μεσσίας, δαυιδικής κατα­γω­γής όπως υποτί­θε­ται, εμφα­νιζό­ταν από κάποια αίρεση για να απο­κα­ταστήσει το χαμένο κράτος του προπάτορά του Δαυίδ και πλήρωνε την παραφρο­σύνη του με τη ζωή του. Κάθε αίρε­ση αυτών των εποχών ήθε­λε τον ιδικόν της Μεσσία και μόνο αυτόν να αναλάβει την κοσμική και τη θρη­σκευτική εξουσία του Ισ­ραήλ. Έτσι εδημιουργούντο συχνές και μεγάλες διαμάχες με­ταξύ των. Πέραν των βιαίων συγκρούσεων και της επιβολής των νομικών διαδικασιών επί ποινικών, πολιτικών και αστικών αδικημάτων οι διαμάχες αυτές διεξάγοντο και στα εξής πεδία: Στην ερμηνεία των γραφών και προφητειών, στην οργάνωση και διαχείριση του Ναού της Ιερουσαλήμ, στα θρησκευτικά ερωτή­ματα και τρόπους λατρείας, στα πολιτειακά ζητήματα, στα κοινωνικά προβλήμα­τα, στις διαφορές επί μεταφυσικών απόψεων και δοξα­σιών (π.χ. ανάσταση νεκρών, μετά θάνατον ζωή, Σατανάς, δαιμόνια, κλπ.), στην εγκυρότητα και νομιμότητα του αρχιε­ρέως ή του βασιλέως, κ.ά.

Το Μεσσιανικό πάθος με μια τεράστια σχετική προπαγάνδα άναψε κυριολεκτικά με τα θρη­σκευτικοπολιτικά κινή­μα­τα των άκρως φανατικών ορθοδόξων Χασιδαίων (Ευ­λαβών) και των στενών συνοδοιπόρων τους Φαρι­σαίων. Οι Χασιδαίοι και Φαρισαίοι δεν εδέχοντο καμία παρέκκλιση από τον Εβραϊκό ορθόδοξο τρόπο ζωής, απόλυτα σύμ­φωνο με όλες τις διατάξεις του αρ­χαίου Μωσαϊκού Νόμου. Οι Φαρισαίοι συμφω­νούσαν με αυτές τις θέσεις αλλά ανέμειξαν την παλαιά Εβραϊκή θρησκεία με μερικές Περσικές, Ζωροαστρικές και Αιγυπτιακές δοξασίες. Αυτές οι δύο ομάδες εστράφη­σαν μετά μανίας εναντίον όλων των ομοεθ­νών τους που ελλήνιζαν έστω και στο πα­ραμικρό.

Τότε εμφανίζονται πολλά μεσσιανικά, εσχατολογικά, οραματιστικά και αποκαλυπτι­κά βιβλία, άλλα κανονικά και άλλα απόκρυφα που έχομε αναφέρει και σε άλλα ση­μεία στα οποία μπορείτε να ανατρέξετε. Αυτά είναι όμοια με τα ανάλογα βιβλία της βαβυλωνια­κής και μεταβαβυλωνιακής εποχής. Μετα­ξύ των κανονικών βιβλίων αυτής της εποχής συγκα­ταλέγονται το Βιβ­λίο του Δανιήλ, το Βιβλίο του Ιωήλ και τα κεφά­λαια 9-14 του Βιβλί­ου του Ζαχαρία, τα οποία έχομε συ­ζητήσει και αλλού εντός του παρόν­τος άρθρου και εντός άλλων άρθρων μας. Σκοπόν είχαν να εμποδίσουν τον Εβ­ραϊκό λαό να ελλη­νίζει και να τον εμψυχώσουν να πολε­μήσει κατά των Ελλήνων και των Ελληνιζόν­των. Όχι μόνο τα βιβλία αυτά δεν είναι προφητικά (ως γραμμένα μετά τα γεγονότα) αλλά πρόκειται για συρραφές ηλιθιοτήτων, λαθών, σκοπι­μοτήτων, φαν­τασιώσεων, παραλογισμών και ανακριβειών που μόνο παμπόνη­ροι ή τρελοί ή τρελα­μένοι ή παρα­νοϊκοί άνθρωποι μπορούν να γράψουν. Έτσι οι πραγματικοί συγγραφείς των περισσο­τέρων απ’ αυτά βιβλίων κρύβονται πίσω από την ανωνυμία ή την ψευδε­πιγραφία. Δηλαδή, δεν αναφέρουν καθόλου ποιος τα έγραψε ή έχουν αναγράψει ψευ­δή ονόματα συγγραφέων που είναι είτε τελείως φανταστικά είτε ονόματα παλαιοτέ­ρων διασήμων ανθρώπων. Το βιβλίο του Δανιήλ όπως και του Ιωήλ και πολλά άλλα είναι ψευδεπίγ­ραφα. Πολλά τέ­τοια ανόητα και βλακώδη στοιχεία αναμεμειγμένα με Ιστο­ρία υπάρ­χουν και στα τέσ­σερα ανώνυμα βιβλία των Μακκαβαίων.

Παρά ταύτα όλη αυτή η ψευδής, βαρετή, κακογραμμένη και ανόητη προπαγάνδα είχε ένα μερι­κό αποτέλεσμα, αφού οι δημιουργοί της είχαν πονηρούς σκοπούς και απευ­θυνόταν σε αγράμματους, αφελείς, άξεστους, άπ­λυτους, ασθενείς και εξαθλιωμένους. Αυτοί πί­στεψαν στο μεσσιανικό μήνυμα, αφού αυτό θα τους έβ­γαζε από τα μαύρα χά­λια τους ή στην αποκατάσταση του ονει­ρεμένου κρά­τους του ημιμυθικού βασιλέα Δαυίδ από τον ειδικά χρισμένο Μεσσίαχ του Γιαχ­βέχ! Το κράτος αυτό μετά επρόκει­το να ζήσει μέσα σε μια αιώ­νια ειρήνη και ευδαι­μονία, καθ’ ότι ο Εβραϊκός βάρβαρος θεός της ερήμου Γιαχβέχ ως ο μό­νος πραγματι­κός θε­ός θα απο­καλυπτόταν σε όλους τους λαούς του κόσμου και θα τους επέβαλε την λατ­ρεία του, καταργώντας ταυτοχ­ρόνως κάθε άλλον ψεύτικο θεό, και επι­βάλλον­τας τους μόνο αυτό που συνέφερε τον εκλεκτό λαό του!

Μέσα σ’ αυτό το τρομερό μεσσσιανικό πάθος και μήνυμα ήλθε σαν δώρο ουρανοκα­τέβατο η αντάρτικη επανάσταση των Ασμοναίων – Μακ­κα­βαίων κατά των επιγόνων του Με­γάλου Αλεξάν­δρου. Πρώτος αρχηγός της επανάστασης ήταν ο Ασ­μοναίος Ματταθίας που άρχισε την επανάσταση κατά του Αντιόχου Δ΄ του Επιφα­νούς το έτος 167 Π.Κ.Ε. Η επανάσταση συνεχίσθηκε για 70 περίπου χρόνια με τους γιους και εγ­γονούς του Ματταθία. Οι ικανοί και έξυπνοι αντάρτες Μακκα­βαίοι (Σφύρες ή Σφυ­ριά) εκμεταλλευ­ό­με­νοι την διαφθο­ρά, τις δι­χόνοιες και τις βλακείες των επιγόνων, καθώς και τις επ­εμβάσεις της Ρώμης στα θέ­ματα της Ασί­ας, επα­νί­δρυσαν 80 χρόνια περίπου μετά το 167 Κ.Ε., το κράτος των ορίων του δαυ­ι­δι­κού κράτους για να το χά­σουν μέσα από τα χέρια τους κατά το έτος 62 Π.Κ.Ε., όταν δηλαδή το κατέ­λαβαν οι Ρωμαϊ­κές λεγεώ­νες του Πομ­πη­ίου. Οι Ασ­μο­ναίοι – Μακκα­βαί­οι δεν ήσαν δαυιδικής καταγωγής και ελλήνιζαν πο­λύ. Ο τρόπος ζωής των και αυτός που ήθελαν να επιβάλ­λουν στο νέο κράτος τους ήταν ένα μίγμα παραδοσιακού Εβρα­ϊ­κού και Ελληνιστικού τρόπου ζωής. Γι’ αυτό με­τά τον θά­νατο του ήρωά τους και δευτέρου αρχηγού της επαναστάσεως Ιού­δα – Μακ­κα­βαίου, σε μάχη κατά των Σελευκιδών του Δημητρίου του Α΄ το έτος 160 Π.Κ.Ε., αν­τι­με­τώπι­σαν πολλές επικίν­δυ­νες εσωτε­ρι­κές και εμφύ­λιες διαμά­χες. Οι διαμάχες αυ­τές υποκι­νούν­ταν από τους ορθοδόξους Εβραί­ους και όλες τις μεσ­σι­α­νι­κές αιρέ­σεις οι οποίες πολλές φορές εξήγειραν δίπλα τους και τον αγ­ράμ­μα­το και εξαθλιωμένο λαό. Όλα αυτά τα έκαναν επει­δή επί­σ­τευαν ότι ο Μεσσί­ας μόνο απόγονος του Δαυίδ μπορούσε να είναι και επει­δή δεν εδέχον­το οιανδή­πο­τε παράβαση του ορθοδό­ξου Εβ­ραϊσμού και οιαδή­πο­τε στοιχεία Ελληνι­στι­κού τρό­που ζωής.

Εδώ ανα­φέ­ρο­με το χτυπητό παράδειγμα του Αλε­­ξάνδρου Γιαν­ναί­ου, ο οποίος εκυ­βέρ­νη­σε ως βασιλιάς και Αρχιερέας από (106-103) μέ­χρι (79-76 Π.Κ.Ε.). Πα­ρά τους πολ­λούς πο­λέ­μους που ο ίδιος διεξήγαγε και με τους οποί­ους επέ­τυχε ασμένως τα όρια του κράτους Δαυίδ (πάνω-κάτω), η βασι­λεία του ήταν γε­μά­τη από πολλές εμ­φύ­λιες διαμά­χες και αγω­νία. Στον Ιου­δαϊκό Πόλεμο Ι: 88-89 και 94-98, και στις Ιουδαϊ­κές Αρχαιότητες ΧΙΙΙ: 372-376 ο Ιώσηπος μας περι­γρά­φει τα κύρια σημεία εμφυ­λί­ων συγ­κρούσεων του Αλεξάνδρου με τον Ιου­δαϊκό λαό που υποκινείτο από τους λαϊ­κι­σ­τές Φα­ρισαί­ους των πό­λεων. Από τα Χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης συμπεραί­νο­με ότι με τους μονα­στι­κούς Εσ­σαίους ο Αλέξανδρος τα πήγαινε καλά, ειδικά οσάκις αυτοί διέκειντο εχθρικά προς τους Φαρι­σαίους. Τον Οκτώ­βριο του 94 Π. Κ. Ε, κατά την δι­άρκεια της εορτής Σουκκότ (Σκηνοπηγίας) στην Ιερου­σαλήμ, ο Αλέξαν­δρος ως αρχιερέας προ­σε­χώ­ρησε επιδεικτικά στο κόμ­μα των Ελληνι­ζόν­των Σαδ­δου­καίων και αρ­νήθηκε να κάνει σπονδές με αγιασμό. Αυτά τα έκανε επίτηδες για να εξωθή­σει τον λαό σε επα­νά­σ­τα­ση. Ο λαός τσίμ­πησε το δόλωμα του Αλεξάνδρου και οι στρατιώτες του για να κατα­στεί­λουν την επα­νά­σταση εξόν­τω­σαν πάνω από 6 000 ομοε­θνείς στον πέριξ του Ναού χώρο. Άρχισε εξα­ε­τής εμ­φύ­λι­ος πόλεμο κυρίως κατά των Φα­ρισαίων, κατά την διάρ­κεια του οποίου πάνω από 50 χι­λι­άδες άτομα έχασαν τις ζωές τους. Τα έτη 90-87 Π.Κ.Ε. οι Φαρισαίοι εζήτησαν την στρατιωτική βοήθεια του Δημητρίου Γ΄ της Αντιοχείας τον οποίον στο τέλος επρόδωσαν. Έτσι το έτος 86 Π.Κ.Ε., μετά από βρα­χεία εξορία στην οποία υπέπεσε ο Γιανναίος ένεκα παγίδας που του έστη­σαν οι Φα­ρισαί­οι, επ­αν­ήλθε στην Ιερουσαλήμ και εσταύρωσε 800 προύχον­τες Φαρι­σαί­ους αφού πρώ­τα κα­­τέσφα­ξε τις οικο­γένειές τους μπροστά στα μάτια τους. Την ίδια νύχτα διέ­φυγαν 8000 Φαρισαίοι από την Ιερου­σαλήμ για να σω­θούν. Οι πε­ρισ­σότε­ρες λε­πτο­μέρειες δεν είναι για το πα­ρόν θέμα μας. Γι’ αυτές και άλλα γεγονό­τα με­λε­τήσε­τε την ιστορία της περιοχής κατ’ την εποχή αυ­τή.

Εκτός από το Ταλ­μούδ ακόμα και σήμερα οι Ιουδαίοι ρα­βίνοι εκφρά­ζουν το μίσος τους και τις κατηγορίες τους κα­τά των Ασμοναίων που δια­δέχ­θηκαν τον Ιούδα τον Μακκα­βαίο. Το ζήτημα, εν προκειμένω, είναι η από τότε ιστορική ύπαρξη των μεσ­σι­α­νι­κών αι­ρέ­σεων και κινημάτων και οι τρομακτικές διαμάχες τους με το ιερατείο των Ελληνιζόντων Σαδ­δουκαίων και την εκά­στοτε ηγε­σία του Ιουδα­ϊ­σμού, οσάκις αυτή εκρίνετο ανορθό­δο­ξη και μη δαυι­δική. Τα γε­γονότα με τον Γιανναίο και όλα τα παρό­μοια κατά την δι­άρκεια της δυνα­στεί­ας των Μακκαβαίων πριν και μετά απ’ αυ­τόν, έπαιξαν ουσια­σ­τι­κό και καθορι­στικό ρό­λο για την επακολουθήσασα εξέλιξη του Ιου­δαϊ­σμού και την ανα­βίωση του Εβραϊκού Μεσσιανισμού. Σ’ αυτά τα γεγονότα αντλεί τις ρίζες του και ο Χριστια­νισμός με το θρησ­κευτικοπολιτικό κίνημα των Ναζι­ραίων Ναζίρ ή Νοτζρίμ, οι οποίοι προϋπήρχαν από την εποχή των Κριτών. Αυτοί οι Να­ζι­ραίοι παραφράστηκαν λανθασμένα στην Ελληνική γλώσσα σε Ναζωραίους κατά την Κ. Ε. και απετέλεσαν την έναρξη της χριστιανικής κινήσεως. Ένεκα όλων αυτών των γεγο­νότων και των αναγκών της θεολογίας τους οι Χριστια­νοί εφρόντισαν να θέσουν τα τρία Βιβλία των Μακκα­βαί­ων εντός του κανόνα της Βί­β­λου και να δια­φυ­λάξουν ένα ψευ­δεπίγραφο τέ­ταρτο ως από­κρυφο, ενώ ο Ιου­δα­ϊσμός και ο Προτεσταν­τ­ισμός τα έχουν θέσει εκτός του κανό­νος.

Αυτή η πάλη των διαφόρων αιρέσεων, σεκτών και μεσ­σι­α­νικών κι­νη­μάτων συ­νε­χί­σ­τηκε ακό­μα πιο έντονα αν ήταν δυνατόν, την εποχή της Ηρωδιανής Δυναστείας. Αυτή άρχισε υπό την αυστηρά επίβλεψη των Ρωμαϊκών στρατευμάτων με τον συμβολικό βασιλέα Ιωάννη Υρκανό Β΄ τον Μακκαβαίο και τον πρίγκιπα του, τον θετό γιο του Αντιπάτρο τον Ιδου­μαίο (48 – 39 Π.Κ.Ε.). Συνεχίστηκε με τον γιο του Αντιπάτρου, Ηρώδη τον Μέγα (39 – 4 Π.Κ.Ε.), τον Αρχέλαο (4 Π.Κ.Ε – 6 Κ. Ε.), γιο του Ηρώ­δη του Μεγά­λου, και της Ρωμαι­ο­κρατίας – Τετραρχίας μετά το 6 Κ. Ε. Αυτή η πάλη των Νοτ­ζρίμ, Φα­ρι­σαίων, Εσ­σαί­ων, Ζηλωτών, Σικαρίων, η πρώτη επανάσταση των Ιουδαίων κατά των Ρωμαί­ων (66 – 73 Κ.Ε.), κλπ., εδημιούρ­γη­σε τον Χριστιανισ­μό του πρώτου αιώ­να Κ.Ε. Αυ­τός άλλαξε μορφή και τροποποίησε την θεολογία και τις θεω­ρί­ες του μετά το +135 Κ.Ε., το έτος της τελειωτικής καταστροφής της Ιουδαίας με την αποτυχία της δεύτε­ρης επανάστασης των Ιουδαίων κατά των Ρωμαίων. Η μόνη Χρι­στιανική αί­ρεση που παρέμεινε αφο­σιωμένη στην αρχι­κή αίρεση των Νοτζρίμ ήταν οι Εβραίοι Εβιωνί­τες. Αυτοί διατηρήθηκαν για μι­κρό χρονικό διάστημα μετά το 135 Κ.Ε., έμει­ναν ολι­γά­ρι­θμοι και σύντομα οι άλλοι χριστιανοί τους έβαλαν στην άκ­ρη. Τον 5ο αιώ­να έπα­ψαν να υπάρχουν. Ολίγα γραπτά τους έχουν δια­σωθεί μέχρι σή­μερα. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα έχουν χαθεί όπως και τόσα άλλα γραπτά των τριών πρώτων αι­ώνων Κ. Ε. Μι­σούσαν θανάσιμα τον Παύ­λο και τον είχαν αποκηρύξει ως απο­στάτη.

Ακό­μα, βλέ­πομε καθαρό­τα­τα ότι η βά­ση του Χριστιανι­σμού εί­ναι ολόκληρη η Πα­λαιά Διαθήκη. Άνευ της Παλαιάς Διαθήκης η Καινή καταρ­ρέει σαν χάρτινος πύργος, πράγμα προ­φα­νέ­στατο από τις συνεχείς αναφορές της στην Παλαιά και τις διάφορες δηλώσεις του Ιησού και του Παύλου. Εξέχουσα θέση κατέ­χει η Πεν­τά­τευ­χος, ο Μω­σαϊκός Νόμος, οι Ψαλμοί και οι Προφήτες, χωρίς όμως αυτό να ση­μαί­νει ότι τα υπό­λοιπα βι­βλία είναι ήσσονος ση­μα­σίας. Η μεγάλη διαφορά με τις τότε ισχυ­ρές ομάδες του Ιουδαϊσμού, έγκειται στο ότι η ερμηνεία που οι Νοτ­ζ­ρίμ απο­δί­δουν στην Παλαιά Διαθήκη είναι άμεσα επηρεα­σμένη από την Βαβυλωνι­α­κή και μετα­βαβυλωνιακή από­κρυ­φη και δευτεροκανονική βι­βλιο­γρα­φία, την ανάστα­ση νεκρών, τον Ζωροαστρι­σμό και τον δυϊσμό του, τον Βεελζεβούλ Σατανά, τα δαιμόνια, τις δοξασίες των Χαλδαίων και των πέριξ αυτών λαών, κλπ. Ενώ όλα αυτά τα στοιχεία σιγά-σιγά μπήκαν στον Ιουδα­ϊσμό, από ομάδα σε ομάδα είχαν άλλη βαρύτητα και άλλη ερμηνεία. Π. χ., οι Σαδδου­καίοι δεν πίστευαν σε ανάστα­ση νεκρών, κλπ! Επί πλέον πρέπει να ξανατο­νί­σομε ότι εκτός όλων τούτων των στοιχείων, ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη που έχομε στα χέρια μας είναι γεμάτη με ηλιοαστρολογικά, αστρολογικά και αστροθεολογικά στοιχεία και με κακοαντιγραμμένους μύθους των διαφόρων λαών της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής.

Παρά τις μεγάλες διαφορές της με τον ορ­θό­δοξο κορμό του Ιουδαϊσμού η Χριστιανι­κή αί­ρεση Νοτζρίμ πα­ρέμεινε προσκολ­λη­μέ­νη στον Ιου­δα­ϊσμό και καιροφυλακτούσε να αρ­πάξει τα ηνία της θρη­σκευ­τικής και κοσμικής αρ­χη­γί­ας. Ο Μεσσίας έπρεπε να είναι δι­κός της και έπρεπε αυτός να αρπάξει την θρησκευ­τι­κή και την κοσμική εξου­σία τού κράτους Δαυίδ που θα αποκα­θίστατο εκ νέου. Ως γνωστόν, στον Ιουδαϊσμό η θρη­σ­κευ­τική και η κοσμική εξου­σία πή­γαιναν χέρι – χέρι. Την εποχή του υποτιθεμέ­νου Ιη­σού (29 – 36 Κ.Ε.) η αντι­παλό­τη­τα της αιρέ­σεως των Νοτζρίμ, όπως και πολ­λών άλ­λων αιρέσεων, ήταν εναν­τίον των Σαδ­δου­καί­ων. Αυτοί κατείχαν την θρη­σκευ­τική εξου­σία με τις ευ­λογίες της Ρώ­μης και όση πολιτική και οικονομική εξουσία τους επέτρεπε η Ρώμη. Οι Φαρι­σαίοι κατ’ αυτήν την επο­χή δεν είχαν καμία εξουσία παρά μόνον καιροσκο­πούσαν. Αριθμούσαν γύρω στις (6000) έξη χιλιάδες και έχαιραν κά­ποιας υπολογίσι­μης συμπάθειας από τον εξαθλιωμένο λαό. Όλες οι αιρέσεις ήθε­λαν να βγάλουν τους Σαδ­δου­καίους από την μέ­ση για δύο κυ­ρί­ως λόγους. Ό ένας λό­γος ήταν πολιτικός ως φίλοι και συνεργάτες της Ρώμης και ο άλλος ήταν οι βίαιες θρησ­κευτικές διαφωνίες τους με τους Σαδδουκαίους όσον αφορά πολλές θρη­σ­κευτι­κές πε­ποι­θήσεις, τρό­πους λατρείας, την διαχείριση του Ναού υπ’ αυ­τών, κ.ά.

Μέχρι το έτος 70, ή μάλλον 73 το έτος Μασσάδας, Κ.Ε., η Χριστιανική αίρεση ήταν ουσιαστικά καθαρή Ιουδαϊκή υπό­θε­ση και η θεολογία της πέραν των μεσσιανικών, αποκαλυπτικών και εσχατολογικών προρ­ρή­σεων συνίστα­το στην ερμηνεία που αυτή απέδιδε στην Παλαιά Διαθήκη και στην εφαρ­μο­γή του Μωσα­ϊ­κού Νόμου. Όπως δεί­χ­νουν όλα, σ’ αυτήν συμμετείχαν αποκλειστικά μερι­κοί Ιουδαίοι της Πα­λαιστί­νης και του γύρω χώρου, της διασποράς και της Αιγύπτου. Ο αρι­θμός των μελών της πρέ­πει να ήταν εξαιρετικά μικρός. Κατά την επανάσταση του 66-73 Κ.Ε. φαίνεται ότι ήταν ου­ρά των Ζηλωτών.

Αν κατά την εποχή αυτή υπήρχαν χριστιανοί όπως περίπου τους εννοούμε σήμερα, πρέπει να ήταν όχι μόνον πολύ ολίγοι αλλά και εξαι­ρε­τι­κά ασήμαντοι και απαρατή­ρητοι. Πρέπει να αποτελούσαν μια εντελώς αποκρυφιστική οργάνωση ή οποία δεν εί­χε ακόμα βγει από τον κουκούλι της! Επει­δή δεν τους σημειώ­νει κα­νένας σύγ­χ­ρονος Ιουδαί­ος ιστορικός ή ρα­βί­νος της πε­ριοχής πουθενά, όπως λ. χ., ο Φίλων, ο Ιούστος, ο Ιώ­σηπος, ο Χιλλέλ, ο Μπεν Ζακ­χάι, κ.ά., όπως και δεν τους αναφέ­ρει και κα­νένας Έλληνας, Ελ­λη­νι­στής ή Ρωμαίος, πολλοί αμ­φιβάλλουν ότι πραγματικά υπήρχαν. Αυ­τοί οι συγγραφείς όμως ανα­φέ­ρουν πολλές άλλες κι­νήσεις, μεταξύ των οποίων υπήρ­χαν πολλές ασήμαντες, κα­θώς και κα­τα­γρά­φουν τα διάφορα προβλήματα των περιο­χών τους και τις προστριβές τους με τους Ρωμαίους, κλπ. Οι χριστιανοί όμως επιμέ­νουν ότι η οργάνωσή τους ήλθε σε βίαιες προστριβές με Ιουδαίους και Ρωμαίους ήδη από το +30 Κ.Ε. και εφεξής! Τότε πώς εξηγείται αυτή η ηχηρή σιωπή όλων των μη-χριστιανών συγγραφέων; Δεν τους είδε ή άκουσε κανένας;

Όπως και να έχει το πράγμα οι Νοτζρίμ-Εβιωνίτες της εποχής αυτής δεν έχουν τον τύπο, την μορ­φή και την έννοια των Χρι­στι­α­νών που προήλθαν απ’ αυ­τούς μετά το τέλος και την τραγική αποτυχία της επανα­στά­σεως, το έτος +73 Κ.Ε. Αλλά και οι Χρι­σ­τιανοί αυτοί είναι δι­αφορετικοί από ‘κείνους που προέκυψαν μετά το τέλος της δευ­τέρας επαναστάσεως, το έτος +135 Κ.Ε., όπως θα αναλύσομε παρα­κάτω. Και αυ­τοί πάλι με την σειράς τους είναι εντελώς διαφορετικοί από τους Χρισ­τι­ανούς που ήθελε ο Ειρηναίος κατά το τέλος του δευτέρου αιώνος, και απ’ αυτούς που κα­θόρισαν ο Κωνσταν­τί­νος και ο Ευσέβιος με τα επιτελεία τους, και οι οι­κουμενικές σύνοδοι από τον τέ­ταρ­το αιώνα και μετά. Τότε ανεκάτεψαν πολλά θρησκευτικά και αστροθεο­λογικά στοιχεία και πολλές θρησκευτικές δοξασίες, παρμένες από κάπου 60 θρησκεί­ες και αιρέσεις, και έτσι παρήγαγαν τον πρώτο πυρήνα του σημερινού Χριστιανισ­μού. Π.χ. η εορτή των Χριστουγέννων ήταν η αστροθεολογική εορτή του Αηττήτου Ηλίου (Solis Invictis), κατά τον εορτασμό του χειμερινού ηλιοστασίου (21-25), την οποίαν υπέκλεψαν οι χριστιανοί και την επέβαλαν ως Χριστούγεννα τότε (+325-337). Ακόμα τα χριστουγεννιάτικα δένδρα είναι παγανιστικά στοιχεία και σύμβολα αυτής της εορ­τής. Τα ίδια ισχύουν και για πολλές άλλες χριστιανικές εορτές (π.χ., του Άη Γιάννη του Κλείδωνα, εν μέρει του Πάσχα, του Ευαγγε­λισμού, κλπ.). Η βρεφοκρα­τούσα ή θη­λάζουσα τον Χριστό Παναγία είναι υποκλοπή της βρεφοκρατούσας ή θη­λάζουσας Αιγυπτιακής Ίσιδος που κρατεί τον Ώρο, και άλλων θηλαίων θεοτήτων της Μέσης Ανατολής και Ινδιών. Μετά ταύτα οι Νεο-Χριστιανοί απε­φά­σισαν και νομο­θέτη­σαν ότι, όποιος παρέκκλινε απ’ αυτό το μείγμα που το ονόμασαν Χριστι­ανι­κή Ορθοδοξία της μίας αγίας κα­θολικής και αποστολικής εκκλησίας θα θα­νατώνε­ται! (Διαβάσετε τους τότε νόμους και και ισ­τορικά συμβάντα και θα τα δείτε!).

Μερικοί σύγ­χρονοι ερευ­νητές υποστηρίζουν ότι υπήρχαν πολλοί Εβραιοχρι­στι­ανοί εντός της Ιε­ρουσαλήμ στο πλευρό των Ζηλωτών κατά την πολιορκία. Μεταξύ αυτών είναι τουλάχι­στον 25 καθηγητές των σπουδαιο­τέ­ρων πανεπιστημίων των Η. Π. Α. που έφτιαξαν την σειρά των οπτικοακουστικών ταινιών “From Jesus to Christ, Apoca­ly­pse, Peter and Paul ”. Πολλοί ερευνητές ειδικά υπο­στη­ρί­ζουν ότι γι’ αυ­τούς τους Εβ­ραιοχριστιανούς γρά­φτηκε η Επι­στολή Πρός Εβραίους, χωρίς όμως και αυτό να είναι βέβαιο, διότι άλλοι ερευνητές έχουν διαφορετική γνώμη. Οι πρώτοι ισχυρί­ζον­ται ότι κά­ποιος μαθητής του Αποστόλου Παύ­λου έγραψε από μνή­μης την επιστο­λή με­τα­φέ­ρον­τας πιστά τις απόψεις του Παύλου στους πολιορ­κου­μέ­νους για να τους δώ­σει ηθι­κή και ψυ­χική τόνωση μπρο­στά στις σκλη­ρές δοκι­μασίες που αντιμετώπι­ζαν. Μεταξύ αυτών ανήκει και ο καθη­γητής θεολόγος Π. Ν. Τρεμ­πέ­λας, (βλέπε την εισα­γωγή του σ’ αυτήν την επιστολή εντός της εκδόσεώς του της Καινής Διαθήκης). Ο πλησι­έ­σ­τε­ρος προς τα γεγονότα Ωριγένης, για την Πρός Εβραίους Επιστολήν λέγει ότι μόνο ο «Θεός οίδε» ποιος και γιατί την έγραψε!


Μερικοί μελετητές και ερευνητές αυτών των γεγονότων (μεταξύ αυτών ο θεολόγος Johannes Weiss, και ο Will Durant) υποστηρίζουν ότι κατά την πολι­ορκία της Ιε­ρου­σα­λήμ οι Χριστι­α­νοί-Νοτ­ζ­ρίμ έφυγαν και πήγαν στην Πέλλα της Δεκα­πό­λεως για να πε­ριμένουν την έκ­βα­σή της. (Εντός αυτών των πλαισίων ερμηνεύουν τα χωρία Ματ­θαίος 24: 15-22, Μάρ­κος 13: 14-20, Λουκάς 18: 7-8, κλπ.). Όμως νέες έρευνες όπως και έρευνες Εβραίων ερευνητών, ιστορικών και μελετητών αυτών των θεμάτων δει­κ­νύ­ουν ότι επρόκειτο για μια περιορισμένη αποχώρηση Εβιω­νι­τών της υπαίθρου (αμ χαάρτες) ή της πόλεως, όσων επρόφτα­σαν να δι­αφύ­γουν, και όχι για ολοκληρω­τική χριστιανική αποχώρηση όπως μερικοί φανατικοί επιμένουν. Η αρχική υπό­θε­ση για χριστιανική αποχώρηση βασίζεται σε μια ανα­φορά από τον Ευσέβιο (Εκκλη­σιαστική Ιστορία ΙΙΙ, 5, 3), ο οποίος μας λέγει ότι βασίζεται σε προγενέστερούς του (π. χ. στον Παπία, κ. ά.). Δεν μας πα­ραδίδει όμως ικανές και διασταυρωνέμες πλη­ρο­φο­ρίες, τις δε πηγές αυ­­τών των ολίγων πλη­ρο­φο­ρι­ών δεν τις διέσωσε όπως θα όφειλε αλλά τις κατέστρεψε. Έτσι και εδώ τίθε­ται και πάλι το ερώ­τημα κατά πό­σον ο Ευ­σέβιος λέγει αλήθεια ή ψέματα. Φαί­νε­ται ότι επ’ αυτών των πλη­ρο­φοριών πρέπει να υπήρχαν κά­ποιες παλαιές πηγές και παρα­δό­σεις Εβραιο­χρι­σ­τιανι­κής προε­λεύσεως. Όμως δεν τις έχομε διότι ο δολοπλόκος Ευσέβιος εφ­ρόντισε να τις εξαφα­νίσει. Κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται τον Ευσέβιο.

Από το +60 έως το +74, ο Ιώσηπος Φλάβιος ήταν ιθύνων παράγων στις Εβραϊκές υποθέσεις. Κατά τον μεγάλο πόλεμο των Εβραίων εναντίον των Ρωμαίων, ήταν στρα­τηγός στη Γαλιλαίας για τρία χρόνια και μετά έγινε ευνοούμενος του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και του γιου του αρχιστρατήγου Τίτου. Αυτός καθώς και τα Εβραϊκά Χρονικά που περιγρά­φουν λεπτομερώς αυτά τα γεγονότα δεν αναφέρουν πουθε­νά την λέξη «χριστιανός...»! Θα μας πει λοιπόν ο Ευσέβιος 250 χρόνια μετά και χωρίς τεκ­μηρίω­ση τι έγινε; Αν είναι δυνατόν; Τα χρόνια αυτά, από επιστημονικής απόψεως, παραμέ­νουν σκοτεινά διά τον Χριστιανι­σμό!

Αυτά τα έτη στην Πέλ­λα υπήρ­χε ήδη μια μικρή ομάδα Εβιωνιτών-Νοτζρίμ. Αυ­τοί ήσαν εκεί ανε­ξάρ­τη­τα από την ομάδα των Νοτζρίμ της Ιερουσαλήμ και όλης της Ιου­δαί­ας που συμ­με­τεί­χαν στην επα­νά­σταση και όσων τυχόν κατέφυγαν εκεί. Σύμφωνα λοιπόν με τις σύγχρονες έρευ­νες στην πρώτη επα­νάσταση κα­τά των Ρω­μαί­ων πολλοί από τους Νοτζρίμ συμ­με­τεί­χαν εν­ερ­γώς και εν­θέρ­μως παρά το πλευρό των Ζηλωτών. Η κατα­σ­τροφική έκ­βασή της όμως, ερνημεύθη υπ’ αυτών ως τι­μω­ρία του Θεού εναν­τίον των διε­φθαρ­μέ­νων Ιου­δα­ϊκών θρησκευτικών και πολιτικών αρχών οι οποίες εί­χαν ήδη δι­απράξει πολλά εγκλήματα, φό­νους και βιαιοπραγίες εναντίον τους. Ακόμα όλα αυ­τά τα τρομερά συμ­βάντα ερμηνεύ­θη­καν και ως ση­μεία εκπληρώσεως όλων των μεσ­σι­α­νικών, εσχα­τολο­γι­κών και αποκα­λυ­πτικών προρρή­σεών τους. Η έλευση του Μεσ­σία των ήταν ήδη προ των θυ­ρών. Μέσα στις εσχατολογικές αναφορές των Ευαγγελίων που έχομε ήδη δώσει, διαβά­ζομε και τις άμεσα εσχατολογικές προρ­ρή­σεις και φρά­σεις «... αλλ’ ού­πω εστί το τέλος», «... και τότε ήξει το τέ­λος», κλπ.

Είναι όντως αξιοπαρατήρητο το ότι ενώ ο Ιώσηπος ζει στενά και συμμετέχει σε όλα αυτά τα μοιραία και θλιβερά γεγο­νότα της πατρίδας του και του λαού του, ουδέν ανα­φέρει περί χριστι­α­νών. Ούτε η λέξη «Εβιωνίτης» και τα παράγωγά της υπάρχουν. Αναφέρει μερικές ασήμαντες κινήσεις και περιστατικά αλλά όχι την χριστιανική «οδόν». Τί να σημαίνει λοιπόν αυτό το γεγονός, πράγμα που ισχύει και με τον Φίλω­να και τον Ιούστο της Τιβεριάδος; Να αφαιρέθηκαν αυτά τα στοιχεία εκ των υστέρων αποκλείεται διότι αυτά θα ήταν ό,τι καλλίτερο δώρο για τους χριστια­νούς ιστορικούς.

Το έτος 70 Κ. Ε. λοιπόν, με την κατα­στροφή της Ιε­ρου­σα­λήμ και την πυρ­πόληση τού Να­­ού του Γιαχβέχ από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα του Τίτου, εδη­μι­ουρ­γή­θηκαν νέες συν­­θή­κες για την εθνι­κή και θρησκευτική επιβίωση του Ιουδαϊσμού. Οι Σαδ­δουκαίοι με την κα­ταστροφή του 70 Κ. Ε., οι Εσσαί­οι με την καταστροφή του Κουμράν το 71 Κ. Ε. και το μεγα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των Ζη­λωτών με την καταστροφή της Μασάντα το 73 Κ. Ε. χά­νονται ολοσχερώς από το προσκήνιο μια για πάν­τα. Η ερείπωση της Ιερου­σα­λήμ, η πυρπόληση του Να­ού και η καταστροφή της Ιουδαίας γενικότερα απετέλεσαν ανε­πανόρθωτα πλήγματα από πάσης από­ψε­ως σε όλα τα Μεσσιανικά, εσχατολογικά και αποκαλυπτικά κινή­μα­τα. Έτσι τα ηνία της αρχηγίας περιήλθαν στους Φαρισαίους Ρα­βίνους τους οποίους ο εξα­θλιω­μέ­νος λαός συμ­παθούσε περισσότερο. Αυτοί δεν ήθε­λαν την κατά μέτωπο σύγκρουση με τη Ρώμη και εξήλθαν δικαιωμένοι. Κατ’ αυ­τή την εποχή και πέραν αποτε­λούν την συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ των ιθυνόντων.

Ας μην λη­σ­μο­νού­με τους Φαρισαίους Μασ­σο­ρίτες και την δρά­ση τους μετά την κα­τα­στροφή μα­ζί με τον μεγάλο Φαρισαίο Γι­ο­κ­χαννάν Βεν Ζακχάι οι οποί­οι κυριο­λεκ­τικά έσω­σαν τον Ιουδαϊ­σμό από βεβαία εξαφά­νιση, όπως εξιστορεί το Ταλ­μούδ. Μά­λιστα δε, ο Γι­ο­κχαννάν Βεν Ζακχάι με άμε­σο κίνδυνο της ζωής του δραπέτευ­σε διά τεχνά­σμα­τος από την πολι­ορκούμενη Ιερου­σαλήμ μόνο και μόνο για να διασώσει την Ιουδαϊκή παράδοση και το έθνος. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, καταστροφές και αν­τιπαλότητες χάθη­κε η πολυπό­θητη ευκαι­ρία των Εβραιοχριστια­νών για την αρχη­γία και την εκ­προ­σώ­πηση του Ιουδαϊ­σμού κα­τά τις απόψεις των. Ήσαν άλλωστε ελά­χισ­τοι και ουρά των Ζη­λωτών ού­τως ώστε να αγνοηθούν από τους πάν­τες και πολύ πε­ρισ­σότερο από τους Φαρι­σαί­ους. Όπως εί­παμε ού­τε οι ιστορικοί της εποχής τούς ανα­φέ­ρουν πουθενά. Ο Μεσσίας τους δεν επανεμ­φα­νίσθη, όλες δε οι μεσσιανικές, απο­κα­λυπτι­κές και εσχα­­τολογικές προρ­ρή­σεις τους απέτυχαν πα­ταγωδώς. Το αναμενόμε­νο τέλος του κό­σμου και η πολυ­πό­θητη ανα­καί­νισή του δεν συν­έβησαν. Τότε λοιπόν και κά­τω απ’ αυ­­τές τις συνθήκες και αποτυχίες συνετελέσθη η πρώ­τη απο­στα­σία και η Εβραιοχριστι­α­νική αί­ρεση των Νοτ­ζρίμ απε­σ­χί­σθη σε αρκε­τά μεγάλο βα­θμό από τον ραβινικό Φαρισαϊκό Ιου­δαϊσμό και άρχισε να κάνει επιθέσεις εναντίον του. Δια­τήρη­σε όμως και επαφές μαζί του και παρα­σιτούσε επ’ αυτού. Δεν μπορούσε να ορ­θο­πο­δήσει μόνη της ακόμα. Γι’ αυτό ενώ η αί­ρε­ση αρ­χίζει να αλλάζει μορφή και τύ­πο, από ‘δώ και πέρα βλέ­πο­με τις πρώ­τες Χριστιανι­κές «κα­χάλ = εκ­κλη­σίες» να ανα­π­τύσσον­­ται εντός των Εβραϊκών συνα­γω­γών «κα­χάλ», γε­γο­νός που καταμαρτυρείται απαν­ταχού στην Και­νή Διαθήκη.

Το αρχικό μήνυμα των Νοτζρίμ ήταν Μεσσιανικό, Ιουδαϊκό, αποκαλυπτικό και άμε­σα εσχατολογικό με τελική έκβαση την ανακαίνιση του κόσμου από τον Γιαχ­βέχ ή τον «Ήλιον της Δικαιοσύνης» και τους «Υιούς του Φωτός», φράσεις που απαντώνται και στα Χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης, στην Καινήν Διαθήκην και σε άλλη Χρισ­τιανική φιλολογία. Με την τρομακτική απο­τυχία της επαναστάσεως των ετών +66-73 Κ. Ε., την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, την πυρπόληση του Ναού του Γιαχ­βέχ, την καταστροφή του Κουμράν το +71 Κ. Ε. και της Μασάντα το +73 Κ. Ε., και την μη επανεμφάνιση του Γιαχβέχ, ή του Μεσσία, ή του «Ηλίου της Δικαιοσύνης» στους «υιούς του φωτός», το μήνυμά τους γίνεται αναγ­κα­στι­κά μελλοντολογικό και σωτηρι­ολογικό. Γι’ αυτό τον σκοπό χρειάζον­ται επί πλέον ηθικές και πρακτικές δι­δασκαλίες. Έτσι υπο­κ­λέπτουν και σφετερίζονται τις ηθικές διδασκαλίες διαφό­ρων ρα­βίνων, όπως του Χιλ­λέλ του Πρε­σβύτερου, του Γιοκχαννάν Μπεν Ζακχάι, και πολ­λών άλ­λων.

Τα πασίγνωστα επει­σόδια, ύβρεις, κατάρες, διδασκαλίες, παραινέσεις, κλπ., κα­­­τά των Φα­ρισαίων που περιέχουν όλα τα κα­νο­νικά Ευ­αγγέλια δεν αντανακλούν τίποτα άλλο πα­ρά τις τε­ρά­στι­ες δια­μά­χες και αψιμαχίες των Νεο-Νοτζρίμ Χριστιανών εναν­τίον των Φαρισαί­ων. Αυτά δεν είχαν καμία θέση στα έτη 29-35 κατά τα οποία τα εκ­σ­τομίζει ο Ιησούς κατά των Φαρισαίων όπως μας αναφέρουν τα κανονικά Ευαγγέλια, διότι τότε στο προσκήνιο ήταν οι Σαδδουκαίοι και όχι οι Φαρισαίοι του περιθωρίου. Με την σύγχυση που προέκυψε, τις νέες καταστάσεις και συνθή­κες οι οποίες δια­μορ­φώ­θηκαν κατ’ αυτά τα έτη της καταστρο­φής, η αρχηγία περιήλθε φυσιολογικά στους Φαρι­σαίους. Είτε η συγ­γρα­φή των κανο­νικών Ευαγ­γελίων κατά κά­ποια μορ­φή άρ­χισε το νω­ρί­τερο τότε, είτε κάποιοι άγνω­σ­τοι ή γνωστοί (σαν τον Ειρηναίο) τα συνέ­ταξαν αργό­τερα και έβαλαν μέσα και αρκε­τά στοιχεία των δια­μα­χών αυτών, το ζήτημα πα­ραμένει το ίδιο: Ότι δηλαδή, από το +70 Κ. Ε. και μετά επέρ­χε­ται αδυσώπητη δια­μάχη μεταξύ των Εβραιο­χρι­στι­α­νών και των Φαρισαίων για θρησ­κευ­τική και πολι­τική εξουσία, καθώς και για ορ­θή Ιουδαϊκή θεολογία και την ορθή αντι­προ­σώπευση του Ιουδαϊσμού. Όσον αφορά τους Εβραίους, σ’ αυτή την εσωτερική δι­α­μάχη σαρωτικοί νικητές εξήλθαν οι Φαρισαίοι.

Απ’ αυ­τή την εποχή και μετά διάφορες Χριστιανι­κές ομάδες και κοι­νότητες άρχι­σαν να εμφα­νί­ζονται εδώ και ‘κει σε διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας (αλλά και εκτός αυτής όπως: Αραβία, Μεσοποταμία, Αιθιοπία). Μερικές πρέπει να υπήρχαν και νωρί­τερα αλλ’ από ‘δώ και ‘μπρος γίνονται γνωστές. Αυτές, όπως στην αρχή έτσι και τώ­ρα, κατά συντριπτική πλειο­ψηφία ήταν επηνδρωμένες από Εβραίους. Οι υπόλοιποι ήταν ολίγοι Εθνικοί παρείσακτοι! Η κά­θε μία έγρα­φε ό,τι ήθε­λε και ό,τι της ταί­ρι­α­ζε κα­τά περί­στα­ση. Έτσι δημι­ουρ­γή­θη­καν πολλές Χριστιανι­κές τά­σεις, αν­τιλήψεις, δο­ξα­σί­ες, θε­ο­λογίες, αιρέ­σεις, αφηγή­σεις, μυθοπλασίες, κλπ. Τα γρα­πτά τους δη­μι­ούρ­γη­σαν έναν κυ­κε­ώ­να μυθο­λο­γιών, εσχατολογιών, απο­καλύψεων, αντιφάσεων και μια αρ­λουμ­πο­λογία δογ­μάτων πί­σ­τεως και ακ­ραί­ων, πολλές φορές κα­ταστρο­φικών, ηθι­κών αρχών. Τα άλλα στοιχεία περί απαρχής του Χριστιανισμού που παρουσιάζουν οι υπόλοιπες θεω­ρίες που προαναφέραμε, φαίνονται υστερότερα των Νοτζρίμ του 3ου και 2ου αι­ώνα και των Εβιωνιτών του 1ου αιώνα Π. Κ. Ε.. Αυτά πρέπει να μπήκαν στην πο­ρεία από το τέλος του 1ου αιώ­νος Π. Κ. Ε. και μετά.

Ο «Χριστιανισμός» των Νο­τζρίμ και Εβιωνιτών εντός της Παλαιστί­νης και στα περί­χωρά της ήταν ακατάστατος και δεν είχε αποκτήσει μία πλήρως απο­κρυσταλ­λωμένη θεωρητική βάση. Ήταν Ιουδαϊκή αίρεση των εξαθλιωμένων και αγραμμάτων αμ-χα­άρτες. Έτσι, από ‘δω και ‘μπρος, όπου βρέθηκε εκτός Παλαιστίνης και μετά την φρι­κτή καταστροφή των ετών +66-73 και εντός Πα­λαιστί­νης, αλώθηκε και με­ταλλάχτη­κε. Με την καταστροφή της Ιουδαίας κατά τα έτη +66-73, η βάση του διαλύθη­κε και δια­σκορπίστηκε, οι ελπίδες του ψυχορράγησαν, η δε Ιουδαϊκή αρχηγία περιήλ­θε στους Φαρισαίους. Στα εκτός Πα­λαιστίνης μέρη όπου πάτησε πόδι (Αίγυπτο, Συ­ρία, Μεσο­ποτα­μία, Πετ­ραία Αραβία, Μικρά Ασία, Ιταλία, κλπ.), αναμείχθηκε, κατά τό­πους και κατά επο­χές, με τις δι­άφορες τοπικές αντιλή­ψεις και δο­ξα­σίες, οικειο­ποι­ήθη­κε πολ­λούς μύθους εθνικών και παγανισ­τών, πολ­λούς τρόπους λατρείας, τελε­τουργί­ας και μυστήρια, μηχανισμούς δι­οικήσε­ως, κλπ. Συνεπώς έχασε την καθα­ρή, αρχική Εβραϊ­κή ομοιογένεια, βάση και αντίληψη και μεταλλάχτηκε σε ένα αλλόκοτο και ανάκατο υβρίδιο. Π. χ. στην Αί­γυπ­το βλέ­πο­με να υπερ­τερούν γνωστικιστικά, θε­ρα­πευτικά στοιχεία και μερι­κά στοι­χεία από την αρ­χαία Αιγυ­πτι­ακή θρησκεία και μυ­θολογία. Τα περί ευαγ­γε­λισμού, παρθε­νογεννή­σεως, τρι­ημέρου αναστάσεως, ηλιο­ασ­τρικών ή αστρολο­γι­κών ή αστρο­θεολογικών στοιχείων, νεκρών, κ. ά., είναι κυρίως Αιγυπτια­κής προελεύσεως. Στην Μέ­ση Ανα­το­λή εμφα­νίζονται τα Μιθ­ρα­ϊκά στοι­χεία όπως η θεία ευχαριστία, ο Μα­νι­χα­ϊσ­μός, και διάφορα αστρολογι­κά και μυθο­λογικά στοιχεία των Χαλδαιο-Βαβυλωνίων, κλπ. Στα κέντρα Ελληνι­κού πολιτισ­μού σύντο­μα κάνουν την εμφά­νι­σή τους τα νεοπλατωνικά, Νεοπυθαγό­ρεια, Στωικά στοι­χεία, κ.ο.κ. Τοι­ουτοτρό­πως η χριστια­νική «οδός» κατάντησε ένα πε­ρίεργο, ανά­κα­το και αντιφατι­κό μείγμα. Ακραιφνής πα­ρέ­μει­νε μόνο ο Παλαιστινιακός Εβιωνιτι­κός Χρι­στιανισμός ο οποί­ος όμως εξαλείφθηκε σύντομα από το +73 μέχρι το τέλος του 2ου αιώνος.

Όπως έχομε προαναφέρει οι τρεις με­ταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης στα Ελληνικά των Εβ­ραίων Ελληνιστών του 2ου αιώνος: του εκ Πόντου προσηλύτου Ακύ­λα, του Εβιω­νί­του Συμμάχου και του Εβιωνίτου Θεοδοτίωνος, έγιναν προς αν­τίδραση κατά της τότε χρι­στιανικής Παλαιάς Διαθήκης, η οποία ήταν η λογοκριμένη χρι­στιανική έκδοση των Εβδομήκοντα(δύο). Αν και τότε αυτές οι μεταφράσεις ανταγωνίστηκαν σθεναρά αυτή την μετάφρα­ση των Εβδο­μήκοντα(δύο), μόνο αναφορές άλλων και λί­γα αποσπάσμα­τα σώζονται σή­μερα και έτσι κατά μέγα μέρος δεν μας εί­ναι γνω­στές. Αυτό το γεγο­νός όπως και άλλα στοιχεία φανερώνουν ότι οι Εβραίοι και οι Εβιωνίτες Χριστιανοί αντετάχθηκαν στον εξελισσόμενο Χριστιανισμό του 2ου αιώνος με επιχει­ρήματα και θεολογικές θέσεις. Ο Εβιωνιτικός Χριστιανισμός όμως εξαλείφθηκε σύν­τομα ενώ ο επικρατήσας Χριστια­νισμός από τον δεύτερο αιώνα και μετά αναμείχθηκε με γνωστι­κισμό (Λόγος, κλπ.), με παγανισμό (Θεία Ευχαριστία, Αγία Τριάς, κλπ.), με δι­άφορες τελετουργίες, κλπ. Από τον 4ο αιώνα και μετά έχομε την σημερινή διαμόρ­φω­ση του Χρισ­τιανισμού που είναι ένα τεράστιο, αλλοπρόσαλλο και καταστροφικό μείγ­μα αιρέσεων, αντιφάσεων, ανοήτων πα­ραδόσεων και καταστροφικότητας.

Άτο­μα τύπου Σαούλ-Παύλου με αρ­χηγικές τάσεις και νεωτεριστικές θέσεις κυρι­ολεκ­τικά μετάλλαξαν τον καθαρό Εβραϊκό, Παλαιστι­νι­α­κό Χριστιανισμό. Τα άτομα αυτά και οι προ­κύψασες νεο-χρισ­τιανικές κοινό­τητες έχον­τας βλέψεις πολιτι­κής, κοι­νωνι­κής και θρησκευτικής επικρατήσεως ή ένστικτα και αισθή­ματα εκδικήσεως κατά της Ρώμης, φαί­νεται ότι συνέλαβαν συνωμοτικές ιδέες και έπραξαν συν­ω­μο­τικές και πα­ράνο­μες ενέρ­γειες, οι οποίες ετι­μωρήθηκαν από τις Ρω­μαϊκές αρ­χές. Πολλές ενέργει­ες, κατασ­τροφικές εντολές και θεολογίες, για τις οποίες κατηγορούνται εν­τός της διε­θ­νούς βιβλιογραφίας και ιστορίας όπως και σε διά­φορα σημεία του ανά χείρας έργου, συνηγο­ρούν υπέρ αυτής της συνωμοσίας! Ο ίδιος ο Παύ­λος, ο οποίος πολλές φορές συμπερι­φέρεται και ομιλεί σαν συν­ωμότης, με όλη την Επιστολή Πρός Ρωμαίους που έγραψε από την Κόρινθο, καθι­στά σαφές ότι στη Ρώμη υπήρχε Εβ­ραιοχρι­στιανική κοινότητα για πολύ και­ρό προτού μεταβεί αυτός στην πρωτεύουσα (βλέπε και στίχο 15: 20). Αυτό το γεγονός αποδεικνύει τον ισχυρισμό περί υπάρξεως πρωτο­γε­νών Εβ­ραιοχ­ρισ­τιανικών και μετ’ ολίγον Γνωστικοχριστιανικών κοι­νοτήτων ανά την αυτοκ­ρατορία Πέραν όμως εικα­σιών και παρα­δόσε­ων κανείς δεν γνωρίζει επ­ακριβώς πως βρέθηκαν Εβραιοχριστιανοί από τόσο ενω­ρίς στην Ρώμη. Αυτή η άγνοια και η σύν­δεση με την μετέπειτα κοινή δράση του Παύλου με άτομα άγνωστα και ύποπτα όπως ο Ακύλας, η Πρίσκιλλα, ο Απολλώς, κ. ά. συνηγο­ρούν υπέρ της συνω­μοσίας (Πράξεις 18: 2-3, 24, 19: 1, Πρός Ρωμαίους 16: 4, Α΄ Πρός Κορινθίους 1: 12, 3: 4-6, 16: 12, 19, Πρός Τίτον 3: 13. Για περισσότε­ρες λε­πτομέ­ρειες σ’ αυτό το σημείο βλέπε και: Η Ύπο­πτη Παραμονή του Αποστόλου Παύ­λου στην Κό­ρινθο, του Μάριου Βερέττα, Εκδό­σεις Μάριος Βερέτ­τας, Αθήνα 2001.). Παρατηρούμε μια έμμονη τάση αυτών των χρι­στιανών, η οποία εκφράζεται και στις Πράξεις 25: 10-12, 26: 32, στην Πρός Ρωμαί­ους 15: 19-24, κλπ., να επιδιώκουν συνεχώς την επέκταση προς Δυσμάς και ειδικά την εγκατάσ­τασή τους στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Ρώμη!

Από στοιχεία που προέκυψαν από τις έρευνες μέχρι σή­μερα φαίνεται ότι κατ’ αυ­τήν την επο­χή, πριν και μετά το +70 Κ. Ε. δη­λα­δή, υπήρ­χαν ήδη στην κυκλοφο­ρία και διάφορα άλ­λα Ευαγγέλια, τα οποία ήταν πολύ διαφορετικά από αυ­τά τα τέσσερα τα οποία πολύ αρ­γότερα εθεσπίστηκαν ως τα μόνα κανονικά. Π. χ., Η Quelle (= πηγή, στα γερ­μα­νι­κά) με τα λόγια και ρητά του Ιησού, το Ευαγ­γέ­λιο των Εβιωνιτών, το Ευ­αγ­γέλιο το οποίο επικαλείται συ­νε­χώς ο Παύ­λος, το Ευαγγέλιο από το οποίο αντέγρα­ψε ο αρ­χιαι­ρε­σιάρχης Μαρκίων εκ Σινώπης του Πόντου, κ.ο.κ. Πέ­ραν των πιθανών και περι­ο­ρι­σμένων πυρήνων των τεσσά­ρων κανονικών Ευ­αγ­γε­λί­ων (αν αυτοί οι πυρή­νες γρά­φ­τηκαν τότε), γρά­φτη­καν πολ­λά και διάφορα άλ­λα Ευ­αγ­γέ­λια, τα οποία αργό­τερα χα­ρα­κτηρί­στηκαν εί­τε απόκ­ρυφα, εί­τε αιρετικά, είτε αν­τι­κανο­νι­κά, κλπ. Σήμερα γνω­ρί­ζομε την ύπαρξη πε­ρί των εξήντα τέτοιων Ευ­αγγελίων. Τε­λευ­ταία εξεδόθη και το Ευ­αγγέλιο του Ιούδα το οποίο έκα­νε γε­ρό πάταγο ένεκα των τρο­με­ρών και αγεφυ­ρώ­των αντιθέσεών του με τα κανο­νικά Ευαγ­γέλια. Ανεξάρτητα από το τί λέει αυτό το και­νο­φανές αρχαίο Ευαγγέλιο, εκείνο που αποδει­κνύε­ται πε­ρί­τρανα είναι το ότι οι θέ­σεις τις οποίες υποστηρίζομε εδώ έχουν άλλο ένα επιβεβαιωτικό στοιχείο. Το δε Ευ­αγγέλιο του Θωμά παρέχει μια πολύ ισχυρή ένδειξη για την πραγματική ύπαρξη της θεωρητικής Quelle!

Πλην όμως, να μην ξε­χνάμε ότι τα τέσ­σε­ρα κα­νονικά Ευ­αγ­γέ­λια που έχομε σήμερα στα χέρια μας τα ανα­φέ­ρει με τους τίτλους των και διά πρώτη φορά ο Ειρηναίος ως επί­σκο­πος Λυώνος το έτος +185 Κ. Ε. Συνεπώς, ως έχουν αυτά σήμερα γράφτηκαν πο­λύ μετά το +70 Κ. Ε. και όπως φαίνεται όλες αυτές οι παραδόσεις και δια­δό­σεις πε­ρί των γε­γονό­των γύρω από το έτος +70 Κ. Ε. μεταφέρθηκαν είτε προφορικώς είτε γρα­π­τώς και συμπεριε­λή­φθη­σαν εκ των υστέ­ρων και εκ του ασφα­λούς εντός των κα­νο­νι­κών Ευαγγελίων. Η σύγκ­ρου­ση των Χριστιανών με τους Ιουδαίους - Φαρισαίους ραβί­νους είχε αρχίσει πολύ πριν το +185 Κ. Ε. και συνεχίσθηκε για πολλά έτη μετά. Έτσι οι προ­φητείες περί της κατα­στρο­φής της Ιερου­σαλήμ και του Ναού και όλες οι δήθεν φι­λο­νι­κί­ες του Ιη­σού με τους Φαρι­σαί­ους και οι ύβρεις κατά αυτών ήταν πολύ βολικά στοι­χεία για τους Χριστιανούς του +185 Κ. Ε στην μάχη τους εναν­τίον του ραβινικού Φαρι­σαϊκού Ιου­δαϊσμού. Έτσι τα έβαλαν στο στόμα του Ιησού και μέσα στα κείμενα τους εκ του ασφα­λούς και επειδή τους συνέφερε! Ακόμα όπως προανα­φέρα­με, τα κανονι­κά Ευαγγέλια ανα­θεωρήθηκαν και ξα­να­γρά­φτηκαν μπόλικες φορές κατά τους επό­με­νους τρεις αιώ­νες και πολύ αργότερα. Παρ’ όλα ταύ­τα και αυ­τά δεν συμ­φω­νούν με­τα­ξύ τους σε πά­ρα πολλά σημεία και πε­ρι­έ­χουν τρομα­κτι­κές αντι­φά­σεις και δια­φωνίες. Το έτος +330 Κ. Ε. δεν υπάρχει πλέον τίποτα από τα πρωτότυπα. Όλα τα προη­γού­με­να αντί­γραφα και εκδόσεις των Ευαγγελίων μαζί με το μεγαλύτερο και κυ­ρι­ό­τερο μέ­ρος της Πρωτο-Χρισ­τι­ανικής βιβλιογραφίας, των τριών πρώ­των αιώ­νων, χάνονται μυστηρι­ωδώς (;) και μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί τίποτα απ’ αυτά.

Εδώ πρέπει να τονίσομε εν συντομία την τεραστία και αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ των Ευ­αγγελίων και του κηρύγματος του Παύλου. Ενώ ο Παύλος υποτίθεται ότι δρα και γρά­φει πριν από τους ευαγγε­λι­στές, δεν μας μεταφέρει κανένα ουσιαστικό και συγκεκριμένο βιογραφικό και ιστορικό στοιχείο περί Μεσ­σία Ιησού όπως δεν μας με­ταφέρει και καμία διδασκαλία του. Το μήνυμά του είναι βεβαίως αποκαλυπτικό, άμε­σα εσχατολογικό και σωτηριολο­γι­κό επικαλυμμένο με μια παράξενη δική του αντι­φα­τική θεο­λο­γία. Το γεγο­νός ότι πέραν της Καινής Δια­θήκης και αποκρύφων κειμένων κανείς μα κανείς δεν έχει σημειώσει τον Παύλο έχει θέσει πολλά πράγματα υπό αμφι­σβήτηση. Το όλο ζή­τη­μα εί­ναι τεράστιο και όχι επί του παρόντος. Τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ανα­δίφηση των Επιστολών όχι μόνο του Παύλου αλλά και όλων των υπολοίπων της Και­νής Διαθήκης είναι αμέτρητα, απρο­σπέλαστα και καθοριστικά. Εδώ αναφέρο­με ότι άλλοι αμφισβητούν την ύπαρξή του Παύλου εξ’ ολοκλήρου, άλ­λοι ισχυρίζον­ται ότι έδρασε και μετά το +70 Κ. Ε., άλλοι αμφισβη­τούν όλες ή μερικές από τις επι­στολές του, κ. ό. κ. Καλούμε τους απολογητές και φωστήρες του Χριστια­νισμού να βρουν την πειστική λύση και γεφύρωση σ’ αυτά τα τεράστια χάσματα της ιστορίας και της συνέπειας τής μόνης αληθινής και απόλυτης θρησκείας. Για τις στε­ρεό­τυπες αλλά αστή­ρικτες απαν­τήσεις που έχουν μα­γειρέψει εδώ και πολλούς αιώνες δεν έχουν προσκομίσει κα­νένα αποδεικτικό στοιχείο πέραν της πί­στεώς των και όλων όσων οι δικοί τους ανά τους αι­ώνες μετά από πολλές και σκληρές διαμάχες αποφάσι­σαν τελικά να δεχθούν ως απαντήσεις.

Επανερχόμαστε στα πασίγνωστα επει­σόδια, ύβρεις, κατάρες, διδασκαλίες, παραινέ­σεις, κλπ., κατά των Φα­ρισαίων που πε­ρι­έ­χουν τα κα­νονικά Ευαγγέλια. Αυτά όλα δεν στέκουν θεο­λογικώς, διότι αυτά δεν είναι γνωρίσματα μιας καλοπροαίρετης και φι­λεύσπλαχνης θεότητας η οποία είναι τέλεια και όλο αγάπη, δεν αντιτείνεται καθό­λου στο κακό και συγχωρεί και σώζει το απολωλός. (Βεβαίως οι θεολο­γικές και ιστο­ρικές αντιφάσεις εντός της Καινής, ολό­κλη­ρης της Βί­βλου και της ιστορίας του Χριστιανισ­μού είναι κάτι το απε­ρίγραπτο σε ποσό­τητα και ποι­ότητα!). Εν­ταύθα όμως υπά­ρχει η εξής μεγάλη ιστορική αντίφαση. Οι γνω­στοί πικρόχολοι διαξι­φι­σμοί του Ιησού με τους Φαρισαίους μέσα στα έτη από το 29 έως ίσως το 36 Κ. Ε. δεν έχουν καμιά θέση, διότι την θρησκευτική και πο­λι­τική εξουσία κατ’ αυτή την εποχή την κατείχαν αποκ­λει­στικά οι Σαδ­δουκαίοι, οι οποίοι εξυ­πηρετούσαν τα Ρωμαϊκά συμφέ­ρον­τα. Ο Καϊά­φας και ο Άννας ήταν Σαδδουκαίοι. Οι Φα­ρι­σαίοι αυτή την εποχή δεν είχαν σπουδαία δύναμη για να δι­καιολογούνται τέτοιες ισχυ­ρές επιθέσεις εναντίον τους εκ μέρους του Ιησού, πράγ­μα που δεν βλέπομε να συμβαίνει κατά των Σαδδου­καίων. Εκτός και ήταν ζηλωτής και ως επανα­στά­της κα­τά της Ρώμης εστράφη κατά της μετ­ριοπάθειας και της αυτοσυγκρά­τησης των Φα­ρισαί­ων, οι οποίοι διέβλεπαν ως μάταια μια επανά­στα­ση κατά της Ρώμης. Αλ­λά τότε κατά μεί­ζο­να λόγο θα έπρεπε να στρα­φεί πολύ πε­ρισσό­τερο κατά των Σαδδου­καίων που από ολί­γον έως πολύ ήσαν εγ­κά­θε­τοι της Ρώ­μης. Τέ­τοιο όμως θέμα με τους Σαδδουκαίους δεν ετέθη πουθενά στα Ευ­αγ­­γέλια. Πέ­ραν τούτου στα Ευαγγέλια βλέπομε ότι οι επιθέσεις κα­τά των Φαρι­σαί­ων είναι επί προσωπικής, θρη­σκευτικής και κοινωνι­κής βάσεως και όχι επα­να­στατι­κής και κατά της Ρώμης. Ως εκ τού­του, η μόνη εύλογη ιστορική και επισ­τη­μονική εξή­γη­ση είναι ότι οι διάφοροι ευ­αγ­γελιστές έβαλαν αυ­τά τα στοι­χεία μέσα στα Ευαγ­γέλια όταν τα έγραψαν, σε κάποια μορφή, από μετά το 70 Κ. Ε., όπου ως γνω­στόν από τότε και με­τά οι Σαδδουκαίοι και οι Εσσαίοι έπαψαν να υπάρ­χουν. Ο λόγος για τον οποίο προέ­κυψαν αυ­τοί οι ασύστολοι διαξιφισμοί και η τερά­στια φαγωμάρα με­ταξύ της Χρι­στι­ανικής «οδού» και των Φαρι­σαί­ων ραβίνων ήταν το ότι τότε επήλθε εμ­φύλια δια­μάχη για το ποιος απ’ τους δύο θα ανα­λάμβανε την πολιτική αρ­χηγία και τη νέα θρησκευτι­κή αντιπροσώπευση, κα­τεύθυνση, και λατρεία του Ιου­δα­ϊ­σμού. Έτσι οι διά­φοροι «ευ­αγγελι­στές» για να δώ­σουν κύρος σ’ αυ­τά τα στοιχεία, τα έβα­λαν στο στό­μα του Μεσσίαχ και Θεού των Ιη­σού ώστε να μπορέσουν να εξυ­πη­ρε­τήσουν κατά το δυ­νατό καλλίτερα τις ανάγκες και τις επιδιώξεις της αίρεσής των.

Αναφέρομε το εξής στοιχείο το οποίο θεωρούμε πολύ σημαντικό χωρίς να αναπτύξο­με το γιατί. Η Καινή Διαθήκη αναφέρεται στους Φαρισαίους (-ος) 100 φο­ρές, στους Σαδδου­καίους 14, στον Ιούδα Κανανίτη ή Ζηλωτή 2, στον επαναστάτη Ιούδα τον Γα­λιλαίο 1 φο­ρά, στους Σι­καρίους 1 και στους Εσσαίους 0 (μηδέν)! Αυτό δε συμβαίνει για μια επο­χή (+29-36 Κ. Ε.) κατά την οποίαν οι Σαδδουκαίοι ήταν αυτοί που είχαν αποκλειστικά τις πρωτοκαθεδρίες και την εξουσία, ως εγ­κάθετοι της Ρώμης, και οι Ζηλωτές (Κανα­νίτες), Σικάριοι και Εσ­σαίοι δημιουργούσαν θρη­σκευ­τικά και πολιτι­κά επεισόδια κα­θημερινώς στις πόλεις και στην ύπαιθρο, ενώ οι Φα­ρι­σαίοι κοι­τού­σαν τα διαβάσ­ματά τους, τη διδασκαλία τους και τηρούσαν μετριοπαθή και επιφυλακτική πολιτική με καιροφυλακτική επαναστατική στάση. Σκε­φτείτε το λιγά­κι... Όλα τα Φα­ρισαϊκά στοι­χεία που απαντώνται στην Καινή Διαθήκη, τα οποία είναι δυσαναλόγως πολ­λά, καθα­ρώς αντα­να­κλούν τις Φαρισαϊκές δι­δα­σκα­λίες και τις συν­θήκες και κατα­στάσεις που δη­μι­ουργή­θη­καν μετά το έτος +70 Κ.Ε και τίποτα παραπάνω...

Ένας άλλος σοβαρός λόγος της θεολογικής επικάλυψης όλων των αντι-Εβραϊκών και αντι­φαρισαϊ­κών στοιχείων, οργής, μένους, μίσους, πικρίας, κλπ., των Ευαγγελίων με το να τα βάλουν στο στόμα του Υιού του Θεού Ιησού, ήταν και για να εμποδίζουν τις διαρ­ροές από τις ολιγομελείς Εβραιοχριστιανικές ομάδες προς τους πλειοψηφούντες Φα­ρι­σαίους μετά την τρομακτική σύγχυση που επήλθε ύστερα από την καταστροφή και την απραγματοποίητη εσχατολογία. Στα Ευαγ­γέλια αυτές οι διαρροές προδίδονται και από τις συχνές - πυκνές εντολές του Ιησού κατά των Φαρισαί­ων, τις προφυλάξεις από τις διδασκαλίες τους, κλπ., καθώς και από τις προειδοποιήσεις του Ιησού προς τους μαθητές του για δι­ώξεις και προ­σα­γωγές τους σε δικαστήρια, προτρο­πές για ακ­λό­νη­τη πίστη μέχρι θανάτου και ασταμά­τητες υποσχέ­σεις προς όλους τους μέ­χρι τέ­λους πι­στούς με μεγάλες εσχατολογικές αν­τα­μοιβές και ένδοξη νίκη. Προς τους χλι­αρούς και μη σταθερούς δίνει υποσχέσεις οργής, μί­σους, πικρίας, εσχατολογικής απο­λογίας, εμετού, και ατελεύτητης τιμωρίας. Σε μερικά σημεία διαβλέ­πο­με κάποια προ­σέγ­γι­ση με πολύ ολίγους διαλλακτικούς Φαρισαίους. Εκτός ανω­νύμων στην Και­νή Δια­θή­κη έχομε τους τρεις γνωστούς και ονομαστούς: Νικόδημος, Ευ­σχή­μων Ιω­σήφ και Γαμα­λιήλ. Παρ’ όλο που γι’ αυτούς ο λόγος γίνεται για χρόνους πριν το 70 Κ. Ε., επειδή τα γραπτά αυτά εγράφησαν μετά το +70 Κ. Ε. τολμάμε να υποδείξομε ότι και οι αναφορές σ’ αυτούς αντανακλούν τις καταστάσεις μετά το +70 Κ. Ε. που περι­γρά­φομε εδώ εν συντομία. Το επεισόδιο της συνομιλίας του Ιη­σού με τον Νικό­δημο (Ιω­άν­νης 3: 1-21) αντανακ­λά όχι μόνο κάποια προσέγγιση αλλά πιθανή μυστική διαρ­ροή μι­κρής εκ­τά­σεως προς την αντίθετη κατεύ­θυνση. Το ίδιο ισχύει και με τα δι­άφορα ση­μεία στα οποία αναφέ­ρεται ο ευσχήμων βουλευτής Ιωσήφ. Η αφήγηση περί Γαμα­λιήλ, Πρά­ξεις 5: 34-42, αντανακλά διαλλακτικότητα και κάποια προσέγγιση με τους μετριοπαθείς.

Από το +73 Κ. Ε. μέχρι το +135 Κ. Ε. η χριστιανική αίρεση παραμένει ακόμα μέσες-άκ­ρες Ιουδαϊκή υπόθεση. Οι χριστιανοί της εποχής αυτής καιροφυλακτούν και περι­μέ­νουν την έκβαση κάποιων πραγμάτων και την Δευτέρα Παρουσία! Ο πλή­ρης δια­χω­ρι­σμός Ιου­δα­ϊσμού και Πρωτοχρι­στιανισμού, η δεύτερη και τελική απο­στα­σία δη­λα­δή, συνετελέσθη το έτος +135 Κ. Ε. Τότε συνετρίβει κυριολεκτικά η Ιου­δα­ϊκή επι­κ­ρά­τεια μετά την πατα­γώδη αποτυχία της δεύ­τε­ρης μεσσιανικής επα­νά­σταση των Εβ­ραίων κατά των Ρωμαίων, επί αυτοκράτορος Αδριανού. Αυτή τη φορά η επανάσταση οργα­νώθηκε από τους Φα­ρι­σαίους και τα υπολείμματα των Ζηλωτών με αρχηγό τον ψευ­τομεσσία και απατεώνα Συμεών Μπαρ Κοσίμπαχ τον οποίον ευλόγησε και έχρι­σε ως Μεσσίαχ του Ισρα­ήλ ο Φαρισαίος αρ­χι­ε­ρέ­ας Ακίμπαχ. Η Χριστιανική αίρεση αυ­τή τη φορά ήταν πολύ επι­φυ­λακτική προς την επα­νάσταση αυτή. Κρά­τησε απόστα­ση από τον Μπαρ Κοσίμπαχ διότι δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει ως Μεσσία. Είχε ήδη δικό της Μεσ­σία, τον Ιησού, στον ουρανό. Ακόμα και αυτή την φο­ρά οι Χριστια­νοί ανέμεναν την Δευτέρα Πα­ρου­σία. και «δεν πήγαν στην Πέλλα»· απλώς περίμεναν την τελική έκβαση της επα­νάστασης χωρίς να συμμετέχουν σ’ αυτήν. Ο Μπαρ Κο­σί­μπαχ έκοψε πολ­λά κε­φάλια από δαύτους επειδή αρνήθηκαν να συμπολεμή­σουν. (Εδώ ο Ευ­σέ­βιος δεν παρέχει κα­μία πληροφορία!). Με τα νέα ση­μεία των καιρών οι Μεσ­σιανικές, εσ­χα­το­λογικές και αποκαλυπτικές φαντασίες τους ανα­θερμάνθηκαν και και­ροφυλα­κτού­σαν. Πλην όμως απέτυχαν οικτρά. Η απο­τυχία που επα­κολούθησε ήταν πολύ πιο τρομακτική από την πρώτη. Η Ιου­δαία δι­α­λύθηκε ολοσχερώς και τα λείψα­να του Ιουδαϊκού έθνους δια­σ­κορπίστηκαν ή επω­λή­θησαν ως δούλοι. Τότε η Χριστι­ανι­κή αίρεση «οδός» αν­­τιμετώ­πι­σε επει­γόντως την άμε­ση ανάγκη να δη­μι­ουρ­γή­σει μια νέα θεο­λο­γία αφού η πα­λαιά απέτυχε παταγω­δώς. Μετά το τέλος και την τρομακ­τική αποτυχία και της δεύτε­ρης επανάστασης το 135 Κ. Ε. η μεταλλαγή και δια­μόρ­φω­ση των Χρι­σ­τιανών γίνεται έτι περισσότερο έντονη, δι­αφορετική και αποξενω­μένη από τους γο­­νείς τους Νοτζρίμ και τε­λικά καθοριστική.

Όπως και το έτος 70 Κ. Ε. έτσι και τώρα το ίδιο και χειρότερα, όλες οι απο­καλυπτι­κές και εσχα­τολογικές προρρήσεις και αναμονές τους απέ­τυ­χαν οικτρά και ο ουρά­νι­ος Μεσσίας τους, Ιη­σούς, δεν επανήλθε στη γη. Μόνο σε ένα πράγμα είχαν δίκιο, ότι δη­λαδή, ο Μπαρ Κοσίμπαχ δεν ήταν ο αναμενόμενος Μεσ­σίας. Έτσι τώ­ρα η δη­μι­ουρ­γία μιας νέας θε­ο­λο­γίας κατέστη πια ζήτημα επι­βιώσεως, ζωής και θα­νά­του. Νέες αλλα­γές, μορφές, τύ­ποι, τροπο­ποι­ή­σεις, μέθοδοι, εσχα­τολογίες, στό­χοι, κλπ, εισ­ή­χ­θηκαν. Τότε ξαναπρο­πα­γάν­δισαν το τέλος και την ανακαίνιση του κόσμου κατά την Δευτέ­ρα Παρου­σία του Μεσσία και Σω­τή­ρος Ιησού, με την διαφορά ότι αυτή την φορά θα λά­βει χώρα εις άγνω­στον μελλοντικό χρόνο τον οποίον κανείς δεν γνωρίζει ει μη μόνον ο Θεός Πα­τήρ. «Περί δε της ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγ­γε­λοι των ουρανών, ει μη ο πατήρ μου μόνος.», Ματθαίος 24: 36. Περιέργως ούτε ο ίδιος ο Ιησούς την γνωρί­ζει, παρ’ όλον ότι αυτός θα παρουσιαστεί εκ δευτέρου και είναι Θεός ομοούσιος τω Πατρί!

Παρ’ όλα ταύτα οι μεσσιανι­κές αναμονές με το άμεσο τέλος του υπάρχοντος κό­σμου και την εμφάνιση ενός καινούργιου ήσαν τόσο έν­τονες που συνε­χί­σθηκαν για πολλά χρόνια μετά. Έχο­­με πάρα πολλά παραδείγ­μα­τα εσχα­τολογικών ομά­δων κα­τά τον δεύ­τερον αιώ­να, λ. χ. των Μοντα­νι­τών και πολλών άλ­λων, οι οποίοι στο τέλος ευρέ­θη­σαν επαί­τες στους δρόμους. Αυτό το εσχατο­λογικό βι­ολί συνε­χί­σθη­κε και με­τά το έτος 1000 Κ. Ε. Τον δεύτερο αιώνα εκτός του αιρετικού Μαρτίνου Μον­τανού και οι μεγά­λοι πατέρες της χριστια­νι­κής εκκλησίας Ιουστίνος, Παπίας, Ειρηναίος και Τερ­τυλλια­νός βασισμέ­νοι σε δήθεν προ­φητείες των Παλαιο-Διαθηκικών προφητών Ησα­ΐα, Ιεζε­κιήλ, Δανι­ήλ, κ. ά, πίστευαν στην άμεση εσχατολογία με την επανεμφά­νι­ση του Μεσ­σία τους, την ανοικοδόμηση της Νέας Ιε­ρουσαλήμ και την εγκαθίδρυση της χιλιετούς βασιλεί­ας του επί της γης[1]. Ακόμα μέχρι και σή­μερα έχομε πολλά τέ­τοια πα­ρα­δείγματα. Οι Μάρτυρες του Ιαχωβά ή Χιλιαστές[2] και διάφορες ευαγγελι­στικές αι­ρέσεις είναι κα­θημερινώς σε αναμονή και επιφυλακή!
------------------
{[1] Βλέπε Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 20, σελίδα 828, λήμμα «Χιλι­α­σμός». Τελικώς αυ­τοί οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες απατήθηκαν οικτρώς! Τί λέτε, περί­εργον;}
{[2] Όπως οι άγγελοι και Γιαζάτας και τα τάγματά τους, ο Σατανάς = Εωσφόρος αστήρ ή Αριμάν, οι διάβολοι = εκ­πεσ­σόντες αστέρες και τα τάγματά τους, ο δυϊσμός ‘κα­λού και κακού’ και η μεταξύ των αδια­κοπη πάλη (που είναι η πάλη των αγγέλων και των Για­ζά­τας κατά του Αριμάν και των υπηρετών του) με την τε­λική νίκη του κα­λού (βλέπε και Αποκάλυψις κεφάλαιο 12), έτσι και ο Χιλιασμός που απαν­τάμε σε πολλές Εβραιο­χρι­στι­α­νι­κές αι­ρέσεις και σε όλον τον Εβραιογνωστικοχριστιανισμό γενικότερα, (βλέπε Ιώβ, Αποκάλυψις 20: 1-6, και τα κε­φάλαια 20, 21, 22, κλπ.) προ­έρχεται από τον Ζωροαστρισμό του οποίου εί­ναι δόγμα (βλέπε: Zand-i Vohuman Yasht 3: 62). Εκεί έχομε διαδο­χι­κές εποχές χιλίων ετών εκάστη των οποίων θα τελει­ώσει με κατα­κλυσμό αιρέ­σε­ως (ασυμφωνίας) και κα­τα­στροφής, μέχρι την τελική κα­ταστροφή του κακού και του πνεύ­ματός του υπό ενός θρι­αμ­βευ­τού βασιλέως της ει­ρήνης κατά το τέλος της τελευταίας χιλιετούς πε­ριόδου. «Τότε ο Σαοσγιάντ απο­καθι­στά ξανά όλα τα δημιουργήματα αγνά και η ανάσταση και η ύπαρξη του μέλ­λοντος λαμβάνουν χώ­ρα.». (Οποία ομοιότης!). Όλα τα ζωροαστρικά και βα­βυ­λω­νιακά στοι­χεία μπήκανε στο Εβραϊσμό κατά την Βαβυλώνια αιχμαλωσία και μετά. Η Χριστιανι­κή αίρεση του Εβραϊσμού υιοθέ­τησε σχεδόν όλα αυτά τα στοιχεία και μετά τα επε­ξεργάστηκε και παρουσίασε με δικό της τρόπο που δεν απέχει πολύ από τους Ζωρο­ά­στρες και τους Εβραίους.}

Επίσης τότε εδό­θη η γραμμή να στραφούν «προς πάντα τα έθνη» για να αποκτή­σουν πε­ρισ­σότε­ρους οπα­δούς, εισ­φορές χρη­μάτων, εγκαταστάσεις και στέ­γες εκ­κλη­σιών, κλπ. Δεν υπή­ρχαν πια οι παλαιστινιακές εγκαταστάσεις των συναγωγών «κα­χάλ» ού­τε ο κορ­μός του Ιουδαϊσμού επί του οποίου παρασιτούσαν. Έψαξαν και βρή­καν μερι­κά χωρία πε­ρί αποκα­λύ­ψεως και ανα­γνω­ρί­σεως του Ιουδαϊκού Μεσσία και του Θεού Γιαχ­βέχ όχι μό­νο από τους Εβραίους αλλά και από τα υπόλοιπα έθνη εντός των γρα­π­τών του δευ­τέ­ρου και τρί­του Ησαΐα (προσοχή όχι του κα­νονικού Ησαΐα Μπεν Αμώς αλλά των παρα­χαρακτών της βαβυ­λω­νιακής και μεταβαβυλωνι­ακής εποχής) και με­ρι­κών άλλων προ­φη­τών των ιδίων περιόδων. Έτσι και πάλι δι’ αυτών των δή­θεν προ­φητειών νόμισαν ότι πέ­τυχαν την θεολογική κά­λυψη που εχρειά­ζοντο. Αντί της Εβ­ρα­ϊκής Φαρισαϊκής Μα­σό­ρας κάνουν χρήση της με­τα­φράσεως των Εβδομή­κοντα­(δύο) και έτσι δημιουργούν μεγά­λες θεολο­γι­κές διαμάχες και ιστορικές ρή­ξεις με τους Ιουδαίους. Σε αντίδραση, τρεις Ιουδαίοι Ελληνιστές, ο Εβι­ω­νίτης Σύμμα­χος, ο Ακύλας και ο Εβιωνίτης Θεοδοτίων, μεταφράζουν στα Ελληνικά την Μασόρα. Δυσ­τυχώς οι με­ταφράσεις των δεν έχουν διασωθεί εκτός ολίγων απο­σπα­σμάτων. Γιατί λέ­τε άραγε; Ποιος τις εξαφάνισε; ...

Εδώ πρέ­πει να διευκρινίσομε ότι η δράση των Αποστόλων και του Παύ­λου όπως αυτή περιγρά­φε­ται στις Πράξεις των Αποστόλων και σ’ όλες τις Επιστολές της Καινής Δια­­θή­κης κατά το μέγιστο μέρος αφορά Εβραίους εντός της Παλαιστίνης και της πλη­σίον πε­ρι­οχής καθώς και Εβραίους της διασποράς στα διάφορα μέρη και αστικά κέντ­ρα της Ρω­μα­ϊκής Αυτοκρα­το­ρί­ας και της Μεσοποταμίας. Το όλο εγχείρημα δηλαδή ήταν καθα­ρή Εβραϊκή υπόθεση και όχι πάντων των εθνών. Κάπου – κάπου εμφανί­ζονται μερικοί εξ εθνι­κών όπως, ο Τίτος, ο Κορ­νήλιος, ο Τιμόθεος, ο Τρόφι­μος, ο Νι­κόλαος, ίσως η Λυδία και ολιγάριθμοι άλ­λοι. Αν βασιστούμε στην Καινή Διαθήκη αυ­τοί αποτελού­σαν πε­ρι­π­τώ­σεις εξαι­ρε­τικά με­μονω­μέ­νες και σχέ­σεις προσωπικής γνω­ριμίας και γι’ αυτό υπερ­το­νίζονται. Δεν αποτελούσαν καμία δύ­ναμη ή ομά­δα με σχε­τικά μεγάλο αριθμό με­λών η οποία προσεχώρησε στον Εβραιοχρι­στια­νι­σμό. Μάλιστα δε, η πλειο­ψηφία των Εβ­ραίων της δια­σπο­ράς εί­χε υιο­θε­τήσει Ελληνικά και Ρωμαϊκά ονό­ματα όπως Στέ­φα­νος, Ακύλας, Πρίσκιλλα, Σω­σθένης, κλπ. Βλέπομε ακόμα και Αποστό­λους να αλ­λά­ζουν τα ονόματά τους από Εβραϊκά σε Ελ­ληνικά ή Ρωμα­ϊκά (Σαύλος έγινε Παύλος, ένας Ιωάννης των Πράξεων έγινε Μάρκος, κλπ.). Οι Εβραίοι της διασ­ποράς οι οποίοι ομιλούσαν την Ελληνική ή την Λατινική γλώσσα και εί­χαν κά­ποια Ελ­ληνορωμαϊκή παιδεία πολλάκις απεκα­λούντο Ελληνιστές. Προς αυτούς τους Εβραίους λοιπόν κατ­ευθυνόταν η δράση και οι Επιστολές των Αποστόλων και του Παύλου.

Εδώ προσθέτομε και τα εξής. Ο αυτοκράτωρ Μέγας Ιου­λι­ανός μας δηλώ­νει καθαρά, στο έργο Κατά Γαλιλαίων, ότι ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Κορνήλιος (Πράξεις κεφάλαιο 10) και ο Σέργιος (Πράξεις 13: 7) δεν είναι ιστορικά πρόσωπα. Δεν αναφέρον­ται από κανέναν και πουθενά. Αυτή είναι και η θέση πολλών ερευνητών και όλα τα περί Παύ­λου είναι Χριστιανικά παραμυθάκια. Ο Παύλος δεν αναφέρεται από καμιά ιστο­ρι­κή πηγή παρά μόνο στην Καινή Διαθήκη και σε απόκρυφες Χριστιανικές ιστοριού­λες. Πάει και τελείωσε. Αυ­τό είναι εξαιρετικά ύποπτο και απίθανο αν δεχθούμε όλη τη δράση που η Καινή Διαθήκη αναγράφει πως είχε. Όταν λοιπόν μιλάμε περί Παύλου βρισκόμαστε σε εν­τε­λώς αν­επιβε­βαί­ωτη περιοχή. Πολλοί ερευνητές ισχυρίζονται πως αν υπήρχε κάποιος Παύλος αυτός πρέπει να έδρασε μετά την καταστροφή του 70 Κ. Ε. σύμφωνα με τις νέες συν­­θή­κες και τη νέα θεολογία. Διά τούτο οι Εβιωνίτες οι οποίοι παρέμειναν προσκολ­λη­μένοι στον Ιου­δαϊσμό τον μισούσαν θανάσιμα. Αυτά δε που μας μεταφέρουν οι Πράξεις είναι παρα­ποι­ήσεις και πλαστές διηγήσεις παρορμού­μενες από άλλους συγγραφείς, όπως τον Ιώσηπο και τον Φίλωνα, κ. ά.. Μακάρι να ξέ­ραμε τι ακριβώς συνέβη. Πάντως το τε­λι­κό συμ­πέ­ρα­σμα που βγαίνει μετά βεβαι­ό­τη­τας είναι ότι τα πάντα περί πρωτοχρι­στια­νι­σμού είναι θο­λά, ανεπιβεβαίωτα και αμ­φι­σβητήσιμα, εκτός και πιστέψομε στα τυφλά αυ­τά που μας λέ­νε οι Χριστιανοί από τον 4ο αιώνα και μετά. Αλλά και αυτά είναι γεμάτα με λάθη και πά­ρα πολλές κραυ­γα­λέες αντιφάσεις που δεν δικαιολογούνται για ιστορικά πρόσωπα. Επο­μένως και η πίσ­τη σ’ αυτά καταντά παράλογη και σχιζοειδής και ουσια­στι­κά βίτσιο.

Όσα λοιπόν μας περιγράφει η Καινή Δια­θήκη αφορούσαν Εβραίους μέσα στους οποί­ους κάπου-κάπου εμ­φανιζόταν για δικούς του λόγους και κανένας μη Εβραίος. Ση­μει­ώνομε ακόμα ότι σύμ­φωνα με τις σύγχρονες έρευνες και τα συμπε­ρά­σμα­τα πολ­λών Εβραίων ερευνητών αλλά και πολλών Χριστιανών θεο­λόγων το λεγόμενο βιβλίο της Αποκα­λύ­ψε­ως του Ιωάννου ήταν αρχικώς Εβραϊκό βιβλίο που εγράφη από φανα­τι­­κό Γιαχβιστή Εβραίο ο οποίος μοιρολογούσε την ερείπωση της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 70 Κ. Ε. (Η ολοκληρωτική καταστροφή της Ιουδαίας συνέβη το 135 Κ. Ε.). Μετά το βιβλίο αυτό υπε­κλάπη από τους Εβραι­ο­χρι­στι­α­νούς, τουλάχιστον κατά μέγα μέρος, οι οποίοι αφού για μερικούς αιώνες του έκα­ναν μερικές απαραί­τητες με­τατροπές, προσαρμογές και προ­σθήκες το παρουσίασαν ως ιδικόν τους προφη­τι­κό βι­βλίο[3] Στον κανόνα της Καινής Διαθήκης το έβαλαν κα­τά το τέ­λος του τέταρτου αι­ώ­να, μετά τη λήξη της δια­μά­χης του Ιερού Αυ­γου­στίνου και του Αθα­να­σίου επι­σκό­που Αλε­­ξανδρείας. Ο μεν πρώτος ζητούσε να συμπε­ρι­ληφθεί στον κα­νόνα η Απο­κά­λυψις, ο δε δεύτερος το γνωστικίζον Κατά Ιωάννην Ευαγγέ­λιον. Οι δύο αν­τίπαλοι τε­λι­κά συν­εφώ­νη­σαν να συμ­πε­ρι­ληφθούν και τα δύο βιβλία στον κα­νόνα της Καινής Δι­α­θή­κης και έτσι έληξε η δια­μάχη μεταξύ τους.
 ------------------
[3 Όπως αναφέραμε παραπάνω πολλοί μεγάλοι πατέρες της χριστιανικής εκκλη­σί­ας του δευτέρου αιώνα βάσισαν την χιλιαστική εσχατολογία τους στους Παλαιο-Δι­α­θη­κι­κούς προφήτες. Αυτός ο ίδιος χιλιασμός επαναλαμβάνεται και στην Αποκά­λυ­ψιν 20: 1-6, (και η συνέχειά του περιγράφεται στα κεφάλαια 20, 21 και 22). ]
 
Όπως έχομε προαναφέρει, πολλοί είναι οι επιστήμονες και ερευνη­τές, εκ των οποίων μερικοί είναι Εβραίοι, που υποστηρίζουν ότι η Αποκάλυψις του Ιωάν­νου ήταν Εβραϊ­κό κείμενο αρχικώς το οποίο στη συνέχεια υπεκλάπη από τους Χριστιανούς οι οποίοι του έκαναν τις αναγκαίες χριστιανικές μετατροπές. Ο κορμός τού κειμένου όμως, εί­ναι οι θρηνωδίες και οι κατάρες κάποιου Εβραίου συγγραφέως λόγω της συμ­φο­­ράς του + 70 Κ. Ε., της καταστροφής της Ιερουσαλήμ και της πυρπολήσεως του Να­ού του Γιαχ­βέχ. Γι’ αυτό και παρηγορείται με την σκέψη της αν­τικαταστάσεως της πα­­λαιάς και κα­τεστραμμένης Ιερουσαλήμ από μια νέα ουρανοκατέβατη Ιερου­σαλήμ διά μιάς θεϊκής επ­εμβάσεως του Γιαχ­βέχ, κλπ. Αυτή η επιστημονική εκδοχή, η οποία βασίζε­ται σε υπέρ­ογ­κο πλήθος στοιχείων, καταδεικνύει ότι η νυν Αποκάλυψις του Ιω­άν­νου είναι ένα δια­στρε­βλωμένο και ψευδεπίγραφο βιβλίο. Πρόκειτια για Αποκάλυ­ψιν βρω­μερού Ιεζεκιη­λικού τύπου και είναι μια από τις πάρα πολλές αποκαλύψεις που έχουν γραφεί και αλλοιωθεί.
 
Ο ερευνητής Μιχάλης Κοκκινόφτας στο βι­βλίο του Σχέδιο Αρμαγεδδών, Εκδόσεις Δί­ον, 2000, έχει κάνει μια πολύ ενδια­φέρουσα και σπουδαία ποσοστιαία ανάλυση επί των λέξεων, της γλώσσας και των χωρίων που χρη­σιμο­ποιεί ο συγγρα­φεύς της Απο­καλύ­ψεως. Ανεξαρ­τή­τως ολίγων απόψεων, υποθέσεων και εκτιμήσεων που ο συγγ­ρα­φέας έχει δια­τυπώσει, μερικά σημαντικά και ελέγξιμα συμπεράσματα της έρευ­νάς του είναι τα εξής: Η γλώσσα της Αποκαλύψεως είναι μια κακί­σ­τη χρήση της Κοινής Ελ­ληνιστικής δια­λέ­κτου. Εν κα­τα­κλείδι (σε­λί­δες 356-358), αν­τικειμενικώς υπελόγισε (αντικειμε­νι­κώς, διότι οι αριθμοί και οι συγκρίσεις είναι αν­τικειμενικά δεδο­μέ­να που μπορούν να ελεγ­χθούν από τον καθένα και δεν είναι προ­σωπικές απόψεις) ότι: 97.56% των χω­ρίων είναι παρμένα από την Πα­λαιά Δι­αθήκη εί­τε αυτολεξεί, είτε σχε­δόν αυτολεξεί, είτε σε κάποιο βα­θμό πα­ρα­φρα­σμένα αλλά με το ίδιο πε­ρι­ε­χό­μενο και νόημα προς αντίστοιχα χωρία της Πα­λαιάς. Επομένως μόνον 2.44% των χω­ρίων της Απο­κα­λύψεως δύνανται να απο­δο­θούν στον συγγραφέα της! Ως προς τις κύριες λέξεις και έννοιες το 88.21% εξ αυτών είναι δανεισμένες από την Παλαιά Διαθήκη και μόνο 11.79% είναι επινοήσεις του συγ­γραφέως.
 
Αυ­τή η ανάλυση αποδεικνύει το συμ­πέρασμα της υπο­κλοπής που αναφέραμε πα­ραπάνω, αν και η Αποκάλυψις περιέχει μερικές κοινές φράσεις και εικόνες με τα Ευ­αγγέλια, μερικές Επιστολές και τα Απόκρυφα. Κοινές πηγές αυτών των φράσεων και εικόνων σ’ όλη αυτή την βιβλιογραφία είναι η Παλαιά Διαθήκη και ή άμεση εσχατο­λογία του καιρού αυτού εν­τός των Εβραιοχριστιανικών και Γνωστικιστικών κοινοτή­των. Η ανάλυση αποδεικνύει επίσης το συμπέρα­σμα του κ. Μι­χάλη Κοκ­κι­νόφτα ότι η Αποκάλυψις δεν είναι κανένα αληθές, ανεξιχνίαστο, δυσχερές, προφητικό, θεόπνευσ­το, αποκαλυπτικό, κλπ., χριστι­α­νι­κό, βιβλίο. Αυτή η ψευδής θέση, εδώ και πολλούς αιώ­νες μέχρι και σή­μερα, προπα­γανδίζεται από τους Χρι­σ­τι­α­νούς προς εκφοβισμό των μαζών αλλά και με πολλούς αξιόλογους μορ­φωμένους στα θύ­ματά των. Απλού­σ­τα­τα πρόκειται για ένα Εβραιογε­νές, αυθαίρετο, ποταπό, πα­ρα­μυ­θο­λό­γη­μα και αισχρό ρυπαρογράφημα γκρίνιας και εκδικήσεως το οποίο περι­έχει υστερότερες (εντοπισμέ­νες) χρι­σ­τια­νι­κές και εσχατολογικές πα­ρεμ­βο­λές. Ο αρχι­κός Εβραίος συγγραφέας σκοπόν είχε να εκφράσει το πέν­θος και την θλίψη που του επ­έφερε η κατα­στροφή των ετών +66 – 73 Κ. Ε., προς τον Εβραϊκόν θεόν του Γιαχβέχ και να ευχηθεί για σκληρή εκδίκηση εναντίον όλων των ανθρώπων εκ­τός ολίγων εκ των «εκλεκτών», την οποία αηδιαστικά τον εκλιπαρεί να αποδώ­σει! Ακόμα οραματίζεται την εμφάνιση μιας Νέας Ιερουσαλήμ τεραστίου μεγέθους και ακατάσχετης φαντασίας. Οι υσ­τερό­τε­ροι χρι­στιανικοί υποκλοπείς, ανα­συντάκτες και διορθωτές του αισχροτά­του αυτού βι­β­λίου δεν είχαν κα­νέ­ναν άλλον σκο­πό παρά την χρήση του διά τον συνε­χή και δια­χρο­νικό εκφοβισμό και την στυγνή καταπίε­ση των χρι­στια­νι­κών μαζών, από τις ημέ­ρες τους μέχρι τον μυθικό Αρμαγεδδώνα.
 
Πρόκει­ται για ένα βλα­κο­δέ­στα­το, αχρειότατο, μιαρό συμ­πί­λημα μωρίας με απο­λύτως κα­μί­αν αξίαν εκτός του βρα­βεί­ου βλακεί­ας, ατιμίας και πονηρίας που πανηγυρικότα­τα εισπράττει. Δεν υπάρ­χει τίποτα το αποκα­λυ­πτι­κό, το προ­φητικό ή το ακατα­νό­η­το μέσα σ’ αυτό το ηλίθιο και αηδιαστικό τε­ρα­τούρ­γημα, που χρησιμεύει μόνο για την βάρβαρη καταπίεση ανο­ήτων, αφελών, απλοϊκών και θυμάτων!
 
Περί διαφόρων χρι­στιανικών υποκλοπών με­λετείστε τουλάχιστον τα εξής μνη­μειώδη ερευνητικά έργα:
    1. Gerald Friedlander, The Jewish Sources Of The Sermon On The Mount, Kessinger Publishing.
    2. Hyman E. Goldin, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.
    3. Randel Helms, Gospel Fictions, Prometheus Books, 1989.
    4. Harold Leidner, The Fabrication of the Christ Myth, Survey Books, 1999.
    5. Albert Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, Introduction by James M. Robinson, Collier Books, 1968.
    6. Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.
    7. Joseph Wheless, Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.
    8. Hayyim Ben Yehoshuah, Refuting the Missionaries. ]
Η νέα Εβραιογνωστικοχριστιανική θεολογία κάτω από τις νέες συνθήκες και τη συν­θ­λι­πτι­κή πί­ε­ση της επιβίωσης και του χρόνου μαζί με την αγραμματοσύνη του μι­κρού αρι­θμού των περι­θωριακών οπα­δών της απέβη πρόχειρη, βιαστι­κή, ακατάστατη, πα­ράλογη και αντιφατι­κή. Σε σύντομο χρο­νικό διάστημα εξε­λίχθη σε ένα αλλοπρόσαλ­λο μίγμα του Ιουδαϊ­σμού και πολ­λών άλλων ετερο­κλή­των θρη­σκευ­τι­κών, παγανιστι­κών, φι­λο­σοφι­κών, μυ­στικι­στι­κών, κλπ., τάσεων. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πάρα πολλές τέτοιες τάσεις, πολ­λές από τις οποίες ήταν συγ­κριτικές. Έτσι επα­κο­λού­θη­σαν τε­ράστιες θεο­λο­γι­κές και ιστο­ρι­κές διαμάχες ανάμεσα σε Χριστιανούς από τη μια με­ριά και Εβ­ραίους ραβίνους (Φαρισαί­ους δηλαδή) και εθνι­κούς φιλοσόφους και ιστο­ρικούς από την άλλη. Οι επιθέσεις εκατέρω­θεν ήταν πολύ σφοδρές. Όπως οι αρχικοί Νοτζ­ρίμ Εβραιοχριστιανοί, έτσι τελικά και οι Χριστιανοί ποτέ δεν εγκατέλειψαν το όνειρό τους να είναι αυτοί οι απο­κλειστικοί εκπρό­σωποι του ορθού Ιουδαϊσμού. Αυ­τοί πίστευαν και ακόμα πιστεύουν ότι μόνο αυτοί κατανοούν και ερμηνεύουν σωστά τις Εβραϊκές γραφές. Αμέ­σως ετέθη και η απρο­σπέ­λαστη αμ­φι­σβή­τηση για την ιστο­ρι­κότητα του Ιησού η οποία μέχρι και σήμερα δεν έχει καταλήξει πουθενά, παρά τη σα­φή δήλωση του αυτοκράτορα Ιουλιανού, στο έργο του Κατά Γαλι­λαίων, ότι ο Ιη­σούς δεν είναι ισ­τορικό πρόσωπο. Για τον ζηλωτή Γιοκ­χαν­νάν (Ιω­άννης Βαπτιστής) και για τον Απόσ­τολο Παύ­λο θέ­μα ισ­το­ρι­κό­τη­τας δεν ετέθη. Όμως και γι’ αυτά τα δύο πρόσωπα δεν έχομε αποδείξεις ότι πρόκειται για ιστορικά πρό­σωπα. Βλέ­πετε λεί­πουν ικανά ιστορι­κά κριτήρια και για τους δύο. Είναι πρόσωπα εσω­τε­ρικής παράδο­σης των Εβραιοχρι­στιανών χωρίς να υπάρχουν ικανά αντικειμενικά ιστορι­κά κριτή­ρια δι’ αυτά. Έτσι ακόμα και σήμε­ρα γίνονται πολλές αντιπαραθέσεις περί των δύο αυτών ανδρών, αλ­λά χωρίς θε­τι­κή τελική απάν­τηση. Μετ’ ολίγον, δεν άρ­γη­­σαν και οι κα­τά τόπους φυ­σι­κές και βί­αι­ες δια­μάχες των Χριστιανών με τον κό­σμο και τις αρ­χές της Ρωμαϊ­κής Αυτοκ­ρα­τορίας, κλπ., για πολ­λούς και δια­φό­ρους λόγους που δεν είναι επί του πα­ρόντος.

Πολύ σύντομα είχαμε ως απο­τέλεσμα έναν πο­λύ μεγάλο αριθμό Χριστιανικών αιρέ­σε­ων. Η κάθε μια αγωνίζεται για απόκτηση οπαδών και επικράτηση. Τον 2ο αι­ώ­να παρ’ ολίγον να επικρατήσουν οι Γνωστικοί. Μέχρι το έτος 185 Κ. Ε., κατά το οποίο ο Ειρηναίος ει­σά­γει τον όρο «ορ­θόδοξος» και επι­τίθεται εναν­τίον τών κατά την άποψή του «αιρετι­κών» και τους αποκαλεί όρ­γα­να του διαβόλου, οι Χριστιανικές αι­ρέσεις υπολογίζον­ται άνω των εκατό. Σε τόσο μι­κρό χρο­νικό διάστημα η κάθε αίρεση έλε­γε ότι της κατέβαι­νε περί Ιη­σού και Χριστιανι­κής θε­ολο­γίας και σωτηριολογίας. Αυτό το γεγο­νός συνηγορεί υπέρ της μη ιστορι­κό­τη­τας του Ιησού. Δεν είναι δυνατόν για ένα ιστορικό πρόσωπο με τόση δη­μό­σια και τρο­μα­κτική δρά­ση σε τόσο μικρό χρονικό δι­άστημα και στον τόσο μικρό χώρο της Παλαιστίνης να προκύψουν τό­σο πολλές σφο­δρά αντιμαχόμε­νες, αντιδια­με­τρι­κές και αλληλομισούμενες απόψεις. Η ολοκληρω­τι­κή επικράτηση των «ορθο­δό­ξων» κα­τέστη δυ­νατή μόνο στις αρχές του 4ου αιώ­να επειδή το επέ­βαλλε ο αυτο­κράτορας Κων­σταντίνος με το επιτελείο του, όπως έχομε πολλές φορές τονίσει. Πα­ρά την διά εξου­σι­α­στικού κα­τα­ναγκασμού επικράτηση των ορθο­δόξων, οι οποίοι εδη­μιούργησαν την «κα­θ­α­για­σμένη τε­λική» μορφή του Χρι­στι­α­νι­­σμού και «την μίαν αγίαν, καθολικήν και αποστο­λικήν εκ­κλησίαν», επακο­λού­θη­σαν δι­ωγμοί εναντίον των άλλων αιρέσεων, σφαγές κατά των αρ­χαίων θρησκειών και ολοκληρω­τικές πολι­τισμικές κατα­στροφές. Οι δε αιρέ­σεις, φα­γω­μάρες και σχί­σματα αυ­τής της μά­στιγας αυξάνονται και πληθύνονται μέχρι και σήμερα κάτω από την θείαν πρόνοι­αν του Γιαχβέχ και την φώτιση και καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος!.

Μετά ταύτα, όπως προαναφέραμε, η Χριστιανική θρη­­σκεία άρχισε να παίρνει τη ση­με­ρι­νή μορ­φή της τον τέταρτο αιώνα με τον αυτο­κράτορα Με­γά­λο Κων­σταν­τίνο, τον Ευ­σέ­βιο και μια ομάδα συγ­χρόνων μελε­τητών. Οι Χριστιανοί την εποχή αυτή, κατά τους πολύ ευνοϊκούς υπολογισμούς του Gibbon που βασίστηκε μόνο στα στοιχεία της Ρώμης, δεν υπερ­έ­βαι­ναν το 5% του πλη­θυ­σ­μού της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μάλ­λον πρέπει να ήταν λι­γό­τε­ροι του 3%, κατά τους υπολογισμούς άλλων ιστορικών, δι­ότι στην ύπαιθρο δεν είχαν καμία επιτυχία.. Τώρα η μορφή του Χριστιανισμού καταν­τά πολύ περισ­σό­τερο μεταλ­λαγμέ­νη απ’ αυτήν που πήρε μετά την δεύτερη αποστασία τούς δύο προηγούμενους αιώ­νες. Παρ’ όλα ταύτα, δεν οριστικοποιήθηκε μέσα στον τέταρτο αιώνα αλλά εξε­λισσόταν και μεταλ­λασσόταν για πολλούς αιώνες μετά· μπο­ρούμε να πούμε μέχρι και σήμερα και ακό­μα δεν έχει τε­λειώσει. Ακόμα και σήμερα δεν ξέρομε τελικά πια είναι η συγ­κεκρι­μέ­νη μορφή του. Παρά την απόλυτη και θεϊκή αλήθειά του, εκα­τοντάδες σύνοδοι, συμβού­λια, εγκύ­κλιοι, αποφάσεις, διατάγματα, δόγ­μα­τα, σχί­σμα­τα, κλπ. άρ­χισαν τότε και συνε­χί­ζον­ται μέ­χρι σήμερα χωρίς να έχουν ξεμπερ­δέ­ψει την κατάσταση. Νόμοι και ολό­κλη­ρες νο­μοθε­σί­ες θεσπιζό­ταν για πολ­λούς αιώνες, ουσιαστικά μέχρι προ­σφάτως, για να εξα­ναγκά­σουν τον κό­σμο να γί­νουν και να παραμείνουν Χριστιανοί. Όπου αυτοί οι νό­μοι δεν απέ­διδαν τα ανα­με­νό­μενα αποτελέσματα τότε εφαρμοζόταν τα πρω­τοφανή βα­σα­νι­στή­ρια, η διά παν­τός τε­ρατώδους τρόπου θανατική εξόντωση και οι κυρι­ολεκτικοί κα­τα­στροφικοί δι­ωγμοί. Η καταβαράθρωση κάθε εκφράσεως και επιτεύγματος του αρ­χαίου κόσμου σε όλα τα μήκη και τα πλάτη όπου επάτησαν οι Χριστιανοί ήταν ολο­κλη­ρωτική. Δεν υπήρχε κανένας σεβασμός, λύπη, οίκτος, αναστολή... Τα έκαναν όλα κερα­μι­δαριό. Πέραν μιας πο­λύ μικρής και ιδιάζουσας μερίδας του πληθυσμού, οι Χριστιανοί δεν έπει­σαν κανέναν διά της πειθούς.

Παραλείπομε τις ενταύθα λεπτομέρειες, διότι αυτές αποτε­λούν ένα γνω­στό, τε­ράστιο, ιστορικό κεφά­λαιο το οποίο έχει στοιχειοθετηθεί και εξαν­τληθεί πλήρως στη διε­θνή έρευ­να.

Η κατάσταση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πιστών που ανήκουν σε όλα τα Χρι­στι­ανικά τμήματα και αιρέσεις από άποψη γνώσεως της Εβραιοχριστιανικής βί­βλου, της Χριστιανικής παραδόσεως, της ιστορίας της Χριστιανικής πορείας, της κατή­χη­σης, δογ­μα­τι­κής, λειτουργικής, αποστολικών κανόνων, κλπ. είναι από αξιοθρήνητη έως εκνευ­ρι­στι­κή. Αυτό ίσχυε καθ’ όλη τη Χριστιανική πορεία και ιστορία. Η συντρι­π­τική πλειο­ψη­φία των Χριστιανών πιστών όχι μόνο δεν κατέχει τίποτε από τα βασικά στοιχεία αυ­τών των θε­μά­των της πίστεώς των αλλ’ ούτε θέλει να μάθει. Εντοσούτω αυ­τοί οι πιστοί φανα­τικοί απαιτούν να επι­βάλλον­ται, να μην ακούνε τίποτα και όποτε τους βολεύει για ιδίους λό­γους να καταφεύ­γουν συ­νεχώς στην αίρεση. Η μέθοδος της συ­νεχούς συγχωρή­σεως, η οποία δημιουργεί συνεχή ανευθυνότητα, τους έρχεται πο­λύ βολική. Όταν δε κά­ποιος τους λέγει ορισμένα πράγματα τα οποία ακού­γον­ται πα­ράξενα ή μη θε­μιτά τότε εξανί­στανται και ισχυρίζονται ότι ψεύδεται. Αν όμως τους τα επιδείξει στις γραφές τους, τότε αρ­χίζουν να επικαλούνται άγνοια, άλλες έννοιες, ψευτο­αιτιολογήσεις, υπεκφυγές, κλπ. Κύριε δεν έχει ση­μα­σία τί γράφει εκεί μέσα! Εγώ πι­­στεύω! Ό,τι και να λες, εγώ πιστεύω. Πιστεύω διότι φο­βούμαι ή δεν ξέρω για­τί! Κλπ. Έτσι έχει προκληθεί μια τρομα­κτι­κή πνευ­ματική εξαθλίωση της κοινωνίας, η οποία στις μέρες μας έχει λάβει τρομακτικά επικίν­δυ­νες δια­στάσεις. Το τί θα προ­κύ­ψει εν­τός ολίγου απ’ αυτό το οικτρό χάλι, αποτε­λεί ένα σο­βαρό­τατο πρόβλημα υπάρ­ξεως.

Όπως και να έχει το ζήτημα, όλη η θεολογική δικαιολογία υπάρξεως του Χριστια­νι­σ­μού γράφεται επι­σήμως και διά πρώτη φορά στις Επιστολές του Παύλου, κυρίως Πρός Ρωμαίους, Α΄ και Β΄ Πρός Κορινθίους, Πρός Εβραίους κλπ. Με δυο λέξεις μπορεί να αποκρυ­σταλλωθεί ως εξής. «Ο Χριστιανισμός θεμελιώνεται στο προ­πα­το­ρικό αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας και την απολύτρωση του ανθρω­πί­­νου γέ­νους από την αμαρτία, την ολοκληρωτική αρχική κατάρα και την τρομακτική συνεχή οργή του Θεού Πατρός Γιαχ­βέχ διά της θυ­σίας τού Υιού του. Διά της πτώσεως των πρωτο­πλάστων η αμαρτία και η δράση του Σατανά και των διαβόλων του, ωσάν Πλατω­νι­κές ιδέες, εισήλθαν στον κόσμο και ο κόσμος πρέπει υποχρεωτικά να σωθεί, από την συνεχή και τρο­με­ρή οργή του Παναγάθου Θεού, ο οποίος εκτός από τον Αδάμ και την Εύα κατα­ράστηκε όλους τους απογόνους των και ολόκληρη την δημιουργία του «εις πάντας τους αιώνας».

Ο πρώτος θεολόγος και συγγραφέας του Χριστιανισμού, ο Απόστολος Παύ­λος υπερ­τονίζει το σημείο αυτό στις επιστολές του και η θεολογία του στρέφεται γύρω απ’ αυ­τό. Εκεί τίθεται η αρχή του όλου εγχει­ρή­μα­τος! Βλέπε π. χ. Πρός Ρω­μαί­ους 5: 6-21, κ.α. Ο καταραμένος όφις του μύθου του Παραδείσου και των Πρωτοπλάστων για τους Χριστιανούς είναι ο Σατανάς ο οποίος διαθέτει μυριάδες δια­βό­λων υπη­ρετών. Ο Σατανάς και οι διάβολοί του είναι τώρα πανταχού παρόντες στην τέλεια δη­μιουργία, αντιστρατεύονται τον Παντοδύναμο Θεό και πρέπει να κατατ­ρο­πωθούν. Έτσι ο Θε­ός Πατήρ «σω­τη­ρίαν ηρ­γά­σατο εν μέ­σω της γης». Από ‘δω και ‘μπρος αένα­ος αγών διε­ξάγεται κατά του Σατανά και των διαβόλων. Το σχέ­διο της σω­τη­ρίας αρ­χίζει σχε­δόν αμέσως μετά την πτώση στο βιβλίο της Γενέσεως. Ολό­κ­λη­ρη η διαστρευλωμένη χρισ­τιανική Πα­λαιά Διαθήκη περι­γράφει τα φοβερά και τρο­με­ρά βήματα αυτού του σχεδί­ου του Παν­τ­ο­δυ­νάμου. Αυτό κράτησε πέντε με έξη χιλι­άδες χρόνια κατά τους εξαιρε­τικά περίεργους υπολογισμούς που μας παρέχει η Παλαιά. Διαθήκη. Στην Καινή Δια­θήκη έχο­με τον τελι­κό εξευ­μενισμό της οργής του Φιλευσπλά­χνου. Αυτός επι­τεύ­χ­θη­κε διά της σταυ­ρικής θυ­σί­ας του «ομο­ου­σίου τω Πατρί» Υιού Του Θεού, Ιησού Χρισ­τού. Για το πως παίχ­θη­κε αυτό το θείο δράμα το οποίο και έκλεισε την τελευ­ταία σκη­νή του θεάτρου της σωτη­ρίας, η Και­νή Διαθήκη μας προσφέρει τέσσερις περι­γρα­φές. Από ‘δω και ‘μπρος η Θε­ό­τη­τα εισήλθε ενεργώς εντός του ιστο­ρικού γίγνε­σθαι της αν­θρωπό­τητας. (Πριν άραγε, απλώς έριχνε κα­μιά ματιά απ’ έξω όπως διεκήρυττε ο αρχιαιρεσιάρχης Μαρκίων;!). Τώ­ρα ο Γιαχβέχ, θρι­αμ­βευτής πλέον, έγινε ο πηδαλι­ούχος της ανθρώπι­νης ιστορίας. Αλή­θεια, μήπως έχετε με­λε­τή­σει πόσο θαυμάσια εξε­λίχθηκε η αν­θρώ­πινη ιστο­ρία από τότε που ο Γιαχ­βέχ πήρε το πη­δάλιο στα χέρια του; Από κει και πέρα αν πι­στέ­ψομε και κολλήσομε σ’ αυ­τή την «ιστορι­ούλα» σωθή­καμε και θα κληρονο­μή­σο­με την αιώνια βα­σιλεία των ου­ρανών στον παρά­δεισο και στους κόλ­πους του Αβρα­άμ... Αλλιώς, μας πήρε και μας σή­κω­σε!... Κα­τα­δικα­στήκαμε αιω­νίως στη φλεγόμενη αιώ­νια κόλαση του Σατανά και των διαβόλων με ακατάπαυστα βασανιστήρια που μόνο η νοσηρά φαντασία των χριστιανών μπορεί ή δεν μπορεί να διανοηθεί... Ο «καταρα­μέ­νος όφις» του μύ­θου του παραδείσου των πρω­το­πλάσ­των τον οποίον η χριστιανική θε­ολογία ταύτισε με τον Σατανά (ή τον αστέρα Εω­σφόρο, που είναι ο πλανήτης Αφροδίτη!) και οι υπη­ρέτες του διάβολοι (εκπεσόντες αστέρες, διάττοντες και κομήτες!) μας περι­μέ­νουν στο άσβε­στο πυρ της αιωνίου κο­λάσεως για να μας περιποι­ηθούν με κάθε βασα­νι­στή­ριο που μπορεί ή δεν μπορεί να φανταστεί κάθε νοσηρά φαντασία. Αυτή είναι η θε­ο­λογι­κή δι­καιο­λόγηση και καταξίωση του Χρι­στιανισμού όπως την δια­τύπωσαν οι φω­στήρες του. Αυ­τή έγινε και η αιτία κάθε βίας, μι­σαλ­λο­δο­ξίας, και συμ­φο­ράς!

Αυτά όλα είναι βεβαίως η βολική εξήγηση αυτού του αντιεπιστη­μο­νικού μύθου από τους Χριστιανούς και η θεολογική δικαιολόγηση της υπάρξεως του Χριστιανισμού. Αυτά όμως έγιναν και αιτία κάθε βίας, μι­σαλλοδοξίας, συμφοράς και καταστροφής. Είναι ένα απλούστατο παράδειγμα σχιζοφρε­νι­κής «λογικής» και καταστρο­φικής θεο­λογίας. Η Χριστιανι­κή θεολογία, εκτός από την ύπαρξη των απειραρίθμων και παν­τα­χού παρόν­των δια­βόλων, δικαιολογεί την ύπαρξη κάθε κακού στον κό­σμο (δισε­κα­τομ­μυρίων επι­βλα­βών ιών και μικροβί­ων, εκατομμυρίων ασθενειών, χιλιάδων φυ­σι­κών κατα­στροφών, συ­νεχών κατασπαράξεων ζώων από άλλα ζώα, απείρων αδικι­ών, πόνου, θλίψης, πέν­θους, λύπης, στεναγμού,... και ο κατάλογος συνεχίζεται επ’ άπει­ρον) διά της ατε­λεύ­τητης ορ­γής του Θεού της (Γιαχβέχ), ένεκα των ανθρω­πί­νων αμαρτιών και κυ­ρίως λό­γω του προ­πα­τορικού αμαρτήματος. Ο Θεός λόγω του προ­πα­τορικού αμαρ­τήματος του Αδάμ και της Εύας καταράστηκε εσαεί ολόκληρη τη δη­μιουργία Του. Εξακολουθεί συνεχώς να εξ­ορ­γίζεται μαζί της ένεκα νέων ανθρωπί­νων αμαρτιών ώστε να παίρνει συ­νε­χώς εκδί­κη­ση διά των απείρων κακών που δημι­ουρ­γεί. Σαν να μην έφταναν όλα αυ­τά, επιτρέπει και στον σα­τανά και στους διαβόλους υπηρέτες του να σκανδαλί­ζουν συνεχώς τους ανθρώ­πους, να τους ωθούν προς την αμαρ­τία, να τους προξενούν πολ­λά κακά και έτσι να υπο­νο­μεύουν συνεχώς την τέ­λεια δη­μι­ουργία τού Παντοδυνάμου. Π. χ. οι ασθένει­ες είναι προϊ­όν­τα των δαι­μό­νων (Ματθαίος 12: 43-45, Λουκάς 11: 24-26, θαυμάστε θεϊκήν σοφίαν: «Όταν το ακάθαρ­τον πνεύ­μα εξέλ­θη από του ανθρώπου, διέρ­χε­ται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και μη ευρί­σκον λέγει· υπο­στρέ­ψω εις τον οίκόν μου όθεν εξήλθον· και ελθόν ευρίσκει σεσα­ρω­μένον και κεκοσ­μημένον. τότε πορεύεται και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύμα­τα πο­νηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του αν­θρώ­που εκείνου χείρονα των πρώτων.», 13: 10-16, Πράξεις 8: 7, κλπ.), αλλά και αμαρτιών (όπως ομολογείται απαντα­χού στην Παλαιά Διαθήκη και στον Ιωάννην 5: 14 «... μη­κέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται.»). Με­τά όμως γυρνούν οι Χρι­σ­τια­νοί να μας ανα­κοι­νώ­σουν με απόλυ­τη βε­βαι­ότητα ότι «ο Θεός αγά­πη εστί» και ότι ήταν ο Χριστιανισμός εκείνος που έφε­ρε το μή­νυ­μα της αγάπης στον κόσμο. Μας λέ­νε επί­σης με «πλήρη γνώση και βε­βαιότητα» ότι όλα αυτά τα άπειρα και ανα­τ­ριχιασ­τικά κακά τα επι­τρέπει ή τα προκα­λεί ο Πανάγαθος διά παιδαγωγικούς ή δοκι­μασ­τι­κούς λό­γους ακόμα και επί ανθρώ­πων που δεν έχουν φταίξει σε τίποτα.

Οι Εβραίοι υπέ­κλεψαν τον μύθο της δημιουργίας του Αδάμ και της Εύας από την Με­σοποταμία, αλλά του αποδίδουν εντελώς διαφορετική έν­νοια. Ο μονα­δι­κός Θε­ός του Αβραάμ και του Μωυ­σέ­ως, Γιαχβέχ, είναι ο χριστιανικός Θεός. Αυτόν τον θεό οι Χριστιανοί κατάφεραν να με­ταλλά­ξουν σε Αγία Τριά­δα πέντε αιώνες περίπου μετά την γέννηση του Θε­αν­θρώπου και κα­τόπι πολ­λαπλών σκληρών δια­μα­χών και συνό­δων. Η Παλαιά Διαθήκη δεν μι­λάει πουθενά για Αγία Τριάδα όπως μας το πιστοποι­ούν και οι ίδιοι οι Εβραίοι που την έγρα­ψαν. Συγκεκριμένα μας λένε ότι, πουθε­νά και ουδέποτε στην Εβραϊκή θρησκεία και πα­ράδοση υπάρχει οιαδήποτε ιδέα περί τριαδι­κού θεού, πράγμα που παραδέχεται και το επιστημονικό σύγγραμμα Harpers Bible Dictionary, Madeleine S. Miller and J. Lane Miller, Seventh Edition, Harper Row, Publishers 1952-1961.

Αυτή είναι εξω-Εβραϊκή σύλ­λη­ψη και απαντάται σε πολλές άλλες αρχαίες θρησ­κεί­ες από Αίγυπτο μέχρι Ινδίες. Ας κό­πτον­ται οι Χριστιανοί ότι η Παλαιά Διαθήκη υπαινίσ­σεται την τριά­δα σε δυο - τρία γνω­στά χωρία της Γενέσε­ως, τα οποία αυτοί σκοπίμως παρερ­μή­νευσαν όπως τους βό­λευε. Π. χ., Γένεσις 1: 26 «και εί­πεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρω­πον κατ’ ει­κό­να ημετέ­ραν και καθ’ ομοίωσιν, και αρχέ­τω­σαν των ιχθύων της θαλάσσης και των πετει­νών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης και πάν­των των ερπε­τών των ερπόν­των επί γης.». Εδώ σκοπίμως παρερμήνευσαν τον πληθυντικό μεγαλοπ­ρεπείας «ποιήσωμεν» της Εβραϊκής γλώσσας ή τον πληθυν­τι­κό της Εβραϊ­κής Τανάχ (Παλαιάς Δια­θή­κης) «Ελοχίμ=θεοί», η μάλλον του κα­τά εποχές Εβραϊκού πολυθεϊσ­μού. Ακόμα οι Χρι­στιανοί νομί­ζουν ότι σε μερι­κά ση­μεία στα οποία η Πα­λαιά Διαθή­κη αναφέ­ρει κατά κάποιον τρόπο τον αρι­­θμό «τρία» εν­νοεί την Αγία Τρι­ά­δα! Π. χ., Γένε­σις 18: 2 «[ο Αβραάμ] αναβλέ­ψας δε τοις οφθαλ­μοίς αυ­τού είδε, και ιδού τρεις άν­δρες ειστή­κει­σαν επάνω αυτού· και ιδών προσ­έ­δρα­μεν εις συν­άντησιν αυτοίς από της θύ­ρας της σκηνής αυ­τού και προσεκύ­νη­σεν επί την γην.», κλπ. Το πώς αυτό το «τρεις» εννοεί την Αγία Τριάδα των χριστιανών διαφεύγει της νοημοσύνης κάθε επιστήμονα ερευνητή και κάθε Εβραίου! Ο Μεσ­σίας ή Χρι­στός της Πα­λαιάς Δι­αθήκης και Ιουδαϊ­κής παρα­δό­σε­ως ήταν έμπνευση της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας. Απλώς, ήταν άν­θ­ρωπος Δαυ­ϊ­δι­κής κα­τα­γω­γής και όχι εξ Αγίου Πνεύματος, τον οποί­ον θα απέ­στελλε ο Για­χ­βέχ στους Εβραίους για να αποκαταστήσει το χαμένο κράτος Δαυίδ. Δεν ήταν ούτε Υιός του, ούτε ομοού­σιος ή ίδιος με τον Πατέρα Θεό Γιαχβέχ και όλα αυτά τα χριστιανικά δογ­ματικά ακα­ταλαβίστικα, τα οποία στους Εβραίους ήταν όχι μόνο άγνωστα αλλά και αποκρουστικά..

Για να μη μακρηγορούμε λοιπόν, ανα­φέρομε ότι οι περισσότερες αδίστακτες διαστρε­βλώσεις και εξωφρενικές πα­ρερ­μη­νείες των Εβρα­ϊ­κών κειμένων που έγιναν, ως επί το πλείστον επίτηδες, από τους Χριστιανούς συνί­στανται κυρίως στα εξής ση­μεία:
  1. Σε πάρα πολλές τρομερές παρερμηνείες διαφόρων γεγονότων ή ποιητικών κει­μέ­νων.
  2. Σε αλλαγές ή λάθος μεταφράσεις διαφόρων σημαντικών λέξεων.
  3. Κακή χρήση της Εβραϊκής ή Αρχαιο-Εβραϊκής γλώσσας ένεκα κακής ή ελλι­πούς γνώσεως αυτής και της Εβραϊκής παραδόσεως.
  4. Σε αλλοιώσεις ή απαλείψεις διαφόρων στίχων, παραγράφων και κεφαλαίων.
  5. Σε περί τις 300 προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης οι οποίες κατη­γορηματικά και εξακριβωμένα δηλώνομε ότι εί­ναι: (α) είτε αν­ύπαρκτες, (β) είτε παραφρα­σμένες επί τούτου, (γ) είτε τεθι­μέ­νες εκτός θέμα­τος επί τούτου, (δ) είτε δήθεν αναφέ­ρον­ται στον Ιη­σού Χριστό των Ευαγγελί­ων ενώ αναφέρονται σε άλλα πράγματα, (ε) είτε κείμενα προς τα οποία οι ευαγγελιστές και οποιοιδήποτε άλλοι έγρα­ψαν και προσάρμοσαν εκ των υστέρων σε αν­τίστοιχα πλασματικά «συμβάν­τα», έτσι ώστε τα παλαιοδιαθηκικά κείμενα να φαν­τάζουν σαν προ­φητείες. Πλασ­το­γραφίες και αλχημείες δηλαδή!
Οι δήθεν προφητείες που είναι παρμένες από την Παλαιά Διαθήκη εί­ναι ειδικά επιλεγμένοι, αποσπασμένοι, παραφρασμένοι και διαμορφωμένοι στίχοι για να καλύψουν τις ανάγκες των ευαγγελιστών. Πλην όμως στην Πα­λαιά Διαθήκη υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι στίχοι που αναιρούν στους στίχους των προφητειών και όλη την θεολογία περί Ιησού Χριστού. Οι χριστιανοί απολογητές μας λέ­νε ότι αυτοί οι στίχοι δεν αναφέρονται στον Ιησού Χριστό. Δεν μας λένε όμως και με ποιο κριτήριο ξεχωρίζουν αυτούς που αναφέρονται μέσα σ’ αυτό το μπάχαλο που λέγεται Παλαιά Διαθήκη! Φυσικά το κριτήριο αυτό είναι: «όσοι στίχοι μεν μας βολεύουν αναφέρονται στον Ιησού Χριστό και όσοι δεν μας βολεύουν δεν αναφέρονται!».

Οι ψευτο-προτητείες αποτελούν από μόνες τους ένα με­γάλο κεφάλαιο εκατοντάδων σελίδων για ανάπτυξη και κα­τάδειξη του χριστιανικού ψέματος, παραποιήσεως και διαστροφής, που δεν θα το παρουσιάσομε εδώ διεξοδικώς. Περιληπτικά μόνο λέμε: Όλες οι υπο­τι­θέμενες προφητείες που αναφέρονται στην Καινή Διαθή­κη και υπάρχουν στην Παλαιάν ανα­φέ­ρονται σε εν­τελώς δι­αφορετικά πράγμα­τα και όχι στα θέματα των χριστιανικών αφηγήσεων. Έχουν γίνει πλήρεις με­λέ­τες και εκδοθεί πολλά συγγράμ­μα­τα από πά­ρα πολ­λούς επι­στήμονες, με­τα­ξύ των οποίων υπάρχουν και πολλοί Εβραίοι επιστήμονες ή ραβίνοι, επί όλων αυτών των δήθεν προφη­τειών. Εξηγούν με κά­θε λεπτο­μέ­ρεια και πέ­ραν πάσης αμφι­βολίας σε τι αναφέρονται και τι θέ­λουν να πουν όλα αυτά τα εν­τελώς ξε­κομ­μένα από το περιβάλλον τους και παραφρασμένα αποσ­πά­σμα­τα, τα οποία στην Καινή Διαθήκη φιγουράρουν σαν προφητείες. Με μια καλή με­λέτη ο κα­θένας εύ­κο­λα μπο­ρεί να ανα­γ­νω­ρί­σει σε τι αναφέ­ρονται και τι ακριβώς δι­ατυ­πώ­νουν. Ειδικά οι Εβραίοι οι οποίοι τα έγραψαν με τα χε­ράκια τους έχουν σα­φώς αναλύσει σε τι ανα­φέρονται και τι εννοούν. Δεν περίμεναν την υσ­τερόχ­ρονη χρισ­τι­α­νική αίρεση να τους τα δι­δάξει! Όπως είπαμε υπάρ­χουν πά­ρα πολλά βι­βλία και άρθρα, τα οποία επε­ξη­γούν όλα αυτά τα θέ­μα­τα, για να με­λε­τήσουν και να μάθουν οι εν­δια­φε­ρόμε­νοι αναγ­νώστες. Αρκετά ευρίσ­κον­ται στην βι­βλιογ­ραφία μας. Πρωτί­σ­τως όμως, ας μελετήσουν επισταμένως την ίδια την Πα­λαιά Δια­θή­κη σε συ­ν­άρτηση με την Ιστο­ρία των καιρών και των συμ­βάν­των εκείνων, και ύστερα ή και ταυτόχρονα με­ρι­κές υποβοηθητικές αναλύσεις ερευνητών. Μετά ας εξετάσουν τα αντίστοιχα εδά­φια της Καινής Διαθήκης και μετά πολύ εύκολα μό­νοι τους θα κατανοήσουν όλα όσα εμείς εδώ καταμαρτυ­ρούμε ή παραλείπομε.

Οι περί τους 25 καθηγητές των μεγαλύτερων πανεπι­σ­τη­μίων των Η. Π. Α. που έφτιαξαν την βιντεοταινία From Jesus to Christ, ομολογούν ότι αυτές οι προφητείες ήταν εφεύρημα και εγράφησαν μετά το +73 Κ. Ε. Τότε η χριστιανική αίρεση κατέφυγε στην Παλαιά Διαθήκη για να βρει και να παρου­σιάσει τα έσχατα επιχει­ρήματά της προς τους ορθοδόξους Φαρισαίους και συ­νεχιστές τους Ιου­δαϊσ­μού, υπέρ του ισχυρισμού τους ότι αυτοί είχαν στις τά­ξεις τους τον πραγ­ματικό Μεσσίαχ, ο οποίος όχι μόνο είχε ήδη έλθει κλπ., αλ­λά και επρόκειτο να ξα­νάρθει εντός ολίγου για δεύτερη φορά! Σ’ αυ­τή την σφοδρή και βιασ­τική αντι­παράθεση τα έκα­ναν μούσκεμα με την ακα­ταστασία τους και την σκοπιμότη­τά τους. Τελικά δεν έπεισαν σχεδόν κανέ­να Φαρισαίο ή οπαδό των Φαρισαί­ων και έμεινα ολίγοι και μόνοι.

Η χριστιανική αίρεση (αποκαλουμένη ως οδός ή αίρεσις των Ναζωραί­ων και δεισιδαιμονία στις Πράξεις 9: 2, 24: 5, 22, 25: 19), μετά την κατασ­τρο­φή του + 70-73, στην προσ­πάθεια της να αναλάβει αυτή τα ηνία του Ιου­δαϊ­σμού ανέτρεξε στην Πα­λαιά Διαθήκη και πλάσαρε ως προ­φητείες για τον δικό της Μεσσίαχ (υπάρξαν­τα ή μυθολογικό) όσα αποσπά­σμα­τα εβόλευαν την ακ­ροσφαλή κατάστασή της. Οι προφητείες αυτές ευρίσ­κον­ται εντός των Ευαγ­γελίων κυρί­ως, και ολίγες εντός των υπολοίπων βιβλίων. Μερικές εξ αυ­τών δεν υπάρχουν πουθενά στην Πα­λαιά. Όσες υπάρχουν, είναι παραφρασμέ­νες και αφορούν τον Ιουδαϊκόν λαό, τους αρχηγούς του, τον προφήτη που τις γρά­φει ή συγ­γενικά του πρόσωπα και άλ­λα διαφορετικά θέματα. Οι χριστιανοί απέσπα­σαν τα κεί­μενα αυτά, τα προσ­άρμοσαν ή τα παρά­φρασαν και μετά τα εκόλλη­σαν στον δικόν τους μυθολογικό Ιησού Χριστό. Σε άλλες περιπτώσεις έπλα­σαν και κατέγραψαν ένα φανταστικό συμ­βάν που να ταιριάζει και έτσι να φα­νεί ότι εκπ­λη­ρώθηκε μια δήθεν προφητεία κάποιου κειμένου της Παλαιάς.

Αξιοπαρατήρητο είναι το γεγονός ότι ενώ το όνομα Ιησούς (το οποίο σημαίνει ο Γιαχβέχ σώζει ή ο Γιαχβέχ σωτήρ μου) το συναντάμε πολλές φο­ρές μέσα στην Παλαιά Διαθήκη (π. χ. στον Ιησού του Ναυή, στον Ζαχαρία, κ. α.), παρ’ όλα ταύτα δεν αναγράφεται σε κα­νένα απ’ όλα αυτά τα ξεκομμένα δήθεν προφητι­κά αποσπα­σματάκια της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία στην Και­νή αναφέρονται σαν δήθεν προφητείες περί του υπο­τι­θε­μένου προ­φητευθέντος Ιησού Χριστού. Με μια προσεκτική μελέτη εύκολα βλέπομε ότι αυτά τα απο­σπάσματα σε καμία περίπτωση δεν αναφέρονται στον Ιησού Χριστό, ού­τε καν τον υπονοούν! Αν κανείς αμφιβάλλει γι’ αυτό, δεν έχει παρά να αν­τι­παρα­βάλ­λει πιστά ολόκληρα τα κείμενα της Παλαιάς (και της Μασόρας) με τα αντίσ­τοιχα της Καινής! Μετά ας γράψει καθαρά και αντικειμενικά μια μεγάλη διατ­ριβή επ’ αυτού του εκτε­νούς και σπουδαίου θέματος, αφού εμείς αδυνα­τούμε να την παραθέσομε εδώ λόγω χώρου και χρόνου.

Σ’ αυτό το σημείο, επιθυμούμε να κάνομε και την εξής ερώτηση: Ενώ οι Χριστιανοί ισχυρίζονται (ψευδώς ή εσφαλμένως βεβαίως) ότι η Παλαιά Δι­αθήκη περιέχει εκατοντάδες προφητειών για τον Ιησού Χριστό, αυτές φτάνουν μέχρι και την σταύρωσή του! Μετά τί έγινε; Διατί δεν μας παρέχει καμιά προ­φητεία για την αποκαθήλωσή του, την ταφή του (εκτός ίσως μία), τον κενό τά­φο, την ανά­στα­σή του, τις Μυροφόρες, τις επα­νεμφανίσεις του, την ανάληψή του, την δευτέρα παρουσία του, την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, κλπ; Τί συμ­βαίνει μ’ αυτά τα βαρύγδουπα «γεγονότα»; Δεν ήταν αυτά τα «γε­γονότα» άξια προφητειών από τον Μωυσή, όλους τους προφήτες, τους ψαλμούς, κλπ., ή γι’ αυτά η προ­φητική ικανότητα και θεοπ­νευστία στέρεψε; Αναμένομε την απάντηση των θεο­λόγων! Εμείς, κατόπιν εκτενής έρευνας, ξέ­ρομε την δική μας! Όπως φαίνεται ο μύθος της αναστάσεως κλπ. ανεπτύχθη μετά την συγγ­ραφή των προηγουμένων προφητειών ή στην Πα­λαιά Διαθήκη δεν βρέθηκαν κειμενάκια που να ταιριάζουν σ’ αυτόν. Τα θεολογικά αυτά θέματα δεν ήταν ακόμα της μόδας τα έτη +70-73· έγιναν μετα.

Αυτά τα υποτιθέμενα συγκλονιστικά γεγονότα επλάσ­θη­σαν και προσε­τέθηκαν στις χριστιανικές αφηγήσεις αργότερα όταν πλέον η μόδα των προ­φητειών είχε λή­ξει και δεν είχε πλέον νόημα ή αποτέλεσμα! Η διαμάχη Χρισ­τιανών και Φαρι­σαίων εί­χε πλέον κρίνει του Φαρισαίους ως συντριπτικούς νι­κητές και ως τους νέους καθοδηγητές του Ιουδαϊκού λαού. Αυτή η πρόσθεση λοιπόν πρέπει να συνέβη μετά την τρομακτική αποτυχία της δεύτερης επανάσ­τασης των Ιουδαί­ων κατά των Ρωμαίων το +135. Τότε ακριβώς έγινε και το τελικό και αμετάκλητο σχίσμα Χρι­στι­ανισμού – Φαρισαϊσμού και δεν υπήρχε πλέον χρεία πε­ρισσοτέρων προφη­τει­ών για να πεί­σουν κανένα. Από τότε και μετά οι Χριστι­ανοί ξανάγραψαν τα Ευαγγέλια τους μπόλικες φορές και παρέ­μειναν με την εσχατολογία τους και την προσμονή της Δευτέρας Παρουσίας. Το τελικό αποτέλεσ­μα ήταν ότι τα Ευαγγελία τους δεν είναι θε­όπνευστα κείμε­να όπως επιμένει το δόγμα τους, αλλά μια κυ­ριολεκτική σαλάτα! Γι’ αυτό είναι τέσσερα και όχι ένα σωστό και πλήρες.
  1. Σε προσθήκες διαφόρων κεφαλαίων και 10-12 μεταβαβυλωνιακών βιβλίων στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης ως Δευτεροκανονικών, τα οποία ο Ιουδαϊ­σμός και υστερότερα ο Προτεσταντισμός απέρριψαν ως μη κανονικά και υπό­πτου προελεύσεως.
  2. Στην κατάταξη του ψευδεπιγράφου βιβλίου του Δανιήλ (που γράφτηκε κατά τα έτη 167-164 Π. Κ. Ε.) στους προφήτες, ενώ για του Εβραίους θε­ωρείται ύποπτο και διά τούτο το κατέταξαν απλώς στα γραπτά (αγιόγραφα) και όχι στους προ­φήτες.
  3. Στην καταστροφή πρωτοτύπων πηγών και στην κατόπι δημιουργία αναμαση­μά­­των, τα οποία σε πολ­λές περιπτώσεις που κατέστη δυνατόν, η έρευνα απέ­δειξε ότι διαστρέφουν τα αρχι­κά κεί­με­να. Π. χ., δεν έχομε το πρωτότυπο της μετά­φρα­σης της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα(δύο) αλλά ότι μας πα­ρέ­δωσαν γι’ αυτήν μετά τον τέταρτο αιώνα, ούτε τις με­τα­φ­ράσεις του Συμμά­χου, του Ακύλα και του Θεοδοτίωνος (εκτός από ελάχιστα αποσπάσματά τους και αναφορές άλλων), την Ιτάλα, την Ιστορία του Ηγησίππου, τα γραπτά του Παπία, του Ωριγένους και χί­λια δυο άλλα συγγράμματα...
Έτσι λοιπόν οι κύριοι Χριστιανοί απολογητές και θεολόγοι χρησιμοποιούν τα Εβρα­ϊ­κά θρησκευτικά κείμενα οσάκις και όπως τους βολεύουν, ενώ όταν δεν τους βολεύ­ουν ισχυ­ρίζονται ότι οι Εβραίοι δεν τα έχουν εννοήσει ορθώς. Αυτοί δηλαδή που τα έγραψαν και τα έζησαν διά μέσου των αιώνων δεν καταλαβαίνουν τί γράψανε και δεν ξέ­ρουν τα βιώ­ματά τους, αλλά θα τους τα εξηγήσουν καλλίτερα οι αιρετικοί και οι πα­­ρείσα­κτοι. Όπως ανωτέρω αναλύσαμε οι Εβραίοι Νοτζρίμ και οι πρώτοι Εβραιο­χρι­στιανοί καιροφυλα­κτούσαν να αρ­πάξουν την θρησκευτική και πολιτική εξουσία του Ιουδαϊσμού χωρίς τελικά να τα κα­ταφέρουν. Από τον δεύτερο αιώνα Κ. Ε. μέχρι και σήμερα όμως βλέπομε συνεχώς τους μεταλλαγμένους σε Χριστιανούς αποστάτες και τους μετέπειτα ιδιόρρυ­θμους και συνεχώς μεταλλασσομένους Χριστιανούς να ισ­χυρίζον­ται ότι αυτοί είναι οι μό­νοι σωστοί εκπρόσωποι και κληρονόμοι της θρη­σ­κείας των γονέων τους Ιουδαίων και ότι ο παγκόσμιος Ιουδαϊσμός οφείλει να γίνει μέ­ρος του Χριστιανισμού, είτε με το καλό είτε με την ωμή βία, αν επι­θυ­μεί να σωθεί. Ουδέποτε εγκατέλειψαν αυτήν την ιδέα και οι σω­τήριες βιαιοπραγίες των Χριστιανών κατά των Εβραίων αρχής γενομένης με τον ίδιο τον Κων­σταν­τίνο μέχρι και πρόσφατα είναι ίδιες και χειρότερες με αυτές που διέπραξαν κατά οποιασδήποτε άλλης αί­ρεσης ή θρησκείας. Ο Κωνσταντίνος πρώτος εξέδωσε ένα κατα­δι­καστικό μνημόνιο κατά των Εβραίων ως «θεοκτόνων». Εντός ολίγου ο Ιωάννης Χρυσόστομος ωρύεται εναν­τίον τους! Από τότε και μετά οι Χριστιανοί έγιναν τα κάκιστα παιδιά που εστρά­φη­σαν με πρωτοφανή βία, μίσος και φονικότητα κα­τά των γονέ­ων τους και προσ­πάθη­σαν πολλάκις να τους εκτοπίσουν και να τους επιβάλ­λουν αυτά που πισ­τεύουν! Έτσι εδημιούργησαν μια οικτρή, αμήχανη και καταστροφική ψυχολογία με­τα­ξύ των ιδίων και των γονέων τους!

Αν εξαιρέσομε το γεγονός ότι η σέκτα των Νοτζρίμ – Εβιωνιτών ήταν από την αρχή γνήσια υπόθεση και αίρεση του Ιουδαϊσμού εν συγκρίσει με τούς επικρατούντες Ιε­ρείς, Σαδδουκαίους και Φαρισαί­ους και ενδιαφερόταν μόνο για τα Ιουδαϊκά θρησκευ­τικά, κοι­νωνικά και πολιτικά θέματα, η ειρηνική συνύπαρξη του Χριστιανισμού με τον ραβινικό Ιουδαϊσμό μετά το 135 Κ. Ε. ήταν αδύνατη και για έναν άλλον λόγο. Ο Εβραϊσμός – Ιου­δαϊ­σμός ήταν θρησκεία διά το έθνος των Εβραίων από αρχαιοτάτων χρό­νων. Παρ’ όλον ότι μέσα σε μια χιλιετία εγνώρισε μεταβολές, εξελίξεις και προ­σ­αρμογές, οι Εβραίοι την έφτιαξαν μόνοι τους και την έκοψαν και έραψαν στα μέτρα τους. Δεν τους την επέβαλε κανένας έξωθεν. Σύμφωνα με το αυθαίρετο και απόλυτα ρατσιστικό αξίωμα που έθεσαν, ήταν ο «εκλεκτός λαός του μονα­δικού δικού των Θε­ού». Οι άλλοι λαοί ήταν «γκογίμ» δηλαδή αγέλη, που οι Εβδομή­κον­τα(δύο) κακώς μετέφρα­σαν διά της λέξε­ως «εθνι­κοί». Μόνο αν γινόταν δούλοι των Εβραίων ή υπο­δεέστεροί τους, ή έπαιρ­ναν ασυζητητί την Εβραϊκή φώτιση, μόνο τότε θα έβρι­σκαν κάποια χάρη δίπλα τους. Έτσι παρά τις θεολογικές δια­φο­ρές που οι διάφορες τάσεις των είχαν και παρά τις διαφο­ρετικές ερμηνείες και παρερμηνείες που έδι­ναν στον Νό­μο και τους Προφήτας, μόνο βάσει αυτού του γεγονότος δεν ήταν δυνατόν οι εθνικισ­τές Εβραίοι να δεχθούν έναν Χριστιανισμό υβρίδιο, ο οποίος αυτοα­ποκα­λεί­το «Νέον Ισραήλ» και που προσπα­θούσε να κατασπα­ράξει όλα τα έθνη ανε­ξαιρέτως κά­τω από μια καινοφανή, ιδιότυπη, αιρετική Εβραϊκή πί­στη που θα δε­χόταν αρχηγούς και εξ εθ­νικών. Πώς να δε­χ­τούν κάτι τέτοιο όταν είχαν υπάρ­ξει για αιώνες υποτε­λείς σε Ασσυ­ρίους, Βαβυλω­νί­ους, Πέρσες, Επιγόνους του Μεγά­λου Αλεξάνδρου και Ρω­μαίους; Ο εθνικισμός τους και η θρησκευτική αποκλει­στι­κό­τητά τους δεν τους το επ­έτρεπαν! Μελετώντας τις Πράξεις των Αποστόλων και τις Επι­στολές βλέπομε κα­θαρά ότι ο Παύλος με το κήρυγμά και την δράση του, παρ’ όλον ότι χρη­σιμοποιού­σε κά­θε δόλο, ψεύ­δος, βία, πανουργία και στρεψοδικία, εί­χε μη­δα­μινά απο­­τελέσματα όχι μόνο μετα­ξύ των Εθνικών αλ­λά μεταξύ των Ιουδαίων τόσο της Παλαι­στί­νης όσο και της Διασ­πο­ράς. Η δράση του παρέμεινε παράνομη και εξωμοτική για τους Ιουδαί­ους, ύποπτη και ανόητη για τους μη Ιουδαίους, τα δε κηρύγματά του ανόητα και ανα­κόλουθα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου